Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

"Γνωμοδότηση" της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα "σε βάρος" της Ελληνικής Αστυνομίας



ΘΕΜΑ: Χορήγηση αντιγράφου στοιχείων του φακέλου διενεργηθείσας Π.Δ.Ε. 
Σχετικό: Το με αριθμ. πρωτ. ... από ... .01.2018 (αριθμ. πρωτ. της Αρχής Γ/ΕΙΣ/.../... .01.2018) έγγραφό σας.

Με το ανωτέρω έγγραφό σας, ζητάτε τη γνώμη της Αρχής, σχετικά με τη νομιμότητα χορήγησης σε αιτούντα τρίτο, τον ... , αντιγράφων του φακέλου διενεργηθείσας Προκαταρκτικής Διοικητικής Εξέτασης (εφεξής, Π.Δ.Ε.), η οποία παραγγέλθηκε κατόπιν υποβολής έγκλησης του προαναφερθέντος αιτούντος κατά αστυνομικών της υπηρεσίας σας, και η οποία, εν τέλει, τέθηκε στο αρχείο με την επιφύλαξη του άρθρου 49 του Π.Δ. 120/2008. Ο αιτών ζητά τα στοιχεία αυτά για δικαστική χρήση.  
Ειδικότερα, ενημερώνετε την Αρχή, ότι έχετε ήδη κοινοποιήσει εγγράφως στον αιτούντα το αποτέλεσμα της Π.Δ.Ε., καθώς και ότι τα υπόλοιπα αιτούμενα στοιχεία του φακέλου περιλαμβάνουν, πλέον των απλών, και ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως ποινικές διώξεις, θέματα υγείας και θρησκευτικές πεποιθήσεις. Περαιτέρω, αναφέρετε ότι τα αιτούμενα στοιχεία ο αιτών τρίτος, ..., προτίθεται να τα χρησιμοποιήσει, τόσο σε προκαταρκτικές δικογραφίες, στο πλαίσιο εκκρεμών εκατέρωθεν μηνύσεων μεταξύ του ιδίου και των εμπλεκομένων στην Π.Δ.Ε. αστυνομικών, όσο και ενώπιον του Συνηγόρου του Πολίτη, καθώς και για την υποβολή έγκλησης, εις βάρος του ενεργήσαντος την Π.Δ.Ε. αξιωματικού και των συνυπογραφόντων το επίμαχο πόρισμα, με το οποίο αρχειοθετήθηκε η προαναφερθείσα Π.Δ.Ε..
Κατόπιν των ανωτέρω, η υπηρεσία σας, επικαλούμενη σχετικές προηγούμενες αποφάσεις της Αρχής, ζητά από την Αρχή να γνωμοδοτήσει επί της νομιμότητας χορήγησης των αιτουμένων. 
Σε απάντηση του ανωτέρω αιτήματός σας, σας γνωρίζουμε τα εξής: 
Οι πειθαρχικές διώξεις και κυρώσεις δεν αποτελούν κατ'αρχήν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, όπως προκύπτει από την αποκλειστική απαρίθμηση του άρθρου 2 στοιχ. β' του ν. 2472/1997. Η χορήγηση, συνεπώς, αντιγράφων από φάκελο διενεργηθείσας Προκαταρκτικής Διοικητικής Εξέτασης, βάσει του άρθρου 24 του Π.Δ. 120/2008 (Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού), αποτελεί επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, η οποία επιτρέπεται και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, εφόσον συντρέχει κάποια από τις εξαιρετικές βάσεις νομιμότητας της επεξεργασίας του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 2472/1997. 
Η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 4 του Π.Δ. 120/2008, η οποία ρυθμίζει ειδικά το δικαίωμα ενημέρωσης όσων καταγγέλλουν πειθαρχικά παραπτώματα αστυνομικών, ορίζει τα εξής: «Όποιος υποβάλλει καταγγελία εναντίον αστυνομικού, που δικαιολογεί σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις ενέργεια προκαταρκτικής έρευνας ή προφορικής ή ένορκης διοικητικής εξέτασης, δικαιούται ύστερα από αίτημά του να πληροφορείται για το αποτέλεσμα αυτών». Ως αποτέλεσμα της προκαταρκτικής έρευνας ή προφορικής ή ένορκης διοικητικής εξέτασης, που διενεργήθηκε, νοείται το πόρισμα που συντάσσεται για την ολοκλήρωση των διοικητικών εξετάσεων. Από το συνδυασμό της παραπάνω διάταξης με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 στοιχ. β' του ν. 2472/1997, προκύπτει ότι η χορήγηση αντιγράφου του πορίσματος της διοικητικής εξέτασης στον καταγγέλλοντα πειθαρχικό παράπτωμα αστυνομικού, συνιστά νόμιμη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, ακόμα και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων (βλ. Απόφαση της Αρχής 57/2009).  
Το υποκείμενο των δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρ. 13 του ν. 2472/1997, δικαιούται να προβάλει ενώπιον του υπεύθυνου επεξεργασίας έγγραφες αντιρρήσεις περί μη διαβίβασης των δεδομένων του. Το άρθρο αυτό, σαφώς ορίζει, ότι σε μη ικανοποιητική απάντηση του υπευθύνου επεξεργασίας στις έγγραφες αντιρρήσεις του υποκειμένου των δεδομένων, το υποκείμενο έχει δικαίωμα να προσφύγει στην Αρχή και να ζητήσει την εξέταση των αντιρρήσεών του. Συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της προαναφερθείσας αρμοδιότητας της Αρχής αποτελεί η προσφυγή του υποκειμένου των δεδομένων στην Αρχή με συγκεκριμένο αίτημα της εξέτασης των αντιρρήσεών του ή η τυχόν παρουσία ευαίσθητων δεδομένων στα αιτούμενα στοιχεία, που απαιτεί την έκδοση άδειας από την Αρχή, προκειμένου να χορηγηθούν τα στοιχεία στον αιτούντα τρίτο (βλ. σχετικά Απόφ. της Αρχής με αριθμ. 150/2014, 79/2015 διαθέσιμες στην ιστοσελίδα της Αρχής www.dpa.gr). 
Δεδομένου ότι, από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκαν ενώπιον της Αρχής έγγραφες αντιρρήσεις των εμπλεκομένων στην Π.Δ.Ε. προσώπων, απομένει προς εξέταση το ζήτημα της έκδοσης άδειας στον υπεύθυνο επεξεργασίας, ήτοι στην Αστυνομία, για την χορήγηση ευαίσθητων δεδομένων στον αιτούντα τρίτο. Πέραν του γεγονότος ότι από το έγγραφό σας δεν προκύπτει με σαφήνεια η αίτηση έκδοσης άδειας, σας ενημερώνουμε ότι σύμφωνα με την απόφαση της Αρχής με αριθμ. 46/2018 (διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της Αρχής: www.dpa.gr), οι διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2472/1997, κατά το μέρος που προβλέπουν άδεια της Αρχής, δεν έχουν πλέον εφαρμογή από 25.05.2018 ως αντίθετες προς τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 για την προστασία δεδομένων - ΓΚΠΔ, ο οποίος έχει άμεση εφαρμογή, δεδομένου, μάλιστα, ότι οι κατηγορίες δεδομένων, στις οποίες αφορά το άρθρο αυτό του εθνικού νόμου, δεν ταυτίζονται με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 9 παρ. 4 του Γ.Κ.Π.Δ.. Συνεπώς, η Αρχή δεν έχει πλέον αρμοδιότητα χορηγήσεως αδειών για την επεξεργασία και για την ίδρυση και λειτουργία αρχείου με βάση το άρθρο 7 του ν. 2472/1997. Τούτο ισχύει και για τις αιτήσεις οι οποίες είναι εκκρεμείς στην Αρχή κατά την ανωτέρω ημερομηνία, η αποδοχή των οποίων θα ήταν, άλλωστε, αλυσιτελής, αφού η χορήγηση αδείας της Αρχής δεν αποτελεί προϋπόθεση της επεξεργασίας. Κατά συνέπεια, η Αρχή δεν δύναται να εκδώσει σχετική άδεια.  
Αναφορικά με το αίτημά σας για την παροχή γνωμοδότησης από την Αρχή σχετικά με τη νομιμότητα χορήγησης των λοιπών στοιχείων του φακέλου της Π.Δ.Ε., σας γνωρίζουμε ότι η Αρχή έχει εκδώσει την σχετική με το θέμα αυτό - και νεότερη της επικαλούμενης από εσάς Γνωμοδότησης 3/2009 - Γνωμοδότηση με αριθμ. 6/2013 (διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της Αρχής: www.dpa.gr), η οποία αναλύει συνολικά το ζήτημα της πρόσβασης τρίτου σε δημόσια έγγραφα, που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
Σύμφωνα με την ως άνω αναφερόμενη γνωμοδότηση, η επεξεργασία των απλών προσωπικών δεδομένων, διέπεται από τη διάταξη του άρθρου 5 του ν. 2472/1997, σύμφωνα με την παράγραφο 1 της οποίας, επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται καταρχήν μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων τους, είναι κατ'εξαίρεση επιτρεπτή, μόνο στην περίπτωση που συντρέχει κάποια από τις εξαιρετικές βάσεις νομιμότητας της επεξεργασίας της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, η οποία μεταξύ άλλων ορίζει ότι: «Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: ... β) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόμο ...». Τέτοια υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 5 ΚΔΔιαδ για το δικαίωμα πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα, υπό τις προϋποθέσεις που η εν λόγω διάταξη θέτει. 
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 του ΚΔΔιαδ «κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις». Επίσης, ως διοικητικά έγγραφα γίνεται δεκτό ότι νοούνται και όσα δεν προέρχονται μεν από δημόσιες υπηρεσίες, αλλά χρησιμοποιήθηκαν ή ελήφθησαν υπόψη για τον καθορισμό της διοικητικής δράσης ή τη διαμόρφωση γνώμης ή κρίσης διοικητικού οργάνου (βλ. ενδεικτικά Γνωμοδότηση ΝΣΚ 436/1992, 482/1995, 665/1998, 243/2000). Όσον αφορά δε τα ιδιωτικά έγγραφα, τα οποία φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες, δικαίωμα πρόσβασης σε αυτά έχει σύμφωνα με την §2 του ανωτέρω άρθρου όποιος θεμελιώνει ειδικό έννομο συμφέρον (βλ. για την έννοια του ειδικού εννόμου συμφέροντος Γνωμοδότηση ΝΣΚ 413/2012).  
Σύμφωνα, περαιτέρω, με την υπ'αριθμ. 6/2013 Γνωμοδότηση της Ολομέλειας της Αρχής, η σχετική κρίση περί συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 5 ΚΔΔιαδ, όπως κατά λογική αναγκαιότητα και η ερμηνεία των σχετικών διατάξεών του, ανατίθεται από τον νομοθέτη του ν. 2472/1997 αποκλειστικά στον υπεύθυνο επεξεργασίας, ο οποίος θα ερμηνεύσει τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 5 ΚΔΔιαδ και του άρθρου 5 του ν. 2472/1997 με βάση τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 94/2013, 1590/2012, 3308/2007, καθώς και 1214/2000 και 1397/1993, Διοικ. Εφετείου 368/2011) και τις γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (βλ. ενδεικτικά Γνμδ. ΝΣΚ 413/2012, 150/2012, 396/2011, 266/2011, 256/2011, 138/2010 και εκεί παραπομπές σε αποφάσεις του ΣτΕ), στο οποίο, αν είναι δημόσια αρχή ή ν.π.δ.δ. μπορεί και να προστρέξει.
Ως εκ τούτων, στην κρινόμενη περίπτωση, θα πρέπει ως υπεύθυνος επεξεργασίας να σταθμίσετε, εάν ο αιτών δικαιούται, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 5 του ΚΔΔιαδ και του άρθρου 5 του ν. 2472/1997, να λάβει γνώση των αιτούμενων στοιχείων που τηρούνται στο αρχείο της υπηρεσίας σας, και γενικότερα να εξετάσετε τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων, ενόψει των ειδικών ισχυρισμών που προβάλλει ο αιτών, σε περίπτωση, δε, σοβαρών αμφιβολιών ως προς τη στάθμιση περί του αν συντρέχει στον αιτούντα το στοιχείο του ευλόγου ενδιαφέροντος ή εννόμου συμφέροντος και γενικότερα περί της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων μπορείτε να απευθύνετε σχετικό ερώτημα στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. 
Επίσης, ενημερωτικά αναφέρουμε ότι πλέον με τη θέση σε ισχύ του ΓΚΠΔ από 25.05.2018, με τον οποίο καθιερώνεται η αρχή της λογοδοσίας για τον υπεύθυνο επεξεργασίας και ο υποχρεωτικός ορισμός του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων για τον δημόσιο τομέα, και σύμφωνα με την με αριθμ. 52/2018 απόφαση της Αρχής (διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της Αρχής: www.dpa.gr), η Αρχή δεν έχει πλέον υποχρέωση να απαντά στα ερωτήματα και αιτήματα των υπευθύνων επεξεργασίας, των υποκειμένων των δεδομένων και τρίτων σχετικά με ζητήματα επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, που δεν εμπίπτουν στις προβλεπόμενες με τις διατάξεις του ΓΚΠΔ αρμοδιότητές της, δεδομένου, ιδίως, του γεγονότος ότι η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 περ. ιγ' του ν. 2472/1997 αρμοδιότητά της να εξετάζει αιτήσεις των υπευθύνων επεξεργασίας, με τις οποίες ζητείται ο έλεγχος και η εξακρίβωση της νομιμότητας της επεξεργασίας, δεν συνάδει με την αρχή της λογοδοσίας που καθιερώνεται με τον ΓΚΠΔ.  
Τέλος, επικουρικά επισημαίνεται, ότι σε περίπτωση που αποφανθείτε θετικά (για την χορήγηση απλών προσωπικών δεδομένων), οφείλετε να ενημερώσετε σχετικά τα υποκείμενα των δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 3 του ν. 2472/1997 και με τα ισχύοντα άρθρα 13 παρ. 3 και 14 παρ. 4 του ΓΚΠΔ.
Παραμένουμε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε συμπληρωματική πληροφορία.

