Λίγο χώμα, λίγη εξαθλίωση
έπλασες μια βιτρίνα σαν αλλοίωση
ντυμένη με τα καλά της
στο κακό κατευόδιο
ξέχασε το φιλί της, το πλανώδιο
και είπε να γυρίσει πίσω
να το πάρει μαζί της
γιατί χωρίς αυτό
πεθαίνει η λήθη
Χάραξες το τελευταίο γράμμα
μ΄ένα παρατεταμένο κλάμμα
σαν μωρό που δεν ξέρει να μιλάει
στην αγάπη μπουσουλάει
αλλά μωρό δεν ήσουν
τις νύχτες στη διπλανή κούνια
εθισμένο στο σαδιστικό κάλεσμά σου
βιτρίνα, σαν ίνα, σαν εύθραυστο χιόνι
που λυτρώνει, ό,τι κρυώνει
αυτή η καρδιά ποτέ δεν παγώνει
από χώμα πλασμένη, σε εξαθλίωση
αλλοιώνει του χρόνου την προσποίηση
σε μία πρωτόγονη γονιμοποίηση