Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άρση απορρήτου επικοινωνιών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άρση απορρήτου επικοινωνιών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Προς ανατροπή πρόσφατων αποφάσεων της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου: Ο κατασχεθείς τερματικός εξοπλισμός δεν υπάγεται στη διαδικασία άρσης του απορρήτου του Ν. 5002/2022

 

 

 

Μία εξαιρετικά σημαντική απόφαση του Αρείου Πάγου, με Εισηγητή τον κ. Λεωνίδα Χατζησταύρου, που μόνος εκείνος είχε μειοψηφήσει στις υπ' αριθμ. 4 και 5/2024 αποφάσεις του Αρείου Πάγου 

587/2025 ΑΠ (ΠΟΙΝ) 

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
 

Άρση του απορρήτου εξωτερικών στοιχείων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που ανάγονται στο παρελθόν. Δεν διενεργείται με τη διαδοχική ανά δίμηνο άρση του, αλλά επιβάλλεται εξαρχής η άρση του απορρήτου για όλη την αναγκαία χρονική περίοδο, που μπορεί να εκτείνεται μέχρι τη μέγιστη χρονική διάρκεια, που υποχρεούνται να διατηρούν οι πάροχοι τηλεπικοινωνιών μεταδεδομένα, ήτοι αυτή των δώδεκα μηνών. Η άρση του απορρήτου μπορεί να διαταχθεί και στις περιπτώσεις των επιφυών επικοινωνιών και υλοποιείται στον βαθμό που υπάρχει η σχετική δυνατότητα. Τα αποθηκευμένα σε τερματικό εξοπλισμό ψηφιακά στοιχεία (περιεχόμενο και μεταδεδομένα), τα οποία αναφέρονται σε κάποιας μορφής ανταπόκριση ή επικοινωνία, που προηγήθηκε και περατώθηκε, δεν προστατεύονται από το απόρρητο των επικοινωνιών, ούτε κι εφαρμόζεται, για τη δικαστική διερεύνηση αυτών, η διαδικασία της άρσης του απορρήτου.
Παραπέμπει στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
 
 

                                                                                   Αριθμός 587/2025
                                                                       ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
                                                                                ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Κατσούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Κατσιμαγκλή και Λεωνίδα Χατζησταύρου-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαΐου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χρήστου Μπαρδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος .............. του ........, κατοίκου ........, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ..., για αναίρεση της υπ’αριθ. .../2024 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην με αριθμό .../2024 από ...2024 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2024.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, να αναπεμφθεί η υπόθεση για επανεκδίκαση επί της ουσίας στο ίδιο ανωτέρω Συμβούλιο με άλλη σύνθεση και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

                                                                       ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 459 παρ. 4 ΚΠΔ, "Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση σχετικά με την εκτέλεση αίτησης δικαστικής συνδρομής επιλύεται από το συμβούλιο εφετών, το οποίο με τη διαδικασία του άρθρου 449 αποφασίζει εντός διαστήματος οκτώ ημερών. Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται να ασκηθεί αναίρεση από τον εισαγγελέα και από αυτόν τον οποίο αφορά το αίτημα δικαστικής συνδρομής". Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση με αριθμό .../2024 δήλωση του αναιρεσείοντος .......... του ......, κατοίκου ..., στη Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για αναίρεση της υπ` αριθμ. ...2024 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από ...2023 αίτησή του, για αποχωρισμό από τη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία της αναφερόμενης έκθεσης εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκε, προς εκτέλεση της υπ` αριθμ. .../2020 Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας (Ε.Ε.Ε.), των δικαστικών αρχών της Ιταλίας, δυνάμει του υπ` αριθμ. .../2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο διέταξε την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 459 παρ. 4, 464, 466 παρ. 1, 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1, 4, 504 παρ. 1 και 505 ΚΠΔ). Είναι, συνεπώς, αυτή παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν. Κατά το άρθρο 19 του Συντάγματος : "1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. 2 (όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε, μαζί με την παράγραφο 3, με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής). Νόμος ορίζει τα σχετικά με την συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α". Τα ελληνικά Συντάγματα του 19ου αιώνα προέβλεπαν το απαραβίαστο του απορρήτου των επιστολών. Το Σύνταγμα του 1927, στο άρθρο 12, επεξέτεινε την προστασία του απορρήτου, εκτός από τις επιστολές και στα τηλεφωνήματα και τηλεγραφήματα, ενώ το άρθρο 20 του Συντάγματος του 1952 όριζε ότι το απόρρητο των επιστολών και της ανταπόκρισης με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απολύτως απαραβίαστο. Τέλος, στο ως άνω άρθρο 19 του Συντάγματος του 1975, σε σχέση με την προγενέστερη ρύθμιση, προστέθηκε το επίθετο "ελεύθερη" στο ουσιαστικό ανταπόκριση, καθώς επίσης και η λέξη "επικοινωνία". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κατοχυρώνεται απολύτως η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας με οποιοδήποτε τρόπο, όχι μόνον έναντι των δημόσιων οργάνων και επιχειρήσεων, αλλά και έναντι των ιδιωτών, εφόσον, με τις συνταγματικές αυτές διατάξεις θεσπίζεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να λαμβάνει μέτρα διασφάλισης του απορρήτου της επικοινωνίας και έναντι των ιδιωτών. Αντικείμενο της συνταγματικής προστασίας δεν είναι το μήνυμα καθ` εαυτό (αυτό προστατεύεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ελευθερία εκφράσεως και διαδόσεως της γνώμης) αλλά το απόρρητο του μηνύματος. Η προστασία του απορρήτου αφορά όχι μόνον στα γραπτά μηνύματα (επιστολές), αλλά και σε οποιαδήποτε μορφή ιδιωτικής, δηλαδή μη δημόσιας, επικοινωνίας, όπως τηλεγραφήματα, τηλεφωνήματα, τηλεομοιοτυπικά μηνύματα, ηλεκτρονικά μηνύματα (e-mails), που είναι η σύγχρονη μορφή των επιστολών. Συγκεκριμένα, καθιερώνεται η προστασία της επικοινωνίας, με την έννοια της ανταλλαγής διανοημάτων, ειδήσεων, γνωμών και συναισθημάτων, εφόσον διεξάγεται εντός πλαισίων οικειότητας και εμπιστευτικότητας. Προστατεύεται, δηλαδή, το δικαίωμα του ατόμου να μοιράζεται με πρόσωπο της επιλογής του σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα, χωρίς τον κίνδυνο της αποκάλυψης αυτών σε τρίτους και χωρίς να ζει με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική έκφραση, στα πλαίσια μιας ιδιωτικής επικοινωνίας, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του [(Ολ. ΑΠ 1/2001 (Ποιν)]. Με βάση δε τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ), έκφανση του ανθρώπινου δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, κατ` άρθρο 8 παρ.1 της ΕΣΔΑ, αποτελεί και το απόρρητο των επικοινωνιών, που καλύπτει την ασφάλεια και την προστασία της εμπιστευτικότητας των ταχυδρομικών επιστολών, των τηλεφωνικών κλήσεων (ΕΔΔΑ, .……... κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 25-6-1997, ..........., απόφαση της 16-2-2000, ....... κατά ..........., απόφαση της 2-8-1984), του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου καθώς και κάθε μορφής επικοινωνίας μέσω του διαδικτύου (ΕΔΔΑ, ......... κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 3-4-2007). Ειδικότερη μορφή ηλεκτρονικών επικοινωνιών αποτελούν οι λεγόμενες επιφυείς ["Over The Top" (ΟΤΤ)] υπηρεσίες επικοινωνιών, δηλαδή υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες μέσω του δημόσιου διαδικτύου [όπως είναι οι φωνητικές υπηρεσίες μέσω του Πρωτοκόλλου Διαδικτύου (ΙΡ), οι υπηρεσίες άμεσης ανταλλαγής μηνυμάτων και οι υπηρεσίες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου] και καθιστούν δυνατή τη διαπροσωπική επικοινωνία μεταξύ των μερών χωρίς τη συμμετοχή "παραδοσιακού" παρόχου επικοινωνιών, ήτοι χωρίς να γίνεται άμεση χρήση των υποδομών των παραδοσιακών παρόχων. Τέτοιες επιφυείς υπηρεσίες προσφέρονται από τις δημοφιλείς εφαρμογές Viber, Skype, WhatsApp, Messanger κ.ά [Για την έννοια και τις διακρίσεις των υπηρεσιών ΟΤΤ βλ. Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC), Report on OTT services, January 2016 - BoR (16)35 σελ. 14 και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, "Over the Top players (OTTs)", Study for the IMCO Committee, 2015, σελ. 21 επ.].