Το μέλος της Αρχής
Σπυρίδων Βλαχόπουλος Καθηγητής Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Με εντολή Αν. Προέδρου Η Ελέγκτρια Έλενα Μαραγκού ΕΕΠ - Δικηγόρος, ΔΝ

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Η πειθαρχική ευθύνη των Δικαστών και τα όριά της - Η κρίση του Δικαστή στην κρίση των θυμάτων του

Η πειθαρχική ευθύνη δικαστών και τα όριά της
του Κώστα Ε. Μπέη http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=3&mid=1096&mnu=1&id=22767
Ελευθεροτυπία, 7 Δεκεμβρίου 1976
Πριν ένα χρόνο ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κοινοποίησε στους εισαγ­γελείς εφετών εγκύκλιο (8/29.12.1975), στην οποία, μεταξύ άλλων, έγραφε και τα ακόλουθα:
«Οι τακτικοί δικασταί, εν τη ασκήσει του δικαιοδοτικού των έργου, είναι απολύτως ανεξάρτητοι, εν τη έννοια ότι οφείλουν ν'αποφασίζουν ή να ψηφίζουν κατά την ιδίαν αυτών κρίσιν, μη δεσμευόμενοι είτε εκ της επί του θέματος νομολογίας ανωτέρων δικαστηρίων, είτε εκ της γνώμης ανωτέρων των κατά βαθμόν μελών του δικαστηρίου, του οποίου μετέχουν, είτε εκ γινομένων αυτοίς υπό ιεραρχικώς ανωτέρων των υποδείξεων, είτε εκ γνωμοδοτήσεων, επί του υπό την κρίσιν των θέματος, νομικών ή του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.
Απόρροια της ανεξαρτησίας ταύτης είναι ότι η εκδοθείσα παρ'αυτών απόφασις ή δοθείσα ψήφος δεν συγχωρείται να γίνη αιτία παρατηρήσεων ή συστάσε­ων προς αυτούς ιεραρχικώς προϊσταμένων των ή καταλογισμού των εις βάρος της εν τω κλάδω εξελίξεως αυτών, επιφυλασσομένου μόνον του διά των ενδί­κων μέσων ελέγχου της κατά το Σύνταγμα και τους νόμους, ουσιαστικούς και δικονομικούς, εκδόσεως της αποφάσεώς των ή θέσεως της ψήφου των». Ήδη ο ίδιος ο εισαγγελέας άλλαξε γνώμη. Εγκαταλείποντας τη θέση ότι «οι τακτικοί δικασταί...είναι απολύτως ανεξάρτητοι... επιφυλασσομένου μόνον του διά των ενδίκων μέσων ελέγχου», δέχεται και άλλες επιφυλάξεις: την πειθαρχι­κή δίωξη του δικαστή για «προφανή παραγνώρισιν των επιστημονικών αρχών και των ερμηνευτικών κανόνων», καθώς και για την περίπτωση που "η ψήφος αντίκει­ται καταδήλως εις τους κανόνας λογικής και της κοινής πείρας" (βλ. επιστολή του στην «Ελευθεροτυπία»).
Μετά την εισαγγελική αυτή γνωσιμαχία, και χωρίς να ενημερωθούν προη­γουμένως οι δικαστές για τις κυρώσεις που ήδη απειλούν την εκάστοτε δικαιοδοτική κρίση τους, ασκήθηκε αναδρομική πειθαρχική δίωξη εναντίον τριών (3) εφε­τών, και μάλιστα εκείνων που έχουν καθιερωθεί από χρόνια στην κοινή συνείδη­ση ως το σύμβολο της δικαστικής ανεξαρτησίας στον τόπο μας.
Στην ταραχή του σεισμού που ακολούθησε δεν πρέπει να διαφύγουν απαρα­τήρητα δύο κρίσιμα προβλήματα:
α) Ο ανύποπτος πολίτης αναμένει από τον πολιτικό κόσμο να βρει και να δείξει, ποιο σύστημα λειτουργεί ενδεχομένως πίσω από την προθήκη των συντα­γματικών επιταγών και των ωραιολόγων διακηρύξεων, σε σημείο ώστε να εγκατα­λείπονται, ακόμη και από ανωτάτους δικαστικούς, αρχές που πανηγυρικά είχαν υμνηθεί λίγους μήνες νωρίτερα; Το άρθρο του Γ. Βότση για την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής («Ελευθεροτυπία») πιστεύω ότι μπορεί να είναι αφετηρία προς την κατεύθυνση αυτή.
β) Εξάλλου και ο νομικός κόσμος πρέπει να προσδιορίσει με σαφήνεια και να τεκμηριώσει με αναδρομή στις επιστημονικές πηγές και τη σύγχρονη νομολο­γία ποια είναι τα αληθινά όρια της πειθαρχικής ευθύνης των δικαστών;
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προσπάθησε να στηρίξει τη γνωσιμαχία του σε θέσεις του Δημητρακόπουλου και του Ρακτιβάν, καθώς και σε ορισμένες αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας και του Αρείου Πάγου. Όμως οι θέσεις και οι αποφάσεις αυτές στηρίζονται σε ένα νομικό καθεστώς που δεν ισχύει πια. Η πολιτική δικονομία που είχε καθιερωθεί από τον Μάουρερ το 1834 και ίσχυε μέχρι το 1968 όριζε (άρθρο 835) ότι ο Άρειος Πάγος, κάθε φορά που αναιρεί μια απόφαση, έχει την εξουσία να τιμωρήσει τους δικαστές που έβγαλαν την αναιρεθείσα απόφαση. Όμως, η ισχύουσα δικονομία δεν περιέχει πια αντίστοιχη διάταξη. Και τούτο ακριβώς γιατί στο σύγχρονο κράτος δικαίου ο δικαστής δεν είναι δημόσιος υπάλληλος (που μπορούν να τον ποδηγετήσουν οι ανώτεροί του), αλλά ανεξάρτητος λειτουργός που δικαιοδοτεί μόνος, δίχως τον προληπτικό ή κατασταλτικό έλεγχο του προσώπου του από προϊσταμένους. Εξάλλου, όταν εί­χαν διατυπωθεί οι αντίθετες γνώμες του Δημητρακόπουλου και του Ρακτιβάν, καθώς και οι επικαλούμενες από την εισαγγελική επιστολή αποφάσεις, ίσχυε το άρθρο 301 του οργανισμού των δικαστηρίων (που είχε καθιερώσει επίσης ο Μά­ουρερ το 1834), με το οποίο ο υπουργός δικαιοσύνης είχε εξουσία να επιβάλει μόνος του πειθαρχικές ποινές στους δικαστές (ακόμη και στους αρεοπαγίτες). Όμως, και το άρθρο αυτό δεν ισχύει πια μετά την καθιέρωση του δημοκρατικού Συντάγματος του 1975 (άρθρο 91). Η μεταβολή αυτή του νομικού καθεστώτος δεν ήταν άγνωστη στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος στην 8/1975 εγκύκλιό του (που σημείωσα πιο πάνω) ρητώς αναφέρει ότι «το νέον Σύνταγμα... περιλαμβάνει και διατάξεις το πρώτον εμφανιζόμενας ή ρητώς διατυπουμένας εις ελληνικόν Σύνταγμα, τονιζούσας ιδιαιτέρως την ανεξαρτησίαν των δικαστι­κών λειτουργών η τείνουσας εις την ενίσχυσιν του κύρους της Δικαιοσύνης».
Θα πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε νομολογία που στηρίζεται στο ισχύον νομικό καθεστώς. Και επειδή τέτοια ασφαλής νομολογία δεν έχει ακόμη διαμορ­φωθεί με το νέο Σύνταγμα, θα πρέπει να καταφύγουμε στην πρόσφατη νομολο­γία του γερμανικού Ακυρωτικού που στηρίζεται σε συνταγματικές διατάξεις αντί­στοιχες προς εκείνες που ισχύουν σήμερα.
Λοιπόν το γερμανικό Ακυρωτικό έχει δεχτεί (BGH 47, 286) ότι η δικαιοδοτική δραστηριότητα του δικαστή έχει εξαιρεθεί εντελώς από την υπηρεσιακή επο­πτεία προϊσταμένων αρχών. Ο γερμανικός νόμος των δικαστών ορίζει (DRG 26) ότι η πειθαρχική ευθύνη των δικαστών έχει ως όριο το απαραβίαστο της ανεξαρ­τησίας τους. Με άλλα λόγια: η πειθαρχική ευθύνη του δικαστή σταματάει εκεί όπου αρχίζει η δικαστική ανεξαρτησία του (Rosenberg - Schwab, σελ. 99). Γι'αυτό οι δικαστές δεν υπόκεινται σε οδηγίες, ούτε σε υποδείξεις και δεν επιτρέ­πεται να υποστούν δυσμενή μεταχείριση για το περιεχόμενο των αποφάσεών τους (Baumbach - Lauterbah, XPO § 26 DRG, σελ. 2029).
Το γερμανικό Ακυρωτικό δέχεται μια μόνο επιφύλαξη: Ο δικαστής έχει πει­θαρχική ευθύνη όταν διέπραξε πρόδηλο λάθος. Προς αποφυγή όμως παρανοή­σεων σπεύδει η ίδια απόφαση του γερμανικού Ακυρωτικού (BGH 46, 150) και διευκρινίζει ότι «πρόδηλο λάθος» υπάρχει αποκλειστικά στις ακόλουθες περι­πτώσεις: πρώτον, αν ο δικαστής εφάρμοσε ανύπαρκτο νόμο, όπως ένα νόμο που έχει καταργηθεί τυπικά, και δεύτερον, όταν δεν εφάρμοσε ένα νόμο που εξακο­λουθεί να ισχύει και είναι γενικώς γνωστός. Αντίθετα, η ερμηνεία του νόμου κα­θώς και η υπαγωγή σ'αυτόν της δικαζόμενης εμπειρικής πραγματικότητας, ακό­μη και όταν αποδοκιμάζεται από όλους τους άλλους, δεν μπορεί ποτέ να στηρί­ξει πειθαρχικό παράπτωμα του δικαστή.
Όλοι οι συγγραφείς είναι σύμφωνοι ότι μια απόφαση που «αφίσταται των κανόνων της νομικής διδασκαλίας και της νομολογίας» δεν μπορεί να στηρίξει ποτέ πειθαρχικό παράπτωμα. Σχετικά γράφει ο καθηγητής Γ. Μητσόπουλος (Πο­λιτική δικονομία, σελ. 71 και 75) ότι «η ανεξαρτησία των πολιτικών δικαστηρίων υφίσταται και εντός αυτής της δικαιοδοτικής λειτουργίας... Όθεν είναι ελεύθε­ρον το δικαστήριον να ερμηνεύση τον νόμον και να προσδώση εις αυτόν το κατά την κρίσιν του εκ της ερμηνείας πηγάζον νόημα». Ακόμη πιο αναλυτικά γράφει ο καθηγητής Κ. Κεραμεύς (Αστικόν δικονομικόν δίκαιον, σελ. 72) ότι «αι γνώμαι των ανωτέρων δικαστών ή αι αποφάσεις των ανωτέρων δικαστηρίων δεν δεσμεύ­ουν την κρίσιν των κατωτέρων... Οιονδήποτε δικαστήριον έχει την νομικήν ευχέρειαν να απομακρύνη και παγίας ακόμη νομολογίας του Αρείου Πάγου... Επί πλέ­ον, οιονδήποτε δικαστήριον δύναται ν'αποστή και της ιδικής του παγίας νομολο­γίας». Και εγώ έχω διδάξει (Πολιτική Δικονομία, σελ. 1321 - 1322) ότι «η ερμη­νεία που έδωσε εις τον νόμον ο δικάσας δικαστής, καθώς και η εκτίμησης των αποδείξεων που έκανε (κατά κανόνα ελευθέρως και κατά συνείδησιν) δεν είναι νοητόν να δεσμεύη ούτε άλλους δικαστάς, αλλ'ούτε και τον ίδιον, αν κατά συνείδησιν πείθεται εις νέα δίκην πως άλλη είναι η ουσιαστική αλήθεια, των αυ­τών πραγματικών γεγονότων ή άλλη ερμηνεία προσήκει δογματικώς εις τον αυ­τόν κανόνα δικαίου».
Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δε στηρίζει καν αναιρετικό λόγο, παρά μόνο στην περιορισμένη έκταση που η παράβαση αυτή οδήγησε σε εσφαλμένη ερμηνεία του ουσιαστικού νόμου (ΠΔ 559 αρ. 1 και 560 αρ. 1). Αφού λοιπόν η εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου δε στηρίζει, όπως είδαμε, πειθαρχικό παράπτωμα, πολύ περισσότερο δεν υπάρχει πειθαρχική ευθύνη του δικαστή για την παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας.
Εκείνο που συζητείται είναι μήπως συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα του δικα­στή η παράλειψή του να μνημονεύσει στην απόφασή του την τυχόν αντίθετη νομολογία των ανωτέρων δικαστηρίων και να την αντικρούσει με επιχειρήματα. Όμως, το γερμανικό Ακυρωτικό έχει αποκρούσει και το ενδεχόμενο αυτό (BGH 46, 150), με την παρατήρηση ότι η αντίθετη εκδοχή συναντάει σημαντικές αμφι­βολίες.
Ομοφωνία υπάρχει ότι συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση των δικαστικών καθηκόντων. Ακόμη γίνεται δεκτό ότι συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα εκείνη η εξωδικαστική (κοινωνική) συμπερι­φορά του δικαστή (και μόνον αυτή) που κλονίζει την εμπιστοσύνη του κόσμου στην αμερόληπτη και δίκαιη κρίση του.
Ο τυχόν πειθαρχικός έλεγχος του δικαστή, πέρα από τα όρια αυτά τον φέρ­νει στην ίδια μοίρα με τους δημόσιους υπαλλήλους. Όμως, ο δικαστής δεν είναι δημόσιος υπάλληλος αλλά λειτουργός, δηλαδή ασκεί τη δικαιοδοτική εξουσία ελεύθερα, δίχως τον προληπτικό ή κατασταλτικό έλεγχό του εκ μέρους προϊστα­μένων αρχών (Lent - Jauernlg, σελ. 23). Και τα δικαστήρια όταν συγκροτούνται από δημοσίους υπαλλήλους και όχι από ανεξάρτητους δικαστές (Lent - Jauernig, ο.π. BVerfG 4, 344). Σε άλλες χώρες τονίζουν ιδιαίτερα ότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει ο κίνδυνος να μη λειτουργούν πια δικαστήρια, αλλά εκδικαστικές επιτροπές που συγκροτούνται από τη διοίκηση με ενδικοφανή σκηνοθεσία.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

