Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διεθνής σύμβασης της Χάγης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διεθνής σύμβασης της Χάγης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 28 Μαΐου 2022

Διεθνής Σύμβαση Χάγης «για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών» - Έννοια επιμέλειας, παράνομης παρακράτησης και μετακίνησης τέκνου αντίστοιχα κατά τον Κανονισμό (ΕΚ) 2201/2003


 

 

Πως μία μητέρα αποκλείεται κατ' ουσίαν από το δικαίωμα επικοινωνίας της με το ανήλικο τέκνο της

136/2022 ΑΠ

Αίτηση ασκούσας την επιμέλεια τέκνου για επιστροφή αυτού στον τόπο συνήθους διαμονής των γονέων λόγω απαγωγής του. Οι αποφάσεις επί υποθέσεων που εκδικάζονται κατά παραπομπή με τα ασφαλιστικά μέτρα υπόκεινται κατ' εξαίρεση σε ένδικα μέσα. Η άνω περίπτωση συντρέχει επί αίτησης επιστροφής τέκνου στον τόπο συνήθους διαμονής των γονέων του λόγω απαγωγής του. Για την βασιμότητα αυτής δεν αρκεί πιθανολόγηση. Από 25.10.1980 Διεθνής Σύμβαση Χάγης «για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών» που έχει υπενομοθετική ισχύ στην Ελλάδα. Σκοπός του άνω νομοθετήματος και υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του. Αν διαγνωσθεί παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή παιδιού κατά παράβαση δικαιώματος επιμέλειας ή επικοινωνίας του με τον δικαιούχο γονέα, θεσπίζεται βάσει του άνω νομοθετήματος υποχρέωση επιστροφής του τέκνου στον τόπο διαμονής και στον άνω γονέα. Έννοια επιμέλειας τέκνου κατά την άνω διεθνή σύμβαση. Περιπτώσεις όπου οι άνω ενέργειες δεν είναι παράνομες. Φορέας του δικαιώματος να αξιώσει την επιστροφή του τέκνου είναι όποιος ασκεί την επιμέλεια ή δικαίωμα επικοινωνίας με αυτό βάσει του νόμου, δικαστικής απόφασης ή συμφωνίας των μερών. Πιθανά πρόσωπα που μπορούν να παραβιάσουν το δικαίωμα επιμέλειας γονέα όπως ο άλλος γονέας. Περιπτώσεις. Έννοια επιμέλειας, παράνομης παρακράτησης και μετακίνησης τέκνου αντίστοιχα κατά τον Καν. (ΕΚ) 2201/2003. Στην έννοια της επιμέλειας εντάσσεται και η επιλογή του τόπου διαμονής του. Πότε ασκείται από κοινού από τους γονείς του. Τηρούμενη διαδικασία αν η αίτηση επιστροφής κατατέθηκε εντός έτους από την απαγωγή ή μεταγενέστερα. Μέσα άμυνας καθού γονέα στην τελευταία περίπτωση. Εξαιρέσεις από την υποχρεωτική επιστροφή του τέκνου στην προτέρα κατάσταση που οφείλει να προβάλλει ο υπόχρεος γονέας επικαλούμενος το συμφέρον του τέκνου. Προς τούτο δύναται να συνεκτιμάται και η βούληση του ιδίου του τέκνου αν φέρει την πνευματική ωριμότητα να εκδηλώσει την βούλησή του στο δικαστήριο που οφείλει να του παράσχει αυτό το δικαίωμα. Κριτήρια κατάφασης της πνευματικής ωριμότητας τέκνου. Δικαιώματα τέκνων με πνευματική ωριμότητα κατά το εσωτερικό δίκαιο της χώρας όπου ζουν βάσει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για άσκηση των δικαιωμάτων παιδιού. Ορισμένο και βάσιμο λόγων αναίρεσης κατ' άρθρο 559 αρ. 1, 11γ και 19 ΚΠολΔ. Έννομο συμφέρον για την προβολή λόγων αναίρεσης επί επάλληλων αιτιολογιών της προσβαλλομένης. Απορρίπτει αναίρεση κατά της 145/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Αριθμός 136/2022 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2` Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου, Μαρία Ανδρικοπούλου και Μαρί Δεργαζαριάν - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 27 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: ...κατοίκου Ηνωμένου Βασιλείου,  υπό την ιδιότητα της ασκούσας τη γονική μέριμνα της στερούμενης γνωστού πατρός ανηλίκου βιολογικής της κόρης ... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Παπαδόπουλο - Τσαγιάννη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης: ... κατοίκου Θεσσαλονίκης. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Καβαλιώτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-07-2018 αίτηση της ήδη αναιρείουσας που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1711/2019 του ίδιου Δικαστηρίου και 145/2020 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 1-09-2020 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων 145/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείόυ Θεσσαλονίκης, η οποία αφού δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την έφεση, εξαφάνισε την υπ’ αριθ. 1711/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια απέρριψε κατ' ουσίαν την αίτηση που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα και με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να επιστρέψει άμεσα στον τόπο της κύριας και συνήθους διαμονής τους στο Ηνωμένο Βασίλειο (στο …. του Έσσεξ) το ανήλικο τέκνο αυτής, το οποίο η τελευταία είχε μεταφέρει και κρατούσε στην Ελλάδα. Η αίτηση αναίρεσης, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ), είναι δε, παραδεκτή, αφού ναι μεν κατά τη διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα οι αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, όμως η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται και επιτρέπονται ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων σε υποθέσεις, που για λόγους ταχύτερης και μόνον απονομής της δικαιοσύνης παραπέμφθηκαν προς οριστική επίλυση στη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, χωρίς να πρόκειται κατά τα λοιπά για λήψη ασφαλιστικών μέτρων (ΟλΑΠ 754/1986, ΑΠ 434/2020), όπως είναι και η παρούσα υπόθεση, κατά την οποία τέμνεται οριστικά διαφορά από απαγωγή παιδιού κατά τους όρους της από 25.10.1980 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης «για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών που κυρώθηκε και από την Ελλάδα με το ν. 2102/1992 και όπως αυτή συμπληρώνεται με το άρθρο 11 του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 «για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας» (ΑΠ 317/2016, ΑΠ 598/2015). Η από 25-10-1980 Διεθνής Σύμβαση της Χάγης «για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών, η οποία κυρώθηκε και από την Ελλάδα με τον νόμο 2102/1992 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρ. 28 παρ.1 του Συντάγματος), εφαρμόζεται δε, κατά το άρθρο 4 αυτής, για κάθε παιδί, νεότερο των δέκα έξι ετών, το οποίο είχε τη συνήθη διαμονή του σε συμβαλλόμενο κράτος αμέσως πριν από την προσβολή των δικαιωμάτων επιμέλειας ή επικοινωνίας, έχει σκοπό, σύμφωνα με το άρθρο 1, την εξασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού, προληπτικά με την αποθάρρυνση των γονέων που σχεδιάζουν απαγωγές και κατασταλτικά με την άμεση επαναφορά του παιδιού που μετακινήθηκε ή κατακρατείται παράνομα σε ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη, στην προηγούμενη κατάσταση. Προβλέπει, όμως, και εξαιρέσεις στην επαναφορά, όπου το συμφέρον του παιδιού επιβάλλει άλλη αντιμετώπιση, διασφαλίζοντας ότι τα δικαιώματα επιμέλειας και επικοινωνίας που υφίστανται κατά το δίκαιο ενός από τα συμβαλλόμενα κράτη θα είναι σεβαστά και στα άλλα συμβαλλόμενα κράτη. Στη διάταξη του άρθρου 3 της Σύμβασης ορίζονται τα ακόλουθα: «η μετακίνηση ή η κατακράτηση παιδιού θεωρούνται παράνομες, εφόσον: α) έγιναν κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας, αναγνωρισμένου σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή άλλη οργάνωση, είτε αποκλειστικά, είτε από κοινού με άλλους, από το δίκαιο του Κράτους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την μετακίνηση ή την κατακράτησή του και β) το δικαίωμα αυτό ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά τον χρόνο της μετακίνησης ή της κατακράτησης, ή θα είχε ασκηθεί κατ` αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά. Το δικαίωμα επιμέλειας του παιδιού που αναφέρεται στην περίπτωση α` μπορεί να απορρέει ιδίως είτε απευθείας από τον νόμο, είτε από δικαστική ή διοικητική απόφαση, είτε από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του Κράτους». Η συγκεκριμένη διάταξη συνιστά τη θεμελιώδη αρχή της Σύμβασης, σύμφωνα με την οποία, όταν συντρέχουν σωρευτικά οι οριζόμενες προϋποθέσεις εφαρμογής της, δηλαδή μετακίνηση ανηλίκου παιδιού κατά παραβίαση υφιστάμενου δικαιώματος επιμέλειας, το οποίο και πράγματι να ασκούνταν από το πρόσωπο που επικαλείται την εφαρμογή της Σύμβασης κατά τον χρόνο της μετακίνησης και θίγεται από αυτή, θέτει σε λειτουργία τον μηχανισμό της Σύμβασης και οδηγεί στη λήψη του προβλεπόμενου απ' αυτή μέτρου προστασίας. Το μέτρο αυτό συνίσταται στην υποχρέωση επιστροφής του παιδιού στον τόπο της συνήθους διαμονής και στο πρόσωπο που ασκούσε την επιμέλειά του, από το οποίο το ανήλικο παιδί έχει παράνομα αφαιρεθεί. Η υποχρέωση επιστροφής υπάρχει μόνον αν η αφαίρεση ή κατακράτησή του είναι παράνομη. Το δικαίωμα επιμέλειας (που διακρίνεται και διαχωρίζεται από το ευρύτερο δικαίωμα της γονικής μέριμνας, χωρίς το τελευταίο να αποτελεί αντικείμενο προστασίας της Σύμβασης) μπορεί να απορρέει είτε απευθείας από τον νόμο, είτε από τη δικαστική απόφαση (ή απόφαση διοικητικής αρχής) που ρύθμισε το σχετικό θέμα και ανέθεσε την άσκηση της επιμέλειας σε κάποιο πρόσωπο είτε και με βάση ιδιωτικές συμφωνίες περί της επιμελείας που αναπτύσσουν έννομες συνέπειες στη χώρα της συνήθους διαμονής του παιδιού. Εξάλλου, η Διεθνής Σύμβαση, στο άρθρο 5 εδάφιο α` αυτής, καθορίζει την έννοια που η ίδια, για την εφαρμογή των διατάξεών της, προσδίδει στον όρο «δικαίωμα επιμέλειας» και ειδικότερα ορίζει ότι «Κατά την έννοια της παρούσας Σύμβασης: α) το «δικαίωμα επιμέλειας περιλαμβάνει το δικαίωμα που αφορά στη μέριμνα για το πρόσωπο του παιδιού και ιδίως το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του». Είναι πρόδηλο ότι μόνο το πρόσωπο που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου μπορεί να προσδιορίζει και τον τόπο της συνήθους διαμονής του τέκνου. Αν την επιμέλεια έχουν, κατά τα ανωτέρω, οι δύο γονείς, από κοινού θα πρέπει να επιλέγουν τον τόπο (χώρα, πόλη, περιοχή, σπίτι) της συνήθους διαμονής του. Το δικαίωμα επιμέλειας του γονέα κατά τη Διεθνή Σύμβαση, επιδέχεται προσβολής, όχι μόνο από κάποιον τρίτο, αλλά, στην περίπτωση που το ασκούν και οι δύο γονείς, με βάση το δίκαιο του τόπου της συνήθους διαμονής του παιδιού, και από τον ένα γονέα σε βάρος του άλλου, όπως συνιστά η μονομερής ενέργεια του ενός γονέα, που θα πάρει μόνος του το παιδί και θα το μετακινήσει σε άλλη χώρα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε νομικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος κατάργησε τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000, έχει δε δεσμευτική ισχύ σε όλα τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (άρθρο 72 αυτού), και αποσκοπεί, κατά το προοίμιο αυτού, να διασφαλίσει την άμεση επιστροφή των παιδιών που μετακινήθηκαν ή κατακρατήθηκαν παράνομα σε ένα από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., ορίζονται, μεταξύ των άλλων, τα εξής: «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί...9. Ο όρος «δικαίωμα επιμέλειας» περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αφορούν τη φροντίδα για το πρόσωπο του παιδιού, και ειδικότερα το δικαίωμα απόφασης καθορισμού του τόπου διαμονής του... 11. Ο όρος «παράνομη μετακίνηση» ή «κατακράτηση» παιδιού σημαίνει τη μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού: α) εφόσον γίνονται κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας το οποίο προκύπτει από δικαστική απόφαση ή από τον νόμο ή από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του και β) με την επιφύλαξη ότι το δικαίωμα αυτό ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά τον χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή θα είχε ασκηθεί κατ` αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά. Η επιμέλεια θεωρείται ότι ασκείται από κοινού όταν ο ένας από τους δικαιούχους της γονικής μέριμνας δεν μπορεί, σύμφωνα με απόφαση ή απευθείας από τον νόμο, να αποφασίζει για τον τόπο διαμονής του παιδιού χωρίς τη συγκατάθεση άλλου δικαιούχου της γονικής μέριμνας». Κατά δε το άρθρο 11 του ίδιου Κανονισμού: «Επιστροφή του παιδιού 1. Όταν ένα φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα ή οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας προσφεύγει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους προκειμένου να εκδοθεί, βάσει της σύμβασης της Χάγης της 25ης Οκτωβρίου 1980 για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών (εφεξής «σύμβαση της Χάγης του 1980»), απόφαση για την επιστροφή του παιδιού το οποίο μετακινήθηκε ή κατακρατείται παρανόμως σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους όπου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, ισχύουν οι παράγραφοι 2 έως 8». Έτσι, συμπληρωματικά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12 και 13 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης. Εφόσον συντρέχει, κατά τα ανωτέρω, το παράνομο της μετακίνησης ή αφαίρεσης του ανήλικου παιδιού, όταν δηλαδή με αυτές θίγεται το δικαίωμα επιμέλειας που έχει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους στο