Στην επικοινωνία εξ αποστάσεως παραδοσιακά γίνεται διάκριση ανάμεσα στο περιεχόμενο της επικοινωνίας και στα εξωτερικά στοιχεία αυτής, που εξατομικεύουν τις περιστάσεις υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα αυτή. Οι πληροφορίες που μπορούσαν να αντληθούν από τα εξωτερικά στοιχεία των υπαρχόντων επικοινωνιακών μέσων, κατά τη θέσπιση των ως άνω Συνταγμάτων, ήταν περιορισμένες και χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Συγκεκριμένα, ως προς τα κυριότερα μέσα επικοινωνίας, ήτοι τις επιστολές και τα τηλεγραφήματα αφενός και τη σταθερή τηλεφωνία αφετέρου, από τους μοναδικούς δημόσιους παρόχους (αφού δεν υπήρχε τότε κινητή τηλεφωνία, ούτε παροχή τέτοιων υπηρεσιών από ιδιώτες), τα στοιχεία αυτά ήταν κυρίως, στην πρώτη περίπτωση τα ονόματα του αποστολέα και του παραλήπτη (τα οποία ήταν άλλωστε εμφανή στον αρμόδιο ταχυδρομικό υπάλληλο) και στη δεύτερη περίπτωση οι αριθμοί του καλούντος και καλούμενου αριθμού, τα πρόσωπα στα οποία αυτοί ανήκαν, ο χρόνος και η διάρκεια της κλήσης. Προσθέτως, επισημαίνεται ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα, μεταξύ άλλων, ανώνυμης χρήσης των υπηρεσιών τηλεφωνίας, όπως συνέβη μεταγενέστερα με τη χρήση καρτοκινητών τηλεφώνων, ούτε ενδιαφέρον για τον εντοπισμό των θέσεων των συνομιλούντων (αφού ταυτιζόταν η διεύθυνση κατοικίας με τη θέση της τηλεφωνικής σύνδεσης), όπως συνέβη αργότερα με την κινητή τηλεφωνία και τον προσδιορισμό των θέσεων των μερών με την ενεργοποίηση των κεραιών κινητής τηλεφωνίας, ούτε αυτοματοποιημένης επεξεργασίας μεγάλου αριθμού σχετικών δεδομένων.

