Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Ελευθερία του Τύπου και παραβίαση της μυστικότητας της ανάκρισης




Διάταξη υπέρ της ελευθερίας του Τύπου του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, Σπυρίδωνα Παππά

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Τεύχος 6/2014, Ιούνιος
Νομοθεσία, Νομολογία, Θεωρία & Πράξη του Ποινικού Δικαίου


Περίληψη

Η αρχή της μυστικότητας της ανακρίσεως στην ποινική διαδικασία συμπεριλαμβάνεται στο πεδίο προστασίας του άρθρου 252 ΠΚ, και τούτο διότι αφενός μεν προστατεύεται, σύμφωνα με το τεκμήριο αθωότητας, η προσωπικότητα του κατηγορουμένου από την ενδεχόμενη ηθική του μείωση, αλλά και του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος ενδεχομένως να μην επιθυμεί να δημοσιοποιηθεί η ένδικη διένεξή του με τον κατηγορούμενο, αφετέρου δε αποσκοπείται η ευχερέστερη βεβαίωση της τελέσεως του εγκλήματος και επιτυγχάνεται η κατά το μέγιστον ανακάλυψη των δραστών, από τη μη δημοσιοποίηση των στοιχείων της ανακρίσεως και των ενεργειών των διενεργούντων την ανάκριση. Περαιτέρω, δικαιολογημένο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης συντρέχει, όχι όταν προκαλείται η δημιουργία εντυπώσεων ή η ικανοποίηση της περιέργειας του κοινού ή η προσπάθεια σπιλώσεως της τιμής κάποιου προσώπου διά δημοσιοποιήσεως ανακριβών και μη ελεγχομένων πληροφοριών, αλλά όταν διά της πληροφορίας αυτής αποκαλύπτεται π.χ. ότι δημόσια πρόσωπα ελέγχονται από κρατικές αρχές για δωροδοκία ή για οικονομικές ατασθαλίες επί ζημία του Δημοσίου, ή για ζήτημα που, διά των πράξεων ορισμένων πολιτικών αξιωματούχων ή μη, θίγει ουσιωδώς τα συμφέροντα της χώρας. Εν προκειμένω, τίθεται εν μέρει στο αρχείο η οικεία δικογραφία για το αδίκημα της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου, δεδομένου ότι η από μέρους του εκδότη της εφημερίδας και των δημοσιογράφων χρήση των υπηρεσιακών εγγράφων-απορρήτων δεν υπερέβη το αναγκαίο μέτρο της πληροφορίας για την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης και επομένως καλύπτεται από τη διάταξη του εδ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 252 Π.Κ.
Προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών
Θέμα: Έγκριση θέσεως δικογραφίας εν μέρει εις το αρχείον κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ ως αντικ. διά άρθρο 5 Ν. 3160/2003, άρθρο 9 Ν. 3904/2010 και άρθρο 27 Ν. 4055/2012.
Έχω την τιμή να σας υποβάλλω την υπ' αριθ. ... συνημμένη ποινική δικογραφία, η οποία εσχηματίσθη δυνάμει της από 25.12.2012 προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, αναφοράς του Ι.Λ., κατοίκου Γλυφάδας Αττικής, αναφέροντάς σας τα ακόλουθα:
Διά της κρινομένης αναφοράς, η οποία απευθύνεται προς την Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Π.Π. και επ' αφορμή του δημοσιεύματος της 23.9.2012, της εβδομαδιαίας εφημερίδος «...» υπό τον τίτλο «Κατάθεση - φωτιά για 3 Υπουργούς» και με περιεχόμενο την ύπαρξη καταθέσεων, εγγράφων και έτερων στοιχείων, ως λ.χ. η επιδειχθείσα σε αντίγραφο μηνυτήρια αναφορά του Ι.Λ. κατά των Ι.Κ. και Ρ.Σκ. διά των οποίων ο νυν Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Ε.Μ. και οι πρώην Υπουργοί Γ.Β. και Μ.Λ., φέρονται να εμπλέκονται σε μεγάλη υπόθεση φοροδιαφυγής και παρανόμου πλουτισμού, μέσω του ομίλου του Ι.Κ., ο αναφέρων Ι.Λ. ζητεί να διερευνηθεί εάν τα ανωτέρω στοιχεία, τα οποία αποτελούσαν έγγραφα σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, επί της οποίας προκαταρκτική έρευνα κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, διενεργούσαν όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, διέρρευσαν προς την ιδιοκτησία και διεύθυνση της ανωτέρω εφημερίδος από υπαλληλικά όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, ή έτερης δικαστικής αρχής, με συνέπεια να στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβιάσεως υπηρεσιακού απορρήτου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 252 παρ. 1 εδ. β΄-α΄ του ΠΚ, για τους υπαλλήλους που διέρρευσαν τα υπηρεσιακά αυτά έγγραφα και ενδεχομένως η ύπαρξη ποινικής ευθύνης τρίτων προσώπων, μη υπαλλήλων, που προέβησαν σε χρήση των εγγράφων αυτών και των πληροφοριών που αυτά εμπεριέχουν, με σκοπό να ωφεληθούν οι ίδιοι ή άλλος ή για να βλαφθεί το κράτος.
Σύμφωνα με το άρθρο 252 παρ. 1 του ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε διά του άρθρου 13 του Ν. 3849/2010 «Ο υπάλληλος που εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 248, 249, 250 και 251, παραβαίνοντας τα καθήκοντά του, γνωστοποιεί σε άλλον: α) πράγμα, το οποίο γνωρίζει μόνο λόγω της υπηρεσίας του ή β) έγγραφο που είναι εμπιστευμένο ή προσιτό λόγω της υπηρεσίας του, αν τέλεσε κάποια από τις πράξεις αυτές με σκοπό να ωφεληθεί ο ίδιος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών». Κατά δε την παρ. 3 του ως άνω άρθρου «Με τις ποινές των προηγούμενων παραγράφων τιμωρείται και ο τρίτος, ο οποίος χρησιμοποιεί την πληροφορία ή το έγγραφο εν γνώσει της προέλευσής του με σκοπό να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος ή για να βλάψει το κράτος ή άλλον. Δεν αποτελεί άδικη πράξη η χρησιμοποίηση, εντός του αναγκαίου μέτρου, της πληροφορίας ή του εγγράφου, που γίνεται για την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της ενημέρωσης της κοινής γνώμης». Διά της ανωτέρω διατάξεως της παρ. 1, εις την οποία ενεργητικό υποκείμενο δύναται να είναι μόνον υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α΄ και 263Α του ΠΚ (σχετ. ΣυμβΠλημΑθ 2185/1987 ΠοινΧρ 1987, 465), προστατεύεται το υπηρεσιακό απόρρητο, ως αυτοτελές συμφέρον της Πολιτείας να τηρούνται μυστικές ορισμένες υπηρεσιακές ενέργειες ή υπηρεσιακά έγγραφα (ΣυμβΑΠ 344/1992 Υπερ 1992, 848, I. Μανωλεδάκης, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του Ποινικού Δικαίου, σελ. 322, παρ. 519 και σελ. 361 παρ. 587, Γ.-Α. Μαγκάκης, Η παραβίασις του υπηρεσιακού απορρήτου ως έγκλημα κατά το άρθρο 252 ΠΚ, ΠοινΧρ 1965, 385 επ.), ενώ ως υπηρεσιακό απόρρητο του οποίου η γνωστοποίηση τυγχάνει παράνομη από τον υπάλληλο που το κοινολογεί, νοείται όχι οιοδήποτε γεγονός που αφορά την υπηρεσία του, αλλά μόνον εκείνο που πρέπει να τηρηθεί μυστικό είτε από κανόνα δικαίου, νόμο, υπουργική απόφαση, εγκύκλιο, κανονιστική διάταξη, είτε η αποκάλυψή του, καίτοι δεν απαγορεύεται ρητώς από κάποια διάταξη, εντούτοις διά του τρόπου που ενεργείται θίγει σοβαρά τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου (βλ. σχετ. Α. Χαραλαμπάκη, ΕρμΠΚ, έκδ. 2011, τόμος Β΄, σελ. 482, με παραπομπή σε νομολογία και θεωρία αλλά και σε ενδεικτικές περί απορρήτου διατάξεις ως λ.χ. άρθρο 26 του Ν. 3528/2007 και δη του Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων, άρθρο 85 του Ν. 2238/1994, ήτοι του φορολογικού απορρήτου κ.λπ.). Αναμφισβήτητα η αρχή της μυστικότητας της ανακρίσεως εις την ποινική διαδικασία, η οποία ερείδεται εις το άρθρο 241 του ΚΠΔ και αφορά άπαντα στα στάδια αυτής, ήτοι την προκαταρτική εξέταση, την προανάκριση, αστυνομική και μη και την κυρία ανάκριση, συμπεριλαμβάνεται εις το πεδίο προστασίας του άρθρου 252 ΠΚ, και τούτο διότι αφενός μεν εκ της μυστικότητας της ποινικής προδικασίας προστατεύεται, σύμφωνα με το τεκμήριο αθωότητος (in dubio pro reo), η προσωπικότητα του κατηγορουμένου από την ενδεχόμενη ηθική του μείωση, αλλά και του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος ενδεχομένως και ειδικότερα λ.χ. σε εγκλήματα της γενετήσιας ελευθερίας, να μην επιθυμεί να δημοσιοποιηθεί η ένδικη διένεξή του με τον κατηγορούμενο, αφετέρου δε εκ της μυστικότητας της ανακρίσεως αποσκοπείται η ευχερέστερη βεβαίωση της τελέσεως του εγκλήματος και επιτυγχάνεται η κατά το μέγιστον ανακάλυψη των δραστών, από τη μη δημοσιοποίηση των στοιχείων της ανακρίσεως και των ενεργειών των διενεργούντων την ανάκριση, όπως λ.χ. παραγγελίες Εισαγγελέων, Ανακριτών ή αυτεπάγγελτες κατά την αστυνομική προανάκριση ενέργειες προανακριτικών υπαλλήλων (σχετ. η υπ' αριθ. 7/1994 ΓνωμΕισΠλημΑθ Γ. Κολιοκώστα, ΠοινΧρ 1994, 878 επ., Γρ. Πεπόνης, Η de lege lata αρχή της μυστικότητος της προδικασίας και η έκνομη πραγματικότης, ΠοινΧρ Ξ΄, 713 επ., Ν. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Β΄ έκδοση, 1994, κεφ. Ζ΄, σελ. 86-87), με συνέπεια εκ των προρρηθέντων ευλόγως να συνάγεται πως κατ' ουδένα τρόπο δεν πρέπει να κάμπτεται η μυστικότητα της ανακρίσεως διά της από μέρους του υπαλλήλου δημοσιοποιήσεως στοιχείων αυτής, ως λ.χ. εγγράφων, ενόρκων καταθέσεων, τούτο δε συνάδει όχι μόνον με τα άρθρα 252 ΠΚ και 241 ΚΠΔ, αλλά και με τα άρθρα 5Α, 14 παρ. 1 Συντ. και 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εις τα οποία η προστασία της ελευθερίας εκφράσεως, λήψεως ή μεταδόσεων πληροφοριών και η εν γένει προστασία του Τύπου, έντυπου ή ηλεκτρονικού, ως οργάνου πληροφορήσεως του κοινού, δεν καθίσταται απόλυτη και ανεξέλεγκτη, αλλά δύναται να υπάγεται σε περιορισμούς από νομοθετικούς κανόνες που αποβλέπουν εις την προστασία της εθνικής ή δημόσιας ασφάλειας, την προάσπιση και πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας και τη διασφάλιση του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας, με αποτέλεσμα να εναπόκειται εις την εκάστοτε νομοθετική εξουσία να ρυθμίζει κανόνες, ούτως ώστε και η μυστικότητα της ανακρίσεως να διασφαλίζεται και η ενημέρωση της κοινής γνώμης, η οποία όταν τυγχάνει συμβατή με τους κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και του σεβασμού της προσωπικότητας του ατόμου αποτελεί στοιχείο δημοκρατίας και προάγει τον πολιτικό και κοινωνικό πολιτισμό αλλά και υποβοηθεί τη Δικαιοσύνη με αποκαλύψεις για σημαντικού πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος υποθέσεις, οι οποίες αποτελούν ειδήσεις για την εισαγγελική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 36 του ΚΠΔ, να συντελείται χωρίς να θεωρείται πως ο Τύπος περιορίζεται.
Τέτοια διάταξη η οποία για πρώτη φορά θεσπίσθηκε διά του Ν. 3849/2010, είναι αυτή του εδ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 252 ΠΚ, όπου σε διαφοροποίηση μετά του εδαφίου α΄ της ως άνω παραγράφου όπου κολάζεται ποινικά ο τρίτος, υπάλληλος ή μη υπάλληλος, ο οποίος χρησιμοποιεί εν γνώσει του την εις χείρας του ευρισκομένη υπηρεσιακή πληροφορία για ιδιοτελείς σκοπούς του ιδίου ή ετέρου προσώπου, ή προς βλάβη τρίτου προσώπου ή της εν γένει λειτουργίας του Κράτους, ρυθμίζεται, σύμφωνα με το άρθρου 20 του ΠΚ, ως λόγος άρσεως του αδίκου της αξιοποίνου πράξεως της χρησιμοποιήσεως της υπηρεσιακής πληροφορίας ή του υπηρεσιακού εγγράφου, το ότι ο τρίτος, χρησιμοποιεί την πληροφορία ή το έγγραφο εντός του αναγκαίου μέτρου και με σκοπό την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της ενημέρωσης της κοινής γνώμης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αφορά πρωτίστως την έντυπη και ηλεκτρονική δημοσιογραφία αλλά και τις δικαστικές αρχές στις περιπτώσεις όπου κρίνεται επιβεβλημένη η δημοσιοποίηση προσώπων εγκληματιών και όχι φυσικά τους υπαλλήλους όπου κατέχουν λόγω της υπηρεσίας τους τέτοια έγγραφα, κρίνεται πως ο νομοθέτης αξιολόγησε την περίπτωση αυτή ως θεμιτή παραβίαση του υπηρεσιακού απορρήτου, ένεκα της συγκρούσεως εννόμων συμφερόντων, η δε προσβολή που παρατηρείται δεν αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, αλλά εξισορροπείται από την προστασία άλλων συμφερόντων είτε ισοδυνάμων είτε κοινωνικά υπέρτερων (βλ. σχετ. ό.π., Α. Στοΐλα σε ΕρμΠΚ Α. Χαραλαμπάκη, σελ. 488), κρίνεται δε σε κάθε περίπτωση δικαστικά το αναγκαίον του μέτρου ή η υπέρβαση αυτού για τη δεδικαιολογημένη ενημέρωση της κοινής γνώμης. Εδώ δέον να τονισθεί πως, πέραν ορισμένων πληροφοριών οι οποίες αντικειμενικά ουδέποτε θα πρέπει να δημοσιοποιούνται προς προστασία των πολιτών, ως λ.χ. έγγραφα που αφορούν τη στρατιωτική-αμυντική διάταξη της χώρας, ή ενέργειες που διεξάγει υπέρ της Ελλάδος η ΕΥΠ, το αναγκαίον του μέτρου χρησιμοποιήσεως μιας απόρρητης υπηρεσιακής πληροφορίας, δεν καθιερώνεται από ορισμένους απαρέγκλιτους χρονικά κανόνες τους οποίους ο δημοσιογράφος πρέπει να τηρεί μηχανικά, αλλά προσαρμόζεται τόσο στις εκάστοτε εθνικές οικονομικοπολιτικές συνθήκες της χώρας, όσο και εις τα πλαίσια της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, η οποία επιτάσσει προ της δημοσιεύσεως να ελέγχεται - επαληθεύεται η πληροφορία, η οποία δέον να δημοσιεύεται με τρόπο που και να ενημερώνει την κοινή γνώμη, αλλά και να μην λαμβάνει θέση, στις περιπτώσεις εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων, υπέρ του καταγγέλλοντος ή του καταγγελλόμενου, αφού η τελική κρίση επί της αποδόσεως του δικαίου ανήκει εις την αρμοδιότητα της δικαστικής και όχι της δημοσιογραφικής λειτουργίας, καθήκον της οποίας είναι να αναδεικνύει τα δέοντα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, τις δικαστικές προεκτάσεις των οποίων, εφόσον προκύψουν, αρμόδια να αποφανθεί η Δικαιοσύνη ως μία, κατά το Σύνταγμα, εκ των ισότιμων λειτουργιών του Κράτους. Έτσι δικαιολογημένο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης συντρέχει όχι όταν προκαλείται η δημιουργία εντυπώσεων ή η ικανοποίηση της περιέργειας του κοινού ή η προσπάθεια σπιλώσεως της τιμής κάποιου προσώπου διά δημοσιοποιήσεως ανακριβών και μη ελεγχομένων πληροφοριών, αλλά όταν διά της πληροφορίας αυτής αποκαλύπτεται π.χ. ότι δημόσια πρόσωπα ελέγχονται από κρατικές αρχές για δωροδοκία (βλ. σχετ. ό.π., Α. Στοΐλα σε ΕρμΠΚ, Α. Χαραλαμπάκη), ή για οικονομικές ατασθαλίες επί ζημία του Δημοσίου, ή για ζήτημα που διά των πράξεων ορισμένων πολιτικών αξιωματούχων ή μη, θίγει ουσιωδώς τα συμφέροντα της χώρας.
Στην προκειμένη περίπτωση εκ των στοιχείων της παρούσης δικογραφίας, ήτοι εκ των εγγράφων αυτής και των εμμάρτυρων καταθέσεων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 23.9.2012, διά δημοσιεύματος επί των σελ. 28 και 29 της εβδομαδιαίας πανελλήνιας εμβέλειας εφημερίδος «...» υπό τον τίτλο «Κατάθεση - φωτιά για 3 Υπουργούς», το οποίον υπογράφουν οι δημοσιογράφοι Α.Κ. και Α.Α. και εκδότης της οποίας και υπεύθυνος σύμφωνα με τον νόμο τυγχάνει ο δημοσιογράφος Ν.Χ., κατέστη ευρέως γνωστό εις το αναγνωστικό κοινό πως ο επιχειρηματίας Ι.Λ. διά σχετικής μηνυτήριας αναφοράς του κατά των επιχειρηματιών Ι.Κ. και Ρ.Σ., απόσπασμα της οποίας επεδείχθη εις την ως άνω εφημερίδα, εξέθετε πως ο I.Κ. του εκμυστηρεύτηκε πως ο νυν Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Ε.Μ. και οι πρώην Υπουργοί Γ.Β. και Μ.Λ., εμπλέκονται σε παράνομο οικονομικό πλουτισμό ο οποίος μέσω του ομίλου Κ. νομιμοποιείτο εις το εξωτερικό διά αγοραπωλησιών ακινήτων, προς τούτο δε παρετέθη και απόσπασμα αντιγράφου ενημερωτικής επιστολής του Γ.Ζ. προς το ΣΔΟΕ με παρόμοιο με το ανωτέρω περιεχόμενο. Όπως προκύπτει εκ της υπ' αριθ. πρωτ. ΕΜΠ .../12.10.2012 αναφοράς του Υποδιευθυντού Ελέγχου του ΣΔΟΕ Κ.Δ. προς τον Ειδικό Γραμματέα του ΣΔΟΕ Σ.Σ., το ΣΔΟΕ από της 8.11.2010 όπου εισήλθε εις την υπηρεσία τους η πρώτη μηνυτήρια αναφορά, διενεργεί ποινική προκαταρτική έρευνα για τη διαπίστωση τελέσεως ποινικών αδικημάτων, ενόψει των από 26.4.2010 και 30.5.2011 μηνυτηρίων αναφορών του Ι.Λ. κατά του επιχειρηματία Ι.Κ., της Ρ.Σ. και ομίλου ανωνύμων εταιριών ιδιοκτησίας τους, ενώ ως εμφαίνεται εκ της από 1.10.2012 ενόρκου καταθέσεως του δημοσιογράφου και εκδότου Ν.Χ. προς την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. η οποία διενήργησε προκαταρκτική εξέταση επί της προκείμενης ποινικής δικογραφίας για την ανακάλυψη των υπαιτίων διαρροής υπηρεσιακών εγγράφων, τη Δευτέρα στις 17.9.2012 και περί ώρα 13:05 μμ παρέλαβε από τον ιδιωτικό φύλακα των γραφείων όπου στεγάζεται η εφημερίδα «...», έναν περίκλειστο ταχυδρομικό φάκελο από ανώνυμο και άγνωστο αποστολέα (βλ. σχετ. το εγχειρισθέν στη δικογραφία αντίγραφο παραληφθέντων εγγράφων με την ένδειξη στη στήλη Αποστολέας - Άγνωστος), ο οποίος εμπεριείχε τρία έγγραφα και συγκεκριμένα την κατάθεση του Ι.Λ., την επιστολή του Γ.Ζ. και μια λίστα περιέχουσα ακίνητα κυριότητος του Ι.Κ., αφού δε ανέθεσε τη δημοσιογραφική έρευνα επαληθεύσεως της γνησιότητος των ανωτέρω εγγράφων εις τους δημοσιογράφους της εφημερίδας Α.Κ. και Α.Α., εν συνεχεία ενέκρινε και επέτρεψε ως εκδότης της ως άνω εφημερίδος τη δημοσίευση του επίμαχου δημοσιεύματος, δοθέντος ότι κατά την κρίση του συνέτρεχαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος αφού εις τα εν λόγω έγγραφα πράγματι εγένοντο αναφορές εις σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα, τα οποία φέρονται να εμπλέκονται σε παράνομες οικονομικές συναλλαγές. Αναμφίβολα τα έγγραφα τα οποία απεστάλησαν εις τον εκδότη της εφημερίδας «...» διά ανωνύμου επιστολής, ήτοι η μηνυτήρια αναφορά του Ι.Λ. και η εξώδικος επιστολή του Γ.Ζ., τα οποία αποτελούσαν μέρος των ποινικών δικογραφιών επί των οποίων σχετική έρευνα διενεργούσαν και διενεργούν οι υπάλληλοι του ΣΔΟΕ υπό την εποπτεία του αρμοδίου Εισαγγελέως, συνιστούν υπηρεσιακά έγγραφα ποινικής δικογραφίας επί της οποίας η αρχή της μυστικότης της ανακρίσεως, ως προεκτέθηκε εις τη μείζονα σκέψη, απαγορεύει τη γνωστοποίησή τους, πλην των διαδίκων όπου νομοτύπως έχουν δικαίωμα να λάβουν αντίγραφα σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 31 παρ. 2, 104 και 108 του ΚΠΔ και επομένως αναδεικνύονται ενδείξεις πως κάποιο υπηρεσιακό όργανο προς όφελός του ή προς βλάβη των εμπλεκομένων εις τις ποινικές ως άνω δικογραφίες, γνωστοποίησε τα έγγραφα αυτά εις τους δημοσιογράφους της εφημερίδας «...», χωρίς πάντως να έχει εισέτι καταστεί γνωστή η ταυτότης του.
Πέραν τούτων, κατά την ημέτερη κρίση δεν γεννάται ζήτημα ποινικής ευθύνης τόσο για τον εκδότη της ως άνω εφημερίδας Ν.Χ. όσο και για τους συντάξαντες το εν λόγω δημοσίευμα δημοσιογράφους Α.Κ. και Α.Α., καθόσον το εν λόγω δημοσίευμα εκκινείτο εντός των ορίων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, αφού στηρίζετο στα λεχθέντα του Ι.Λ. και του Γ.Ζ. (βλ. την αρχική παράθεση του κειμένου, Ο Πρόεδρος της Βουλής, οι πρώην κορυφαίοι Υπουργοί της Κυβέρνησης Κ. Γ.Β. και Μ.Λ. και μια εταιρία real estate του Ι.Κ., κουμπάρου του Β.Μ. φέρονται να εμπλέκονται –σύμφωνα με καταθέσεις μαρτύρων– σε μεγάλη υπόθεση φοροδιαφυγής και παρανόμου πλουτισμού), χωρίς να λάβει θετική ή αρνητική στάση υπέρ του αληθούς ή ψευδούς των λεγομένων, το οποίον άλλωστε δεν είχε αρμοδιότητα να πράξει, επιπροσθέτως δε καλύπτονται από τον λόγο άρσεως ταυ αδίκου ως τούτος ορίζεται εις το εδ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 252 ΠΚ, δεδομένου ότι ανεξαρτήτως του αληθούς ή ψευδούς του περιεχομένου των καταγγελιών του Ι.Λ. το οποίον θα αναδείξει μόνον η περαιτέρω δικαστική έρευνα, δύναται να υποστηριχθεί, δεδομένης της προϊούσας πολιτικής και οικονομικής κρίσεως όπου έχει περιέλθει η χώρα χωρίς ευθύνη των πολιτών, πως υφίσταται δικαιολογημένο ενδιαφέρον των πολιτών, αφού σύμφωνα και με το άρθρο 1 παρ. 3 του Συντ. όλες οι εξουσίες πηγάζουν εκ του λαού με κορυφαία πράξη τη διά της ψηφοφορίας εκλογή των προσώπων που συγκροτούν τη νομοθετική και εκτελεστική λειτουργία, να πληροφορηθούν εάν σημαίνοντα, παρόντα ή παρελθόντα δημόσια πολιτικά πρόσωπα που έχουν ασκήσει δημόσια εξουσία, καταγγέλλονται για παράνομες πράξεις σχετικές άμεσα ή έμμεσα με τη δημόσια αυτή εξουσία, ως επίσης δικαίωμα έχουν να πληροφορηθούν στο μέλλον ποία πρόσωπα εξ αυτών των καταγγελλόμενων πολιτικών ή εν γένει δημοσίων προσώπων, υπέχουν ή δεν υπέχουν ποινική ευθύνη ούτως ώστε να μορφώσουν πλήρη άποψη για τα πρόσωπα που επιθυμούν να κατέλθουν στον πολιτικό στίβο επιζητώντας την ψήφο τους, τούτο δε, ήτοι τη μέλλουσα δημοσιοποίηση της ενοχής ή της αθωότητος των προσώπων που έχουν καταγγελθεί, οφείλει η δημοσιογραφική έρευνα να πράττει επί ίσοις όροις και όχι μεροληπτικά.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω εκτεθέντων και επειδή η από μέρους του εκδότου της εφημερίδος «...» Ν.Χ., και των δημοσιογράφων Α.Κ. και Α.Α., χρήση των ανωτέρω υπηρεσιακών εγγράφων-απορρήτων δεν υπερέβη το αναγκαίο μέτρο της πληροφορίας για την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης και επομένως καλύπτεται από τη διάταξη του εδαφίου β΄ της παρ. 3 του άρθρου 252 του ΠΚ, δεν άσκησα κατ' αυτών ποινική δίωξη για το έγκλημα της χρήσεως υπηρεσιακού απορρήτου ως τούτο προβλέπεται εις την παρ. 3-1 του άρθρου 252 του ΠΚ, θέτοντας ταυτοχρόνως σύμφωνα με το άρθρο 43 ΚΠΔ, την παρούσα αναφορά εν μέρει εις το αρχείον ως νόμω αβάσιμη, παρακαλώ δε εφόσον συμφωνείτε με την κρίση μου όπως εγκρίνετε την ενέργειά μου αυτή υπό την επισήμανση πως άμα τη επιστροφή της παρούσης προτίθεμαι να ασκήσω ποινική δίωξη κατ' αγνώστων υπαλλήλων, οι οποίοι διά της δημοσιοποιήσεως υπηρεσιακών εγγράφων για την πράξη της παραβιάσεως υπηρεσιακού απορρήτου σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 252 του ΠΚ.
Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών,
Σπυρίδων Παππάς