οποίο βρισκόταν η συνήθης διαμονή του παιδιού αμέσως πριν από την μετακίνηση ή την κατακράτησή του, το οποίο (δικαίωμα) ασκούνταν ουσιαστικά, πριν μεσολαβήσουν τα περιστατικά που συνιστούν την απαγωγή, τότε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 εδάφιο α` της Σύμβασης, αν από τη μετακίνησή του μέχρι τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης εφαρμογής της Σύμβασης ενώπιον της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του συμβαλλόμενου κράτους, όπου βρίσκεται το παιδί, διέρρευσε χρονικό διάστημα μικρότερο του ενός έτους, η επιληφθείσα αρχή διατάσσει την άμεση επιστροφή του. Εάν παρά την κατάθεση, της κατά το άρθρο 8 της Σύμβασης, αίτησης ενώπιον της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του συμβαλλόμενου Κράτους εντός του έτους από την απαγωγή, η διοικητική αρχή επιλήφθηκε αφού είχε παρέλθει αυτό το χρονικό διάστημα, πάλι οφείλει, κατά το β` εδάφιο του άνω άρθρου, να διατάξει την επιστροφή του παιδιού. Στην τελευταία, όμως περίπτωση, προβλέπεται εξαίρεση από την υποχρέωση επιστροφής, αν αποδειχθεί, ύστερα από την προβολή σχετικού ισχυρισμού από τον καθ` ου στρέφεται η αίτηση, ότι το παιδί έχει ήδη προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον. Η εξαίρεση αυτή δεν εφαρμόζεται εάν η δικαστική ή διοικητική αρχή του συμβαλλόμενου Κράτους επιλήφθηκε της αίτησης πριν παρέλθει έτος από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση (ΑΠ 1030/2017). Εξαιρέσεις στην υποχρέωση επιστροφής του παιδιού εισάγει και η διάταξη του άρθρου 13 της Σύμβασης, οι οποίες έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση παράνομης μετακίνησης του παιδιού, δηλαδή είτε η εξέταση της αίτησης που κατατέθηκε μέσα στην προαναφερόμενη προθεσμία γίνεται εντός έτους από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, είτε μετά την πάροδο αυτού του χρονικού διαστήματος. Σύμφωνα δε με τη διάταξη αυτή, η δικαστική ή διοικητική αρχή του συμβαλλόμενου Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, δεν υποχρεώνεται να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, παρά την παράνομη μετακίνηση, ή κατακράτησή του, εφόσον το φυσικό πρόσωπο που αντιτίθεται στην επιστροφή του αποδεικνύει, προβάλλοντας σχετική καταλυτική ένσταση: α) ότι το φυσικό πρόσωπο που είχε τη μέριμνα του προσώπου του παιδιού δεν ασκούσε ουσιαστικά το δικαίωμα επιμέλειας κατά τον χρόνο της μετακίνησης ή είχε συναινέσει στη μετακίνηση ή την είχε εγκρίνει εκ των υστέρων ή β) ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση (ΑΠ 434/2020). Η δικαστική ή διοικητική αρχή μπορεί επίσης, ομοίως, κατόπιν προβολής σχετικής ένστασης, να αρνηθεί την επιστροφή του παιδιού, εάν διαπιστώσει ότι το παιδί αντιτίθεται στην επιστροφή του και έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα, που υπαγορεύουν να ληφθεί υπόψη η γνώμη του. Κατά την εκτίμηση των περιστάσεων, που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, οι δικαστικές ή διοικητικές αρχές οφείλουν να λάβουν υπόψη τις πληροφορίες για την κοινωνική κατάσταση του παιδιού, που παρέχονται από την Κεντρική Αρχή ή άλλη δημόσια υπηρεσία του κράτους της συνήθους διαμονής του (ΑΠ 1767/2011). Οι εξαιρέσεις επιχειρούν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο να προκύψουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από αυτό καθεαυτό το γεγονός της επιστροφής πλέον του παιδιού, και όχι από έκτακτες ή άλλες εξαιρετικές συμπτώσεις, καταστάσεις μη συμβατές για το συμφέρον του. Το παιδί πρέπει να αντιμετωπίζεται ως άτομο με τις δικές του ανάγκες και δικαιώματα, ώστε να διασφαλίζεται η πλήρης και ομαλή ψυχοσωματική του ανάπτυξη και να μην υπάρχει κίνδυνος αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της άμεσης επιστροφής του, να έχει την τάση, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, μετά σφοδρής πιθανότητας και κατά την κρίση λογικού και επιμελούς ανθρώπου, να εκθέσει το παιδί σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή να το περιαγάγει σε μία αφόρητη κατάσταση, να επιφέρει, δηλαδή, τα αποδοκιμαζόμενα από τη Σύμβαση αποτελέσματα (ΑΠ 1030/2017, ΑΠ 916/2010). Πρέπει επομένως ο κίνδυνος να είναι ιδιαίτερα σοβαρός και όχι απλός, κρινόμενος με βάση συγκεκριμένες εξωτερικές καταστάσεις που θα αντιμετωπίσει το παιδί μετά από επιστροφή του στον τόπο της συνήθους διαμονής του (ΑΠ 598/2015). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 του Κανονισμού 2201/2003 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την εφαρμογή των άρθρων 12 και 13 της σύμβασης της Χάγης του 1980, εξασφαλίζεται ότι παρέχεται στο παιδί η δυνατότητα ακρόασης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, εκτός αν αυτό αντενδείκνυται λόγω της ηλικίας του ή του βαθμού ωριμότητάς του. Επίσης, κατά το άρθρο 12 της Διεθνούς Σύμβασης της 26-1-1990 για τα δικαιώματα του παιδιού, που κυρώθηκε με το ν. 2101/1990 ορίζεται ότι «1. Τα συμβαλλόμενα κράτη εγγυώνται στο παιδί που έχει ικανότητα διάκρισης, το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης της γνώμης του σχετικά με οποιοδήποτε θέμα που το αφορά, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις του παιδιού ανάλογα με την ηλικία του και με το βαθμό ωριμότητάς του. 2. Για τον σκοπό αυτόν θα πρέπει ιδίως να δίνεται στο παιδί η δυνατότητα να ακούγεται σε οποιαδήποτε διοικητική ή δικαστική διαδικασία που το αφορά, είτε άμεσα είτε μέσω ενός εκπροσώπου ή ενός αρμόδιου οργανισμού, κατά τρόπο συμβατό με τους διαδικαστικούς κανόνες της εθνικής νομοθεσίας». Και στο άρθρο 16 αυτής: «1. Κανένα παιδί δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αυθαίρετης ή παράνομης επέμβασης στην ιδιωτική του ζωή, στην οικογένειά του, στην κατοικία του ή στην αλληλογραφία του, ούτε παράνομων προσβολών της τιμής και της υπόληψής του. 2. Το παιδί δικαιούται να προστατεύεται από το νόμο έναντι τέτοιων επεμβάσεων ή προσβολών». Εξάλλου, στο άρθρο 3 Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την άσκηση των δικαιωμάτων παιδιού, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 2502/1997, ορίζεται ότι ένα παιδί που θεωρείται από το εσωτερικό δίκαιο ότι έχει επαρκή κρίση, στις διαδικασίες που το αφορούν ενώπιον μιας δικαστικής αρχής, παρέχονται τα ακόλουθα δικαιώματα, την απόλαυση των οποίων μπορεί να ζητήσει και το ίδιο: α... β. να ερωτάται και να εκφράζει τη γνώμη του...» ενώ κατά το άρθρο 6 της ιδίας σύμβασης «Στις διαδικασίες που αφορούν ένα παιδί, η δικαστική αρχή, πριν να λάβει οποιαδήποτε απόφαση, οφείλει: α. να εξετάσει αν διαθέτει επαρκείς πληροφορίες για να λάβει μία απόφαση προς το ύψιστο συμφέρον του και, ενδεχομένως, να λάβει συμπληρωματικές πληροφορίες, ειδικότερα από την πλευρά των κατόχων γονικών ευθυνών, β. όταν το παιδί θεωρείται από το εσωτερικό δίκαιο ότι έχει μία επαρκή κρίση: -να εξασφαλίσει ότι το παιδί έχει λάβει οποιαδήποτε χρήσιμη πληροφορία,- να ρωτήσει στις κατάλληλες περιπτώσεις το παιδί προσωπικά, εν ανάγκη κατ` ιδίαν, η ίδια ή μέσω άλλων προσώπων ή οργάνων, με μία μορφή κατάλληλη προς την κρίση του, εκτός αν αυτή είναι εμφανώς αντίθετη προς τα ύψιστα συμφέροντα του παιδιού, - να επιτρέψει στο παιδί να εκφράσει τη γνώμη του, γ. να λάβει νόμιμα υπόψη τη γνώμη που εκφράστηκε». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι ως κυρίαρχη αρχή για την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού καθιερώνεται «το ύψιστο συμφέρον αυτού», για την εξυπηρέτηση του οποίου τα εκάστοτε αρμόδια όργανα, και εν προκειμένω η δικαστική αρχή, είναι αναγκαίο να λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του, υπό την προϋπόθεση ότι έχει διαπιστώσει νόμιμα προηγουμένως ότι αυτό έχει την προς τούτο επαρκή κρίση, κατά το εσωτερικό δίκαιο της χώρας που εφαρμόζεται. Συνεπώς και στην περίπτωση της εξέτασης αίτησης επιστροφής παιδιού κατά την προαναφερόμενη Διεθνή Σύμβαση της Χάγης, το δικαστήριο πρέπει να ζητεί και να συνεκτιμά τη γνώμη του τέκνου σχετικά με την αιτούμενη επιστροφή του στον τόπο συνήθους, πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, διαμονής του. Αυτή η υποχρέωση του δικαστηρίου υπάρχει μόνο εφόσον κρίνει ότι το παιδί έχει την απαιτούμενη ωριμότητα, ότι δηλαδή έχει την ικανότητα να αντιληφθεί το συμφέρον του, σχετικά με το ζήτημα του τόπου διαμονής του, ήτοι εάν το συμφέρον του επιβάλλει να επιστρέψει στον τόπο της συνήθους διαμονής του ή να παραμείνει στον τόπο στον οποίο μετακινήθηκε. Η σχετική κρίση του δικαστηρίου σχηματίζεται από την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, με βάση την ηλικία του ανηλίκου, η οποία, όμως, μόνη δεν αποδεικνύει και την ωριμότητα ή ανωριμότητά του (ΑΠ 1316/2009), αλλά και τις λοιπές περιστάσεις, την πνευματική και ψυχική του κατάσταση. Για την κρίση περί της ύπαρξης ή μη της απαιτούμενης ωριμότητας που σχηματίζεται από την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία (ΑΠ 283/1986), ώστε αρκεί προς βεβαίωση της συναγωγής της η μη εξέταση του τέκνου από το δικαστήριο, ούτε αυτή ελέγχεται αναιρετικά, αφού αποτελεί πόρισμα εκτιμήσεως πραγματικών γεγονότων κατ’ άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ (ΑΠ 952/2007). Εφόσον το δικαστήριο δέχεται την ύπαρξη τέτοιας ωριμότητας του παιδιού, δεν υπάρχει παραβίαση των σχετικών ως άνω διατάξεων και δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τη μη εξέταση τούτου (ΑΠ 434/2020, ΑΠ 1111/2002). Τέλος, στις υποθέσεις που αφορούν ασφαλιστικά μέτρα αρκεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 690 παρ. 1 ΚΠολΔ, η πιθανολόγηση των ισχυρισμών των διαδίκων, δηλαδή μικρότερος βαθμός δικανικής πεποίθησης ως προς τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και το ίδιο ισχύει και στις υποθέσεις οριστικής δικαστικής προστασίας που για λόγους ταχύτητας, μολονότι δεν αφορούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, δικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αφού με διαφορετική άποψη φαλκιδεύεται ο σκοπός της παραπομπής τους στη διαδικασία αυτή (ΑΠ 287/2016, ΑΠ 1284/2004). Ειδικά, όμως, στις υποθέσεις απαγωγής παιδιού απαιτείται πλήρης δικανική πεποίθηση για την παραδοχή ή την απόρριψη της αίτησης επιστροφής του, όπως αυτό σαφώς συνάγεται από περισσότερες της μιας διατάξεις της από 25-10-1980 Σύμβασης της Χάγης και συγκεκριμένα: α) από το άρθρο 12 αυτής που επιτρέπει στο δικαστήριο να μην διατάξει την επιστροφή του απαχθέντος παιδιού αν αποδειχθεί (και όχι απλώς πιθανολογηθεί) ότι το παιδί έχει ήδη προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον, β) από το άρθρο 13 αυτής, κατά το οποίο η δικαστική ή διοικητική αρχή του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν δεσμεύεται να διατάξει την επιστροφή του απαχθέντος παιδιού, εφόσον το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οργάνωση που αντιτίθεται στην επιστροφή του αποδεικνύει (και άρα όχι απλώς πιθανολογεί) κάποια από μνημονευόμενα στο ίδιο άρθρο γεγονότα και γ) από το άρθρο 14 της ίδιας Σύμβασης, στο οποίο γίνεται λόγος για διαπίστωση (και όχι απλώς για πιθανολόγηση) παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης παιδιού (ΑΠ 317/2016, ΑΠ 1857/2011). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνας που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις (ΑΠ 1223/2015, ΑΠ 659/2015). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας, ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013). Με τον ως άνω λόγο αναίρεσης, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 27 και 28/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στον νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση (ΑΠ 531/2014). Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε τον νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε τον νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 114/2016). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. (ΟλΑΠ 1/1999). Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάργηση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο (ΟλΑΠ 24/1992, ΑΠ 34/2016). Η έλλειψη ή ανεπάρκεια ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν ιδρύουν τον ως άνω λόγο αναίρεσης (ΟλΑΠ 24/1992, ΑΠ 533/2016). Τα επιχειρήματα αυτά δεν συνιστούν παραδοχές με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και ως εκ τούτου δεν αποτελούν «αιτιολογία» της απόφασης ζώστε να επιδέχεται αυτή στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια (ΑΠ 184/2017). Ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 360/2014, ΑΠ 1351/2011). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά τον νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Ελλείψεις, δε, του νομικού συλλογισμού, αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση, αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 15/2006, ΟλΑΠ 861/1984, ΑΠ 1376/2011). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και τον νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 793/2015, ΑΠ 360/2014). 

Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι, εκ των οποίων η εκκαλούσα-αιτούσα (αναιρεσείουσα) είναι Αμερικανίδα υπήκοος και η εφεσίβλητη - καθ’ ης η αίτηση (αναιρεσίβλητη) έχει την Ελληνική και Αμερικανική υπηκοότητα, συνήψαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις 20.08.2013, σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο στις 10.01.2015 τράπηκε σε νόμιμο γάμο, σύμφωνα με το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου. Στις 17.09.2013, γεννήθηκε στο … της Αγγλίας του Ηνωμένου Βασιλείου από την αιτούσα, η οποία το συνέλαβε και το κυοφόρησε με τη μέθοδο της τεχνητής σπερματέγχυσης και χρήσης σπέρματος δωρητή, ένα θήλυ τέκνο, η ... Το τέκνο αυτό καταγράφηκε στο Ληξιαρχείο του Έσσεξ της Μεγάλης Βρετανίας, στις 23.09.2013, με γονέα του την καθ’ ης η αίτηση και μητέρα την αιτούσα, αρχικά ως ... (χωρίς το επώνυμο της αιτούσας) και μεταγενέστερα, με την από 18.11.2016 σχετική δικαστική απόφαση του Αναπληρωτή Δικαστή Ο` Brien, μετά από αίτηση της εκκαλούσας, καθορίστηκε το επίθετο του τέκνου τους ως «...». Συνεπώς, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από την εκκαλούσα έγγραφα, η απόκτηση της γονικής μέριμνας από δεύτερο γονέα που είναι γυναίκα (στην περίπτωση που το παιδί έχει γονέα δυνάμει του άρθρου 43 του Νόμου περί Ανθρώπινης Γονιμοποίησης και Εμβρυολογίας του 2008 του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως εν προκειμένω) θα έπρεπε να επέλθει, σύμφωνα με το άρθρο 4 (ζ) (α) του νόμου περί τέκνων του 1989 του Ηνωμένου Βασιλείου, το έτος 2013, με την εγγραφή της καθ’ ης ως γονέα του παιδιού στο ως άνω ληξιαρχείο του Έσσεξ του Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτό όμως (η απόκτηση δηλαδή, της γονικής μέριμνας μέσω της οδού που προβλέπεται στο άνω άρθρο του Αγγλικού Νόμου) δεν έγινε, όπως αναφέρει ο δικαστής Newton, στην παράγραφο 129 (σελ 36) της προσκομιζόμενης από την καθ’ ης σε ακριβή μετάφραση από την αγγλική γλώσσα απόφαση No. CM17P02246, για τεχνικούς λόγους και ως εκ τούτου εκδόθηκε η διάταξη της 29ης Μαρτίου 2016, όπως αναφέρει στην ως άνω απόφαση ο εν λόγω Δικαστής. Η διακοπή της συμβίωσης των διαδίκων επήλθε στις αρχές του έτους 2016 και λίγες μέρες μετά υποβλήθηκε, στις 16.02.2016, η πρώτη αίτηση μεταξύ των διαδίκων αναφορικά με το όλο θέμα της γονικής μέριμνας του ανηλίκου τέκνου τους, το οποίο τότε ήταν περίπου 2,5 ετών. Έκτοτε και έως σήμερα έχουν γίνει πάρα πολλά δικαστήρια μεταξύ των διαδίκων, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και πρόσφατα στη χώρα μας, με πρωτοβουλία κυρίως της αιτούσας, η οποία, αναφορικά με τα δικαστήρια στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι «υπεύθυνη για τις επανειλημμένες και ως επί το πλείστον αβάσιμες πολλαπλές αιτήσεις ενώπιον του δικαστηρίου, επιθετικές, εχθρικές και αχαλίνωτες επικοινωνίες μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και καταγγελίες σε κάθε φορέα, είτε πρόκειται για επανειλημμένη προσφυγή σε έφεση, καταγγελία σε επαγγελματικούς φορείς, δημοσιεύσεις στο διαδίκτυο ή συμμετοχή τρίτων φορέων...», όπως αναφέρει ο δικαστής Newton, στην παράγραφο 2 (σελ. 2) της ως άνω απόφασης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι με την από 29.03.2016 απόφαση του Αναπληρωτή Δικαστή Martynski ορίστηκε να έχει (τη) γονική μέριμνα του τέκνου τους, η καθ’ ης η αίτηση - εφεσίβλητη. Και η μεν αιτούσα ισχυρίζεται ότι αυτό έγινε για να οριστεί ότι και η καθ’ ης είχε τη γονική μέριμνα του παιδιού τους, η δε καθ’ ης ισχυρίζεται ότι λόγω της εγκαταλείψεως του τέκνου τους, τότε, από την αιτούσα, ανατέθηκε στην ίδια η αποκλειστική άσκηση της γονικής του μέριμνας, έκτοτε δε το παιδί διαμένει μαζί της. Στη συνέχεια, με την από 14.7.2016 διαταγή της Δικαστή Shanks του Δικαστηρίου Οικογενειακών Υποθέσεων του Ειρηνοδικείου του Chelmsford (μετά από διήμερη ακρόαση) η επιμέλεια ανατέθηκε από κοινού και στις δύο μητέρες. Αυτό όμως δεν διήρκησε πολύ (ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς της αιτούσας, η οποία τον Ιανουάριο του 2017 είχε εγκαταλείψει το τέκνο τους) και στις 3.02.2017 η ίδια Δικαστής άλλαξε τις ρυθμίσεις, λόγω εγκατάλειψης της ανήλικης από τη βιολογική μητέρα της - αιτούσα και ανέθεσε την πλήρη επιμέλεια αυτής ("live with order”) στην καθ’ ης η αίτηση, ... , με την οποία όρισε να διαμένει η ανήλικη μέχρι την έκδοση της επόμενης απόφασης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι έκτοτε (03.02.2017) η ανήλικη (που είχε ηλικία τότε 3,5 ετών) ζει συνεχώς μέχρι και σήμερα, δηλαδή για χρονικό διάστημα σχεδόν τριών ετών, με την καθ’ ης η αίτηση-εφεσίβλητη και η αιτούσα-εκκαλούσα έχει έρθει σε επαφή μαζί της λίγες φορές. Μετά την άσκηση πολλών αιτήσεων και εφέσεων εκ μέρους της αιτούσας, στις 12.04.2017, η ορισθείσα οικογενειακός δικαστής του Essex, Roberts, εξέδωσε σε βάρος της αιτούσας απόφαση περί επιβολής περιοριστικών μέτρων (αφαίρεση δικαιώματος προσφυγής σε δικαστήριο για την ίδια υπόθεση χωρίς άδεια δικαστή), διάρκειας δώδεκα μηνών, τα οποία κρίθηκαν απολύτως αναγκαία, συνεπεία της προγενέστερης συμπεριφοράς της αιτούσας, συνιστάμενης στην επιδειχθείσα εγωκεντρική και σκόπιμα δόλια προσπάθεια υπονόμευσης αποφάσεων, κατά το σκεπτικό των ανωτέρω δικαστηρίων, καθώς και τη στάση της, ενώπιόν τους, αλλά απέναντι και στην καθ’ ης. Ακολούθως, επί σχετικώς υποβληθείσας αίτησης της καθ’ ης, εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου Οικογενειακών Υποθέσεων στο Ειρηνοδικείο του Chelmsford της Περιφερειακής Δικαστή Shanks, σύμφωνα με την οποία και ειδικότερα κατά το στοιχείο Β12 αυτής, η καθ’ ης η αίτηση θα έχει δικαίωμα να ασκεί γονική μέριμνα της ανήλικης, αποκλεισμένης της αιτούσας σε θέματα σχετικά με τη μόρφωση του παιδιού, συμπεριλαμβανομένου, μεταξύ άλλων, του τόπου στον οποίον θα λάβει χώρα η σχολική εκπαίδευση του παιδιού, ενώ στη διάταξη Β30 αυτής ορίζεται ότι η ανήλικη θα διαμένει με την καθ’ ης. Στο στοιχείο Β5 της ανωτέρω απόφασης αναφέρεται, ρητά, ότι «αποτελεί ποινικό αδίκημα η μετακίνηση ενός παιδιού εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου, χωρίς την συγκατάθεση όλων των προσώπων που έχουν τη γονική μέριμνα, εκτός εάν έχει δώσει σχετική άδεια το δικαστήριο». Στην ίδια απόφαση με την διάταξη Β12 αυτής η Δικαστής απαγόρευσε στην αιτούσα, ..., να υποβάλλει οποιεσδήποτε αιτήσεις που αφορούν το παιδί,..., μέχρι την 07η Αυγούστου 2020. Επισημαίνεται ότι με την από 8.8.2017 απόφαση του Δικαστηρίου Οικογενειακών Υποθέσεων του Ειρηνοδικείου του Chelmsford, ως χώρα συνήθους διαμονής - κατοικίας του τέκνου θεωρείται το Ηνωμένο Βασίλειο και ειδικότερα η Αγγλία - Ουαλία. Στο στοιχείο Β31 της ως άνω απόφασης η Δικαστής καθόρισε την επικοινωνία της ανήλικης με την αιτούσα θα λαμβάνει χώρα για δύο ώρες ανά 15νθήμερο, πάντοτε με την παρουσία κοινωνικής λειτουργού και με έξοδα - αμοιβή της κοινωνικής λειτουργού που θα βάρυνε την αιτούσα και πάντοτε μετά από αλληλογραφία για τον καθορισμό των ωρών, ενώ στο στοιχείο Β34 της απόφασης ρυθμίστηκε η επικοινωνία, κατά την περίοδο των εορτών. Στο στοιχείο Β36 της απόφασης απαγορεύτηκε στην αιτούσα, ..., να μετακινήσει η ίδια ή οποιοσδήποτε τρίτος το παιδί από τη φροντίδα της καθ’ ης η αίτηση-εφεσίβλητης, ..., στην οποία είχε ανατεθεί η επιμέλεια της ανήλικης … και ορίστηκε να διαμένει μαζί της. Η αιτούσα - εκκαλούσα άσκησε προσφυγή (έφεση) κατά της ανωτέρω απόφασης, από την οποία, όμως, παραιτήθηκε, όπως προκύπτει από την από 26-1-2018 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία τροποποιούνται, ελάχιστα, οι διατάξεις της προηγούμενης απόφασης, ως προς την υποχρέωση της αιτούσας να αποστέλλει έγγραφη ειδοποίηση προ ενός μηνός σχετικά με τις ημερομηνίες επικοινωνίας που έχουν εγκριθεί από την Κοινωνική Λειτουργό και αν το παιδί απομακρυνόταν από το Ηνωμένο Βασίλειο για διάστημα 28 ημερών οι επικοινωνίες θα ξεκινούσαν με την επιστροφή της. Κατόπιν η καθ’ ης, με βάση το γεγονός ότι της προσφέρθηκε εργασία στην Ελλάδα, υπέβαλε, στις 28.09.2017, στα αγγλικά δικαστήρια, αίτηση μόνιμης μετοίκησης της ίδιας μαζί με την ανήλικη στην Ελλάδα και έτσι άρχισε νέος κύκλος προστριβών μεταξύ των διαδίκων. Στη συνέχεια, (μετά από αρκετές ακροάσεις, μεταξύ των οποίων από 16.02.2018 έως 25.07.2018) εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο Οικογενειακό τμήμα - Οικογενειακό Δικαστήριο του Chelmsford η από 25.07.2018 απόφαση του Δικαστή Newton, στην οποία αφού αναφέρεται ότι αναγνωρίστηκε ότι η καθ’ ης έχει γονική μέριμνα στο ανήλικο σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε στις 29.03.2016, ότι με απόφαση της 03.02.2017 το ανήλικο τέκνο διατάχθηκε να ζει με την καθ’ ης, ότι η διαταγή αυτή επαναλήφθηκε με την από 08.08.2017 απόφαση, και ότι με την από 25.04.2018 διαταγή του δικαστή Newton διατάχθηκε η ανήλικη να κατοικεί με την καθ’ ης στην κατοικία της στην Ελλάδα, στη συνέχεια χορηγήθηκε η άδεια στην καθ’ ης να απομακρύνει, μόνιμα, την ανήλικη από τη δικαιοδοσία της Αγγλίας και της Ουαλίας, και συγκεκριμένα να μετεγκατασταθεί στην Ελλάδα απορρίπτοντας την αίτηση της αιτούσας για έκδοση απόφασης «να ζει με», μοιράζοντας το χρόνο μεταξύ των δύο γονέων και όρισε την επικοινωνία της τελευταίας με την ανήλικη στο Ηνωμένο Βασίλειο ως εξής: «(ι) τρεις συνεχόμενες ημέρες κατά τη διάρκεια των ελληνικών καλοκαιρινών σχολικών διακοπών που ξεκινούν το 2018 και με περίοδο 2 1/2 ώρες για κάθε ημέρα με εποπτεία από ανεξάρτητο οργανισμό στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η … θα πληρώσει για το κόστος της εποπτείας και το κόστος της επιστροφής για τη Λίνα για να έρθει σε επαφή (ii) «τρεις συνεχόμενες ημέρες κατά τη διάρκεια των ελληνικών σχολικών Χριστουγεννιάτικων διακοπών που αρχίζουν το 2018 και με εποπτεία από ανεξάρτητο οργανισμό στο Ηνωμένο Βασίλειο για περίοδο 2 1/2 ώρες για κάθε ημέρα. Η … θα πληρώσει το κόστος των ταξιδιών της … για να πραγματοποιηθεί αυτή η επαφή». (iii) «οι ημερομηνίες, ο χρόνος και ο τόπος των επισκέψεων και η ταυτότητα του εποπτικού φορέα θα καθοριστούν για τα επόμενα δύο χρόνια με τη βοήθεια του δικηγόρου του παιδιού σε άμεση επικοινωνία με τους ... και ... Προβλέπεται από το Δικαστήριο ότι τέτοιες ρυθμίσεις ως προς τις ημερομηνίες θα αποτελέσουν πρότυπο για τα επόμενα δύο έτη... Εν τω μεταξύ, η καθ’ ης η αίτηση, στις αρχές του έτους 2018 (χωρίς να αποδειχθεί η ακριβής ημερομηνία), πάντως πριν την έκδοση της ως άνω απόφασης (της από 25.07.2018, του Δικαστή Newton), πήρε την ανήλικη και ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, στη διεύθυνση..., χωρίς τη συναίνεση της αιτούσας, η οποία, όπως προκύπτει από όλα τα προαναφερθέντα είχε την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας της ανήλικης, εκτός από το δικαίωμα καθορισμού του τρόπου μόρφωσης και του τόπου, στον οποίο θα λάμβανε χώρα η εκπαίδευση του τέκνου της. Η μετακίνηση του τέκνου των διαδίκων από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ελλάδα εκ μέρους της καθ’ ης είναι παράνομη (άρθρο 3 της Σύμβασης της Χάγης), καθόσον: α) έγινε κατά παράβαση του δικαιώματος επιμέλειας της αιτούσας που αναγνωρίζεται από κοινού με την καθ’ ης - αποκτήσασα γονική μέριμνα γονέα του (που είναι γυναίκα) από το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου (προσκομιζόμενο σε μετάφραση από την αιτούσα), δηλαδή το δίκαιο του κράτους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του και β) η αιτούσα ασκούσε πραγματικά το δικαίωμα της γονικής μέριμνας από κοινού με την καθ’ ης κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο, καθόσον της είχε αφαιρεθεί μόνο η επιμέλεια αναφορικά με θέματα σχετικά με τη μόρφωση του παιδιού, συμπεριλαμβανομένου, μεταξύ άλλων, του τόπου στον οποίον θα λάβει χώρα η σχολική εκπαίδευση του παιδιού κατά τα προαναφερθέντα. Από το δίκαιο του νόμου περί τέκνων του τόπου συνήθους διαμονής του τέκνου πριν την μετακίνησή του, δηλαδή του Ηνωμένου Βασιλείου, ο καθορισμός της διαμονής του τέκνου ανήκει στη σφαίρα της γονεϊκής ευθύνης αμφοτέρων των γονέων και όχι αποκλειστικά στο γονέα που έχει το δικαίωμα επιμέλειας του τέκνου, γονεϊκή ευθύνη από την οποία δεν έχει εκπέσει ούτε παραιτηθεί, στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα και στο πλαίσιο της οποίας αυτή ουδέποτε συγκατατέθηκε στην μετακίνηση και διαμονή της ανήλικης κόρης της στην Ελλάδα και δη στη Θεσσαλονίκη. Αν η καθ’ ης η αίτηση είχε το δικαίωμα να μετακινήσει μόνη της το παιδί από τη βιολογική του μητέρα, θα το είχε πράξει χωρίς να προβεί στις ανωτέρω ενέργειες και να ζητήσει, με την από 28.09.2017 αίτησή της, κατά τα προαναφερθέντα, άδεια από τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο χρόνος που διέρρευσε από την παράνομη αυτή μετακίνηση και εν συνεχεία παρακράτησή του από τη μητέρα του (αρχές του 2018) μέχρι το χρόνο κατάθεσης της αίτησης (16.07.2018) είναι μικρότερος του έτους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η καθ’ ης διαμένει στη Θεσσαλονίκη, στην ..., όπου της έχει παραχωρηθεί στέγη και εργάζεται ως καθηγήτρια αγγλικών, ενώ το ανήλικο τέκνο των διαδίκων φοιτά εκεί αρχικά στο νηπιαγωγείο και ήδη στην πρώτη τάξη του δημοτικού. Το παρόν Δικαστήριο είχε προσωπική επαφή με το ανωτέρω ανήλικο, με το οποίο συνομίλησε για αρκετή ώρας προσπαθώντας να διερευνήσει τη γνώμη και την επιθυμία του, σχετικά με τη χώρα και το περιβάλλον που επιθυμεί να διαβιώνει, χωρίς να γνωρίζει εκ των προτέρων το βαθμό της ωριμότητάς του, που δεν αποδεικνύεται μόνο από την ηλικία του. Και τούτο έπραξε το Δικαστήριο όχι μόνο για να διαπιστώσει τη σχετική προτίμηση της ανήλικης, αλλά και για να διερευνήσει, παράλληλα, κατά τη διάρκεια της προσωπικής επικοινωνίας μαζί της, τη συναισθηματική και ψυχολογική κατάστασή της, σήμερα, μετά από δύο και πλέον έτη που διαβιώνει με την καθ’ ης - γονέα της, κοντά στην οικογένειά της, σε ένα νέο περιβάλλον, στην Ελλάδα (που, βέβαια, δεν της ήταν άγνωστο, γιατί επισκέπτονταν το συγγενικό περιβάλλον της, στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια των διακοπών της), χωρίς την παρουσία της βιολογικής μητέρας της, την τυχόν