Το Μονομελές της Καρδιάς του



Σε ένα Μονομελές,
με σάπια τα καθίσματα
καπνούς στο περιρρέον κλίμα
με την επιγραφή ενός σπουδαίου
πάνω από την πόρτα
και κάτω από το Θεό
εκκρεμές περιφερόταν το αίσθημα δικαίου
που καταπνίγηκε από τις φωνές μιας ετυμηγορίας
Δεν ήταν Στρατοδικείο, αναρωτιόταν η αίσθηση
μεταμορφώθηκαν σαν αδηφάγα όργανα
ενός παρακράτους
και το απόσπασμα στήθηκε προς τέρψιν του κράτους
είναι τόσο επικίνδυνο να έχεις δίκαιο,
όταν το κράτος έχει άδικο,
ψέλλισε ένας "υποταγμένος"... κατηγορούμενος
που πολεμούσε με το μέσα του, σαν σκιζόταν η σάρκα
Και τώρα οι στρατοδίκες, υποταγμένοι κατηγορούμενοι,
χωρίς κανένα σημείο στίξης,
διερωτώνται στην απολογία τους
ποια είναι η αντίφαση
μεταξύ δολοφονίας-αυτοκτονίας
αγία η στιγμή της απολογίας,
διέκοψε ο Πρόεδρος,
ιερή διόρθωσε ο Εισαγγελέας,
μα η ποινή καρφιτσώθηκε υπαίτια
προορισμένη να προκαλεί πόνο
Αυτοί όπλισαν τα χέρια του,
με αίμα "αθώων".

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Άρση απορρήτου επικοινωνιών (Ν. 2225/94) - Υπόθεση Noor1

 

 