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Πολύ σύντομα κοντά Σας...



Επιτίθεμαι σε ιδέες, όχι σε ανθρώπους.
Ορισμένοι εξαιρετικοί άνθρωποι έχουν απαράδεκτες ιδέες.
Κι αν δεν μπορείς να διακρίνεις ανάμεσα στα δύο, δεν κάνεις για δικαστής.

Εάν είσαι και απαράδεκτος, και με απαράδεκτες ιδέες, απλώς σου αξίζει αυτό που θα πάθεις.

Θ.Υ.Π.

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Λασποφόρος αγάπη



Σ'έναν περίπατο στη λάσπη
ζήλεψες που άφηνε αποτύπωμα
στον κάθε επισκέπτη της
εσύ δεν είχες το προνόμιο
της αποτύπωσης αυτής της βόλτας
περιλούστηκε πάνω σου
και με λίγες αχτίδες φωτός
μεταμορφώθηκες στο καλούπι της
και τα μάτια σου στάζαν λάσπη
ποιο λάθος σε έφερε στην κατάσταση
απαρηγόρητη κι αυτή και το ίδιόν σου
να τσαλαβουτάς στην κόλαση
σαν τρέφεσαι από την απόλαυση
να κολλάς τέτοια αγάπη
και όλη σου τη ζωή
λασποφόρος ορίζοντας
να τυφλώνεσαι από μάτια
που στάζουν λάσπη
την τρίτη φορά, ανεξήγητο
το μυστήριο κολάζει τα πάθη


Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος: Εισαγγελική Διάταξη-πιλότος κατά της Διαφθοράς

