Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραβίαση απορρήτου επικοινωνιών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραβίαση απορρήτου επικοινωνιών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Παραβίαση απορρήτου προφορικής συνομιλίας





ΑΠ 1532/2013
Περίληψη
Παραβίαση απορρήτου προσωπικής συνομιλίας - Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία - Λόγος άρσης του αδίκου -. Για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της παραβίασης του απορρήτου της προφορικής συνομιλίας, πρέπει η αθέμιτη καταγραφή να αφορά συνομιλία, που δεν διεξάγεται δημόσια, δηλαδή δεν πρέπει κατά τη βούληση των συνομιλούντων να προορίζεται να ακουσθεί από αόριστο αριθμό προσώπων. Αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης και επομένως ο δράστης παραμένει ατιμώρητος, σε περιπτώσεις που η χρήση της αθέμιτης μαγνητοταινίας έγινε από τον τρίτο ενώπιον δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Τρίτος, όμως, δεν είναι ο ίδιος ο δράστης της υποκλοπής, γιατί στην περίπτωση αυτή θα έμειναν ατιμώρητες οι υποκλοπές, οι περισσότερες των οποίων γίνονται για υπεράσπιση δικαιολογημένου συμφέροντος. Ορθή και αιτιολογημένη η καταδίκη της αναιρεσείουσας - δημοσιογράφου για παραβίαση απορρήτου προσωπικής συνομιλίας, χωρίς τη συναίνεση του συνομιλητή της και χρησιμοποίησή της, που τελέστηκε με μαγνητοφώνηση της συνομιλίας της με άλλο πρόσωπο εν αγνοία του και με την χρήση της στις τηλεοπτικές ειδήσεις τηλεοπτικού σταθμού. Αιτιολογημένη απόρριψη του ισχυρισμού περί άρσης του αδίκου λόγω ενάσκησης δικαιώματος ή εκπλήρωσης καθήκοντος προς ενημέρωση του κοινού, διότι η συμπεριφορά της αναιρεσείουσας αντιβαίνει στο νόμο και την δημοσιογραφική δεοντολογία. Δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα λόγω μη επαρκούς προσδιορισμού της ταυτότητας των αναγνωστέων εγγράφων διότι αναφέρεται το είδος, η ημεροχρονολογία τους και από πού προέρχονται.