επιβάρυνσή της (και το μέγεθος της όποιας επιβάρυνσής της) από τις νέες συνθήκες της ζωής της και τον ενδεχόμενο συναισθηματικό κλονισμό και τη φόρτισή της από την προσπάθεια που πιθανώς κατέβαλε για να προσαρμοσθεί σ’ αυτές (στις νέες συνθήκες), καθώς και για να εξακριβώσει το επίπεδο και τις ακριβείς συνθήκες της ζωής της, ιδίως κατά τα τελευταία δύο χρόνια που διαβιώνει στην Ελλάδα με την καθ’ ης γονέα της. Η επιθυμία της ανήλικης, η οποία, σημειωτέον, είναι έξυπνο και εξωστρεφές παιδί και απάντησε ευθέως, αλλά και με χαρακτηριστική αφέλεια μερικές φορές, σε όλες τις (άμεσες και έμμεσες) ερωτήσεις του Δικαστηρίου, είναι ότι αφενός προτιμά να παραμείνει με την καθ’ ης, και το συγγενικό της περιβάλλον, στη Θεσσαλονίκη, να συνεχίσει το σχολείο της εδώ και να μην χάσει τους νέους φίλους της και αφετέρου ότι δεν επιθυμεί να βλέπει την αιτούσα βιολογική μητέρα της, ούτε εδώ στην Ελλάδα, ούτε στην Αγγλία, αλλά αν αυτό δεν γίνεται, να μην τη βλέπει καθόλου, θα προτιμούσε να την βλέπει εδώ στην Ελλάδα και όχι στην Αγγλία και περαιτέρω, να επικοινωνεί, τηλεφωνικά, με αυτήν. Η ανήλικη, παρά το ότι είναι μόλις 6,5 ετών, όπως φάνηκε, έχει τη δυνατότητα να συγκρίνει το περιβάλλον της μιας χώρας και της άλλης (τουλάχιστον από την πλευρά και ως προς εκείνα τα σημεία που αφορούν και αγγίζουν τη δική της ζωή), δείχνει ευχαριστημένη και συναισθηματικά ασφαλής με την καθημερινότητά της και το περιβάλλον που ζει σήμερα και εκτός από τα συναισθήματα αγάπης που τρέφει για την καθ’ ης -γονέα της, φαίνεται ότι έχει αναπτύξει ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό και ψυχικό δεσμό μαζί της. Το παιδί εκδήλωσε με κατηγορηματικό τρόπο τη συγκεκριμένη προτίμησή του να εξακολουθήσει να ζει στη Θεσσαλονίκη, επιχειρηματολογώντας ξεκάθαρα σε βάρος της αιτούσας βιολογικής της μητέρας, η οποία μαλώνει συνέχεια με την καθ’ ης, την οποία αποκαλούσε μητέρα της, ότι δεν την θέλει γιατί την εγκατέλειψε, ενώ η καθ’ ης μητέρα της δεν την έχει εγκαταλείψει ποτέ. Επίσης ανέφερε ότι δεν θα ήθελε να επιστρέφει στην Αγγλία ούτε για να βρεθεί με τον αδερφό της, ..., τον οποίο απέκτησε η καθ’ ης και πάλι με εξωσωματική γονιμοποίηση, γιατί δεν τον γνωρίζει, αλλά ούτε και να βρεθεί στο δικό της δωμάτιο εκεί και τα παιχνίδια της, και ότι προτιμά τις νέες βιοτικές της συνθήκες και τον τρόπο της ζωής της στην Ελλάδα. Το ανήλικο τέκνο των διαδίκων φαίνεται απόλυτα προσαρμοσμένο στον ελληνικό τρόπο ζωής και στον κοινωνικό του περίγυρο και εξοικειωμένο με τις ελληνικές συνήθειες, γνωρίζει άριστα την ελληνική γλώσσα (σα να ζει από τη γέννησή της στην Ελλάδα), έχει άριστη σχέση με την καθ’ ης γονέα του και όλους τους συγγενείς της, και φαίνεται ότι έχει πλήρως εγκλιματισθεί στο καινούργιο οικογενειακό, φιλικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό εν γένει περιβάλλον του. Η συγκεκριμένη στάση της ανωτέρω ανήλικης δεν μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα πρόσκαιρης συναισθηματικής φόρτισης ή προϊόν υποβολής από την καθ’ ης, αλλά αποτελεί έκφραση αληθινών συναισθημάτων και προϊόν (ανάλογης με την ηλικία της) λογικής εκτίμησης των πραγμάτων, αφού οι τοποθετήσεις, σκέψεις και προτιμήσεις της για το περιβάλλον και τις βιοτικές της συνθήκες, σε ένα μεγάλο βαθμό, ήταν αποτέλεσμα των προσωπικών διαπιστώσεων και παρατηρήσεών της, εκφράσθηκαν με ιδιαίτερο τρόπο, με ξεχωριστές εκφράσεις και ξεχωριστή επιχειρηματολογία και έφεραν οπωσδήποτε την προσωπική σφραγίδα της. Για το λόγο αυτό, ενδεχόμενη παραγνώριση της εκφρασθείσας κατά τα άνω θέλησης της ανήλικης να παραμείνει στο οικείο, πλέον γι’ αυτή, οικογενειακό περιβάλλον της με την καθ’ ης γονέα της, την οποία θεωρεί ως τη μόνη μητέρα της, η οποία, όπως προέκυψε, τη περιβάλλει με ιδιαίτερη αγάπη και στοργή, θα αποτελούσε (πλέον) βίαιη επέμβαση στη ζωή της, με σοβαρές δυσμενείς συνέπειες για τον ψυχικό και συναισθηματικό της κόσμο, χωρίς να αποκλείεται η εκδήλωση αρνητικών ή ακραίων αντιδράσεων εκ μέρους της στην επικοινωνία της με τη βιολογική της μητέρα, με μεγάλη πιθανότητα να μην καταστεί δυνατό να εκτελεσθεί (αναγκαστικά) η συναφής δικαστική απόφαση επικοινωνίας, ενώ η μόνιμη, εκ νέου, εγκατάστασή της στην Αγγλία θα επηρεάσει αρνητικά την ψυχοκοινωνική της υπόσταση και κατάσταση και η αποκοπή της από την Ελλάδα, την οποία ξεκάθαρα προτιμά έναντι της Αγγλίας, δεν ενδείκνυται. Με την κρινόμενη αίτησή της η αιτούσα, ζητούσε, κατά το επικουρικό αίτημα αυτής, που επαναφέρει στο παρόν Δικαστήριο με σχετικό λόγο της έφεσής της, τη μετακίνηση του τέκνου τους στο Ηνωμένο Βασίλειο και την τήρηση του καθορισθέντος με την από 8.8.2017 απόφαση τρόπου επικοινωνίας (αίτημα το οποίο απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας και εξέτασης αυτού). Η παραβίαση από την καθ’ ης η αίτηση, της κατ’ ουσία, άνευ ισχύος, από 08.08.2017 απόφασης της δικαστή Shanks, δεδομένου ότι επί του θέματος αυτού έχει εκδοθεί η μεταγενέστερη από 24.07.2018 απόφαση του δικαστή Newton, που ρυθμίζει την επικοινωνία της αιτούσας κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, είναι άνευ δυσμενούς έννομης συνέπειας γι’ αυτήν σε ό,τι αφορά την αιτούμενη επιστροφή του τέκνου στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεδομένης και της έλλειψης του ουσιώδους, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, συνδέσμου του τόπου της συνήθους διαμονής του ανηλίκου τέκνου της στο Ηνωμένο Βασίλειο... Επομένως, ενόψει των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν, στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίσταται δέσμευση του παρόντος Δικαστηρίου από τις διατάξεις της προμνημονευόμενης Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης να δεχθεί την ένδικη αίτηση της αιτούσας - εκκαλούσας, μολονότι η τελευταία ζήτησε με αυτήν την επιστροφή του ανηλίκου τέκνου της πριν από την παρέλευση έτους από την ως άνω μετακίνησή του, γιατί,.., αφενός αποδείχθηκε ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στην Αγγλία να το εκθέσει σε φυσική και ψυχική δοκιμασία και να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση (άρθρο 13 εδάφ. 1 περ. β της Σύμβασης) και αφετέρου διαπιστώθηκε ότι το ανήλικο, το οποίο, όπως εξακριβώθηκε, έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα που υπαγορεύει να ληφθεί υπόψη η σχετική γνώμη του, αντιτίθεται σθεναρά στην επιστροφή του (άρθρο 13 εδάφ. 2της Σύμβασης), κατά παραδοχή του αντίστοιχου ισχυρισμού της καθής - εφεσίβλητης, που επαναφέρεται στην παρούσα δίκη... Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, κρίνοντας βάσιμη την προβληθείσα από την αναιρεσίβλητη ένσταση από το άρθρο 13 στοιχ. β` περ. β` της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, απέρριψε, με επάλληλη αιτιολογία, την έφεση της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως και είχε απορρίψει την αίτησή της. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφαση από νόμιμη βάση, σε σχέση με το κρίσιμο ζήτημα της βασιμότητας της πιο πάνω, καταλυτικής της ασκηθείσας αίτησης επιστροφής του ανηλίκου, ένστασης της αναιρεσίβλητης, καθόσον διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων της από 25-10-1980 Σύμβασης της Χάγης και, ειδικότερα, του άρθρου 13 στοιχ. β περ. β` αυτής, καθώς και του άρθρου 11 του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου της 27ηζ Νοεμβρίου 2003, και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Τούτο δε, διότι αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια και επάρκεια τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο καταληκτικό αποδεικτικό της πόρισμα, ότι το ανήλικο, για το οποίο ανελέγκτως δέχθηκε ότι έχει ήδη την ηλικία (6,5 ετών) και την ωριμότητα που υπαγορεύει να ληφθεί υπόψη η σχετική γνώμη του, «αντιτίθεται σθεναρά στην επιστροφή του» στην Αγγλία, με τις υποστηρίζουσες την κρίση του αυτή, ως προς την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του παιδιού, παραδοχές ότι κατά την προσωπική επαφή που είχε μαζί του το Δικαστήριο διαπιστώθηκε α) ότι επιθυμία της ανήλικης είναι να παραμείνει με την αναιρεσίβλητη, και το συγγενικό της περιβάλλον, στη Θεσσαλονίκη, να συνεχίσει το σχολείο της εκεί και να μην χάσει τους νέους φίλους της, β) ότι δεν επιθυμεί να βλέπει την αναιρεσείουσα βιολογική μητέρα της, ούτε εδώ στην Ελλάδα ούτε στην Αγγλία, γ) ότι εκδήλωσε με κατηγορηματικό τρόπο τη συγκεκριμένη προτίμησή της να εξακολουθήσει να ζει στη Θεσσαλονίκη, επιχειρηματολογώντας ξεκάθαρα σε βάρος της αιτούσας βιολογικής της μητέρας, που μαλώνει συνέχεια με την αναιρεσίβλητη, την οποία αποκαλούσε μητέρα της και, επίσης, ότι δεν την θέλει γιατί την εγκατέλειψε, ενώ η αναιρεσίβλητη δεν την έχει εγκαταλείψει ποτέ, δ) ότι δεν θα ήθελε να επιστρέφει στην Αγγλία ούτε για να βρεθεί με τον αδερφό της, …, γιατί δεν τον γνωρίζει, αλλά ούτε και να βρεθεί στο δικό της δωμάτιο εκεί και τα παιχνίδια της, και ότι προτιμά τις νέες βιοτικές της συνθήκες και τον τρόπο της ζωής της στην Ελλάδα, ε) ότι η συγκεκριμένη στάση της ανήλικης δεν είναι αποτέλεσμα πρόσκαιρης συναισθηματικής φόρτισης ή προϊόν υποβολής από την αναιρεσίβλητη, αλλά αποτελεί έκφραση αληθινών συναισθημάτων και προϊόν (ανάλογης με την ηλικία της) λογικής εκτίμησης των πραγμάτων, αφού οι τοποθετήσεις, σκέψεις και προτιμήσεις της για το περιβάλλον και τις βιοτικές της συνθήκες, σε ένα μεγάλο βαθμό, ήταν αποτέλεσμα των προσωπικών διαπιστώσεων και παρατηρήσεών της, εκφράσθηκαν με ιδιαίτερο τρόπο, με ξεχωριστές εκφράσεις και ξεχωριστή επιχειρηματολογία και έφεραν οπωσδήποτε την προσωπική σφραγίδα της και στ) ότι ενδεχόμενη παραγνώριση της εκφρασθείσας κατά τα άνω θέλησης της ανήλικης να παραμείνει στο οικείο, πλέον γι΄αυτή, οικογενειακό περιβάλλον της με την αναιρεσίβλητη γονέα της, την οποία θεωρεί ως τη μόνη μητέρα της, θα αποτελούσε βίαιη επέμβαση στη ζωή της, με σοβαρές δυσμενείς συνέπειες για τον ψυχικό και συναισθηματικό της κόσμο, χωρίς να αποκλείεται η εκδήλωση αρνητικών ή ακραίων αντιδράσεων εκ μέρους της στην επικοινωνία της με τη βιολογική της μητέρα, με μεγάλη πιθανότητα να μην καταστεί δυνατό να εκτελεσθεί (αναγκαστικά) η συναφής δικαστική απόφαση επικοινωνίας. Επομένως, ο έκτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλομένη απόφαση αιτιάσεις για ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες επί του ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ως άνω ζητήματος, σχετικά α) με το αν η επιθυμία του ανηλίκου να μην επιστρέψει στην Αγγλία είναι προϊόν ελεύθερης βούλησής του ή καταναγκασμού του από την αναιρεσίβλητη και β) και αν αυτό είχε την ηλικία και ωριμότητα για να ληφθεί υπόψη η γνώμη του, και εκ πλαγίου εντεύθεν παραβίαση των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 556 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για το παραδεκτό των λόγων της αναίρεσης, πρέπει ο αναιρεσείων να έχει έννομο συμφέρον να ανατρέψει την προσβαλλομένη απόφαση, ένεκα σφάλματος που αναφέρεται στον αναιρετικό λόγο. Έτσι, στην περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες, πλην όμως η μία από αυτές δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς, ήτοι δεν τελεσφορεί, οι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προσβάλλεται η άλλη αιτιολογία, είναι αλυσιτελείς, γιατί οι προσβαλλόμενες πλημμέλειες δεν επιδρούν στο διατακτικό της αποφάσεως, το οποίο στηρίζεται αυτοτελώς από την ή τις μη πληττόμενες επιτυχώς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ723/2020, ΑΠ 383/2017, ΑΠ 823/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο, δεχόμενο ότι «υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στην Αγγλία να το εκθέσει σε φυσική και ψυχική δοκιμασία και να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση», εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. β περ. α` της Σύμβασης της Χάγης, όσον αφορά την εφαρμογή της καθιερούμενης με αυτή εξαίρεσης και τη συγκεκριμενοποίηση της αόριστης έννοιας του συμφέροντος του τέκνου και της έκθεσης αυτού σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιαγωγή αυτού σε μια αφόρητη κατάσταση που εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για το ανήλικο τέκνο η επιστροφή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, αφού κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, που πρέπει να ερμηνεύεται στενά, «το περιεχόμενο του όρου κίνδυνος περιαγωγής σε αφόρητη κατάσταση» αφορά εντελώς εξαιρετικές καταστάσεις που δεν συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση των διαδίκων. Επικουρικά δε, με τον ίδιο λόγο της αίτησης αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση έλλειψη νόμιμης βάσης, με την αιτίαση ότι με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες κατέληξε στην παραπάνω κρίση της. Όμως, όπως ήδη εκτέθηκε, το Εφετείο αρνήθηκε να διατάξει την επιστροφή του ανήλικου στον τόπο όπου διέμενε πριν την μετακίνησή του από την αναιρεσίβλητη και έκρινε έτσι απορριπτέα την αίτηση της αναιρεσείουσας, διαλαμβάνοντας στην απόφασή του και τη δεύτερη επάλληλη αιτιολογία, ότι «το ανήλικο, το οποίο, όπως εξακριβώθηκε, έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα που υπαγορεύει να ληφθεί υπόψη η σχετική γνώμη του, αντιτίθεται σθεναρά στην επιστροφή του» (άρθρο 13 στοιχ. β περ. β’ της Σύμβασης). Η αιτιολογία αυτή, που στηρίζει αυτοτελώς το απορριπτικό διατακτικό της εφετειακής απόφασης, επλήγη κατά τα ανωτέρω ανεπιτυχώς, κριθέντος ως αβασίμου του κατ’ αυτής ως άνω σχετικού έκτου λόγου, και συνεπώς οι αποδιδόμενες με τον παρόντα λόγο της αίτησης αναίρεσης πλημμέλειες στην προσβαλλόμενη απόφαση από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προβάλλονται αλυσιτελώς και χωρίς έννομο συμφέρον, αφού δεν επιδρούν τελικώς στο διατακτικό της. Συνακόλουθα ο πέμπτος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι απαράδεκτος, αφού τυχόν αποδοχή του, δεν επηρεάζει το διατακτικό της αποφάσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ότι δηλαδή δεν υπάρχει δέσμευση για την παραδοχή της αιτήσεως και την επιστροφή του παιδιού στον τόπο της συνήθους διαμονής του, διότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το