 
Διατάξεις: άρθρα 45Β ΚΠΔ, 3 Ν. 4022/2011, Ν. 2957/2001, Ν. 3560/2007, Ν. 3666/2008
Έννοια μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος (whistleblower), Διεθνής - ευρωπαϊκή - εθνική κατοχύρωση θεσμού, Ελλιπής συμμόρφωση της Ελλάδας στη νομοθετική κατοχύρωση του θεσμού, Έννοια και συνέπειες διαφθοράς
Στην έννοια των συναφών εγκλημάτων του άρθρου 45Β ΚΠΔ υπάγονται, κατά παρέκταση, και κατά ορθή ευρωπαϊκή ερμηνεία, όλα τα εγκλήματα διαφθοράς. Διαδικασία λήψης της ιδιότητας του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος - δυνατότητα λήψης αυτής σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και μετά το πέρας αυτής. Νομικά αποτελέσματα, δυνατότητα εισαγγελικής διωκτικής αποχής από τη σε βάρος του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος αμυντικής ποινικής καταγγελίας - δυνατότητα ανάκλησης αποχής - απαιτουμένη συμφωνία και του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς. Χαρακτηρισμός μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, προσώπου, που αμέτοχα, χωρίς δικό του όφελος, καλόπιστα και άδολα, με αποκλειστικό σκοπό και κίνητρο την προστασία των συμφερόντων του δημόσιου οργανισμού και την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, κατήγγειλε, πιθανολογούμενες, ως υπάρχουσες, ποινικές πράξεις, κακουργηματικής απιστίας και παράβασης καθήκοντος, στη ΔΕΗ Α.Ε., προκειμένου να τύχει υπηρεσιακής αποκατάστασης, από την ως άνω υπηρεσία του, η οποία, αποκλειστικά, λόγω των ως άνω, εν μέρει, τελικά, αντικειμενικά αληθών, δικών του, καταγγελιών, του είχε αποστερήσει τον μισθό του. Εργοδοτικά αντίποινα (πειθαρχική δίωξη, υπηρεσιακός παραγκωνισμός και υποβάθμιση, στέρηση αποδοχών - απόλυση, άσκηση ψυχολογικής βίας-bullying, εργασιακή απομόνωση-mobbing, υποβιβασμό-demotion κ.ά.).
Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 45Β ΚΠΔ, όπως αυτό προστέθηκε με την υποπαρ. ΙΕ.15 του άρθρου πρώτου του Ν. 4254/2014 «1. Σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237 και 237Α του Ποινικού Κώδικα και τις συναφείς με αυτές πράξεις, είναι δυνατόν, μετά από έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, να χαρακτηρίζεται ως μάρτυς δημοσίου συμφέροντος με πράξη του κατά τόπον αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, όποιος, χωρίς να εμπλέκεται καθ'οιονδήποτε τρόπο στις εν λόγω πράξεις και χωρίς να αποβλέπει σε ίδιον όφελος, συμβάλλει ουσιωδώς, με τις πληροφορίες που παρέχει στις διωκτικές αρχές, στην αποκάλυψη και δίωξή τους. Η κατά το προηγούμενο εδάφιο πράξη του εισαγγελέα μπορεί να ανακαλείται με τον ίδιο τρόπο και σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής δίκης, αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι που τον οδήγησαν στην έκδοσή της. [...]
Αφού λάβαμε υπόψη μας την υπ' αριθμ. πρωτ. 12268/ 20.2.2015 αίτηση του Ε.Α., διπλωματούχου-μηχανολόγου μηχανικού, κατοίκου Παλαιού Φαλήρου Αττικής, επί της οδού …, με την οποία και ζητεί να χαρακτηριστεί σύμφωνα με το ως άνω άρθρο και τις σχετικές διεθνείς συνθήκες, ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος, «προκειμένου να τύχει ουσιαστικής προστασίας έναντι κάθε μορφής αντιποίνων, οικονομικής —ηθικής— επαγγελματικής και κοινωνικής υποβάθμισης και απαξίωσης», επαγόμεθα τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ως άνω θεσπισθέντος νομοθετήματος (βλ. ΚΝοΒ τόμος 62, τεύχος 3, Απρίλιος 2014) «Με την υποπαρ. ΙΕ. 15 προστίθεται νέο άρθρο 45Β στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Με την προσθήκη αυτή η χώρα μας ανταποκρίνεται στις διεθνείς της υποχρεώσεις και ιδίως στο άρθρο 33 της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά της Διαφθοράς (2003), που κυρώθηκε με το Ν. 3666/2008 (Α΄ 105) και στο άρθρο 22 της Σύμβασης του Ποινικού Δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης (1999), που κυρώθηκε με το Ν. 3560/2007 (Α΄ 103), καθώς και σε σχετικές συστάσεις που έχουν απευθύνει στη χώρα οι αρμόδιοι διεθνείς οργανισμοί και ιδίως ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στο πλαίσιο της Τρίτης Αξιολόγησης για την εφαρμογή της Σύμβασης του ΟΟΣΑ για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές.
Δεν πρόκειται άλλωστε για τη μόνη δέσμευση της Ελληνικής Δημοκρατίας, η οποία μετέχει ενεργώς στην κοινή προσπάθεια της παγκόσμιας κοινότητας για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Η σχετική υποχρέωση συμπληρώνεται από πλήθος μη νομικώς δεσμευτικών διατάξεων, τις οποίες πάντως η Ελλάς έχει δεσμευθεί να τηρεί: μεταξύ αυτών το κεφάλαιο 9 των Κατευθυντηρίων Αρχών της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη συμμόρφωση σε θέματα ακεραιότητας (2010), το κεφάλαιο 6 των Κατευθυντηρίων Αρχών του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις (2008), τον Οδηγό Καλής Πρακτικής του ΟΟΣΑ για τους Εσωτερικούς Ελέγχους, τη Συμμόρφωση και την Ηθική (2010) και την απόφαση 1729 (2010) της Ολομέλειας της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Δεν αγνοούνται επίσης πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών, όπως οι Κανόνες Συμπεριφοράς του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC) για την καταπολέμηση της εκβίασης και της δωροδοκίας (2005), οι Αρχές του Παγκόσμιου Οικονομικού Forum για την αντιμετώπιση της διαφοράς (2005) και οι Επιχειρηματικές Αρχές για την αντιμετώπιση της διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας (2003). Πρόκειται για παροχή προστασίας από αδικαιολόγητη μεταχείριση σε πρόσωπα, τα οποία, χωρίς να εμπλέκονται τα ίδια στην τέλεση εγκλημάτων διαφθοράς, συμβάλλουν ουσιωδώς στην αποκάλυψη των εν λόγω εγκλημάτων με πληροφορίες που παρέχουν στις αρμόδιες διωκτικές Αρχές («μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος» «whistleblowers»). Βεβαίως, η ελληνική έννομη τάξη διαθέτει ήδη διατάξεις για την προστασία τέτοιων προσώπων, ωστόσο αυτές βρίσκονται εγκατεσπαρμένες σε πολλαπλά νομοθετήματα και συνήθως αγνοούνται, τόσο από τους εφαρμοστές του δικαίου, όσο και από τους ενδιαφερόμενους πολίτες. Με την προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 45Β ΚΠΔ παρέχονται σημαντικά κίνητρα στα πρόσωπα που γνωρίζουν ή συμπεραίνουν επί τη βάσει συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών ότι τελούνται εγκλήματα διαφθοράς, να συμβάλουν στην αποκάλυψή τους και στη δίωξη των υπαιτίων. Τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς να λαμβάνουν την ιδιότητα του «μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος» και να απολαύουν ειδικής προστασίας για όσο χρόνο φέρουν την ως άνω ιδιότητα. Επίσης, θεσπίζεται υπέρ των εν θέματι προσώπων η δυνατότητα οριστικής αποχής από την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος τους, σε περίπτωση που έχει κατατεθεί εναντίον τους (αμυντική) καταγγελία περί τελέσεως εκ μέρους τους ψευδορκίας, ψευδούς καταμήνυσης ή και συκοφαντικής δυσφημήσεως. Ωστόσο, για να μην περιορίζεται υπέρμετρα η δικαστική προστασία, την οποία ενδέχεται να επιζητήσει ο υπάλληλος που θεωρεί ότι οι πληροφορίες του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψή του: α) θεσμοθετείται δυνατότητα αποχής από την ποινική δίωξη (και δυνατότητα ανάκλησης της εισαγγελικής πράξης με την οποία προσδόθηκε η ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος), β) ορίζεται ως προϋπόθεση περί οριστικής αποχής από την ποινική δίωξη, ότι η τελευταία δεν πρέπει να κρίνεται απαραίτητη για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και γ) απαιτείται προς τούτο ομοφωνία μεταξύ του αρμοδίου για τη δίωξη των οικείων εγκλημάτων εισαγγελέως πλημμελειοδικών και του Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς. Σε περίπτωση μη επιτεύξεως της εν λόγω συμφωνίας ασκείται ποινική δίωξη και εφαρμόζονται κατά περίπτωση τα άρθρα 59 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και 366 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα».
Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Ν. 3666/2008, σε εφαρμογή του οποίου τέθηκε η ως άνω διάταξη «1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με το εσωτερικό νομικό του σύστημα και με βάση τις δυνατότητές του, για την παροχή αποτελεσματικής προστασίας έναντι πιθανών αντιποίνων ή εκφοβισμού σε μάρτυρες και πραγματογνώμονες που καταθέτουν σε σχέση με αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση και, όπου αρμόζει, στους συγγενείς τους και σε άλλα πρόσωπα, που συνδέονται στενά με αυτούς. 2. Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη και τα ακόλουθα: (α) Τη θέσπιση διαδικασιών για την προστασία της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των προσώπων αυτών, όπως, στο βαθμό που είναι απαραίτητο και εφικτό, με την εγκατάστασή τους σε άλλο μέρος και την έγκριση, όπου αρμόζει, της μη αποκάλυψης ή με την επιβολή περιορισμών στην αποκάλυψη πληροφοριών που αφορούν την ταυτότητα και το μέρος που βρίσκονται τα πρόσωπα αυτά, (β) Την πρόβλεψη αποδεικτικών κανόνων, ώστε να μπορούν οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες να καταθέτουν με τρόπο που να μην θίγεται η ασφάλεια των προσώπων αυτών, όπως η έγκριση να δοθεί η κατάθεση με τη χρήση της τεχνολογίας επικοινωνιών, όπως βίντεο ή άλλο επαρκές μέσο. 3. Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν τη δυνατότητα σύναψης συμφωνιών ή ρυθμίσεων με άλλα Κράτη για την εγκατάσταση σε άλλο μέρος των προσώπων που αναφέρονται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου. 4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου θα ισχύουν και για τα θύματα, εφόσον αυτά είναι μάρτυρες. 5. Κάθε Κράτος Μέρος, υπό τον όρο της εσωτερικής νομοθεσίας του, θα παρέχει τη δυνατότητα παρουσίασης και εξέτασης των απόψεων και των ανησυχιών των θυμάτων σε κατάλληλα στάδια της ποινικής διαδικασίας κατά δραστών, με τρόπο που δεν θα θίγει τα δικαιώματα της υπεράσπισης.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 33 του ως άνω νόμου "Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης στο εσωτερικό νομικό του σύστημα κατάλληλων μέτρων για την παροχή προστασίας έναντι αδικαιολόγητης μεταχείρισης σε οποιοδήποτε πρόσωπο καταγγέλλει καλόπιστα και με βάσιμους λόγους στις αρμόδιες αρχές, γεγονότα που αφορούν αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση".
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο πρώτο του Ν. 3560/2007 κυρώθηκε και έχει την ισχύ της παρ. 1 του άρθρου 28 του Συντ. η Σύμβαση ποινικού δικαίου για τη διαφθορά, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 27 Ιανουαρίου 1999 και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση ποινικού δικαίου για τη διαφθορά, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 15 Μαΐου 2003, σύμφωνα το προοίμιο της οποίας τα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και τα άλλα Κράτη που υπογράφουν την παρούσα: Θεωρώντας ότι σκοπός του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι να επιτευχθεί μεγαλύτερη ενότητα μεταξύ των μελών του. Αναγνωρίζοντας την αξία της προώθησης της συνεργασίας με τα άλλα Κράτη που υπογράφουν την παρούσα Σύμβαση πεπεισμένα για την ανάγκη της επιδίωξης, ως ζήτημα προτεραιότητας, μιας κοινής πολιτικής κατά του εγκλήματος που αποσκοπεί στην προστασία της κοινωνίας κατά της διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένης της υιοθέτησης κατάλληλης νομοθεσίας και προληπτικών μέτρων τονίζοντας ότι η διαφθορά συνιστά απειλή για το κράτος του δικαίου, της δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, υπονομεύει τη χρηστή διοίκηση, τη δίκαιη μεταχείριση και την κοινωνική δικαιοσύνη, στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, παρεμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη και θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των δημοκρατικών θεσμών και των ηθικών θεμελίων της κοινωνίας πιστεύοντας ότι μια αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς απαιτεί αυξημένη, ταχεία και αποτελεσματική διεθνή συνεργασία σε ποινικά θέματα καλωσορίζοντας τις πρόσφατες εξελίξεις που προωθούν τη διεθνή κατανόηση και συνεργασία για την καταπολέμηση της διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειών των Ηνωμένων Εθνών, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών, του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης λαμβάνοντας υπόψη το Πρόγραμμα Δράσης κατά της Διαφθοράς που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης το Νοέμβριο 1996 μετά τις συστάσεις της 19ης Διάσκεψης Ευρωπαίων Υπουργών Δικαιοσύνης (Βαλέτα, 1994) υπενθυμίζοντας στο πλαίσιο αυτό, τη σημασία της συμμετοχής των Κρατών μη μελών στις δραστηριότητες του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά της διαφθοράς και καλωσορίζοντας την πολύτιμη συνεισφορά τους στην υλοποίηση του Προγράμματος Δράσης κατά της Διαφθοράς υπενθυμίζοντας επίσης ότι η Απόφαση No 1 που υιοθετήθηκε από τους Ευρωπαίους Υπουργούς Δικαιοσύνης στην 21η Διάσκεψή τους (Πράγα, 1997) εισηγήθηκε την ταχεία υλοποίηση του Προγράμματος Δράσης κατά της Διαφθοράς και ζήτησε, συγκεκριμένα, τη σύντομη υιοθέτηση Σύμβασης ποινικού δικαίου που να προβλέπει τη συντονισμένη ποινικοποίηση πράξεων διαφθοράς, την αυξημένη συνεργασία για τη δίωξη αυτών των αδικημάτων, καθώς και αποτελεσματικό μηχανισμό Παρακολούθησης, προσιτό εξίσου τόσο σε Κράτη μέλη όσο και σε Κράτη μη μέλη λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης αποφάσισαν, επ' ευκαιρία της Δεύτερης Διάσκεψης Κορυφής τους που έλαβε χώρα στο Στρασβούργο στις 10 και 11 Οκτωβρίου 1997, να αναζητήσουν κοινές απαντήσεις στις προκλήσεις που θέτει η αύξηση της διαφθοράς και υιοθέτησαν Πρόγραμμα Δράσης το οποίο, για να προωθηθεί η συνεργασία στην καταπολέμηση της διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένων των διασυνδέσεών της με το οργανωμένο έγκλημα και το ξέπλυμα χρήματος, έδωσε οδηγίες στην Επιτροπή Υπουργών, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσει την ταχεία ολοκλήρωση των διεθνών νομικών κειμένων σύμφωνα με το Πρόγραμμα Δράσης κατά της Διαφθοράς θεωρώντας επίσης ότι η Απόφαση (97) 24 σχετικά με τις 20 Κατευθυντήριες Αρχές για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, που υιοθετήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1997 από την Επιτροπή Υπουργών στην 101η Συνεδρίασή της, τονίζει την ανάγκη ταχείας ολοκλήρωσης της επεξεργασίας διεθνών νομικών κειμένων σύμφωνα με το Πρόγραμμα Δράσης κατά της Διαφθοράς. Ενόψει της υιοθέτησης από την Επιτροπή Υπουργών, στην 102η Συνεδρίασή της στις 4 Μαΐου 1998, της Απόφασης (98) 7 με την οποία εγκρίνονται η επιμέρους και η διευρυμένη συμφωνία που ιδρύει την «Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς-GRECO», που αποσκοπεί στη βελτίωση της ικανότητας των μελών της να καταπολεμούν τη διαφθορά παρακολουθώντας την εκπλήρωση των δεσμεύσεών τους στον τομέα αυτό, Συμφώνησαν τα ακόλουθα: [...]
Σύμφωνα επίσης με το άρθρο 22 του ως άνω νόμου που επιγράφεται «Προστασία συνεργατών δικαιοσύνης και μαρτύρων», «Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να παράσχει αποτελεσματική και κατάλληλη προστασία για: α) αυτούς που καταγγέλλουν τα ποινικά αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 2 έως 14 ή που συνεργάζονται άλλως με τις ανακριτικές ή διωκτικές αρχές, β) μάρτυρες που καταθέτουν σχετικά με τα αδικήματα αυτά.
Ο ορισμός της διαφθοράς είναι δύσκολος και ατέρμονος και φυσικά δεν μπορεί να περιοριστεί και να νοηματοδοτηθεί μόνο μέσα στα αντικειμενικά πλαίσια ορισμένων αδικημάτων, όπως π.χ. η δωροδοκία, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και το οργανωμένο έγκλημα. «Η διαφθορά είναι μία ατέλειωτη ιστορία του προσδιορισμού της» (the never ending history of definition - βλ. Χαράλαμπου Δημόπουλου, Η διαφθορά, σελ. 185). Θα μπορούσε, όμως, να την ορίσει κανείς ως παρακμή των σταθερών ηθικών αρχών μιας κοινωνίας, ως καρκίνωμα της κοινωνίας, ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη, ως μια συμπεριφορά που παραβιάζει και υπονομεύει τους κανόνες του συστήματος της πολιτικής τάξης, ως προσβολή του δημοσίου συμφέροντος μέσω της διαφθοράς της πολιτικής εξουσίας, ως κατάχρηση της δημόσιας θέσης του διοικητικού στελέχους για ιδιωτικό κέρδος, ως και η «δωροδοκία καθώς και κάθε άλλη συμπεριφορά προσώπων, στα οποία έχει δοθεί εμπιστοσύνη προκειμένου να ασκούν αρμοδιότητες του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα και τα οποία παραβιάζουν τα καθήκοντά τους εκείνα, τα οποία προκύπτουν από το status που διαθέτουν (ως δημόσιοι λειτουργοί, ιδιωτικοί υπάλληλοι, ανεξάρτητοι φορείς) και που σκοπεύουν με αυτό τον τρόπο να αποκτήσουν πλεονεκτήματα κάθε είδους για τον εαυτό τους ή για άλλους» (βλ. ό.π., Δημόπουλου, σελ. 197-198, όπου και αναφέρει την άποψη του Ιταλού Υπουργού Δικαιοσύνης για την έννοια της διαφθοράς, στην 19η συνάντηση των Υπουργών Δικαιοσύνης του Συμβουλίου της Ευρώπης που πραγματοποιήθηκε στη Βαλέτα της Μάλτας την 14-15 Ιουνίου του έτους 1994, επίσης «Large-Scale Corruption: Definition, Causes, and Cures, Raul, Carvajal-Systemic Practice and Action Recearch», Volume 12 (4)-Aug. 1, 1999).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση χειρισθήκαμε ποινική υπόθεση του άρθρου 3 του Ν 4022/2011, «περί εκδίκασης πράξεων διαφθοράς Πολιτικών και Κρατικών Αξιωματούχων, υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος Δημοσίου Συμφέροντος και άλλες διατάξεις», που αφορούσε τις νομικά χαρακτηρισθείσες πράξεις: 1) της απιστίας, σχετική με την υπηρεσία, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, από κοινού ή μη, κατ' εξακολούθηση ή μη, το αντικείμενο της οποίας έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των 120.000 ευρώ, η οποία στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με επιτευχθέν όφελος και προκληθείσα ζημία που υπερβαίνουν τα 150.000 ευρώ και το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, 2) της ηθικής αυτουργίας, από κοινού ή μη, κατ' εξακολούθηση ή μη στην υπ' αριθμ. 1 πράξη, 3) της παράβασης καθήκοντος, από κοινού ή μη, κατ' εξακολούθηση ή μη, 4) της ηθικής αυτουργίας, από κοινού ή μη κατ' εξακολούθηση ή μη στην υπ' αριθμ. 3 πράξη (άρθρα 13α΄, 263Α περ. δ΄, 26 παρ. 1α΄, 27, 45, 46 παρ. 1α΄, 94 παρ. 1, 98, 256 περ. γββ΄, 259 ΠΚ και 1 παρ. 1 του Ν 1608/1950 όπως τροπ. με την παρ. 5 άρθρου 4 του Ν 1738/1987 και με το άρθρο 2 του Ν 1877/1990 και αντικ. με την παρ. 1 του άρθρου 36 του Ν 2172/1993).
Ειδικότερα, η ως άνω υπόθεση αφορούσε πράξεις κακοδιαχείρισης και κατάχρησης εξουσίας στη ΔΕΗ ΑΕ και δη: α) ότι η ΔΕΗ ΑΕ, ως διαχειριστής ελληνικού δικτύου, διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, δεν είχε συμμορφωθεί ως όφειλε με το περιεχόμενο της Οδηγίας ΕΕ 2003/54 και του Ν. 3426/2005, με αποτέλεσμα να νοθεύεται ο ανταγωνισμός, σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος και σε όφελος των μελών της διοίκησής της, καθότι η ως άνω εταιρία εμφάνιζε μεγαλύτερα κέρδη, και τα bonus των τελευταίων ήταν δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ. β) Η υπουργική απόφαση του ΥΠΕΚΑ με στοιχεία Δ5/ΗΛ/Α/Φ17/631/15788 της 2.8.2011, με την οποία εγκρίθηκε η προσθήκη πρόσθετης ικανότητας παραγωγής ενέργειας, στην Κρήτη και στη Ρόδο, καθώς και σε οκτώ μη διασυνδεδεμένα νησιά, ύψους έξι περίπου εκατομμυρίων ευρώ, για την κάλυψη εκτάκτων αναγκών, του θέρους του έτους 2011, με την εγκατάσταση ενοικιαζόμενων ηλεκτρογεννητριών, από 1ης Ιουλίου του έτους 2011, από τη ΔΕΗ ΑΕ, η οποία βασίστηκε στην από 30.6.2011 γνωμοδότηση ΡΑΕ 25/2011, είναι παράνομη, καθότι το μεν δεν υφίσταται, μέχρι σήμερα, με ευθύνη της ΔΕΗ ΑΕ και της ΡΑΕ, Κώδικας Διαχείρισης Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών, το δε η Κομισιόν δεν έχει εκδώσει καμία παρέκκλιση για τα απομονωμένα μικροδίκτυα της χώρας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 της Οδηγίας 2003/54/ΕΚ, με αποτέλεσμα τη νόθευση του ανταγωνισμού και την αύξηση του κόστους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στα νησιά. γ) Η διακήρυξη ΔΔ-193, του δημόσιου διαγωνισμού, για την «εγκατάσταση συστήματος τηλεμέτρησης μεγάλων πελατών χαμηλής τάσης» προϋπολογισμού πρώτης φάσης 33,5 εκατομμυρίων ευρώ και σε πλήρη ανάπτυξη περίπου 1,5 δις ευρώ, είχε συγκεκριμένες τεχνικές προδιαγραφές, αντίθετες με τις συνήθεις-κοινές ευρωπαϊκές προδιαγραφές, οι οποίες και απέκλειαν, εξ ορισμού, τις ενδιαφερόμενες γερμανικές εταιρίες ... και ..., τα προϊόντα των οποίων είχαν αυτά τα τελευταία συνήθη χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα τη νόθευση του ανταγωνισμού και τη συνακόλουθη περιουσιακή ζημία του ελληνικού δημοσίου με την αγορά των ως άνω μετρητών σε μεγαλύτερη τιμή. δ) Ότι η διοίκηση της ΔΕΗ ΑΕ όχι μόνο δεν θεσμοθέτησε υπηρεσία διαχείρισης κινδύνων (Risk Management Function), ώστε να αποτρέπονται φαινόμενα δωροδοκίας και διαφθοράς, σε βάρος της, όπως προβλέπεται από τον διεθνή κανονισμό ISO 31000, αλλά αντίθετα με την υπ' αριθμ. 119/2007 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της παρείχε ασφαλιστική κάλυψη αστικής ευθύνης, στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, στα μέλη Συμβουλίων Διεύθυνσης, στους Γενικούς Διευθυντές και στους Διευθυντές ΒΟΚ, της εταιρίας για λόγους αδικοπραξίας, σφαλμάτων, παραλείψεων ή έλλειψης επιμέλειας, που μπορεί να επέλθουν από πταίσμα, παράβαση των υποχρεώσεών τους έναντι διατάξεων που επιβάλλονται από τη νομοθεσία, το καταστατικό της εταιρίας ή από κανονιστικές διατάξεις, πράξεων ή παραλείψεων αντίθετων με την αρχή της χρηστής διαχείρισης και της χρηστής συμπεριφοράς, όπως παράβαση καθήκοντος, παραβίαση νόμων/κανονισμών/καταστατικού της εταιρίας, αμέλεια, σφάλμα, παράλειψη, αδιακρισία, απροσεξία, λάθη, παραπλάνηση, κακή διαχείριση. Ειδικότερα καλύπτετο πλήρης νομική κάλυψη και τα έξοδα νομικής υποστήριξης των ασφαλιζόμενων στελεχών της ΔΕΗ, οικονομικές απαιτήσεις σε βάρος των ασφαλιζομένων, με ανώτατο όριο ευθύνης 50.000.000 ευρώ.
Η άνω υπόθεση διαφθοράς αναδείχτηκε αποκλειστικά, από την υπ' αριθμ. πρωτ. 252/12.1.2012 αναφορά-καταγγελία, του ως άνω αιτούντος Ε.Α., διπλωματούχου μηχανολόγου μηχανικού, που αυτός κατέθεσε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Για την υπόθεση εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 2301/2014 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με σύμφωνη πρότασή μας, πλην όμως αυτό δεν αίρει το καλόπιστο και το βάσιμο των καταγγελιών, στο σύνολό τους, δεδομένου ότι για πολλές περιπτώσεις προτάθηκε η απαλλαγή για νομικούς και όχι ουσιαστικούς λόγους (βλ. πρότασή μας επί του ως άνω βουλεύματος). Ήδη δε για το θέμα των αδειοδοτήσεων, που οδηγούν σε ενοικίαση Η/Ζ για την κάλυψη των έκτακτων αναγκών στα νησιά, έχει σταλεί στη Βουλή των Ελλήνων η ως άνω δικογραφία, για το σκέλος που αφορά πιθανές ευθύνες του πρώην Υπουργού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής Γ.Π. (βλ. 10ο φύλλο του ως άνω βουλεύματος).
Όπως προκύπτει από την ως άνω αίτηση και τα σχετικά δικαιολογητικά που προσκομίζει o Ε.Α., λόγω της ως άνω αναφοράς του, αλλά και για άλλες σχετικές, έχει υποστεί υπηρεσιακές διώξεις, οι οποίες είχαν σαν συνέπεια τον κλονισμό της ψυχικής του υγείας και την οικονομική και κοινωνική του υποβάθμιση με την αποστέρηση μισθών.
Επειδή η ως άνω αίτηση μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και μετά την έκδοση της σχετικής απόφασης ή του σχετικού βουλεύματος, καθώς και μετά το πέρας της ποινικής διαδικασίας (εισήγηση Τριανταφύλλου σε επιμορφωτικό σεμινάριο στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, Θεσσαλονίκη 26 και 27 Φεβρουαρίου του έτους 2015 με θέμα «Μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος» υπό την προεδρία του Εθνικού Συντονιστή για την καταπολέμηση της διαφθοράς, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε).
Επειδή η ως άνω καταγγελία κρίνεται άδολη και καλόπιστη και με βάσιμους, κατ' αρχήν, λόγους και όχι, στο σύνολό της, αντικειμενικά αναληθής (και εισήγηση Τριανταφύλλου, ό.π., όπου και αρκείται στο καλόπιστο και στο άδολο της καταγγελίας).
Επειδή αυτή αφορά σοβαρά εγκλήματα διαφθοράς υπαγόμενα σε κάθε περίπτωση στα συναφή εγκλήματα του ως άνω άρθρου 45Β ΚΠΔ.
Επειδή, ο ανωτέρω δεν εμπλέκεται, καθ' οιονδήποτε τρόπο, στις εν λόγω καταγγελθείσες πράξεις, δεν απέβλεπε σε ίδιον όφελος και συνέβαλε ουσιωδώς, με τις πληροφορίες που παρείχε στις διωκτικές αρχές, στην αποκάλυψη και δίωξη εγκλημάτων διαφθοράς.
Για τους λόγους αυτούς
Χαρακτηρίζουμε ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος τον ως άνω αιτούντα Ε.Α., διπλωματούχο-μηχανολόγο μηχανικό, κάτοικο Παλαιού Φαλήρου Αττικής, επί της οδού …, προκειμένου να τύχει ουσιαστικής προστασίας έναντι κάθε μορφής αντιποίνων, οικονομικής —ηθικής— επαγγελματικής και κοινωνικής υποβάθμισης και απαξίωσης.
Ο Αντεισαγγελέας Εφετών Αθηνών
Ανδρέας Ι. Καραφλός
 