Συνεπώς, δεν θεωρήθηκε από τον συνταγματικό νομοθέτη ότι έχρηζαν αυξημένης συνταγματικής προστασίας τα εξωτερικά στοιχεία των επικοινωνιών και, συνεπώς, στην έννοια του απορρήτου εμπίπτει κατ` αρχήν μόνο το περιεχόμενο της επικοινωνίας, με όποιο τρόπο και αν αυτή διεξάγεται. Αυτό γινόταν δεκτό από την κυρίαρχη συνταγματική θεωρία, που ακολουθήθηκε και από την πάγια πλέον νομολογία του Αρείου Πάγου [Ολ. ΑΠ 1/2017 (Πολ), ΑΠ 78/2021, ΑΠ 2120/2018, ΑΠ 1801/2016, ΑΠ 689/2014, ΑΠ 203/2014, ΑΠ 711/2011, ΑΠ 1564/2010, ΑΠ 570/2006 και από τη θεωρία, αντί άλλων, Αρ. Μάνεση, Α` Ατομικές Ελευθερίες, δ` έκδοση, 1982 σελ. 238, Π. Παραρά, Σύνταγμα 1975, έκδ. 1982, σελ. 293, Ν. Αλιβιζάτο, γνωμοδότηση, σε ΔΙΜΕΕ 2017/8 επ., αντίθ. ΑΠ 1421/2010, ΑΠ 924/2009, ΣτΕ 1593/2016]. Όμως, με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, την ψηφιοποίηση της επικοινωνίας, την καθολική χρήση των κοινωνικών δικτύων, την παγκόσμια επικράτηση των φορητών μέσων επικοινωνίας και την ευχέρεια επεξεργασίας τεράστιου όγκου δεδομένων, κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, το τοπίο άλλαξε άρδην στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και, ειδικότερα, στη σημασία των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας, που πλέον χαρακτηρίζονται και ως μεταδεδομένα της επικοινωνίας, τα οποία αποτελούν δεδομένα, που παράγονται ως συνέπεια της διενέργειας μιας επικοινωνίας και αποκαλύπτουν πληθώρα στοιχείων για το γεγονός της επικοινωνίας, ήτοι (ενδεικτικώς, τα δεδομένα κίνησης και θέσης, τα ονοματεπώνυμα, τη διεύθυνση, τους τηλεφωνικούς αριθμούς καλούντος και καλουμένου, τη διεύθυνση IP για τις υπηρεσίες του διαδικτύου, την ημερομηνία, την ώρα έναρξης, λήξης καθώς και τη διάρκεια της επικοινωνίας, την αναπάντητη κλήση, το κενό μήνυμα κ.ο.κ.). Ως εκ τούτου, τα μεταδεδομένα επικοινωνίας αποτελούν μια πλούσια πηγή προσωπικών πληροφοριών για τους χρήστες - υποκείμενα, βάσει των οποίων, μέσω εξελιγμένων υπολογιστικών προγραμμάτων και της δυνατότητας ευχερούς συλλογής, αποθήκευσης και επεξεργασίας τεράστιου όγκου δεδομένων προσωπικών επικοινωνιών, μπορούν να αποκαλύψουν ζωτικές πληροφορίες για την ιδιωτική ζωή των υποκειμένων, όπως τις πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, τις φιλικές, ερωτικές ή επαγγελματικές σχέσεις τους, την καταναλωτική τους συμπεριφορά, τις προσωπικές προτιμήσεις τους, την οικονομική τους κατάσταση, τη γεωγραφική θέση του χρήστη - συνδρομητή σε καθημερινή βάση, πληροφορίες τις οποίες τα άτομα δεν είχαν καμία πρόθεση να μοιραστούν δημοσίως. Ενόψει αυτών, έχει σχετικοποιηθεί, σε μεγάλο βαθμό, η διάκριση μεταξύ περιεχομένου και εξωτερικών στοιχείων - μεταδεδομένων των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει στην ένταξη και των στοιχείων αυτών στην προστατευτική εμβέλεια του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού, όπως προεκτέθηκε, δεν υπήρξε τέτοια βούληση του συνταγματικού νομοθέτη, η οποία μάλιστα δεν εκδηλώθηκε ούτε κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, όταν υπήρξε μείζων παρέμβαση στο κεφάλαιο των ατομικών δικαιωμάτων (μεταξύ των οποίων και στο άρθρο 19, στο οποίο έγιναν σημαντικές προσθήκες), μολονότι είχαν ανακύψει έντονα τα σχετικά ζητήματα και υπήρχε εκτεταμένη προβληματική, ιδίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση γι` αυτά, ούτε όμως και κατά τις επακολουθήσασες συνταγματικές αναθεωρήσεις του 2008 και του 2019. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνεται ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν μπορεί να οδηγήσει σε υπαγωγή στη ρύθμιση του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος και των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας ούτε η λεγόμενη "δυναμική ερμηνεία" του Συντάγματος, που συνίσταται στην αλλαγή του νοήματος των συνταγματικών διατάξεων στο πέρασμα του χρόνου, παρότι δεν έχει συντελεσθεί συνταγματική αναθεώρηση και στην επιτρεπτή μεταβολή του νοήματος των συνταγματικών διατάξεων, χωρίς μεταβολή της γραμματικής τους διατύπωσης λόγω μεταβολής των συνθηκών. Όμως, η μη συμπερίληψη των εξωτερικών στοιχείων - μεταδεδομένων των επικοινωνιών στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν μπορεί να θεσμοθετηθεί η προστασία του απορρήτου αυτών από τον κοινό νομοθέτη, οπότε η άρση του μπορεί να προβλέπεται να γίνεται είτε με τις ίδιες προϋποθέσεις, είτε με μεγαλύτερη ευελιξία (εφόσον επιτρέπεται από το ενωσιακό δίκαιο), χωρίς δηλαδή τα αυστηρά συνταγματικά προαπαιτούμενα (για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων). Αντιθέτως, αυτό επιβάλλεται όταν απαιτείται η εισαγωγή εθνικής νομοθεσίας για τη συμμόρφωση με ενωσιακή νομοθεσία (οδηγίες), που ρυθμίζει τα σχετικά ζητήματα. Πράγματι, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αρχικά, εκδόθηκε η Οδηγία 97/66/ΕΚ, περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τηλεπικοινωνιακό τομέα, στην οποία τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας διακρίθηκαν σε δεδομένα κίνησης και χρέωσης. Στη συνέχεια, τα ευρωπαϊκά νομοθετικά όργανα προχώρησαν στην προσαρμογή τόσο της ως άνω Οδηγίας 97/66/ΕΚ, όσο και της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, στις νεότερες εξελίξεις των αγορών και των τεχνολογιών των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και, για τον λόγο αυτό, εξέδωσαν την Οδηγία 2002/58/ΕΚ (E-Privacy Directive), σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ώστε να διασφαλιστεί ο πλήρης σεβασμός των δικαιωμάτων των πολιτών, που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την οδηγία αυτή καθιερώθηκε το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, διευρύνθηκε το πεδίο προστασίας των μεταδεδομένων επικοινωνίας, καθώς προστέθηκε, στις ήδη υπάρχουσες επιμέρους έννοιες των δεδομένων κίνησης και χρέωσης, η έννοια των δεδομένων θέσης, που υπάγονται στην προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας, απαγορεύθηκε κάθε ενέργεια ακρόασης, υποκλοπής, αποθήκευσης ή άλλο είδος παρακολούθησης ή επιτήρησής τους, εκτός αν υπάρχει σχετική νόμιμη άδεια, ενώ ρυθμίστηκε το ζήτημα της διατήρησης και επεξεργασίας των μεταδεδομένων επικοινωνίας των συνδρομητών, για περιορισμένο χρόνο, για λόγους που αφορούν στη μετάδοση της επικοινωνίας, υπό ορισμένες επιφυλάξεις, αναφερόμενες αφενός μεν στη χρέωση της επικοινωνίας, την εμπορική προώθηση των υπηρεσιών και την παροχή υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας (δεδομένα κίνησης), αφετέρου δε υπό την προϋπόθεση της ανωνυμοποίησής τους ή της συγκατάθεσης των χρηστών (δεδομένα θέσης). Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 της ίδιας Οδηγίας, δόθηκε η δυνατότητα στα κράτη μέλη να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα, ώστε να εισάγουν εξαιρέσεις από την υποχρέωση της τήρησης του απορρήτου των δεδομένων επικοινωνίας, εφόσον ο περιορισμός αυτός αποτελεί αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία, για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, της εθνικής άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας και για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων. Για τον σκοπό αυτό, ορίσθηκε ότι τα κράτη μέλη μπορούν, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα, που επιβάλλουν στους παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών την υποχρέωση να διατηρούν δεδομένα επικοινωνίας για ορισμένο χρονικό διάστημα, όταν αυτό δικαιολογείται από έναν εκ των ανωτέρω σκοπών. Ακολούθησε η έκδοση της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ, με την οποία τροποποιήθηκε η Οδηγία 2002/58/ΕΚ, καθώς προβλέφθηκε η υποχρεωτική προληπτική διατήρηση και επεξεργασία των μεταδεδομένων επικοινωνίας όλων ανεξαιρέτως των χρηστών και η μη διαγραφή τους από τους παρόχους για χρονικό διάστημα από έξι μήνες έως δύο χρόνια, ώστε να μπορούν οι αρμόδιες εθνικές αρχές να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα αυτά, με σκοπό τη διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Όμως, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει της απόφασης Digital Rights Ireland της 8-4-2014, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-293/12 και C-594-12, κήρυξε ανίσχυρη την εν λόγω Οδηγία, δεχόμενο ότι οι ρυθμίσεις της δεν ήταν συμβατές με τα άρθρα 7, 8 και 52 παρ. 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επαναφέροντας με αυτόν τον τρόπο σε ισχύ το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο, σχετικά με τη διατήρηση των μεταδεδομένων επικοινωνίας, ήτοι του άρθρου 15 παρ. 1 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ. Επισημαίνεται δε ότι ένας από τους κύριους λόγους, που επικαλέσθηκε το ΔΕΕ, για την ως άνω κρίση του, ήταν, όπως αναφέρεται στην απόφαση, ότι, κατά τις προβλέψεις της νέας οδηγίας: "....η πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα από τις αρμόδιες εθνικές αρχές δεν εξαρτάται από προηγούμενο έλεγχο πραγματοποιούμενο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή, με απόφαση σκοπούσα να περιορίσει την πρόσβαση στα δεδομένα και την εν συνεχεία χρήση τους στον απολύτως αναγκαίο βαθμό....". Συναφώς, στην εσωτερική νομοθεσία, θεσμοθετήθηκαν τα ακόλουθα: Στο π.δ. 47/2005 (Διαδικασίες καθώς και τεχνικές και οργανωτικές εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και για τη διασφάλισή του), που εκδόθηκε κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης του ν. 3115/2003, ακολουθήθηκαν τα οριζόμενα στην Οδηγία 2002/58/ΕΚ, με αποτέλεσμα να προβλεφθεί σαφώς η υπαγωγή των δεδομένων κίνησης και θέσης κάθε είδους επικοινωνίας, η οποία διεξάγεται μέσω δικτύου επικοινωνίας ή παρόχου υπηρεσιών επικοινωνιών, στο πεδίο προστασίας του επικοινωνιακού απορρήτου. Με το ανωτέρω π.δ. περιγράφηκαν αναλυτικά τα είδη και οι μορφές, καθώς και τα στοιχεία της επικοινωνίας, που υπάγονται στην προστασία του απορρήτου. Μεταξύ των πρώτων περιλαμβάνονται και οι επικοινωνίες μέσω διαδικτύου (Internet), ενώ, μεταξύ των δεύτερων περιλαμβάνονται και τα εξωτερικά στοιχεία - μεταδεδομένα, για τα οποία προβλέπεται ότι εφαρμόζεται η διαδικασία άρσης του απορρήτου, σύμφωνα με το ν. 2225/1994. Κατ` αυτόν τον τρόπο, στο ως άνω π.δ. ορίζεται ότι αντικείμενο μιας διάταξης άρσης του απορρήτου της επικοινωνίας αποτελούν και τα μεταδεδομένα επικοινωνίας, τα οποία αναλύει εξαντλητικά (άρθρα 4, 7).