287/2018 ΑΠ

Ποινική Δικονομία. Άρση τηλεφωνικού απορρήτου. Αίτηση Eισαγγελέως κατά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (για τα εγκλήματα της λαθρεμπορίας από κοινού και κατ’εξακολούθηση, της εγκληματικής οργάνωσης, της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’επάγγελμα και κατά συνήθεια και της διακίνησης ναρκωτικών με τη μορφή της χρηματοδότησης) για άρση τηλεφωνικού απορρήτου κινητού που κατείχε παρανόμως κρατούμενος. Απόρριψη αιτήσεως από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Αναίρεση Εισαγγελέως κατά του απορριπτικού βουλεύματος. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Αναιτιολόγητο το απορριπτικό βούλευμα, καθ’όσον δεν εξηγείται για ποιο λόγο η συγκεκριμένη ανακριτική πράξη θα είναι ατελέσφορη και τα προκύπτοντα στοιχεία δεν θα είναι χρήσιμα για τη διάγνωση της υπόθεσης. Αναιρεί το υπ’αριθμ. 652/2017 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς για τον ως άνω λόγο.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Βασιλική Μπαζάκη - Δρακούλη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η Δεκεμβρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστέας Θεοδόση, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπου Βουρλιώτη, περί αναιρέσεως του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς με αριθμό 652/2017, με κατηγορούμενο τον ... του .., κρατούμενο στο Κατάστημα Κράτησης Χαλκίδας. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό … και ημερομηνία 16 Νοεμβρίου 2017 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δ. Χ., και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2017. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αριστέα Θεοδόση, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπου Βουρλιώτη, με αριθμό πρωτ. ....11.2017, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγοντες στο Δικαστήριο Σας (Σε Συμβούλιο) κατά το άρθρο 485 Κ.Π.Δ., την νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα αναίρεση περί της οποίας συντάχθηκε η σχετική με αριθμό …2017 έκθεση, με την οποία ζητούμε την αναίρεση του υπ’αριθμ. 652/17 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιά, αναφερόμαστε εξ ολοκλήρου στους λόγους τους οποίους εκθέτουμε στην άνω έκθεση και προτείνουμε τα εν αυτή." Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χαράλαμπος Βουρλιώτης. Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 483 παρ. 3 εδάφ. α’ του ΚΠΔ ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στον Γραμματέα του Αρείου Πάγου μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ.2 του ΚΠΔ, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την έκδοσή του (άρθρο 306 ΚΠΔ). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προς το σκοπό διόρθωσης τυχόν εσφαλμένων δικαιοδοτικών κρίσεων, δικαιούται να ασκεί το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά οποιουδήποτε βουλεύματος και για όλους τους λόγους που διαλαμβάνονται στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ μεταξύ των οποίων και αυτός για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ). Συνεπώς η κρινόμενη αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με αριθμό έκθεσης …16 Νοεμβρίου 2017 για αναίρεση του υπ’ αριθμόν 652/27.10.2017 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς με το οποίο απορρίφθηκε η από 26.10.2017 αίτηση της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς για άρση του τηλεφωνικού απορρήτου που αφορά την τηλεφωνική σύνδεση με αριθμό κάρτας SIM ... που αντιστοιχεί σε συσκευή κινητού τηλεφώνου μάρκας SAMSUNG που είχε στην κατοχή του ο κρατούμενος στο ... Χαλκίδας ... του ..., για λόγο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός μηνός από την έκδοσή του, στις 27.10.2017. Επομένως είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ουσίαν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 2225/1994 (για την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις), όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε και τροποποιήθηκε με τους νόμους 3606/2007, 3666/2008, 3658/2008, 4012/2012, 4198/2013, 4254/2014, 4267/2014, 441 1/2016 και 4416/2016, "Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από: α) τα άρθρα 134, 135 παράγραφοι 1, 2, 135Α, 137Α, 137Β, 138, 139, 140, 143, 144, 146, 148 παράγραφος 2, 150, 151, 157 παρ. 1, 159, 159Α, 168 παρ. 1, 187 παράγραφοι 1, 2, 187Α παράγραφοι 1 και 4, 207, 208 παρ. 1, 235 παρ. 2, 236 παρ. 2, 237 παράγραφοι 2 και 3 β’ 264 περιπτώσεις β’ και γ’ , 270, 272, 275 περίπτωση β’ 291 παρ. 1 περιπτώσεις β’ και γ’ , 292Α παρ. 4 εδάφιο β’ και παρ. 5, 299, 322, 323Α παράγραφοι 1, 2, 4, 5 και 6, 324 παράγραφοι 2 και 3, 336 σε βάρος ανηλίκου, 338 παρ. 1 σε βάρος ανηλίκου, 339 παράγραφος 1 περιπτώσεις α’ και β’ , 342 παράγραφοι 1 και 2, 348Α παρ. 4, 348Γ παρ. 1 περιπτώσεις α’ και β’, 349 παρ. 1 και 2, 351 παράγραφοι 1, 2, 4 και 5, 35 ΙΑ παράγραφοι 1 περιπτώσεις α’ και β’ και 3, 370Α, 370Δ, 374, 380, 385 παρ. 1 περιπτώσεις α’ και β’ του Ποινικού Κώδικα, β) τα άρθρα 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 28, 29, 30, 46, 47, 59, 140 και 144 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, γ) το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 2168/1993, δ) τα άρθρα 20, 22 και 23 του Ν. 4139/2013, ε) το άρθρο 157 παρ. 1γ’ του Ν. 2960/2001, στ) το άρθρο 3 περίπτωση ιε’ του Ν. 3691/2008, σε συνδυασμό με το άρθρο δεύτερο του Ν. 2656/2000, ζ) το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 2803/2000, η) το άρθρο 45 παρ. 1 περιπτώσεις α’ , β’ και γ’ του Ν. 3691/2008, θ) το άρθρο 28 του Ν. 1650/1986. Επίσης, επιτρέπεται η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των προπαρασκευαστικών πράξεων για το έγκλημα της παραχάραξης νομίσματος κατά το άρθρο 211 του Ποινικού Κώδικα, καθώς επίσης και για τα εγκλήματα των παραγράφων 1, 2, 3, 4 εδάφιο α’ και 6 του άρθρου 292Α, του άρθρου 292Β, του άρθρου 292Γ, των παραγράφων 1 περίπτωση γ’ και 4 του άρθρου 339, της παρ. 3 του άρθρου 342, του άρθρου 348, των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 348Α, του άρθρου 348Β, της παρ. 1 περιπτώσεις γ’ και δ’ του άρθρου 348Γ και της παρ. 1 περίπτωση γ’ του άρθρου 35 ΙΑ, των άρθρων 370Γ και 370Ε, του άρθρου 381 Α, του άρθρου 381Β και του άρθρου 386Α του Ποινικού Κώδικα. Επιπλέον, η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των εγκλημάτων που προβλέπονται από το άρθρο 11 του Ν. 3917/2011, το άρθρο 15 του Ν. 3471/2006 και το άρθρο 10 του Ν. 3115/2003. Ια. Η άρση του απορρήτου είναι επίσης επιτρεπτή για τη διακρίβωση παραβάσεων των άρθρων 3 έως 7, 29 και 30 του ν. 3340/2005. 1β. Επιτρέπεται, επίσης, η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από το ν. 3028/2002 "Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, όπως ο νόμος αυτός εκάστοτε ισχύει. 1γ. Η άρση του απορρήτου είναι επίσης επιτρεπτή για τη διακρίβωση παραβάσεων του άρθρου 93α του ν. 4099/2012". Κατά τις διατάξεις δε των παραγράφων 2, 4 και 5 του ίδιου άρθρου (άρ. 4 του Ν. 2225/1994), η άρση του απορρήτου στις προβλεπόμενες, ως άνω, περιπτώσεις, επιβάλλεται με διάταξη του αρμόδιου καθ’ύλην και κατά τόπο Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών, μετά από αίτηση, είτε του ανακριτή που ενεργεί τακτική ανάκριση, είτε του αρμόδιου Εισαγγελέα που διενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, εφόσον διαπιστωθεί αιτιολογημένα ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν". Περαιτέρω η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης δεν αφορά μόνο την κύρια απόφαση, δηλαδή την επί της ενοχής δικαιοδοτική κρίση του Δικαστηρίου, αλλά εκτείνεται ανεξαιρέτως σε όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή η έκδοσήτους έχει αφεθεί στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Εκ τούτου έπεται, ότι και η απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, με την οποία απορρίπτεται η αίτηση της Εισαγγελέως για άρση του απορρήτου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1, 2, 3, 4, 5 και 6 του ν. 2225/1994, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, η εν λόγω δε αιτιολογία συνίσταται στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών και στοιχείων που προέκυψαν κατά την προδικασία και δη, εκτός των άλλων, από τη διενεργούμενη προκαταρκτική εξέταση, από την εκτίμηση των οποίων το Συμβούλιο κρίνει αιτιολογημένα ότι δεν συντρέχει περίπτωση άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου, λόγω του ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι δυνατή και χωρίς αυτήν. Η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιώς η οποία διενεργεί αυτοπρόσωπη προκαταρκτική εξέταση για τη διακρίβωση τυχόν τέλεσης των εγκλημάτων: α) της λαθρεμπορίας από κοινού και κατ’εξακολούθηση εκ της οποίας οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ (αρθρ. 45, 98 ΠΚ, 155 παρ.1 β, 2α, 157 παρ. 1γ του Ν.2960/2001 όπως η παρ. Γ’ προστ. με την παρ. 4 αρ. 88 του Ν.3842/2010 και αντικ. με άρθρο 3 παρ.3 του Ν.3943/2011), β) της παράβασης του άρθρου 66 παρ. 5 περ. γ’ του Ν.4174/2013, γ) της εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 187 παρ.1 ΠΚ) και δ) της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρθρα 3 περ. α’ , ιη’ , κ’ , 45 παρ.1 περ.γ’ - α Ν.3691/2008) στην από 26.10.2017 αίτησή της προς το αρμόδιο καθ’ύλη και κατά τόπο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς εξέθεσε μετά την παράθεση νομικής σκέψης τα εξής: "Από την έως τώρα προκαταρκτική εξέταση έχει προκύψει ότι η ανωτέρω υπόθεση συνδέεται άμεσα με την υπόθεση διακίνησης δύο και πλέον τόνων ναρκωτικών ουσιών (ηρωίνης) γνωστή ως "..." και κυρίως με τα άγνωστα μέχρι στιγμής πρόσωπα που χρηματοδότησαν τη μεταφορά για την οποία (υπόθεση) έχει εκδοθεί η υπ’αριθμ. 332/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς. Μεταξύ των καταδικασθέντων για την ως άνω υπόθεση είναι και ο ... του ..., ο οποίος κρατείται δυνάμει της ανωτέρω απόφασης στο Κατάστημα Κράτησης Χαλκίδας. Ο ανωτέρω, αρχικά, με την από 25.1.2017 κατάθεσή του παρέδωσε και αντίγραφο τραπεζικού λογαριασμού που διατηρούσε στο ... για λογαριασμό της εταιρείας ... δικών του συμφερόντων, για τον οποίο (λογαριασμό) έχουν ζητηθεί περαιτέρω στοιχεία με τη διαδικασία της δικαστικής συνδρομής. Ωστόσο, κατά την πορεία της διαδικασίας, μετέστρεψε γνώμη, ισχυριζόμενος ότι τα στοιχεία που κατέθεσε ήταν προϊόν εκβιασμού, πράγμα όμως απολύτως ψευδές, όπως προκύπτει και από την υπ’ αριθμ. …/2017 πράξη αρχειοθέτησης του Εισαγγελέα Εφετών Π. Μ... Κατά τη διάρκεια νομότυπης έρευνας στις φυλακές όπου κρατείται ο ..., βρέθηκε και κατασχέθηκε ένα (1) κινητό τηλέφωνο, μάρκας SAMSUNG, ασημί, με ...: ... και μία (1) κάρτα SIM με αριθμό ..., το οποίο παρανόμως κατείχε ο ως άνω κρατούμενος. Κατόπιν αυτών, επειδή από το μέχρι τώρα συλλεγέν αποδεικτικό υλικό, προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι έχουν τελεσθεί τόσο τα κακουργήματα της 1) Λαθρεμπορίας από κοινού και κατ’εξακολούθηση εκ της οποίας οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ (άρ. 45,98 Π.Κ., 155 παρ. 1β, 2, 157 παρ.1 γ’ Ν. 2960/2001, ως η περ. γ’ προστ. με την παρ. 4 άρ. 77 Ν. 3842/2010 και αντικ. με άρ. 3 παρ. 3 Ν. 3943/2011), 2) παρ. άρθ. 66 παρ. 5 περ. γ’ Ν. 4174/2013, 3) Εγκληματικής Οργάνωσης (άρ. 187 παρ. 1 εδ. τελευτ. Π.Κ., ως προστ. με το άρ. 320 παρ. 9. Α. Ν. 4072/2012), 4) Νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες τελεσθείσες κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρ. 3 περ. α’ , ιη’ , κ, 45 παρ. 1 περ. γ-α Ν. 3691/2008) όσο και της διακίνησης ναρκωτικών με τη μορφή της χρηματοδότησης, συντρέχει νόμιμη περίπτωση να διατάξει το Συμβούλιό σας την άρση του απορρήτου...". Με βάση τα ανωτέρω η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιώς, επικαλούμενη ότι η αιτούμενη άρση για το από 26.8.2017 έως 26.10.2017 χρονικό διάστημα θα συμβάλλει ουσιωδώς στη διερεύνηση της υπόθεσης και ότι η διενεργούμενη προκαταρκτική εξέταση θα καταστεί δυσχερής χωρίς αυτήν (άρθρα 4 και 5 του Ν. 2225/1994) ζήτησε να διαταχθεί από το Συμβούλιο η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου που αφορά την προαναφερόμενη τηλεφωνική σύνδεση για το χρονικό διάστημα από 26.8.2017 έως 26.10.2017 και συγκεκριμένα ζήτησε: "Να διαταχθεί η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου και να υποχρεωθούν να μου γνωστοποιήσουν οι υπεύθυνοι των εταιρειών σταθερής τηλεφωνίας ... σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή τα εξής στοιχεία: Α. 01 ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΙΝΗΤΗΣ ΤΗΛΕΦΩΝΙΑΣ .... Τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας του συνδρομητή της τηλεφωνικής σύνδεσης με αριθμό κάρτας SIM: ... και ...:... και τον χρόνο ενεργοποίησής της. Τις κλήσεις που πραγματοποιήθηκαν από και προς την τηλεφωνική σύνδεση με αριθμό κάρτας SIM: ... κατά το χρονικό διάστημα από 26/8/2017 έως 26/10/2017, τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας των συνδρομητών τους, καθώς και τις κεραίες ενεργοποίησής τους. Τους κωδικούς ... των συσκευών στις οποίες ενεργοποιήθηκε η υπ’αριθμ. κάρτα SIM: ... κατά το χρονικό διάστημα από 26/8/2017 έως 26/10/2017. Τις κάρτες SIM που ενεργοποιήθηκαν στον κωδικό ... της συσκευής και τηλεφωνικές συνδέσεις κατά το χρονικό διάστημα από 26/8/2017 έως 26/10/2017, τις κλήσεις που πραγματοποιήθηκαν από και προς τις νέες αυτές τηλεφωνικές συνδέσεις, τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας των συνδρομητών τους καθώς και τις κεραίες που ενεργοποιήθηκαν. Σε περίπτωση που ο κάτοχος - χρήστης των τηλεφωνικών συνδέσεων που αναφέρονται στην παρούσα έχει κάνει χρήση φορητότητας, οι αρμόδιες εταιρείες κινητής τηλεφωνίας να μας γνωρίσουν απευθείας τα αιτούμενα στοιχεία και να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες. Β. ΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ...: Τις κλήσεις και μηνύματα (SMS) που πραγματοποίησαν συνδρομητές τους από και προς την με αριθμό κάρτας SIM: ... και ...:... τηλεφωνική σύνδεση κατά το χρονικό διάστημα από 26/8/2017 έως 26/10/2017. Τα στοιχεία των συνδρομητών που θα προκύψουν και τις κεραίες που ενεργοποιήθηκαν. Τα στοιχεία ταυτότητας των συνδρομητών, το επάγγελμα και την ακριβή διεύθυνση κατοικίας τους που θα προκύψουν από την εν λόγω άρση του τηλεφωνικού απορρήτου και ειδικότερα από τις απαντήσεις των παραπάνω εταιρειών σταθερής και κινητής τηλεφωνίας...". Ακολούθως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το προσβαλλόμενο υπ’αριθμό 652/27.10.2017 βούλευμά του, απέρριψε το εν λόγω αίτημα, με τις εξής σκέψεις: "Από το εισφερόμενο αποδεικτικό υλικό προκύπτει για την υπό κρίση υπόθεση ότι διενεργείται προκαταρκτική εξέταση για τα προαναφερόμενα αδικήματα με χρόνους τέλεσης τα έτη 2013 - 2014 (βλ. το από 10-03-2017 έγγραφο της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά προς τον κ. Διευθυντή Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας σε συνδυασμό με το από 29.05.2017 έγγραφο της ως άνω Υπηρεσίας προς τον Διευθυντή Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, αφορώντα αμφότερα τα έγγραφα την ΑΒΜ ... δικογραφία). Στις 11 Οκτωβρίου 2017 ευρέθη και κατασχέθηκε ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας SAMSUNG ασημί με ... ... και μια κάρτα SIM με αριθμό ..., το οποίο κατείχε ο κρατούμενος Ε.Γ., ο οποίος στην υπό κρίση υπόθεση, κατά τα εκτεθέντα στο παρόν Συμβούλιο από την Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση, τυγχάνει ένας από τους "υπόπτους" των διερευνώμενων αδικημάτων. Το ως άνω κινητό κατόπιν σχετικής εισαγγελικής εντολής παραδόθηκε στις 12.10.2017 στον υπάλληλο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά κ. .... μαζί με την κάρτα SΙΜ και την μπαταρία του και τοποθετήθηκε σε κλειστό φάκελο (βλ. σχετ. το υπ’αριθμ. πρωτ. .../12-10-2017 αποδεικτικό παραδόσεως - παραλαβής, που συνέταξε ο Προϊστάμενος Διευθύνσεως του Καταστήματος Κρατήσεως Χαλκίδος). Η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιά, επικαλούμενη την συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 4 και 5 του Ν. 2225/1994, αιτείται την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου για το χρονικό διάστημα από 26.08.2017 έως 26.10.2017. Το παρόν Συμβούλιο, ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό διάστημα των τριών περίπου ετών, που έχει μεσολαβήσει από την τέλεση κακουργημάτων, για τα οποία διενεργείται η προκαταρκτική εξέταση (βλ. σχετ. το από 10-3-2017 έγγραφο της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς προς τον Διευθυντή Διευθύνσεως Οικονομικής Αστυνομίας, στο οποίο προσδιορίζονται τα έτη 2013 - 2014 ως χρόνος τελέσεως των κακουργημάτων, για τα οποία διενεργείται η προκαταρκτική εξέταση) έως την κατάσχεση του προαναφερόμενου κινητού τηλεφώνου, κρίνει ότι η αιτούμενη άρση για το χρονικό διάστημα από 26.8.2017 έως 26.10.2017 δεν θα συμβάλει ουσιωδώς στη διερεύνηση της υπόθεσης και ότι η προκαταρκτική εξέταση δεν θα καταστεί δυσχερής χωρίς αυτήν. Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ. 2 Ν. 2225/1994 και συνεπώς πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως αβάσιμη". Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι αόριστα αναφέρει ότι η αιτούμενη άρση του τηλεφωνικού απορρήτου της συγκεκριμένης τηλεφωνικής σύνδεσης για το από 26.8.2017 έως 28.10.2017 χρονικό διάστημα δεν θα συμβάλει ουσιωδώς στη διερεύνηση της υπόθεσης, ενόψει του ότι τα υπό διερεύνηση εγκλήματα φέρονται να έχουν τελεστεί προ τριετίας και συγκεκριμένα κατά τα έτη 2013 - 2014, χωρίς όμως να παρατίθενται σκέψεις που θεμελιώνουν την αρνητική αυτή κρίση του, αφού δεν εξηγείται για ποιό λόγο η συγκεκριμένη ανακριτική πράξη θα είναι ατελέσφορη, δηλαδή για ποιό λόγο τα στοιχεία που ενδεχομένως θα προκύψουν από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου δεν θα είναι χρήσιμα για τη διάγνωση της υπόθεσης, ανεξάρτητα από τον χρόνο τέλεσης των ως άνω αξιοποίνων πράξεων. Επίσης, ενώ επισημαίνεται ότι η διενεργούμενη προκαταρκτική εξέταση δεν θα καταστεί δυσχερής χωρίς την άρση του εν λόγω απορρήτου, παραλείπονται θεμελιωτικοί της κρίσης αυτής συλλογισμοί με τους οποίους αναιρείται η θέση της αιτούσας Εισαγγελέως σύμφωνα με την οποία από την προκαταρκτική εξέταση που η ίδια διενεργεί προέκυψαν μεν σοβαρές ενδείξεις ότι έχουν τελεστεί τα προαναφερόμενα εγκλήματα, πλην όμως η περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης καθίσταται αδύνατη, και σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά δυσχερής αν δεν διαταχθεί η άρση του απορρήτου. Επομένως ο μοναδικός από το άρθρο 484 αρ. 1 στοιχ. δ’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι ουσιαστικά βάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο που το εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 485 και 516 - 519 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ το υπ’αριθμό 652/27.10.2017 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Ιανουαρίου 2018. Και εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Φεβρουαρίου 2018. 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