Αντί σχολιασμού:
 
Δυστυχώς, ο Ν. 4254/2014 (γνωστός ως νόμος Αθανασίου, με κακότεχνη νομοτεχνική, άλλως με εξόχως ύποπτες διατάξεις) περιορίζεται να παράσχει την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος σε όποιον συμβάλλει στην αποκάλυψη και δίωξη ΜΟΝΟ "Σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237 και 237Α του Ποινικού Κώδικα και τις συναφείς με αυτές πράξεις", δηλαδή δωροληψία και δωροδοκία πολιτικών αξιωματούχων, δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου, δωροληψία και δωροδοκία δικαστικών λειτουργών, εμπορίας επιρροής και μεσάζοντες, και στις ΣΥΝΑΦΕΙΣ με αυτές πράξεις, και όχι εν γένει σε διάφορα εγκλήματα, ειδικά προσδιοριζόμενα, ή έστω κατόπιν πράξεως του αρμόδιου Εισαγγελέα, δηλαδή ενδεικτικά στα εγκλήματα της απιστίας στην υπηρεσία, ψευδούς βεβαίωσης, υπεξαίρεσης, απάτης, νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, κ.λπ., και δη εν γένει στα εγκλήματα με την επιβαρυντική περίσταση των καταχραστών του ελληνικού δημοσίου.
Σημειώνεται, δε, ότι την ιδιότητα του εν λόγω μάρτυρα (σύμφωνα με την γραμματική ερμηνεία του νόμου) αποκτά προφανώς μόνο όποιος συμβάλλει στην αποκάλυψη και δίωξη των παραπάνω αδικημάτων, που προβλέπονται στο άρθρο 45Β του Ποινικού Κώδικα, και των συναφών με αυτά άλλων αδικημάτων, που μπορεί να είναι μεγαλύτερης ακόμη ποινικής απαξίας, μόνον εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και για τα τελευταία, και όχι αυτοτελώς, τουλάχιστον όπως μέχρι σήμερα έχει ερμηνευθεί από τους αρμόδιους Εισαγγελείς Διαφθοράς, κατά παράβαση όμως των διεθνών και ευρωπαϊκών δεσμεύσεων της Χώρας μας.
Ερμηνευτικά, όμως, και εναρμονισμένα πάντοτε με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της Χώρας μας, σύμφωνα και με την παρατιθέμενη πράξη του κ. Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος πρέπει να την αποκτά κάθε μάρτυρας που με τις δικές του άδολες ενέργειες έχει συμβάλει στην αποκάλυψη και δίωξη εν γένει εγκλημάτων διαφθοράς, όπως π.χ. ψευδής βεβαίωση και απιστία, με την επιβαρυντική περίσταση του νόμου περί καταχραστών του ελληνικού δημοσίου, που επισείουν ποινή ΙΣΟΒΙΟΥ ΚΑΘΕΙΡΞΕΩΣ, και συνεπώς όλες οι εισαγγελικές και δικαστικές αρχές (εισαγγελέας, ανακριτής) οφείλουν να ενημερώνουν σχετικά τον Εισαγγελέα Διαφθοράς, ώστε ο τελευταίος, ως οφείλει, να παράσχει την απαιτούμενη προστασία και με τον τρόπο αυτό να εμπεδώσει την πραγματική βούληση πάταξης της Διαφθοράς, επί της ουσίας, και ουχί τυπολατρικά, μεμονωμένα, ή επιλεκτικά.

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Η απρόσμενη αρετή της αφέλειας ενός Ανώτατου Δικαστή


1. Είδηση-σοκ, ίσως και απίστευτη, ότι η κ. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου υπέβαλε μήνυση κατά πολίτη.
2. Δεύτερη ανάγνωση: Η κ. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου άσκησε το νόμιμο δικαίωμά της να απευθυνθεί στη Δικαιοσύνη.
3. Τρίτη ανάγνωση: Η κ. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου δεν υπέβαλε μήνυση κατά οιουδήποτε πολίτη, αλλά κατά Αναπληρωτή Καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου, δηλαδή κατά πολίτη, που δεν είναι αδύναμος, αλλά "ισχυρός".
4. Τέταρτη ανάγνωση: Η κ. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου δεν υπέβαλε μήνυση κατά οιουδήποτε Αναπληρωτή Καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου, αλλά κατά υποψήφιου Βουλευτή με το Ποτάμι, δηλαδή κατά πολίτη, όχι μόνον "ισχυρού", αλλά και δημοσίου προσώπου.
5. Πέμπτη ανάγνωση: Η κ. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου ένιωσε και βίωσε ότι προσεβλήθη η τιμή και η υπόληψή της, τόσο ως πολίτη, όσο και ως δικαστικού λειτουργού, κατά τη δική της εκτίμηση.
6. Έκτη ανάγνωση: Η κ. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου κατηγορήθηκε ότι παραβιάζει την ελευθερία της έκφρασης πολίτη, και δη ακαδημαϊκού, αφού πρώτα περιορίστηκε η δική της ελευθερία έκφρασης, πρωτίστως ως πολίτη, αλλά και ως "αντικομφορμιστικής" Προέδρου του Αρείου Πάγου, και πρώην Πρωθυπουργού, να απευθύνεται δηλαδή σε θεσμικά όργανα και να κοινωνεί τις σκέψεις και τις ανησυχίες της.
7. Έβδομη ανάγνωση: Αυτοί που άσκησαν εύλογη κριτική για την υποβολή εκ μέρους της μηνύσεως δεν έχουν, μέχρι σήμερα, στηλιτεύσει φαινόμενα διαφθοράς στον χώρο της Δικαιοσύνης, φαινόμενα σήψης και δυσωδίας, φαινόμενα που μολύνουν κάθε έννοια Δικαίου και Ηθικής;
8. Όγδοη ανάγνωση: Αυτοί που άσκησαν εύλογη κριτική για την υποβολή εκ μέρους της μηνύσεως δεν έχουν, μέχρι σήμερα, κινητοποιηθεί για την πάταξη φαινομένων πλυντηρίου αδικημάτων των γνωστών και μη εξαιρετέων;
9. Ένατη ανάγνωση: Η ελευθερία έκφρασης είναι κατάκτηση, είναι δίκαιο, είναι πολιτισμός.
10. Δέκατη ανάγνωση: Η υποβολή μηνύσεως από την κ. Πρόεδρο του Αρείου, ίσως είναι λάθος τακτική, σίγουρα, όμως, είναι ένδειξη Ανθρώπου και Λειτουργού που πάνω από όλα δεν θέτει το συμφέρον του, και την έξωθεν αναμενόμενη εικόνα μιας τέτοιας επιλογής, αλλά την Τιμή του, και την Υπόστασή του, όχι τόσο ως Προέδρου του Αρείου Πάγου, αλλά ως Προσωπικότητας.

Τελευταία ανάγνωση: Δεν υπάρχουν όρια στην ελευθερία έκφρασης, ούτε ακόμη και αυτής της Προέδρου του Αρείου Πάγου. Υπάρχουν όρια στον εκχυδαϊσμό και στην ψυχολογία της μάζας.

Αντί επιλόγου: Ας παραιτηθούν όσοι αρχειοθετούν το Δίκαιο, και όχι όσοι το διεκδικούν, ακόμη και με λάθος τρόπο.

 
 

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Ο κύκλος με την κιμωλία


Ανυπεράσπιστος
δόξα ή θάνατος
ξανά, πύρ
η σφαίρα εποστρακίσθη
καρφώθηκε στην ελπίδα
αίμα μηδέν αρνητικό
δεν ανήκες στην ομάδα
είμαι εδώ, μην αστοχείτε άλλο
στο απόσπασμα
αποσπασματικά στον αγώνα
ευπειθώς αναφέρουμε
ότι οι κάλυκες βρέθηκαν
χωρίς αποτυπώματα
πως ν'αναγνωρίσεις τους προδότες
πότε δεξιά, πότε αριστερά
η επανάσταση δεν περνούσε από ευθεία
ούτε σαν στον πίνακα
με τρεμάμενο χέρι
σε σχολείο εξατάξιο
τέτοιο κρυφό σχολείο
δώσε μου για πολεμοφόδιο
τον κύκλο με την κιμωλία

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Εγκύκλιος Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, Νικόλαου Παντελή: Αποκλειστική αρμοδιότητα Εισαγγελέων Διαφθοράς

Αθήνα 22-4-2015 
Αριθ. Πρωτ...1360

 

"Συμπερασματικά από όσα αναλύθηκαν ανωτέρω προκύπτει ότι ακόμη και στην περίπτωση που υποβάλλεται μήνυση ή κάθε φύσεως αναφορά στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, για υπόθεση που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα-Εγκλημάτων Διαφθοράς, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών οφείλει να την διαβιβάσει στον Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς."