Περαιτέρω, δυνάμει του ν. 3471/2006, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2002/58/ΕΚ, κατά τα οριζόμενα σ` αυτήν, στο πλαίσιο της παροχής διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε δημόσια δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας διακρίθηκαν σε δεδομένα κίνησης και θέσης και εντάχθηκαν στην προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών, επιπλέον δε ορίσθηκε ότι η άρση του απορρήτου αυτών γίνεται υπό τις προϋποθέσεις και κατά τις διαδικασίες, που προβλέπονται στο άρθρο 19 του Συντάγματος (άρθρο 4 παρ. 1), ήτοι σύμφωνα με τον ν. 2225/1994. Επιπροσθέτως, με τον ν. 3783/2009 προβλέφθηκε η υποχρέωση των παρόχων δικτύων ηλεκτρονικών υπηρεσιών ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ταυτοποίησης των χρηστών υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, με την καταγραφή των προσωπικών στοιχείων των συνδρομητών, αλλά και των στοιχείων ταυτοποίησης των κινητών συσκευών και καρτών SIM. Ορίσθηκε δε ότι η πρόσβαση των διωκτικών αρχών στα τηρούμενα από τον πάροχο στοιχεία ταυτότητας συνδρομητή και ταυτοποίησης κινητού τερματικού (που αποτελούν εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας) επιτρέπεται υπό τους όρους του άρθρου 4 του ν. 2225/1994 (άρθρο 5), δηλαδή αυτά υπάγονται στην προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών. Εξάλλου, δυνάμει του ν. 3917/2011, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη η ως άνω (ακυρωθείσα εκ των υστέρων από το ΔΕΕ) Οδηγία 2006/24/ΕΚ, προβλέφθηκε η υποχρέωση των παρόχων διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημόσιου δικτύου επικοινωνιών να διατηρούν τα μεταδεδομένα επικοινωνίας όλων ανεξαιρέτως των συνδρομητών, ήτοι τα δεδομένα κίνησης και θέσης, ακόμα και των ανεπιτυχών κλήσεων, επί δώδεκα μήνες από την ημερομηνία της επικοινωνίας, προκειμένου τα δεδομένα αυτά να καθίστανται διαθέσιμα στις αρμόδιες Αρχές για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, ενώ προβλέπεται ότι, μετά την πάροδο του δωδεκαμήνου, τα ως άνω αποθηκευμένα δεδομένα καταστρέφονται με αυτοματοποιημένο τρόπο. Ρητά δε αναφέρεται στο άρθρο 1 παρ. 2 του νόμου ότι η εν λόγω υποχρέωση των παρόχων δεν περιλαμβάνει τη διατήρηση του περιεχομένου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ενώ, στο άρθρου 4 του νόμου ορίζεται ότι τα ως άνω διατηρούμενα δεδομένα "....παρέχονται μόνο στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τη διαδικασία, τις προϋποθέσεις και τους όρους πρόσβασης που ορίζονται στο ν. 2225/1994", δηλαδή υπάγονται στο απόρρητο των επικοινωνιών και η άρση του απορρήτου αυτών γίνεται υπό τις προϋποθέσεις και κατά τη διαδικασία του σχετικού ν. 2225/1994.

Τέλος, με το άρθρο 254 του νέου ΚΠΔ (ν. 4620/2019), ορίσθηκε ότι για τα αναφερόμενα σ` αυτό σοβαρά εγκλήματα, η έρευνα μπορεί να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων και την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών ή των δεδομένων θέσης και κίνησης αυτών, με την τήρηση των εγγυήσεων και τις διαδικασίες των άρθρων 4 και 5 του ν. 2225/1994.

