Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Απόλυτη ακυρότητα λόγω παράλειψης μετάφρασης ουσιωδών εγγράφων στην ποινική διαδικασία (Siemens case)

 

 

Σχετικά με την υπόθεση Siemens 

3242/2016 ΕΦ ΑΘ

Ποινική Δικονομία. Κατηγορούμενος που αγνοεί την ελληνική γλώσσα. Μη μεταφρασμένο κλητήριο θέσπισμα. Ακυρότητα επιδόσεως κλητηρίου θεσπίσματος, λόγω μη μεταφράσεώς του, καίτοι ο κατηγορούμενος αγνοούσε την ελληνική γλώσσα. Προβολή της ακυρότητας της επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος το αργότερο μέχρι την έναρξη της εκδίκασης στο πρωτοβάθμιο, δηλαδή πριν από την απαγγελία της κατηγορίας από τον Εισαγγελέα. Κάλυψη ακυρότητας σε αντίθετη περίπτωση. Υπερασπίσεως δικαιώματα. ΕΣΔΑ. Επίδοση όλων των ουσιωδών εγγράφων, επί ποινή απολύτου ακυρότητας, σε γλώσσα που κατανοεί ο κατηγορούμενος. Μεταξύ των ουσιωδών εγγράφων συμπεριλαμβάνεται και το κλητήριο θέσπισμα. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος απολογήθηκε στην κύρια ανάκριση με διερμηνέα δεν αναιρεί την υποχρέωση των δικαστικών αρχών να του επιδώσουν μεταφρασμένο το κλητήριο θέσπισμα. Επίδοση κλητηρίου σε αντίκλητο, προς τον οποίο έχει παύσει η σχέση εντολής. Ακυρότητα τέτοιας επιδόσεως. Αναβάλλει τη δίκη, ώστε να επαναληφθούν οι προπαρασκευαστικές διαδικαστικές πράξεις με συνεπίδοση επίσημης μετάφρασης των ουσιωδών εγγράφων, δεδομένου ότι η επίδοση ολόκληρου του βουλεύματος σε επίσημη μετάφραση και της σχετικής κλήσης με τον κατάλογο των μαρτύρων έπρεπε να γίνει εντός της νόμιμης προθεσμίας πριν από τη δικάσιμο.

