Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΣΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΣΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

Μαγνητοφώνηση ποινικής δίκης


Ελευθερία του τύπου. Ιδιωτικές υποθέσεις με δημόσιο ενδιαφέρον. Ανταγωνιστικά δικαιώματα. 
Δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες για θέματα δημόσιου συμφέροντος και, δικαίωμα στην 
ιδιωτική ζωή. Τηλεοπτική μετάδοση ηχητικών αποσπάσματων ποινικής δίκης από ρεπόρτερ χωρίς 
την αντίστοιχη άδεια από το δικαστήριο όπως ορίζεται από το πορτογαλικό δίκαιο και καταδίκη 
της σε καταβολή προστίμου ύψους 1.500 ευρώ. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η επέμβαση στο 
δικαίωμα του δημοσιογράφου στην ελευθερία της έκφρασης ήταν "νόμιμη", ωστόσο, η πλειοψηφία 
κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επειδή η ποινική διαδικασία είχε ήδη ολοκληρωθεί, και με δεδομένο 
ότι η δημοσιογράφος είχε παραμορφώσει τις φωνές, προκειμένου να αποφευχθεί η αναγνώρισή 
τους από το κοινό, δεν διαπιστώνεται παραβίαση του δικαιώματος του κατηγορουμένου σε δίκαιη 
δίκη ούτε υφίσταται βλάβη το δικαίωμα στην προστασία του ιδιωτικού βίου. 

 Διαδικασία

 1. Η κα Sofia Pinto Coelho (η Προσφεύγουσα), υπήκοος Πορτογαλίας, προσέφυγε ενώπιον του 
Δικαστηρίου την 14η Ιουλίου 2011 με την προσφυγή υπ’αριθμ. 48718/11 κατά της Δημοκρατίας 
της Πορτογαλίας σύμφωνα με το άρθρο 34 της ΕΣΔΑ.

 2. Η Προσφεύγουσα εκπροσωπήθηκε από τον R. S. Fernandes, δικηγόρο Λισαβόνας. Η 
πορτογαλική κυβέρνηση (η Κυβέρνηση) εκπροσωπήθηκε από την εκπρόσωπό της, κα M. F. Da 
Graca Carvalho, αναπληρώτρια γενική επίτροπο.

 3. Η Προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η καταδίκη της για απείθεια παραβίασε το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.

 4. Την 11η Μαρτίου 2015, η Προσφυγή εστάλη στην Κυβέρνηση.

 Τα γεγονότα

 Ι. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης

 5. Η Προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1963 και κατοικεί στη Λισαβόνα.

 6. Τυγχάνει δημοσιογράφος και ανταποκρίτρια δικαστικών υποθέσεων, για το πορτογαλικό 
τηλεοπτικό κανάλι SIC (Sociedade Independente de Comunicacao S.A.).

 Α. Το επίδικο ρεπορτάζ

 7. Την 12η Νοεμβρίου 2005, το τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων των 8 μ.μ. μετέδωσε ένα ρεπορτάζ 
της Προσφεύγουσας σχετικά με μία δικαστική υπόθεση. Το εν λόγω ρεπορτάζ αφορούσε, στο 
πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά περισσοτέρων κατηγορουμένων, στην καταδίκη από το 
δικαστήριο της de Sintra του κου Ε., που έχει καταγωγή από το Πράσινο Ακρωτήριο και ηλικία 18 
ετών κατά τον κρίσιμο χρόνο, σε φυλάκιση τεσσάρων και ημίσεως ετών για την κλοπή με 
επιβαρυντικές περιστάσεις ενός κινητού τηλεφώνου [...].

 8. Στο ρεπορτάζ της, η Προσφεύγουσα υποστήριζε την αθωότητα του νεαρού και κατέγγελνε την 
καταδίκη του ως δικαστικό σφάλμα. Προς υποστήριξη της άποψής της, παρέπεμπε σε μαρτυρίες 
διάφορων νομικών και προσώπων που είχαν συμμετάσχει στην επίδικη διαδικασία.

 9. Καλύπτοντας πλάνα της αίθουσας του ακροατηρίου, στο οποίο συνεδρίασε δημόσια το 
δικαστήριο της de Sintra, το ρεπορτάζ μετέδιδε, επίσης, αποσπάσματα ηχογραφήσεων της 
ακρόασης στο ίδιο το δικαστήριο, συνοδευόμενα από υπότιτλους, ιδίως δε την εξέταση ενός 
μάρτυρα κατηγορίας και δύο μαρτύρων υπεράσπισης. Για την αναμετάδοση των εν λόγω 
αποσπασμάτων, οι φωνές των τριών δικαστών που απαρτούσαν το τμήμα του δικαστηρίου, 
καθώς και εκείνες των μαρτύρων, είχαν παραμορφωθεί. Η Προσφεύγουσα συνόδευε τα
εν λόγω αποσπάσματα με σχόλιά της, με σκοπό να αποδειχθεί ότι ο κος Ε είχε καταδικασθεί παρά 
το γεγονός ότι κανένα θύμα δεν τον είχε αναγνωρίσει και παρά το γεγονός ότι ο ίδιος υποστήριζε 
ότι την ώρα που διενεργήθηκε η εν λόγω κλοπή εργαζόταν.

 10. Για τη δημιουργία του εν λόγω ρεπορτάζ, η Προσφεύγουσα προσπάθησε να λάβει δηλώσεις 
των δικαστών που είχαν συμμετάσχει στη δίκη, αλλά εκείνοι δεν θέλησαν να εκφράσουν τη γνώμη 
τους.

 11. Μετά τη μετάδοση του ρεπορτάζ, ο πρόεδρος του τμήματος που δίκασε την υπόθεση 
προσέφυγε στην εισαγγελία καταγγέλλοντας την έλλειψη άδειας για τη μετάδοση των ηχητικών 
αποσπασμάτων της ακρόασης και των εικονολήψεων του ακροατηρίου.

 12. Τα πρόσωπα, των οποίων οι φωνές είχαν αναμεταδοθεί, δεν προσέφυγαν στα δικαστήρια για 
προσβολή του δικαιώματός τους στο λόγο.

 Β. Η ποινική διαδικασία (εσωτερική διαδικασία υπ’ αριθμ. 1985/05.6ΤΑΟΕR)

 13. Σε μη προσδιορισθείσα ημερομηνία, η εισαγγελία του δικαστηρίου της Oeiras κίνησε ποινική 
δίωξη για απείθεια (desobediencia) κατά της Προσφεύγουσας και άλλων τριών υπευθύνων του 
δελτίου των 8 μ.μ. του τηλεοπτικού καναλιού SIC.

 14. Με το από 4 Σεπτεμβρίου 2007 βούλευμα, η εισαγγελία παρουσίασε τις κατηγορίες της κατά 
των ανωτέρω. Ειδικότερα, θεώρησε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν μεταδώσει την ηχητική 
καταγραφή της συνεδρίασης του δικαστηρίου του de Sintra κατά τη διάρκεια της ακροαματικής 
διαδικασίας, χωρίς την άδειά του, παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 88 παρ. 2 εδ. Β του κώδικα 
ποινικής δικονομίας και το άρθρο 348 παρ. 1 εδ. Α του ποινικού κώδικα.

 15. Η Προσφεύγουσα και οι λοιποί τρεις κατηγορούμενοι αιτήθηκαν το άνοιγμα της ανακριτικής 
διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου της ποινικής ανάκρισης του Oeira, αιτούμενοι, ειδικότερα, 
την απαλλαγή τους από την ποινική δίωξη για έλλειψη στοιχείων (despacho de nao pronuncia). 
Στο υπόμνημά της, η Προσφεύγουσα ισχυριζόταν, μεταξύ άλλων, ότι η μετάδοση ηχογράφησης 
που διενεργείται από τις ίδιες τις δικαστικές αρχές μίας συνεδρίασης δεν τιμωρείται από το άρθρο 
88 παρ. 2 εδ. Β του κώδικα ποινικής δικονομίας, αλλά τιμωρούνται μόνο οι λήψεις εικόνας και 
ήχου σε απευθείας μετάδοση και η μετέπειτα μετάδοσή τους. Το ανακριτικό δικαστήριο του Oeiras 
απέρριψε την αίτηση της Προσφεύγουσας με απόφασή του με ημερομηνία 14 Δεκεμβρίου 2007, 
επικυρώνοντας τις εις βάρος της κατηγορίες της εισαγγελίας.

 16. Η υπόθεση παραπέμφθηκε ενώπιον του δικαστηρίου του Oeiras. Σε μία μη προσδιορισθείσα 
ημερομηνία, η Προσφεύγουσα υπέβαλε το υπόμνημα υπεράσπισής της (contestacao). Με το ως 
άνω, αντέκρουε ότι είχε καταγράψει τη συνεδρίαση του δικαστηρίου και ισχυριζόταν ότι το 
ρεπορτάζ της είχε ως σκοπό να καταγγείλει ένα σοβαρό δικαστικό σφάλμα, κάτι το οποίο 
υπερίσχυε από κάθε παράνομη πράξη που ενδεχομένως να είχε διενεργήσει, ενόψει του 
δικαιώματος στην ελευθερία ενός προσώπου. Θεωρούσε, επίσης, ότι η ερμηνεία από τα δικαστήρια 
του άρθρου 88 παρ. 2 εδ. Β του κώδικα ποινικής δικονομίας παραβίαζε το δικαίωμα της ελευθερίας 
του τύπου.

 17. Με την από 6 Αυγούστου 2008 απόφασή του, το δικαστήριο του Oeiras έκρινε την 
Προσφεύγουσα ένοχη για απείθεια,θεωρώντας ότι η ως άνω είχε παραβιάσει τη νόμιμη απαγόρευση 
μετάδοσης άνευ άδειας του δικαστηρίου ηχογραφήσεως της συνεδρίασης του δικαστηρίου de 
Sintra. Θεώρησε δε, ότι τα αποσπάσματα που είχαν μεταδοθεί δεν ήταν απαραίτητα στοιχεία για το 
ρεπορτάζ της, ότι η ελευθερία του τύπου δεν ήταν απόλυτη και ότι, στο μέτρο που η 
Προσφεύγουσα είχε σπουδάσει νομική και τύχαινε δημοσιογράφος ειδικευμένη σε θέματα 
δικαστικών υποθέσεων, η ανωτέρω γνώριζε ότι η μετάδοσή τους ήταν απαγορευμένη από τον 
νόμο. Το δικαστήριο καταδίκασε, ως εκ τούτου, την ανωτέρω σε ποινή αντίστοιχη με πρόστιμο 60 
ημέρων ύψους 25 ευρώ ημερησίως, ήτοι σε 1.500 ευρώ, καθώς και στην πληρωμή των 
δικαστικών εξόδων. Για τον καθορισμό της ποινής του, το δικαστήριο έλαβε, επίσης, υπόψη ότι η 
Προσφεύγουσα είχε καταδικασθεί για απείθεια στο πλαίσιο μίας άλλης υπόθεσης.

 18. Σε μία μη προσδιορισθείσα ημερομηνία, η Προσφεύγουσα κατέθεσε έφεση ενώπιον του 
Εφετείου της Λισαβόνας. Με την ανωτέρω προσέβαλλε τα πραγματικά περιστατικά που είχαν 
θεωρηθεί ως αποδεδειγμένα από το δικαστήριο του Oeiras, καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 
88 παρ. 2 εδ. Β του κώδικα ποινικής δικονομίας, επαναλαμβάνοντας ότι η απαγόρευση μετάδοσης 
ηχογραφήσεων ή εικονολήψεων μίας συνεδρίασης δικαστηρίου ίσχυε μόνον όταν η υπόθεση είναι 
εκκρεμής και όχι όταν έχει ολοκληρωθεί.

 19. Την 26η Μαΐου 2009, το Εφετείο της Λισαβόνας εξέδωσε την απόφασή του, επικυρώνοντας 
την απόφαση του δικαστηρίου του Oeiras. Όσον αφορά στα πραγματικά περιστατικά, θεώρησε ότι 
η Προσφεύγουσα γνώριζε ότι η μετάδοση των αποσπασμάτων υπόκειται σε άδεια του δικαστηρίου. 
Θεώρησε εν συνεχεία ότι δεν υπήρξε παραβίαση της ελευθερίας του τύπου και ότι εν προκειμένω 
υπήρχε ανάγκη να προστατευθούν τα δικαιώματα στον λόγο (direito a palavra) και στην ιδία 
εικόνα.

 20. Σε μία μη προσδιορισθείσα ημερομηνία, η Προσφεύγουσα προσέφυγε ενώπιον του 
Συνταγματικού δικαστηρίου για την αντισυνταγματικότητα του άρθρου 88 παρ. 2 εδ. Β του 
κώδικα ποινική δικονομίας.

 21. Με απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2011, το Συνταγματικό δικαστήριο απέρριψε την 
προσφυγή της Προσφεύγουσας, καταλήγοντας στο ότι:

« [...] για τη μετάδοση ηχογραφήσεων διά του τύπου, η προϋπόθεση παροχής άδειας εξηγείται, 
τόσο από την ανάγκη προστασίας του δικαιώματος στον λόγο, όσο και από την ανάγκη 
εξασφάλισης των θεμιτών σκοπών για την επίτευξη της δικαιοσύνης που αποσκοπούνται με την 
ηχογράφηση. Ούτω, ενόψει της πλήρωσης των προϋποθέσεων προσδιορισμού της ηχογράφησης, 
τα υπό κρίση συμφέροντα αφορούν, αφενός στην ιδιωτική σφαίρα του δηλούντος, ο οποίος ελέγχει 
τις δηλώσεις του και τη χρήση τους, και αφετέρου στο συμφέρον της ορθής απονομής της 
δικαιοσύνης, το οποίο πρέπει να εξασφαλίζει σε εκείνον που, λόγω νομικής υποχρέωσης, υπόκειται 
σε καταγραφή του λόγου του στο πλαίσιο μίας δίκης, ότι ο δικαιούχος της ως άνω καταγραφής 
εμποδίζει τη μετάδοσή τους για σκοπούς άλλους από εκείνους που προβλέπονται από τον νόμο. 
Γι’αυτόν τον λόγο, δικαιολογείται η παροχή άδειας από τον δικαστή καθώς και η πρόβλεψη του 
ποινικού αδικήματος της απείθειας.

 Συνεπώς, δεν είναι υπερβολικό, εκείνος που υποχρεώθηκε να καταθέσει σύμφωνα με τον νόμο 
ενώπιον δικαστηρίου κατά τη διάρκεια μίας ακρόασης και του οποίου οι δηλώσεις καταγράφηκαν 
χωρίς να μπορεί να αιτηθεί την εξαίρεσή του, να αναμένει μία ενισχυμένη προστασία. Δεν είναι 
δυσανάλογο, εκείνος που έλαβε τις δηλώσεις στο πλαίσιο εκκρεμούς δίκης να μπορεί ευλόγως να 
ελέγχει τις ληφθείσες δηλώσεις βάσει νομικής υποχρέωσης ελέγχοντας τον σκοπό που έχουν δοθεί.

 Η απαίτηση χορήγησης άδειας από το δικαστήριο για τη μετάδοση ηχογράφησης των δηλώσεων 
που δόθηκαν στο πλαίσιο μιας δίκης, χωρίς κανέναν χρονικό περιορισμό, εξακολουθώντας, έτσι, να 
ισχύει και μετά το πέρας της δίκης εντός της οποίας η ακρόαση έλαβε χώρα, δεν συνιστά 
ακατάλληλο και υπερβολικό μέτρο. Δικαιολογείται στο όνομα της προστασίας του δικαιώματος 
στον λόγο και για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης, κάτι το οποίο καθιστά θεμιτή την 
επέμβαση που περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης.