Ο Δρόμος της Επιβίωσης



Πάλι τα ίχνη από μία λεηλασία
εξατμίστηκαν σ'ένα παραθαλάσσιο παρανάλωμα
βγήκαν δύο σκιές από δύο σώματα
βουτηγμένα σε αρένα χρωμάτων
και το μωβ προπορευόταν σε αναπηρική απόσταση
Πάλι, στα ίδια φανάρια κοιτούσα την μικρή κυρία
με τα μεγάλα μάτια, να σέρνει διστακτικά τα χέρια της
και σαν ακουμπούσα τα δικά μου, από απόσταση,
σπαρακτικά το εγώ μου υπενθύμιζε
πως τόσο πολλή και ασήκωτη αξιοπρέπεια
χαραμίζεται σε χαμένες υπάρξεις
που πριν χαθούν μεσουρανούσαν
σε τυχαίες συνυπάρξεις του απροσδόκητου
Και πάλι, είτε ενάλια, είτε στην άσφαλτο
που καίει το μυαλό και το συναίσθημα
και πάλι, σ'εκείνο το όνειρο που δεν κάηκε ολοσχερώς
και αναγεννήθηκε προσποιούμενο το πεθαμένο
από τις πολεμοχαρείς τύψεις που το φύτρωναν
σκίρτησε λίγη αισιοδοξία να γυρίσει πίσω
στον φιλόξενο δρόμο της αθώας ύπαρξης
όταν το μόνο που προμήνυε το πονηρό
ήταν, και πάλι, ο δρόμος της επιβίωσης
 

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

Σώπασε θάλασσα



Ξανά και ξανά στροβιλίζω από έπαρση
που ήμουν ο μόνος επισκέπτης της λήθης
με ξέχασαν και οι τύψεις, ενάλιες επισκέπτριες
μιας πλημμύρας που φούντουνε με παράπονα
στερούμενη ακόμη και μιας υποτυπώδους σανίδας
σώπασε θάλασσα, επιφυλάσσομαι για το τελευταίο θύμα
συνεταιρίστηκες και τον θάνατο και το πτώμα αθάνατο
σκορπώ στον ορίζοντα λίγη στάχτη
ποτέ δεν ήταν τέλεια μία ζωή σφηνωμένη με λάθη
φύσηξε στο μεταίχμιο μία δόση ελπίδας
πόσο αποτίμησες, χωρίς το απόβαρο, εκείνο το φως της αχτίδας
περισυνέλεξες τόσα ναυάγια στο διάβα της καταστροφής σου
μα τώρα απάνεμα κάποιος ζητά την υποθαλάσσια προσευχή σου
μην ξεβράσεις μόνο τα πτώματα, που ακόμη ημιζώντανα
τις κόγχες των ματιών προτάσσουν
άλλοτε προσποιούμενα πως υπνοβατούν
αδιαφορώντας για το πλήθος που φωνάζει
και άλλοτε κρατώντας την αναπνοή
σαν μάταια γαντζώνονται στην επιβίωση
από μία επιθανάτια ναυμαχία 

Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Ελεύθερος Σκοπευτής



Πως σου'πανε
πως η εξιλέωση
σταυρώθηκε σε κάδρο
πεταμένο με βελάκια
εκείνες τις ώρες
που ο έρωτας έδινε την ώθηση
σε χέρια νωχελικά
που άνοιγαν με ερωτηματικό
μια τρύπα στο βάθος της ανυπαρξίας σου
επιφορτίστηκες και την αγωνία
να βρει στόχο η προσποίηση
να λειάνει τον πόνο της προδοσίας
στα φτερά του άσφαιρου όπλου σου
οπλίστηκε και η απληστία
ποιος στόχος ήρθε κοντύτερα
στο σ'αγαπώ ή σε σκοτώνω με μανία
πιο πολύ, ήμουν ελεύθερος σκοπευτής
μετά θάνατον, αιτία θανάτου, της αγάπης
σε απροσδιόριστο μέλλον ίσως επανέλθω σαν σφαίρα
ενδεχομένως με δόλο, αλλά τουλάχιστον θα σε έχω σκοτώσει

Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Ψυχική οδύνη



Αυτό, μου έλειπε για το τέλος
ενθυλάκωσα λίγη αντοχή
να δώσω μία παράταση
στην απελπισία
αυτή, η κίνηση
έχει δική της ιεροτελεστία
κινηματογράφησα τη στιγμή
κάποιες λεπτομέρειες έμειναν για το τέλος
αυτοσχεδιασμός, μπορεί και τετριμμένος
μια νοσταλγία, ένα κάτι σαν να το εμποδίζει
καν΄το έτσι σαν να ήτανε παιχνίδι
σαν στροβιλίζουν μέσα σου οι τύψεις
τα παράπονα να σκίζουν την σάρκα
τα μάτια να ζητάνε βοήθεια
να μείνουν ανοικτά να θυμούνται
και η ώρα τόσο καθυστερημένη
και ο χρόνος, καμία σημασία
κι αν το πούνε ψυχική οδύνη
εσύ σκότωσες την σκοτοδίνη

Τρίτη 3 Απριλίου 2018

Αιτία θανάτου



Πόση μοναξιά
ν'αντέξει ένας ετοιμοθάνατος
και πόση ευλυγισία
να χωρέσει στην προσποίηση
και πως τα μάτια ν'αλληθωρίσουν
την επόμενη κίνηση
μάταιη και αυτή η νύχτα
να μαζεύει πενταροδεκάρες
από τα πατώματα
γαντζώθηκε σαν επαίτης
στα τελευταία χαρακώματα
πάνοπλη με τα κλάματα να προεξέχουν
κάτι σαν αντίφαση
και το μαχαίρι προσγειώθηκε
στον συνήθη ύποπτο
πάντα κάτι τέτοιες ώρες
σκότωνες την ελπίδα σου
πόση κατάθλιψη ν'αντέξει
ένας γενναίος άνθρωπος
και ποια αιτία θανάτου
να πιστοποιήσει πόσο αγάπησε
αφού πέθανε από γνήσιο έρωτα

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Εξαιρετέα Δικαιοσύνη



Επιτραπέζιε στρατοδίκη
μπροστά σου παρουσιάζομαι
ρίχνοντας τα ζάρια για μία αποφυλάκιση
και η τύχη μου, δική σου ενθυλάκωση
μου κόστισε ακριβά να κηρυχθώ αθώος
έστω κι εάν η ενοχή κολλάει
στα υπόλοιπα φύλλα της τράπουλας
σε αυτό το απόσπασμα στήθηκε η αλήθεια
και τα στρατιωτάκια πυροβόλησαν την ελπίδα
δεν υπάρχουν Δικαστές στην λήθη της δικτατορίας σου
κηδεμόνευσες και τη διαφθορά, ξετσίπωτη από ήθος
για ποιο φιλότιμο αποφάνθηκες χωρίς τύψεις ίχνος
αποκοιμήθηκε και η τύφλωση, απόηχος του ειθισμένου
οι διατάξεις στρατοπέδευσαν στην πλευρά του ηττημένου
επιδερμικά άγγιξαν μια ψυχή που ψυχορραγούσε
την σκότωσαν με λέξη που στο αίμα κυλούσε
σαν έλαβες την εντολή τρεις σφαίρες να δώσεις
μη λησμονείς ότι στην ετυμηγορία
τη δικαίωση μπορείς να λυτρώσεις
εξαιρετέα από ένα παράπονο
που ήσουν τυφλή και με δόσεις

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018

Μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος VS Προστατευόμενος Μάρτυρας



NOVARTIS-GATE...