θέσει σε φυσική και ψυχική δοκιμασία, περιάγοντας αυτό σε αφόρητη κατάσταση, ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού διατάξεις του άρθρου 13 στοιχ. β περ. α` της Σύμβασης της Χάγης, ως προς την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του παιδιού. Και τούτο, διότι τα ανωτέρω, ανελέγκτως γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα, πραγματικά περιστατικά, ήτοι α) ότι η αναιρεσίβλητη τον Ιανουάριο του 2017, δηλαδή λίγο πριν τη μετακίνηση του ανηλίκου στην Ελλάδα από την αναιρεσίβλητη, είχε εγκαταλείψει αυτό και γι’ αυτό, στις 3.02.2017, λόγω Εγκατάλειψης της ανήλικης από τη βιολογική μητέρα της αναιρεσείουσα, το Δικαστήριο ανέθεσε τότε την πλήρη επιμέλεια αυτής στην αναιρεσίβλητη, β) ότι έκτοτε η ανήλικη (που είχε ηλικία τότε 3,5 ετών) ζει συνεχώς μέχρι και σήμερα με την αναιρεσίβλητη, ενώ η αναιρεσείουσα έχει έρθει σε επαφή μαζί της λίγες φορές, γ) ότι με την από 8.8.2017 δικαστική απόφαση ορίστηκε ότι η αναιρεσίβλητη θα έχει δικαίωμα να ασκεί τη γονική μέριμνα της ανήλικης, αποκλεισμένης της αναιρεσείουσας σε θέματα σχετικά με τη μόρφωση του παιδιού, συμπεριλαμβανομένου, μεταξύ άλλων, του τόπου στον οποίον θα λάβει χώρα η σχολική εκπαίδευση του παιδιού, δ) ότι με την εκδοθείσα, μετά την μετακίνηση του ανηλίκου, από 25.07.2018 απόφαση χορηγήθηκε η άδεια στην αναιρεσίβλητη να απομακρύνει, μόνιμα, αυτό από τη δικαιοδοσία της Αγγλίας και της Ουαλίας, και συγκεκριμένα να μετεγκατασταθεί στην Ελλάδα, όπου φοιτά ήδη στην πρώτη τάξη του δημοτικού, ε) ότι το ανήλικο έχει αναπτύξει ιδιαίτερο συναισθηματικό και ψυχικό δεσμό με την αναιρεσίβλητη, την οποία αποκαλεί μητέρα, και είναι απόλυτα προσαρμοσμένο στον ελληνικό τρόπο ζωής και στον κοινωνικό του περίγυρο και εξοικειωμένο με τις ελληνικές συνήθειες, έχοντας πλήρως εγκλιματισθεί στο καινούργιο οικογενειακό, φιλικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό εν γένει περιβάλλον του και στ) ότι η μόνιμη, εκ νέου, εγκατάστασή του στην Αγγλία θα επηρεάσει αρνητικά την ψυχοκοινωνική της υπόσταση, πληρούν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, την αόριστη νομική έννοια του συμφέροντος του ανηλίκου και στοιχειοθετούν το πραγματικό της προβληθείσας από την αναιρεσίβλητη σχετικής ένστασης, όσον αφορά την φυσική και ψυχική δοκιμασία αυτού, εφόσον τα περιστατικά αυτά, έχουν την γενική τάση, μετά σφοδρής, πιθανότητας και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων κατά την κρίση λογικού και επιμελούς ανθρώπου να επιφέρουν στη συγκεκριμένη περίπτωση τα αποδοκιμαζόμενα από τη Διεθνή Σύμβαση αποτελέσματα. Εξάλλου, το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το σαφώς επίσης διατυπούμενο ως άνω αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη υπαγωγή των ως άνω πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, στον προσήκοντα κανόνα δικαίου των ειρημένων διατάξεων της από 25-10-1980 Σύμβασης της Χάγης, τις οποίες έτσι ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Επομένως, ο πέμπτος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι, σε κάθε περίπτωση, αβάσιμος. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, της παραβίασης των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων της από 25-10-1980 Σύμβασης της Χάγης και ειδικότερα του άρθρου 13 στοιχ. β, τις οποίες το Εφετείο εσφαλμένως εφάρμοσε, ενώ δεν ήσαν εφαρμοστέες, καθόσον η αναιρεσίβλητη δεν είναι γονέας του ανηλίκου ούτε και ασκεί νομίμως για την Ελλάδα την επιμέλεια αυτού. Ωστόσο, κατά τη μείζονα σκέψη, η ως άνω Διεθνής Σύμβαση εφαρμόζεται τόσο στην περίπτωση προσβολής του δικαιώματος επιμέλειας του γονέα από τρίτο όσο και στην περίπτωση προσβολής αυτού από τον άλλο γονέα, ενώ όσον αφορά στο δικαίωμα επιμέλειας του ανηλίκου, αυτό κρίνεται με δικαστική απόφαση ή από τον νόμο ή από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του, στην προκειμένη δε περίπτωση έχει κριθεί τούτο σύμφωνα με τον νόμο που ισχύει στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις αναφερόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση δικαστικές αποφάσεις των Δικαστηρίων της χώρας αυτής (που αποτελούσε τον τόπο διαμονής της ανήλικης πριν τη μετακίνησή της). Ειδικότερα, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η αναιρεσίβλητη έχει αναγνωρισθεί γονέας της ανήλικης από κοινού με την αναιρεσείουσα, έχοντας τελέσει μεταξύ τους νόμιμο γάμο κατά το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως δε ρητά αναφέρεται στην από 25.07.2018 απόφαση του Δικαστή Newton, η αναιρεσίβλητη αναγνωρίστηκε ότι έχει γονική μέριμνα στο ανήλικο σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε στις 29.03.2016, ότι με απόφαση της 03.02.2017 το ανήλικο τέκνο διατάχθηκε να ζει με την αναιρεσίβλητη, ότι η διαταγή αυτή επαναλήφθηκε με την από 08.2017 απόφαση, και ότι με την από 25.04.2018 διαταγή του δικαστή Newton διατάχθηκε η ανήλικη να κατοικεί με την αναιρεσίβλητη στην κατοικία της στην Ελλάδα. Συνεπώς, τα περιστατικά αυτά πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής της από 25-10-1980 Σύμβασης της Χάγης, καθόσον πρόκειται για παράνομη μετακίνηση παιδιού νεότερου των δέκα έξι ετών, το οποίο είχε τη συνήθη διαμονή του σε συμβαλλόμενο κράτος (Αγγλία) αμέσως πριν την προσβολή του δικαιώματος συνεπιμέλειας της αναιρεσείουσας, σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος (Ελλάδα), από τον, επίσης, έχοντα συνεπιμέλεια του ανηλίκου έτερο γονέα (αναιρεσίβλητη), αναγνωριζόμενο ως τέτοιο από το δίκαιο της χώρας συνήθους διαμονής του παιδιού, δηλαδή της Αγγλίας, έστω και αν αυτός στην ελληνική έννομη τάξη δεν αναγνωρίζεται ως γονέας, αφού από τις διατάξεις της Σύμβασης ουδόλως προκύπτει ότι για την εφαρμογή της τίθεται ως προϋπόθεση εκείνος που απήγαγε το παιδί να αναγνωρίζεται ως γονέας και κατά το δίκαιο του κράτους στο οποίο παρανόμως το παιδί μετακινήθηκε. Άλλωστε, τις διατάξεις της ανωτέρω Σύμβασης επικαλέστηκε και η ίδια η αναιρεσείουσα προς θεμελίωση της ένδικης αίτησής της. Επομένως, ο προαναφερόμενος τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, οι πιο πάνω διατάξεις της από 25-10-1980 Σύμβασης της Χάγης, όπως και αυτές του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 για τις εξαιρέσεις από την υποχρέωση επιστροφής του παιδιού, τις οποίες εφάρμοσε το Εφετείο και από τις οποίες, κατά τη μείζονα σκέψη, προκύπτει ως κυρίαρχη αρχή για την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού «το ύψιστο συμφέρον αυτού», το οποίο πρέπει να αντιμετωπίζεται ως άτομο με τις δικές του ανάγκες και δικαιώματα, δεν έρχονται σε αντίθεση με το άρθρο 21 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει την οικογένεια και την παιδική ηλικία, το άρθρο 8 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., το οποίο ορίζει ότι παν πρόσωπο δικαιούται εις τον σεβασμό της οικογενειακής του ζωής, και το άρθρο 1518 ΑΚ το οποίο ορίζει ότι η επιμέλεια του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του, αφού και οι πιο πάνω διατάξεις, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα και πνεύμα της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης, παρέχουν ξεχωριστή προστασία στο παιδί ως υποκείμενο δικαιωμάτων και ως αυτοτελή προσωπικότητα με γνώμονα, επίσης, το συμφέρον αυτού, το οποίο αναγνωρίζουν παράλληλα με τη συνύπαρξη των δικαιωμάτων γονέων και παιδιών στο πλαίσιο του θεσμού της οικογένειας, χωρίς δηλαδή να απορροφάται η προσωπικότητα του παιδιού από τον εν λόγω θεσμό, θεωρώντας αυτό αυθύπαρκτο μέλος της, που χρήζει αυτοτελούς προστασίας. Κατά συνέπεια, το Εφετείο δεν παραβίασε, με την εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης, τις προαναφερόμενες διατάξεις, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα και, ως εκ τούτου, ο σχετικός δεύτερος, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος. Ομοίως, και ο τέταρτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αρ. 1 του άρθρου 559ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι, με την απόρριψη της αίτησης της αναιρεσείουσας, το Εφετείο αναγνώρισε ουσιαστικά στην αναιρεσίβλητη δικαίωμα επιμέλειας του ανηλίκου, αναγνωρίζοντας έτσι την ισχύ στην Ελλάδα απόφασης αγγλικού δικαστηρίου, το οποίο εφάρμοσε δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, που όμως, εφόσον πρόκειται για γάμο ομοφύλων, προσκρούει στην ελληνική δημόσια τάξη, είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Εφετείο εφάρμοσε αποκλειστικά διατάξεις της Σύμβασης και τις συμπληρωματικές ρυθμίσεις του Κανονισμού, ερευνώντας τη συνδρομή ή μη, στην προκειμένη περίπτωση, των προϋποθέσεων επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση με κριτήριο το συμφέρον του παιδιού, που είναι κοινή επιδίωξη των εν λόγω διατάξεων, χωρίς να διαλάβει παραδοχές σχετικά με την επιμέλεια του ανηλίκου, αφού μάλιστα με τις διατάξεις αυτές ουδόλως ρυθμίζονται δικαιώματα επιμέλειας του παιδιού, αλλά αυτά κρίνονται με βάση το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής πριν τη μετακίνηση ή κατακράτηση αυτού, ενώ ο σχετικός δικαστικός έλεγχος κατά το άρθρο 3 της Συμβάσεως, πραγματοποιείται αποκλειστικά προκειμένου να διαπιστωθεί ο παράνομος χαρακτήρας της μετακίνησης ή της κατακράτησης, με γνώμονα ακριβώς το δικαίωμα επιμέλειας, το οποίο ασκείτο πραγματικά κατά το χρόνο της απαγωγής. Εξάλλου, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση, επίσης, την από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1β του ν. 4251/2014, ήτοι ότι με την απόρριψη κατ’ ουσία της αίτησής της εμμέσως επέτρεψε την παράνομη διαμονή της ανήλικης θυγατέρας της ... στην Ελλάδα, καθόσον αυτή είναι υπήκοος των ΗΠΑ, η οποία είναι τρίτη χώρα και, ως εκ τούτου, έχει ανάγκη άδειας παραμονής. Και ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι η αχθείσα ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων υπόθεση, με βάση την ασκηθείσα αίτηση επί της οποίας και έκρινε το Εφετείο, αφορά την παράνομη ή μη μετακίνηση του ανηλίκου από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ελλάδα με βάση τη Σύμβαση της Χάγης και τη συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων επιστροφής αυτού στον τόπο της συνήθους, κατά τον κρίσιμο χρόνο, διαμονής του και ως εκ τούτου δεν παραβιάστηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση οι πιο πάνω διατάξεις, οι οποίες δεν ήσαν εφαρμοστέες στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ70/2008, ΑΠ 222/2008), προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών, δηλαδή νόμιμων ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (Ολ. ΑΠ 42/2002, ΑΠ 953/2005), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 1874/2008), εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας. Για την ίδρυση πάντως του παραπάνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του. Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 22/2005, ΑΠ 1072-3/2005, ΑΠ 798/2010). Έτσι, ο ανωτέρω λόγος απορρίπτεται ως κατ`ουσίαν αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία προσκομίσθηκαν και των οποίων έγινε επίκληση, αρκεί δε προς τούτο η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολογήσεως καθενός και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Μη λήψη υπόψη πάντως δε συνάγεται από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην απόφαση ορισμένα μόνο από τα προσκομισθέντα με επίκληση αποδεικτικά μέσα, όχι όμως και τα επίδικα (ΑΠ 1119/1999, ΑΠ 1357/2018, ΑΠ 455/2014). Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης για μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων, που προσκομίστηκαν με επίκληση, πρέπει να εξειδικεύονται στο αναιρετήριο αυτά, να προσδιορίζεται το περιεχόμενό τους και το παραδεκτό της προσαγωγής τους, να αναφέρεται ότι έγινε επίκληση και προσκομιδή τους και να καθορίζεται ο συγκεκριμένος ουσιώδης ισχυρισμός, το βάσιμο ή αβάσιμο του οποίου θα αποδεικνύονταν με τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα και οι λόγοι για τους οποίους ο ισχυρισμός αυτός ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 393/2018, ΑΠ 58/2008). Με τον έβδομο λόγο της αναίρεσης αποδίδει η αναιρεσείουσα στην προσβαλλόμενη την εκ του άρθρου 559 αρ. 11 γ ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι δεν έλαβε υπ'όψη αποδεικτικό μέσο που προσκόμισε και επικαλέσθηκε νομίμως και συγκεκριμένα το από 20-4-2018 και με αριθμό πρωτοκόλλου ... έγγραφο της Κεντρικής Αρχής του Ηνωμένου Βασιλείου, δηλαδή της ΜΟΝΑΔΑΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΠΑΓΩΓΗΣ ΤΕΚΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ (ICACU), με το οποίο παρασχέθηκαν από αυτήν (Αρχή) πληροφορίες για την κοινωνική κατάσταση του ανηλίκου τέκνου. Ο λόγος αυτός είναι, προεχόντως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον η αναιρεσείουσα δεν προσδιορίζει ποιος είναι ο ουσιώδης ισχυρισμός, το βάσιμο ή αβάσιμο του οποίου θα αποδεικνύονταν με το εν λόγω έγγραφο (το οποίο αποτελεί απλώς ένα πληροφοριακό έγγραφο) και συνακόλουθα θα επηρέαζε τη δικανική κρίση του Εφετείου, σε κάθε δε περίπτωση είναι αβάσιμος, αφού από τη σχετική βεβαίωση του Εφετείου στην προσβαλλομένη απόφασή του, ότι στην περί πραγμάτων κρίση του κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, σε συνδυασμό και με τις αιτιολογίες της απόφασης, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και το παραπάνω φερόμενο ως αγνοηθέν αποδεικτικό μέσο. Κατ` ακολουθίαν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να διαταχθεί, κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα. Εξάλλου, η αναιρεσείουσα που νικήθηκε πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, κατά το σχετικό νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 1-9-2020 αίτηση της ... για αναίρεση της υπ’ αριθ. 145/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου που κατατέθηκε κατά την άσκηση της αναίρεσης. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Νοεμβρίου 2021. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Φεβρουάριου 2022. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