 Η υποχρέωση χορήγησης άδειας από το δικαστήριο, εν προκειμένω, δεν παραβιάζει την αρχή της 
αναλογικότητας, δεδομένου ότι περιορίζεται στο αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση του 
δικαιώματος στον λόγο και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης.»

 22. Το δικαστήριο καταλήγει ότι η ερμηνεία του άρθρου 88 παρ. 2 εδ. Β του κώδικα ποινικής 
δικονομίας, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η μετάδοση της ηχογράφησης μίας δικαστικής 
συνεδριάσεως, χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και δεν παραβιάζει 
ειδικότερα το άρθρο 38 του Συντάγματος το οποίο εξασφαλίζει την ελευθερία του τύπου.

 ΙΙ. Συναφές Εθνικό Δίκαιο

 23. Εν προκειμένω, οι σχετικές διατάξεις εθνικού δικαίου κατά τον κρίσιμο χρόνο ήσαν οι εξής:

 Άρθρο 38 του Συντάγματος

 «1. Η ελευθερία του τύπου είναι εγγυημένη.

 2. Η ελευθερία του τύπου έχει τις εξής συνιστάμενες:

 α) Την ελευθερία της έκφρασης και δημιουργίας για τους δημοσιογράφους και τους συνεργάτες 
αυτών, καθώς και τη συμμετοχή των πρώτων στον σχεδιασμό εκδοτικής γραμμής του μέσου 
επικοινωνίας για το οποίο εργάζονται.

 β) Κάθε δημοσιογράφος έχει πρόσβαση στις πηγές, υπό τις προβλεπόμενες από τον νόμο 
προϋποθέσεις. Η ανεξαρτησία του και το επαγγελματικό απόρρητο προστατεύονται. Έχει, επίσης, 
το δικαίωμα να εκλέγει μέλη των συντακτικών επιτροπών. (...)»

 Άρθρο 88 του κώδικα ποινικής δικονομίας

 «1. Τα όργανα του τύπου δύνανται, εντός των νόμιμων περιορισμών, να μεταδίδουν το 
περιεχόμενο διαδικαστικών πράξεων που δεν καλύπτονται από το απόρρητο των ερευνών 
(segredo de justica) (...)

 2. Ωστόσο δεν επιτρέπεται, επί ποινή απλής απείθειας, η:

 α) αναπαραγωγή των διαδικαστικών στοιχείων ή εγγράφων που κατατίθενται στον φάκελο μίας 
δίκης έως την έκδοση απόφασης στον πρώτο βαθμό, εκτός εάν τα εν λόγω στοιχεία ελήφθησαν 
μετά από κατάθεση αιτήσεως στην οποία αναφέρεται ο σκοπός της εν λόγω αίτησης ή εάν η 
δικαστική αρχή που είναι αρμόδια για τη διαδικασία έδωσε ρητώς την άδειά της για την εν λόγω 
αναπαραγωγή.

 β) μετάδοση ή καταγραφή εικόνων ή ηχολήψεων που αφορούν στη διενέργεια οποιασδήποτε 
διαδικαστικής πράξεως, κυρίως δε της ακρόασης, εκτός εάν δόθηκε άδεια μέσω διάταξης από τη 
δικαστική αρχή που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο. Εντούτοις, δεν επιτρέπεται η μετάδοση 
ή καταγραφή εικόνων ή ηχολήψεων που αφορούν σε πρόσωπο το οποίο εναντιώνεται στις ως 
άνω. (...)»

 Άρθρο 348 του ποινικού κώδικα

«1. Οποιοσδήποτε δεν συμμορφώνεται σε μία νόμιμη εντολή ή διαταγή που δίνεται ή προέρχεται 
από αρχές ή κάποιον αρμόδιο δημόσιο λειτουργό, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως ενός έτους ή 
με πρόστιμο έως 120 ημέρες προστίμου:

α) εάν κάποια νόμιμη διάταξη τιμωρεί εν προκειμένω την απλή απείθεια, (...)»

 ΙΙΙ. Συναφές Διεθνές Δίκαιο

 24. Η Σύσταση υπ’αριθμ. Rec (2003) 13 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης 
προς τις χώρες μέλη σχετικά με τη μετάδοση πληροφοριών από τα μέσα ενημέρωσης σε σχέση με 
τις ποινικές διαδικασίες έχει ως εξής:

 «(...) Υπενθυμίζοντας ότι τα μέσα ενημέρωσης έχουν το δικαίωμα να ενημερώνουν το κοινό για το 
δικαίωμά του να λαμβάνει πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων και των πληροφοριών σχετικά με 
ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος, σε εφαρμογή του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ και ότι έχουν 
επαγγελματική υποχρέωση να το διενεργούν.

 Υπενθυμίζοντας ότι τα δικαιώματα του τεκμηρίου αθωότητας, της δίκαιης δίκης και του σεβασμού 
του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου, που προστατεύονται από τα άρθρα 6 και 8 της Σύμβασης, 
αποτελούν βασικές απαιτήσεις που πρέπει να τηρούνται σε κάθε δημοκρατική κοινωνία.

 Υπογραμμίζοντας τη σημασία των ρεπορτάζ που διενεργούνται από μέσα ενημέρωσης σχετικά με 
ποινικές δίκες, ώστε να ενημερώνεται το κοινό, να προβάλλεται η αποτρεπτική λειτουργία του 
ποινικού δικαίου και να επιτρέπεται στο κοινό η άσκηση εποπτείας επί της λειτουργίας του 
συστήματος ποινικής δικαιοσύνης.

 Ενόψει των ενδεχομένως συγκρουόμενων συμφερόντων που προστατεύονται από τα άρθρα 6, 8 
και 10 της ΕΣΔΑ και της ανάγκης εξασφάλισης ισορροπίας μεταξύ των εν λόγω δικαιωμάτων σε 
σχέση με τις περιστάσεις της εκάστοτε συγκεκριμένης περίπτωσης, λαμβανόμενου δεόντως υπόψη 
του ρόλου ελέγχου του ΕΔΔΑ για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τις δεσμεύσεις που 
συνήφθησαν με την ΕΣΔΑ. (...)

 Επιθυμώντας να προωθηθεί ένας εμπεριστατωμένος διάλογος σχετικά με την προστασία των 
εμπλεκόμενων δικαιωμάτων και των συμφερόντων στα ρεπορτάζ που διενεργούνται από μέσα 
ενημέρωσης σχετικά με τις ποινικές διαδικασίες, καθώς και να προωθηθούν ορθές πρακτικές σε 
όλη την Ευρώπη, διασφαλίζοντας συγχρόνως την πρόσβαση των μέσων ενημέρωσης στις ποινικές 
διαδικασίες. (...)

 Συστήνει, αναγνωρίζοντας παράλληλα την ποικιλομορφία των εθνικών νομικών συστημάτων 
σχετικά με την ποινική διαδικασία, στις κυβερνήσεις των κρατών μελών:

 1) να λάβουν ή ενισχύσουν, αναλόγως, κάθε μέτρο που θεωρούν αναγκαίο για την εφαρμογή των 
αρχών που περιλαμβάνονται στην παρούσα Σύσταση, εντός του ορίου των σχετικών 
συνταγματικών διατάξεων.

 2) να μεταδώσουν ευρέως την παρούσα Σύσταση και τις αρχές που περιλαμβάνονται στην 
παρούσα, συνοδεύοντάς τις εφόσον είναι αναγκαίο από μία μετάφραση και,

 3) να τις θέσουν κυρίως σε γνώση των δικαστικών και αστυνομικών αρχών και στη διάθεση των 
οργανώσεων που εκπροσωπούν τους νομικούς και τους επαγγελματίες των μέσων ενημέρωσης.

 Παράρτημα στη Σύσταση υπ’αριθμ. Rec (2003) 13 - Αρχές που αφορούν στη μετάδοση 
πληροφοριών από τα μέσα ενημέρωσης σε σχέση με ποινικές διαδικασίες.

 Αρχή 1 – Ενημέρωση του κοινού από τα μέσα ενημέρωσης

 Το κοινό πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες των 
δικαστικών και αστυνομικών αρχών μέσω των μέσων ενημέρωσης. Οι δημοσιογράφοι πρέπει, 
συνεπώς, να είναι ελεύθεροι να μεταδίδουν και να σχολιάζουν θέματα σε σχέση με τη λειτουργία 
του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, με μόνους περιορισμούς εκείνους που προβλέπονται από 
την εφαρμογή των ακόλουθων αρχών.

 Αρχή 2 – Τεκμήριο αθωότητας

 Ο σεβασμός του τεκμηρίου της αθωότητας αποτελεί ενιαίο μέρος του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. 

 Συνεπώς, οι απόψεις και πληροφορίες που αφορούν σε εκκρεμούσες ποινικές διαδικασίες δύνανται 
να κοινοποιούνται ή μεταδίδονται από τα μέσα ενημέρωσης, μόνον εφόσον δεν παραβιάζεται το 
τεκμήριο αθωότητας του υπόπτου ή κατηγορουμένου. (...)

 Αρχή 6 – Τακτική πληροφόρηση στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών

 Στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών δημοσίου ενδιαφέροντος ή άλλων διαδικασιών που 
προσελκύουν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον του κοινού, οι δικαστικές ή αστυνομικές αρχές οφείλουν να 
πληροφορούν τα μέσα ενημέρωσης για τις κύριες πράξεις τους, εφόσον δεν παραβιάζεται το 
απόρρητο των ερευνών και των αστυνομικών ερευνών και ότι δεν καθυστερείται ή εμποδίζεται η 
επέλευση των αποτελεσμάτων των διαδικασιών. Σε περίπτωση ποινικών διαδικασιών που διαρκούν 
για μεγάλη περίοδο, η εν λόγω πληροφόρηση πρέπει να παρέχεται τακτικώς. (...)

 Αρχή 8 – Προστασία του ιδιωτικού βίου στο πλαίσιο εκκρεμών ποινικών διαδικασιών

 Η παροχή πληροφοριών για πρόσωπα που υποπτεύονται, κατηγορούνται ή έχουν καταδικασθεί, 
καθώς και των άλλων διαδίκων στις ποινικές διαδικασίες πρέπει να σέβεται το δικαίωμά τους στην 
προστασία του ιδιωτικού τους βίου, σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Μία ιδιαίτερη προστασία 
πρέπει να παρέχεται στους διαδίκους που τυγχάνουν ανήλικοι ή που ανήκουν σε άλλη κατηγορία 
ευαίσθητων προσώπων, στα θύματα, στους μάρτυρες και στις οικογένειες των προσώπων που 
υποπτεύονται, κατηγορούνται ή έχουν καταδικασθεί. Σε κάθε περίπτωση, μία ιδιαίτερη προσοχή 
πρέπει να δοθεί στη ζημία που μπορεί να προκληθεί στα ως άνω πρόσωπα από την κοινοποίηση 
πληροφοριών που δίνουν τη δυνατότητα να εξακριβώνεται η ταυτότητα των ανωτέρω.»

 Νομικά ζητήματα

 Ι. Επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ

 25. Η Προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ποινική καταδίκη της για μη αδειοδοτημένη χρήση 
καταγραφής της ακρόασης του δικαστηρίου παραβιάζει το δικαίωμά της στην ελευθερία της 
έκφρασης, όπως προβλέπεται από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, και δη από τις ακόλουθες σχετικές 
παραγράφους τις:

«Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την 
ελευθερία της γνώμης όπως και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς 
την επέμβαση δημόσιων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το άρθρο αυτό δεν κωλύει τα Κράτη από 
το να υποβάλλουν τις επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεόρασης στους 
κανονισμούς έκδοσης αδειών λειτουργίας.

 2. Η άσκηση των ελευθεριών αυτών, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνες μπορεί να υπαχθεί 
σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, που προβλέπονται από τον νόμο και 
αποτελούν τα αναγκαία μέτρα σε μία δημοκρατική κοινωνία για την εθνική ασφάλεια, την εδαφική 
ακεραιότητα ή τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη του εγκλήματος, 
την προστασία της υγείας ή της ηθικής, την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των 
τρίτων, την παρεμπόδιση της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή τη διασφάλιση του 
κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής αρχής.»

 26. Η Κυβέρνηση αντιτίθεται σε αυτήν τη θέση.

 Α. Παραδεκτό

 27. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφυγή δεν τυγχάνει προδήλως αβάσιμη υπό την έννοια του 
άρθρου 35 παρ. 3 α της ΕΣΔΑ και ότι δεν εμπίπτει σε κάποιον άλλον λόγο απαραδέκτου. Συνεπώς 
οφείλει να την κηρύξει παραδεκτή.

 Β. Επί της ουσίας της προσφυγής

 1. Ισχυρισμοί των διαδίκων

 28. Η Προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η καταδίκη της για τη μετάδοση αποσπασμάτων ηχητικής 
καταγραφής της ακρόασης συνιστά παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασής της. Καταρχάς, 
επισημαίνει ότι οι φωνές των μαρτύρων και των δικαστών είχαν παραμορφωθεί και ότι οι ως άνω 
δεν είχαν ταυτοποιηθεί. Εκθέτει, εν συνεχεία, ότι το άρθρο 88 του κώδικα ποινικής δικονομίας 
υποβάλλει τη χρήση μίας καταγραφής δικαστικής ακροάσεως στην άδεια του δικαστή που 
προεδρεύει την υπόθεση, μόνον εάν η προβλεπόμενη χρήση λαμβάνει χώρα πριν από την έκδοση 
της απόφασης. Υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, η χρήση αποσπασμάτων της καταγραφής είχε 
σκοπό να καταγγείλει ένα δικαστικό σφάλμα, μία πράξη σοβαρή και δημοσίου ενδιαφέροντος, που 
διενεργήθηκε από το ίδιο το δικαστήριο που θα ήταν αρμόδιο για τη χορήγηση της προηγούμενης 
άδειας. Για εκείνην, η ποινική καταδίκη της για την έλλειψη αίτησης χορήγησης προηγούμενης 
άδειας είναι δυσανάλογη. Η Προσφεύγουσα συμπεραίνει ότι, παρά τον επικαλούμενο θεμιτό σκοπό, 
με την διά της προσβαλλόμενης απόφασης καταδίκη της, η οποία στηρίζεται σε τυπικούς λόγους, 
και η οποία έκρινε ότι υπερισχύει το δικαίωμα στον λόγο των συμμετέχοντων έναντι του 
δικαιώματός της στην ελευθερία έκφρασης, δεν επιτεύχθηκε μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των 
συγκρουόμενων συμφερόντων. Σύμφωνα με την ανωτέρω, το δικαίωμα πληροφόρησης υπερισχύει 
έναντι των λοιπών υπό κρίση συμφερόντων.

 29. Η Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι υφίσταται επέμβαση στο δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση της 
Προσφεύγουσας. Σύμφωνα με την ανωτέρω, η ως άνω επέμβαση προβλέπεται από τον νόμο και 
ακολουθεί θεμιτούς σκοπούς, ήτοι την προστασία των προσώπων που παρενέβησαν στην 
ακροαματική διαδικασία, ιδίως δε του δικαιώματός τους στον λόγο και του δικαιώματός τους στον 
σεβασμό του ιδιωτικού τους βίου. Πρόκειται, επίσης, να εξασφαλισθεί η ορθή απονομή της 
δικαιοσύνης.