Από τα ανωτέρω συνάγεται σαφέστατα ότι τα διατηρούμενα από τους παρόχους, σύμφωνα με τον νόμο, εξωτερικά στοιχεία - μεταδεδομένα των χρηστών των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που, όπως προεκτέθηκε δεν υπάγονται στην προστατευτική εμβέλεια του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος, βάσει της κοινής νομοθεσίας, που εισήχθη σε συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο, υπάγονται στο απόρρητο των επικοινωνιών, όπως ακριβώς το περιεχόμενο της επικοινωνίας, η δε άρση του απορρήτου αυτών, για όσο χρονικό διάστημα διατηρούνται (ήτοι για δώδεκα μήνες), γίνεται υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και κατά την ίδια, καταρχήν, διαδικασία, που ορίζεται στον σχετικό εφαρμοστικό νόμο του Συντάγματος, ήτοι προηγουμένως του ν. 2225/1994 και ήδη του ν. 5002/2022. Η συνταγματική προστασία του απορρήτου εντοπίζεται κατά το στάδιο της επικοινωνίας, δηλαδή κατά τον χρόνο που αυτή πραγματοποιείται και λήγει με το πέρας της. Συγκεκριμένα, η προστασία του απορρήτου τελειώνει από την στιγμή που ο παραλήπτης λάβει γνώση του περιεχομένου του μηνύματος. Αντιθέτως, το προϊόν τηλεφωνικής υποκλοπής, που έχει αποτυπωθεί σε υλικό φορέα, εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 19 παρ.1 του Συντάγματος, διότι δεν μπορούσε να συλλεγεί παρά μόνο κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας και, για τον λόγο αυτόν προβλέπεται αυστηρή ποινική μεταχείριση της χρήσης και ειδικότερα της αναμετάδοσης του προϊόντος υποκλοπής, όχι μόνο τη στιγμή που αυτή πραγματοποιείται, αλλά και πολύ μεταγενέστερα. Ειδικότερα, η δικαιολογητική βάση της καθιέρωσης του απορρήτου των επικοινωνιών έγκειται στο γεγονός ότι τα πρόσωπα που επικοινωνούν βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους και πρέπει να εμπιστεύονται τρίτους, δηλαδή τα πρόσωπα ή τους φορείς, που διαμεσολαβούν είτε οι ίδιοι είτε και με τη χρήση της τεχνολογικής υποδομής που διαθέτουν, για τη μεταφορά του μηνύματος, καθόσον, σ` αυτό το χρονικό στάδιο είναι αυξημένοι οι κίνδυνοι να περιέλθει το μήνυμα στη γνώση τρίτων χωρίς τη βούληση των επικοινωνούντων. Δηλαδή, ο κρίσιμος παράγοντας για την καθιέρωση του απορρήτου των επικοινωνιών είναι η έλλειψη ελέγχου των μερών κατά τη μεταβίβαση του μηνύματος. Αφότου, όμως, ο παραλήπτης λάβει γνώση του περιεχομένου του μηνύματος, αυτό περιέρχεται στη σφαίρα επιρροής του και, έκτοτε, η ληφθείσα επιστολή και, ειδικότερα, τα αποθηκευμένα [είτε στον τερματικό εξοπλισμό του, όπως τηλέφωνο, υπολογιστή κλπ, είτε και στο υπολογιστικό νέφος ή σύστημα νεφοϋπολογιστικής (cloud computing), που αποτελεί έναν επιπλέον ψηφιακό χώρο αποθήκευσης δεδομένων (άρθρ. 2 αρ. 61 ν. 4727/2020) ], περιεχόμενο επικοινωνίας και εξωτερικά στοιχεία - μεταδεδομένα αυτής δεν διαφέρουν (από άποψη ανεπιθύμητης διαρροής τους σε τρίτους), από άλλα αρχεία δεδομένων, που δημιουργήθηκαν εξαρχής από τους ίδιους τους χρήστες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθόσον πλέον δεν υφίστανται οι ανωτέρω κίνδυνοι (της έλλειψης ελέγχου αυτών), ενώ ο ίδιος ο παραλήπτης, που ελέγχει πλέον το μήνυμα, μπορεί να πράξει ό,τι νομίζει σε σχέση μ` αυτό. Έτσι, για παράδειγμα, μπορεί να κρατήσει την επιστολή που έλαβε, να την δώσει σε τρίτον, να την καταστρέψει κλπ, ενώ τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που έλαβε, μπορεί επίσης να τα διατηρήσει, να τα αλλοιώσει, να τα ανωνυμοποιήσει, να τα διαγράψει κλπ, όπως επίσης μπορεί να χρησιμοποιήσει κωδικούς πρόσβασης, να κάνει χρήση προγραμμάτων κρυπτογράφησης ή ακόμη και να καταστρέψει τη συσκευή, που χρησιμοποίησε για την ηλεκτρονική επικοινωνία. Κατ` αντιδιαστολή, επισημαίνεται ότι η έλλειψη ελέγχου των επικοινωνούντων στα τηρούμενα από τους παρόχους των ηλεκτρονικών επικοινωνιών μεταδεδομένα, σε συνδυασμό με όσα προεκτέθηκαν για την δυνατότητα άντλησης πλήθους στοιχείων από αυτά, αποτελεί τη δικαιολογητική βάση, που οδήγησε τον ενωσιακό και τον εσωτερικό νομοθέτη στην υπαγωγή των μεταδεδομένων αυτών, για επικοινωνίες, στις οποίες έχει ήδη γίνει η μεταβίβαση των μηνυμάτων, στις περί απορρήτου διατάξεις, κατά τα προαναφερθέντα. Πέραν αυτών, δεν θα ήταν ρεαλιστικό να θεωρηθεί ότι το αρχείο επιστολών, που διατηρεί κάποιος στην οικία του ή τα ηλεκτρονικά μηνύματα, που διατηρεί κάποιος στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή ή και στο υπολογιστικό νέφος, επί σειρά ετών ή και δεκαετιών, υπάγονται στις διατάξεις περί απορρήτου.

Συνεπώς, από το χρονικό σημείο της, κατά τα άνω, λήξης της επικοινωνίας και έπειτα, κάθε στοιχείο (μήνυμα και εξωτερικά στοιχεία) μπορεί να εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της συνταγματικής προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων ή του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού (άρθρα 9 και 9Α του Συντάγματος αντιστοίχως) και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής του ατόμου, κατά το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (ΕΔΔΑ, .…….. κατά Γαλλίας, απόφαση της 22-2-2018, .……. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 3-4-2007), αλλά το μεν μήνυμα δεν καλύπτεται πλέον από τη συνταγματική προστασία του απορρήτου, τα δε εξωτερικά στοιχεία, όπως προεκτέθηκε, δεν υπάγονται στη συνταγματική αυτή προστασία [Ολ. ΑΠ 1/2017 (Πολ.), ΑΠ 954/2020 και από την παλαιά νομολογία ήδη του 19ου αιώνα (για το απόρρητο των επιστολών) τις αναφερόμενες από τον Ν. Αλιβιζάτο στη γνωμοδότησή του, σε ΔΙΜΕΕ 2017/8 επ., ΑΠ 248/1871, 169/1893, 76/1894, 245/1899, από δε τη θεωρία, αντί άλλων, Ν. Σαρίπολο, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου της Ελλάδος, 1923 σελ. 146-147, Αρ. Μάνεση, Συνταγματικά δικαιώματα, Α` Ατομικές ελευθερίες, δ` έκδοση, 1982, σελ. 232 επ., Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα, δ` έκδοση, 2012, σελ. 353 επ., Ν. Αλιβιζάτο, γνωμοδότηση, σε ΔΙΜΕΕ 2017/8 επ.].

Όσον αφορά στη σχέση της ως άνω Οδηγίας 2002/58 με εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις συλλογής, διατήρησης και διαβίβασης σε αρμόδιες κρατικές αρχές δεδομένων επικοινωνίας, για σκοπούς δημόσιας και εθνικής ασφάλειας και αντιμετώπισης της εγκληματικότητας, το ΔΕΕ έκρινε ότι στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας εμπίπτουν νομοθετικά μέτρα, τα οποία επιβάλλουν στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών την υποχρέωση διατήρησης των δεδομένων κίνησης και θέσης, αλλά και νομοθετικά μέτρα, που τους επιβάλλουν την υποχρέωση παροχής στις εθνικές αρχές των δεδομένων αυτών. Αντιθέτως, όταν τα κράτη μέλη θέτουν απευθείας σε εφαρμογή μέτρα παρεκκλίνοντα από το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, χωρίς να επιβάλλουν υποχρεώσεις επεξεργασίας στους παρόχους τέτοιων υπηρεσιών, η προστασία των προσώπων, στα οποία αφορούν τα μέτρα, δεν διέπεται από την ως άνω Οδηγία 2002/58, αλλά μόνο από το εθνικό δίκαιο (ΔΕΕ, υποθέσεις ....., ...., ....., ...., ...., C-349/21 σκ. 36, Privacy International, C-623/17 σκ. 39, 46-49, .........., (συνεκδ. υποθέσεις C-511/18, 512/18, 520/18) σκ. 96, 103).