Διεθνής απαγωγή παιδιών

 

1030/2017 ΑΠ

Αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών. Εξαίρεση στην επιστροφή του παιδιού ή άρνηση της δικαστικής αρχής στην επιστροφή του. Πότε προβλέπονται οι δυνατότητες αυτές. Μετακίνηση τέκνου, το οποίο είχε συνήθη διαμονή στην Ελβετία, στην Ελλάδα, αρχικά με την συναίνεση του αιτούντος πατέρα περί προσωρινής μόνον μετακίνησης αυτού με την μητέρα του εκεί, η οποία αντιμετώπιζε προβλήματα ψυχικής υγείας, προκειμένου να βελτιωθεί η υγεία της. Ελλιπής η κρίση του Εφετείου ότι η κατακράτηση του τέκνου των διαδίκων από την μητέρα του στην Ελλάδα, εκτός του τόπου συνήθους διαμονής του, για πάντα, χωρίς την σύμφωνη γνώμη του αιτούντος πατέρα, ο οποίος ασκούσε από κοινού με την καθ’ης η αίτηση τη γονική μέριμνα είναι παράνομη, κι επομένως, αφού από την παράνομη κατακράτηση μεσολάβησε χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους, το Δικαστήριο υποχρεούται να διατάξει την άμεση επιστροφή του τέκνου στην χώρα της συνήθους διαμονής του, εφόσον δεν προκύπτει ότι η επιστροφή του μπορεί να το εκθέσει σε κίνδυνο. Τούτο διότι το Εφετείο δεν εξέτασε τα πραγματικά περιστατικά που θεμελίωναν την ένσταση που προέβαλε η καθ'ης η αίτηση, αναφορικά με το ότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του ανήλικου τέκνου να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία. (Αναιρεί την υπ'υπαρθ. 146/2016 ΜονΕφΘράκης).