ΕΦΑΘ (ΠΟΙΝ) 3242/2016 Δικαστές Σ. Τσιμπέρης, Προεδρεύων, Παγώνα Παναγιώτου, Ευτέρπη Καραχάλιου, Εισαγγελεύς Χ. Τζώνης, Αντεισαγγελεύς, Δικηγόροι Ι. Ηρειώτης, Ν. Βιτώρος, Ι. Μαντζουράνης, Μαρία Αθανασοπούλου, Β. Δημακόπουλος, Τ.- Ι. Μπαλιτσάρης, Ι. Κώτσος, Α. Μαυραγάνης, Εράσμια Νάκα, Αλίκη Καλατζή, Ι. Παπαδογιαννάκης, Κ. Κακόβουλης, Β. Αλεξανδρής, Δ. Βούλγαρης, Όλγα Τσόλκα, Π. Νιάδης, Μαρία - Πηνελόπη Λιακόγκονα, Μ. Ζαφειρόπουλος, Χ. Κομπιλίρης, Δ. Γκούσκος, Π. Γκούσκος, Ι. Πορτικάλης, Χ. Κολοβός, Ι. Μαρακάκης, Ν. Κουμουλέτζος, Θ. Μαντάς, Σωτηρία Ζωγράφου, Ι. Σχινάς, Α. Καϋμενάκης, Αικατερίνη Χριστογιάννη, Π.- Κ. Βασιλακόπουλος, Μ. Βασιλα­ κόπουλος, Γ. Δημήτραινας, Μαριάννα Λεωνιδάκη, Σ. Καλαμίτσης, Αθηνά Κατράκη, Ν. Δαμασκόπουλος, Α. Μαραγκός, Α. Βαρλάμης, Η. Μπίσιας, Χ. Καπαρουνάκης, Χ. Γάτος, Σ. Χρη- στακάκης, Ο. Φίλος, Α. Τριαντάφυλλου, Α. Χαραλαμπάκης, Μαρία Σαξώνη, Α. Πάρσαλης, Καλλιρόη Δημοπούλου, Β. Καρκαζής, Π. Κατσαρός, Ι. Γιαννίδης, Ν. Scharf, Αναστασία Καίσαρη, Ι. Μανουσάκης, Β. Αρβανίτης, U. Freiherr von Saalfeld, Η. Αναγνωστόπουλος, Ι. Τολάκης, Α. Παπαστεριόπουλος, Ι. Παπαδάτος, Ιωάννα Αναστασοπούλου, Ειρήνη Τσαγκαράκη, Άννα Παπαδοπούλου, Δ. Τσοβόλας, Λυδία Τσοβόλα, Ι. Ζαβαλιάννης, Σ. Κατσέλης, Σ. Μουζακίτης, Α. Τζαννετής, Φωτεινή Σμυρνιωτάκη, Χ. Φιλιππούσης, Ειρήνη Βένιου, Χ. Αργυρόπου­λος, Γ. Δαρμάρος, Δ. Γαβουνέλης, Π. Αθανασόπουλος, Νίκη Αθανασοπούλου, Μαρία Ιωαννίδου, Σ. Πολύχρονης, Λ. Μίχος, Χ. Μηλιάς, Στυλιανή Ανδρικοπούλου, Ι. Ζαΐμης [...] Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 307 επ., 314, 320-321, 339-340 και 343 ΚΠΔ συνάγεται ότι η κυρία διαδικα­σία αρχίζει, είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδι­κασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο κλητηρίου θεσπίσματος, ή στις περιπτώσεις των άρ. 314, 315 παρ. 3-4 (και αφού το παραπεμπτικό βούλευμα καταστεί αμετάκλητο) με την επίδοση κλήσης, είτε με την εμφάνιση του κατηγορού­μενου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του (ΑΠ 537/2012, ΑΠ 1827/2003, ΑΠ 1668/2002). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρ. 170 παρ. 1, 171 παρ. 1 εδ. δ`, 173 παρ. 1 και 174 παρ. 2 ΚΠΔ, οι οποίες δεν θίγουν τα από το άρ. 6 παρ. 3 εδ. α` της ΕΙΔΑ προστατευόμενα δικαιώματα του κατηγορουμένου, η ακυρό­τητα της κλήσης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος, καθώς και η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησης αυτών στον κατηγορούμενο, είναι σχετική και καλύπτεται, αν αυτός που κλητεύθηκε εμφανιστεί στη δίκη και δεν προβάλλει εναντίωση στην πρόοδό της, προτείνοντας την ακυρότητα το αργότερο μέχρι την έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δηλα­δή πριν από την απαγγελία της κατηγορίας ή την ανάπτυξη της έφεσης από τον εισαγγελέα και πριν από την εξέταση οποιουδή­ποτε αποδεικτικού μέσου ή την όρκιση του πρώτου μάρτυρα (βλ. ΑΠ 137/2015, ΑΠ 820/2014, ΑΠ 440/2013, ΑΠ 537/2012, Μ. Μαργαρίτη, ΚΠΔ, έκδ. 2008, σελ. 647 αριθμ. 21). Σε περίπτωση δε που οι αντιρρήσεις προταθούν έγκαιρα και γίνουν δεκτές, το δικαστήριο κηρύσσει άκυρη την κλήση ή το κλητήριο θέσπισμα και απαράδεκτη τη συζήτηση. Ειδικότερα, κατά τις διατά­ξεις των άρ. 320-321 ΚΠΔ, το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο δικαστήριο για να δικαστεί, πρέπει απαραίτητα να περιέχει πέραν των άλλων στοιχείων και ακριβή καθορισμό των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Κατά δε το άρ. 6 παρ. 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου της 4.11.1950 (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 52/1974 και έχει, κατά το άρ. 28 του Συντ., υπερνομοθετική ι­σχύ, κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορηθεί στην πιο σύντομη προθεσμία λεπτομερώς στη γλώσσα που κατανοεί την φύση και τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας και να τύχει δωρεάν παράστασης διερμηνέα, αν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο δικαστήριο. Συνα­φής είναι και η διάταξη του άρ. 14 παρ. 3 εδ. α` του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), κατά την οποία «κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα τις ακόλουθες εγγυήσεις, να πληροφορηθεί το συντομότερο δυνατόν σε γλώσσα που κατανοεί και λεπτομερώς τη φύση και τους λόγους της κατηγο­ρίας εναντίον του». Από τις διατάξεις αυτές, που αποσκοπούν στην κατοχύρωση βασικών υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου που εισάγεται σε δίκη σε ξένη χώρα και α­γνοεί τη γλώσσα που ομιλείται στη χώρα αυτή, προκύπτει ότι και κατά το νομικό καθεστώς, που ίσχυε πριν την προσθήκη με το Ν. 4236/2014 του άρ. 236Α ΚΠΔ, για το οποίο γίνεται λόγος παρακάτω, επί κλητηρίου θεσπίσματος και παραπεμπτικού βουλεύματος απαιτείται, με ποινή ακυρότητας (άρ. 171 παρ. 1 δ` ΚΠΔ), μαζί με αυτά να επιδίδεται και επίσημη μετάφρασή τους στη γλώσσα που εννοεί ο κατηγορούμενος, δεδομένου ότι τα έγγραφα αυτά περιέχουν την κατηγορία (ΑΠ 2014/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 645/2004, ΑΠ 185/2004 ΠοινΔικ 2004, 541, ΑΠ 572/1985 ΠοινΧρ ΛΣΤ, 41, ΑΠ 691/1983 ΠοινΧρ ΛΓ`, 928, ΑΠ 152/1981 ΠοινΧρ ΛΑ`, 545), όχι όμως και επί άλλων εγγράφων της ποινικής διαδικασίας, για τα οποία δεν απαιτείται η επίδο­ση αυτών να συνοδεύεται από επίσημη μετάφρασή τους στη γλώσσα που κατανοεί ο κατηγορούμενος και συνεπώς σε τέ­τοια περίπτωση δεν καθίσταται άκυρη η επίδοση του εγγρά­φου, όταν δεν επιδίδεται ταυτόχρονα επίσημη μετάφρασή του (ΑΠ 2014/2009, ΑΠ 645/2004, ΑΠ 185/2004 ό.π.).Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος που αγνοεί την ελληνική γλώσσα έχει ήδη απολογηθεί στον ανακριτή με συνήγορο και διερμηνέα στη γλώσσα που κατανοεί δε δύναται να καλύψει την ως άνω ακυρότητα σε περίπτωση επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσμα­τος ή του βουλεύματος (στις αντίστοιχες περιπτώσεις) χωρίς επίσημη μετάφρασή τους στη γλώσσα που κατανοεί ο κατηγορούμενος, αφού μόνο το κλητήριο θέσπισμα ή το παραπεμπτι­κό βούλευμα περιέχουν τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμε­νο κατηγορίες με τις τυχόν επελθούσες διαφοροποιήσεις και τούτο καθίσταται εντονότερο σε περίπτωση που ο κατηγορού­μενος παραπέμπεται να δικαστεί μαζί με άλλους κατηγορούμε­νους, καθόσον από το πλέγμα όλων των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι πρέπει να γνωρίζει, πέραν των κατηγοριών που αποδίδονται στον ίδιο, και τις κατηγορίες που αποδίδονται στους συγκατηγορουμένους του, ώστε να προετοιμάσει κα­τάλληλα και με επάρκεια την υπερασπιστική του γραμμή και κυρίως στην περίπτωση που οι κατηγορίες για συγκεκριμένες πράξεις μετά την απολογία στον ανακριτή έχουν διαφοροποιη­θεί για ορισμένους από αυτούς με το παραπεμπτικό βούλευμα (όπως, για παράδειγμα, όταν το Συμβούλιο έκρινε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για ορισμένες πράξεις ή έπαυσε την ποινική δίωξη κ.λπ.). Ήδη με το άρ. 236Α παρ. 1 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρ. 4 του Ν. 4236/2014 (ΦΕΚ 33 Α` 11.2.2014) και ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο την Οδηγία 2010/64ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ της 20ης Οκτωβρίου 2010 σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, ορίζεται ότι «Στους υπόπτους ή κατηγορούμενους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας παρέχεται εντός ευλόγου διαστήματος γραπτή με­τάφραση όλων των ουσιωδών εγγράφων ή χωρίων εγγράφων της διαδικασίας. Τα ουσιώδη έγγραφα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση σχετική με την κατηγορία. Οι κατηγορούμενοι ή οι συνήγοροί τους δύνανται να υποβάλουν αιτιολογημένο αίτημα για τον χαρακτηρισμό εγγράφων ή χω­ ρίων εγγράφων ως ουσιωδών. Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι δεν έχουν δικαίωμα σε μετάφραση χωρίων ουσιωδών εγγρά­φων, τα οποία δεν συμβάλλουν στην κατανόηση εκ μέρους τους του περιεχομένου της εναντίον τους κατηγορίας». Από τα επιμέρους άρθρα, αλλά και το προοίμιο της ανωτέρω Οδηγίας, προκύπτει ότι η υποχρέωση των εκάστοτε εθνι­κών δικαστικών αρχών για μετάφραση των ουσιωδών εγγρά­φων της ποινικής διαδικασίας αποσκοπεί στη διασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής άσκησης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Τούτο, ειδικότερα, προκύπτει από τη διατύπωση του άρ. 3 παρ. 1 της Οδηγίας, το οποίο ορίζει ότι η μετάφραση των ου­σιωδών εγγράφων απαιτείται, «προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι είναι σε θέση να ασκήσουν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους και προκειμένου να διασφα­λιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης». Περαιτέρω, στο προοίμιο (σημείο 30) της Οδηγίας αυτής αναφέρεται ότι «προκειμένου να διασφαλίζεται η διεξαγωγή δίκαιης δίκης, τα ουσιώδη έγ­γραφα ή τουλάχιστον τα σχετικά χωρία των εγγράφων αυτών απαιτείται να μεταφράζονται προς χάριν των υπόπτων ή κα­τηγορουμένων, σύμφωνα με την παρούσα Οδηγία. Ορισμένα έγγραφα θα πρέπει να θεωρούνται πάντοτε ουσιώδη προς τον σκοπό αυτόν και, συνεπώς, να μεταφράζονται, όπως οποια­δήποτε απόφαση συνεπάγεται την στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγο­ρίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση. Εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να αποφασίζουν, με δική τους πρωτοβουλία ή ύστερα από αίτημα των υπόπτων ή των κατηγορουμένων ή των συνηγόρων τους, ποια άλλα έγγραφα είναι ουσιώδη για τη διασφάλιση δίκαιης δίκης και, συνεπώς, θα πρέπει επίσης να μεταφράζονται». Αναφέρεται, επίσης, στο σημείο 5 του προοιμίου ότι το άρ. 