 30. Εντούτοις, η Προσφεύγουσα, ελλείψει σχετικής αίτησης στον δικαστή για τη χορήγηση 
προηγούμενης άδειας για τη μετάδοση των αποσπασμάτων της καταγραφής της ακρόασης, δεν 
έδωσε την ευκαιρία στον δικαστή να βρει μία ισορροποία μεταξύ, αφενός του δικαιώματος στην 
ελεύθερη έκφραση και αφετέρου της προστασίας του δικαιώματος στον λόγο των υποκειμένων 
των σχετικών δηλώσεων και του συμφέροντος στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η Κυβέρνηση 
αναγνωρίζει ότι κανένας από τους καταθέσαντες μάρτυρες δεν υπέβαλε μήνυση κατά της χρήσης 
(άνευ αδείας) της καταγραφής. Θεωρεί ωστόσο ότι, ενόψει του υποχρεωτικού χαρακτήρα της 
ηχητικής καταγραφής για τον σκοπό ενδεχόμενης μελλοντικής προσφυγής, οι δικαστικές αρχές 
πρέπει να προστατεύουν το περιεχόμενο των εν λόγω καταγραφών κατά χρήσεων εκτός της 
διαδικασίας, δικαιολογώντας, ούτω, την ανάγκη χορήγησης προηγούμενων αδειών ακόμη και μετά 
την έκδοση της απόφασης. Η Κυβέρνηση θεωρεί, επίσης, ότι η Προσφεύγουσα μπορούσε να 
παρουσιάσει το ρεπορτάζ της, περιγράφοντας το περιεχόμενο των δηλώσεων που δόθηκαν στο 
πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να κάνει χρήση των επίδικων ηχολήψεων. Η 
Κυβέρνηση καταλήγει ότι δεν υφίσταται παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

 2. Κρίση του Δικαστηρίου

 31. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η Προσφεύγουσα καταδικάσθηκε στην πληρωμή προστίμου, για 
τη χρήση στο ρεπορτάζ της αποσπασμάτων της καταγραφής μίας ακρόασης δικαστηρίου. 
Υφίσταται, συνεπώς, λόγος να προσδιορισθεί, εάν η εν λόγω ποινική καταδίκη της συνιστά 
επέμβαση στην άσκηση της ελεύθερης έκφρασης που «προβλέπεται από τον νόμο», δικαιολογείται 
από έναν ή περισσότερους νόμιμους σκοπούς ενόψει της παρ. 2 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ και είναι 
«αναγκαία, σε μία δημοκρατική κοινωνία».

 α) Επί της ύπαρξης επέμβασης

 32. Τα μέρη συμφωνούν στο γεγονός ότι η καταδίκη της Προσφεύγουσας συνιστά επέμβαση στο 
δικαίωμα της ως άνω στην ελεύθερη έκφραση, όπως προστατεύεται από το άρθρο 10 παρ. 1 της 
ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο κρίνει, επίσης, ότι η επέμβαση στο δικαίωμα της Προσφεύγουσας στην 
ελεύθερη έκφραση είναι αδιαμφισβήτητη.

 β) «Προβλεπόμενη από τον νόμο»

 33. Δεν αμφισβητείται από τα μέρη ότι η επέμβαση προβλέπεται από τον νόμο, ήτοι από το άρθρο 
88 του πορτογαλικού κώδικα ποινικής δικονομίας. Το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υφίσταται λόγος 
για αντίθετη κρίση.

 γ) Νόμιμος σκοπός

 34. Η Προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η επίδικη καταδίκη ακολουθεί νόμιμους 
σκοπούς. Η Κυβέρνηση επισημαίνει δε, ότι αφορά στην προστασία της ορθής απονομής της 
δικαιοσύνης και των δικαιωμάτων των άλλων. Το δε Δικαστήριο σημειώνει ότι τα εθνικά 
δικαστήρια θεώρησαν ότι η καταδίκη της Προσφεύγουσας δικαιολογείτο από την προστασία του 
δικαιώματος στον λόγο τρίτου. Το συνταγματικό δικαστήριο έκρινε ότι η ορθή απονομή της 
δικαιοσύνης εμπλεκόταν επίσης εν προκειμένω, δεδομένου ότι η καταγραφή μίας ακρόασης 
δικαστηρίου περιέχει δηλώσεις προσώπων που υποχρεώνονται από τον νόμο να καταθέσουν 
ενώπιον του δικαστηρίου, το οποίο είναι συνεπώς ο προστάτης των εν λόγω δηλώσεων. Οι εν 
λόγω σκοποί αντιστοιχούν στην προστασία της «εξουσίας και της αμεροληψίας της δικαστικής 
αρχής» και στην προστασία «της φήμης (και) των δικαιωμάτων άλλων» (βλ. Ernst και λοιποί κατά 
Βελγίου, no 33400/96, § 98, 15 Ιουλίου 2003, και Dupuis και λοιποί κατά Γαλλίας, no 1914/02, § 
32, 7 Ιουνίου 2007). Το Δικαστήριο κρίνει συνεπώς τους εν λόγω σκοπούς ως νόμιμους.

 35. Μένει να ελεγχθεί ότι η επέμβαση ήταν «αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία».

 δ) «Αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία»

 ι. Οι γενικές αρχές

 36. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ένα από τα βασικά θεμέλια 
σε μία δημοκρατική κοινωνία και ότι οι εγγυήσεις που παρέχονται στον Τύπο είναι ιδιαίτερης 
σημασίας (βλ. μεταξύ άλλων Jersild κατά Δανίας, 23 Σεπτεμβρίου 1994, § 31, serie A no 298, Worm 
κατά Αυστρίας, 29 Αυγούστου 1997, § 47, Recueil des arrets et decisions 1997-V, και Fressoz και 
Roire κατά Γαλλίας [GC], no 29183/95, § 45, ΕΔΔΑ 1999-I ).

 37. Ο Τύπος παίζει σημαντικό ρόλο σε μία δημοκρατική κοινωνία: εάν και δεν πρέπει να υπερβαίνει 
ορισμένα όρια, ενόψει κυρίως της προστασίας της υπόληψης και των δικαιωμάτων των άλλων, 
καθώς και της ανάγκης αποφυγής της κοινοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών, υποχρεώνεται 
ωστόσο να διαδίδει, στο πλαίσιο των καθηκόντων και των ευθυνών του, πληροφορίες και ιδέες για 
κάθε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος (De Haes και Gijsels κατά Βελγίου, 24 Φεβρουαρίου 1997, § 
37, Recueil 1997-I, Bladet Tromso και Stensaas κατά Νορβηγίας [GC], no 21980/93, § 62, ΕΔΔΑ 
1999-III, Thoma κατά Λουξεμβούργου, no 38432/97, §§ 43-45, ΕΔΔΑ 2001-III, και Tourancheau 
και July κατά Γαλλίας, no 53886/00, § 65, 24 Νοεμβρίου 2005) .

 38. Ειδικότερα, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι οι υποθέσεις που εξετάζουν τα δικαστήρια δεν 
μπορούν πριν ή ακόμη και κατά τη διάρκειά της εξέτασής τους, να συζητηθούν σε άλλα μέρη, είτε 
στο πλαίσιο ειδικευμένων περιοδικών, είτε στον γενικό Τύπο ή από το ίδιο το κοινό. Δεν είναι μόνο 
αποστολή του Τύπου να μεταδίδει τέτοιες πληροφορίες και ιδέες, καθόσον το κοινό έχει επίσης 
δικαίωμα να τις λαμβάνει. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη το δικαίωμα του καθενός σε μία δίκαιη 
δίκη, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, κάτι το οποίο, στην ποινική δικαιο-
σύνη, συμπεριλαμβάνει και το δικαίωμα σε αμερόληπτο δικαστήριο (Tourancheau και July, ο.π., 
παρ. 66) . Όπως το Δικαστήριο έχει ήδη σημειώσει, «οι δημοσιογράφοι που συντάσσουν άρθρα 
σχετικά με εκκρεμούσες ποινικές διαδικασίες πρέπει να το θυμούνται, καθώς τα όρια του 
αποδεκτού σχολιασμού δεν μπορούν να επεκταθούν και σε δηλώσεις που ενδέχεται, εσκεμμένως ή 
όχι, να ελαττώσουν τις πιθανότητες για ένα πρόσωπο να επωφεληθεί μίας δίκαιης δίκης ή να 
υπονομεύσει την εμπιστοσύνη του κοινού σχετικά με τον ρόλο των δικαστηρίων στην απονομή 
της ποινικής δικαιοσύνης» (ibidem, Worm, ο.π., § 50, Campos Damaso κατά Πορτογαλίας, no 
17107/05, § 31, 24 Απριλίου 2008, Pinto Coelho κατά Πορτογαλίας, no 28439/08, § 33, 28 
Ιουνίου 2011, και Ageyevy κατά Ρωσίας, no 7075/10, §§ 224-225, 18 Απριλίου 2013) .

 39. Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι στο πλαίσιο του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, οι 
συμβαλλόμενες χώρες διαθέτουν ορισμένη διακριτική ευχέρεια ως προς την εκτίμηση του 
αναγκαίου και του εύρους μίας επέμβασης στην προστατευόμενη από αυτήν τη διάταξη ελευθερία 
της έκφρασης (Tammer κατά Εσθωνίας, no 41205/98, § 60, ΕΔΔΑ 2001-I, Pedersen και 
Baadsgaard κατά Δανίας [GC], no 49017/99, § 68, ΕΔΔΑ 2004-XI, και Haldimann και λοιποί κατά 
Ελβετίας, no 21830/09, § 53, ΕΔΔΑ 2015) .

 40. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ δεν επιτρέπει περιορισμούς του 
δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης στο πλαίσιο ζητημάτων δημοσίου ενδιαφέροντος (Wingrove 
κατά Ηνωμένο Βασίλειο, 25 Νοεμβρίου 1996, § 58, Recueil 1996-V, Surek κατά Τουρκίας (no 1) 
[GC], no 26682/95, § 61, ΕΔΔΑ 1999-IV, Dupuis και λοιποί, ο.π., § 40, και Stoll κατά Ελβετίας [GC], 
no 69698/01, § 106, ΕΔΔΑ 2007-V) .

 ιι. Εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση

 41. Εν προκειμένω, το δικαίωμα της Προσφεύγουσας να πληροφορεί το κοινό και το δικαίωμα του 
κοινού να λαμβάνει τις πληροφορίες συγκρούονται με το δικαίωμα στον σεβασμό του ιδιωτικού 
βίου των προσώπων που κατέθεσαν, καθώς και με την εξουσία και αμεροληψία του δικαστικού 
συστήματος. Σε υποθέσεις όπως η παρούσα, οι οποίες απαιτούν την εξισορρόπηση του 
δικαιώματος στον σεβασμό του ιδιωτικού βίου και στο δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης, το 
Δικαστήριο θεωρεί ότι το αποτέλεσμα της προσφυγής δεν δύναται κατ’αρχήν να διαφοροποιείται 
αναλόγως εάν έχει βασισθεί στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ από το υποκείμενο του ρεπορτάζ ή στο άρθρο 
10 από το πρόσωπο που το δημιούργησε. Πράγματι, τα εν λόγω δικαιώματα τυγχάνουν a priori 
ίσου σεβασμού (Hachette Filipacchi Associes (ICI PARIS) κατά Γαλλίας, no 12268/03, § 41, 23 
Ιουλίου 2009, Timciuc κατά Ρουμανίας (δεκ.), no 28999/03, § 144, 12 Οκτωβρίου 2010, και 
Mosley κατά Ηνωμένου Βασιλείου, no 48009/08, § 111, 10 Μαϊου 2011, Haldimann κλπ, ο.π, § 54, 
Von Hannover κατά Γερμανίας (no 2) [GC], nos 40660/08 και 60641/08, § 106, ΕΔΔΑ 2012, και 
Axel Springer AG κατά Γερμανίας [GC], no 39954/08, § 87, 7 Φεβρουαρίου 2012) . Ως εκ τούτου, 
το περιθώριο εκτίμησης οφείλει κατ’αρχήν να είναι το ίδιο στις δύο περιπτώσεις. Το Δικαστήριο 
οφείλει ειδικότερα να προσδιορίσει εάν οι σκοποί της εξασφάλισης του δικαιώματος στον λόγο 
τρίτου και στη διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης παρουσίαζαν κάποια «σχετική και 
επαρκή» δικαιολογία για την επέμβαση.

 42. Εάν η εξισορρόπηση μεταξύ των δύο δικαιωμάτων από τις εθνικές αρχές έλαβε χώρα σύμφωνα 
με τα κριτήρια που έχει θέσει η νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να υπάρχουν σοβαροί λόγοι για 
να υπερισχύσει η γνώμη της ανωτέρω έναντι εκείνης των εθνικών δικαστηρίων (Palomo Sanchez 
και λοιποί κατά Ισπανίας [GC], nos 28955/06, 28957/06, 28959/06 και 28964/06, § 57, ΕΔΔΑ 
2011, MGN Limited κατά Ηνωμένο Βασίλειο, no 39401/04, §§ 150 και 155, 18 Ιανουαρίου 2011, 
και Haldimann και λοιποί, ό.π, § 55) .

 α) Σχετικά με τη συμμετοχή του ρεπορτάζ σε διάλογο δημοσίου ενδιαφέροντος

 43. Το Δικαστήριο πρέπει πρώτα να ορίσει εάν το επίμαχο ρεπορτάζ αφορούσε θέμα δημοσίου 
ενδιαφέροντος. Συναφώς, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το κοινό έχει, γενικώς, δημόσιο ενδιαφέρον 
να πληροφορείται σχετικά με τις ποινικές δίκες (Dupuis και λοιποί κατά Γαλλίας, ό.π., § 42) . Η 
Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει, από την πλευρά του, υιοθετήσει τη 
Σύσταση Rec(2003)13 σχετικά με τη διάδοση πληροφοριών από τα μέσα ενημέρωσης σε σχέση με 
τις ποινικές δίκες. Η Σύσταση υπενθυμίζει ότι τα μέσα ενημέρωσης έχουν το δικαίωμα να 
ενημερώνουν το κοινό ως προς το δικαίωμα του τελευταίου να λαμβάνει τις πληροφορίες και 
υπογραμμίζει τη σημασία των ρεπορτάζ που δημιουργούνται σχετικά με τις ποινικές διαδικασίες για 
την πληροφόρηση του κοινού και δίνουν τη δυνατότητα στον ως άνω να ασκεί ένα δικαίωμα 
επίβλεψης επί της λειτουργίας του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης. Μεταξύ των αρχών που 
θέτει η εν λόγω Σύσταση, βρίσκεται, κυρίως, το δικαίωμα του κοινού να λαμβάνει τις πληροφορίες 
μέσω των μέσων ενημέρωσης σχετικά με τις δραστηριότητες των δικαστικών και αστυνομικών 
αρχών, κάτι το οποίο προϋποθέτει για τους δημοσιογράφους το δικαίωμα να μπορούν ελεύθερα να 
λογοδοτούν σχετικά με τη λειτουργία του ποινικού συστήματος δικαιοσύνης.

 44. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η αφορμή του επίμαχου ρεπορτάζ είναι η δικαστική διαδικασία, η 
οποία οδήγησε στην ποινική καταδίκη διάφορων κατηγορούμενων. Η κίνηση της Προσφεύγουσας 
αποσκοπούσε στο να καταγγείλει ένα δικαστικό σφάλμα το οποίο, κατά τη γνώμη της, είχε λάβει 
χώρα έναντι ενός από τους καταδικασθέντες. Το Δικαστήριο δέχεται ότι ως εκ τούτου, ένα τέτοιου 
είδους ρεπορτάζ αφορά σε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος.