 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2΄ Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό και Αβροκόμη Θούα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Φεβρουαρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Κ. Λ. του Α., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Βασιλική Αναγνωστοπούλου και Κωνσταντίνο Χρυσόγονο. Του αναιρεσιβλήτου: Γ.Κ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξιο Κούγια, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-9-2015 αίτηση του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 276/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 146/2016 του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 9-11-2016 αίτησή της και τους από 3-1-2017 πρόσθετους αυτής λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των πρόσθετων αυτής λόγων και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η από 9-11-2016 αίτηση αναίρεσης κατά της 146/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης και οι με το από 3-1-2017 αυτοτελές δικόγραφο ασκηθέντες, παραδεκτά, πρόσθετοι λόγοι αυτής, τα δικόγραφα των οποίων πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρ. 246 ΚΠολΔ). Κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 της από 25-10-1980 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης "για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών", η οποία κυρώθηκε και από την Ελλάδα με το νόμο 2102/1992, και στοχεύει στην εξασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού, προληπτικά με την αποθάρρυνση των γονέων που σχεδιάζουν απαγωγές και κατασταλτικά με την άμεση επαναφορά του παιδιού στην προηγούμενη κατάσταση και εξαιρέσεις σ’αυτή, όπου το συμφέρον του παιδιού επιβάλλει άλλη αντιμετώπιση, η μετακίνηση ή η κατακράτηση παιδιού, νεότερου, κατά το άρθρο 4 της Σύμβασης, των δέκα έξι ετών, θεωρούνται παράνομες: α) εφόσον έγιναν κατά παράβαση δικαιώματος επιμέλειας, αναγνωρισμένου σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή άλλη οργάνωση, είτε αποκλειστικά είτε από κοινού με άλλους, από το δίκαιο του κράτους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του και β) το δικαίωμα αυτό ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά το χρόνο της μετακίνησης ή της κατακράτησης, ή θα είχε ασκηθεί κατ’αυτόν τον τρόπο, εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά, μπορεί δε να απορρέει ιδίως είτε απευθείας από το νόμο είτε από δικαστική ή διοικητική απόφαση είτε από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 της ίδιας Διεθνούς Σύμβασης, εφόσον ένα παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα, κατά τα προαναφερθέντα και από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του μέχρι το χρόνο κατάθεσης (κατά το άρθρο 8 της Σύμβασης) της αίτησης ενώπιον της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του συμβαλλόμενου κράτους, όπου βρίσκεται το παιδί, διέρρευσε χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους, η επιληφθείσα αρχή διατάσσει την άμεση επιστροφή του. Κατά την παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου, ακόμη και αν η δικαστική ή διοικητική αρχή επιλήφθηκε μετά την πάροδο του άνω χρονικού διαστήματος του ενός έτους, οφείλει ομοίως να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εκτός αν αποδειχθεί ότι το παιδί έχει ήδη προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 της ίδιας Διεθνούς Σύμβασης, η δικαστική ή διοικητική αρχή μπορεί, σε κάθε περίπτωση, ακόμη δηλαδή και αν δεν είχε παρέλθει έτος από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση μέχρι την υποβολή της αίτησης, να αρνηθεί την επιστροφή του παιδιού, εφόσον αποδεικνύεται πλην άλλων: α) ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η οργάνωση που είχε τη μέριμνα του προσώπου του παιδιού δεν ασκούσε ουσιαστικά το δικαίωμα επιμέλειας κατά τον χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή είχε συναινέσει στην μετακίνηση ή κατακράτηση αυτή ή την είχε εγκρίνει εκ των υστέρων ή β) ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή να το περιαγάγει με οποιονδήποτε τρόπο σε μία αφόρητη κατάσταση. Εκτός δηλαδή, από την προβλεπόμενη με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 δυνατότητα εξαίρεσης στην επιστροφή του παιδιού, αν αποδειχθεί, ότι αυτό έχει προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον, η οποία, όμως, ισχύει μόνο για την περίπτωση που δεν είχε παρέλθει έτος, κατά τα προαναφερθέντα, με τη διάταξη του άρθρου 13 της Διεθνούς αυτής Σύμβασης, προβλέπεται δυνατότητα η δικαστική αρχή να αρνηθεί την επιστροφή του παιδιού σε κάθε περίπτωση, εάν (μεταξύ άλλων) αποδειχθεί, στο πλαίσιο ένστασης καταλυτικής της αξίωσης του αιτούντος την επιστροφή του παιδιού, είτε α) ότι ο τελευταίος δεν ασκούσε ουσιαστικά την επιμέλειά του κατά την μετακίνηση ή κατακράτηση, με την έννοια ότι (εφόσον κατά το άρθρο 5 της ίδιας Σύμβασης, το δικαίωμα επιμέλειας περιλαμβάνει το δικαίωμα που αφορά στη μέριμνα για το πρόσωπο του παιδιού και ιδίως το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του), δεν ενδιαφερόταν για την φροντίδα του παιδιού για κάποιους ιδιαίτερους λόγους ή β) ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό καθεαυτό το γεγονός της επιστροφής πλέον του παιδιού, έχει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, την τάση μετά σφοδρής πιθανότητας και κατά την κρίση λογικού και επιμελούς ανθρώπου, να εκθέσει το παιδί σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή να το περιαγάγει σε μία αφόρητη κατάσταση, να επιφέρει δηλαδή τα αποδοκιμαζόμενα από τη Σύμβαση αποτελέσματα (ΑΠ 916/2010, 63/2001). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006). Περαιτέρω, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ. ΑΠ 1/1999). Ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ. ΑΠ 15/2006). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 74/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος, τα ακόλουθα: "Ο αιτών-εκκαλών (ήδη αναιρεσίβλητος), Γ. Κ. του Α., που γεννήθηκε στη Στουτγάρδη, στις 4-10-1975, κάτοικος ..., ιατρός με ειδίκευση στους τομείς της ψυχοσωματικής ιατρικής, της ψυχιατρικής και της ψυχοθεραπείας, επικεφαλής ιατρός στην κλινική πόνου του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Βέρνης για εξωτερικούς ασθενείς και εντεταλμένος καθηγητής του Πανεπιστημίου Βέρνης, επικεφαλής εκπαιδευτής των βοηθών ιατρών του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Βέρνης στους τομείς του πόνου και της ψυχοσωματικής ιατρικής και η καθ’ης η αίτηση-εφεσίβλητη (ήδη αναιρεσείουσα) Κ. Λ. του Α., που γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη, στις 5-4-1986, κάτοικος ..., επί πτυχίω φοιτήτρια του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, εργαζόμενη στη φαρμακοβιομηχανία "...", στις … του νομού Ροδόπης, ως βοηθός χημικού, γνωρίστηκαν στη Σαμοθράκη, τον Αύγουστο του έτους 2012. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε συναισθηματικός και ερωτικός δεσμός και στις αρχές Νοεμβρίου του ιδίου έτους (2012) έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση γάμου. Μετά ταύτα, η καθ’ης η αίτηση παραιτήθηκε από την εργασία της και μετέβη στη Βέρνη της Ελβετίας, όπου εγκαταστάθηκε, στην οικία του αιτούντος. Εκεί δεν εργαζόταν, παρακολουθούσε δε μαθήματα για την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας ... Στις 17-1-2013 οι διάδικοι μίσθωσαν από κοινού διαμέρισμα, στη Βέρνη ..., στο οποίο εγκαταστάθηκαν στις αρχές του ιδίου έτους ... Στις 24-2-2014 τέλεσαν μεταξύ τους πολιτικό γάμο στη Βέρνη, ο οποίος στη συνέχεια ιερολογήθηκε, στις 26-4-2014, κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στον Ιερό Ναό ..., της Βέρνης... Οι διάδικοι από το γάμο τους απέκτησαν ένα τέκνο, τον Α., που γεννήθηκε στις 29-8-2014, στη Βέρνη. Η γέννηση του τέκνου αυτού καταχωρήθηκε στο ληξιαρχείο της Βέρνης και συντάχθηκε σχετική ληξιαρχική πράξη... Όμως, στην έγγαμη συμβίωση των διαδίκων είχαν αρχίσει να εμφανίζονται προβλήματα πριν από τη γέννηση του τέκνου τους οφειλόμενα κυρίως στο έντονο άγχος της καθ’ης η αίτηση, για την υγεία του κυοφορούμενου, λόγω διακοπής, κατά τη διάρκεια της κυήσεως, της φαρμακευτικής αγωγής που ελάμβανε, για την αντιμετώπιση της αγχώδους διαταραχής, από την οποία έπασχε, με αποτέλεσμα τη μεταβολή της διάθεσης και της συμπεριφοράς της και, εξ αυτού του λόγου, τη δημιουργία εντάσεων και προστριβών μεταξύ τους. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, όσον αφορά την, κατά την άνω χρονική περίοδο, συναισθηματική κατάσταση της καθ’ης η αίτηση και την μεταβολή της διάθεσής της, λόγω διακοπής της θεραπευτικής αγωγής, στηρίζεται, κυρίως, στην από 28-8-2014 έκθεση εισόδου, που συνέταξε η γυναικολόγος δρ. M. L. του Νοσοκομείου …της Βέρνης, στο οποίο έλαβε χώρα η γέννηση του τέκνου, με τίτλο "κατάσταση εισαγωγής", όπου στο ιστορικό της εγκύου (καθ’ης η αίτηση) αναφέρεται "Διαταραχή φόβου-Κρίσεις πανικού εδώ και αρκετά έτη (υπό αγωγή)" και στο κάτω τμήμα αυτού (εγγράφου) "άγχος, φόβος για το μωρό, φαρμακευτική αγωγή, βιταμίνες προ της εγκυμοσύνης, ψυχοφάρμακα Fluoxetine", την από 31-8-2014 έκθεση εξόδου του ιδίου Νοσοκομείου (πτέρυγα λοχείας), που συνέταξε ο παιδίατρος δρ. D. D.- B., στο οποίο κάτω από την ενότητα "Διατροφή" αναφέρεται "Μετά από μια ημέρα διακοπή θηλασμού, λόγω φαρμακευτικής αγωγής της μητέρας", καθώς και στο ιδιόχειρο σημείωμα, που συνέταξε η καθ’ης η αίτηση, με τίτλο "...", στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται από την ίδια, υπό την ένδειξη ιστορικό "άγχος+κρίσεις πανικού, χορήγηση Ladose". Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, ενισχύεται και από το γεγονός ότι η καθ'ής η αίτηση, με προτροπή του αιτούντος, κατά τη διάρκεια της κύησης επισκέφθηκε τον ελληνόφωνο ψυχίατρο-ψυχοθεραπευτή δρ. Κ. τέσσερις φορές περίπου, πλην όμως, διέκοψε τη θεραπεία, όπως η ίδια συνομολογεί. Λόγω της συνεχιζόμενης συναισθηματικής έντασης της καθ'ής η αίτηση και μετά την επάνοδό της στη συζυγική οικία στις 31-8-2013 και ενόψει της επικείμενης επιστροφής του αιτούντος στην εργασία του, στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Βέρνης, οι διάδικοι συμφώνησαν να μεταβεί η καθ'ής η αίτηση, μαζί με το νεογέννητο τέκνο, στην κατοικία των γονέων της, στην Αλεξανδρούπολη, προκειμένου να τη συνδράμουν στη φροντίδα του, κατά τη διάρκεια της λοχείας. Έτσι, στις 13-9-2014 και περί ώρα 03:00’ η τελευταία μαζί με το τέκνο αναχώρησε αεροπορικώς από το αεροδρόμιο της …, στο οποίο τη μετέφερε ο αιτών με το αυτοκίνητό του. Ο αιτών πατέρας για την μετακίνηση του ανηλίκου στην Ελλάδα χορήγησε στην σύζυγό του έγγραφο, υπογεγραμμένο από τον ίδιο, με το εξής περιεχόμενο "Βέρνη 12-9-2014, με το παρόν δηλώνω ότι, εγώ ο Γ. Κ., γεννημένος στις 4-10-75, είμαι απολύτως σύμφωνος να ταξιδέψει ο γιός μου Α.Κ., γεννημένος στις 29-8-14 μαζί με την μητέρα του/σύζυγό μου Κ.Κ., γεννημένη στις 5-8-86, για μερικές εβδομάδες στον παππού και στην γιαγιά του στην Ελλάδα". Η καθ’ης η αίτηση μετά την άφιξή της στην Ελλάδα μετέβη με το ανήλικο, στην οικία των γονέων της, στην Αλεξανδρούπολη... Στις 16-9-2014, ήτοι την τρίτη ημέρα από την αναχώρησή της από την Ελβετία, ενημέρωσε τον αιτούντα, σε τηλεφωνική επικοινωνία τους, ότι δεν προτίθεται να επιστρέψει στην Ελβετία και ότι θα εγκατασταθεί μονίμως στην Αλεξανδρούπολη με το τέκνο. Έκτοτε, παρά τη ρητώς εκφρασθείσα διαφωνία του αιτούντος πατέρα, το ανήλικο διαμένει με την μητέρα του καθ’ης η αίτηση στην οικία των γονέων της, όπου αυτή εγκαταστάθηκε. Οι τελευταίοι συνδράμουν αυτήν στην ανατροφή του ανηλίκου, δοθέντος ότι η καθ’ης η αίτηση από τις 6-4-2015 εργάζεται πάλι στην φαρμακοβιομηχανία "...", στις ....... του νομού Ροδόπης, ως πτυχιούχος χημικός. Στις 15-10-2014 η καθ’ης η αίτηση κατέθεσε κατά του αιτούντος, την από 13-10-2014 αγωγή... ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, με την οποία ζήτησε, μεταξύ άλλων, να της ανατεθεί η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους, να επιτραπεί η μετοίκηση της ιδίας και του ανηλίκου στην Αλεξανδρούπολη, από την ευρισκόμενη στη Βέρνη της Ελβετίας.... κοινή συζυγική στέγη, να υποχρεωθεί ο αιτών να καταβάλει για διατροφή του τέκνου το ποσό των 750 ευρώ μηνιαίως, για μια τριετία από την επίδοση της αγωγής και να υποχρεωθεί ο τελευταίος να της παραδώσει τα ευρισκόμενα στην κοινή κατοικία τους, στη Βέρνη, προσωπικά είδη της ιδίας και του ανηλίκου. Η ως άνω αγωγή ορίστηκε να συζητηθεί στις 18-3-2015. Στις 21-10-2014 η δικηγόρος της καθ’ης η αίτηση ενημέρωσε, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τον αιτούντα για την κατάθεση της άνω αγωγής και για τη δυνατότητα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς των διαδίκων. Στις 7-11-2014 η καθ’ης η αίτηση απέστειλε στον αιτούντα μήνυμα στο κινητό του τηλέφωνο, με το οποίο ζήτησε τον καθορισμό ημερομηνίας προκειμένου να μεταβεί στην Ελβετία για την παραλαβή των προσωπικών της αντικειμένων και του ανηλίκου (ενδύματα, παιχνίδια, έγγραφα). Μετά ταύτα, στις 18-11-2014 ο αιτών εξουσιοδότησε τον δικηγόρο Ελβετίας V.A. "για την υπόθεση επιστροφής παιδιού/γάμου" και στις 20-11-2014 απευθύνθηκε στο δικηγόρο Αλεξανδρούπολης Ν. Ζ., προκειμένου να έχει συνομιλίες και επαφές με τον ως άνω εξουσιοδοτηθέντα δικηγόρο Ελβετίας. Αντίγραφο της παραπάνω αγωγής επιδόθηκε στον αιτούντα στις 9-12-2014. Την ίδια ημέρα (9-12-2014) ο τελευταίος κατέφυγε στην Κεντρική Αρχή της Ελβετίας, προκειμένου να κινηθεί η προβλεπόμενη από τη σύμβαση της Χάγης διαδικασία για την επιστροφή του τέκνου του στον τόπο της συνήθους διαμονής του, στη Βέρνη Ελβετίας. Η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε, κατόπιν του υπ’αριθμ. ..../13-1-2015 κατεπείγοντος εγγράφου του Τμήματος Διεθνούς Συνεργασίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ελλάδας προς τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, κατ’εφαρμογή του άρθρου 16 της Σύμβασης της Χάγης, μέχρι την έκδοση απόφασης για παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση. Στις 16-6-2015 η καθ’ης η αίτηση κατέθεσε κατά του αιτούντος, την από 16-6-2015 ... αγωγή διαζυγίου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε την λύση του γάμου της με αυτόν, λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης από λόγους που αφορούν το πρόσωπό του και, επικουρικά, λόγω διετούς διάστασης σε περίπτωση συζήτησης αυτής μετά την 13-9-2016. Η ως άνω αγωγή ορίστηκε να συζητηθεί στις 16-1-2017. Σύμφωνα με το ελβετικό δίκαιο (του τόπου γέννησης του τέκνου των διαδίκων) και συγκεκριμένα το άρθρο 296 ελβ. ΑΚ, καθώς και κατά το άρθρο 1510 ΑΚ (δίκαιο κοινής ιθαγένειας γονέων και τέκνου), η γονική μέριμνα ασκείται από κοινού και από τους δυο γονείς, στο δικαίωμα δε αυτό περιλαμβάνεται η επιμέλεια του τέκνου, καθώς και το δικαίωμα των γονέων να αποφασίζουν για τον τόπο διαμονής αυτού (τέκνου). Το δικαίωμα αυτό ασκούσε ο αιτών πατέρας πραγματικά από της γεννήσεως του ανηλίκου μέχρι την κατακράτησή του στην Ελλάδα, μάλιστα δε έλαβε άδεια πατρότητας, από 23-8-2014 έως και 14-9-2014, για να συνδράμει στην ανατροφή του κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Νοσοκομείο και μετά την έξοδό του από αυτό και φρόντιζε από κοινού με την καθ’ης η αίτηση για τις ανάγκες του ... Το εν λόγω τέκνο αμέσως πριν την παράνομη κατακράτησή του στην Ελλάδα (16-9-2014) είχε συνήθη τόπο διαμονής στη Βέρνη της Ελβετίας, όπου αμφότεροι οι διάδικοι γονείς είχαν τον τόπο κατοικίας τους και το επίκεντρο της οικογενειακής και κοινωνικής τους ζωής. Η μετακίνηση του τέκνου στην Ελλάδα έγινε με τη συναίνεση του αιτούντος πατέρα προσωρινά (για μερικές εβδομάδες), όπως ρητώς στην ως άνω έγγραφη δήλωσή του αναφέρεται, ωστόσο παρέμεινε στην Ελλάδα χωρίς τη συγκατάθεσή του, καθόσον επιθυμία αυτού ήταν να επιστρέψει (το τέκνο) στη Βέρνη Ελβετίας, ανεξαρτήτως της εξέλιξης της έγγαμης συμβίωσής του με την καθ’ης η αίτηση. Επομένως, η κατακράτηση του τέκνου των διαδίκων από τη μητέρα του στην Αλεξανδρούπολη, εκτός του τόπου συνήθους διαμονής του, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του αιτούντος πατέρα, ο οποίος ασκούσε από κοινού με την καθ’ης η αίτηση τη γονική μέριμνα (και επιμέλεια) του τέκνου και χωρίς τη συγκατάθεση του οποίου απαγορεύεται ρητώς η μονομερής αλλαγή του τόπου κατοικίας αυτού (τέκνου), εφόσον ο νέος τόπος διαμονής βρίσκεται στο εξωτερικό, σύμφωνα με το άρθρο 301α παρ. 2 περ. α του ελβ. ΑΚ, είναι παράνομη, κατά την έννοια των άνω διατάξεων της Σύμβασης της Χάγης. Από τότε που έλαβε χώρα η παράνομη κατακράτηση (16-9-2014) μέχρι την υποβολή της υπό κρίση αίτησης (11-9-2015) μεσολάβησε χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους και, συνεπώς, το Δικαστήριο υποχρεούται να διατάξει την άμεση επιστροφή του τέκνου στη χώρα της συνήθους διαμονής του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 της Σύμβασης της Χάγης. Περαιτέρω, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ότι η επιστροφή του εν λόγω τέκνου μπορεί να το εκθέσει σε κίνδυνο φυσικό ή ψυχικό ή να το π εριαγάγει σε αφόρητη κατάσταση. Η κοινή συζυγική οικία, όπου κατοικεί ο αιτών πατέρας του ανηλίκου, βρίσκεται σε περιοχή με χώρους αναψυχής παιδιών (παιδική χαρά, γήπεδο κ.