Συνεπώς, οι εθνικές αρχές, για τις δραστηριότητές τους, που αναφέρονται στην πρόσβασή τους στο περιεχόμενο και στα δεδομένα επικοινωνίας (όπως παρακολούθηση, υποκλοπή, έρευνα, συλλογή, αποθήκευση, διαβίβαση σε τρίτους), εφόσον διενεργούν αυτοτελώς τις επιχειρησιακές τους επεμβάσεις, για τους ανωτέρω σκοπούς, υπόκεινται μόνο στις διατάξεις του Συντάγματος και της εσωτερικής νομοθεσίας, αλλά και της ΕΣΔΑ, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Αντιθέτως, εφόσον η πρόσβαση γίνεται μέσω των εταιρειών παροχής ηλεκτρονικών επικοινωνιών, επιβάλλοντας υποχρεώσεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σ` αυτές, οι δραστηριότητες αυτές πρέπει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της ως άνω οδηγίας, συνακόλουθα δε και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως δε κρίθηκε στην πρόσφατη, από 4-10-2024 απόφαση του ΔΕΕ CG, C-548/21, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2002/58 η απόπειρα των αστυνομικών αρχών να αποκτήσουν απευθείας πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα (ψηφιακά δεδομένα), που περιέχονταν σε κινητό τηλέφωνο υπόπτου, χωρίς να έχει ζητηθεί παρέμβαση παρόχου υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Σημειώνεται επίσης ότι, με την ως άνω Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η οποία ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη με τον ν. 4624/2019 (Δ` Κεφάλαιο), θεσπίζονται κανόνες που αφορούν στην προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων από αρμόδιες αρχές, όπως οι εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους. Στο πεδίο εφαρμογής των σχετικών διατάξεων εμπίπτει και η διενέργεια ανακριτικών πράξεων, που αποσκοπούν στην συγκέντρωση αποδεικτικού υλικού στην ποινική διαδικασία, εφόσον προϋποθέτουν ή συνεπάγονται την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, όπως η άρση του απορρήτου επικοινωνιών κατηγορουμένου ή η κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων και η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης επ` αυτών. Πάντως, σε σχέση με τα ανωτέρω ζητήματα, επισημαίνεται ότι, με την από 10-2-2021 πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου "για τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στης ηλεκτρονικές επικοινωνίες και την κατάργηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (κανονισμός για την ιδιωτική ζωή και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες" (Κανονισμός e-Privacy"), προβλέπεται η κατάργηση της παραδοσιακής διάκρισης μεταξύ του περιεχομένου και των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας, που πλέον υπάγονται στην έννοια των δεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών και προστατεύονται εξίσου από το απόρρητο της επικοινωνίας. Εξάλλου, προβλέπεται ότι η προστατευόμενη από το απόρρητο ηλεκτρονική επικοινωνία δεν θα καλύπτει πλέον τη μετάδοση της επικοινωνίας μέχρι το χρονικό σημείο της παραλαβής του περιεχομένου της από τον παραλήπτη, αλλά επιπλέον και τις αποθηκευμένες πληροφορίες, μετά την ολοκλήρωση της μετάδοσης, στον τερματικό εξοπλισμό (ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τηλέφωνα κλπ) των τελικών χρηστών (βλ. το υπ` αριθμ. 6087/10-2-2021 έγγραφο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της ΕΕ).

Αν και χαρακτηρίζεται ως "απόλυτο", το απόρρητο της επικοινωνίας αίρεται κατά τους όρους που θέτει η ίδια συνταγματική διάταξη. Μέχρι την ισχύ του ν. 5002/2022, τα σχετικά θέματα ρύθμιζε ο εφαρμοστικός του Συντάγματος νόμος 2225/1994. Δεδομένου, όμως, του γεγονότος ότι, κατά τη ρύθμιση της διαδικασίας άρσης του απορρήτου δεν αναφερόταν ρητά στον νόμο ότι αυτή αφορούσε και στα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, η νομολογία του Αρείου Πάγου, παρά την εισαγωγή της ως άνω νομοθεσίας από το 2005 και εντεύθεν, παρέμεινε στην άποψη ότι τα στοιχεία αυτά δεν εντάσσονται στις προστατευτικές διατάξεις του νόμου περί απορρήτου και, συνεπώς, δεν εφαρμόζονται επ` αυτών οι διατάξεις για την άρση του απορρήτου (βλ. τις αναφερόμενες ανωτέρω αποφάσεις του ΑΠ για τη μη υπαγωγή των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος). Ειδικότερα, σύμφωνα με τον προϊσχύσαντα ν. 2225/1994, η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των οριζόμενων στον νόμο σοβαρών εγκλημάτων, επιβαλλόταν, κατά βάση, με διάταξη του αρμόδιου Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών, μετά από αίτημα του Εισαγγελέα κατά την προανάκριση ή την προκαταρκτική εξέταση και του Ανακριτή κατά τη διάρκεια της ανάκρισης (άρθρ. 4). Όπως οριζόταν δε στο άρθρο 5 παρ. 2, 6, 7 και 8 του ως άνω νόμου: "2. Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος νόμου, περιλαμβάνει, εκτός των στοιχείων της προηγούμενης παραγράφου, και τα εξής: α) το όνομα του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης και τη διεύθυνση διαμονής τους, εφόσον είναι γνωστή, β) την αιτιολογία επιβολής της άρσης...... 6. Η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες. Παρατάσεις της διάρκειας αυτής, οι οποίες δεν υπερβαίνουν κάθε φορά τους δύο (2) μήνες, μπορούν να διαταχθούν με τη διαδικασία, που προβλέπεται κατά περίσταση, για την επιβολή του μέτρου και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης. Σε κάθε περίπτωση οι παρατάσεις δεν μπορούν να υπερβαίνουν συνολικά τη διάρκεια των δέκα (10) μηνών. Το ανώτατο αυτό χρονικό όριο δεν ισχύει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η άρση διατάσσεται για λόγους εθνικής ασφάλειας. 7. Μετά τη λήξη της διάρκειας της άρσης, ή μετά τη λήξη του επιτρεπόμενου ανώτατου χρονικού ορίου της παύει αυτοδικαίως η άρση του απορρήτου. 8. Με διάταξη του οργάνου που επέβαλε την άρση μπορεί να διαταχθεί η παύση της και πριν από την πάροδο της ορισμένης διάρκειάς της, αν εκπληρώθηκε ο σκοπός ή έλειψαν οι λόγοι επιβολής του μέτρου". Εξάλλου, στον ν. 5002/2022, με τον οποίο ρυθμίσθηκαν εκ νέου τα ζητήματα του απορρήτου των επικοινωνιών, οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 4 και 8 παρ. 4 έχουν ως ακολούθως: Άρθρο 6 ".....4. Το βούλευμα ή η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων, περιλαμβάνει: α) την αστυνομική αρχή ή τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που ζητεί την άρση, β) την αξιόποινη πράξη, γ) τις σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του προσώπου κατά του οποίου διενεργείται η άρση, δ) την αιτιολογία επιβολής της άρσης, ιδίως την αδυναμία ή ιδιαίτερη δυσχέρεια διακρίβωσης του εγκλήματος με άλλο τρόπο, ε) τον σκοπό της άρσης, στ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση, ζ) το αντικείμενο της άρσης, δηλαδή τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας ή και το περιεχόμενο αυτής, η) την εδαφική έκταση εφαρμογής, εφόσον απαιτείται για τις ανάγκες της άρσης, και την απολύτως αναγκαία χρονική διάρκεια της άρσης, θ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης, και ι) τα στοιχεία του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων επιβάλλεται η άρση". Άρθρο 8 "....4. Η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες. Παρατάσεις, οι οποίες δεν υπερβαίνουν κάθε φορά τους δύο (2) μήνες, μπορούν να διαταχθούν με τη διαδικασία, που προβλέπεται κατά περίπτωση, για την επιβολή του μέτρου και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης. Σε κάθε περίπτωση, η χρονική διάρκεια δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τους δέκα (10) μήνες. Υπέρβαση του ορίου του δευτέρου εδαφίου επιτρέπεται μόνο σε περιπτώσεις άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας, εφόσον στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας και η εξακολούθηση της συνδρομής των στοιχείων αυτών επιβεβαιώνεται σε κάθε παράταση της ισχύος της άρσης. Μετά τη λήξη της διάρκειας της άρσης ή μετά τη λήξη του επιτρεπόμενου ανώτατου χρονικού ορίου της παύει αυτοδικαίως η άρση του απορρήτου. Σε κάθε περίπτωση, με διάταξη του οργάνου που επέβαλε την άρση διατάσσεται η παύση της και πριν από την πάροδο της ορισμένης διάρκειάς της, αν εκπληρώθηκε ο σκοπός ή εξέλειπαν οι λόγοι επιβολής του μέτρου". Με τις ως άνω διατάξεις του νέου νόμου, εντάχθηκαν ρητώς και τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας στο πεδίο επιβολής της άρσης του απορρήτου (άρθρ. 6 παρ. 4 περ. ζ) και, συνεπώς, κατέστη πλέον αδιαμφισβήτητο ότι και αυτά υπάγονται στην προστασία του απορρήτου, όπως συνέβαινε και υπό την ισχύ του ν. 2225/1994, ερμηνευόμενου σύμφωνα με τις συναφείς διατάξεις των νόμων από το 2005 και εφεξής, που προεκτέθηκαν.