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Χωρίς κλάματα






Με τα μεγάλα σου μάτια

μέθυσες και τα κλάματα
χαρμόλυπα έπνιγαν
τη μοναξιά μου
Σου έδωσα ένα τριαντάφυλλο
το πέταξες κάτω και το πάτησες
δεν ήσουν εσύ για ρομάντζα
Σαν η φώνη σου μου υπενθύμισε
το συνώνυμο του αισθησιασμού
άλλο τόσο το βλέμμα σου
υπηρέτης τυφλής συνουσίας
φως εκ φωτός
ψευδεπίγραφο για νοήμονες έρωτες
ανόητους, σαν το προστάζεις
και στάζεις, στάζεις, στάζεις...
μη μου τάζεις το ακατόρθωτο
σε ήθελα σκοτεινή, σε αδιόρατα βράδια
μη μου λες μη, και η ζωή μου άδεια
έτσι κατά κίνησιν η ηδονή σου
να πληρώνει κανείς για το φιλί σου
πόσο άλλο ν'αντέξω τον σαδισμό
πόσο να πληγώσω τον ανδρισμό
γιατί να μην είσαι η φωτεινή εξαίρεσή μου
γιατί τα μάτια σου να μην με κλείνουν μέσα τους
Γιατί να αιχμαλωτίζομαι απ'την αδιαφορία σου
σε τείχη χωρίς αύριο, χωρίς κλάματα
χωρίς, χωρίς, χωρίς...

 

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Εισαγγελέας αδέσποτων και δεσποζομένων ψυχών


Μέσα σου, κάθετα της ψυχής σου
φύτρωνε ευαισθησία
ενίοτε οριζόντια, εντός κι εκτός αυθορμησία
χωρίς ομιλία, η παρουσία σου συμπαθητική
στους τρίτους εξαιρετική, κυρία από τις λίγες
σε μένα ένα ερωτηματικό
σου βάζω και θαυμαστικό
στην τόση σκληρότητα που εκπέμπει το εγώ σου
αδύναμα πλάσματα κι'αυτά
δεν σου μιλούν παρά με γαβ
και γω σου λέω, δεν σε μισώ
αλλά το θέλω, σε προκαλώ
να γίνεις άνθρωπος καλός
μη λησμονήσεις να τιμήσεις
την ανεξάρτητη τη λειτουργία σου
Κι εκεί στην πινακίδα
βάλε μέσα σου σκοπό
να φυλακίσεις
τον Εισαγγελέα αδέσποτων και δεσποζομένων ψυχών
ίσως τον τελευταίο λόγο έχουν τα ζώα
ίσως γεννήθηκες να αποκρούεις τους άνδρες
ίσως έμελλε να γίνεις Αλεξάνδρα

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

Χαίρε ποταπή Κουρουνάρχη



Είχε ξεχαστεί, αφοσιωμένος στα όνειρα
ενός καλύτερου αύριο, μιας δικαιοσύνης με δόντια
ο ήλιος ήταν απρόσφορος και νωχελικός
ξεβαμμένος από τόσα χρώματα
πίσω του μια φιγούρα έγνεφε στα γράμματα
να του κάνουν λίγη παρέα
να του μιλήσουν, να σχηματίσουν μια λέξη
μια λεξούλα για κατευόδιο, ένα κάτι τι για παρηγόρια
ποια η βούλα σου, Κύριε, σαν παρέκκλιση βουλευμάτων
χαμερπών από χαμαιλέοντες βασιλείς
δωρολάγνους
μα ο πρίγκηπας Άνταμ, ενηλικιωθείς,
πέριξ του ελαφρυντικού της μεταβρεφικής ηλικίας
από τη διπλανή κούνια, μιας ιδέας που εμμονικά φυτεύτηκε
ορκίστηκε, σε παντοδύναμη έφεση, με όλες τις θυσίες
μετά από εγρήγορση, μπουσουλώντας στην αδικία
πως σε ανεμοστρόβιλο άνεμο θα κατασπαράξει
τις δωροφάγες κουρούνες
γιατί σαν πουλί αποφάσισες να γίνεις
δεν υπάρχουν ημίμετρα, στο συμβούλιο τ'ουρανού μας
Χαίρε μικρέ Άνταμ!

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

ΣτΕ: Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου

Λαθρεμπορία. Πότε στοιχειοθετείται. Απαιτείται δόλος του υπαιτίου για την επιβολή της κύρωσης του πολλαπλού τέλους. Το διοικητικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τυχόν προηγηθείσα αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, υποχρεούται όμως να τη συνεκτιμήσει. Το βούλευμα περί παύσης, λόγω παραγραφής, της ποινικής δίωξης, δεν δεσμεύει το διοικητικό δικαστήριο ούτε συνεκτιμάται. Αιτιολογημένα διαπιστώθηκε ότι έλαβαν χώρα εικονικές εξαγωγές καυσίμων, τα οποία διοχετεύτηκαν κατά λαθραίο τρόπο στην εσωτερική αγορά, χωρίς την καταβολή του αναλογούντος ειδικού φόρου κατανάλωσης. Περιστατικά. Αποδείχθηκε ο δόλος του εκκαλούντος, εκπροσώπου της εξαγωγικής εταιρείας, για την τέλεση των επίδικων λαθρεμπορικών παραβάσεων, ο οποίος συνίσταται στη γνώση της ανυπαρξίας της αλλοδαπής εταιρίας που φερόταν ως παραλήπτρια των καυσίμων. Το γεγονός ότι σε βάρος του εκκαλούντος δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη δεν κλονίζει την ανωτέρω κρίση. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ. 88/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης).
 
Αριθμός 3264/2014 
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 
ΤΜΗΜΑ Β΄ 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2014, με την εξής σύνθεση: Ε. Γαλανού, 
Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Α.-
Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, Σύμβουλοι, Β. Μόσχου, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. 
Ζυγουρίτσα. 

Για να δικάσει την από 26 Μαΐου 2010 αίτηση: 

των: 1) .........................., οι οποίοι δεν παρέστησαν, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει 
την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, 

κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος δεν παρέστη. 

Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 88/2010 απόφαση του 
Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. 
Δημητρακόπουλου. 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
κ α ι 

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α 
Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 
2656562-63/2010, 2656603-04/2010 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α΄). 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 88/2010 απόφασης του 
Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε έφεση των ήδη αναιρεσειόντων 
κατά της 3280/2000 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την εν λόγω 
πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε προσφυγή των αναιρεσειόντων κατά της 272/96/1997 πράξης 
του Διευθυντή της Ε.Υ.Τ.Ε. Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, με την οποία (α) αποδόθηκε στον 
πρώτον των αναιρεσειόντων, .............................., συμμετοχή σε 288 παραβάσεις λαθρεμπορίας 
υγρών καυσίμων, με το τέχνασμα των εικονικών εξαγωγών, του καταλογίστηκαν διαφυγόντες 
φόροι συνολικού ύψους 993.264.981 δραχμών, καθώς και πολλαπλά τέλη, κατ’ επιμερισμό, ποσού 
4.442.885.531 δρχ. και κηρύχθηκε αλληλέγγυα και εις ολόκληρον υπεύθυνος για την καταβολή 
του συνόλου των επιβληθέντων πολλαπλών τελών (ανερχόμενων στο οκταπλάσιο των 
αναλογούντων φόρων) και (β) κηρύχθηκε η δεύτερη των αναιρεσειόντων, εταιρεία ...........Α.Ε.Β.Ε., 
αστικώς συνυπεύθυνη για την πληρωμή του συνόλου των καταλογισθέντων για τις ίδιες 
παραβάσεις πολλαπλών τελών και λοιπών επιβαρύνσεων, συνολικού ποσού 8.939.434,739 
δρχ. 

3. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 89 παρ. 2 και 100 παρ. 1 του Τελωνειακού 
Κώδικα (ν. 1165/1918, ΦΕΚ Α΄ 73), για την επιβολή πολλαπλού τέλους απαιτείται, αφενός, η 
διαπίστωση της τέλεσης των πράξεων ή παραλείψεων, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως τελωνειακές 
παραβάσεις και σκοπούν στη διαφυγή των αναλογούντων δασμών και φόρων, το δε η 
διαπίστωση ότι οι εν λόγω πράξεις ή παραλείψεις οφείλονται σε δόλο εκείνου, στον οποίο 
αποδίδεται η τέλεση λαθρεμπορίας, δηλαδή απαιτείται η γνώση του τελούντος τελωνειακή 
παράβαση ή συμμετέχοντος σε αυτή ότι με τις εν λόγω ενέργειες ή παραλείψεις του και την εν γένει 
συμπεριφορά του το Δημόσιο θα αποστερηθεί από τους οφειλόμενους δασμούς και φόρους (βλ. 
ΣτΕ 1713-1714/2014, 3921/2012 κ.ά.). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 
89 παρ. 2, 97 παρ. 3 και 8 του Τελωνειακού Κώδικα και 5 παρ. 2 του (κυρωθέντος με το άρθρο 
πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκύπτει ότι η διαδικασία 
διοικητικής βεβαίωσης της παράβασης που κατατείνει στην επιβολή του πολλαπλού τέλους είναι 
αυτοτελής και διακεκριμένη σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία, η αυτοτέλεια δε αυτή 
έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο, όταν κρίνει για τη διοικητική παράβαση, δεν 
δεσμεύεται από τυχόν προηγηθείσα αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, υποχρεούται 
όμως να εκτιμήσει αυτήν κατά την διαμόρφωση της κρίσης του (βλ. ΣτΕ 1713-1714/2014, 
2067/2011 επταμ., 990/2004 Ολομ. κ.ά.). 

4. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ ορίζεται ότι «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον 
επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του […]». Το 
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), ερμηνεύοντας τη διάταξη αυτή, 
έχει δεχθεί ότι απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που έπεται τελικής (δηλαδή, αμετάκλητης: βλ. 
ΣτΕ 1311/2013, 2951/2013, 2957/2013 κ.ά.) αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για το 
ίδιο πρόσωπο δεν πρέπει να την παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση, έστω και αν 
αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών και, συνεπώς, το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται να απόσχει 
από τη διατύπωση κρίσης ή αιτιολογίας που να θέτει εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα της 
αμετακλήτως περαιωθείσας οικείας ποινικής διαδικασίας (βλ. ΣτΕ 1713-1714/2014). Ενόψει της 
ανωτέρω νομολογίας και των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, το εκ των υστέρων 
επιλαμβανόμενο διοικητικό δικαστήριο, που κρίνει επί της διοικητικής παράβασης της λαθρεμπορίας 
δεν δεσμεύεται από την οικεία αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αλλά 
υποχρεούται να τη συνεκτιμήσει, στο πλαίσιο δε αυτό, δεν αποκλείεται να στηρίξει την κρίση του 
περί διάπραξης της αποδοθείσας παράβασης (και) σε στοιχεία, που δεν είχε λάβει υπόψη του το 
ποινικό δικαστήριο (βλ. ΣτΕ 1713-1714/2014, 2067/2011 επταμ.). Ειδικότερα, το διοικητικό 
δικαστήριο, κρίνοντας υπόθεση διοικητικής παράβασης λαθρεμπορίας, δεν δεσμεύεται από τυχόν 
αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που παύει τη σχετική ποινική δίωξη εναντίον του 
προσφεύγοντος, λόγω παραγραφής του ποινικού αδικήματος της λαθρεμπορίας (πρβλ. ΕΔΔΑ 
decision 13.9.2007, 27521/04, Moullet κατά Γαλλίας), ούτε, άλλωστε, ενόψει της αιτιολογικής 
βάσης τέτοιας απόφασης (ή βουλεύματος), ανακύπτει ζήτημα συνεκτίμησής της από το διοικητικό 
δικαστήριο, στο πλαίσιο της κρίσης του για τη διάπραξη της επίμαχης διοικητικής παράβασης. 

5. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι “[…] από το συνδυασμό των 
προπαρατιθέμενων διατάξεων των παραγράφων 2 του άρθρου 89 και 3 του άρθρου 97 του 
Τελωνειακού Κώδικα προς την παρ. 8 του ίδιου άρθρου 97 του εν λόγω Κώδικα […] καθώς και 
προς τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας […] προκύπτει ότι η 
διαδικασία διοικητικής βεβαίωσης της τελωνειακής παραβάσεως που κατατείνει στην επιβολή του 
πολλαπλού τέλους, είναι αυτοτελής και διακεκριμένη σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική 
διαδικασία. Η αυτοτέλεια των δύο διαδικασιών έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο, όταν 
κρίνει για τη διοικητική παράβαση, δεν δεσμεύεται από τυχόν προηγηθείσα αθωωτική απόφαση 
του ποινικού δικαστηρίου και κατά μείζονα λόγο από τη μη άσκηση ποινικής δίωξης, υποχρεούται 
όμως να λάβει υπόψη του και να εκτιμήσει την απόφαση αυτή προς μόρφωση της κρίσης του […]”. 
Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση έγιναν δεκτά και κρίθηκαν τα εξής: “Το χρονικό διάστημα από το 
μήνα Νοέμβριο του έτους 1993 έως το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1994 κατατέθηκαν στο Στ΄ 
Τελωνείο Θεσσαλονίκης 106 συνολικά διασαφήσεις εξαγωγής υγρών καυσίμων, στις οποίες 
εμφανίζονταν ως εξαγωγείς η δεύτερη από τους εκκαλούντες εταιρία με την επωνυμία «.............», 
καθώς και οι εταιρίες με επωνυμία «..........................», «...........................» και «................. » και 
ως παραλήπτρια των εν λόγω καυσίμων είτε η εταιρία «....................» με έδρα το Σαντάνσκι της 
Βουλγαρίας, είτε η εταιρία «..............................................» με έδρα τη Σόφια της Βουλγαρίας. 
Ειδικότερα, από την δεύτερη από τους εκκαλούντες εταιρία με την επωνυμία «..........................» 
ως εξαγωγέα κατατέθηκαν 65 διασαφήσεις εξαγωγής υγρών καυσίμων (καύσιμα, τα οποία έφεραν 
ως τόπο καταγωγής την Ελλάδα και κατέχονταν σε φορολογική αποθήκη υπό καθεστώς 
αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης) […], στις οποίες αντιστοιχούν συνολικά 180 
τμηματικές εξαγωγές υγρών καυσίμων, ενώ από την εταιρία «..................», ως εξαγωγέα, 
κατατέθηκαν 37 διασαφήσεις εξαγωγής υγρών καυσίμων (καύσιμα, τα οποία είχαν εισαχθεί από 
τρίτες χώρες και η εν λόγω εταιρία, ως εγκεκριμένος αποθηκευτής, κατείχε σε φορολογική 
αποθήκη υπό καθεστώς αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης) […] στις οποίες αντιστοιχούν 
συνολικά 108 τμηματικές εξαγωγές υγρών καυσίμων. Τα προς εξαγωγή καύσιμα φορτώθηκαν από 
τις εγκαταστάσεις της εταιρίας «...............................» στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης σε βυτιοφόρα 
αυτοκίνητα της βουλγαρικής εταιρίας «.................." […], της οποίας κύριος μέτοχος, διαχειριστής 
και εκπρόσωπος ήταν ο .......................... […]. Μέχρι δε την έξοδό τους από τη χώρα και λόγω του 
προορισμού τους, τελούσαν υπό καθεστώς αναστολής επιβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης 
και των λοιπών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων. Εξάλλου, ενόψει του ότι οι σχετικές μεταφορές 
καλύπτονταν από δελτία TIR, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην Τελωνειακή Σύμβαση «περί Διεθνούς 
Μεταφοράς Εμπορευμάτων δια δελτίων ΤΙR (Σύμβασις TIR)», η οποία κυρώθηκε με το ν. 1020 της 
4/9 Φεβρουαρίου 1980 (Φ.Ε.Κ. 32), τα βυτιοφόρα αυτοκίνητα, πριν την αναχώρησή τους, 
μολυβδοσφραγίστηκαν από το προαναφερόμενο τελωνείο προελεύσεως και στη συνέχεια 
παραδόθηκαν στους εντεταλμένους οδηγούς τους, προκειμένου να οδηγηθούν αρχικά στο 
τελωνείο εξόδου και στη συνέχεια στον τελικό προορισμό τους. Ωστόσο, έρευνα που διενεργήθηκε 
από υπαλλήλους της Ειδικής Υπηρεσίας Τελωνειακών Ερευνών (ΕΥΤΕ) Κεντρικής και Δυτικής 
Μακεδονίας, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους, κατέδειξε [σύμφωνα με την τελωνειακή αρχή] 
ότι τόσο οι προαναφερόμενες εξαγωγές της εταιρίας «......................» και της εταιρίας «..........», 
όσο και οι λοιπές εξαγωγές των εταιριών «...........» και «..................» προς τις εταιρίες «.........» και 
«........................», ήταν εικονικές και ότι τα καύσιμα που αυτές αφορούσαν ουδέποτε εξήχθησαν 
από την Ελλάδα, αλλά, αντίθετα, διοχετεύτηκαν κατά λαθραίο τρόπο στην εσωτερική αγορά, 
σχετικά δε συντάχθηκε το 272/1996 πρωτόκολλο τελωνειακής παράβασης. Συγκεκριμένα, από την 
έρευνα που διενεργήθηκε, σύμφωνα με την άποψη της τελωνειακής Αρχής, διαπιστώθηκε ότι οι 
φερόμενες ως παραλήπτριες των καυσίμων εταιρίες, με έδρα τη Σόφια και το Σαντάνσκι 
Βουλγαρίας, ήταν ανύπαρκτες, καθόσον δεν βρέθηκαν καταχωρημένες στα ΕΒΕ της Σόφιας και του 
Σαντάνσκι […]. Ακόμη, διαπιστώθηκε ότι, ενώ τα προς εξαγωγή καύσιμα τελούσαν υπό καθεστώς 
διαμετακόμισης και αναστολής της επιβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης και των λοιπών 
επιβαρύνσεων, οι οδηγοί των βυτιοφόρων αυτοκινήτων με τα οποία αυτά μεταφέρονταν, κατόπιν 
συνεννόησης με τον ......................, ο οποίος φέρεται και ως το πρόσωπο που μεσολάβησε στην 
αγορά των καυσίμων από τις ως ανωτέρω εταιρίες (ενεργήσας για λογαριασμό των εταιριών 
αυτών), παρέκκλιναν της πορείας τους και οδηγούσαν τα οχήματά τους είτε στο χώρο του 
πρατηρίου υγρών καυσίμων με σήμα «......................» που διατηρούσε ο τελευταίος (...............) 
στο ..........χιλιόμετρο της εθνικής οδού .........................., όπου, στη συνέχεια, μετάγγιζαν τα 
καύσιμα σε ιδιόκτητα βυτιοφόρα οχήματα της δεύτερης από τους εκκαλούντες εταιρίας 
«..............» που οδηγούσαν έμπιστοι οδηγοί της ή στις υπόγειες και υπέργειες παράνομες δεξαμενές 
του πρατηρίου, προκειμένου να τα παραλάβουν αργότερα οχήματα της ίδιας εταιρίας, είτε σε χώρο 
έξω από τα διϋλιστήρια, από όπου, νυχτερινές ώρες, βούλγαροι μετάγγιζαν τα καύσιμα σε 
ιδιόκτητα αυτοκίνητα της ίδιας και πάλι εταιρίας. Τέλος, διαπιστώθηκε ότι παρά την μη 
πραγματοποίηση των εξαγωγών, οι τελευταίες, πλην της 2ης τμηματικής εξαγωγής της διασάφησης 
17377/1994 και της 1ης τμηματικής εξαγωγής της διασάφησης 18056/1994 της εταιρίας 
«........................», φέρονταν ως πιστοποιηθείσες από το αρμόδιο Τελωνείο Προμαχώνα (τελωνείο 
εξόδου). Αυτό δε επιτεύχθηκε μέσω της πλαστογράφησης τόσο της έντυπης σφραγίδας εξόδου επί 
των οικείων συνοδευτικών των καυσίμων τελωνειακών παραστατικών (άδεια φόρτωσης 
..................... και, σε κάποιες περιπτώσεις, ΣΔΕ) όσο και των υπογραφών και των ατομικών 
σφραγίδων των υπαλλήλων του Τελωνείου Προμαχώνα. Ειδικότερα, στην τελευταία αυτή 
διαπίστωση, η οποία μαζί με τις λοιπές δύο στηρίζει την εικονικότητα των εν λόγω εξαγωγών, οι 
ανωτέρω υπάλληλοι κατέληξαν, αφού πραγματοποίησαν κατ’ αρχήν έλεγχο των αντιτύπων των 
συνοδευτικών των προς εξαγωγή εμπορευμάτων τελωνειακών παραστατικών. […] Περαιτέρω, τα 
προαναφερόμενα συνδέθηκαν με έρευνα στο βουλγαρικό συνοριακό τελωνείο των Κουλάτων, από 
την οποία προέκυψε ότι σε όλες τις ως άνω περιπτώσεις, πλην τριών περιπτώσεων τμηματικών 
εξαγωγών, δεν αποδείχτηκε είσοδος των βυτιοφόρων αυτοκινήτων στο βουλγαρικό έδαφος και 
τελωνισμός των καυσίμων, καθώς και με συμπληρωματική έρευνα στα τρία συνοριακά τελωνεία 
Προμαχώνα, Ευζώνων, Δοϊράνης, από την οποία δεν αποδείχτηκε η μέσα σε εύλογο χρονικό 
διάστημα επανείσοδος των αυτοκινήτων αυτών. […] Ακόμη, η εικονικότητα θεωρήθηκε 
αποδεδειγμένη, μετά τη διαπίστωση, σε πολλές από τις προαναφερόμενες περιπτώσεις, της μη 
καταχώρησης στο βιβλίο εξόδου αυτοκινήτων του Τελωνείου Προμαχώνα ημερομηνίας εξόδου των 
βυτιοφόρων οχημάτων που μετέφεραν τα προς εξαγωγή καύσιμα. […] Κατόπιν αυτών, μεταξύ 
άλλων προσώπων, ο πρώτος από τους εκκαλούντες [.............................], πρόεδρος και διευθύνων 
σύμβουλος της δεύτερης από τους εκκαλούντες εταιρίας, ο οποίος, σύμφωνα με το από 296/30-6-
1992 πρακτικό του Δ.Σ. της εταιρίας (Φ.Ε.Κ. 3535/13-6-1992, τεύχος ανώνυμων εταιριών και 
εταιριών περιορισμένης ευθύνης), ασκούσε κατά τον επίδικο χρόνο τη διαχειριστική και 
εκπροσωπευτική εξουσία της εταιρίας, θεωρήθηκε υπαίτιος για 288 παραβάσεις λαθρεμπορίας 
(κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 67 του ν. 2127/1993 και 
89 παρ. 2 και 100 παρ. 1 εδ. β΄ και παρ. 2 εδ. θ΄ του ν. 1165/1918) καυσίμων και ειδικότερα για 
180 παραβάσεις λαθρεμπορίας καυσίμων που φέρονταν ότι εξήχθησαν από την δεύτερη από τους 
εκκαλούντες εταιρία και για 108 παραβάσεις λαθρεμπορίας καυσίμων που φέρονταν ότι εξήχθησαν 
από την εταιρία «.......................». 
Συγκεκριμένα, κρίθηκε από την τελωνειακή Αρχή ότι με την αποφασιστική σύμπραξη του πρώτου 
από τους εκκαλούντες διαπράχθηκε, με τη χρήση του τεχνάσματος της εικονικής εξαγωγής και της 
με πρόθεση πρόκλησης σε τελωνειακούς υπαλλήλους της απόφασης τέλεσης του αδικήματος της 
πλαστογραφίας, η λαθραία διάθεση των καυσίμων σε καθεμία από τις ως ανωτέρω περιπτώσεις 
τμηματικών εξαγωγών της δεύτερης από τους εκκαλούντες εταιρίας και της εταιρίας «..............». 
[…] το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης στο οποίο προσέφυγαν οι εκκαλούντες, αφού 
συνεκτίμησε όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία του φακέλου, καθώς και όσα από τα στοιχεία 
που προσκόμισαν οι εκκαλούντες θεώρησε ως νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία, έκρινε με την 
εκκαλούμενη απόφαση ότι στοιχειοθετείται στις επίμαχες 288 περιπτώσεις η αντικειμενική 
υπόσταση της λαθρεμπορίας και ότι αποδεικνύεται πλήρως ο δόλος του πρώτου εκκαλούντος, που 
συνίσταται στην υπό την ιδιότητα του διαχειριστή και εκπροσώπου της εταιρίας «..................» εν 
γνώσει συμμετοχή του στη χρησιμοποίηση του τεχνάσματος της εικονικής εξαγωγής και στην 
παράνομη διάθεση των επίδικων καυσίμων στο εσωτερικό της Χώρας και διαφυγή, προς ίδιο 
όφελος, του αναλογούντος ειδικού φόρου κατανάλωσης. Ενόψει αυτών, το πρωτοβάθμιο 
Δικαστήριο επικύρωσε την προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη κατά το μέρος που αφορά τους 
εκκαλούντες […]. [Ο]ι εκκαλούντες, οι οποίοι με την κρινόμενη έφεση και το παραδεκτώς 
κατατεθέν υπόμνημά τους αμφισβητούν την ορθότητα της κρίσης του Διοικητικού Πρωτοδικείου 
Θεσσαλονίκης σχετικά με τη συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου στο πρόσωπο του 
πρώτου απ’ αυτούς, προβάλλουν ότι τούτο: α) δεν εκτίμησε ως όφειλε – υποχρεωτικά – τις 
αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών Δικαστηρίων, τις οποίες είχαν προσκομίσει και επικαλεσθεί 
ενώπιόν του κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του, […] και δ) παρέλειψε να διατάξει τη 
συμπλήρωση των αποδείξεων με την προσκόμιση στο φάκελο της δικογραφίας όλων των σχετικών 
εγγράφων της ποινικής δικογραφίας, από τα οποία προκύπτει ότι για τις επίδικες περιπτώσεις 
λαθρεμπορίας που αφορούν 288 τμηματικές εξαγωγές, η ΕΥΤΕ υπέβαλε την υπ’ αριθ. 
11423/Δ4/14.10.1996 μηνυτήρια αναφορά, η οποία διαβιβάσθηκε αρχικά προς τον κ. Εισαγγελέα 
πλημ/κών Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια προς τον κ. Εισαγγελέα πλημ/κών Σερρών, ο οποίος 
άσκησε ποινική δίωξη και παραγγέλθηκε στον κ. Ανακριτή Σερρών Α τμήματος η διενέργεια κύριας 
ανακρίσεως. Κατά την διενέργεια της κύριας ανακρίσεως δεν απαγγέλθηκε σε βάρος του πρώτου 
από τους εκκαλούντες κατηγορία ούτε για λαθρεμπορία ούτε για πλαστογραφία. Προκειμένου δε, 
οι εκκαλούντες να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους αυτούς, επικαλούνται ήδη και προσκομίζουν 
παραδεκτώς σχετικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας τα οποία ανέκυψαν μετά τη συζήτηση της 
προσφυγής τους (7-6-1999). Ειδικότερα, επικαλούνται και προσκομίζουν: 1) την 3145/14.11.2000 
απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κατ’ επικύρωση της 5825/30-3-2000 
απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κηρύχθηκε ο πρώτος εκκαλών αθώος 
της εναντίον του ποινικής κατηγορίας για λαθρεμπορία και πλαστογραφία με χρήση σε τέσσερες (4) 
άλλες περιπτώσεις εμφανιζόμενων τμηματικών εξαγωγών(με βάση την 18987/24-8-1994 
διασάφηση εξαγωγής) στη Βουλγαρία, στις οποίες αφορά το 6141/Δ4/19.4.1995 μηνυτήριο 
έγγραφο της Ε.Υ.Τ.Ε., ενώ ένοχος για τα αντίστοιχα ποινικά αδικήματα κηρύχθηκε ο ................... 
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης αυτής του Εφετείου, που κατέστη αμετάκλητη λόγω μη 
άσκησης ένδικου μέσου κατ’ αυτής, ο πρώτος εκκαλών «Δεν αποδείχθηκε ότι είχε οποιαδήποτε 
μορφή συμμετοχής στη λαθραία διακίνηση μέσα στην Ελλάδα των καυσίμων. Βέβαια είναι φανερό 
ότι η εταιρία που διευθύνει και η οποία ανέλαβε την εξαγωγή των καυσίμων πρέπει να μεριμνά 
ώστε η ποσότητα των καυσίμων που παραλαμβάνει να εξέρχεται από τη Χώρα με δική της 
επίβλεψη και όχι με την ανάθεση του έργου αυτού στην αγοράστρια ή σε ανεξάρτητο μεταφορέα, 
όπως έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση (σχετ. οι διατάξεις των άρθρων 1,2,3 του ν.2127/1993). 
Η αμελής όμως αυτή συμπεριφορά δε σημαίνει και συμμετοχή, με οποιαδήποτε μορφή, στο 
έγκλημα της λαθρεμπορίας. Ο ίδιος κατηγορούμενος (........................) δεν αποδείχθηκε ότι είχε και 
οποιαδήποτε συμμετοχή στην κατάρτιση και χρήση των πλαστών εγγράφων, αφού γι’ αυτό, 
άλλωστε, δεν είχε κανένα συμφέρον». 2) την 13255/2002 απόφαση του Τριμελούς 
Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, κατόπιν της από 12.12.1997 έγκλησης των 
εκκαλούντων, καταδικάσθηκε ερήμην ο ............................... σε φυλάκιση 15 μηνών, διότι κρίθηκε 
ένοχος της τέλεσης σε βάρος τους, μεταξύ άλλων, του αδικήματος της ψευδούς ανωμοτί 
κατάθεσης κατ’ εξακολούθηση, αδικήματα που αφορούν το περιεχόμενο των ως άνω από 30-4-
1996 και από 27-5-1996 ανωμοτί κατάθεσεών του, οι οποίες λήφθηκαν υπόψη από το Διοικητικό 
Πρωτοδικείο. […]. Επίσης, οι εκκαλούντες επικαλούνται την 3972/1998 απόφαση του Τριμελούς 
Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που είχαν προσκομίσει και πρωτοδίκως, η οποία αφορά το 
ζήτημα της λαθρεμπορίας των καυσίμων της 22679/1994 διασάφησης εξαγωγής της δεύτερης 
εκκαλούσας. Με την απόφαση αυτή καταδικάστηκε ο .................ερήμην, κατόπιν της από 17-6-
1996 έγκλησης των εκκαλούντων, σε φυλάκιση 12 μηνών για το αδίκημα της σε βάρος αυτών 
απάτης, διότι ψευδώς παρέστησε ότι αγόρασε τα καύσιμα της ως άνω διασάφησης προς εξαγωγή. 
[…] [Τ]ο Δικαστήριο, παρά το ότι δεν δεσμεύεται από την 13255/2002 απόφαση του Τριμελούς 
Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης περί καταδίκης του .......................... για ψευδείς ανωμοτί 
καταθέσεις (στις 30-4-1996 και 27-5-1996), ούτε από την 3972/1998 απόφαση του ίδιου ποινικού 
Δικαστηρίου περί καταδίκης αυτού για απάτη, εφόσον δεν προκύπτει ότι οι αποφάσεις αυτές 
κατέστησαν αμετάκλητες, κρίνει ότι οι καταθέσεις αυτού είναι επικουρικώς και μόνο ληπτέες 
υπόψη, ιδίως κατά το μέρος που δεν αμφισβητούνται από τους εκκαλούντες και δεν περιέχουν 
ουσιώδεις αντιφάσεις. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και συνεκτιμά την 
3145/2000 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης και τα στοιχεία στα οποία αυτή στηρίχθηκε, 
καθώς και τα λοιπά νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι εκκαλούντες πρωτοδίκως και 
κατ’ έφεση […] και τα εν γένει στοιχεία του φακέλου, […] που προσκομίστηκε ενώπιόν του από την 
εφεσίβλητη Τελωνειακή Αρχή, και δή το 242/21-2-2001 βούλευμα, σε απόσπασμα, του Συμβουλίου 
Εφετών Θεσσαλονίκης, το οποίο αφορά στις επίδικες 180 περιπτώσεις εμφανιζόμενων τμηματικών 
εξαγωγών, για τις οποίες η Ε.Υ.Τ.Ε. υπέβαλε την προαναφερθείσα στο δικόγραφο της έφεσης 
11423/Δ4/14.10.1996 μηνυτήρια αναφορά. Στο απόσπασμα του βουλεύματος αυτού, με το οποίο, 
κατά τους ισχυρισμούς των εκκαλούντων, παύθηκε η σε βάρος του πρώτου απ’ αυτούς ποινική 
δίωξη για άμεση συνέργεια σε λαθρεμπορία, στις εν λόγω περιπτώσεις, λόγω παραγραφής, ενώ δεν 
απαγγέλθηκε σε βάρος αυτού κατηγορία για πλαστογραφία ή χρήση πλαστών εγγράφων, 
περιέχονται οι νεότερες από 9-11-1998 και 8-10-1998 ένορκες καταθέσεις του ................και του 
........................., αντιστοίχως, ενώπιον του Ανακριτή Σερρών, τις οποίες επίσης επικαλούνται οι 
εκκαλούντες. Σύμφωνα με την από 9-11-1998 κατάθεση του ................, όπως η περιγραφή της 
γίνεται στο βούλευμα, αυτός επανέλαβε τις προαναφερόμενες καταθέσεις του σε σχέση με την 
πρωτοβουλία του εκκαλούντος .................................για τη σύναψη σύμβασης μίσθωσης των 
βυτιοφόρων της «...............» στην εταιρία «.............................» και την πραγματοποίηση της 
συμφωνίας αυτής με το φερόμενο ως εκπρόσωπο της τελευταίας εταιρίας ............................... 
Κατέθεσε, όμως, περαιτέρω, ότι συνεργάτης του .............................. και κύριος εμπνευστής του 
τεχνάσματος των εικονικών εξαγωγών, της υλοποίησης αυτών και της δωροδοκίας των 
τελωνειακών υπαλλήλων του Τελωνείου Προμαχώνα για την ψευδή βεβαίωση της εξόδου των 
βυτιοφόρων ήταν ο ................., γιατρός στη Θεσσαλονίκη, από τον οποίο έπαιρνε οδηγίες ο ίδιος 
(........................) και οι Βούλγαροι οδηγοί που προέβαιναν στη μετάγγιση των καυσίμων, τα οποία 
ακολούθως διοχετεύονταν σε διάφορα πρατήρια (δύο της «.....» στην Πυλαία και το Πανόραμα 
Θεσσαλονίκης, ενώ μεγάλες ποσότητες διοχετεύονταν στις εγκαταστάσεις του «Αγάντα» στην Ανω 
Ηλιούπολη Θεσσαλονίκης). Επίσης, κατέθεσε ότι οι Ελληνες οδηγοί, τους οποίους χρησιμοποίησε ο 
ίδιος (..............................) για τη διεκπεραίωση της φόρτωσης στο ΣΤ Τελωνείο, όποτε χρειαζόταν, 
δηλαδή στις περιπτώσεις που οι Βούλγαροι οδηγοί της «......................» δεν γνώριζαν την ελληνική 
γλώσσα και δεν μπορούσαν μόνοι τους να διεκπεραιώσουν τη φόρτωση, «πληρώνονταν από 
αυτόν με το ποσό των 5.000 δραχμών, κάθε φορά, γι’ αυτή τους την εργασία, χρήματα που ο ίδιος 
στη συνέχεια έπαιρνε από το λογαριασμό που η εταιρία «.............................» διατηρούσε στην 
εξαγωγική εταιρία πετρελαιοειδών «...........» (εκκαλούσα εταιρία), καθώς και ότι «απ’ ότι ξέρει, ο 
τότε υπάλληλος του Τελωνείου Προμαχώνα .................., που στο μεταξύ έχει πεθάνει, έφερνε 
σ’ επαφή τον .................με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρίας «.........» ..........., 
για τον οποίο πιστεύει ότι γνώριζε ότι γινόταν λαθρεμπορία καυσίμων με τη μέθοδο των εικονικών 
εξαγωγών και το κέρδος του ήταν ότι αυτός πραγματοποιούσε στον ..............μεγάλες πωλήσεις 
καυσίμων και είχε μεγάλο τζίρο». Εξάλλου, σύμφωνα με την από 8-10-1998 κατάθεση του 
..............................., απόσπασμα της οποίας περιέχεται στο βούλευμα, αυτός επανέλαβε και 
πάλι την προαναφερόμενη κατάθεσή του σχετικά με τις συνθήκες της σύναψης σύμβασης 
μίσθωσης των βυτιοφόρων της «.........................» στην «..............» με πρωτοβουλία του 
....................., με τη διαφορά ότι ως παρόντα στη συνάντηση στην Αλεξανδρούπολη με τον ........... 
ανέφερε τον ................................., ενώ επιβεβαίωσε, επικαλούμενος την προσωπική του αντίληψη, 
τη νεότερη κατάθεση του ................ σχετικά με το ότι πίσω από το όλο τέχνασμα των εικονικών 
εξαγωγών και των πλαστογραφιών βρισκόταν ο γιατρός ................ Ολα δε τα ανωτέρω στοιχεία 
κρίνονται επαρκή για τη μόρφωση πλήρους δικανικής πεποίθησης. Ειδικότερα, το Δικαστήριο 
λαμβάνει υπόψη και συνεκτιμά, υιοθετώντας και τις μη αμφισβητούμενες με την έφεση αιτιολογίες 
της εκκαλούμενης απόφασης, ότι Α) Η συνομολόγηση της ρήτρας FOT και η αναγραφή της στις 
επίδικες διασαφήσεις ουδεμία έννομη συνέπεια έχει στη δημοσίου δικαίου ευθύνη της εταιρίας 
«.........................», η οποία, ως εξαγωγέας των επίδικων καυσίμων, υπείχε ευθύνη μέχρι την έξοδό 
τους από τη Χώρα (άρθρο 162 του κανονισμού 2913/1992 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 
1992 «περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα» L 302/19-10-1992 και λοιπές διατάξεις 
που μνημονεύονται στην εκκαλούμενη απόφαση), γεγονός που γνώριζε ο πρώτος εκκαλών λόγω 
της μακρόχρονης εμπειρίας του στις εξαγωγές υγρών καυσίμων (τουλάχιστον 20 ετών κατά την 
εκκαλούμενη απόφαση και από το έτος 1959, όπως υποστήριξε ο ίδιος κατά την απολογία του που 
περιέχεται στην 3145/2000 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης). Β). O εκκαλών όχι μόνο δεν 
απέδειξε τη φυσική έξοδο των επίδικων καυσίμων, δοθέντος ότι δεν κατείχε το μοναδικό 
αποδεικτικό, δηλαδή το αντίτυπο με αριθμό 3 των επίδικων διασαφήσεων εξαγωγής των ως άνω 
εταιριών, αλλά ούτε και ενδιαφέρθηκε να αναζητήσει αυτό μετά τη δημοσιότητα που έλαβε χώρα 
κατόπιν της αποκάλυψης του τεχνάσματος στις 29-9-1994 (κατά την επ’ αυτοφώρω κατάληψη 
οδηγών να μεταγγίζουν καύσιμα στο πρατήριο του ......................), παρά μόνο αφού κλήθηκε προς 
τούτο με το 5888/9-7-1997 έγγραφο του ΣΤ΄ Τελωνείου Θεσσαλονίκης. Κατόπιν της κλήσης αυτής 
και της μη ανεύρεσης του αντιτύπου, επιδίωξε να δικαιολογήσει την αδυναμία προσκόμισής του 
επικαλούμενος παραλείψεις του Τελωνείου Προμαχώνα, ισχυρισμός, όμως, ο οποίος απορρίφθηκε 
ως αβάσιμος με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού, άλλωστε, σύμφωνα με την από 8-10-1994 
κατάθεση του αρμόδιου υπαλλήλου του Τελωνείου Προμαχώνα .................. κατά τη διοικητική 
προανάκριση (βλ. και την όμοια ένορκη κατάθεση του ίδιου μάρτυρα στο 11ο φύλλο της 
3145/2000 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης), το Τελωνείο αυτό τηρούσε την επιβαλλόμενη 
από το νόμο και την πρακτική διαδικασία παράδοσης του αντιτύπου αυτού, με σχετική πράξη 
βεβαίωσης της εξόδου, στον οδηγό του βυτιοφόρου προς επιστροφή στον εξαγωγέα, όταν 
ολοκληρωνόταν η εξαγωγή. Επιπλέον, ο εκκαλών δεν ενημέρωσε το ΣΤ΄ Τελωνείο Θεσσαλονίκης 
για τη μη επιστροφή του ως άνω αντιτύπου εντός της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας 
(άρθρο 65 παρ. 3 του ν. 2127/1993), ούτε και μεταγενέστερα μέχρι την αποκάλυψη του 
τεχνάσματος. Το ότι γνώριζε την υποχρέωσή του αυτή συνομολογείται και με το από 1-8-1997 
απολογητικό του υπόμνημα, στο οποίο αναφέρεται ότι «Η υπαιτιότητα που βαρύνει την εταιρία 
που εκπροσωπώ είναι η μη τήρηση της υποχρέωσης ενημέρωσης του ΣΤ΄ Τελωνείου για τη μη 
επιστροφή στην εταιρία του αντιτύπου 3 των διασαφήσεων και επομένως της μη τακτοποίησης 
του καθεστώτος αναστολής». Γ) Η εκκαλούσα εταιρία δεν διέθετε έγγραφα στοιχεία, από τα οποία 
να προκύπτει η ύπαρξη καταρχήν νόμιμων συναλλαγών με την εταιρία «.......................», για 
τις επίδικες ποσότητες καυσίμων, όπως συμφωνητικό ή δελτίο παραγγελίας, δηλωτικό εισαγωγής 
συναλλάγματος έναντι αξίας αυτών, πληρεξούσιο έγγραφο προς τον ........................ κλπ. Οι 69 
αποδείξεις, εξάλλου, που προσκομίστηκαν στην Τελωνειακή Αρχή και ενώπιον του πρωτοβάθμιου 
Δικαστηρίου, από τις οποίες προκύπτει ότι η δεύτερη εκκαλούσα εταιρία έλαβε κάποια χρηματικά 
ποσά από τις εταιρίες «..................» και « ..........................», μέσω του .........................., με την 
αόριστη αιτιολογία «έναντι λογαριασμού εξαγωγών», ενόψει του ότι δεν αναφέρεται επ’ αυτών το 
τιμολόγιο πώλησης προς πίστωση του οποίου εκδόθηκαν καθώς και οι ποσότητες καυσίμων τις 
οποίες αφορούν, δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν από μόνες τους ικανά στοιχεία αποδείξεως του 
σύμφωνου με τις οικείες νομοθετικές διατάξεις οικονομικού κλεισίματος κάθε επιμέρους 
συναλλαγής, ενόψει, μάλιστα, και του ισχυρισμού των ίδιων των εκκαλούντων, ότι το τίμημα της 
πώλησης ήταν προκαταβλητέο, δηλαδή προηγείτο της έκδοσης των τιμολογίων πώλησης, όπως, 
ορθά, έγινε δεκτό και με την εκκαλούμενη απόφαση. Δ) Η συνεργασία της διοίκησης της 
εκκαλούσας εταιρίας με τον ...................... υπό τις ομολογούμενες από αυτήν συνθήκες, που είναι 
ταυτόσημες σε όλες τις 288 επίδικες περιπτώσεις τμηματικών φορτώσεων καθώς και σε άλλες που 
προηγήθηκαν αυτών (παράδοση του εμπορεύματος, άνευ ετέρου, στον ανωτέρω έμπορο υγρών 
καυσίμων, που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα και αναλαμβάνει ο ίδιος τη μεταφορά του 
εμπορεύματος με οχήματα και οδηγούς που ορίζει, ελέγχει και πληρώνει αυτός, χωρίς τη λήψη εκ 
μέρους της διοίκησης της εκκαλούσας εταιρίας οποιουδήποτε μέτρου που να διασφαλίζει την 
πραγματοποίηση των εξαγωγών, χωρίς συμφωνητικό με την αλλοδαπή εταιρία, χωρίς να ζητηθεί 
πληρεξούσιο έγγραφο από τον ...................... και χωρίς να επιβεβαιωθεί με οποιονδήποτε τρόπο-
τηλεφωνικώς, με telex, fax - η άφιξη και παραλαβή των εμπορευμάτων στη Βουλγαρία, δεδομένης 
και της μη επιστροφής του αντιτύπου με αρθμό 3 των οικείων διασαφήσεων, δηλαδή και των 
διασαφήσεων που προηγούνται των επίδικων, σε συνδυασμό με τη μη ενημέρωση της Τελωνειακής 
Αρχής σε όλες τις περιπτώσεις για τη μη επιστροφή του αντιτύπου με αριθμό 3 των διασαφήσεων 
και, επομένως, για τη μη τακτοποίηση του καθεστώτος αναστολής), καταδεικνύει συμπεριφορά όχι 
απλώς αμελή, αλλά εντελώς αδικαιολόγητη για μια εταιρία, όπως η εκκαλούσα, που ως 
αναγνωρισμένη από το Κράτος εξαγωγική εταιρία και εγκεκριμένη αποθηκεύτρια πετρελαιοειδών, 
με μακροχρόνια εμπειρία, γνώριζε τους κινδύνους και τις ευθύνες της για την καταβολή, σε 
περίπτωση διαφυγής, του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Πολύ περισσότερο αδικαιολόγητη 
παρίσταται η συμπεριφορά αυτή και πρέπει να θεωρηθεί ότι υπέκρυπτε άλλο σκοπό (διάθεση των 
καυσίμων στο εσωτερικό), ενόψει και του ότι, ο πρώτος εκκαλών, λόγω της μακρόχρονης 
γνωριμίας του με τον ................... (30 ετών) και της από το Μάϊο του έτους 1993 προμήθειας του 
πρατηρίου του τελευταίου με καύσιμα της εταιρίας «..........», γνώριζε κατά το χρόνο κατάθεσης 
των επίδικων διασαφήσεων την προηγούμενη λαθρεμπορική δραστηριότητα του .............. κατά 
τον Απρίλιο του έτους 1993, αφού κατά κοινή πείρα τα γεγονότα αυτά (κατηγορίες λαθρεμπορίας 
υγρών καυσίμων) διαδίδονται τάχιστα στους άμεσα ενδιαφερομένους και στους κύκλους εμπορίας 
πετρελαιοειδών. Και τούτο, γιατί είναι άτοπο να υποστηρίζεται με την από 1-8-1997 διοικητική 
απολογία του πρώτου εκκαλούντος ότι έλαβε γνώση αυθημερόν μέσω του τύπου της 
λαθρεμπορικής δράσης του ........................... στις 29-9-1994, ενώ δεν έλαβε γνώση της απόπειράς 
του για λαθρεμπορία τον Απρίλιο του έτους 1993, για την οποία του ασκήθηκε ποινική δίωξη και, 
επομένως, όπως υποστήριξε και η Τελωνειακή Αρχή, δόθηκε και σ’ αυτήν ευρεία δημοσιότητα. 
Πέραν των στοιχείων αυτών, τα οποία αρκούν και μόνα τους για να θεμελιώσουν τη δόλια 
προαίρεση του πρώτου εκκαλούντος για την τέλεση των επίδικων διακοσίων ογδόντα οκτώ (288) 
παραβάσεων λαθρεμπορίας, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και συνεκτιμά ότι ο πρώτος εκκαλών, 
ως μέλος της διοίκησης της εταιρίας «..............», όφειλε να επιβεβαιώσει την ύπαρξη της εταιρίας 
«................», ενόψει και των επαναλαμβανόμενων (από τον Απρίλιο και στη συνέχεια Νοέμβριο του 
έτους 1993 ) πωλήσεων υγρών καυσίμων μέσω της εταιρίας του προς αυτήν. Τον έλεγχο αυτό 
μπορούσε ευχερώς να πραγματοποιήσει ο εκκαλών, συμβουλευόμενος τις επίσημες υπηρεσίες του 
Σαντάσκι, δοθέντος ότι, όπως δηλώνεται με την από 8-10-1998 ένορκη κατάθεση του ................. 
ενώπιον του Ανακριτή Σερρών, η εταιρία «.....................» διατηρούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο στη 
Σόφια γραφείο με 10 άτομα προσωπικό. Την ύπαρξη, άλλωστε, του γραφείου αυτού επιβεβαιώνει 
και ο μάρτυρας των εκκαλούντων (υπάλληλος των εγκαταστάσεων της εταιρίας στο Καλοχώρι) 
...................... κατά την ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου 
Θεσσαλονίκης, που εξέδωσε την προσκομιζόμενη 13255/2002 απόφαση, ο οποίος κατέθεσε ότι «ο 
κ. .....................είχε την ...................... Bουλγαρίας». Ομως, ο εκκαλών, μέχρι την κλήση του για 
απολογία στις επίδικες περιπτώσεις, δεν είχε στα χέρια του επίσημα στοιχεία που να βεβαιώνουν την 
ύπαρξη της βουλγαρικής εταιρίας και να ανατρέπουν την αντίθετη βεβαίωση της Ελληνικής 
πρεσβείας στη Σόφια. Κατά την κλήση του δε σε απολογία (βλ. την από 1-8-1997 διοικητική του 
απολογία και τα συνημμένα σ’ αυτήν έγγραφα) και στη συνέχεια ενώπιον του πρωτοβάθμιου 
Δικαστηρίου προσκόμισε στοιχεία (το από 14-4-1997 έγγραφο του Κέντρου Πληροφοριακής 
Εξυπηρέτησης στη Σόφια «......................» στη βουλγαρική, με συνημμένη ανεπικύρωτη 
μετάφραση, δηλαδή με μετάφραση που δεν πληροί τους όρους του άρθρου 146 παρ. 3 του Κ.Φ.Δ. 
και του αντίστοιχου άρθρου 172 του Κ.Δ.Δ. και για το οποίο έγγραφο δεν προκύπτει αν εκδόθηκε 
από ιδιώτη ή δημόσια αρχή, καθώς και απλή ανεπικύρωτη φωτοτυπία μετάφρασης, χωρίς το 
πρωτότυπο έγγραφο, του από 14-5-1996 πιστοποιητικού της φορολογικής υπηρεσίας του 
Σαντάσκι), τα οποία καταδεικνύουν τη γνώση του για την ανυπαρξία της εταιρίας «.......» και 
καθιστούν έτσι αναληθή τον περιεχόμενο στην από 1-8-1997 διοικητική απολογία ισχυρισμό περί 
του ότι δεν ζήτησε από τον .................... πληρεξούσιο έγγραφο, εφόσον είχε ελέγξει και 
εξακριβώσει την ύπαρξη της αλλοδαπής εταιρίας. Και τούτο διότι, από τα στοιχεία αυτά, που 
αφορούν τη μονοπρόσωπη εταιρία «..........................», προκύπτει ότι μεταξύ των ποικίλων 
δραστηριοτήτων της εν λόγω εταιρίας δεν περιλαμβάνεται η εισαγωγή και εμπορία πετρελαιοειδών. 
Τούτο, εξάλλου, έγινε δεκτό και με την 3145/2000 αθωωτική για τον εκκαλούντα απόφαση του 
Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο, εκτιμώντας τα αντίστοιχα στοιχεία που είχε προσκομίσει ενώπιόν 
του ο ......................... για την απόδειξη της ύπαρξης της εταιρίας «...................», έκρινε ότι 
«Εταιρία στην πόλη Σαντάσκι της Βουλγαρίας με αντικείμενο την εμπορία καυσίμων δεν υπάρχει. 
Τα προσκομιζόμενα από τον εν λόγω κατηγορούμενο (...............) πιστοποιητικά με παρόμοια 
εταιρική επωνυμία (.....................) αφορούν εταιρία που αντικείμενο έχει την εμπορία ειδών 
διατροφής και ποτών και όχι καυσίμων». Τέλος, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και συνεκτιμά ότι 
με την από 8-10-1998 ένορκη κατάθεση του ................................... δηλώνεται ότι τα έτη 1992-
1993 ήταν ασύμφορη για τις εταιρείες πετρελαιοειδών της Βουλγαρίας η εισαγωγή καυσίμων από 
την Ελλάδα λόγω της επιβολής στις εισαγωγές αυτές πολύ μεγάλων δασμών από τη Βουλγαρία. 
Ενόψει, συνεπώς, της κατάθεσης αυτής, η οποία, αν και μνημονεύει την περίοδο των ετών 1992-
1993, αναφέρεται προφανώς, όπως προκύπτει από το όλο περιεχόμενό της, και στην περίοδο του 
έτους 1994, δηλαδή σε όλη τη χρονική περίοδο των επαναλαμβανόμενων εικονικών εξαγωγών της 
εταιρίας «.....................» προς τη Βουλγαρία (από το Νοέμβριο του έτους 1993 έως το Σεπτέμβριο 
του έτους 1994), ενισχύεται η κρίση του Δικαστηρίου τούτου για τη δόλια προαίρεση του 
εκκαλούντος, εφόσον δεν δικαιολογείται το πώς αυτός θεώρησε ως εύλογες τις επαναλαμβανόμενες 
πωλήσεις μεγάλων ποσοτήτων καυσίμων στη Βουλγαρία μέσα στο ανωτέρω χρονικό διάστημα των 
11 μηνών, τη στιγμή που μέσω του γραφείου του στη Σόφια γνώριζε επακριβώς το καθεστώς που 
υπήρχε στις εισαγωγές πετρελαιοειδών στη Βουλγαρία. Επιπλέον, η έλλειψη οποιασδήποτε εξήγησης 
που να αντικρούει την ως άνω κατάθεση του ........................ και να καθιστά ευλογοφανείς τις 
επαναλαμβανόμενες αυτές πωλήσεις, σε συνδυασμό με τις λοιπές περιστάσεις, οδηγεί στην κρίση ότι 
ο εκκαλών γνώριζε την εικονικότητα των πωλήσεων αυτών και ότι η υποβολή εκ μέρους της 
εταιρίας του των 66 συνολικά σχετικών διασαφήσεων (μεταξύ των οποίων και oι επίμαχες) είχε ως 
πραγματικό σκοπό τη λαθραία διάθεση των καυσίμων στο εσωτερικό της Χώρας, ενόψει της 
εξασφαλισμένης κάλυψης που προσέφεραν οι συμμετέχοντες στο τέχνασμα τελωνειακοί υπάλληλοι 
του Τελωνείου Προμαχώνα για τη νομιμοφάνεια των εξαγωγών και την τακτοποίηση, με παράνομες 
ενέργειες, των διασαφήσεων εξαγωγής στο ΣΤ΄Τελωνείο Θεσσαλονίκης. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, 
το Δικαστήριο κρίνει ότι αποδεικνύεται πλήρως ο δόλος του εκκαλούντος για την τέλεση των 
επίδικων διακοσίων ογδόντα οκτώ (288) λαθρεμπορικών παραβάσεων, ο οποίος συνίσταται στην 
υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή και εκπροσώπου της δεύτερης εκκαλούσας γνώση της 
ανυπαρξίας της εταιρίας «..................» και πάντως της μη ύπαρξης αντισυμβαλλόμενης εταιρίας με 
κλάδο την εμπορία πετρελαιοειδών, στη γνώση της εικονικότητας των πωλήσεων προς αυτήν και 
στην εν γνώσει συμμετοχή του στη χρησιμοποίηση του τεχνάσματος των εικονικών εξαγωγών και 
στην παράνομη διάθεση των επίδικων καυσίμων στο εσωτερικό της Χώρας και διαφυγή του 
αναλογούντος ειδικού φόρου κατανάλωσης, με συμμετοχή, μεταξύ άλλων, στο λαθρεμπορικό 
όφελος και με γνώση των παράνομων ενεργειών της πλαστογραφίας των συνοδευτικών των 
καυσίμων φορτωτικών εγγράφων. Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε όσα 
αντίθετα προβλήθηκαν ενώπιόν του και ιδίως ότι οι εκκαλούντες δεν υπείχαν ευθύνη, λόγω του ότι 
επιστράφηκαν τα πιστοποιούντα την έξοδο των καυσίμων συνοδευτικά έγγραφα, καθόσον, όπως 
ήδη αναλύθηκε, αυτά δεν είχαν συνταχθεί νομότυπα. Εξάλλου, το γεγονός ότι σε βάρος του 
πρώτου εκκαλούντος δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη, για τις επίδικες 288 περιπτώσεις λαθρεμπορίας 
δεν κλονίζει την προπαρατιθέμενη κρίση, όπως αβάσιμα προβάλλεται με την κρινόμενη έφεση από 
τους εκκαλούντες. Τούτο διότι, λόγω της αυτοτέλειας της διοικητικής από την ποινική διαδικασία, 
κατά τα προεκτεθέντα, το δικαστήριο της ουσίας κατά τη διαπίστωση της συνδρομής του 
στοιχείου του δόλου στους φερόμενους ως υπαίτιους διάπραξης τελωνειακής παραβάσεως 
λαθρεμπορίας, δεν είναι υποχρεωμένο να εκτιμήσει ειδικά το γεγονός της μη ασκήσεως ποινικής 
διώξεως σε βάρος τους […], όταν, μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτή παύθηκε, κατά τ’ 
ανωτέρω, λόγω παραγραφής. Περαιτέρω δε, η αντίθετη κρίση του Δικαστηρίου τούτου σε σχέση 
με την 3145/2000 αθωωτική απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δέχεται την αμέλεια της 
διοίκησης της εκκαλούσας εταιρίας, ανεξαρτήτως του ότι αφορά άλλη περίπτωση λαθρεμπορίας 
υγρών καυσίμων που συντελέστηκε από τους εκκαλούντες με μία μόνον διασάφηση εξαγωγής (με 
βάση την 18987/24-8-1994 διασάφηση εξαγωγής), (που είναι, όμως, ταυτόσημη ως προς τις 
συνθήκες τέλεσης με τις επίδικες 288 τον αριθμό περιπτώσεις), και ως εκ τούτου δεν δημιουργείται 
απ’ αυτήν τεκμήριο αθωότητας για την ένδικη υπόθεση υπέρ του πρώτου εκκαλούντος και δεν 
δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται με την κρινόμενη έφεση και το 
παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημα επ’ αυτής από τους εκκαλούντες, δικαιολογείται και από το ότι 
ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης δεν είχαν τεθεί υπόψη τα επιβαρυντικά για τον πρώτο από 
τους εκκαλούντες στοιχεία της διατήρησης γραφείου στη Σόφια, της γνώσης του ασύμφορου των 
εισαγωγών καυσίμων από την Ελλάδα στη Βουλγαρία και κυρίως της προσπάθειάς του να αποδείξει 
την ύπαρξη της εταιρίας «.........................» με στοιχεία όμοια μ’ αυτά που προσκόμισε ο 
.................. ενώπιον του ίδιου ποινικού Δικαστηρίου, από τη συνεκτίμηση των οποίων κατέληξε το 
ποινικό Δικαστήριο στην καταδίκη του .................καθώς και από την κατ’ επανάληψη στη 
συνέχεια διενέργεια των ίδιων παραβάσεων με τον ίδιο ακριβώς τρόπο σε πολλαπλάσιες 
περιπτώσεις, αν και είχε αποκαλυφθεί το τέχνασμα συντέλεσης τούτων. 