 β) Σχετικά με τη συμπεριφορά της Προσφεύγουσας

 45. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οποιοσδήποτε, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων, ασκεί 
την ελευθερία της έκφρασής του επιβαρύνεται με «υποχρεώσεις και ευθύνες», των οποίων το 
εύρος εξαρτάται από την ιδιότητά του και από το τεχνικό μέσο που χρησιμοποιήθηκε (βλ. mutatis 
mutandis, Handyside κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 7 Δεκεμβρίου 1976, § 49 in fine, serie A no 24) . 
Εν προκειμένω, οι εθνικοί δικαστές έκριναν ότι η δημιουργός του ρεπορτάζ, που τυγχάνει έμπειρη 
δημοσιογράφος και δη με γνώσεις περί του δικαίου, δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η διάδοση του 
αποσπάσματος της καταγραφής της συνεδρίασης ήταν υποκείμενη σε λήψη προηγούμενης 
δικαστικής άδειας. Αναγνωρίζοντας τον βασικό ρόλο του Τύπου σε μία δημοκρατική κοινωνία, το 
Δικαστήριο τονίζει ότι οι δημοσιογράφοι δεν δύνανται κατ’αρχήν να αποδεσμεύονται, μέσω της 
προστασίας που τους προσφέρει το άρθρο 10, από την υποχρέωσή τους να σέβονται τους κοινούς 
ποινικούς νόμους.

 46. Η έλλειψη παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους της Προσφεύγουσας στο πλαίσιο της 
χορήγησης της καταγραφής δεν είναι απαραίτητα προσδιοριστική κατά την εκτίμηση του 
ζητήματος εάν συμμορφώθηκε στις υποχρεώσεις και ευθύνες της (Stoll, ό.π, § 144) . Σε κάθε 
περίπτωση, ήταν σε θέση να προβλέψει, ως δημοσιογράφος, ότι η διάδοση του επίμαχου ρεπορτάζ 
απαγορευόταν από το άρθρο 348 του ποινικού κώδικα. Όσον αφορά στη συμπεριφορά της 
Προσφεύγουσας εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το μέσο λήψης από εκείνην των 
καταγραφών της συνεδρίασης δεν ήταν παράνομο, και ότι, ως προς τη μορφή του ρεπορτάζ, οι 
φωνές των δικαστών και των μαρτύρων είχαν παραμορφωθεί, ώστε να μην είναι δυνατή η 
εξακρίβωση της ταυτότητάς τους από το κοινό. Όσον αφορά στις ενστάσεις της Κυβέρνησης ως 
προς τη μορφή του επίμαχου ρεπορτάζ, υφίσταται λόγος να υπενθυμιστεί ότι πέραν από το 
περιεχόμενο των εκφρασμένων ιδεών και των πληροφοριών, το άρθρο 10 προστατεύει και τη 
μορφή της έκφρασής τους. Συνεπώς, δεν δύναται ούτε το Δικαστήριο ούτε και τα εθνικά 
δικαστήρια να υποκατασταθούν στον Τύπο και να ορίσουν ποια τεχνική λογοδοσίας πρέπει να 
ακολουθείται από τους δημοσιογράφους (βλ. παραδείγματος χάριν Jersild, ό.π., § 31, και De Haes 
και Gijsels, ό.π., § 48) .

 47. Το Δικαστήριο έχει λάβει υπόψη την πρόθεση των ανωτέρω εθνικών δικαστηρίων και των 
συμβαλλομένων χωρών του Συμβουλίου να αντιδρούν με σθένος στην αρνητική επίδραση που 
μπορούν να έχουν τα μέσα ενημέρωσης πάνω στους πολιτικούς εναγομένους και στους 
κατηγορούμενους, ελαττώνοντας καθ’ αυτόν τον τρόπο την εγγύηση του τεκμηρίου της 
αθωότητας. Η παρ. 2 του άρθρου 10 θέτει, εξάλλου, όρια στην άσκηση του δικαιώματος στην 
ελεύθερη έκφραση. Το μόνο που απομένει είναι να προσδιοριστεί εάν, στην προκειμένη περίπτωση, 
το συμφέρον πληροφόρησης του κοινού υπερίσχυε των «υποχρεώσεων και ευθυνών» που 
βαραίνουν την Προσφεύγουσα λόγω της έλλειψης αδειοδότησης της μετάδοσης της καταγραφής.

 γ) Επί του ασκηθέντος ελέγχου από τα εθνικά δικαστήρια

 48. Το Δικαστήριο οφείλει, συνεπώς, να αναλύσει τον τρόπο κατά τον οποίον το Συνταγματικό 
δικαστήριο εξισορρόπησε τα συμφέροντα στην προκειμένη περίπτωση. Φαίνεται ότι το 
Συνταγματικό δικαστήριο θεώρησε ότι η απαίτηση λήψης δικαστικής άδειας για τη μετάδοση της 
ηχητικής καταγραφής των δηλώσεων που ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια του ακροατηρίου δεν 
συνιστούσε μία παραβιαστική και υπέρμετρη λύση. Για το ανώτατο δικαστήριο, η ως άνω 
δικαιολογείται στο όνομα της προστασίας του λόγου τρίτου και της ορθής απονομής της 
δικαιοσύνης, κάτι το οποίο νομιμοποιεί την επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης της 
Προσφεύγουσας. Για το Συνταγματικό δικαστήριο, δεν τίθεται λόγος για περιορισμό στην άσκηση 
της ελευθερίας του τύπου εν προκειμένω, αλλά μόνο σε συγκεκριμένο τρόπο άσκησης αυτής: τη 
μετάδοση μίας ηχητικής καταγραφής συνεδρίασης δικαστηρίου. Το Δικαστήριο σημειώνει, επίσης, 
ότι τα δικαστήρια δικαιολόγησαν την καταδίκη της Προσφεύγουσας χωρίς να επικαλεστούν την 
ανάγκη εξασφάλισης του κύρους της δικαστικής εξουσίας αλλά ούτε και τα όρια της άσκησης της 
εν λόγω εξουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ.

 49. Εντούτοις, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι κατά τον χρόνο της μετάδοσης του επίμαχου 
ρεπορτάζ, η υπόθεση είχε ήδη δικασθεί, όπως αναγνωρίζει και το Συνταγματικό δικαστήριο. Ως εκ 
τούτου, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι, όπως και στην υπόθεση Dupuis και λοιποί κατά Γαλλίας 
(ό.π.), η Κυβέρνηση δεν αποδεικνύει πώς, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η μετάδοση των 
ηχητικών αποσπασμάτων μπορούσε να έχει αρνητική επίδραση επί του συμφέροντος της ορθής 
απονομής της δικαιοσύνης.

 50. Κατά την εξέταση της ανάγκης της επέμβασης σε μία δημοκρατική κοινωνία ενόψει της 
«προστασίας της υπόληψης ή των δικαιωμάτων τρίτων», το Δικαστήριο μπορεί να οδηγηθεί να 
ελέγξει εάν οι εθνικές αρχές εξασφάλισαν μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα σε δύο προστατευόμενες 
από την ΕΣΔΑ αρχές, οι οποίες ενδέχεται να συγκρούονται σε ορισμένες υποθέσεις: ήτοι, αφενός, 
στην ελευθερία της έκφρασης, όπως προστατεύεται από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ και, αφετέρου, στο 
δικαίωμα στον σεβασμό του ιδιωτικού βίου, όπως προστατεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 8 
(Ηachette Filipacchi Associes κατά Γαλλίας, no 71111/01, § 43, 14 Ιουνίου 2007, MGN Limited, 
ό.π., § 142, και Axel Springer AG, ό.π., § 84) . Ως προς αυτό το θέμα, το Δικαστήριο σημειώνει ότι 
το ακροατήριο στην προκειμένη περίπτωση ήταν δημόσιο και κανένας εκ των ενδιαφερόμενων 
μερών δεν παραπονέθηκε για κάποια επικαλουμένη παραβίαση του δικαιώματός του στον λόγο. 
Στο μέτρο που η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η μη αδειοδοτημένη μετάφραση των ηχητικών 
αποσπασμάτων μπορούσε να αποτελεί παραβίαση του δικαιώματος στον λόγο τρίτου, το 
Δικαστήριο σημειώνει ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν κατά το πορτογαλικό δίκαιο δικαίωμα 
προσφυγής για την αποκατάσταση της βλάβης τους, το οποίο όμως δεν άσκησαν. Εντούτοις, αυτοί 
είναι που έχουν κατ’αρχήν τη μέριμνα της υπεράσπισης του εν λόγω δικαιώματός τους. Το 
Δικαστήριο σημειώνει, επίσης, ότι οι φωνές των συμμετέχοντων στο ακροατήριο είχαν 
παραμορφωθεί, εμποδίζοντας έτσι την ταυτοποίησή τους. Θεωρεί δε ότι το άρθρο 10 παρ. 2 της 
ΕΣΔΑ δεν προβλέπει περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης που να βασίζονται στο δικαίωμα 
στον λόγο, καθώς για το τελευταίο δεν προβλέπεται αντίστοιχη προστασία με εκείνη του 
δικαιώματος στην υπόληψη. Συνεπώς, ο δεύτερος θεμιτός σκοπός που επικαλείται η Κυβέρνηση 
χάνει κατ’ ανάγκη τη δύναμή του υπό τις περιστάσεις της επίδικης υπόθεσης. Περαιτέρω, το 
Δικαστήριο δεν αντιλαμβάνεται πώς το δικαίωμα στον λόγο θα μπορούσε να εμποδίσει τη 
μετάδοση ηχητικών αποσπασμάτων ενός ακροατηρίου όταν, εν προκειμένω, το ακροατήριο ήταν 
δημόσιο. Συμπεραίνει, συνεπώς, ότι η Κυβέρνηση δεν δικαιολόγησε επαρκώς την επιβληθείσα στην 
Προσφεύγουσα ποινή λόγω μετάδοσης των καταγραφών της συνεδρίασης του δικαστηρίου, 
καθώς και ότι τα δικαστήρια δεν δικαιολόγησαν τον περιορισμό στο δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης 
της Προσφεύγουσας υπό το πρίσμα της παρ. 2 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

 δ) Επί της αναλογικότητας της επιβληθείσας ποινής

 51. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, τέλος, ότι η φύση και το βάρος των επιβληθεισών ποινών είναι 
επίσης στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της αναλογικότητας μίας 
επέμβασης (βλ. παραδείγματος χάριν Surek, ό.π, § 64, δεύτερο εδάφιο, Lindon, Otchakovsky-
Laurens και July κατά Γαλλίας [GC], nos 21279/02 και 36448/02, § 59, ΕΔΔΑ 2007 IV, και Stoll, 
ό.π., § 153) .

 52. Το ως άνω οφείλει, επίσης, να μεριμνήσει ότι η εν λόγω ποινή δεν συνιστά μία μορφή 
λογοκρισίας που να αποτρέπει τα μέσα ενημέρωσης από το να εκφράζουν κριτικές. Στο πλαίσιο 
συζητήσεων θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, αυτού του είδους ποινές θα απέτρεπαν τους 
δημοσιογράφους από το να συμβάλλουν στον δημόσιο διάλογο που ενδιαφέρει την κοινότητα. Με 
αυτόν τον τρόπο, η ποινή θα εμπόδιζε την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης και ελέγχου 
των μέσων ενημέρωσης (βλ. mutatis mutandis, Barthold κατά Γερμανίας, 25 Μαρτίου 1985, § 58, 
serie A no 90, Lingens κατά Αυστρίας, 8 Ιουλίου 1986, § 44, serie A no 103, Monnat κατά 
Ελβετίας, no 73604/01, § 70, ΕΔΔΑ 2006 X, και Stoll, ό.π., § 154) .

 53. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι εν προκειμένω η Προσφεύγουσα είχε καταδικαστεί στην πληρωμή 
προστίμου ύψους 1.500 ευρώ και στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων. Ακόμη κι αν το ποσό 
μπορεί να φανεί χαμηλό, το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν αναιρεί το γεγονός ότι έχει αποτρεπτικό 
αποτέλεσμα, ενόψει της βαρύτητας της προβλεπόμενης ποινής (Campos Damaso, ό.π, § 39) . Σε 
αυτό το πλαίσιο, δεν αποκλείεται η καταδίκη αυτή καθ’ εαυτή να έχει περισσότερη βαρύτητα σε 
σχέση με το χαμηλό ύψος της επιβαλλόμενης ποινής (βλ. παραδείγματος χάριν, Jersild, ό.π, § 35, 
εδάφιο πρώτο, Lopes Gomes da Silva κατά Πορτογαλίας, no 37698/97, § 36, ΕΔΔΑ 2000 X, 
Dammann κατά Ελβετίας, no 77551/01, § 57, 25 Απριλίου 2006, και Stoll, ό.π, § 154).

 54. Ενόψει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει εν προκειμένω ότι το επιβληθέν πρόστιμο 
τυγχάνει δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

 ιιι. Συμπέρασμα

 55. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, προκύπτει ότι η καταδίκη της Προσφεύγουσας δεν 
δικαιολογείται από μία «επείγουσα κοινωνική ανάγκη». Οι λόγοι της καταδίκης ήταν μεν «βάσιμοι», 
ωστόσο δεν ήταν «επαρκείς» για να δικαιολογηθεί τέτοιου είδους επέμβαση στο δικαίωμα της 
ελεύθερης έκφρασης της Προσφεύγουσας.

 56. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

 ΙΙ. Επί της εφαρμογής του άρθρου 41 της ΕΣΔΑ [...]

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 1. Δηλώνει ομόφωνα παραδεκτή την προσφυγή.

 2. Κρίνει, με έξι ψήφους έναντι μίας, ότι υφίσταται παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

 3. Κρίνει με έξι ψήφους έναντι μίας, ότι:

 α) Το εναγόμενο κράτος οφείλει στην Προσφεύγουσα, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία που 
καταστεί η παρούσα απόφαση οριστική, σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, τα εξής ποσά:

 ι) 1.500 ευρώ (χίλια πεντακόσια ευρώ), καθώς και κάθε ποσό που οφείλεται ως φόρος, για την 
υλική ζημία,

 ιι) 4.623,84 ευρώ (τέσσερις χιλιάδες εξακόσια είκοσι τρία ευρώ και οβδόντα τέσσερα λεπτά) καθώς 
και κάθε ποσό που οφείλεται από την Προσφεύγουσα ως φόρος, για δαπάνες και έξοδα,

 β) Από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας και έως την εξόφληση, τα ως άνω ποσά αυξάνονται με 
απλό τόκο με επιτόκιο ίσο με εκείνο του δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας 
προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες.

 4. Κρίνει με έξι ψήφους έναντι μίας, ότι η διαπίστωση της παραβίασης του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ 
αρκεί για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης της Προσφεύγουσας.

 5. Απορρίπτει, ομόφωνα, το αίτημα για δίκαιη ικανοποίηση ως προς το επιπλέον.

 ΣΥΜΦΩΝΗ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΟΥ DE GAETANO

 1. Η παρούσα υπόθεση και η διαπίστωση της παραβίασης του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, στην οποία 
οδηγήθηκε το Δικαστήριο, θυμίζουν σφόδρα ότι οι νόμιμες απαγορεύσεις και περιορισμοί, των 
οποίων ο σκοπός είναι καθαρά «συμβολικός» (και όχι «χρηστικός»), συνάδουν δύσκολα με τις 
αρχές που θέτει η ΕΣΔΑ και τις ελευθερίες που αυτή εγγυάται. Όσον αφορά ειδικότερα στο άρθρο 
10 παρ. 2 «η αρχή τις δικαστικής εξουσίας» δεν θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως μία ανεξάρτητη 
αρχή αποδεσμευμένη από τα πραγματικά περιστατικά.