Κείμενο Απόφασης
ΑΡΙΘΜΟΣ 1532/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Π.-Μ. Κ. του Α., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Κλειδαρά, περί αναιρέσεως της 204/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαρτίου 2013 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 430/2013.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Kατά την παρ. 2 του άρθρου 370Α' ΠΚ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο επί του προκειμένου χρόνο (9-2-2006), μετά την αντικατάσταση του άρθρου αυτού με το άρθρο 6 παρ. 8 του ν. 3090/2002 και πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ.1 Ν.3674/2008, "όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή μαγνητοφωνεί μη δημόσιες πράξεις τρίτων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος μαγνητοφωνεί ιδιωτική συνομιλία μεταξύ αυτού και τρίτου, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του αυτού άρθρου, (κατά το οποίο η χρησιμοποίηση από τον δράστη των πληροφοριών ή των μαγνητοταινιών που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση) εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, πλην άλλων, ότι, για τη στοιχειοθέτηση του πιο πάνω αδικήματος της παραβίασης του απορρήτου της προφορικής συνομιλίας, πρέπει η αθέμιτη καταγραφή να αφορά συνομιλία, που δεν διεξάγεται δημόσια, δηλαδή δεν πρέπει κατά τη βούληση των συνομιλούντων να προορίζεται να ακουσθεί από αόριστο αριθμό προσώπων. Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, "με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος κάνει χρήση των πληροφοριών ή των μαγνητοταινιών ή των μαγνητοσκοπήσεων που αποκτήθηκαν με τους τρόπους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 αυτού του άρθρου". Κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, "η πράξη της παρ. 3 δεν είναι άδικη αν η χρήση έγινε ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης της παραγράφου 3 και επομένως, ο δράστης παραμένει ατιμώρητος σε περιπτώσεις που η χρήση της αθέμιτης, κατά τα πιο πάνω οριζόμενα, μαγνητοταινίας έγινε από τον τρίτο ενώπιον δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Τρίτος, όμως, δεν είναι ο ίδιος ο δράστης της υποκλοπής, αυτός δηλαδή, που με οποιονδήποτε τρόπο παρεμβλήθηκε σε τηλεφωνική συνδιάλεξη και έλαβε την μαγνητοταινία, αν χρησιμοποιήσει αυτήν, αφού αυτός υπάγεται στο εδ. β' της παρ. 1 του άρθρου 370 Α' και όχι σ` αυτή της παρ. 3 και, κατά συνέπεια, η παρ. 4 δεν έχει στην περίπτωση αυτή εφαρμογή, καθόσον αυτή αφορά μόνο τον τρίτο και όχι το δράστη της υποκλοπής. Αντίθετη άποψη, κατά την οποία ο αυτουργός χρησιμοποιώντας στο δικαστήριο για υπεράσπιση δικαιολογημένου συμφέροντός του τη μαγνητοταινία που λήφθηκε αθέμιτα από τον ίδιο, εμπίπτει στην παραπάνω διάταξη, θα υπερακόντιζε το γράμμα, αλλά και το πνεύμα της πιο πάνω διάταξης και στην πραγματικότητα θα άφηνε ατιμώρητες τις υποκλοπές, οι περισσότερες των οποίων γίνονται για υπεράσπιση δικαιολογημένου συμφέροντος, θα επρόκειτο δε και για ερμηνεία αντίθετη με το γράμμα του νόμου (παρ. 4), ο οποίος ρητώς αναφέρεται μόνο στην παρ. 3 και όχι στις παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 ΠΚ, "εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στον Ποινικό Κώδικα, (άρθρ. 21,22,25,304 παρ.4 και 5,308 παρ.2,367,371 παρ.4)ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αποκλείεται και όταν η πράξη αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται από το νόμο". Με βάση δε τις αντιλήψεις του κοινωνικού συνόλου και τις ιεραρχήσεις της έννομης τάξης, το προστατευόμενο από το άρθρο 370 Α' ΠΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 παρ.1, 9 παρ. 1β, 19 του Συντάγματος και 8 της ΕΣΔΑ έννομο αγαθό της παραβιάσεως του απορρήτου της προφορικής συνομιλίας, είναι υπέρτερο από την ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος κατά την εκτέλεση του επαγγέλματος, ως εν προκειμένω του δημοσιογράφου, ο οποίος χρησιμοποιεί αθέμιτα μέσα, ήτοι βιντεοσκοπεί χωρίς τη συναίνεση του συνομιλητή του ιδιωτική συνομιλία τους και την προβάλλει σε εκπομπή τηλεοπτικού καναλιού παραβαίνοντας κανόνες της έννομης τάξης και της δεοντολογίας του επαγγέλματος του. Ειδικότερα μάλιστα όταν έρχεται και σε αντίθεση με το γράμμα του νόμου, που σύμφωνα με τη παρ. 4 της προπαρατεθείσας διάταξης, ορίζει αποκλειστικά πότε αίρεται το άδικο της πράξεως αυτής και για ποιούς λόγους, και είναι η μόνη περίπτωση που για να είναι επαρκής η αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, πρέπει να αναφέρεται και το περιεχόμενο της συνομιλίας, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί το δικαιολογημένο συμφέρον. Εξ άλλου η κρίση του δικαστή της ουσίας επί της in concreto στάθμισης των εννόμων αγαθών είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. H ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, όπως είναι και ο περί άρσεως του αδίκου της πράξεως κατά το άρθρο 20 ΠΚ, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει η απόφαση νόμιμη βάση(ΟΛ. ΑΠ 3/2008).