6. Επειδή, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι η ως άνω κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου 
περί αυτοτέλειας της διοικητικής από την ποινική διαδικασία και περί καταλογισμού στον πρώτο 
από αυτούς (.................) των επίδικων διοικητικών παραβάσεων παραβιάζει το κατά το άρθρο 
6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητάς του, που απορρέει (α) από την παύση, λόγω παραγραφής, 
της ασκηθείσας σε βάρος του ποινικής δίωξης για τις ένδικες περιπτώσεις λαθρεμπορίας και (β) από 
την 3145/2000 αθωωτική απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με όσα έγιναν 
ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 4, ο λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφενός, διότι το 
βούλευμα περί παύσης, λόγω παραγραφής, της ασκηθείσας σε βάρος του ....................ποινικής 
δίωξης, για τις επίμαχες περιπτώσεις λαθρεμπορίας, ουδόλως δέσμευε (ούτε, εξάλλου, χρειαζόταν 
να συνεκτιμηθεί από) το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, στο πλαίσιο της κρίσης του περί διάπραξης ή 
μη από αυτόν των ένδικων διοικητικών παραβάσεων και, αφετέρου, διότι η προαναφερόμενη 
αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, πέραν του ότι δεν αφορά σε κάποια 
από τις ένδικες περιπτώσεις λαθρεμπορίας (αλλά σε άλλες περιπτώσεις, έστω παρόμοιες), δεν ήταν 
επίσης δεσμευτική για το Διοικητικό Εφετείο, το οποίο, άλλωστε, τη συνεκτίμησε, καταλήγοντας σε 
διαφορετική κρίση, με βάση και στοιχεία που, όπως βεβαιώνεται στην αναιρεσιβαλλομένη, δεν είχαν 
τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου. 