 2. Εν προκειμένω, δεν προκύπτει ότι οι ηχητικές καταγραφές των ενδιαφερόμενων προσώπων 
διενεργήθηκαν κρυφά ή κατά παράβαση του κανονισμού των δικαστηρίων που προορίζεται να 
εξασφαλίσει τον έλεγχο στο ακροατήριο και τον σεβασμό των κανόνων ευπρέπειας ενώπιον του 
δικαστηρίου ή ότι ελήφθησαν κατά παράνομο τρόπο. Πράγματι, οι εν λόγω καταγραφές 
παρουσιάζουν έναν επίσημο χαρακτήρα και ήταν κανονικά στη διάθεση των διαδίκων. Σε κάθε 
περίπτωση, ακόμη κι αν είχαν ληφθεί με παράνομο τρόπο - κάτι το οποίο δεν συνέβη εν 
προκειμένω - το γεγονός ότι ένας δημοσιογράφος παραβίασε τον νόμο πρέπει μεν να ληφθεί 
υπόψη, αλλά δεν είναι και αποφασιστικός παράγοντας για τη διαπίστωση εάν ενήργησε υπεύθυνα 
σύμφωνα με τους σκοπούς του άρθρου 10 (Pentikainen κατά Φιλανδίας [GC], no 11822/10, § 90) 
. Το Συνταγματικό δικαστήριο συμπέρανε ότι η διάταξη του νόμου που απαιτεί τη λήψη 
προηγούμενης άδειας του δικαστηρίου στο ακροατήριο του οποίου έγιναν επισήμως οι καταγραφές 
δεν παραβίαζει την εγγυημένη από το άρθρο 38 παρ. 2 β του Συντάγματος ελευθερία της 
Προσφεύγουσας. Το ως άνω στήριξε τη γενική απαγόρευση της μετάδοσης χωρίς προηγούμενη 
άδεια στην ανάγκη προστασίας του δικαιώματος στον λόγο - ήτοι το δικαίωμα στον λόγο των 
τριών δικαστών του δικαστηρίου de Sintra και των μαρτύρων που εξετάσθηκαν - και της 
διασφάλισης της «ορθής απονομής της δικαιοσύνης». Το γεγονός ότι οι φωνές είχαν 
παραμορφωθεί, ότι οι καταθέσεις είχαν γίνει σε δημόσιο ακροατήριο και ότι μπορούσαν, συνεπώς, 
να είχαν ηχογραφηθεί και αναπαραχθεί από τους φορείς χωρίς δικαστική άδεια και ότι η δίκη είχε 
ολοκληρωθεί τη στιγμή της τηλεοπτικής μετάδοσης του ντοκιμαντέρ δεν φαίνεται να είχαν κανένα 
βάρος στην απόφαση του Συνταγματικού δικαστηρίου.

 3. Όπως σημειώνει το Δικαστήριο στην παρ. 48 της παρούσας απόφασης, οι εθνικές αρχές δεν 
επικαλέστηκαν ρητώς την ανάγκη εγγύησης της εξουσίας της δικαστικής αρχής, αλλά εάν το είχαν 
επικαλεστεί, όφειλαν να αποδείξουν ότι η ανάγκη προστασίας της εν λόγω «εξουσίας» 
εξυπηρετούσε ένα συγκεκριμένο συμφέρον που συνδέεται με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης 
υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης. Με άλλα λόγια, έπρεπε να αποδειχθεί ότι η 
προηγούμενη άδεια που δεν έλαβε η Προσφεύγουσα όχι μόνο δεν επωφελούσε την αφηρημένη 
έννοια της «εξουσίας» των δικαστηρίων ή της δικαιοσύνης, αλλά και ότι ήταν πράγματι αναγκαία 
για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης στην παρούσα υπόθεση. Τούτο δεν είχε αποδειχθεί στην 
προκειμένη περίπτωση.

 ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΟΥ ZUPANI

 Δυστυχώς δεν μπορώ να συνταχθώ με την πλειοψηφία στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή στο 
συμπέρασμα ύπαρξης παραβάσεως.

 Ι. Δεν συνηθίζω να ξεκινώ με μία ιδιαίτερα γραμματική ερμηνεία της ΕΣΔΑ, αλλά στην προκειμένη 
περίπτωση, η αναφορά στις τελευταίες διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 2 τυγχάνει ιδιαίτερα 
ενδιαφέρουσα. Παραπέμπει στον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης (ελευθερία του Τύπου), 
όταν πρόκειται να «εξασφαλιστεί το κύρος και η αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας».

 Το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης είναι το αποτέλεσμα του άρθρου 88 παρ. 2 β του 
πορτογαλικού κώδικα ποινικής δικονομίας, το οποίο απαγορεύει ρητώς τη μετάδοση ή καταγραφή 
εικόνων ή ηχολήψεων που αφορούν στη διενέργεια κάθε δικονομικής πράξεως, κυρίως της 
ακρόασης, χωρίς την προηγούμενη άδεια της ενδιαφερόμενης δικαστικής αρχής. Δεν 
αντιλαμβάνομαι πώς η εν λόγω απαγόρευση θα μπορούσε να είναι πιο ρητή.

 Οι πράξεις της δημοσιογράφου, εν προκειμένω, αποτελούν ευθεία παράβαση της εν λόγω 
προϋπόθεσης προηγούμενης άδειας. Η ως άνω δεν επιχείρησε καν να τη ζητήσει και μετέδωσε 
τηλεοπτικά ό,τι συνέβη κατά τη διάρκεια της δημόσιας ακρόασης της υπόθεσης, για την οποία 
ήταν σφόδρα και σαφώς μεροληπτική. Επίσης, αυτό το είδος παραδοσιακού ρεπορτάζ στερείται, 
ειλικρινά, επαγγελματισμού. Η λήψη θέσης σε εκκρεμή δικαστική υπόθεση, χωρίς να έχει ιδιαίτερα 
οικειοποιηθεί με αυτήν, είναι αυτή καθ’ εαυτή αντίθετη με τη δημοσιογραφική δεοντολογία. Εάν η 
δημοσιογράφος μπορεί να έχει τις προσωπικές πεποιθήσεις της όσον αφορά στην ενοχή ή 
αθωότητα ενός κατηγορούμενου, είναι εντελώς απαράδεκτο να ενσωματώνει τις, προφανώς 
προκατελειμμένες, προσωπικές απόψεις της στη λογοδοσία της υποθέσεως. Αυτά όσον αφορά στα 
κίνητρα της Προσφεύγουσας.

 ΙΙ. Το άρθρο 348 του πορτογαλικού ποινικού κώδικα ποινικοποιεί την παραβίαση μίας νόμιμης 
εντολής ενός αρμοδίου δημοσίου οργάνου για ένα συγκεκριμένο ζήτημα - κάτι το οποίο ορίζει ως 
«απείθεια». Η ποινή δεν είναι υψηλή, ωστόσο η ποινική κύρωση επιβάλλεται και πρέπει, σύμφωνα 
με την αρχή της νομιμότητας που βαρύνει την εισαγγελία και το δικαστήριο, να υπόκειται σε δίωξη 
και να εφαρμόζεται από το εθνικό δικαστήριο.

 Περαιτέρω, μαθαίνουμε στην παρ. 17 της αποφάσεως ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που η εν λόγω 
δημοσιογράφος είχε τελέσει τέτοιο αδίκημα. Πριν τα επίμαχα γεγονότα, είχε ήδη καταδικαστεί για 
ένα παρόμοιο αδίκημα στο πλαίσιο μίας άλλης υποθέσεως που κρίθηκε στην Πορτογαλία. Αυτό το 
στοιχείο είχε ευλόγως ληφθεί υπόψη, ως επιβαρυντική περίσταση, κατά την επιμέτρηση της 
επιβαλλόμενης ποινής. Τούτο είναι αποκαλυπτικό της ασεβούς συμπεριφοράς της δημοσιογράφου 
σε σχέση με τα δικαστήρια.

 Επίσης, η ενδιαφερόμενη είχε ευλόγως καταδικαστεί την 6η Αυγούστου 2008 και το Εφετείο της 
Λισαβόνας επικύρωσε την απόφαση στις 26 Μαΐου 2009. Το εν λόγω δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η 
αιτούσα γνώριζε ότι έπρεπε να λάβει άδεια του δικαστηρίου, πόσο μάλλον ενόψει του γεγονότος 
ότι είχε σπουδάσει νομική. Η απόφαση του Εφετείου, η οποία είναι ενδιαφέρουσα, υπογραμμίζει τα 
επίμαχα δικαιώματα της προσωπικότητας, ήτοι το δικαίωμα στην προστασία του λόγου και της 
εικόνας των συμμετέχοντων που είχαν μεταδοθεί τηλεοπτικά.

 Αργότερα, την 15η Φεβρουαρίου 2011, το πορτογαλικό Συνταγματικό δικαστήριο έκρινε την 
υπόθεση. Και εκείνο επέμεινε στα δικαιώματα στην προσωπικότητα σχετικά με τον λόγο και την 
προστασία της ιδιωτικής σφαίρας των εν λόγω προσώπων, των οποίων οι δηλώσεις 
δημοσιεύθηκαν από την Προσφεύγουσα για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που προβλέπονται 
από τον νόμο.

 Το Συνταγματικό δικαστήριο υπογράμμισε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο της υπόθεσης: τα 
πρόσωπα που κατέθεσαν στην υπόθεση ήταν υποχρεωμένα να το πράξουν, επί ποινή (poena 
inobedientiae), και συνεπώς δεν είχαν την επιλογή να αποσύρουν τις δηλώσεις τους, οι οποίες εν 
προκειμένω παρανόμως είχαν δημοσιευθεί προς όλους τους τηλεθεατές της Πορτογαλίας. Το 
Συνταγματικό δικαστήριο, με την άποψη του οποίου συντάσσομαι, εξέτασε, επίσης, το ζήτημα της 
αναλογικότητας της ενδεχόμενης επίπτωσης στην ελευθερία του Τύπου. Δήλωσε δε, ότι η ποινική 
καταδίκη της δημοσιογράφου δεν ήταν δυσανάλογη ενόψει της ανάγκης προστασίας, τόσο, 
αφενός, του δικαιώματος στην προσωπικότητα των προσώπων όσον αφορά στον λόγο και στην 
εικόνα τους, όσο και, αφετέρου, στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

 ΙΙΙ. Πριν αναφερθώ στην απλή εξήγηση του άρθρου 10 παρ. 2 in fine της ΕΣΔΑ, θα ήθελα να 
αναφέρω μία ιδιαίτερα σημαντική διάκριση που ετέθη από τον H.L.A. Hart στο βιβλίο του «The 
Concept of Law». Πρόκειται για τη διάκριση μεταξύ των επιβλητικών και των εφαρμοστικών 
κανόνων.

 Όσον αφορά στους επιβλητικούς κανόνες, πρόκειται για επιτάσσουσες εντολές που βρίσκονται 
στην κορυφή της πυραμίδας των νόμων. Οι εν λόγω κανόνες ομοιάζουν με την κατηγορηματική 
προσταγή του Emmanuel Kant. Πρέπει να τους ερμηνεύει κανείς γραμματικά. Η τελολογική 
ερμηνεία σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι δυνατή. Οι κανόνες αυτοί τυγχάνουν υπέρτατες 
εντολές στην έννομη τάξη. Αντιπροσωπεύουν υπέρτατες αξίες και σκοπούς που ακολουθεί ο 
νομοθέτης. Κάθε άλλο στοιχείο της έννομης τάξης πρέπει να απορρέει από αυτούς.

 Από την άλλη, υφίστανται και οι εφαρμοστικοί κανόνες. Οι εν λόγω κανόνες, κυριολεκτικά, 
εξυπηρετούν τους επιβλητικούς κανόνες, τους εφαρμόζουν και πρέπει να ερμηνεύονται 
αντιστοίχως. Εδώ, η τελολογική ερμηνεία είναι αποδεκτή, εφόσον το τελικό αποτέλεσμα της 
ερμηνείας εξυπηρετεί τους οριζόμενους από τους προαναφερόμενους επιβλητικούς κανόνες 
σκοπούς.

 Η ΕΣΔΑ βρίσκεται όχι μόνο στην κορυφή των διεθνών συμβάσεων αλλά και υπέρ των εθνικών 
νόμων, εν προκειμένω των 47 Χωρών μελών της ΕΣΔΑ. Κατ’αρχήν, δεν υφίσταται κάτι πιο 
«επιβλητικό» στην Ευρώπη. Γι’αυτόν τον λόγο, είναι, κατά τη γνώμη μου, απαράδεκτο να 
παραμελούνται οι τελευταίες διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 10 σχετικά με την ελευθερία της 
έκφρασης. Οι όροι είναι σαφείς και κατανοητοί: το κύρος της δικαστικής εξουσίας πρέπει να 
προστατεύεται και η απαγορευτική διάταξη της ΕΣΔΑ δεν πρέπει σχετικοποιείται.

 ΙV. Αυτό μας οδηγεί στην περίφημη «εξέταση της αναλογικότητας», αντίστοιχη με τα αμερικανικά 
«ορθολογικά κριτήρια». Δεν χρειάζεται να συνεχιστεί περαιτέρω η σύγκριση μεταξύ των δύο 
δογμάτων, παρά μόνο για να αναφερθεί ότι τα κριτήρια της ορθολογίας διαφοροποιούνται 
αναλόγως με τις «ύποπτες ταξινομήσεις», αντίθετα με την ευρωπαϊκή εξέταση της αναλογικότητας. 
Πέραν τούτου, το ζήτημα εδώ είναι εάν η ΕΣΔΑ έχει προβλέψει την προσφυγή στο κριτήριο της 
αναλογικότητας. Αναλύοντας την παρ. 2 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, αναγνωρίζουμε τους κλασικούς 
όρους που παραπέμπουν στην «πρόβλεψη από τον νόμο» και στην «ανάγκη σε μία δημοκρατική 
κοινωνία».

 Εντούτοις, η ανάλυση της αναλογικότητας που βρίσκουμε στις παρ. 48, 49 και 50 της απόφασης 
εξετάζουν το επίμαχο ζήτημα αποκλειστικά κατά τρόπο εφαρμοστικό. Στην παρ. 49, η πλειοψηφία 
αναφέρει μεν την αρνητική επίδραση της εν λόγω μετάδοσης στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, 
ωσάν όμως ο δηλωθείς σκοπός της ΕΣΔΑ να ήταν κατά κάποιο τρόπο δευτερεύων σε σχέση με την 
ελευθερία της έκφρασης (εν προκειμένω ελευθερία του Τύπου).

 Στην παρ. 50, το Δικαστήριο προβαίνει σε μία ρητή εξισορρόπηση μεταξύ των δικαιωμάτων. Από 
την μία μεριά θέτει την ελευθερία της έκφρασης και από την άλλη το δικαίωμα στην προστασία του 
ιδιωτικού βίου.

 Σε αυτό το πλαίσιο, η πλειοψηφία τονίζει ότι κανένας εκ των συμμετέχοντων στη δίκη δεν 
επικαλέστηκε το ζήτημα της προστασίας του ιδιωτικού του βίου. Αυτό που τεκμαίρεται εν 
προκειμένω - αλυσιτελώς - είναι ότι δεν υπήρξε προσβολή του ιδιωτικού βίου των εν λόγω 
συμμετέχοντων (μαρτύρων και άλλων προσώπων που βρέθηκαν στο δικαστήριο). Τούτο όμως 
είναι άστοχο, μία διανοητική aberratio ictus , καθώς ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως και ενώπιον 
του εθνικού δικαστηρίου στην Πορτογαλία, δεν ετέθη θέμα προστασίας των δικαιωμάτων στην 
προσωπικότητα.

 Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ είναι - όπως το τονίσαμε - επιβλητική. Η ΕΣΔΑ 
προβλέπει την εξέταση της αναλογικότητας και φαίνεται να εξετάζεται το ζήτημα της εξασφάλισης 
της εξουσίας της δικαστικής αρχής ως κάτι το σχετικό και το εφαρμοστικό, αντί για κάτι το 
επιβλητικό. Αυτή είναι μία ελκυστική παγίδα στην οποία υπέπεσε η πλειοψηφία με το σκεπτικό της.

 Παρόλο που η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 10 παραπέμπει προφανώς στην αναλογικότητα και 
στην εξισορρόπηση των αξιών, η αναφορά των τελικών όρων στην προστασία της εξουσίας και 
της αμεροληψίας της δικαστικής αρχής είναι επιβλητική. Πρέπει κανείς να λαμβάνει υπόψη ότι η 
ΕΣΔΑ δεν περιέχει καμία αναφορά στην αναλογικότητα. Το Δικαστήριο κατέληξε σε αυτήν την 
έννοια από τις διατάξεις των παρ. 2 των άρθρων 9, 10 και 11 αντιστοίχως, παράγραφοι οι οποίες 
αφορούν σε εξαιρέσεις των παραγράφων 1 των εν λόγω άρθρων. Η διατύπωση των εν λόγω 
διατάξεων δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

 Το πνεύμα της ΕΣΔΑ σίγουρα δεν ήταν να σχετικοποιήσει το περιεχόμενο των παραγράφων 1 των 
εν λόγω άρθρων.

 Η πρόθεση ήταν να περιγράψει «επιβλητικά» - όπως θα έλεγε ο H.L.A. Hart – τις εξαιρέσεις κατά 
τρόπο εντελώς απαγορευτικό. Με άλλα λόγια, δεν είμαστε ελεύθεροι να ερμηνεύουμε οποιοδήποτε 
στοιχείο της ΕΣΔΑ ως καθαρά εφαρμοστικό, ούτε και τους όρους των εν λόγω παραγράφων 2. 
Κατά λογική ακολουθία, η αναφορά στην προστασία της εξουσίας της δικαστικής αρχής, όπως 
προκύπτει ξεκάθαρα από την εξεταζόμενη υπόθεση, δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως κάτι το 
δευτερεύον. Η ΕΣΔΑ καθιστά απολύτως υποχρεωτική την προστασία του κύρους και της 
αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας, κατά τρόπο επιβλητικό και όχι εφαρμοστικό, ως μία 
επιβλητική εξαίρεση στην ελευθερία του Τύπου, και γενικότερα στην ελευθερία της έκφρασης.

 Υπό αυτήν την έννοια, η ανάλυση της αναλογικότητας την οποία βρίσκουμε στις παρ. 51 έως 54 
της Απόφασης έχει αντιστραφεί, εφόσον παρουσιάζεται ως εφαρμοστική, ωσάν η προστασία των 
δικαιωμάτων της προσωπικότητας να ήταν το μόνο ζήτημα που χρήζει σχετικοποίησης σε σχέση 
με την ελευθερία της έκφρασης.

 Τούτο δεν αρμόζει καθόλου με το πνεύμα της ΕΣΔΑ. Όποια και να είναι η συνταγματική ανάλυση 
που έλαβε χώρα στην Πορτογαλία, σε αυτό το Δικαστήριο οι αξίες που όφειλαν να σταθμιστούν 
ήταν η ελευθερία της έκφρασης και η προστασία του κύρους της δικαστικής εξουσίας.

 Εάν είχε γίνει αυτό, πιστεύω πως το αποτέλεσμα της στάθμισης θα ήταν διαφορετικό.



Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Ιδιωτικός βίος και δημόσια πρόσωπα