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και το άρ. 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοχυρώ­νουν δικαίωμα στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, ότι το άρ. 48 παρ. 2 του Χάρτη διασφαλίζει τον σεβασμό των δικαιω­μάτων της υπεράσπισης και ότι η παρούσα Οδηγία σέβεται τα ανωτέρω δικαιώματα και θα πρέπει να εφαρμόζεται αναλόγως. Και στο σημείο 14 ότι «Το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφρα­ση για τα πρόσωπα που δεν ομιλούν ή δεν κατανοούν τη γλώσσα της διαδικασίας θεσπίζεται στο άρ. 6 της ΕΣΔΑ, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Αν­θρωπίνων Δικαιωμάτων. Η παρούσα Οδηγία διευκολύνει την ε­φαρμογή του δικαιώματος αυτού στην πράξη. Προς τον σκοπό αυτόν ο στόχος της παρούσας Οδηγίας είναι να διασφαλίσει το δικαίωμα των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, ώστε να διαφυλάσσε­ται το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη». Από τις παραπάνω διατάξεις και την ενσωμάτωση στο ε­θνικό μας δίκαιο της ως άνω Οδηγίας με την προσθήκη του άρ. 236Α παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι η μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων και πρωτίστως των εγγράφων που περιέχουν την απαγγελλόμενη κατηγορία για τα πρόσωπα που δεν ομιλούν ή δεν κατανοούν την γλώσσα της διαδικασίας συνιστά υποχρέωση των αρμόδιων δικαστικών αρχών προς διαφύλαξη των θεμε­λιωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη και αποτελεσματική υπεράσπιση, όπως αυτά προβλέπονται στα άρ. 6 της ΕΣΔΑ και 47-48 παρ. 2 του Χάρτη θεμελιωδών Δικαι­ωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, η εκδοχή ότι δεν είναι απαραίτητη και δεν δημιουργεί ακυρότητα η μη συνεπίδοση μετάφρασης των ουσιωδών εγγράφων της ποινικής διαδικασί­ας που περιλαμβάνουν την απαγγελία της κατηγορίας, οποια­δήποτε απόφαση συνεπάγεται στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου και οποιαδήποτε απόφαση σχετική με την κατηγο­ρία, όταν ο κατηγορούμενος που αγνοεί την ελληνική γλώσσα απολογήθηκε στην κυρία ανάκριση με διερμηνέα και έλαβε γνώση της κατηγορίας, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, δεν στηρίζεται στο νόμο και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το νέο καθεστώς του άρ. 236Α ΚΠΔ. Άλλωστε, η αναλόγου περιε­χομένου παρ. 2 του άρ. 233 ΚΠΔ, που είχε προστεθεί με το άρ. 9 παρ. 2 του Ν. 1941/1991, καταργήθηκε με το άρ. 34 παρ. 18 γ` του Ν. 2172/1993 ως αντίθετη προς το άρ. 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (βλ. την Εισηγητική έκθεση του Ν. 2172/1993 στο άρ. 35 παρ. 17 γ`, Η. Αναγνωστόπουλου, «Στην Βαβέλ της Ευρωπαϊκής Ένωσης» ΠοινΧρ =ΣΤ`, 241 επ., Αθ. Ζαχαριάδη, παρατηρήσεις στην ΤρΕφΘεσ 814/2000 Αρμ. 2001,115 επ.). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι συνήγορσι υπεράσπι­σης των κατηγορουμένων J.V. (7ος), K.F.E.P.V.E. (8ος), R.K. (10ος), T.G. (11ος), H.W.B. (12ος), J.M. (13ος), R.H.S. (15ος), W.P.W.R. (16ος), F.J.R. (17ος), L.A.H.J. (18ος), Β.Μ. (33ος), G.G. (34ος) και J.C.O. (62ος), με τους αντίστοιχους ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, προβάλλουν αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης και απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας για το λόγο ότι οι συγκεκριμένοι κα­τηγορούμενοι είναι αλλοδαποί, αγνοούν την ελληνική γλώσσα και το παραπεμπτικό βούλευμα επιδόθηκε για τον καθένα α­πό αυτούς μόνο στην ελληνική γλώσσα και όχι μεταφρασμένο στη γλώσσα που κατανοούν, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουν το ακριβές περιεχόμενο των σε βάρος τους κατηγοριών και να παρεμποδίζονται να ασκήσουν αποτελεσματικά τα δικαιώματα υπεράσπισής τους. Στους 7°, 8°, 10°, 11°, 12°, 13°, 15°, 16°, 17°, 18° από τους παραπάνω κατηγορουμένους αποδίδεται η τέλεση των αξιό­ποινων πράξεων: α) της ενεργητικής δωροδοκίας και β) της νο­μιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, στους 33° και 34° αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος της απλής συνέργειας σε παθητική δωροδοκία κατ'εξακολούθηση και στον 62° αποδίδεται η τέλεση των εγκλημάτων της άμεσης συνέργειας σε ενεργητική δωροδοκία και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ'επάγγελμα. Οι 7ος, 8ος, 10ος, 11ος, 12ος, 13ος, 15ος 16ος, 17ος, 18ος και 33ος από τους κατηγορου­μένους αυτούς είναι Γερμανοί υπήκοοι και κατά την απολογία τους στον ανακριτή δήλωσαν ότι αγνοούν την ελληνική γλώσ­σα και απολογήθηκαν με διερμηνέα στη γερμανική γλώσσα. Ο 34ος (G.G.) είναι, επίσης, Γερμανός υπήκοος με ελληνική κατα­γωγή, ωστόσο δεν κατανοεί καλά την ελληνική γλώσσα και κα­τά την απολογία του στον ανακριτή στις 12.7.2013 απολογήθη­κε με διερμηνέα στη γερμανική γλώσσα. Σε όλους τους ως άνω κατηγορουμένους τόσο το 399/2015 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που περιλαμβάνει τις απο­διδόμενες στον καθένα κατηγορίες, όσο και η κλήση για την εμφάνισή τους στο δικαστήριο με κατάλογο των μαρτύρων, επιδόθηκαν για τον καθένα στην ελληνική γλώσσα (βλ. για την επίδοση του βουλεύματος τα αντίστοιχα αποδεικτικά επίδοσης των επιμελητών της εισαγγελίας Εφετών Αθηνών [...]). Αφού, όμως, οι ως άνω κατηγορούμενοι δήλωσαν νομότυπα κατά την απολογία τους στην κυρία ανάκριση ότι αγνοούν την ελληνική γλώσσα και απολογήθηκαν στη γερμανική γλώσσα, την οποία και κατανοούν, για την ολοκλήρωση της σύννομης επίδοσης και κλήτευσής τους στη δίκη, η αρμόδια εισαγγελική αρχή είχε υ­ποχρέωση από τις διατάξεις των άρ. 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ, 236Α, 320-321 ΚΠΔ να επιδώσει τα ως άνω ουσιώδη έγγραφα (βού­λευμα και κλήση), που περιέχουν την κατηγορία, σε επίσημη με­τάφραση στη γερμανική γλώσσα στον καθένα από τους κατη­γορουμένους αυτούς, με αποτέλεσμα από την παράλειψη αυτή να προκαλείται ακυρότητα κατά το άρ. 171 παρ. 1 εδ. δ` ΚΠΔ, καθόσον οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι στερήθηκαν τη δυ­νατότητα άσκησης των νομίμων θεμελιωδών υπερασπιστικών δικαιωμάτων τους, όπως αυτά απορρέουν από τις προαναφε­ρόμενες διατάξεις για ακριβή γνώση του περιεχομένου των σε βάρος τους κατηγοριών και τη διασφάλιση πλήρους και αποτε­λεσματικής άσκησης των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων. Η ακυρότητα αυτή, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν δύναται να καλυφθεί από το γεγονός ότι οι παραπάνω κατηγο­ρούμενοι απολογήθηκαν στην κυρία ανάκριση με διερμηνέα στη γερμανική γλώσσα, δεδομένου ότι εκτός από το δικαίωμά τους να λάβουν πλήρη γνώση των σε βάρος τους κατηγοριών, δικαιούνται για την αποτελεσματική προετοιμασία της υπερά­σπισής τους να λάβουν γνώση και των κατηγοριών που απο­δίδονται στους λοιπούς συγκατηγορουμένους τους και περιέ­χονται στο παραπεμπτικό βούλευμα, που είναι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι επήλθαν σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τις αρχικές κατηγορίες και, ειδικότερα, απαγγέλθηκαν συμπληρωματικές κατηγορί­ες στους συγκατηγορουμένους Μ.Χ., V.J., Π.Μ. και Χ.