Στην υπόθεση Novartis-Gate, σε περίπτωση που η Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς, κ. Ελένη Τουλουπάκη, χαρακτήρισε με Πράξη της ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος τους τρεις (3) μάρτυρες, τότε χρειαζόταν οπωσδήποτε έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Εποπτεύοντος του έργου των Εισαγγελέων Διαφθοράς, κ. Δημήτριου Παπαγεωργίου.
Σε περίπτωση, όμως, που για τους εν λόγω τρεις (3) ουσιώδεις μάρτυρες απλώς λήφθηκαν μέτρα για την αποτελεσματική προστασία τους από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό, ως φυσικών προσώπων που κατά το άρθρο 187Β του Ποινικού Κώδικα βοήθησαν στην αποκάλυψη εγκληματικών δραστηριοτήτων (μέτρα επιείκειας), τότε εφαρμογής τυγχάνουν οι διατάξεις των παρ. 1-5 Ν. 2928/2001, και συνεπώς η λήψη των μέτρων διατάσσεται με αιτιολογημένη διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, χωρίς έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης απαιτείται η διενέργεια εισαγγελικής έρευνας για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης, και για συναφείς πράξεις.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την παρ. 7 του Ν. 2928/2001, η οποία προστέθηκε με την υποπαράγραφο ΙΕ.17. άρθρου πρώτου Ν.4254/2014,ΦΕΚ Α 85/7.4.2014 (Νόμος Χαράλαμπου Αθανασίου), σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α και 235 έως 237Α του Ποινικού Κώδικα (δωροδοκία), ακόμα κι αν δεν τελέσθηκαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, είναι δυνατόν να παρέχεται στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος κατ'άρθρο 45Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (που ο χαρακτηρισμός τους ως τέτοιων προϋποθέτει έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου), στους ιδιώτες κατ'άρθρο 253Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας  (συγκαλυμμένη έρευνα μετά από ενημέρωση, και ουχί έγκριση, του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο συμβάλλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη των ως άνω αξιοποίνων πράξεων (!!!), χωρίς δηλαδή έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ούτε καν ενημέρωση, στην τελευταία περίπτωση, η προβλεπόμενη στις παραγράφους 1 έως 5 του Ν. 2928/2001 προστασία από πιθανολογούμενες πράξεις εκφοβισμού ή αντεκδίκησης, δηλαδή μεταξύ άλλων η μεταβολή των στοιχείων ταυτότητας των ουσιωδών μαρτύρων. 
Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω δεδομένων και υπό το φως των όσων μέχρι σήμερα έχουν αποκαλυφθεί, οι ενέργειες της κ. Ελένης Τουλουπάκη, και των Επίκουρων Εισαγγελέων Διαφθοράς, κ. Ντζούρα και κ. Μανώλη, αναφορικά τουλάχιστον με τον χειρισμό των προστατευόμενων μαρτύρων, δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου, και κυρίως δεν προκαλούν καμία ακυρότητα.

Μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος - Προστατευόμενοι μάρτυρες και διάσπαρτες αταξινόμητες διατάξεις, στο φως ή στο έλεος των Ελλήνων Εισαγγελικών Λειτουργών

1) Μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος  

Σύμφωνα με το άρθρο 45Β Κ.Π.Δ., που τιτλοφορείται "Αποχή από ποινική δίωξη μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος", 
1. Σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159,159Α, 235, 236, 237 και 237Α του Ποινικού Κώδικα και τις συναφείς με αυτές πράξεις, είναι δυνατόν, μετά από έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, να χαρακτηρίζεται ως μάρτυς δημοσίου συμφέροντος με πράξη του κατά τόπον αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς όποιος, χωρίς να εμπλέκεται καθ'οιονδήποτε τρόπο στις εν λόγω πράξεις και χωρίς να αποβλέπει σε ίδιον όφελος, συμβάλλει ουσιωδώς, με τις πληροφορίες που παρέχει στις διωκτικές αρχές, στην αποκάλυψη και δίωξή τους. Η κατά το προηγούμενο εδάφιο πράξη του εισαγγελέα μπορεί να ανακαλείται με τον ίδιο τρόπο και σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής δίκης, αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι που τον οδήγησαν στην έκδοσή της. 
2. Αν έχει υποβληθεί έγκληση ή μήνυση για τα εγκλήματα της ψευδορκίας, της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμησης ή της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου του Ποινικού Κώδικα ή για τις πράξεις των παραγράφων 4 ή 8 του άρθρου 22 του ν. 2472/1997 σε υπόθεση σχετική με τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, ο αρμόδιος για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελέας, πριν από κάθε άλλη ενέργεια, ενημερώνει σχετικά τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς. 
3. Αν ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, κρίνει μετά από την κατά την προηγούμενη παράγραφο ενημέρωσή του, ότι η ποινική δίωξη των εγκλημάτων της ψευδορκίας, της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμησης ή της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου ή των εγκλημάτων των παραγράφων 4 ή 8 του άρθρου 22 του ν. 2472/1997, δεν είναι απαραίτητη για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, μπορεί να παραγγείλει στον αρμόδιο για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελέα την οριστική αποχή από την ποινική δίωξη για τις εν λόγω πράξεις.

(*** Το άρθρο 45Β προστέθηκε  με την υποπαράγραφο ΙΕ.15.
      άρθρου πρώτου Ν.4254/2014,ΦΕΚ Α 85/7.4.2014.).
 