Αποφασιστικό κριτήριο στη στάθμιση του δικαιώματος στον ιδιωτικό βίο με την ελευθερία του Τύπου είναι η συμβολή των δημοσιευόμενων άρθρων και φωτογραφιών σε μία συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος. Η δημοσίευση φωτογραφιών και άρθρων, των οποίων ο μόνος σκοπός είναι να ικανοποιήσουν την περιέργεια ενός συγκεκριμένου αναγνωστικού κοινού σχετικά με τις λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής του εικονιζόμενου, ο οποίος δεν ασκεί δημόσια καθήκοντα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεισφέρει σε οποιοδήποτε διάλογο γενικού κοινωνικού ενδιαφέροντος, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το πρόσωπο είναι δημόσια γνωστό και ανεξάρτητα από το αν οι χώροι που λαμβάνονται οι φωτογραφίες είναι απόμεροι ή όχι, καθώς και σε δημόσιους χώρους υπάρχει δικαιολογημένη προσδοκία προστασίας του ιδιωτικού βίου. Σε κάθε περίπτωση, συνεκτιμώνται οι συνθήκες υπό τις οποίες λαμβάνονται οι φωτογραφίες (μυστικότητα, γνώση ή συναίνεση του εικονιζόμενου, παρενόχληση αυτού). Πρέπει, δε, να υπάρχει στενή ερμηνεία του όρου «πρόσωπο της απόλυτης επικαιρότητας», ώστε ο χαρακτηρισμός αυτός να αποδίδεται σε πολιτικούς κατά την άσκηση επίσημων καθηκόντων και όχι σε έναν ιδιώτη, που δεν ασκεί δημόσια καθήκοντα. Στη δεύτερη περίπτωση, το εμπορικό συμφέρον των περιοδικών για τη δημοσίευση των φωτογραφιών υποχωρεί μπροστά στο δικαίωμα στον ιδιωτικό βίο (ΕΔΔΑ απόφ. 24.6.2004 υπόθ. von Hannover κατά Γερμανίας, ΔΙΜΜΕ, Τεύχος 3/2005).
Ειδικότερα ως προς την ιστορική απόφαση της 24-06-2004 του ΕΔΔΑ στην υπόθεση von Hannover Vs Γερμανίας:
Η απόφαση von Hannover του ΕΔΔΑ αποτελεί σημαντικό δείκτη του ευρωπαϊκού επιπέδου προστασίας του ιδιωτικού βίου. Με την ενδυνάμωση της προστασίας του ιδιωτικού βίου και την in concreto στάθμιση των συγκρουομένων δικαιωμάτων, στην οποία τοποθετείται και η κρίση του Δικαστηρίου σχετικά με τα δημόσια πρόσωπα και τα θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, επιτυγχάνεται η δίκαιη εξισορρόπηση ιδιωτικού βίου και ελευθερίας του τύπου με τρόπο που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι εισάγει υπέρμετρο περιορισμό της ελευθερίας της επικοινωνίας.
Στο πεδίο της διαπάλης της ελευθερίας του τύπου και του δικαιώματος της προσωπικότητας προστέθηκε με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 24.06.2004 στην υπόθεση von Hannover κατά Γερμανίας ένα ιδιαίτερα σημαντικό ορόσημο. Η απόφαση αυτή επικρίθηκε από τους κοινωνούς του χώρου της επικοινωνίας με το επιχείρημα ότι περιστέλλει επικίνδυνα την ελευθερία του τύπου. Η προσέγγιση, όμως, της απόφασης υπ’αυτό το πρίσμα είναι μονομερής και θα έπρεπε να θεωρηθεί εσφαλμένη μια αντιμετώπισή της ως παρέκκλισης από μια νομολογία του Δικαστηρίου στο πεδίο του άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, η οποία προασπίζει αποτελεσματικά την ελευθερία του τύπου και της έκφρασης γενικότερα. Η σημασία της απόφασης έγκειται στην ενδυνάμωση της προστασίας της προσωπικότητας και του ιδιωτικού βίου και στην οριοθέτηση της προστασίας αυτής έναντι επεμβάσεων εκ μέρους των μέσων ενημέρωσης.
Η δίκαιη εξισορρόπηση του δικαιώματος του ιδιωτικού βίου και ελευθερίας του τύπου κατά την ΕΣΔΑ
Το ΕΔΔΑ στην απόφασή του εντάσσει τις επίμαχες συμπεριφορές στο προστατευτικό πεδίο των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ και μετά την ανάλυση της σύγκρουσης των δικαιωμάτων αυτών απορρίπτει τη στάθμιση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, αναγνωρίζοντας ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Όσον αφορά στο προστατευτικό πεδίο των συγκρουομένων δικαιωμάτων η ανάπτυξη του Δικαστηρίου για την ελευθερία του τύπου συνεχίζει με συνέπεια την προηγούμενη νομολογία του. Από την άλλη πλευρά το Δικαστήριο επιβεβαιώνει, και στο πεδίο αυτό, την ευρύτητα της προστασίας του ιδιωτικού βίου από τη Σύμβαση. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας είχε περιορίσει την προστασία του (εκτός της οικογενειακής και οικιακής σφαίρας) ιδιωτικού βίου μόνο στον «απόμερο χώρο», στον οποίο αποσύρεται το άτομο με τον αντικειμενικά εμφανή σκοπό να είναι μόνο και στον οποίο, με την πεποίθηση ότι είναι μόνο, συμπεριφέρεται με τρόπο διαφορετικό από εκείνον, με τον οποίο θα συμπεριφερόταν δημόσια. Το ΕΔΔΑ αποκρούει αυτή την παραδοχή τονίζοντας τη θεμελιώδη σημασία του ιδιωτικού βίου για την ανάπτυξη της προσωπικότητας. Σύμφωνα με την απόφαση, ο ιδιωτικός βίος περιλαμβάνει όχι μόνο τη σωματική, αλλά και την ψυχική ακεραιότητα του προσώπου. «Η εγγύηση που κατοχυρώνεται με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει πρωταρχικό σκοπό να διασφαλίσει την ανάπτυξη, χωρίς εξωτερική επέμβαση, της προσωπικότητας κάθε ατόμου στις σχέσεις του με τα άλλα ανθρώπινα όντα … Για το λόγο αυτό υπάρχει μία ζώνη διάδρασης ενός προσώπου με άλλα, ακόμη και σε δημόσιο πεδίο, η οποία μπορεί να εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του «ιδιωτικού βίου». Σύμφωνα με τα θέματα των φωτογραφιών που απασχόλησαν τη σχολιαζόμενη απόφαση, στον ιδιωτικό βίο εμπίπτουν δραστηριότητες του ατόμου, μόνου του ή με άλλους, σε δημόσιους χώρους, όπως τα ψώνια στην αγορά, ο περίπατος στο δρόμο, οι αθλητικές δραστηριότητες (τέννις, ιππασία, ποδηλασία), η επίσκεψη στην παραλία, η έξοδος στο εστιατόριο ή οι διακοπές. Η κοινωνική διάσταση του ιδιωτικού βίου, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι περιλαμβάνει τη συνολική ιδιωτική υπόσταση του ατόμου. Το πεδίο, στο οποίο εκτείνεται αυτή, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι σύμφωνα με την απόφαση πρέπει να προσδιορίζεται σύμφωνα με τη «δικαιολογημένη προσδοκία» προστασίας και σεβασμού του ιδιωτικού του βίου, που έχει ο φορέας της προσωπικότητας. Η προσδοκία προστασίας και σεβασμού του ιδιωτικού βίου θα πρέπει να θεωρείται «δικαιολογημένη» ή μη, βάσει όχι μόνον αντικειμενικών κριτηρίων, όπως οι τυπικές λειτουργίες του χώρου, στον οποίο βρίσκεται το άτομο, αλλά δυνάμει της εξουσίας αυτοδιάθεσης του ατόμου, και υποκειμενικών. Εν όψει αυτού η διεύρυνση της προστασίας του ιδιωτικού βίου εκ μέρους του ΕΔΔΑ έχει ευεργετικές συνέπειες και για τη δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού των δημοσίων (υπό ευρεία έννοια) προσώπων. Διότι εξαρτά την επέμβαση των μέσων ενημέρωσης στην προσωπικότητα από την προσδοκία των θιγομένων για προστασία και σεβασμό του ιδιωτικού βίου, η οποία όμως διαμορφώνεται και ανακοινώνεται στους τρίτους βάσει της δικής τους βούλησης. Συνεπώς, η συνήθης πρακτική, κατά την οποία, από τη στιγμή που κάποιος αυτοπροσδιορίζεται, έστω εν μέρει, και για κάποιο συγκεκριμένο χρόνο, ως δημόσιο πρόσωπο, υπόκειται στη συνέχεια σε επεμβάσεις στο σύνολο της προσωπικότητάς του και επ’αόριστον, με την επίκληση ενός αορίστου ενδιαφέροντος του κοινού, που συντηρείται συνήθως για εμπορικούς λόγους από τα μέσα ενημέρωσης, δεν είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί. Αντιθέτως, σύμφωνα με την απόφαση του ΕΔΔΑ θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα διαμόρφωσης της προσδοκίας προστασίας και σεβασμού του ιδιωτικού του βίου εκ μέρους τρίτων, και συνεπώς τη δυνατότητα να καθορίζει, αυτοπροσδιοριζόμενο, ως προς ποια έκφανση του ιδιωτικού του βίου εκθέτει εαυτό στη δημοσιότητα και για ποιο χρόνο, καθώς και τη δυνατότητα να μεταβάλλει και να ενισχύει την προσδοκία αυτή, αποσύροντας εαυτό εν όλω ή εν μέρει ή του λοιπού από τη δημοσιότητα. Περαιτέρω, το Δικαστήριο επεσήμανε, λαμβάνοντας υπ’όψιν ότι πρόκειται για διαφορά μεταξύ ιδιωτών, ότι το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του ανθρώπου δεν περιορίζεται στο να επιβάλει στο κράτος απλώς υποχρεώσεις αρνητικού χαρακτήρα, δηλαδή την αποχή από αυθαίρετες επεμβάσεις στον ιδιωτικό βίο, αλλά θεσπίζει και θετικές υποχρεώσεις, σύμφυτες με τον αποτελεσματικό σεβασμό του ιδιωτικού ή οικογενειακού βίου, οι οποίες μπορούν να περιλαμβάνουν τη λήψη μέτρων που έχουν σχεδιαστεί για τη διασφάλιση του σεβασμού του ιδιωτικού βίου ακόμη και στις σχέσεις ιδιωτών μεταξύ τους, πράγμα που ισχύει επίσης και ως προς την προστασία της εικόνας ενός προσώπου κατά της αθέμιτης χρήσης της από τρίτους. Σύμφωνα με τα κύρια σημεία του σκεπτικού της απόφασης του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της στάθμισης των συγκρουομένων δικαιωμάτων, η ιδιότητα του δημοσίου προσώπου δεν αρκεί για να θεμελιώσει το ενδιαφέρον ενημέρωσης του κοινού. Ενδιαφέρον του κοινού μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει σχετικά με γεγονότα δημοσίου ενδιαφέροντος, όχι θέματα που εμπίπτουν στον ιδιωτικό βίο. Με τον τρόπο αυτό το ΕΔΔΑ επιστρέφει στη σημασία της συμβολής του δημοσιεύματος στο δημόσιο διάλογο ως κριτήριο στάθμισης, σχετικοποιώντας κατά πολύ τη σημασία του «προσώπου της απόλυτης επικαιρότητας» ως αυτοτελούς κατηγορίας των δημοσίων προσώπων.
Οι σκέψεις του Δικαστηρίου αναφέρονται αρχικά στην κατηγορία των δημοσίων προσώπων. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι πρέπει να γίνει μια θεμελιώδης διάκριση ανάμεσα στην ειδησεογραφική αναφορά σε γεγονότα τα οποία είναι ικανά να συμβάλουν σε μία συζήτηση σε μια δημοκρατική κοινωνία, όπως σχετικά με πολιτικούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, και στην αναφορά σε λεπτομέρειες του ιδιωτικού βίου ενός ατόμου, το οποίο, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δεν ασκεί επίσημα καθήκοντα. Ενώ στην πρώτη περίπτωση ο τύπος ασκεί τη ζωτική λειτουργία του ως «φύλακας» σε μια δημοκρατία με τη συμβολή του στη «διάδοση πληροφοριών και ιδεών σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος», δεν συμβαίνει το ίδιο στη δεύτερη. Βάσει της διάκρισης αυτής η Caroline von Hannover δεν θεωρήθηκε δημόσιο πρόσωπο, αφού κατά το Δικαστήριο δεν ασκούσε επίσημα καθήκοντα, αλλά χαρακτηρίζεται στην απόφαση ρητώς (αν και εντός εισαγωγικών) ως ιδιώτης. Το δημόσιο ενδιαφέρον, όμως, όπως και όλη η δημόσια σφαίρα, ασφαλώς δεν εξαντλείται στην άσκηση κρατικών καθηκόντων ή στην επιτέλεση πολιτικών λειτουργιών. Αντιθέτως περιλαμβάνει όλη τη δημόσια ζωή σε όλα της τα πεδία, όπως π.χ. στο πεδίο του πολιτισμού, των τεχνών, των επιστημών, του αθλητισμού, της οικονομίας, της δραστηριότητας των μη κυβερνητικών οργανώσεων και της κοινωνίας γενικότερα. Πράγματι, ακόμη και το Ψήφισμα 1165 (1998) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο συμπεριέλαβε αυτούσιο στην απόφασή του το ΕΔΔΑ, αναφέρεται (στο σημείο 7) σε μια πολύ ευρύτερη κατηγορία των δημοσίων προσώπων, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνον εκείνους που κατέχουν δημόσιες θέσεις, αλλά και όσους απλώς χρησιμοποιούν δημόσιους πόρους και, γενικότερα, όλους όσοι «διαδραματίζουν ένα ρόλο στη δημόσια ζωή, είτε στην πολιτική, είτε στην οικονομία, τις τέχνες, την κοινωνική σφαίρα, τον αθλητισμό είτε σε οποιοδήποτε άλλο πεδίο». Αλλά ούτε και η λειτουργία του τύπου εξαντλείται στον ρόλο του δημόσιου φύλακα κρατικών θεσμών και άσκησης επίσημων καθηκόντων. Αντιθέτως, και ακριβώς σε μια δημοκρατική κοινωνία, η οποία δεν είναι απλώς ένα σύστημα σχηματισμού πολιτικής βούλησης για τις ανάγκες του κράτους, αλλά κοινωνία θεμελιωμένη στην ελευθερία που εξασφαλίζουν τα ατομικά δικαιώματα, και όπου η δημοκρατική λειτουργία της κατοχύρωσης της ελευθερίας του τύπου ούτε αποκλείει τη λειτουργία της ως ατομικής ελευθερίας, ούτε υπερέχει αυτής, αλλά οικοδομείται επάνω σε αυτήν, η λειτουργία του τύπου συνίσταται στην ακώλυτη αλληλεπίδραση αυτού και της κοινής γνώμης σε όλη την έκταση της δημόσιας σφαίρας. Η άποψη, συνεπώς, ότι η Caroline von Hannover δεν είναι δημόσιο πρόσωπο και για το λόγο αυτό κείται εκτός της λειτουργίας του τύπου δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως εφαρμογή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μιας απόλυτης οριοθέτησης του προστατευτικού πεδίου της ελευθερίας της έκφρασης, αλλά μάλλον ως μέρος της στάθμισης, που το Δικαστήριο αντιπαρατάσσει στη στάθμιση των γερμανικών δικαστηρίων. Σε συνδυασμό με τις σκέψεις του σχετικά με την κατηγορία των δημοσίων προσώπων το ΕΔΔΑ αποκρούει επίσης την άποψη, ότι ο ιδιωτικός βίος είναι αντικείμενο δημοσίου ενδιαφέροντος, και προβαίνει στον προσδιορισμό των αντικειμένων δημοσίου ενδιαφέροντος κατά θέματα. Πράγματι, η άποψη του Δικαστηρίου που προαναφέρθηκε σχετικά με τη διάκριση ανάμεσα στην ειδησεογραφική αναφορά σε γεγονότα, τα οποία είναι ικανά να συμβάλουν σε μία συζήτηση σε μια δημοκρατική κοινωνία, όπως σχετικά με πολιτικούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, και στην αναφορά σε λεπτομέρειες του ιδιωτικού βίου ενός ατόμου, το οποίο δεν ασκεί επίσημα καθήκοντα, όπου μόνο στην πρώτη περίπτωση ο τύπος ασκεί τη ζωτική λειτουργία του ως «φύλακας» σε μια δημοκρατία και συμβάλλει στη διάδοση πληροφοριών και ιδεών σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, σημαίνει ταυτόχρονα, ότι το δημόσιο ενδιαφέρον για τη δημοσίευση πληροφοριών μπορεί να αναφέρεται μόνο σε γεγονότα σχετικά με την άσκηση δημοσίων καθηκόντων ή πολιτικών λειτουργιών. Η δημόσια σφαίρα καταλαμβάνει όχι μόνο γεγονότα σχετικά με την άσκηση δημοσίων καθηκόντων ή πολιτικών λειτουργιών, αλλά και γεγονότα στα πεδία της πολιτικής, της οικονομίας, των τεχνών, της κοινωνικής σφαίρας, του αθλητισμού καθώς και οποιοδήποτε άλλο πεδίο της εκτός κρατικών θεσμών δημόσιας ζωής. Συνεπώς, όλα αυτά τα θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος μπορούν να δικαιολογήσουν την επέμβαση στην προσωπικότητα, πάντοτε κατά περίπτωση.
Ούτε, όμως, η άποψη αυτή του Δικαστηρίου είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως απόλυτη οριοθέτηση του προστατευτικού πεδίου της ελευθερίας της έκφρασης. Και στο σημείο αυτό η ορθότερη ερμηνεία της απόφασης θα έπρεπε να τοποθετήσει τις θέσεις αυτές στο πλαίσιο της στάθμισης, που το Δικαστήριο αντιπαρατάσσει στη στάθμιση των γερμανικών δικαστηρίων. Το σημαντικό στοιχείο στην επιχειρηματολογία του Δικαστηρίου θα πρέπει επομένως να αναζητηθεί στη σκέψη, ότι το ενδιαφέρον ενημέρωσης του κοινού προκειμένου για δημόσια πρόσωπα θεμελιώνεται μόνον εφ’όσον υπάρχει κάποια εσωτερική συνάφεια μεταξύ του εν γένει δημόσιου ρόλου ενός προσώπου, εξ αιτίας του οποίου το πρόσωπο αυτό χαρακτηρίζεται «δημόσιο», και του γεγονότος, η δημοσιοποίηση του οποίου εμπίπτει στο ενδιαφέρον του κοινού. Εάν δεν υπάρχει η συνάφεια αυτή, όπως στην περίπτωση που έκρινε το ΕΔΔΑ, δεν υπάρχει ενδιαφέρον του κοινού ικανό να δικαιολογήσει την επέμβαση στην προσωπικότητα, έστω και εάν πρόκειται για πρόσωπο «της απόλυτης επικαιρότητας», κατά τη νομολογία των γερμανικών δικαστηρίων. Πράγματι, όχι μόνο δεν αρκεί κατά το ΕΔΔΑ η ιδιότητα του προσώπου της απόλυτης επικαιρότητας για να δικαιολογήσει, κατ’αρχήν τουλάχιστον, επεμβάσεις στον ιδιωτικό βίο, αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: σύμφωνα με την απόφαση, ακόμη και προκειμένου για δημόσια πρόσωπα υπό στενή έννοια, π.χ. για πολιτικούς, το δικαίωμα ενημέρωσης του κοινού μπορεί να εκτείνεται σε εκφάνσεις του ιδιωτικού τους βίου μόνο «σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις» και μόνο σχετικά με περιστάσεις που εμπίπτουν στη σφαίρα μιας συζήτησης «πολιτικού ή δημόσιου χαρακτήρα».
Στο πεδίο αυτό του ιδιωτικού βίου, όπως καθορίστηκε ανωτέρω, το ενδιαφέρον του κοινού, το οποίο δέχεται το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, «να κρίνει κατά πόσον η προσωπική συμπεριφορά των εν λόγω ατόμων, τα οποία συχνά θεωρούνται είδωλα ή πρότυπα συμπεριφοράς, συνάδει κατά τρόπο πειστικό με τη συμπεριφορά τους κατά την άσκηση των δημοσίων λειτουργιών τους», να διαμορφώσει τις ιδέες του «σχετικά με ηθικές αξίες και στάσεις ζωής» που εκπροσωπούνται από τα πρόσωπα αυτά, να χρησιμοποιήσει τα πρόσωπα αυτά ως σημείο «προσανατολισμού στο σχεδιασμό της ζωής του», να αποκρυσταλλώσει με τη βοήθεια – και εις βάρος των δικαιωμάτων και ελευθεριών – των προσώπων αυτών «απόψεις αποδοχής ή απόρριψης» και να προσανατολίσει τη συμπεριφορά του χρησιμοποιώντας τα πρόσωπα αυτά ως «πρότυπα μίμησης ή αντίθεσης» δεν δικαιολογεί κατά το ΕΔΔΑ, άνευ άλλου τινός, την επέμβαση στον ιδιωτικό βίο του θιγομένου.