Κ. και το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 399/2015 βούλευμά του έχει αποφανθεί για ορισμένες πράξεις να μη γίνει κατηγορία κατά συγκεκριμένων κατηγορουμένων και για συγκεκριμένα χρο­νικά διαστήματα, ενώ για άλλες πράξεις έπαυσε την ποινική δίωξη (βλ. στις σελίδες 1706 και 2287 επ. του βουλεύματος). Η ίδια ακυρότητα δημιουργείται και για τον 62° κατηγορούμε­νο, J.G.W., τραπεζικό στέλεχος της [...], ο οποίος είναι Γάλλος υπήκοος, κατοικεί στην Ελβετία, αγνοεί την ελληνική γλώσσα και ομιλεί τη γαλλική. Ο κατηγορούμενος αυτός δεν εμφανί­στηκε κατά τη διενέργεια της κυρίας ανάκρισης να απολογηθεί και ως προς αυτόν η ανάκριση περατώθηκε με την έκδοση του [...] εντάλματος σύλληψης από τον ειδικό εφέτη ανακριτή. Σε εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης, συνελήφθη στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και εκδόθηκε στην Ελλάδα. Κατά την προσα­γωγή του στις ελληνικές αρχές για την εκτέλεση του εντάλμα­τος σύλληψης και προσωρινής κράτησης επιδόθηκε σ'αυτόν το παραπεμπτικό βούλευμα στις 6.4.2015, εντός του καταστή­ματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών (βλ. το από 6.4.2015 αποδεικτικό επίδοσης του επιμελητή της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών [...]), χωρίς τη συνεπίδοση μετάφρασης τούτου στη γαλλική γλώσσα, στις δε 24.6.2015 επιδόθηκε σ'αυτόν εντός του καταστήματος κράτησης Κορυδαλλού και η κλήση για εμ­φάνισή του στο δικαστήριο, επίσης στην ελληνική γλώσσα (βλ. το αποδεικτικό επίδοσης με ημερομηνία 24.6.2015 του γραμματέα του παραπάνω καταστήματος κράτησης [...]), με αποτέλεσμα να στερηθεί τη δυνατότητα άσκησης των θεμελιωδών ως άνω δικαιωμάτων του να λάβει πλήρη γνώση του περιεχομένου των εναντίον του κατηγοριών και να προετοιμάσει κατάλληλα και αποτελεσματικά την υπερασπιστική του γραμμή. Κατά συνέπεια, είναι βάσιμες οι έγκαιρα προβαλλόμενες από τους συνηγόρους των παραπάνω κατηγορουμένων αντιρ­ρήσεις στην πρόοδο της δίκης λόγω της ως άνω επελθούσας ακυρότητας και κατ'αποδοχή του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού τους, πρέπει να κηρυχθεί άκυρη η επίδοση της κλήσης και του 399/2015 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλί­ου Εφετών Αθηνών και απαράδεκτη η συζήτηση ως προς τους κατηγορουμένους αυτούς. Το σημαντικό αυτό αίτιο από την κήρυξη της ως άνω ακυρότητας δεν είναι δυνατόν να αντιμε­τωπιστεί με διακοπή της συνεδρίασης σε άλλη ημέρα, ώστε να επισπευστεί και ολοκληρωθεί η διενεργούμενη μετάφραση του βουλεύματος, που γίνεται με επιμέλεια της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, παρά μόνο με αναβολή της δίκης σε άλλη δικάσιμο, ώστε να επαναληφθούν οι σχετικές προπαρασκευαστικές δια­δικαστικές πράξεις με συνεπίδοση επίσημης μετάφρασης των ως άνω ουσιωδών εγγράφων της κατηγορίας στους συγκεκρι­μένους κατηγορουμένους, δεδομένου ότι η επίδοση του βου­λεύματος σε επίσημη μετάφραση, και μάλιστα ολόκληρου και όχι αποσπάσματος τούτου, καθώς και της σχετικής κλήσης με τον κατάλογο των μαρτύρων και των εγγράφων επιβαλλόταν να γίνει εντός της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας (άρ. 166 ΚΠΔ) πριν τη δικάσιμο. Με τις διατάξεις των εδαφίων ε`- στ` του άρ. 273 παρ. 1 ΚΠΔ, ορίζονται τα ακόλουθα: ε) Αν ο κατηγορούμενος δηλώσει αρ­χικά ή μεταγενέστερα διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής στην αλλοδαπή, οι επιδόσεις που αναφέρονται στο εδ. γ` της παραγράφου αυτής γίνονται μόνο στο συνήγορο που διορίστηκε κατά το άρ. 96 παρ. 2 και αν οι συνήγοροι είναι περισσότεροι σε έναν από αυτούς, στ) Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει διορίσει συνήγορο, οφείλει στις περιπτώσεις του προηγουμένου εδαφί­ου να διορίσει αντίκλητο έναν από τους δικηγόρους της έδρας του οικείου πλημμελειοδικείου, στον οποίο και μόνο γίνονται όλες οι παραπάνω επιδόσεις. Αν ο κατηγορούμενος παραλεί­ψει το διορισμό αντικλήτου ή η επίδοση στον αντίκλητο είναι αδύνατη ή έπαυσε η ιδιότητά του ως αντικλήτου, οι επιδόσεις αυτές γίνονται στο γραμματέα της εισαγγελίας του πλημμελει­οδικείου στην περιφέρεια του οποίου ενεργείται ή έχει ενερ­γηθεί η ανάκριση. Ο γραμματέας της εισαγγελίας φυλάσσει τα επιδιδόμενα έγγραφα σε ιδιαίτερο για κάθε κατηγορούμενο φάκελο, το περιεχόμενο του οποίου μπορούν οποτεδήποτε να πληροφορηθούν ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του. Ο αντίκλητος δικηγόρος διατηρεί την ιδιότητα αυτή, εκτός αν δηλώσει στον αρμόδιο γραμματέα ότι έληξε η σχέση εντολής με τον κατηγορούμενο. Η διάταξη του εδαφίου δ` της παρα­γράφου αυτής εφαρμόζεται αναλόγως και στο ακροατήριο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο 61ος κατηγορούμενος, Φ.Α., που είναι Έλληνας υπήκοος, και κατοικεί στην αλλοδα­πή (Γενεύη Ελβετίας), κατά την απολογία του στις 18.2.2013 στον ειδικό εφέτη ανακριτή, διόρισε ως συνηγόρους του και αντικλήτους του τους δικηγόρους Αθηνών, Ι.Μ. και I.Μ. Με την από 28.5.2014 έγγραφη δήλωσή του (επιστολή) προς τον δικηγόρο, Ι.Μ., ανακάλεσε τη δοθείσα σε αυτόν εντολή. Την έγγραφη αυ­τή δήλωση προσκόμισε ο Ι.Μ. στον ειδικό εφέτη ανακριτή στις 30.5.2014 και δήλωσε και ο ίδιος εγγράφως την ίδια ημέρα ότι έχει παύσει να τον εκπροσωπεί και να είναι αντίκλητός του από τις 20.12.2013. Στις 3 Απριλίου 2015 έλαβε χώρα επίδοση του 399/2015 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφε­τών Αθηνών στο δικηγόρο, Ι.Μ., ως αντίκλητο του παραπάνω κατηγορουμένου (βλ. το από 3.4.2015 αποδεικτικό επίδοσης της επιμελήτριας της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών [...]). Η πα­ραπάνω επίδοση ήταν σύννομη κατά το άρ. 273 παρ. 1 εδ. ε` ΚΠΔ, αφού νόμιμα είχε οριστεί αντίκλητος του κατηγορουμένου και δεν προκύπτει μέχρι τότε ότι ο τελευταίος είχε ανακαλέσει την προς αυτόν εντολή ούτε ο ως άνω δικηγόρος είχε προβεί σε δήλωση στον αρμόδιο γραμματέα της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών περί λήξης της εντολής του με τον παραπάνω κατηγο­ρούμενο. Επειδή, όμως, ο παραπάνω δικηγόρος θεωρούσε ότι είχε ανακληθεί και η προς αυτόν εντολή από τον παραπάνω κατηγορούμενο, ενόψει του ότι επικουρικά ανέλαβε την υπερά­σπιση τούτου ως συνεργαζόμενος στην ίδια δικηγορική εται­ρεία με τον Ι.Μ., με αφορμή την παραπάνω επίδοση, και επειδή πράγματι είχε την προφορική διαβεβαίωση από τον ως άνω κα­τηγορούμενο πως θεωρούσε ότι είχε ανακαλέσει και την προς αυτόν εντολή και δεν επιθυμούσε πλέον να τον εκπροσωπεί, τόσο ο ίδιος όσο και ο Ι.Μ., με τις προσκομιζόμενες ταυτόση­μες έγγραφες δηλώσεις τους από 10.6.2015 που κατέθεσαν την ίδια ημέρα στον αρμόδιο γραμματέα της εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, δήλωσαν ότι έχουν παύσει αμφότεροι να είναι συνή­γοροι υπεράσπισης και αντίκλητοι του παραπάνω κατηγορου­μένου σε οποιαδήποτε ποινική του υπόθεση. Η δήλωση αυτή υποβλήθηκε νόμιμα στον αρμόδιο γραμματέα κατά το άρ. 273 παρ. 1 εδ. στ` ΚΠΔ και από τότε (10.6.2015) έπαυσε η ιδιότητα του αντικλήτου και για τον δικηγόρο Ι.Μ. Ωστόσο στις 17.7.2015 (βλ. το από 17.7.2015 αποδεικτικό ε­πίδοσης της επιμελήτριας της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών [...]) επιδόθηκε στο δικηγόρο Ι.Μ. με θυροκόλληση ως αντίκλητο του ως άνω κατηγορουμένου η [...] κλήση του Εισαγγελέα Εφε­τών με κατάλογο μαρτύρων για την εμφάνιση του στο δικαστή­ριο κατά την παραπάνω δικάσιμο. Η επίδοση της κλήσης αυτής δεν ήταν σύννομη, αφού, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, από τις 10.6.2015 είχε λήξει η σχέση εντολής μεταξύ του παραπάνω κατηγορουμένου και του Ι.Μ. και η ιδιότητα του τελευταίου ως αντικλήτου και αφού ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος δεν εί­χε διορίσει νόμιμα άλλον αντίκλητο, η σχετική επίδοση έπρεπε να γίνει, κατά το άρ. 273 παρ. 1 εδ. στ` ΚΠΔ, στον αρμόδιο γραμ­ματέα της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών. Κατά συνέπεια, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη συζήτηση της υπόθεσης και ως προς τον παραπάνω κατηγορούμενο, όπως βάσιμα ο συνήγορος υπεράσπισής του υποστήριξε, εξαιτίας μη νόμιμης κλήτευσής του. Αναφορικά με την κατάργηση του εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί σε βάρος του παραπάνω κατηγορούμενου, η σχετική αρμοδιότητα ανήκει στον ανακριτή, ο οποίος, αν κρίνει ότι έχουν εκλείψει οι λόγοι έκδοσής του, το ανακαλεί με την ίδια διαδικασία μετά από γνώμη του εισαγγελέα (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμ. ΚΠΔ έκδ. 2008 άρ. 276 αριθμ. 11). Κατόπιν τούτου, πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της υ­πόθεσης σε άλλη δικάσιμο, που θα οριστεί από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών, εξαιτίας μη νόμιμης κλήτευσης ως προς τους παραπάνω κατηγορουμένους και για το ενιαίο της κρί­σης ως προς τους λοιπούς κατηγορουμένους, προκειμένου να λάβει χώρα επανάληψη των ως άνω πράξεων της προπα­ρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή να επιδοθεί το 399/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών νόμιμα και εμπρό­θεσμα σε επίσημη μετάφραση στη γερμανική γλώσσα στον καθένα από τους 7°, 8°, 10°, 1 Γ, 12°, 13°, 15°, 16°, 17°, 18°, 33° και 34° κατηγορουμένους και στη γαλλική γλώσσα για τον 62° κατηγορούμενο, καθώς επίσης να επιδοθεί και νέα κλήση για τη δικάσιμο με κατάλογο των μαρτύρων κατηγορίας και των αναγνωστέων εγγράφων στον καθένα από τους παραπάνω κα­τηγορουμένους σε επίσημη μετάφραση στις ως άνω αντίστοι­χα γλώσσες. 