Η άρση του απορρήτου των εξωτερικών στοιχείων μπορεί να αναφέρεται στο μέλλον, όταν επιβάλλεται η άρση του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ενός προσώπου για τον εφεξής χρόνο, οπότε, συνήθως γίνεται συγχρόνως και άρση του απορρήτου του περιεχομένου των επικοινωνιών του. Μπορεί, όμως, να αναφέρεται στο παρελθόν, οπότε οι πάροχοι των ηλεκτρονικών επικοινωνιών υποχρεούνται να χορηγήσουν στην αρμόδια αρχή, που ζητεί την άρση του απορρήτου, στοιχεία επικοινωνιών (μεταδεδομένα), που διατηρούν αποθηκευμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3917/2011. Όπως προαναφέρθηκε, στο άρθρο 8 παρ. 4 του ν. 5002/2022 η διαδικασία άρσης του απορρήτου ρυθμίζεται με όμοιο τρόπο με αυτόν του προϊσχύσαντος ν. 2225/1994 (άρθρ. 5 παρ. 6), προσήκουσα δηλαδή σε μελλοντική άρση, επιβαλλόμενη για χρονικό διάστημα μέχρι δύο μήνες κάθε φορά, που μπορεί να παραταθεί, εφόσον εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης, με μέγιστη συνολική χρονική διάρκεια, κατά τον ν. 5002/2022, τους δέκα (10) μήνες, ενώ με τον προγενέστερο νόμο ήταν δώδεκα (12) μήνες. Η άποψη ότι, εφόσον δεν γίνεται διάκριση στον νόμο, η ίδια διαδικασία πρέπει να ακολουθηθεί και στην περίπτωση άρσης του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όταν ζητούνται παρελθοντικά στοιχεία, οπότε, σε κάθε περίπτωση, πρέπει, με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου, να ζητηθούν αρχικά στοιχεία για ένα δίμηνο, στη συνέχεια, εφόσον είναι αναγκαίο, στοιχεία για ένα ακόμη δίμηνο κ.ο.κ, μέχρι τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος, υπό τον προϊσχύσαντα νόμο δώδεκα (12) μηνών και ήδη δέκα (10) μηνών, κρίνεται εσφαλμένη. Πράγματι, η δόμηση της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, στο άρθρο 5 παρ. 6 του προϊσχύσαντος ν. 2225/1994 και στο άρθρο 8 παρ. 4 του ισχύοντος ν. 5002/2022, για χρονικό διάστημα μέχρι δύο μήνες αρχικά και στη συνέχεια με παρατάσεις της, διάρκειας επίσης μέχρι δύο μηνών κάθε φορά, με την ίδια διαδικασία και με τους ίδιους όρους, μέχρι τη συμπλήρωση του ανώτατου νόμιμου χρονικού διαστήματος, έγινε με βάση την αρχή της αναλογικότητας, έτσι ώστε τα αρμόδια όργανα, που επιλαμβάνονται για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών προς διακρίβωση εγκλημάτων (ήτοι συνήθως ο ανακριτής, που ζητεί την άρση του απορρήτου, ο εισαγγελέας, που προτείνει και το δικαστικό συμβούλιο, που αποφασίζει), να αποφαίνονται κάθε φορά για την ανάγκη παράτασης ή όχι της άρσης του απορρήτου με βάση τα μέχρι τότε προκύψαντα (κυρίως από την παρακολούθηση) στοιχεία, έτσι ώστε η διάρκεια του ως άνω επαχθούς μέτρου να μην ξεπερνά το αναγκαίο όριο. Ειδικότερα, η ουσιώδης διαφοροποίηση της άρσης του απορρήτου για το μέλλον, σε σχέση με την άρση αυτού για το παρελθόν, έγκειται στο γεγονός ότι, στην πρώτη περίπτωση, (κατά την οποία υφίσταται μια δυναμική διαδικασία), η διάρκεια της άρσης εξαρτάται μεν από το υλικό της δικογραφίας (για την πρώτη χρονική περίοδο της άρσης), ενώ για τις επόμενες (δίμηνες συνήθως) παρατάσεις εξαρτάται κυρίως από τα προκύπτοντα ευρήματα κατά τη διάρκεια της μέχρι τότε παρακολούθησης του υπόπτου ή κατηγορουμένου, έτσι ώστε να αποφασίζεται κάθε φορά αν είναι αναγκαίο ή όχι να συνεχίζεται η άρση του απορρήτου και η παρακολούθηση. Αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση, (που αφορά σε μια στατική κατάσταση), τα ως άνω αρμόδια όργανα αποφαίνονται για τη διάρκεια της άρσης του απορρήτου των παρελθοντικών στοιχείων αποκλειστικά με βάση τα δεδομένα της δικογραφίας, έχοντας εποπτεία και γνώση από αυτήν του αναγκαίου συνολικού χρονικού διαστήματος της άρσης του απορρήτου. Εξάλλου, η ανωτέρω άποψη παραβλέπει το γεγονός ότι, είτε ανευρίσκονται είτε δεν ανευρίσκονται κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία από την άρση του απορρήτου του πρώτου διμήνου, αναγκαία είναι και η έρευνα του υπόλοιπου χρονικού διαστήματος, για το οποίο είχε κριθεί εξαρχής ότι ήταν επιβεβλημένη η άρση του απορρήτου, γι` αυτό το ίδιο ισχύει και μετά την έρευνα του δεύτερου διμήνου κ.ο.κ. Όμως, η υιοθέτηση της ως άνω εκδοχής, πέραν της απουσίας οποιασδήποτε εύλογης αιτίας, της καθυστέρησης, που θα συνεπαγόταν για την ανακριτική διαδικασία και της ανώφελης απασχόλησης των εμπλεκόμενων εισαγγελικών και δικαστικών παραγόντων, θα είχε και μια ακόμη δυσμενέστατη συνέπεια. Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε, βάσει του ν. 3917/2011, μετά την πάροδο του δωδεκαμήνου, τα αποθηκευμένα από τους παρόχους των τηλεπικοινωνιών μεταδεδομένα καταστρέφονται με αυτοματοποιημένο τρόπο. Επομένως, στην περίπτωση που ο ανακριτής κάποιας υπόθεσης κρίνει εξαρχής αναγκαία για τη διερεύνησή της την άρση του απορρήτου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του εξαμήνου, με την εφαρμογή της ως άνω διαδικασίας των διαδοχικών δίμηνων παρατάσεων, τελικά θα μπορεί να έχει πρόσβαση μόνο στα δεδομένα του τελευταίου εξαμήνου, διότι τα προηγούμενα θα έχουν καταστραφεί.