λπ.), σ’αυτήν δε υπάρχει το ειδικά διαμορφωμένο παιδικό δωμάτιο του τέκνου, με τα αναγκαία έπιπλα, εξοπλισμό και παιχνίδια. Η κρίση του Δικαστηρίου, όσον αφορά την καταλληλότητα της κατοικίας του αιτούντος πατέρα για την ασφαλή διαμονή του τέκνου, ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο τελευταίος επικοινωνεί σ’αυτήν (κατοικία) κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο με τον υιό του Γ., που απέκτησε, στις 31-5- 2009, από προηγούμενη σχέση του με την J. M. R., που αναγνώρισε εκουσίως στις 4-8-2009..., σημειουμένου ότι, η καταλληλότητα αυτής (κατοικίας) για την επικοινωνία του αιτούντος με τον προαναφερόμενο υιό του και τη διαμονή του τελευταίου σ’αυτή, ελέγχθηκε και εγκρίθηκε, κατόπιν επιτόπιας μετάβασης, τον Ιανουάριο του 2014, από κοινωνική λειτουργό. Ο αιτών πατέρας του ανηλίκου προτίθεται για τις ώρες που θα απουσιάζει στην εργασία του να αναθέσει τη φροντίδα του στον ημερήσιο παιδικό σταθμό του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Βέρνης, που διαθέτει σύγχρονες εγκαταστάσεις και εξειδικευμένο εκπαιδευτικό προσωπικό ..., στο οποίο παραμένουν προς φύλαξη τα ανήλικα τέκνα του ιατρικού, νοσηλευτικού και λοιπού προσωπικού του Νοσοκομείου, ενώ κατά τις απογευματινές και βραδινές ώρες, έχει τη δυνατότητα να μεριμνήσει ο ίδιος για τις ανάγκες του. Σε κάθε δε περίπτωση, το γεγονός της ανάθεσης της φροντίδας του ανηλίκου σε παιδικό σταθμό κατά τη διάρκεια της απουσίας του αιτούντος στην εργασία του δεν εμπίπτει στην έννοια του σοβαρού κινδύνου, που απαιτεί η ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 13 περ. β’ της Σύμβασης της Χάγης. Συνεπώς, η εκ του άρθρου 13 περ. β’ της άνω Σύμβασης ένσταση, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει η καθ’ης η αίτηση, είναι απορριπτέα, ως ουσία αβάσιμη. Τέλος, ο πρωτοδίκως προβληθείς και επαναφερόμενος ισχυρισμός της καθ’ης η αίτηση ότι το τέκνο έχει απολύτως προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον, η δε απομάκρυνσή του από αυτό θα έχει αρνητικές επιπτώσεις, καθόσον θα του προκαλέσει συναισθηματικό κλονισμό και ανασφάλεια, κρίνεται απορριπτέος, καθόσον η ένδικη διαφορά αφορά μόνον το ζήτημα της επιστροφής του τέκνου στον τόπο της συνήθους διαμονής του. Επομένως, δεν συντρέχει καμιά από τις περιπτώσεις που παρέχουν την ευχέρεια στο Δικαστήριο να αρνηθεί να διατάξει την επιστροφή του τέκνου των διαδίκων στον τόπο της συνήθους διαμονής του....".Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το Εφετείο, ακολούθως, αφού έκανε δεκτή την έφεση του αναιρεσίβλητου κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που είχε απορρίψει την αίτησή του, με την αιτιολογία ότι η Βέρνη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο τόπος συνήθους διαμονής του τέκνου και ότι ο τελευταίος δεν άσκησε ουσιαστικά δικαίωμα επιμέλειας επί του ανηλίκου τέκνου του πριν την μετακίνησή του, δέχθηκε την αίτηση. Κρίνοντας το Εφετείο ότι ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας στο πλαίσιο της προβληθείσας απ’αυτήν ένστασης από την παρ. 2 του άρθρου 12 της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης, περί προσαρμογής του ανήλικου τέκνου της στο νέο του περιβάλλον ήταν αβάσιμος, ορθά, κατ’αποτέλεσμα, ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε την προβλεπόμενη από την άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη δυνατότητα εξαίρεσης της επιστροφής του ανήλικου, εφόσον κατά τη μη ελεγχόμενη με λόγο αναίρεσης παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης μεταξύ της παράνομης κατακράτησης του τέκνου και την υποβολή της επίδικης αίτησης του αναιρεσίβλητου μεσολάβησε χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους. Επομένως, ο πρώτος πρόσθετος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα επικαλούμενη πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, δεχόμενο το Εφετείο, ότι ο αναιρεσίβλητος: α) ασκούσε από κοινού με την αναιρεσείουσα το δικαίωμα επιμέλειας του ανήλικου τέκνου του πραγματικά από τη γέννησή του (στις 29-8-2014) μέχρι την παράνομη κατακράτησή του στην Ελλάδα (16-9-2014), έχοντας λάβει και άδεια πατρότητας για να συνδράμει στην ανατροφή και την φροντίδα του κατά τη διάρκεια παραμονής του στο νοσοκομείο και β) είχε ρητώς εκφράσει από τις 16-9-2014 την διαφωνία του στην περαιτέρω παραμονή του τέκνου του στην Ελλάδα, όπου παρέμενε έκτοτε χωρίς τη συγκατάθεσή του αφού η επιθυμία του ήταν να επιστρέψει το τέκνο στην Βέρνη, ανεξαρτήτως της εξέλιξης της έγγαμης συμβίωσης του με την αναιρεσείουσα, με πλήρη και επαρκή αιτιολογία που καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 13 περ. α της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης, απέρριψε την στηριχθείσα σε αυτή ένσταση της αναιρεσείουσας, περί μη πραγματικής άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου και περί μεταγενέστερης έγκρισης της κατακράτησής του. Συνεπώς, όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τους πρώτο και τέταρτο (επικουρικό) κύριους λόγους της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ είναι αβάσιμα. Η με τους ίδιους λόγους επικαλούμενη ανεπάρκεια του ανωτέρω αποδεικτικού πορίσματος του Εφετείου, λόγω μη ύπαρξης παραδοχής περί των ειδικότερων ενεργειών του αναιρεσίβλητου οι οποίες προσήκουν στο καθήκον της επιμέλειας, όπως και αυτών από τις οποίες προκύπτει η έκφραση διαφωνίας του για την περαιτέρω παραμονή του στην Ελλάδα, ακόμη δε και η έλλειψη αναφοράς στις επικαλούμενες από την αναιρεσείουσα συνομιλίες τους σε σχέση με τον κλονισμό της έγγαμης συμβίωσής τους και την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου τους (από τις οποίες κατ’αυτήν προέκυπτε η έγκριση παραμονής του τελευταίου στην Ελλάδα), αναφέρονται στην ανάλυση και αιτιολόγηση του ανωτέρω σαφούς αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύουν τον από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο. Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 8 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται "αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής "πράγματα" θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, οι θεμελιωτικοί, καταλυτικοί ή διακωλυτικοί ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, ασκούμενοι με αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση ή με λόγο έφεσης ή αντέφεσης, ο οποίος αφορά αυτοτελείς ισχυρισμούς. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. Α.Π. 12/1997) ή όταν αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ. Α.Π. 11/1996). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον τρίτο κύριο λόγο της αίτησης αναίρεσης κατ’επίκληση πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθμ. 8β ΚΠολΔ, μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι δεν έλαβε υπόψη τον αυτοτελή ισχυρισμό της από τη διάταξη του άρθρου 13α της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης, ότι ο αναιρεσίβλητος είχε εγκρίνει εκ των υστέρων την παραμονή του ανήλικου τέκνου τους στην Ελλάδα. Ο ανωτέρω λόγος είναι αβάσιμος, εφόσον από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό αυτό και τον απέρριψε, δεχόμενο αντιθέτως ότι ο αναιρεσίβλητος εξέφρασε ρητώς τη διαφωνία του στο να παραμείνει το ανήλικο τέκνο τους στην Ελλάδα. Εξάλλου, με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, απορρίπτοντας την από το άρθρο 13β της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης καταλυτική της ασκηθείσας αίτησης, ένσταση της αναιρεσείουσας, ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ότι η επιστροφή του ανήλικου τέκνου μπορεί να το εκθέσει σε κίνδυνο φυσικό ή ψυχικό ή να το περιαγάγει σε αφόρητη κατάσταση, επειδή τόσο η οικία όπου διαμένει ο αναιρεσίβλητος, στη Βέρνη, όσο και το ειδικά διαμορφωμένο παιδικό δωμάτιο είναι κατάλληλα και ασφαλή για τη διαμονή του, ενώ το γεγονός της ανάθεσης της φροντίδας του σε παιδικό σταθμό κατά τη διάρκεια της απουσίας του αναιρεσίβλητου "δεν εμπίπτει στην έννοια του σοβαρού κινδύνου", στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και κατέστησε ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 13β της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης. Ειδικότερα το Εφετείο δεν περιέλαβε ουσιαστική παραδοχή, με την έννοια ότι δεν αποφάνθηκε αν αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν ως βάσιμα κατ’ουσίαν τα επικαλούμενα από την αναιρεσείουσα, με τις ενώπιόν του από 23-9-2016 προτάσεις της, θεμελιούντα την ένσταση αυτή, πραγματικά περιστατικά, ότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του ανήλικου τέκνου τους να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία, λαμβανομένου υπόψη ότι από την ηλικία των δεκατεσσάρων ημερών βρίσκεται συνεχώς στην Ελλάδα, ότι το μόνο πρόσωπο που γνωρίζει τώρα που έχει αρχίσει και να μιλάει είναι αυτό της αναιρεσείουσας μητέρας του, ενώ ο αναιρεσίβλητος πατέρας του, λόγω της παντελούς απουσίας του, του είναι "άγνωστος", όπως και η κατοικία και το περιβάλλον της Βέρνης. Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω περιστατικά στοιχειοθετούν στη συγκεκριμένη περίπτωση το πραγματικό της εν λόγω ένστασης, όσον αφορά την φυσική και ψυχική δοκιμασία, εφόσον αυτά, ως αποτέλεσμα της επιστροφής, αληθή υποτιθέμενα, έχουν την γενική τάση, μετά σφοδρής πιθανότητας και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων κατά την κρίση λογικού και επιμελούς ανθρώπου να επιφέρουν στη συγκεκριμένη περίπτωση τα αποδοκιμαζόμενα από την Σύμβαση αποτελέσματα. Την ξαφνική δηλαδή αλλαγή της οικογενειακής σταθερότητας και την τραυματική απώλεια επαφής από τον γονέα που μέχρι τώρα φρόντιζε το ανήλικο, σε συνδυασμό με την ανάγκη προσαρμογής του σε μια νέα χώρα και ένα νέο περιβάλλον που για το ανήλικο τέκνο θα είναι πλέον η χώρα επιστροφής του. Επομένως, ο δεύτερος κύριος λόγος της κρινόμενης αίτησης, από το άρθρο 559 αριθμ. 19, όπως διευκρινίζεται και συμπληρώνεται από τους δεύτερο και τρίτο πρόσθετους λόγους αυτής, κατ’εκτίμηση από την ίδια διάταξη (και όχι από αυτή του αριθμού 1 του άρθρου 559) ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι. Επισημαίνεται, ότι η εν λόγω ένσταση ακόμη και αν δεν είχε υποβληθεί παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, λόγω μη καταχώρισής της στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, παραδεκτά προβλήθηκε ενώπιον του Εφετείου από την αναιρεσείουσα, με την ιδιότητα της εφεσίβλητης, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης του αναιρεσίβλητου (άρθρ. 527 αρ.1 ΚΠολΔ), απορριπτομένων ως αβασίμων όσων περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο τελευταίος με τις κατατεθείσες στις 15-2-2017, ήτοι μετά τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης προτάσεις του. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 12 του ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη αποδεικτική δύναμη που δεν την είχε κατά νόμο ή δεν του προσέδωσε τέτοια δύναμη, μολονότι την είχε κατά νόμο. Οι ανωτέρω αναιρετικοί λόγοι, όμως, ιδρύονται υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι τα αποδεικτικά μέσα ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 335 του ΚΠολΔ αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 987/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον τρίτο πρόσθετο λόγο, υπό στοιχείο 3Α της κρινόμενης αίτησής της, κατ’επίκληση πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθμ. 11 και 12 ΚΠολΔ, μέμφεται το Εφετείο, ότι έλαβε υπόψη έγγραφα που προσκόμισε και επικαλέστηκε ο αναιρεσίβλητος που δεν έπρεπε να λάβει υπόψη, διότι αφενός μεν δεν ήσαν δημόσια, αφετέρου δεν έφεραν ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, προκειμένου να δεχθεί, ότι "ελάμβανε φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπιση της αγχώδους διαταραχής από την οποία έπασχε". Ο ανωτέρω λόγος, είναι απαράδεκτος, διότι, πλην της αοριστίας του, εφόσον δεν γίνεται επίκληση των συγκεκριμένων εγγράφων που δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη (καίτοι λαμβάνονται υπόψη και τα ανυπόγραφα και τα μη δημόσια έγγραφα-ΟλΑΠ 15/2003, ΑΠ 934/2014), τα εν λόγω έγγραφα δεν είναι χρήσιμα προς άμεση ή έμμεση απόδειξη πραγματικών γεγονότων με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της προκείμενης δίκης, εφόσον η σχετική πλεοναστική παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας, αναφορικά με την λήψη φαρμακευτικής αγωγής της αναιρεσείουσας, δεν στηρίζει το διατακτικό της απόφασής του, αλλά συνδέεται με τους λόγους κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο της προκείμενης δίκης. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά το κεφάλαιό της που αφορά στην από τη διάταξη του άρθρου 13β της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης ένσταση, ενώ παρέλκει η έρευνα του υπό στοιχείο 3Β τρίτου πρόσθετου λόγου αναίρεσης, που αναφέρεται στο εν λόγω κεφάλαιο και να παραπεμφθεί, κατά τούτο, η υπόθεση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του καταβληθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας συμψηφιζομένων αυτών κατά τα λοιπά, λόγω της μερικής νίκης και ήττας αυτών (άρθρ. 178, 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί, εν μέρει, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιο, την 146/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Παραπέμπει, κατά τούτο, την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλον δικαστή. Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην αναιρεσείουσα. Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Μαϊου 2017. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Ιουνίου 2017. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Α.Σ.

 
 
 

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...