 

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

Η νοσοκόμα αγάπη



Στο'πα οι εκπλήξεις χαρίζονται στον χρόνο

να δένονται με κορδέλες σε ανεπίδοτα δέματα

δεν ανοίγονται τα συναισθήματα

σε ένα τυχαίο ταξίδι

διαμελίστηκαν οι ελπίδες

περιφερόμενες επισκέπτριες

στην εφημερία του πόνου σου

ένα αναλγητικό, μία δόση

καμία δοσολογία στον ανίατο χτύπο σου

έψαχνες για καταπραϋντικές απολαύσεις

μίας ασθένειας χωρίς ανταπόκριση θεραπείας

και η νοσοκόμα αγάπη σε κώμα άφησε τον έρωτα

με φόρα στο απροσδιόριστο

στοπ, και η γραμμή αναβόσβηνε θανατηφόρα

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Περί Μασονίας και άλλων "δαιμονίων" - Η απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών

Το Πρωτοδικείο Αθηνών παρεμβαίνει μεταξύ των Τεκτόνων



Ασχολίαστη...
A buon intenditor poche parole... 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία - Ελένη Βαργιά, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε κατόπιν κληρώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2-8-2016, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέως, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αιτούντων: 1) Της Ενώσεως Προσώπων, χωρίς νομική προσωπικότητα, υπό την επωνυμία «ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 33ου ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΔΕΓΜΕΝΟΥ ΣΚΩΤΙΚΟΥ ΤΎΠΟΥ (Α.Α.Σ.Τ.), που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους της δικηγόρους ..., 2) Νικολάου Κιλάκου, κατοίκου Αθηνών, που παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων του δικηγόρων ..., 
Των καθ'ών η αίτηση: Της φερόμενης ως Ενώσεως Προσώπων, χωρίς νομική προσωπικότητα, με την επωνυμία "Ύπατο Συμβούλιο του 33ου", όπως νόμιμα εκπροσωπείται, και εδρεύει στην Αθήνα, που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου..., 2) Ραφαήλ (Ραούλ) Ντε Σιγούρα, κατοίκου Κηφισιάς, που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου...
Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 14.7.2016 αίτησή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό καταθέσεως ...2016 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 2-8-2016. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως
οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 
...
Εν προκειμένω, με την κρινόμενη αίτηση το πρώτο των αιτούντων, που αποτελεί Ένωση Προσώπων, χωρίς Νομική Προσωπικότητα, και απαρτίζεται από περισσότερα του ενός άτομα, επιδιώκει ορισμένο σκοπό και έχει σωματειακή οργάνωση και η λειτουργία του διέπεται από Γενικό Κανονισμό. Ότι σύμφωνα με το άρθρο 5 του Γενικού Κανονισμού Το Μεγάλο Συμβούλιο του 33ου και τελευταίου βαθμού για την Ελλάδα του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου ιδρύθηκε την 12/24 Ιουλίου 1872 υπό την ονομασία «ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ», και αποτελεί το μόνο στην Ελλάδα κανονικώς συγκροτημένο και λειτουργούν Μέγα Συμβούλιο και συνιστά την Ανώτατη Διοικητική και Εκτελεστική Αρχή του Ελληνικού Φιλοσοφικού Τεκτονισμού, με έδρα την Αθήνα, και αποτελούμενο από κατ'ανώτατο όριο 18 ενεργά μέλη. Ο δεύτερος εκ των αιτούντων, Νικόλαος Κιλάκος, εξελέγη Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης του ΥΠΑΤΟΥ ΣΥΜΟΥΛΙΟΥ του Μεγάλου Συμβουλίου του Α.Α.Σ.Τ., κατά την συνεδρία της 15ης Ιουνίου 2016, μετά την παραίτηση από την θέση αυτή του μέχρι πρότινος Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχη, Σπυρίδωνος Καμαλάκη, και επακολούθησε ανασύνθεση αυτού και συγκρότησή του από τα αναφερόμενα στην αίτηση πρόσωπα. Ότι ο δεύτερος των καθ'ών, Ραούλ ντε Σιγούρα, που εισήλθε στον Τεκτονισμό στις 18-3-1954, παρότι κατά την συνεδρίαση της 5ης Δεκεμβρίου 2007, που συνήλθαν τα μέλη του Υπάτου Συμβουλίου, εξελέγη Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης από το Συμβούλιο του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου για την τριετία Δεκέμβριος 2007-Δεκέμβριος 2010, στη συνέχεια διαπιστώθηκε από τα μέλη του ανωτέρω Συμβουλίου ότι, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του, αλλά και των προβλημάτων υγείας του, δεν θα ηδύνατο να φέρει ευχερώς σε πέρας τόσο την θέση του Υπάτου, όσο και την οργάνωση του 49ου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Υπάτων Μεγάλων Ταξιαρχών, που θα πραγματοποιείτο τον Μάϊο του 2009. Ότι το τότε Ύπατο Συμβούλιο, που τον εξέλεξε, κατά την συνεδρίαση της 10-11-2008 αποφάσισε την αντικατάστασή του από το Χρήστο Μανέα και την τοποθέτηση του δεύτερου καθ'ών, Ραφαήλ Ντε Σιγούρα, στη θέση του Μεγάλου Θησαυροφύλακος, θέση την οποία, ενώ αρχικά εφαίνετο ότι απεδέχθη, στη συνέχεια δεν συναίνεσε και γι'αυτό τον λόγο μειοψήφησε. Ότι την επομένη της συνεδρίας επενέβησαν τέκτονες, που είτε τελούσαν υπό την αιγίδα της Μεγάλης Στοάς και του Υπάτου Συμβουλίου, είτε εκτός αυτών, εκμεταλλευόμενοι την ηλικία του καθ'ού και τον εύκολο επηρεασμό του, σε συνδυασμό με το ευμετάβλητο των θέσεών του, προκαλώντας σύγχυση στα μέλη του Ύπατου Συμβουλίου. Ότι επί της από 14-2-2008 (αριθμ. καταθ. ...2008) αγωγής του δεύτερου των καθ'ών εξεδόθη η υπ' αριθμ. 4875/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία έχει καταστεί πλέον αμετάκλητη, στην οποία συμμορφώθηκε το ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, και επανέφερε τα πράγματα στην προτέρα, προ του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2008, κατάσταση, επαναφέροντας, μεταξύ άλλων, και τον δεύτερο των καθ'ών στο αξίωμα του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη. Ότι κατόπιν της δημιουργηθείσης -από τις τέσσερις συνεχείς συνεδρίες,  μη  δικαιολογηθείσες επίμονες και πεισματικές απουσίες του Ραφαήλ ντε Σιγούρα (Υπάτου Ταξιάρχη)- κατάστασης και της δυσλειτουργίας της διοίκησης, με την από 12-01-2010 πρόσκληση συγκλήθηκε το ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, με την προ Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2008 σύνθεσή του, και στις 13-01-2010 με σχετική απόφασή του επιβεβαίωσε την αυτοδίκαιη μετάθεση του Ραφαήλ Ντε Σιγούρα στην τάξη των παρέδρων μελών. Ότι κατά την συνεδρίαση του Ύπατου Συμβουλίου του 33ου και τελευταίου βαθμού για την Ελλάδα του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου, που συνήλθε ως Πειθαρχικό Συμβούλιο του 33ου βαθμού, επέβαλε στον δεύτερο των καθ'ών την πειθαρχική κύρωση του οριστικού αποκλεισμού από το Τάγμα του ΑΡΧΑΙΟΥ και ΑΠΟΔΕΔΕΓΜΕΝΟΥ ΣΚΩΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ. Οτι ο δεύτερος των καθ'ών, ενεργώντας παράνομα, στελέχωσε το ιδρυθέν από εκείνον νέο Ύπατο Συμβούλιο, το οποίο λειτούργησε σε κτίριο της οδού Βρεσθένους, αρ. 49,  διορίζοντας ως αξιωματικούς τα αναφερόμενα στην αίτηση πρόσωπα. Ότι σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την παράνομη πράξη των καθ'ών οι αιτούντες άσκησαν την από 22-2-2016 αριθ. καταθ. ... 24-6-2016 αγωγή τους. Ότι οι καθ'ών με τις εκτιθέμενες στην αίτηση ενέργειές τους αντιποιούνται τους αιτούντες ως «ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 33ου ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ Α.Α.Σ.Τ.», όσο και ως "ΜΕΓΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 33ου ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ Α.Α.Σ.Τ.", και δημιουργούν έριδες μεταξύ των τεκτόνων και γεννούν αμφιβολίες ως προς την νομιμότητα λειτουργίας του πρώτου των αιτούντων. Ότι οι καθ'ών, διά του Εμμανουήλ Γερακιού, που φέρεται ως ανθύπατος Μέγας Ταξιάρχης, έχει αναρτήσει στο FACEBOOK δύο (2) κρεμάλες, με τις οποίες επιχειρεί να κρεμάσει όλα τα πρόσωπα που συγκροτούν τη Διοίκηση του πρώτου αιτούντος. Ότι οι καθ'ών ισχυρίζονται ότι δυνάμει της υπ'αριθμ. 590/2015 απόφασης του Αρείου Πάγου ανέλαβαν τη διοίκηση του ΥΠΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, με το υπ'αυτών παρανόμως συγκροτηθέν Συμβούλιο, και απειλούν να εισέλθουν παρανόμως και να καταλάβουν τα επί της οδού Αχαρνών, αριθμ. 19, στον 2° όροφο, γραφεία με τους εντεύθεν απρόβλεπτους να προέλθουν κινδύνους διαπληκτισμών και ερίδων. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι αιτούντες, επικαλούμενοι επικείμενο κίνδυνο και επείγουσα περίπτωση, αιτούνται : Α) να απαγορευτεί στους καθ'ών από τούδε και μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 01-12-2015 αγωγής του δεύτερου των καθ'ών ( αριθμ. καταθ. ... 2015), α) να διαδίδουν οι καθ'ών ότι οι αιτούντες λειτουργούν παράνομα, β) ότι η υπό τον Νικόλαο Κιλάκο, ως Ύπατο Μέγα Ταξιάρχη, και κατά την από 15-6-2016 εκλεγείσα Διοίκηση των Ενώσεων των αιτούντων, που τα ονόματά τους αναφέρονται στο ιστορικό της παρούσας, λειτουργεί κατά τρόπο παράνομο, Β) να απαγορευτεί στον δεύτερο των καθ'ών η παρούσα αίτηση Ραφαήλ (Ραούλ) Ντε Σιγούρα να εμφανίζεται ως Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης του Α.Α.Σ.Τ., και να επικαλείται συνάμα κατά τρόπο προδήλως αβάσιμο ότι δικαιώθηκε και αναγνωρίστηκε ως τέτοιος δυνάμει της υπ'αριθμ. 590/2015 απόφασης του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, Γ) να απαγορευτεί στους καθ'ών να χρησιμοποιούν τον τίτλο και την επωνυμία των Ενώσεων των αιτούντων, και ειδικότερα τον τίτλο «ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 33ου ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΔΕΓΜΕΝΟΥ ΣΚΩΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ», έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 22 Φεβρουαρίου 2016 (αριθμ. καταθ. ...) αγωγής, Δ) να απειληθεί κατ'αυτών και ειδικότερα σε έκαστο των μελών της ως άνω εμφανιζόμενης Ένωσης Προσώπων, και τον επίσης εμφανιζόμενο ως εκπρόσωπο αυτής, Ραφαήλ (Ραούλ) Ντε Σιγούρα, χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για κάθε παράβαση των διατάξεων της εκδοθησόμενης απόφασης και τέλος να επιβληθεί σε βάρος των καθ'ών η αίτηση η δικαστική δαπάνη των αιτούντων. Με αυτό το περιεχόμενο, η υπό κρίση αίτηση, αρμοδίως καθ'ύλην και κατά  τόπο εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ.  Κ.Πολ.Δ.  - Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης 5731/2011, Μον.Πρ.Κορ. 8/2009, Μον.Πρ.Λαρ. 3345/2004, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2004.550,    Μον.Πρ.Θηβ. 278/2004, ΕλλΔνη 2005,934, Μον.Πρ.Ροδ. 271/2004), αφού γίνεται δεκτό ότι το δικαστήριο, στο   πλαίσιο της προσωρινής ρυθμίσεως της καταστάσεως, έχει την εξουσία να διατάξει την προσωρινή παράλειψη πράξεων, που προσβάλλουν απόλυτο δικαίωμα, όπως αυτό της προσωπικότητας (Μον.Πρ.Ροδ. 1842/2004, Μον.Πρ.Αθ. 15611/1989, Δ 1990.874, Κ. Φουντεδάκη στη Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα (ΣΕΑΚ), I (2010), άρθρο 57, αρ. 51, σελ. 146, όπου και περαιτέρω παραπομπές), είναι δε ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57 Α.Κ. (στο δικαίωμα της κάθε επί μέρους στοιχείου της σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ατομικότητας-προσωπικότητας, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη - Κ. Σούρλας στην Ερμ.Α.Κ., άρθρο 57, αρ. 40), 731, 732, 947, 106, 176, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.. Σημειωτέον, εν προκειμένω, ότι ναι μεν κατά τη διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίσταται στην ικανοποίηση του δικαιώματος, του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή η διατήρηση, πλην όμως σε περίπτωση προσβολής απολύτων δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα προσωπικότητας του αιτούντος, δεν αποκλείεται η καταδίκη του καθ'ου προς προσωρινή άρση της προσβολής, δίχως να παραβιάζεται η ανωτέρω διάταξη, αφού η προστασία της προσωπικότητας φέρει χαρακτήρα διαρκούς εννόμου σχέσεως, η οποία, όταν υπάρξει ανάγκη, μπορεί να τεθεί προσωρινά σε λειτουργία (Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης 5731/2011, Μον.Πρ.Ροδ. 1842/2004, Μον.Πρ.Κοζ. 363/1998, Μον.ΠρΧαλκ. 585/1991, Μον.Πρ.Χαλκ. 203/1991, Μον.Πρ.Αθ. 16255/1989, ΕλλΔνη 31.1546, Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Ασφαλιστικά Μέτρα, σελ. 147). Πρέπει, επομένως, η αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων ..., που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, και των εγγράφων που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται τα διάδικα μέρη, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το πρώτο των αιτούντων, που αποτελεί Ένωση Προσώπων, χωρίς Νομική Προσωπικότητα, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Γενικού Κανονισμού, Το Μεγάλο Συμβούλιο του 33ου και τελευταίου βαθμού για την Ελλάδα του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου, ιδρύθηκε την 12/24 Ιουλίου 1872, υπό την ονομασία « ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ», και αποτελεί το μόνο στην Ελλάδα κανονικώς συγκροτημένο και λειτουργούν Μέγα Συμβούλιο και συνιστά την Ανώτατη Διοικητική και Εκτελεστική Αρχή του Ελληνικού Φιλοσοφικού Τεκτονισμού με έδρα την Αθήνα και αποτελούμενο από κατ'ανώτατο όριο 18 ενεργά μέλη. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι στις 5-12-2007 συνήλθαν νομίμως τα μέλη του ΥΠΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, και διά φανερής ψηφοφορίας εξέλεξαν για μία τριετία και συγκεκριμένα από το Δεκέμβριο του 2007 έως και το Δεκέμβριο του 2010, αφενός τον δεύτερο των καθ'ών, Ραούλ ντε Σιγούρα, που εισήλθε στον Τεκτονισμό στις 18-3-1954 ως Ύπατο Μέγα Ταξιάρχη, και αφετέρου τους αξιωματικούς αυτού. Όμως, στη συνέχεια διαπιστώθηκε από τα μέλη του ανωτέρω Συμβουλίου, ότι λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του αλλά και των προβλημάτων υγείας του δεν θα ηδύνατο να φέρει ευχερώς σε πέρας τόσο τη θέση του Υπάτου όσο και την οργάνωση του 49ου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Υπάτων Μεγάλων Ταξιαρχών που θα πραγματοποιείτο τον Μάϊο του 2009. Περαιτέρω προέκυψε ότι το Ύπατο Συμβούλιο κατά τη συνεδρίασή της 10-11-2008 αποφάσισε την αντικατάστασή του από το Χρήστο Μανέα και την τοποθέτηση του δεύτερου καθ'ών Ραφαήλ Ντε Σιγούρα στη θέση του Μεγάλου