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ`αριθ. 204/2013 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα της αξιοποίνου πράξεως της παραβίασης απορρήτου προσωπικής συνομιλίας, χωρίς τη συναίνεση του συνομιλητή της, με χρήση της μαγνητοφωνημένης αυτής συνομιλίας στις τηλεοπτικές ειδήσεις τηλεοπτικού σταθμού. Στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, ήτοι της ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρα κατηγορίας, που εξετάσθηκε νομότυπα και περιέχεται στα πρακτικά, την ανάγνωση των πρακτικών της υπ'αρ. 1236/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, την ανάγνωση των εγγράφων που βρίσκονται στη δικογραφία, σε συνδυασμό με την απολογία της κατηγορουμένης και την όλη αποδεικτική διαδικασία δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν κατά λέξη, τα εξής: "..: Η κατηγορουμένη στη … τη 9-2-2006, με πρόθεση προέβη σε μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας μεταξύ αυτής και τρίτου, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου, το περιεχόμενο της οποίας χρησιμοποίησε. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, μετέβη στο κτίριο όπου στεγάζεται και το Υποθηκοφυλακείο Θεσσαλονίκης, και δίχως να γνωστοποιήσει την ιδιότητά της ως δημοσιογράφου του τηλεοπτικού καναλιού "ANTENNA" και με τη χρήση κρυφής κάμερας, κατέγραψε-μαγνητοσκόπησε τη συνομιλία, που είχε με τον Α. Π., υπάλληλο-αρχειοθέτη της ανωτέρω υπηρεσίας, την ώρα που αυτός έβγαινε από το κυλικείο του κτιρίου, χωρίς τη συναίνεση αυτού. Στη συνέχεια, έκανε χρήση της μαγνητοφωνημένης αυτής συνομιλίας, δίνοντάς τη στο προαναφερόμενο τηλεοπτικό κανάλι, το οποίο και την παρουσίασε στις τηλεοπτικές ειδήσεις, την Παρασκευή, 10/2/2006, και σε επανάληψη, σε πρωινή εκπομπή, το Σάββατο, 11/2/2006. Οι ισχυρισμοί της κατηγορουμένης είναι απορριπτέοι. Η συνομιλία της με τον Π. δεν ήταν δημόσια, καθόσον αυτή δεν έλαβε χώρα στο χώρο εργασίας του (στο γραφείο του ή σε άλλο γραφείο του Υποθ/κείου Θεσσαλονίκης), ούτε διεξήχθη στα πλαίσια των ανατεθειμένων σ'αυτόν καθηκόντων και κατά την εκτέλεσή τους, αλλά έξω από το κυλικείο του κτιρίου και ενώ ο Π. εξερχόταν απ'αυτό κρατώντας στα χέρια του δύο τυρόπιτες, όπου η κατηγορουμένη τον συνάντησε παριστάνοντας ότι πραγματοποιούσε μ'αυτόν μία χωρίς ιδιαίτερη σημασία μεταξύ δύο τυχαίως συναντωμένων προσώπων κοινωνική συνομιλία, ενώ ταυτοχρόνως τον μαγνητοφωνούσε και μαγνητοσκοπούσε κρυφά και μάλιστα με τρόπο που δεν δέχθηκε καν να περιγράψει στο δικαστήριο, ισχυριζόμενη ότι αυτό ανάγεται στα μυστικά του επαγγέλματός της. Η συγκεκριμένη αποδειχθείσα ενέργειά της υπερέβαινε καταφανώς τα όρια ενάσκησης οποιουδήποτε δικαιώματος ή εκπλήρωσης καθήκοντός της ως δημοσιογράφου προς ενημέρωση του κοινού, τα οποία επιβάλλουν την τήρηση των νόμων και της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, προκειμένου να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον και όχι η τυχόν επιδιωκόμενη προσωπική προβολή δημοσιογράφου που αποπειράται, χρησιμοποιώντας καλυμμένες και αδιαφανείς μεθόδους, να αποσπάσει, σε σύντομο χρόνο και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, από ανυποψίαστο συνομιλητή πληροφορίες, τις οποίες σκοπεύει να δημοσιοποιήσει δίχως ο τελευταίος να γνωρίζει την ιδιότητά του και τις προθέσεις του. Το δημόσιο συμφέρον θα είχε εξυπηρετηθεί πράγματι στην ανωτέρω περίπτωση, αν η κατηγορουμένη, διενεργώντας σοβαρό και υπεύθυνο έλεγχο καταγγελιών περί χρηματισμού που ισχυρίσθηκε ότι είχαν περιέλθει στο κανάλι για το οποίο εργάζεται, είχε διασφαλίσει την παροχή πληροφοριών από πρόσωπα που είχαν θιγεί από τυχόν παράνομες ενέργειες υπαλλήλων του Υποθ/κείου. Αυτό μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να χρησιμοποιήσει την αθέμιτη, παραπλανητική και παράνομη μέθοδο που χρησιμοποίησε και να έχει και απτά αποτελέσματα (αν τα καταγγελλόμενα αποδεικνύονταν αληθινά), γεγονός που δεν συνέβη καν με την καταγραφείσα και δημοσιοποιηθείσα συνομιλία, κατά την οποία δεν υπήρξε οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο για το θέμα του χρηματισμού υπαλλήλων που ισχυρίσθηκε ότι ερευνούσε (βλ. απολογία της, στην οποία παραδέχθηκε ότι η συνομιλία περιλάμβανε απλώς υπονοούμενα, όπως βεβαίως η ίδια ερμήνευσε τα διαμειφθέντα). Ακολούθως την κήρυξε ένοχη του ότι "Στη , την 9-2-2006, με πρόθεση προέβη σε μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας μεταξύ αυτής και τρίτου, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου, το περιεχόμενο της οποίας χρησιμοποίησε. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, μετέβη στο κτίριο όπου στεγάζεται το Υποθηκοφυλακείο Θεσσαλονίκης, δίχως να γνωστοποιήσει την ιδιότητά της ως δημοσιογράφου, του τηλεοπτικού σταθμού "Antenna " και με τη χρήση κρυφής κάμερας κατέγραψε-μαγνητοσκόπησε τη συνομιλία, που είχε με τον Α. Π., υπάλληλο-αρχειοθέτη της ανωτέρω υπηρεσίας, χωρίς τη συναίνεση αυτού. Στη συνέχεια έκανε χρήση της μαγνητοφωνημένης αυτής συνομιλίας δίνοντάς τη στο προαναφερόμενο τηλεοπτικό κανάλι, το οποίο την παρουσίασε στις τηλεοπτικές ειδήσεις, την Παρασκευή,10-2-2006, και σε επανάληψη, σε πρωϊνή εκπομπή, το Σάββατο 11-2-2006". Για την αξιόποινη αυτή πράξη της, μετά από αναγνώριση στο πρόσωπό της, της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρ. 84 παρ. 2 εδ. α' ΠΚ της επέβαλε ποινή φυλακίσεως 7 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για την κρίση του, ότι η αναιρεσείουσα τέλεσε την πράξη για την οποία καταδικάσθηκε. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβίασης του απορρήτου της προφορικής ιδιωτικής συνομιλίας χωρίς τη συναίνεση του συνομιλητή με καταγραφή και μαγνητοσκόπηση, με τις παραδοχές, ότι την 9-2-2006 την ώρα που ο υπάλληλος-αρχειοθέτης Α. Π., έβγαινε από το κυλικείο του κτιρίου όπου στεγάζεται το Υποθηκοφυλακείο Θεσσαλονίκης, κρατώντας στο χέρι του, δύο τυρόπιττες, χωρίς να τoυ γνωστοποιήσει την ιδιότητά της ως δημοσιογράφου του τηλεοπτικού σταθμού ANTENNA, με τη χρήση κρυφής κάμερας κατέγραψε -μαγνητοσκόπησε τη συνομιλία τους χωρίς τη συναίνεσή του, παραδοχή από την οποία συνάγεται το αθέμιτο της ενέργειάς της, δηλαδή η χωρίς συναίνεση του συνομιλητή της μαγνητοφώνηση και μαγνητοσκόπηση της συνομιλίας τους που δεν ήταν δημόσια, που στοιχειοθετούν τα αντικειμενικά στοιχεία του αδικήματος για το οποίο καταδικάσθηκε, η χρήση αυτής με την παραδοχή ότι παρέδωσε αυτήν στο τηλεοπτικό σταθμό που εργαζόταν, και πάλι χωρίς τη συναίνεση του συνομιλητή της, ο οποίος προέβαλε αυτήν στο δελτίο ειδήσεών του και την επανέλαβε σε πρωϊνή εκπομπή του σταθμού του. Ο δόλος της για την αξιόποινη αυτή πράξη, που προκύπτει από την θέληση παραγωγής και την εκτέλεση των άνω πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο δεν απαιτείται άμεσος δόλος, ώστε για την αιτιολόγησή του να πρέπει να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που τον συγκροτούν, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Οι ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης ότι : α) το δικαστήριο της ουσίας, οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, διότι δεν αξιολόγησε την ένορκη επ' ακροατηρίω κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Α. Π., ο οποίος κατέθεσε, μεταξύ άλλων ότι η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη δεν του έκανε κατά τη συνομιλία τους καμία προσωπική ερώτηση και δεν προσβλήθηκε από τη συμπεριφορά της, ότι την κατάθεση αυτή δεν συσχέτισε με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα διότι από αυτή σε συνδυασμό με την απολογία της θα οδηγείτο σε απαλλακτική κρίση, αφού η συνομιλία αυτή ήταν δημόσια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Τούτο διότι το δικαστήριο της ουσίας, έλαβε υπ' όψη του την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας και την απολογία της κατηγορουμένης, ως διαλαμβάνει και στο προΐμνιο του σκεπτικού του, στο σημείο που αναφέρει κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα που εκτίμησε για την καταδικαστική του κρίση, για δε την απολογία της γίνεται ειδική μνεία και στο αιτιολογικό μέρος του σκεπτικού της, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι αυτή δεν δέχθηκε να περιγράψει στο δικαστήριο όταν ρωτήθηκε με ποιό τρόπο κατέγραψε και μαγνητοσκόπησε την συνομιλία αυτή, ισχυριζόμενη ότι ο τρόπος αυτός ανήκει στα μυστικά του επαγγέλματός της, με την αιτίαση δε αυτή, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο ως προαναφέρθηκε δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει από ποιά ειδικότερα αποδεικτικά μέσα κατέληξε στην κρίση του. β) ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση, έπρεπε να εκτίθεται το περιεχόμενο της συνομιλίας για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Τούτο διότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα νομική σκέψη της παρούσας, δεν αποτελεί στοιχείο του αδικήματος αυτού (370 Α' παρ. 2 ΠΚ) το περιεχόμενο της συνομιλίας. γ) ότι η παραδοχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία η συνομιλία αυτή χαρακτηρίζεται ως κοινωνική και ότι δεν έλαβε χώρα στον χώρο του Υποθηκοφυλακείου, έρχεται σε αντίφαση με την παραδοχή του διατακτικού της, ότι περιείχε υπαινιγμούς για χρηματισμό των υπαλλήλων του Υποθηκοφυλακείου αυτού, και ότι ο συνομιλητής της συνομίλησε μαζί της με την ιδιότητα του υπαλλήλου - αρχειοθέτη αυτού, πρέπει επίσης να απορριφθεί, ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Τούτο διότι η παραδοχή υπαινιγμών χρηματισμού δεν αναιρεί, τον χαρακτηρισμό της συνομιλίας ως ιδιωτικής (κοινωνικής φύσεως) και η ιδιότητα του συνομιλητή δεν αναιρεί την παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι η συνομιλία αυτή ήταν ιδιωτική αφού δεν απευθυνόταν σε αόριστο αριθμό προσώπων. Περαιτέρω ο συνήγορος