Όπως τονίζει το Δικαστήριο, «ο αποφασιστικός παράγοντας στη στάθμιση της προστασίας του ιδιωτικού βίου με την ελευθερία της έκφρασης θα έπρεπε να είναι η συμβολή των δημοσιευμένων φωτογραφιών και άρθρων σε μια συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος». Τέτοια συμβολή δεν υπάρχει προκειμένου περί φωτογραφιών που σχετίζονται αποκλειστικά με λεπτομέρειες του ιδιωτικού βίου ή των οποίων μόνος σκοπός είναι να ικανοποιήσουν την περιέργεια ενός ειδικού αναγνωστικού κοινού σχετικά με τις λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής, ανεξάρτητα από το εάν ο απεικονιζόμενος είναι δημόσια γνωστός.
Με αυτές τις παραδοχές η κατηγορία του προσώπου της απόλυτης επικαιρότητας χάνει εν πολλοίς τη λειτουργία της, αφού πλέον η επέμβαση στην προσωπικότητα ενός προσώπου της κατηγορίας αυτής δικαιολογείται μόνον λόγω της συμβολής του δημοσιεύματος στη δημόσια συζήτηση για θέματα γενικού ενδιαφέροντος, τέτοια, δε, δεν είναι κατ’ αρχήν τα σχετιζόμενα με την προσωπική συμπεριφορά του προσώπου της απόλυτης επικαιρότητας.
Η στάθμιση, όμως, στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο, συνεκτιμά και τα λοιπά δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης:
Σύμφωνα με την απόφαση, κατά τη στάθμιση, που αφορά στη δημοσίευση, πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν και η προσβολή που επέρχεται με την απόκτηση της πληροφορίας ή φωτογραφίας. Το Δικαστήριο, μάλιστα, εισάγει στη στάθμιση, όχι μόνο την προσβολή του ιδιωτικού βίου της συγκεκριμένης προσφεύγουσας, αλλά και το ζήτημα διαφύλαξης της ακεραιότητας της ιδιωτικής σφαίρας έναντι της έλλειψης αποτελεσματικής αποθάρρυνσης της συστηματικής παρακολούθησης, διαρκούς παρενόχλησης και αθέμιτης διείσδυσης στην ιδιωτική ζωή των δημοσίων προσώπων. Στο μέτρο που σε ένα κράτος δικαίου η διαφύλαξη των ατομικών δικαιωμάτων δεν είναι μόνον ιδιωτικό συμφέρον του φορέα του κάθε φορά προσβαλλομένου δικαιώματος, αλλά και δημόσιο συμφέρον, η απόφαση του ΕΔΔΑ στέλνει και κατά τούτο ένα εύγλωττο μήνυμα στις εθνικές έννομες τάξεις.
Το Δικαστήριο αποδίδει, επίσης, στη στάθμισή του ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός, ότι η προσβολή του ιδιωτικού βίου δεν επήλθε με τη δημοσίευση κειμένων, αλλά φωτογραφιών. Πράγματι, η λήψη και η δημοσίευση της φωτογραφίας αποτελούν επέμβαση στην προσωπικότητα διαφορετική, και πολύ εντονότερη, τόσο από την έκθεση της προσωπικότητας στη φυσική δημοσιότητα σε κάθε μη αυστηρά ιδιωτική εκδήλωση του ατόμου, όσο και από την απλή διήγηση σε κείμενο των όσων αποτυπώνονται στις φωτογραφίες. Ο λόγος είναι, ότι η λήψη και η δημοσίευση της φωτογραφίας επεμβαίνουν σε περισσότερα στοιχεία της προσωπικότητας, αποτυπώνουν μόνιμα την εικόνα του προσώπου, την αποσπούν από τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και το συγκεκριμένο γεωγραφικό και κοινωνικό περίγυρο και την καθιστούν γνωστή σε ασύγκριτα μεγαλύτερο αριθμό προσώπων από εκείνα, στα οποία εκτέθηκε ο φορέας της προσωπικότητας με τη θέλησή του. Αυτά επιτείνονται, όπως παρατηρεί και το Δικαστήριο, με τη χρήση των νέων τεχνολογιών της επικοινωνίας, οι οποίες καθιστούν δυνατή την αποθήκευση και αναπαραγωγή προσωπικών δεδομένων. Για τους λόγους αυτούς, ορθώς επισημαίνεται στην απόφαση, ότι «Μολονότι η ελευθερία του τύπου καλύπτει και τη δημοσίευση φωτογραφιών, αυτό είναι ένα πεδίο στο οποίο η προστασία των δικαιωμάτων και της φήμης τρίτων αποκτά εξαιρετική σημασία». Και στο σημείο αυτό η απόφαση του Δικαστηρίου η οποία θεωρεί απαραίτητη την αυξημένη εγρήγορση για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, έχει εξαιρετική σημασία σε μια κοινωνία, όπως η ευρωπαϊκή, η οποία με την ραγδαία ανάπτυξη και διάδοση των τεχνικών μέσων λήψης προσωπικών δεδομένων κάθε είδους, την επιδείνωση των κινδύνων και τη θεσμική ενίσχυση της ασφάλειας υποβάλλει σε ολοένα μεγαλύτερη συμπίεση το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του ατόμου σε όλες του τις εκφάνσεις.
Η στάθμιση του δικαιώματος του ιδιωτικού βίου και της ελευθερίας του τύπου στο επίπεδο της ΕΣΔΑ οδηγεί σε προστασία του ιδιωτικού βίου ευρύτερη από αυτήν που παρέσχε το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας και αντίστοιχα αυστηρότερη οριοθέτηση της ευχέρειας του τύπου να ασχολείται με την ιδιωτική ζωή. Αυτό, βεβαίως, δεν έχει σημασία μόνον για τη γερμανική έννομη τάξη, όπου σύμφωνα με το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο η νομολογία του ΕΔΔΑ χρησιμεύει, και πέρα από τις εκάστοτε συγκεκριμένες κριθείσες περιπτώσεις, ως υποχρεωτικά ληπτέο υπ’ όψιν νομολογιακό προηγούμενο και ως ερμηνευτικό βοήθημα για τον προσδιορισμό του περιεχομένου και του προστατευτικού πεδίου των ατομικών δικαιωμάτων. Έχει σημασία, επίσης, ως υποχρεωτικά ληπτέο υπ’ όψιν νομολογιακό προηγούμενο, και για την ελληνική έννομη τάξη, όχι μόνο στο μέτρο που αυτή έχει υιοθετήσει τις κατηγορίες των προσώπων της «απόλυτης» και «σχετικής» επικαιρότητας, αλλά και ως προς τη σχετική βαρύτητα που πρέπει να αποδίδεται, στο πλαίσιο της στάθμισης, στον ιδιωτικό βίο έναντι επεμβάσεων των μέσων ενημέρωσης, καθώς και τα κριτήρια της στάθμισης. Δεδομένου, μάλιστα, ότι το περιθώριο εκτίμησης που αναγνώρισε στη Γερμανία το ΕΔΔΑ με την απόφασή του ήταν – παρά την in abstracto επιβεβαίωσή του και παρά τις ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των επί μέρους εθνικών εννόμων τάξεων– ελάχιστο, είναι αναμενόμενο ότι οι δυνατότητες απόκλισης από τη γραμμή του Δικαστηρίου είναι εξαιρετικά μικρές.
Πάντως, η απόφαση δεν επιφέρει τον υπέρμετρο περιορισμό των ελευθεριών των μέσων ενημέρωσης, που απηχούν οι απόψεις των επικριτών της, εφ’ όσον, όπως αναπτύχθηκε, δεν θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι διατυπώνει απόλυτα όρια όσον αφορά στα δημόσια πρόσωπα και στα θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, αλλά τα τοποθετεί στο πλαίσιο της συγκεκριμένης στάθμισης. Το γεγονός, ότι το επιτρεπτό ή μη της επέμβασης των μέσων ενημέρωσης στον ιδιωτικό βίο, ακόμη και των δημοσίων προσώπων και των προσώπων της απόλυτης επικαιρότητας, εξαρτάται αποφασιστικά από την συμβολή στο δημόσιο διάλογο για ένα θέμα γενικού ενδιαφέροντος, δεν μπορεί, επίσης, να θεωρηθεί ότι αποτελεί υπέρμετρο περιορισμό των ελευθεριών της επικοινωνίας. Από την άλλη πλευρά η αναβάθμιση της σημασίας και η ενίσχυση της προστασίας του ιδιωτικού βίου από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προσφέρει στην ελληνική έννομη τάξη ένα επιπλέον έναυσμα για την ανάσχεση των σύγχρονων τάσεων υποχώρησης της προστασίας του έναντι των μέσων ενημέρωσης (Η προστασία του ιδιωτικού βίου των δημοσίων προσώπων έναντι των μέσων ενημέρωσης κατά την ΕΣΔΑ, Σχόλιο στην απόφαση του ΕΔΔΑ της 24.6.2004 (von Hannover κατά Γερμανίας, Αθ. Τσεβάς, ΔΙΜΜΕ, Τεύχος 3/2005).
Δύο φαινομενικά αντίρροπες τάσεις φαίνεται να διέπουν τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου για τα δημόσια πρόσωπα και τις αποκαλύψεις που αφορούν στην ιδιωτική ζωή τους: από τη μια, ο κύκλος των δημόσιων προσώπων μοιάζει να διευρύνεται, ενώ, από την άλλη, αναγνωρίζεται και στα πρόσωπα αυτά ένας πυρήνας ιδιωτικότητας, που κανένα «δικαιολογημένο ενδιαφέρον» δεν δικαιολογεί την προσβολή του.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες για το κρίσιμο θέμα, είναι και οι αποφάσεις που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕυρΔΔΑ) στις υποθέσεις Peck κατά Ηνωμένου Βασιλείου (28.04.2003) (ΔiΜΕΕ, τ. 3/2004, σελ. 434), και Plon κατά Γαλλίας (18.08.2004) (ΔiΜΕΕ, τ. 3/2004, σελ. 438), καθώς και η απόφαση του Δικαστηρίου της Βουλής των Λόρδων –δηλαδή του ανώτατου δικαστηρίου της Μεγάλης Βρετανίας– στην υπόθεση Campbell κατά MGN (06.05.2004), η οποία παρουσιάζει εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον.
Υπόθεση Α. Mosley του ΕΔΔΑ της 10-05-2011: Οικειότητα της ιδιωτικής ζωής, ψυχαγωγική δημοσιογραφία και η έννοια της γενικότερης ‘αποτρεπτικής επίδρασης’ (chilling effect):
Στην υπόθεση Mosley, ο συλλογισμός του ΕΔΔΑ επικεντρώθηκε εξαρχής στην κανονιστική οριοθέτηση των δυο ‘φαινομενικά’ συγκρουόμενων δικαιωμάτων: του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και της ελευθερίας της έκφρασης και του τύπου, τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 8 και 10 ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ επιβεβαίωσε την προσβολή της ιδιωτικότητας του Mosley, όπως αυτή αναγνωρίστηκε από τη βρετανική δικαιοσύνη ως αδικαιολόγητη, στηρίζοντας την άποψη αυτή σε μια διττή τεκμηρίωση. Πρώτον, ενέταξε εννοιολογικά την σεξουαλική δραστηριότητα του Mosley στο προστατευτικό πεδίο του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. Κατά την άποψη που το ΕΔΔΑ εξέφρασε, η σεξουαλική δραστηριότητα του Mosley εντάσσεται στον πυρήνα της ιδιωτικότητάς του, στην οικειότητά του. Έτσι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο κείμενο της απόφασης, η προστασία της ελεύθερης έκφρασης περιορίζεται από τα δικαιώματα των άλλων, «…ιδίως όταν οι εικόνες εμπεριέχουν ιδιαίτερα προσωπικές και οικείες ‘πληροφορίες’ για ένα πρόσωπο ή όταν έχουν ληφθεί σε ιδιωτικούς χώρους και λάθρα μέσω της χρήσης μυστικών μηχανισμών καταγραφής…». Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η κύρια συνέπεια της ένταξης της σεξουαλικής ζωής στον πυρήνα του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή έγκειται στο ότι καθιστά αναγκαία την αναζήτηση ενός ειδικού λόγου δημοσίου συμφέροντος, ικανού να δικαιολογήσει παρεμβάσεις προερχόμενες από την άσκηση της ελευθερίας έκφρασης και ελευθεροτυπίας. Ωστόσο, το ΕΔΔΑ συμπέρανε ότι ένας τέτοιος λόγος δημοσίου συμφέροντος δεν υφίστατο στην υπόθεση Mosley. Πρώτον, διότι η σεξουαλική δραστηριότητα του αιτούντα δε διέθετε φιλοναζιστικό χαρακτήρα και δεύτερον διότι στο βαθμό που αφορούσε στον πυρήνα της οικειότητας της ιδιωτικής ζωής του, εξ ορισμού στερείτο δημοσίου ενδιαφέροντος για το κοινό. Το ΕΔΔΑ, όμως, δεν αρκέστηκε αποκλειστικά στην εννοιολόγηση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, κατά το άρθρο 8 ΕΣΔΑ. Αντίστοιχα, προχώρησε στην αυτοτελή ανάλυση και αξιολόγηση του άρθρου 10 και των δικαιωμάτων της ελεύθερης έκφρασης και ελευθεροτυπίας, επικεντρώνοντας σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους. Το ΕΔΔΑ τόνισε, στο πλαίσιο αυτό, τον προεξάρχοντα ρόλο του τύπου σε μια δημοκρατική, πλουραλιστική κοινωνία και τη σημασία της ελεύθερης λειτουργίας του για την πληροφόρηση και τον έλεγχο της κοινής γνώμης. Πρόκειται για στοιχεία που καθιστούν τον τύπο ‘δημόσιο φύλακα’ (public watchdog). Τούτο, όμως, δεν σημαίνει, κατά την άποψη του ΕΔΔΑ, ότι ο τύπος λειτουργεί δίχως όρια. Έτσι, το Δικαστήριο διέκρινε μεταξύ ψυχαγωγικής ερευνητικής δημοσιογραφίας (η περίπτωση του Mosley) και πολιτικής, σοβαρής δημοσιογραφίας, καθιστώντας προφανές ότι η δυναμική προστασία του τύπου, κατά το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, που η νομολογία του ΕΔΔΑ έχει διαμορφώσει, επιφυλάσσεται υπέρ της πολιτικής και όχι της ψυχαγωγικής ερευνητικής δημοσιογραφίας. Παράλληλα, υπογραμμίστηκε από το Δικαστήριο ότι η προστασία του άρθρου 10 ΕΣΔΑ επιφυλάσσει μεν ένα ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας για την απόλαυση του δικαιώματος στην ελεύθερη δημοσιογραφία, όμως, επίσης, οριοθετείται από τον σεβασμό στα δικαιώματα των άλλων και από το καθήκον της καλόπιστης, βέβαιης και ακριβούς πληροφόρησης του κοινού και τήρησης της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Επιπλέον, το Δικαστήριο τόνισε ότι η ισχυρή επίδραση της χρήσης οπτικοακουστικών μέσων επί της κοινής γνώμης επιβάλλει ως ‘βάρος’ έναντι του τύπου, την απόδειξη της πρόσθετης συνεισφοράς του υλικού αυτού σε μια συζήτηση δημοσίου ενδιαφέροντος, σε κάθε ειδική και συγκεκριμένη περίπτωση. Έχοντας σκιαγραφήσει τα κανονιστικά όρια των δύο δικαιωμάτων, το ΕΔΔΑ αναζήτησε τη ‘δίκαιη ισορροπία’ τους, μια ερμηνευτική, σταθμιστική διαδικασία στην οποία το Δικαστήριο προβαίνει όταν υφίσταται έλλειψη κοινών standards, κοινού ερμηνευτικού consensus μεταξύ των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ωστόσο, η αντίφαση που γεννήθηκε εδώ είναι ότι, παρά το γεγονός ότι η διακρίβωση της ‘δίκαιης ισορροπίας’ συνεπάγεται μια εξειδικευμένη σταθμιστική διαδικασία, προσαρμοσμένη στα ειδικά και συγκεκριμένα περιστατικά μιας υπόθεσης, στο πλαίσιο της υπόθεσης Mosley έλαβε γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα. Έτσι, η υπόθεση Mosley συνιστά ουσιαστικά μια υπόθεση ‘οδηγό’ όσον αφορά στον προσδιορισμό της έννοιας της γενικής ‘αποτρεπτικής επίδρασης’ (chilling effect), που είναι δυνατόν να επιφέρει η κατοχύρωση μιας υποχρέωσης προ-γνωστοποίησης των ενδιαφερομένων για δημοσιεύματα σχετικά με την ιδιωτική τους ζωή, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ εξέτασε κατά πόσον στην έννοια των θετικών υποχρεώσεων ενός κράτους για την αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, εντάσσεται η νομοθετική κατοχύρωση μιας υποχρέωσης προγνωστοποίησης υπέρ των ιδιωτών και κατά του τύπου, στις περιπτώσεις δημοσιευμάτων που αφορούν σε ζητήματα προσωπικής και ιδιωτικής ζωής. Ουσιαστικά, με αυτό το αίτημά του ο Mosley διεκδικούσε την κατοχύρωση ενός σταθμιστικού ‘βάρους’ κατά του τύπου σε περιπτώσεις δημοσιευμάτων, προσβλητικών για την ιδιωτικότητα δημοσίων προσώπων. Κατά την άποψη του αιτούντα, η καθιέρωση μιας τέτοιας υποχρέωσης θα επανέφερε την ισορροπία στην ‘άνιση’ σχέση μεταξύ δημοσίων προσώπων και σκανδαλοθηρικού τύπου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Κατά το ΕΔΔΑ, η αποδοχή ότι η επιβολή μιας υποχρέωσης προγνωστοποίησης είναι δυνατόν να έχει γενικότερες επιπτώσεις, τόσο στον ψυχαγωγικό, όσο και στον πολιτικό, σοβαρό τύπο, δικαιολογεί την ανάγκη αφηρημένης στάθμισης μεταξύ ιδιωτικότητας και ελευθερίας του τύπου, αλλά και διεξαγωγής ενός εξονυχιστικού ελέγχου αναλογικότητας από την πλευρά του Δικαστηρίου. Σε αυτή τη βάση, το ΕΔΔΑ εξέτασε αυτοτελώς τα όρια της ελευθερίας του τύπου, έναντι μιας ενδεχόμενης παρέμβασης, όπως η νομοθετική κατοχύρωση προγνωστοποίησης, διατυπώνοντας τα ακόλουθα πραγματολογικά και κανονιστικά επιχειρήματα. Καταρχήν, το ΕΔΔΑ υποστήριξε ότι καταρχάς η επιβολή προληπτικών μέτρων κατά του τύπου είναι επιτρεπτή σύμφωνα με το άρθρο 10 ΕΣΔΑ. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις η δημοσίευση των ειδήσεων οφείλει να είναι άμεση, προκειμένου να προστατευθεί η βαρύτητα και η σημασία τους. Στο ίδιο πλαίσιο, το Δικαστήριο τόνισε ότι οι θετικές υποχρεώσεις ενός κράτους δεν εξαντλούνται στη λήψη προληπτικών μέτρων, αλλά ότι συχνά και τα κατασταλτικά μέτρα επαρκούν για την αποτελεσματική προστασία της ιδιωτικότητας. Τέτοια μέτρα είναι η πρόβλεψη χορήγησης ex post facto δικαστικής αποζημίωσης, ή η κατοχύρωση ενός συστήματος αυτορρύθμισης του τύπου. Πρόκειται για υποχρεώσεις που το Ηνωμένο Βασίλειο τηρούσε, στο βαθμό που διέθετε και κώδικα δεοντολογίας του τύπου (Editors’ Code of Practice), αλλά και ανεξάρτητη αρχή που επόπτευε την πιστή τήρηση και εφαρμογή του (Press Complaints Commission). Το Δικαστήριο, τέλος, αφού επισήμανε την παντελή έλλειψη ενός αντίστοιχου θεσμού στις δικαιοδοσίες των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, και άρα την έλλειψη ενός σχετικού consensus, επισήμανε τα προβλήματα αποτελεσματικής εφαρμογής της υποχρέωσης προγνωστοποίησης. Έτσι, η αδιάκριτη επιβολή μιας τέτοιας υποχρέωσης σε υποθέσεις ιδιωτικότητας, είναι δυνατόν να επιφέρει έναν υπέρμετρο κατά του τύπου περιορισμό, στο βαθμό που δεν διαχωρίζει μεταξύ περισσότερο και λιγότερο επαχθών προσβολών του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή (π.χ. μεταξύ πυρήνα της οικειότητας της ιδιωτικής ζωής και άλλων εξωτερικότερων εκφάνσεών της). Το κυριότερο, η εξαιρετικά πιθανή σύνδεση της υποχρέωσης αυτής με την επιβολή προστίμων ή κυρώσεων, θα μπορούσε να επιφέρει μια γενικότερη ‘αποτρεπτική επίδραση’ (chilling effect) στη λειτουργία του τύπου με τη μορφή λογοκρισίας, παραβιάζοντας τον ίδιο τον πυρήνα του άρθρου 10 ΕΣΔΑ. Τέλος, αντικειμενικά προβλήματα εφαρμογής μιας τέτοιας υποχρέωσης θα μπορούσε να γεννήσει τόσο μια ευρεία ρήτρα διαφυγής ‘δημοσίου συμφέροντος’ υπέρ του τύπου, καθώς και η αναζήτηση του υποκειμένου της προγνωστοποίησης σε περιπτώσεις φωτογράφησης ανώνυμου πλήθους.

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...