Θησαυροφύλακος, θέση την οποία ενώ αρχικά εφαίνετο ότι απεδέχθη, στη συνέχεια δεν συναίνεσε και γι'αυτό τον λόγο μειοψήφησε. Προέκυψε περαιτέρω ότι κατά την ανωτέρω ημερομηνία της 10-11-2008, που συνήλθε το Ύπατο Συμβούλιο, ελήφθησαν οι κάτωθι αποφάσεις: α) η από 10-11-2008 απόφαση περί μετατάξεως του Ραφαήλ Ντε Σιγούρα από την θέση του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη στην θέση του Μεγάλου Θησαυροφύλακος και του Χρήστου Μανέα από την θέση του Μεγάλου Θησαυροφύλακα στην θέση του Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχη, β) η από 12-11-2008 απόφαση περί εκλογής οκτώ (8) νέων μελών του Υπάτου Συμβουλίου, ήτοι των 1) Κομνηνού Γαμβρούλη, 2) Εμμανουήλ Γρύλλη, 3) Εμμανουήλ Γερακιού, 4) Σπυρίδωνος Θεοδοσόπουλου, 5) Νικολάου Κιλάκου, 6) Νικολάου Κουρή, 7)  Ευάγγελου Μπινιάρη και 8) Δημητρίου Παπαχαρίση και γ) την από 15-12-2008 απόφαση της Ολομέλειας του Υπάτου Συμβουλίου περί διαγραφής του Ραούλ Ντε Σιγούρα. Ο δεύτερος των καθ'ών, με τον οποίο πιθανολογήθηκε ότι μετά την αντικατάστασή του από την θέση του Υπάτου συνεργάσθηκαν μέλη της Εθνικής Μεγάλης Στοάς, άσκησε την από 14-2-2009 (αριθμ.εκθ. ...2009) αγωγή του, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά του ΥΠΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, και του ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, να ακυρωθούν οι από 10-11-2008, 12-11-2008 και 15-12-2008 αποφάσεις, επί της οποίας εξεδόθη η υπ'αριθμ. 4875/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία : α) ακυρώθηκε η από 10-11-2008 εκλογή του Χρήστου Μανέα στο Αξίωμα του Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχη, που σημαίνει ότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης για μία τριετία παρέμεινε ο Ραούλ Ντε Σιγούρα, β) ακύρωσε την από 12-11-2008 απόφαση του Ύπατου Συμβουλίου περί εκλογής των οκτώ νέων μελών του Υπάτου Συμβουλίου, και τέλος ακύρωσε την από 15-12-2008 απόφαση της ολομέλειας του Ύπατου Συμβουλίου περί οριστικής διαγραφής του Ραούλ Ντε Σιγούρα. Η ως άνω απόφαση κοινοποιήθηκε στις 25-11-2009 στο πρώτο εκ των αιτούντων και το τελευταίο, παρότι συμμορφώθηκε αμέσως στο περιεχόμενό της, ο δεύτερος των καθ'ών δεν προσήλθε να αναλάβει το αξίωμά του. Κατά της ως άνω απόφασης οι αιτούντες άσκησαν έφεση, επί της οποίας εξεδόθη η υπ'αριθμ. 5886/2013 απόφαση, η οποία απέρριψε την έφεση, και κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως εκ μέρους των αιτούντων κατά της ως άνω εφετειακής απόφασης, εξεδόθη η υπ'αριθμ. 590/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου (με την οποία απορρίφθηκε η αναίρεση). Ο δεύτερος των καθ'ών πιθανολογήθηκε ότι, ενεργώντας κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1, 6 εδ.α΄, και εδ. β΄, 40 επ., και 62 του Κανονισμού, συνέστησε και λειτούργησε ίδιο Ύπατο Συμβούλιο, το οποίο στεγάστηκε στην οδό Βρεσθένους, έχρησε δε και χρήζει μέλη αυτού, απένειμε και εξακολουθεί να απονέμει βαθμούς και ίδρυσε και ιδρύει Φιλοσοφικά Εργαστήρια στην Αθήνα, την Κέρκυρα, την Πάτρα και τη Ρόδο. Όλες δε οι ανωτέρω ενέργειες του δεύτερου των καθ'ών έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του Γενικού Κανονισμού, που διέπουν το πρώτο ενάγον. Η αναγνώριση του δεύτερου των καθ'ών ως Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη στερείται οποιουδήποτε νομικού ερείσματος. Περαιτέρω προέκυψε ότι ο νομίμως αναπληρών, κατά το άρθρο 16 του Γενικού Κανονισμού, τον απέχοντα Ύπατο Μεγάλο Ταξιάρχη Ντε Σιγούρα, Ανθύπατος Μέγας Ταξιάρχης, Σπυρίδων Καμαλάκης, συμμορφούμενος με το διατακτικό της υπ'αριθμ. 4875/2009 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, που έχει καταστεί πλέον αμετάκλητη, αφού προηγήθηκαν οι σχετικές προσκλήσεις προς τον δεύτερο των καθ'ων, συγκάλεσε, κατ'εφαρμογή του άρθρου 15 του Γενικού Κανονισμού, για τις συνεδρίες της 2.12.2009, 23.12.2009, 5.1.2010 και 12.1.2010, τα μέλη του Υπάτου Συμβουλίου με την προ των ακυρωθεισών αποφάσεων σύνθεσή του (ήτοι τον δεύτερο των καθ'ών ως Ύπατο Μέγα Ταξιάρχη, τον Χρήστο Μανέα, ως Μεγάλο Θησαυροφύλακα, και τα λοιπά πέντε μέλη με  τα   αντίστοιχα   αξιώματά  τους κατά τον προ Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2008 χρόνο. Από τα προσκομισθέντα έγγραφα προέκυψε ότι, αν και κλήθηκε ο δεύτερος εκ των καθ'ων να παραστεί κατά τις ανωτέρω συνεδριάσεις, ως Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης, ούτε παρέστη υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, ούτε δικαιολόγησε ως όφειλε τις απουσίες του βάσει των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού. Κατ'ακολουθία το Ύπατο Συμβούλιο κατά την συνεδρίασή του που έλαβε χώρα κατά την 13η Ιανουαρίου 2010, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 13 του Γενικού Κανονισμού, μετέθεσε τον δεύτερο των καθ'ών στην τάξη των παρέδρων μελών, θεωρώντας την πέραν των τριών συνεχών συνεδριών απουσία του, ως παραίτησή εκ του αξιώματός του. Ο δεύτερος των καθ'ών δεν προσέφυγε κατά των πέντε (5) αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης της 13ης Ιανουαρίου 2010, ασκώντας ακυρωτική αγωγή εντός της εξάμηνης αποκλειστικής προθεσμίας. Οι ανωτέρω αποφάσεις (πέντε) θεωρούνται ισχυρές έναντι πάντων και παράγουν όλα τα αποτελέσματά τους και κατά την συνεδρίαση της 21ης Ιανουαρίου 2010 το Υπατο Συμβούλιο έλαβε την απόφαση πληρώσεως των κενών θέσεων αξιωματικών, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη, στην οποία αναδείχθηκε ο Χρήστος Μανέας για το υπόλοιπο της τριετίας χρονικό διάστημα από το Δεκέμβριο του 2007 έως και το Δεκέμβριο του 2010, και επακολούθησε η απόφαση του Υπάτου Συμβουλίου της 20ης Δεκεμβρίου 2010, με την οποία εξελέγησαν οι αξιωματικοί αυτού για την τριετία από το Δεκέμβριο του 2010 έως και το Δεκέμβριο του 2013, συμπεριλαμβανομένου του Χρήστου Μανέα για το αξίωμα του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη. Κατά την συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου 2013, κατά την οποία παραιτηθέντος του Χρήστου Μανέα από το αξίωμα του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη εξελέγη στην κενωθείσα θέση ο μέχρι τότε Ανθύπατος Σπυρίδων Καμαλάκης για το υπόλοιπο τριετίας (Δεκέμβριος 2010 έως Δεκέμβριο 2013). Ούτε τις άνω αποφάσεις προσέβαλε δικαστικά ο δεύτερος εκ των καθ'ών και ως εκ τούτου επήλθαν όλα τα έννομα αποτελέσματά τους. Ληξάσης της τριετίας συγκλήθηκε το Ύπατο Συμβούλιο στις 10 Δεκεμβρίου 2013, και σύμφωνα με σχετική απόφαση που έλαβε εξελέγη στο αξίωμα του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη ο Σπυρίδων Καμαλάκης, και μετά την κατά την 15-6-2016 παραίτηση του Σπυρίδωνος Καμαλάκη από την θέση του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη, εξελέγη σε αυτή ως Ύπατος ο Νικόλαος Κιλάκος. Συνεπώς, η σύνθεση του παρόντος Υπάτου Συμβουλίου πιθανολογήθηκε ότι είναι καθ'όλα νόμιμη, γεγονός που ενισχύεται και από την κατάθεση του μάρτυρος των αιτούντων, ενώ δεν αναιρείται από εκείνη του μάρτυρος των καθ'ών η αίτηση. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι πιθανολογήθηκε, όπως άλλωστε προελέχθη, ότι ο δεύτερος των καθ'ών, ενεργώντας παράνομα, στελέχωσε το ιδρυθέν από εκείνον νέο Ύπατο Συμβούλιο, το οποίο λειτούργησε σε κτίριο της οδού Βρεσθένους αρ. 49, ενσπείροντας ταυτόχρονα αντιπαλότητα μεταξύ των τεκτόνων μελών του πρώτου αιτούντος δημιουργώντας έριδες και προστριβές. Ειδικότερα πιθανολογήθηκε ότι οι καθ'ών με το από 12-6-2016 e-mail της πρώτης εκ των καθ'ών που απευθύνεται προς τα μέλη της πρώτης αιτούσας, που μυήθηκαν από την  -1-2008, ζητάει να υποβάλουν προς αυτήν αίτηση τακτοποιήσεως, καθώς και με την υπ'αριθμ.πρωτ. ...2016 από 26-5-2016 ενημερωτική Δέλτο, που υπογράφηκε από τον φερόμενο ως ανθύπατο, Εμμανουήλ Γερακιό, θεωρεί ως ανυπόστατους τους τεκτονικούς βαθμούς 32° και 33° που εδόθησαν σε μέλη του από 11-11-2008, γεγονότα που δημιουργούν αντιπαλότητες και προστριβές που εγκυμονούν κινδύνους μέχρι συρράξεως μεταξύ των μελών. Ότι σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την παράνομη πράξη των καθ'ών οι αιτούντες άσκησαν την από 22-2-2016 (αριθμ. καταθ. ...24-06-2016) αγωγή τους. Αναφορικά με τις προβαλλόμενες εκ μέρους των καθ'ών ενστάσεις περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης και παθητικής νομιμοποίησης πρέπει να απορριφθούν, ιδίως ως προς το θέμα της ταυτοπροσωπίας των αιτούντων και των καθ'ών, η οποία προήλθε από την σύγχυση που επήλθε εκ μέρους των καθ'ών, αντιποιούμενοι την επωνυμία και τα σύμβολά τους.
Κατ' ακολουθίαν, πιθανολογηθείσης επειγούσης περιπτώσεως, πρέπει η αίτηση να γίνει δεκτή ως και κατ'ουσίαν βάσιμη και να ρυθμιστεί προσωρινώς η κατάσταση με την λήψη των κατάλληλων ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία κατά την κρίση του Δικαστηρίου, συνίστανται Α) στην επιβολή προς τους καθ'ών της υποχρεώσεως από τούδε και μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 1-12-2015 αγωγής του δεύτερου των καθ'ών (αριθμ. καταθ. ... 2015) να παύσουν να διαδίδουν οι καθ'ών : α) ότι οι αιτούντες λειτουργούν παράνομα, β) ότι η υπό τον Νικόλαο Κιλάκο, ως Ύπατο Μέγα Ταξιάρχη, και κατά την από 15-6-2016 εκλεγείσα Διοίκηση των Ενώσεων των αιτούντων, λειτουργεί κατά τρόπο παράνομο, Β) Απαγορεύει στον δεύτερο των καθ'ών η παρούσα αίτηση, Ραφαήλ (Ραούλ) Ντε Σιγούρα, να εμφανίζεται ως Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης του Α.Α.Σ.Τ., και να επικαλείται κατά τρόπο προδήλως αβάσιμο ότι δικαιώθηκε και αναγνωρίστηκε ως τέτοιος δυνάμει της υπ'αριθμ. 590/2015 απόφασης του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, Γ) Απαγορεύει στους καθ'ών να χρησιμοποιούν τον τίτλο και την επωνυμία των Ενώσεων των αιτούντων, και ειδικότερα τον τίτλο «ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 33ου ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΔΕΓΜΕΝΟΥ ΣΚΩΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ», έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 22 Φεβρουαρίου 2016 (αριθμ. καταθ. ...2016) αγωγής, Δ) Απειλεί κατά εκάστου των μελών της ως άνω εμφανιζόμενης Ένωσης Προσώπων και τον επίσης εμφανιζόμενο ως εκπρόσωπο αυτής, Ραφαήλ (Ραούλ) Ντε Σιγούρα, χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε παράβαση του διατακτικού της παρούσας αποφάσεως. Πρέπει, επίσης, να απειληθεί κατά ενός εκάστου των μελών της Ένωσης Προσώπων, αλλά και κατά του δεύτερου καθ'ού η αίτηση χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε παράβαση της παρούσας αποφάσεως. Τέλος, ως προς τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα από τους τελευταίους, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των καθ'ών η αίτηση, λόγω της ήττας τους (άρθρα 106, 176, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
 