της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης, προ πάσης ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατέθεσε γραπτώς για καταχώριση στα πρακτικά και ανέπτυξε προφορικά τον αυτοτελή ισχυρισμό της, με τον οποίο ζητούσε την απαλλαγή της από το αποδιδόμενο σ' αυτήν αδίκημα, διότι σύμφωνα με το άρθρο 20 του ΠΚ, η πράξη αυτή δεν ήταν άδικη, αφού το θέμα για το οποίο συνομίλησε με τον υπάλληλο αυτόν του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, αφορούσε τον παράνομο χρηματισμό υπαλλήλων αυτού για την έκδοση σε ταχύτερο χρόνο των πιστοποιητικών μεταγραφών. Ότι η συνομιλία αυτή καταγράφηκε και μαγνητοσκοπήθηκε στο δημόσιο χώρο της υπηρεσίας αυτής και μετέπειτα προβλήθηκε από τον ανωτέρω τηλεοπτικό σταθμό, στον οποίο η κατηγορουμένη παρείχε την εργασία της, για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και από την ιδιαίτερη υποχρέωση που είχε αυτή ως δημοσιογράφος για την ενημέρωση του κοινού, το οποίο είναι υπέρτερο αγαθό από την προστασία της ιδιωτικής συνομιλίας, την οποία ήθελε να προστατεύσει ο νομοθέτης με την θέσπιση του άρθρ. 370Α' ΠΚ. Το δικαστήριο της ουσίας, πλέον του ότι όπως εκτέθηκε, η παραβίαση της διατάξεως του άρθρ. 370 Α' παρ. 2ΠΚ, είναι υπέρτερο αγαθό από την ενάσκηση δικαιώματος που πραγματοποιείται με αθέμιτα μέσα και τιμωρείται από το νόμο, απέρριψε τον αυτοτελή αυτόν ισχυρισμό με την αιτιολογία που αναφέρεται στην παρούσα απόφαση στο μέρος των παραδοχών της προσβαλλόμενης. Η απορριπτική αυτή αιτιολογία είναι επαρκής, σύμφωνα με τη διάταξη 93 παρ.3 του Συντάγματος και του άρθρ. 139 ΚΠΔ, με την παραδοχή ότι η ενάσκηση του δικαιώματος της αναιρεσείουσας -κατηγορουμένης υπερέβαινε τα όρια τόσο του δικαιώματός της όσο και του καθήκοντός της εκ του επαγγέλματός της, για την πληροφόρηση του κοινού στο θέμα αυτό που ήταν γενικότερου ενδιαφέροντος για την προστασία του πολίτη, διότι πραγματοποιήθηκε με τρόπο αντιβαίνοντα στον νόμο και την δημοσιογραφική δεοντολογία, εκθέτοντας παράλληλα και τον τρόπο με τον οποίο αν ενεργούσε η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, θα είχε επιτελέσει το έργο της σύννομα και με πραγματική εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Η ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν στάθμισε τα συγκρουόμενα έννομα αγαθά όπως έπρεπε, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη αφού ως προαναφέρθηκε η στάθμισή τους ανάγεται στην ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Κατά συνέπεια οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την καταδικαστική της κρίση και ως προς την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 370 Α' παρ. 2 ΠΚ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ` του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α` ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Στα πρακτικά της αποφάσεως δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, είναι, όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώστηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το συγκεκριμένο έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου, υπάρχει η ίδια ως άνω ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως για τις ανάγκες του ελέγχου του αναιρετικού λόγου, στα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικάσαν Εφετείο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης, περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα, "τα από 28-3-2007 και 19-11-2007 έγγραφα του τηλεοπτικού σταθμού ANTENNA, τα οποία αναφέρονται στα πρακτικά αυτής ". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, ενόψει και του ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο μόνο η πρωτοβάθμια απόφαση με τα πρακτικά της και τα ως άνω έγγραφα των οποίων αναφέρεται το είδος, η ημεροχρονολογία τους και από πού προέρχονται, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού των εγγράφων αυτών, αφού με την ανάγνωσή τους, η οποία έγινε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο δικάσθηκε η αναιρεσείουσα παρούσα κατέστησαν γνωστά κατά το περιεχόμενό τους σ'αυτήν, η οποία, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δευτεροβάθμιας δίκης, δεν πρόβαλε καμιά αντίρρηση για την ανάγνωση των εγγράφων αυτών. Κατά συνέπεια, είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Ως εκ τούτου, το Τριμελές Εφετείο, ορθώς έλαβε υπόψη του και τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, τρίτος (τελευταίος) λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στο ότι δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα των ως άνω εγγράφων, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ.583ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αρ. πρωτ. 2114/19-3-2013 αίτηση της Π. -Μ. Κ. του Α., κατοίκου ... οδός … αρ. …, για αναίρεση της υπ` αριθ. 204/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Can The Police Search My Cell Phone Without Permission?