7. Επειδή, κατά τα προεκτεθέντα, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η ήδη 
αναιρεσείουσα εταιρία “[…] δεν διέθετε έγγραφα στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει η ύπαρξη 
καταρχήν νόμιμων συναλλαγών με την εταιρία «...............................», για τις επίδικες ποσότητες 
καυσίμων, όπως συμφωνητικό ή δελτίο παραγγελίας, δηλωτικό εισαγωγής συναλλάγματος έναντι 
αξίας αυτών, πληρεξούσιο έγγραφο προς τον ......................κλπ. Οι 69 αποδείξεις, εξάλλου, που 
προσκομίστηκαν στην Τελωνειακή Αρχή και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από τις 
οποίες προκύπτει ότι η δεύτερη εκκαλούσα εταιρία έλαβε κάποια χρηματικά ποσά από τις εταιρίες 
«..................» και «.................», μέσω του ...................................., με την αόριστη αιτιολογία 
«έναντι λογαριασμού εξαγωγών», ενόψει του ότι δεν αναφέρεται επ’ αυτών το τιμολόγιο πώλησης 
προς πίστωση του οποίου εκδόθηκαν καθώς και οι ποσότητες καυσίμων τις οποίες αφορούν, δεν 
είναι δυνατόν να αποτελέσουν από μόνες τους ικανά στοιχεία αποδείξεως του σύμφωνου με τις 
οικείες νομοθετικές διατάξεις οικονομικού κλεισίματος κάθε επιμέρους συναλλαγής, ενόψει, 
μάλιστα, και του ισχυρισμού των ίδιων των εκκαλούντων, ότι το τίμημα της πώλησης ήταν 
προκαταβλητέο, δηλαδή προηγείτο της έκδοσης των τιμολογίων πώλησης, όπως, ορθά, έγινε 
δεκτό και με την εκκαλούμενη απόφαση.” Με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η 
αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, όσον αφορά την ανωτέρω εκτίμηση 
των προσκομισθεισών 69 αποδείξεων είσπραξης χρηματικών χρηματικών ποσών από τη δεύτερη 
αναιρεσείουσα, “[…] διότι, ενώ δέχεται ότι το τίμημα ήταν προκαταβλητέο και προηγείτο της 
έκδοσης του τιμολογίου πώλησης, εν τούτοις, αντιφατικά, δέχεται ότι οι 69 αποδείξεις δεν 
αποτελούν ικανά στοιχεία απόδειξης, διότι σε αυτές δεν αναφέρεται το τιμολόγιο πώλησης, το 
οποίο, όμως, εκδιδόταν μεταγενέστερα της είσπραξης του τιμήματος και επομένως δεν ήταν 
δυνατό να αναγράφεται στις αποδείξεις είσπραξης.” Ο λόγος πρέπει να απορριφθεί, αφενός, ως 
αβάσιμος, διότι η ανωτέρω κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου περί της αποδεικτικής αξίας 
των επίμαχων εγγράφων (αποδείξεων είσπραξης χρηματικών ποσών) έγινε κατ’ εκτίμηση (της 
αοριστίας) του περιεχομένου τους, μεταξύ άλλων από την άποψη της αντιστοίχησής τους με 
τιμολόγια πώλησης, η δε λήψη υπόψη, στο πλαίσιο αυτό, του ισχυρισμού των ήδη αναιρεσειόντων 
ότι το τίμημα της πώλησης ήταν προκαταβλητέο, δηλαδή καταβαλλόταν πριν από την έκδοση των 
τιμολογίων, δεν ενέχει αντίφαση, ως έχουσα την έννοια ότι επρόκειτο (και για το λόγο αυτό) περί 
στοιχείων απρόσφορων να αποδείξουν την πραγματοποίηση των επίδικων συναλλαγών και, 
αφετέρου, ως απαράδεκτος, στο μέτρο που πλήττει ευθέως την αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση 
των αποδείξεων και τις περί τα πράγματα κρίσεις του δικαστηρίου της ουσίας. 

8. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, 
διότι, ενώ κρίνει “[…] ότι οι από 30/4/96 και 23/5/96 ανωμοτί καταθέσεις του ........................... 
είναι επικουρικώς και μόνο ληπτέες υπόψη, ιδίως κατά το μέρος που δεν αμφισβητούνται από τους 
εκκαλούντες και δεν περιέχουν ουσιώδεις αντιφάσεις, […] εν τούτοις, αντιφατικά δέχεται το 
περιεχόμενο της από 9.11.1998 ένορκης κατάθεσης του ................., ενώπιον του Ανακριτή 
Σερρών, προκειμένου να θεμελιώσει κατά κύριο λόγο την από δόλο τέλεση από τον 1ο από εμάς 
της επίδικης λαθρεμπορίας. Τούτο πράττει, καίτοι μεταξύ των καταθέσεων της 30/4/96 και 
23/5/96, από την μία, και της κατάθεσης της 9/11/98, από την άλλη, του αυτού προσώπου 
υπάρχει σωρεία ουσιωδών αντιφάσεων, εξαιτίας των οποίων, κατά κύριο λόγο, αναιρείται το 
περιεχόμενο των καταθέσεων της 30/4/96 και 23/5/96. […] Η αιτιολογία αυτή της προσβαλλόμενης 
απόφασης είναι πλημμελής, διότι […] καταλήγει στην άποψη δια το αληθές περιεχόμενο των 
καταθέσεων […] χωρίς να αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προέκυψε αυτό το αληθές 
περιεχόμενο.”. O λόγος πρέπει να απορριφθεί, το μεν, ως αβάσιμος, διότι δεν προκύπτει αντίφαση 
μεταξύ, αφενός, της ανωτέρω κρίσης του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου περί της αποδεικτικής 
βαρύτητας καταθέσεων του ................ και, ιδίως, των τμημάτων αυτών που δεν αμφισβητούνταν 
από τους ήδη αναιρεσείοντες και δεν περιείχαν ουσιώδεις αντιφάσεις και, αφετέρου, της λήψης 
υπόψη του περιεχομένου της από 9.11.1998 ένορκης κατάθεσης του ίδιου προσώπου ενώπιον του 
Ανακριτή Σερρών, το δε, ως απαράδεκτος, στο μέτρο που πλήττει ευθέως την αναιρετικά 
ανέλεγκτη εκτίμηση των επίμαχων αποδείξεων και τις σχετικές ουσιαστικές κρίσεις του Διοικητικού 
Εφετείου, οι οποίες δεν έχρηζαν ειδικότερης αιτιολογίας, δεδομένου, άλλωστε, ότι οι αναιρεσείοντες 
δεν υποστηρίζουν ότι είχαν προβάλει ενώπιόν του συναφείς ειδικούς ισχυρισμούς που έμειναν 
αναπάντητοι ή δεν αντιμετωπίστηκαν επαρκώς στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. 

9. Επειδή, τούτων έπεται ότι η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί. 

Δ ι ά   τ α ύ τ α 

Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση. 

Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου. 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2014 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια 
συνεδρίαση της 1ης Οκτωβρίου του ίδιου έτους. 

Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος                                                                  Η Γραμματέας 
  
  Ε. Γαλανού                                                                                                Α. Ζυγουρίτσα 


Ν.Σ.

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...