...

Το καθήκον της επιμελούς διαφύλαξης των αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

 

 

1662/2017 ΣΤΕ

Δικαίωμα πρόσβασης κάθε προσώπου σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν και αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει ιδιαίτερο καθήκον επιμελούς διαφυλάξεως του σχετικού αρχείου. Η αιτούσα τράπεζα ικανοποίησε τελικώς, πλην εν μέρει και με μεγάλη καθυστέρηση, το δικαίωμα πρόσβασης του υπαλλήλου στα κρίσιμα για την υπηρεσιακή εξέλιξή του στοιχεία του φακέλου του, εφόσον κάποια δελτία αξιολόγησης έχουν απολεσθεί, κατά παράβαση της υποχρέωσης φύλαξης αυτών. Αιτιολογημένη η επιβολή και η επιμέτρηση του προστίμου για παράβαση των άρθρων 10 παρ. 3 και 12 παρ. 1 του ν. 2472/1997. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ΄ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Μαΐου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Αντωνόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, του αναπληρωτή Προέδρου και της αρχαιοτέρας του Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Β. Κίντζιου, Ο. Παπαδοπούλου, Σύμβουλοι, Χρ. Μπολόφη, Ο. Νικολαράκου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Τσαπαρδώνη. Για να δικάσει την από 12 Ιανουαρίου 2015 αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «........» και το διακριτικό τίτλο «........», που εδρεύει στην Αθήνα (........), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Καστάνη (Α.Μ. 6757), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, που εδρεύει στην Αθήνα..., η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Χαράλαμπο Τσιλιώτη (Α.Μ. 16510), που τον διόρισε με εντολή του Προέδρου της. Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ'αριθμ. 170/2014 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Χρ. Μπολόφη. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο 1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο. 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως 170/10.11.2014 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την οποία επιβλήθηκε στην αιτούσα τράπεζα πρόστιμο 50.000 ευρώ για παράβαση διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 3 και 12 του ν. 2472/1997, περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. 3. Επειδή, στο άρθρο 12 («Δικαίωμα πρόσβασης») του ν. 2472/1997 (Α΄ 50) προβλέπονται τα εξής: «1. Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως. 2. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους. β) … 3. Το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου και τα δικαιώματα του άρθρου 13 [Δικαίωμα αντίρρησης] ασκούνται με την υποβολή της σχετικής αίτησης στον υπεύθυνο της επεξεργασίας … 4. Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν απαντήσει εντός δεκαπέντε (15) ημερών ή εάν η απάντησή του δεν είναι ικανοποιητική, το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προσφύγει στην Αρχή … .». Εξάλλου, στο άρθρο 10 («Απόρρητο και ασφάλεια της επεξεργασίας») ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «3. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας. Αυτά τα μέτρα πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας ανάλογο προς τους κινδύνους που συνεπάγεται η επεξεργασία και η φύση των δεδομένων που είναι αντικείμενο της επεξεργασίας...». Τέλος, στο άρθρο 21 του ίδιου νόμου, όπως ισχύει, προβλέπεται ότι η Αρχή επιβάλλει στους υπεύθυνους επεξεργασίας, για παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον νόμο αυτό ή από άλλες σχετικές ρυθμίσεις, τις διοικητικές κυρώσεις της προειδοποίησης, με αποκλειστική προθεσμία για άρση της παράβασης, του προστίμου, από 300.000 έως 50.000.000 δρχ., της προσωρινής και οριστικής ανάκλησης άδειας και της καταστροφής αρχείου ή διακοπής επεξεργασίας και καταστροφής, επιστροφής ή κλειδώματος των σχετικών δεδομένων. 4. Επειδή, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2472/1997 κατοχυρώνεται το δικαίωμα πρόσβασης κάθε προσώπου σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν και τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας, και θεσπίζεται αντίστοιχη υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας να εξασφαλίζει την πρόσβαση του ενδιαφερομένου στα ανωτέρω δεδομένα (βλ. ΣτΕ 1851/2016). Εξ άλλου, κατά την έννοια των επίσης προπαρατεθεισών διατάξεων του άρθρου 10 του ίδιου ως άνω ν. 2472/1997, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει ιδιαίτερο καθήκον επιμελούς διαφυλάξεως αρχείου με δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τους καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και για την επιτρεπτή και θεμιτή επεξεργασία τους, καθώς και αποφυγής αμελών ενεργειών που έχουν αποτέλεσμα να θίγονται τα σχετικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων (βλ. ΣτΕ 749/2005). 5. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτουν τα εξής: Υπάλληλος της αιτούσας τράπεζας, προερχόμενος από την πρώην ... (η οποία συγχωνεύθηκε με την αιτούσα), υπέβαλε προς την τράπεζα την επιδοθείσα, την 3.11.2004, αίτηση, με την οποία, ασκώντας το δικαίωμα πρόσβασης, ζήτησε τη χορήγηση σε αυτόν επικυρωμένων αντιγράφων όλων των εγγράφων του υπηρεσιακού του φακέλου, που τηρούνται στο αρχείο της τράπεζας, εντός 15 ημερών από την επίδοση της αιτήσεως. Στις 2.12.2004 άσκησε προσφυγή ενώπιον της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, παραπονούμενος για τη μη ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης. Στις 10.2.2005 ο εν λόγω υπάλληλος παρέλαβε από τη Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού της τράπεζας 56 αντίγραφα των εγγράφων του υπηρεσιακού του φακέλου, και εσημείωσε στο σχετικό αποδεικτικό παραλαβής ότι δεν ανευρέθηκαν τα δελτία αξιολόγησης των ετών 2000, 2001 και 2004. Τα εν λόγω δε έγγραφα, όπως υποστήριξε ο υπάλληλος, ήταν ιδιαίτερα σημαντικά για την αιτιολόγηση της υπηρεσιακής του εξέλιξης στην ιεραρχία της τράπεζας, καθόσον από το 2000 έως το 2005 παραλείφθηκε σε πέντε προαγωγές στελεχών που έγιναν, αλλά και για την εξέλιξη εκκρεμούς δίκης για συκοφαντική δυσφήμιση μετά από μήνυση που υπέβαλε κατά διευθυντών της τράπεζας, οι οποίοι υπήρξαν αξιολογητές του. Κατά τους ισχυρισμούς της τράπεζας, τα μεν δελτία αξιολόγησης για τα έτη 2000 και 2001 δεν του παραδόθηκαν, γιατί δεν βρέθηκαν στον φάκελο του υπαλλήλου που τηρείται στη Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού της τράπεζας, πιθανώς λόγω της αναστάτωσης που υπήρξε εκείνο το χρονικό διάστημα από τη συγχώνευση της τράπεζας με την ... Τράπεζα, από την οποία προέρχεται, το δε δελτίο του 2004 δεν του παραδόθηκε, γιατί δεν είχε περιέλθει ακόμη στην εν λόγω Διεύθυνση. Επί της ανωτέρω προσφυγής εξεδόθη η .../16.6.2005 απόφαση της Αρχής, με την οποία, αφού ελήφθησαν υπόψη όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, κρίθηκε ότι, πιθανόν, τα επίμαχα έγγραφα, είτε να μην τοποθετήθηκαν, είτε να αφαιρέθηκαν από τον φάκελο του υπαλλήλου, είτε να απωλέσθηκαν και, συνεπώς, δεδομένης της κρισιμότητας που είχαν τα έγγραφα αυτά για τον προσφεύγοντα, ο οποίος παρελείφθη επί σειρά ετών από προαγωγές, αλλά και της αντιδικίας του με τους διευθυντές της τράπεζας, η τράπεζα υπέχει ευθύνη, διότι με ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων της δεν ικανοποίησε τελικώς το δικαίωμα πρόσβασής του, κατά παράβαση του άρθρου 12 του ν. 2472/1997. Περαιτέρω, με την ίδια ως άνω απόφαση κρίθηκε ότι η τράπεζα δεν απέδειξε ότι είχε λάβει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και τη προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη επεξεργασία, δεδομένου ότι το άρθρο 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997 θεσπίζει αυξημένη υποχρέωση επιμέλειας από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ακόμα και για τυχαία απώλεια. Κατόπιν τούτων, με την ανωτέρω 61/2005 απόφαση της Αρχής επιβλήθηκε στην αιτούσα τράπεζα πρόστιμο 60.000 ευρώ για παράβαση των άρθρων 10 παρ. 3 και 12 παρ.1 του ν. 2472/1997, αφού ελήφθη υπόψη η βαρύτητα της πράξης που αποδείχθηκε και της προσβολής που επήλθε από αυτή στον υπάλληλο, αφού τα επίδικα έγγραφα ήταν ιδιαίτερα κρίσιμα για την υπηρεσιακή του εξέλιξη. Ακολούθως, ο εν λόγω υπάλληλος, στις 23.9.2005, με δύο αιτήσεις του άσκησε και πάλι το δικαίωμα πρόσβασης και ζήτησε αντίγραφα των πρακτικών του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας, με τα οποία αποφασίσθηκε η παράλειψή του από τις προαγωγές των ετών 2000, 2001, 2002 2003 και 2004 και, περαιτέρω, επικυρωμένα αντίγραφα όλων των εγγράφων που τηρούνται στα αρχεία της τράπεζας με ιδιαίτερη μνεία στο δελτίο αξιολόγησης του έτους 2004. Κατόπιν επιστολής (στις 4.11.2005) εκ μέρους της τράπεζας και της από 14.11.2005 εξώδικης δήλωσης του υπαλλήλου, στις 18.11.2005 τού παραδόθηκε πίνακας 230 εγγράφων, στον οποίο, κατά την άποψη της Τράπεζας, εκ παραδρομής δεν περιελήφθησαν 3 έγγραφα, τα οποία και απεστάλησαν στις 24.11.2005 μαζί με την αίτηση συμμετοχής του προσωπικού σε εκπαιδευτικά προγράμματα, την οποία ο υπάλληλος είχε κατ'επανάληψη ζητήσει. Ακολούθως, η ανωτέρω 61/2005 απόφαση της Αρχής ανακλήθηκε (λόγω κακής σύνθεσης της Αρχής, κατ’επίκληση νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας), κατόπιν τούτου δε, η Αρχή, επιληφθείσα εκ νέου της υποθέσεως, εκάλεσε τόσο τον υπάλληλο, όσο και τον υπεύθυνο επεξεργασίας, σε νέα ακρόαση. Τελικώς, η Αρχή, με την προσβαλλόμενη απόφαση 170/2014 επέβαλε στην αιτούσα τράπεζα πρόστιμο ύψους 50.000 ευρώ, επιμεριζόμενο σε 10.000 ευρώ για την παράβαση του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997 και σε 40.000 ευρώ για την παράβαση του άρθρου 12 του νόμου αυτού, με την εξής αιτιολογία: «...