 Many of us store our most intimate information on our mobile phones. Photos, videos, contact information and private messages can all be saved in a cell phone’s memory for easy access. In the hands of law enforcement, this data can provide compelling evidence to secure a conviction. If you have been arrested and charged with a crime it is common practice for the police to confiscate your phone, but whether they are entitled to access the data on it is now a matter of intense debate.

Like searching someone’s home or place of work, carrying out a search of someone’s personal phone when they have been arrested for a crime is forbidden without first getting a search warrant.

The matter has been highlighted by the recent ruling in the case of Cedric Smallwood v. State of Florida, who was arrested in January 2008 after he robbed a convenience store. Following Mr. Smallwood's arrest, his phone was seized by law enforcement officers. Incriminating pictures were found on the phone and these pictures were produced in court as evidence before the jury. Smallwood was sentenced to 65 years in jail for his offense and the pictures found on his phone were deemed to be highly influential in persuading the jury to find him guilty. The Florida Supreme Court ruled that the inappropriate seizing and searching of Smallwood’s phone has precluded him from having a fair trial. Despite the compelling evidence against him, Cedric Smallwood was entitled to a retrial with a new jury and only evidence properly gathered and submitted would be admissible.

In order to search a cell phone, a law enforcement officer must produce an affidavit to a judge and obtain a warrant. The judge can issue a search warrant if:

    There are grounds to believe that the phone may have been stolen; or
    It may have been used to commit a crime; or
    It contains evidence that a crime has been committed

If the court issues the warrant then the enforcement officers who applied for it are entitled to search the cellphone.

In practice this means that the police need to have strong grounds to suspect that the phone contains incriminating evidence and be able to demonstrate this belief to the judge.

If you have been arrested and your phone was seized and searched without an appropriate warrant, the impact on your case may be far-reaching.
                                                                                                                                      πηγή:jdsupra.com

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...