 
Ποια είναι η αληθινή έννοια του Μάρτυρα Δημοσίου Συμφέροντος
 
Στην έννοια των συναφών εγκλημάτων του άρθρου 45Β ΚΠΔ υπάγονται, κατά παρέκταση, και κατά ορθή ευρωπαϊκή ερμηνεία, όλα τα εγκλήματα διαφθοράς. Διαδικασία λήψης της ιδιότητας του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος - δυνατότητα λήψης αυτής σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και μετά το πέρας αυτής. Νομικά αποτελέσματα, δυνατότητα εισαγγελικής διωκτικής αποχής από την σε βάρος του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος αμυντικής ποινικής καταγγελίας - δυνατότητα ανάκλησης αποχής - απαιτουμένη συμφωνία και του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς. Χαρακτηρισμός μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, προσώπου, που αμέτοχα, χωρίς δικό του όφελος, καλόπιστα και άδολα, με αποκλειστικό σκοπό και κίνητρο την προστασία των συμφερόντων και την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, κατήγγειλε, πιθανολογούμενες, ως υπάρχουσες, ποινικές πράξεις, κακουργηματικής υφής. Εργοδοτικά αντίποινα (πειθαρχική δίωξη, υπηρεσιακός παραγκωνισμός και υποβάθμιση, στέρηση αποδοχών - απόλυση, άσκηση ψυχολογικής βίας-bullying, εργασιακή απομόνωση-mobbing, υποβιβασμό-demotion κ.ά.).
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ως άνω θεσπισθέντος νομοθετήματος (βλ. ΚΝοΒ τόμος 62, τεύχος 3, Απρίλιος 2014) «Με την υποπαρ. ΙΕ. 15 προστίθεται νέο άρθρο 45Β στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Με την προσθήκη αυτή η χώρα μας ανταποκρίνεται στις διεθνείς της υποχρεώσεις και ιδίως στο άρθρο 33 της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά της Διαφθοράς (2003), που κυρώθηκε με το Ν. 3666/2008 (Α΄ 105) και στο άρθρο 22 της Σύμβασης του Ποινικού Δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης (1999), που κυρώθηκε με το Ν. 3560/2007 (Α΄ 103), καθώς και σε σχετικές συστάσεις που έχουν απευθύνει στη χώρα οι αρμόδιοι διεθνείς οργανισμοί και ιδίως ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στο πλαίσιο της Τρίτης Αξιολόγησης για την εφαρμογή της Σύμβασης του ΟΟΣΑ για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές.
Δεν πρόκειται άλλωστε για την μόνη δέσμευση της Ελληνικής Δημοκρατίας, η οποία μετέχει ενεργώς στην κοινή προσπάθεια της παγκόσμιας κοινότητας για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Η σχετική υποχρέωση συμπληρώνεται από πλήθος μη νομικώς δεσμευτικών διατάξεων, τις οποίες πάντως η Ελλάς έχει δεσμευθεί να τηρεί: μεταξύ αυτών το κεφάλαιο 9 των Κατευθυντηρίων Αρχών της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη συμμόρφωση σε θέματα ακεραιότητας (2010), το κεφάλαιο 6 των Κατευθυντηρίων Αρχών του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις (2008), τον Οδηγό Καλής Πρακτικής του ΟΟΣΑ για τους Εσωτερικούς Ελέγχους, τη Συμμόρφωση και την Ηθική (2010) και την απόφαση 1729 (2010) της Ολομέλειας της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Δεν αγνοούνται επίσης πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών, όπως οι Κανόνες Συμπεριφοράς του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC) για την καταπολέμηση της εκβίασης και της δωροδοκίας (2005), οι Αρχές του Παγκόσμιου Οικονομικού Forum για την αντιμετώπιση της διαφοράς (2005) και οι Επιχειρηματικές Αρχές για την αντιμετώπιση της διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας (2003). Πρόκειται για παροχή προστασίας από αδικαιολόγητη μεταχείριση σε πρόσωπα, τα οποία, χωρίς να εμπλέκονται τα ίδια στην τέλεση εγκλημάτων διαφθοράς, συμβάλλουν ουσιωδώς στην αποκάλυψη των εν λόγω εγκλημάτων με πληροφορίες που παρέχουν στις αρμόδιες διωκτικές Αρχές («μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος» - «whistleblowers»). Βεβαίως, η ελληνική έννομη τάξη διαθέτει ήδη διατάξεις για την προστασία τέτοιων προσώπων, ωστόσο αυτές βρίσκονται εγκατεσπαρμένες σε πολλαπλά νομοθετήματα και συνήθως αγνοούνται, τόσο από τους εφαρμοστές του δικαίου, όσο και από τους ενδιαφερόμενους πολίτες. Με την διάταξη του άρθρου 45Β ΚΠΔ παρέχονται σημαντικά κίνητρα στα πρόσωπα που γνωρίζουν ή συμπεραίνουν επί τη βάσει συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών ότι τελούνται εγκλήματα διαφθοράς, να συμβάλουν στην αποκάλυψή τους και στη δίωξη των υπαιτίων. Τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς να λαμβάνουν την ιδιότητα του «μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος» και να απολαύουν ειδικής προστασίας για όσο χρόνο φέρουν την ως άνω ιδιότητα. Επίσης, θεσπίζεται υπέρ των εν θέματι προσώπων η δυνατότητα οριστικής αποχής από την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος τους, σε περίπτωση που έχει κατατεθεί εναντίον τους (αμυντική) καταγγελία περί τελέσεως εκ μέρους τους ψευδορκίας, ψευδούς καταμήνυσης, συκοφαντικής δυσφημήσεως και παραβίασης προσωπικών δεδομένων. Ωστόσο, για να μην περιορίζεται υπέρμετρα η δικαστική προστασία, την οποία ενδέχεται να επιζητήσει ο υπάλληλος που θεωρεί ότι οι πληροφορίες του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψή του: α) θεσμοθετείται δυνατότητα αποχής από την ποινική δίωξη (και δυνατότητα ανάκλησης της εισαγγελικής πράξης με την οποία προσδόθηκε η ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος), β) ορίζεται ως προϋπόθεση περί οριστικής αποχής από την ποινική δίωξη, ότι η τελευταία δεν πρέπει να κρίνεται απαραίτητη για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και γ) απαιτείται προς τούτο ομοφωνία μεταξύ του αρμοδίου για τη δίωξη των οικείων εγκλημάτων εισαγγελέως πλημμελειοδικών και του Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς. Σε περίπτωση μη επιτεύξεως της εν λόγω συμφωνίας ασκείται ποινική δίωξη και εφαρμόζονται κατά περίπτωση τα άρθρα 59 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και 366 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα.
Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Ν. 3666/2008, σε εφαρμογή του οποίου τέθηκε η ως άνω διάταξη «1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με το εσωτερικό νομικό του σύστημα και με βάση τις δυνατότητές του, για την παροχή αποτελεσματικής προστασίας έναντι πιθανών αντιποίνων ή εκφοβισμού σε μάρτυρες και πραγματογνώμονες που καταθέτουν σε σχέση με αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση και, όπου αρμόζει, στους συγγενείς τους και σε άλλα πρόσωπα, που συνδέονται στενά με αυτούς. 2. Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη και τα ακόλουθα: (α) Τη θέσπιση διαδικασιών για την προστασία της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των προσώπων αυτών, όπως, στο βαθμό που είναι απαραίτητο και εφικτό, με την εγκατάστασή τους σε άλλο μέρος και την έγκριση, όπου αρμόζει, της μη αποκάλυψης ή με την επιβολή περιορισμών στην αποκάλυψη πληροφοριών που αφορούν την ταυτότητα και το μέρος που βρίσκονται τα πρόσωπα αυτά, (β) Την πρόβλεψη αποδεικτικών κανόνων, ώστε να μπορούν οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες να καταθέτουν με τρόπο που να μην θίγεται η ασφάλεια των προσώπων αυτών, όπως η έγκριση να δοθεί η κατάθεση με τη χρήση της τεχνολογίας επικοινωνιών, όπως βίντεο ή άλλο επαρκές μέσο. 3. Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν τη δυνατότητα σύναψης συμφωνιών ή ρυθμίσεων με άλλα Κράτη για την εγκατάσταση σε άλλο μέρος των προσώπων που αναφέρονται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου. 4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου θα ισχύουν και για τα θύματα, εφόσον αυτά είναι μάρτυρες. 5. Κάθε Κράτος Μέρος, υπό τον όρο της εσωτερικής νομοθεσίας του, θα παρέχει τη δυνατότητα παρουσίασης και εξέτασης των απόψεων και των ανησυχιών των θυμάτων σε κατάλληλα στάδια της ποινικής διαδικασίας κατά δραστών, με τρόπο που δεν θα θίγει τα δικαιώματα της υπεράσπισης.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 33 του ως άνω νόμου "Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης στο εσωτερικό νομικό του σύστημα κατάλληλων μέτρων για την παροχή προστασίας έναντι αδικαιολόγητης μεταχείρισης σε οποιοδήποτε πρόσωπο καταγγέλλει καλόπιστα και με βάσιμους λόγους στις αρμόδιες αρχές, γεγονότα που αφορούν αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση".
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο πρώτο του Ν. 3560/2007 κυρώθηκε και έχει την ισχύ της παρ. 1 του άρθρου 28 του Συντ. η Σύμβαση ποινικού δικαίου για τη διαφθορά, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 27 Ιανουαρίου 1999 και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση ποινικού δικαίου για τη διαφθορά, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 15 Μαΐου 2003, σύμφωνα το προοίμιο της οποίας τα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και τα άλλα Κράτη που υπογράφουν την παρούσα: Θεωρώντας ότι σκοπός του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι να επιτευχθεί μεγαλύτερη ενότητα μεταξύ των μελών του. Αναγνωρίζοντας την αξία της προώθησης της συνεργασίας με τα άλλα Κράτη που υπογράφουν την παρούσα Σύμβαση πεπεισμένα για την ανάγκη της επιδίωξης, ως ζήτημα προτεραιότητας, μιας κοινής πολιτικής κατά του εγκλήματος που αποσκοπεί στην προστασία της κοινωνίας κατά της διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένης της υιοθέτησης κατάλληλης νομοθεσίας και προληπτικών μέτρων τονίζοντας ότι η διαφθορά συνιστά απειλή για το κράτος του δικαίου, της δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, υπονομεύει τη χρηστή διοίκηση, τη δίκαιη μεταχείριση και την κοινωνική δικαιοσύνη, στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, παρεμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη και θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των δημοκρατικών θεσμών και των ηθικών θεμελίων της κοινωνίας πιστεύοντας ότι μια αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς απαιτεί αυξημένη, ταχεία και αποτελεσματική διεθνή συνεργασία σε ποινικά θέματα καλωσορίζοντας τις πρόσφατες εξελίξεις που προωθούν τη διεθνή κατανόηση και συνεργασία για την καταπολέμηση της διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειών των Ηνωμένων Εθνών, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών, του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης λαμβάνοντας υπόψη το Πρόγραμμα Δράσης κατά της Διαφθοράς που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης το Νοέμβριο 1996 μετά τις συστάσεις της 19ης Διάσκεψης Ευρωπαίων Υπουργών Δικαιοσύνης (Βαλέτα, 1994) υπενθυμίζοντας στο πλαίσιο αυτό, τη σημασία της συμμετοχής των Κρατών μη μελών στις δραστηριότητες του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά της διαφθοράς και καλωσορίζοντας την πολύτιμη συνεισφορά τους στην υλοποίηση του Προγράμματος Δράσης κατά της Διαφθοράς υπενθυμίζοντας επίσης ότι η Απόφαση No 1 που υιοθετήθηκε από τους Ευρωπαίους Υπουργούς Δικαιοσύνης στην 21η Διάσκεψή τους (Πράγα, 1997) εισηγήθηκε την ταχεία υλοποίηση του Προγράμματος Δράσης κατά της Διαφθοράς και ζήτησε, συγκεκριμένα, τη σύντομη υιοθέτηση Σύμβασης ποινικού δικαίου που να προβλέπει τη συντονισμένη ποινικοποίηση πράξεων διαφθοράς, την αυξημένη συνεργασία για τη δίωξη αυτών των αδικημάτων, καθώς και αποτελεσματικό μηχανισμό Παρακολούθησης, προσιτό εξίσου τόσο σε Κράτη μέλη όσο και σε Κράτη μη μέλη λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης αποφάσισαν, επ'ευκαιρία της Δεύτερης Διάσκεψης Κορυφής τους που έλαβε χώρα στο Στρασβούργο στις 10 και 11 Οκτωβρίου 1997, να αναζητήσουν κοινές απαντήσεις στις προκλήσεις που θέτει η αύξηση της διαφθοράς και υιοθέτησαν Πρόγραμμα Δράσης το οποίο, για να προωθηθεί η συνεργασία στην καταπολέμηση της διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένων των διασυνδέσεών της με το οργανωμένο έγκλημα και το ξέπλυμα χρήματος, έδωσε οδηγίες στην Επιτροπή Υπουργών, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσει την ταχεία ολοκλήρωση των διεθνών νομικών κειμένων σύμφωνα με το Πρόγραμμα Δράσης κατά της Διαφθοράς θεωρώντας επίσης ότι η Απόφαση (97) 24 σχετικά με τις 20 Κατευθυντήριες Αρχές για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, που υιοθετήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1997 από την Επιτροπή Υπουργών στην 101η Συνεδρίασή της, τονίζει την ανάγκη ταχείας ολοκλήρωσης της επεξεργασίας διεθνών νομικών κειμένων σύμφωνα με το Πρόγραμμα Δράσης κατά της Διαφθοράς. Ενόψει της υιοθέτησης από την Επιτροπή Υπουργών, στην 102η Συνεδρίασή της στις 4 Μαΐου 1998, της Απόφασης (98) 7 με την οποία εγκρίνονται η επιμέρους και η διευρυμένη συμφωνία που ιδρύει την «Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς-GRECO», που αποσκοπεί στη βελτίωση της ικανότητας των μελών της να καταπολεμούν τη διαφθορά παρακολουθώντας την εκπλήρωση των δεσμεύσεών τους στον τομέα αυτό, Συμφώνησαν τα ακόλουθα: [...]
Σύμφωνα επίσης με το άρθρο 22 του ως άνω νόμου που επιγράφεται «Προστασία συνεργατών δικαιοσύνης και μαρτύρων», «Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να παράσχει αποτελεσματική και κατάλληλη προστασία για: α) αυτούς που καταγγέλλουν τα ποινικά αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 2 έως 14 ή που συνεργάζονται άλλως με τις ανακριτικές ή διωκτικές αρχές, β) μάρτυρες που καταθέτουν σχετικά με τα αδικήματα αυτά.
Ο ορισμός της διαφθοράς είναι δύσκολος και ατέρμονος και φυσικά δεν μπορεί να περιοριστεί και να νοηματοδοτηθεί μόνο μέσα στα αντικειμενικά πλαίσια ορισμένων αδικημάτων, όπως π.χ. η δωροδοκία, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και το οργανωμένο έγκλημα. «Η διαφθορά είναι μία ατέλειωτη ιστορία του προσδιορισμού της» (the never ending history of definition - βλ. Χαράλαμπου Δημόπουλου, Η διαφθορά, σελ. 185). Θα μπορούσε, όμως, να την ορίσει κανείς ως παρακμή των σταθερών ηθικών αρχών μιας κοινωνίας, ως καρκίνωμα της κοινωνίας, ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη, ως μια συμπεριφορά που παραβιάζει και υπονομεύει τους κανόνες του συστήματος της πολιτικής τάξης, ως προσβολή του δημοσίου συμφέροντος μέσω της διαφθοράς της πολιτικής εξουσίας, ως κατάχρηση της δημόσιας θέσης του διοικητικού στελέχους για ιδιωτικό κέρδος, ως και η «δωροδοκία καθώς και κάθε άλλη συμπεριφορά προσώπων, στα οποία έχει δοθεί εμπιστοσύνη προκειμένου να ασκούν αρμοδιότητες του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα και τα οποία παραβιάζουν τα καθήκοντά τους εκείνα, τα οποία προκύπτουν από το status που διαθέτουν (ως δημόσιοι λειτουργοί, ιδιωτικοί υπάλληλοι, ανεξάρτητοι φορείς) και που σκοπεύουν με αυτό τον τρόπο να αποκτήσουν πλεονεκτήματα κάθε είδους για τον εαυτό τους ή για άλλους» (βλ. ό.π., Δημόπουλου, σελ. 197-198, όπου και αναφέρει την άποψη του Ιταλού Υπουργού Δικαιοσύνης για την έννοια της διαφθοράς, στην 19η συνάντηση των Υπουργών Δικαιοσύνης του Συμβουλίου της Ευρώπης που πραγματοποιήθηκε στη Βαλέτα της Μάλτας την 14-15 Ιουνίου του έτους 1994, επίσης «Large-Scale Corruption: Definition, Causes, and Cures, Raul, Carvajal-Systemic Practice and Action Recearch», Volume 12 (4)-Aug. 1, 1999).
Δυστυχώς, ο Ν. 4254/2014 (γνωστός ως νόμος Αθανασίου, με κακότεχνη νομοτεχνική, άλλως με εξόχως ύποπτες διατάξεις) περιορίζεται να παράσχει την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος σε όποιον συμβάλλει στην αποκάλυψη και δίωξη ΜΟΝΟ "Σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237 και 237Α του Ποινικού Κώδικα και τις συναφείς με αυτές πράξεις", δηλαδή δωροληψία και δωροδοκία πολιτικών αξιωματούχων, δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου, δωροληψία και δωροδοκία δικαστικών λειτουργών, εμπορίας επιρροής και μεσάζοντες, και στις ΣΥΝΑΦΕΙΣ με αυτές πράξεις, και όχι εν γένει σε διάφορα εγκλήματα, ειδικά προσδιοριζόμενα, ή έστω κατόπιν πράξεως του αρμόδιου Εισαγγελέα, δηλαδή ενδεικτικά στα εγκλήματα της απιστίας στην υπηρεσία, ψευδούς βεβαίωσης, υπεξαίρεσης, απάτης, νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, κ.λπ., και δη εν γένει στα εγκλήματα με την επιβαρυντική περίσταση των καταχραστών του ελληνικού δημοσίου.
Σημειώνεται, δε, ότι την ιδιότητα του εν λόγω μάρτυρα (σύμφωνα με την γραμματική ερμηνεία του νόμου) αποκτά προφανώς μόνο όποιος συμβάλλει στην αποκάλυψη και δίωξη των παραπάνω αδικημάτων, που προβλέπονται στο άρθρο 45Β του Ποινικού Κώδικα, και των συναφών με αυτά άλλων αδικημάτων, που μπορεί να είναι μεγαλύτερης ακόμη ποινικής απαξίας, μόνον εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και για τα τελευταία, και όχι αυτοτελώς, τουλάχιστον όπως μέχρι σήμερα έχει ερμηνευθεί, σε ελάχιστες περιπτώσεις, από τους αρμόδιους Εισαγγελείς Διαφθοράς, κατά παράβαση όμως των διεθνών και ευρωπαϊκών δεσμεύσεων της Χώρας μας.
Ερμηνευτικά, όμως, και εναρμονισμένα πάντοτε με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της Χώρας μας, την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος πρέπει να την αποκτά κάθε μάρτυρας που με τις δικές του άδολες ενέργειες έχει συμβάλει στην αποκάλυψη και δίωξη εν γένει εγκλημάτων διαφθοράς, όπως π.χ. της ψευδούς βεβαιώσεως, της απιστίας, της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, κ.λπ., και συνεπώς όλες οι εισαγγελικές και δικαστικές αρχές (εισαγγελέας, ανακριτής) κατά περίπτωση οφείλουν να ενημερώνουν σχετικά τον Εισαγγελέα Διαφθοράς ή τον Εισαγγελέα όπου εκκρεμεί η σχετική δικογραφία, ώστε ο τελευταίος, ως οφείλει, να παράσχει, με την έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την απαιτούμενη προστασία και με τον τρόπο αυτό να εμπεδώσει την πραγματική βούληση πάταξης της Διαφθοράς, επί της ουσίας, και ουχί τυπολατρικά, μεμονωμένα, ή επιλεκτικά.