Η τράπεζα, μετά την πάροδο του 15νθήμερου, καθυστερημένα τον Φεβρουάριο του 2005, ικανοποίησε εν μέρει το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος, το οποίο ικανοποίησε κατά τρόπο πληρέστερο μετά την εκ νέου αίτησή του τον Σεπτέμβριο του 2005 και ενώ είχε προηγηθεί η επιβαλούσα το πρόστιμο απόφαση της Αρχής. Όμως, όπως δεν αμφισβητείται, δεν παρεδόθησαν στον προσφεύγοντα τα δελτία αξιολογήσεως των ετών 2000 και 2001 και αμφισβητείται από τον προσφεύγοντα η ακρίβεια και πληρότητα του δελτίου αξιολογήσεως 29.8.2002-29.8.2003. Από την τράπεζα δεν αμφισβητείται η ετήσια κατάρτιση δελτίων αξιολογήσεως, όπως ορίζεται στον Κανονισμό, αλλά αποδίδεται η μη ανεύρεσή τους σε τυχαία απώλεια λόγω της αναστατώσεως των φακέλων που προήλθε από την συγχώνευση των τραπεζών ... . Συνεπώς, συντρέχει περίπτωση επιβολής προστίμου λόγω καθυστέρησης ικανοποίησης του δικαιώματος πρόσβασης και τυχαίας απώλειας στοιχείων του φακέλου, τα οποία, όπως δεν αμφισβητείται, καταρτίζονται κάθε χρόνο και έχουν επιπτώσεις στη σταδιοδρομία του υπαλλήλου». 6. Επειδή, από το ιστορικό που έχει εκτεθεί ανωτέρω στην τρίτη σκέψη και, ιδίως, τα διαλαμβανόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι η τράπεζα ικανοποίησε τελικώς, πλην εν μέρει και με μεγάλη καθυστέρηση (και αφού είχε προηγουμένως χωρήσει η αρχική απόφαση 61/2005 περί επιβολής σε βάρος της προστίμου) το κατά το άρθρο 12 του ν. 2472/1997 δικαίωμα πρόσβασης του υπαλλήλου στα κρίσιμα για την υπηρεσιακή εξέλιξή του στοιχεία του φακέλου του, καθ'όσον, όπως προεκτέθηκε, και δεν αμφισβητείται από την αιτούσα, από το τηρούμενο στην τράπεζα αρχείο είχαν απολεσθεί συγκεκριμένα δελτία αξιολογήσεως του υπαλλήλου, τα οποία η τράπεζα έχει κατά τον κανονισμό της υποχρέωση να καταρτίζει ετησίως. Η απώλεια δε αυτή των επίμαχων εγγράφων οφείλεται, κατά τα προεκτεθέντα, στην πλημμελή εκ μέρους της τράπεζας φύλαξη του αρχείου της, κατά παράβαση της κατά το άρθρο 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997 υποχρέωσης που υπέχει για τη λήψη των κατάλληλων οργανωτικών και τεχνικών μέτρων για την ασφάλεια και προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τυχαία, μεταξύ άλλων, απώλεια ή καταστροφή. Δεν υποχρεούτο δε η Αρχή να προσδιορίσει ειδικότερα ποια θα ήταν τα ενδεδειγμένα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για τη διαφύλαξη και προστασία του αρχείου της τράπεζας από τυχαία απώλεια, αλλά απόκειται στην τράπεζα να επιλέξει και υιοθετήσει τα κατάλληλα προς τον σκοπό αυτό μέτρα. Ενόψει τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση, με το ανωτέρω παρατιθέμενο περιεχόμενο, αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς ως προς τη διαπίστωση ότι εχώρησε παράβαση των προαναφερθεισών διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 3 και 12 του ν. 2472/1997. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη: α/ διότι “δεν καθίσταται σαφές το νομικό έρεισμα αυτής (...), δεδομένου ότι γίνεται αόριστα αναφορά σε όλες τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2472/1997, παράλληλα δε ουδόλως καθίσταται σαφές εάν έχει διαπιστωθεί η συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων (...), ούτε ποια επακριβώς είναι τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έχουν διαπιστωθεί και εκτιμηθεί (...)”, β/ διότι η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ικανοποιήθηκε το δικαίωμα πρόσβασης του υπαλλήλου εν μέρει και μεταγενέστερα κατά τρόπο πληρέστερο, είναι αντιφατική με την παραδοχή περί τυχαίας απώλειας στοιχείων του φακέλου, και γ/ διότι η Αρχή δεν αναφέρει ποια είναι τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων, τα οποία παρέλειψε να λάβει η τράπεζα. 7. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και ως προς την επιμέτρηση του προστίμου, δεδομένου ότι η Αρχή έλαβε υπ'όψιν, κατά τα ιστορηθέντα, όλα τα στοιχεία του φακέλου και, ιδίως, τη βαρύτητα της παράβασης (βλ. ΣτΕ 95/2003, 4158/2000), που συνίσταται, όπως προεκτέθηκε, στην καθυστερημένη και ελλιπή ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης, καθώς και στην μη τήρηση εκ μέρους της αιτούσας των κατάλληλων μέτρων ασφαλείας και προστασίας των προσωπικών δεδομένων, με συνέπεια την απώλεια ορισμένων κρίσιμων εγγράφων για την υπηρεσιακή σταδιοδρομία του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, χωρίς να επιβάλλεται από τον νόμο, ως τυπικό στοιχείο του κύρους της πράξης επιβολής της κύρωσης, η περαιτέρω εξειδίκευση της βαρύτητας της παράβασης (βλ. ΣτΕ 150/2017). Περαιτέρω, υπό τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, η έστω και “τυχαία απώλεια” (υπό την έννοια της μη ηθελημένης εξαφάνισης) των στοιχείων του υπηρεσιακού φακέλου του υπαλλήλου, οφειλόμενη, κατά τους ισχυρισμούς της τράπεζας, σε αναστάτωση “των φακέλων που προήλθε από την συγχώνευση των τραπεζών ...”, στοιχειοθετεί υπαίτια συμπεριφορά της τράπεζας, συνιστάμενη στην πλημμελή τήρηση του αρχείου της, κατά παράβαση του κατά το άρθρο 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997 καθήκοντος για τη λήψη των κατάλληλων οργανωτικών μέτρων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εξ άλλου, όπως προεκτέθηκε, από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει σαφώς ότι ελήφθη υπόψη και συνεκτιμήθηκε το γεγονός ότι υπήρξε εκ μέρους της τράπεζας εν μέρει ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης του υπαλλήλου στα επίμαχα έγγραφα, ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι τα έγγραφα αυτά του χορηγήθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση και αφού είχε χωρήσει, με την απόφαση 61/2005, η επιβολή προστίμου σε βάρος της αιτούσας. Τέλος, λαμβανομένου υπόψη ότι, ανεξαρτήτως του ότι για τη στοιχειοθέτηση της παράβασης δεν απαιτείται η επέλευση βλάβης του υποκειμένου των δεδομένων (βλ. Ολ. ΣτΕ 1622/2012, 150/2017), πάντως, εν προκειμένω με την προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη υπόψη και η προσβολή που επήλθε στον υπάλληλο από τις ενέργειες και παραλείψεις των οργάνων της τράπεζας, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, τα ανωτέρω έγγραφα ήταν κρίσιμα για την υπηρεσιακή εξέλιξη του υπαλλήλου, ο οποίος παρελείπετο επί πενταετία από τις προαγωγές και ευρίσκετο εξ αυτού του λόγου σε δικαστική αντιδικία με τους διευθυντές της τράπεζας. Συνεπώς, το επιβληθέν πρόστιμο, το οποίο, σημειωτέον, κατά τα προεκτεθέντα, επιβλήθηκε συνολικώς, δηλαδή ως άθροισμα δύο αυτοτελών προστίμων, ευρίσκεται μέσα στα νόμιμα όρια και μάλιστα εγγύτερα προς το κατώτερο όριο, σύμφωνα με την ανωτέρω παρατεθείσα διάταξη του άρθρου 21 του ν. 2472/1997. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι το ύψος του προστίμου κείται εκτός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής και είναι δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον εν προκειμένω έπρεπε να ληφθεί υπ'όψιν ότι δεν απεδείχθη υπαιτιότητα της τράπεζας, ότι ουσιαστικώς η τράπεζα ικανοποίησε τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο κατά το μεγαλύτερο μέρος, ότι επέδειξε καλόπιστη συμπεριφορά και ενδιαφέρον για την υπόθεση, καθώς και ότι ουδεμία ζημία υπέστη ο εν λόγω από την συμπεριφορά της τράπεζας. 8. Επειδή, κατόπιν τούτων, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Δ ι ά  τ α ύ τ α Απορρίπτει την αίτηση. Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου. Επιβάλλει στην αιτούσα τη δικαστική δαπάνη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2017 Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας Ε. Αντωνόπουλος Μ. Τσαπαρδώνη και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 20ης Ιουνίου 2017. 

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...