2) Προστατευόμενος μάρτυρας

Σύμφωνα με το άρθρο 9 Ν. 2928/2001, που τιτλοφορείται "Προστασία μαρτύρων", 
1. Κατά την ποινική διαδικασία για τις πράξεις της συγκρότησης ή συμμετοχής σε οργάνωση της παραγράφου 1 του άρθρου 187 του ποινικού κώδικα [εγκληματική οργάνωση] και για συναφείς πράξεις μπορεί να λαμβάνονται μέτρα για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό των ουσιωδών μαρτύρων, των προσώπων που κατά το άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα βοηθούν στην αποκάλυψη εγκληματικών δραστηριοτήτων ή και των οικείων τους. 
2. Μέτρα προστασίας είναι η φύλαξη με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, η κατάθεση με χρήση ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής ή μόνο ηχητικής μετάδοσής της, η μη αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του ονόματος, του τόπου γέννησης, κατοικίας και εργασίας, του επαγγέλματος και της ηλικίας, που διατάσσονται με αιτιολογημένη διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών, η μεταβολή των στοιχείων ταυτότητας, η μετεγκατάσταση σε άλλες χώρες, καθώς και η μετάθεση ή μετάταξη ή απόσπαση για αόριστο χρονικό διάστημα, με δυνατότητα ανάκλησής της, των δημοσίων υπαλλήλων, που αποφασίζονται κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις από τους αρμόδιους Υπουργούς ύστερα από εισήγηση του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Η υπουργική απόφαση μπορεί να προβλέπει τη μη δημοσίευσή της στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και άλλους τρόπους διασφάλισης της μυστικότητας της πράξης. Τα μέτρα προστασίας λαμβάνονται με τη σύμφωνη γνώμη του μάρτυρα, δεν περιορίζουν την ατομική ελευθερία του πέρα από το αναγκαίο για την ασφάλειά του μέτρο και διακόπτονται αν ο μάρτυρας το ζητήσει εγγράφως ή δεν συνεργάζεται για την επιτυχία τους. 
3. Με απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών, Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλλυλεγγύης, Υγείας, Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, Προστασίας του Πολίτη, Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, καθώς και κάθε άλλου καθ'ύλην αρμόδιου Υπουργού, όπου συντρέχει περίπτωση, καθορίζεται ο φορέας και η διαδικασία υλοποίησης των μέτρων προστασίας που περιλαμβάνονται στην προηγούμενη παράγραφο. 
4. Κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ο μάρτυρας του οποίου δεν αποκαλύφθηκαν τα στοιχεία ταυτότητας καλείται με το όνομα που αναφέρεται στην έκθεση εξέτασής του. Αν ζητηθεί από τον εισαγγελέα ή από έναν διάδικο η αποκάλυψη του πραγματικού ονόματός του, το δικαστήριο αποφαίνεται αιτιολογημένα για την αποκάλυψη ή μη. Την αποκάλυψη μπορεί να διατάξει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να διατάξει όσα ορίζονται στο άρθρο 354 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
5. Αν δεν έχουν αποκαλυφθεί τα στοιχεία ταυτότητας του μάρτυρα, μόνη η κατάθεσή του δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου. 
6. Κατά την ποινική διαδικασία για τις αξιόποινες πράξεις εμπορίας ανθρώπων κατά τα άρθρα 323, 323Α, 323Β και 351 του Π.Κ., καθώς και για τις αξιόποινες πράξεις της παράνομης διακίνησης μεταναστών κατά τα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α΄), μπορεί να λαμβάνονται μέτρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 έως 4, για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό του θύματος αυτών των πράξεων, όπως αυτό χαρακτηρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων ι` και ια` της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3386/2005, των οικείων του θύματος ή των ουσιωδών μαρτύρων, ακόμη και όταν οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις δεν έχει τελεσθεί στο πλαίσιο οργανωμένου εγκλήματος σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 187 παρ. 1 του Π.Κ. 
7. Σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α και 235 έως 237Α του Ποινικού Κώδικα, ακόμα κι αν δεν τελέσθηκαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, είναι δυνατόν να παρέχεται στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος κατ'άρθρο 45Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στους ιδιώτες κατ'άρθρο 253Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο συμβάλλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη των ως άνω αξιοποίνων πράξεων ή, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο, και στους οικείους των προαναφερθέντων προσώπων, η προβλεπόμενη στις παραγράφους 1 έως 5 προστασία από πιθανολογούμενες πράξεις εκφοβισμού ή αντεκδίκησης.

(*** Η παράγραφος 7 προστέθηκε  με την υποπαράγραφο ΙΕ.17. άρθρου πρώτου
       Ν.4254/2014,ΦΕΚ Α 85/7.4.2014). 
 
Άλλωστε, κατ'άρθρο 253Β Κ.Π.Δ., που τιτλοφορείται "Ανακριτικές πράξεις επί εγκλημάτων διαφθοράς", Ειδικά για τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α, 235,236,237 και 237Α του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτές δεν τελούνται στο πλαίσιο εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης, η έρευνα μπορεί να συμπεριλάβει και τη διενέργεια:  
α) συγκαλυμμένης έρευνας, την οποία ενεργεί ανακριτικός υπάλληλος με παραγγελία του αρμόδιου εισαγγελέα και αφού ενημερωθεί προηγουμένως ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς. Η εν λόγω παραγγελία δίδεται αν συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τελείται ήδη ή πρόκειται να επαναληφθεί η τέλεση κάποιας από τις αξιόποινες πράξεις της παραγράφου 1 και η αποκάλυψη αυτής είναι με άλλον τρόπο αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής. Κατά τη συγκαλυμμένη έρευνα ο ανακριτικός υπάλληλος ή ο ιδιώτης που ενεργεί υπό τις οδηγίες του εμφανίζεται ως ωφελούμενος ή ως μεσολαβητής ωφελουμένου προσώπου από την αξιόποινη πράξη της παραγράφου 1 και διευκολύνει στην τέλεσή της τον δράστη που την έχει προαποφασίσει. Η συγκαλυμμένη έρευνα ενεργείται για εύλογο κατά τις περιστάσεις χρονικό διάστημα, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει το έτος. Ο ενεργών τη συγκαλυμμένη έρευνα μπορεί να φέρει συγκαλυμμένα στοιχεία ταυτότητας και φορολογικά ή άλλα στοιχεία και να συναλλάσσεται με αυτά για τις ανάγκες της έρευνας που διεξάγει. Οι λεπτομέρειες και η διαδικασία εκδόσεως των εν λόγω στοιχείων συγκάλυψης ορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη. Για τις ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος συντάσσεται αναλυτική έκθεση κατά τα άρθρα 148 έως 153. Αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν με ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος, οι οποίες δεν μνημονεύονται αναλυτικά στην έκθεση, δεν λαμβάνονται υπόψη για την καταδίκη του κατηγορουμένου. 
β) Άρσης του απορρήτου, καταγραφής δραστηριότητας εκτός κατοικίας και συσχέτισης ή συνδυασμού δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτές προβλέπονται στα στοιχεία γ`, δ` και ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 253Α. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως οι παράγραφοι 2 και 3 του ίδιου άρθρου.»


NOVARTIS-GATE


Στην υπόθεση Novartis-Gate, σε περίπτωση που η Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς, κ. Ελένη Τουλουπάκη, χαρακτήρισε με Πράξη της ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος τους τρεις (3) μάρτυρες, τότε χρειαζόταν οπωσδήποτε έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Εποπτεύοντος του έργου των Εισαγγελέων Διαφθοράς, κ. Δημήτριου Παπαγεωργίου.
Σε περίπτωση, όμως, που για τους εν λόγω τρεις (3) ουσιώδεις μάρτυρες απλώς λήφθηκαν μέτρα για την αποτελεσματική προστασία τους από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό, ως φυσικών προσώπων που κατά το άρθρο 187Β του Ποινικού Κώδικα βοήθησαν στην αποκάλυψη εγκληματικών δραστηριοτήτων (μέτρα επιείκειας), τότε εφαρμογής τυγχάνουν οι διατάξεις των παρ. 1-5 Ν. 2928/2001, και συνεπώς η λήψη των μέτρων διατάσσεται με αιτιολογημένη διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, χωρίς έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης απαιτείται η διενέργεια εισαγγελικής έρευνας για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης, και για συναφείς πράξεις.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την παρ. 7 του Ν. 2928/2001, η οποία προστέθηκε με την υποπαράγραφο ΙΕ.17. άρθρου πρώτου Ν.4254/2014,ΦΕΚ Α 85/7.4.2014 (Νόμος Χαράλαμπου Αθανασίου), σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α και 235 έως 237Α του Ποινικού Κώδικα (δωροδοκία), ακόμα κι αν δεν τελέσθηκαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, είναι δυνατόν να παρέχεται στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος κατ'άρθρο 45Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (που ο χαρακτηρισμός τους ως τέτοιων προϋποθέτει έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου), στους ιδιώτες κατ'άρθρο 253Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας  (συγκαλυμμένη έρευνα μετά από ενημέρωση, και ουχί έγκριση, του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο συμβάλλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη των ως άνω αξιοποίνων πράξεων (!!!), χωρίς δηλαδή έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ούτε καν ενημέρωση, στην τελευταία περίπτωση, η προβλεπόμενη στις παραγράφους 1 έως 5 του Ν. 2928/2001 προστασία από πιθανολογούμενες πράξεις εκφοβισμού ή αντεκδίκησης, δηλαδή μεταξύ άλλων η μεταβολή των στοιχείων ταυτότητας των ουσιωδών μαρτύρων. 
Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω δεδομένων και υπό το φως των όσων μέχρι σήμερα έχουν αποκαλυφθεί, οι ενέργειες της κ. Ελένης Τουλουπάκη, και των Επίκουρων Εισαγγελέων Διαφθοράς, κ. Ντζούρα και κ. Μανώλη, αναφορικά τουλάχιστον με τον χειρισμό των προστατευόμενων μαρτύρων, δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου, και κυρίως δεν προκαλούν καμία ακυρότητα. 



 

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...