Συνεπώς, κατ` αναλογική απλώς εφαρμογή της ως άνω δικονομικής φύσης διάταξης, στην οποία, από νομοθετική αβλεψία, δεν γίνεται διάκριση για τις άρσεις του απορρήτου που ανάγονται στο μέλλον ή στο παρελθόν, επί αιτήματος άρσης του απορρήτου εξωτερικών στοιχείων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που ανάγονται στο παρελθόν, αυτή δεν διενεργείται με την διαδοχική ανά δίμηνο άρση του, αλλά επιβάλλεται εξαρχής η άρση του απορρήτου για όλη την αναγκαία χρονική περίοδο, που μπορεί να εκτείνεται μέχρι τη μέγιστη χρονική διάρκεια, που υποχρεούνται να διατηρούν οι πάροχοι τηλεπικοινωνιών μεταδεδομένα, ήτοι αυτή των δώδεκα (12) μηνών και όχι μόνο των δέκα (10) μηνών, που προβλέπεται στον ισχύοντα νόμο για τις αναγόμενες στο μέλλον άρσεις του απορρήτου, καθόσον πρόκειται για διαφορετικές καταστάσεις, αφού, στην τελευταία περίπτωση, επιδιώκεται να έχει την ελάχιστη δυνατή διάρκεια το επαχθές μέτρο της διενεργούμενης άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών (παρακολούθησης), ενώ, στην πρώτη περίπτωση, οι επικοινωνίες έχουν ήδη λάβει χώρα και, απλώς, για την άρση του απορρήτου πρέπει να ληφθεί υπόψη η αρχή της αναλογικότητας, έτσι ώστε να ζητηθούν εξαρχής εξωτερικά στοιχεία των επικοινωνιών μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι αναγκαίο για τη διενεργούμενη έρευνα. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προαναφερόμενες επιφυείς "Over The Top" (ΟΤΤ)] υπηρεσίες επικοινωνιών, επισημαίνεται ότι αυτές δεν παρέχονται, μέσω του δημόσιου δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών από παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών εγκατεστημένους στην Ελλάδα, αλλά από επιχειρήσεις που εδρεύουν στην αλλοδαπή.

Συνεπώς, δεν υπόκεινται στον έλεγχο της Ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), ενώ, εξαιτίας του γεγονότος ότι η επικοινωνία σ` αυτές διενεργείται με κρυπτογράφηση από άκρο σε άκρο (end-to-end encryption), η άρση του απορρήτου στις περιπτώσεις αυτές, είναι δυσχερέστατη. Ωστόσο, λόγω της γενικότητας των ρυθμίσεων του προϊσχύσαντος ν. 2225/1994 και ήδη του ν. 5002/2022 για την άρση του απορρήτου, αυτή μπορεί να διαταχθεί και στις περιπτώσεις των επιφυών επικοινωνιών και υλοποιείται στον βαθμό που υπάρχει η σχετική δυνατότητα, είτε σε συνεργασία με τις παραπάνω εταιρείες, μέσω διαδικασίας δικαστικής συνδρομής ή με άλλο πρόσφορο τρόπο (πρβλ. άρθρ. 5 άρ. 4 και 7 περ. β` π.δ. 47/2005). Προσθέτως, σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις της προαναφερόμενης από 10-2-2021 πρότασης Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (Κανονισμός e-Privacy"), στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν όλες οι κατηγορίες των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών του διαδικτύου, που επιτρέπουν τη διαπροσωπική επικοινωνία μεταξύ χρηστών και, ειδικότερα, υπάγονται στις ρυθμίσεις του οι εταιρείες παροχής επιφυών υπηρεσιών, προς διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών και στις υπηρεσίες αυτές, συνακόλουθα δε και για τη ρύθμιση της διαδικασίας άρσης του (βλ. έκθεση πεπραγμένων της ΑΔΑΕ 2021, σελ. 84). Περαιτέρω, όπως προεκτέθηκε, τα αποθηκευμένα σε τερματικό εξοπλισμό (ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα κλπ.) ψηφιακά στοιχεία (περιεχόμενο και μεταδεδομένα), τα οποία αναφέρονται σε κάποιας μορφής ανταπόκριση ή επικοινωνία, που προηγήθηκε και περατώθηκε, δεν προστατεύονται από το απόρρητο των επικοινωνιών.

Συνεπώς, δεν εφαρμόζεται, για τη δικαστική διερεύνηση αυτών, η διαδικασία της άρσης του απορρήτου, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις του ν. 2225/1994 και ήδη του ν. 5002/2022. Η άποψη ότι και για τη διερεύνηση του ψηφιακού αυτού εξοπλισμού απαιτείται η τήρηση της οριζόμενης στους ως άνω νόμους διαδικασίας άρσης του απορρήτου και μάλιστα με τη διαδοχική ανά δίμηνο άρση αυτού, πέραν των όσων προεκτέθηκαν, οδηγεί και σε περαιτέρω άτοπα. Συγκεκριμένα, υπό την εκδοχή αυτή, το μέγιστο χρονικό διάστημα διερεύνησης του ψηφιακού εξοπλισμού θα καθοριζόταν αναγκαίως από τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 6 του προϊσχύσαντος ν. 2225/1994 και 8 παρ. 4 του ισχύοντος ν. 5002/2022, δηλαδή δεν θα μπορούσε να υπερβεί τους δώδεκα (12) και δέκα (10) μήνες αντιστοίχως. Όμως, κατ` αυτόν τον τρόπο, για παράδειγμα, οι αρμόδιες αρχές δεν θα μπορούσαν να αντλήσουν στοιχεία από τον ως άνω τερματικό εξοπλισμό για μια διερευνώμενη ανθρωποκτονία, που έλαβε χώρα προ δύο ετών ή για μια εγκληματική οργάνωση, που έδρασε, μέχρι πριν ένα έτος, για μια πενταετία.

Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με την προαναφερόμενη υπ` αριθμ. ...2024 απόφασή του, αφού εκτίμησε και αξιολόγησε όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα της δικογραφίας, δέχτηκε τα ακόλουθα: "..... Με την υπ` αριθμ. .../2020 Ε.Ε.Ε. της Εισαγγελίας Νάπολης Ιταλίας (υπόθεση με αριθμό φακέλου ΡΡ ... από …2020), ζητήθηκε από τις ελληνικές δικαστικές αρχές, ως ερευνητικό μέτρο, η εκτέλεση επιτόπιας έρευνας στην κατοικία του αιτούντος - υπόπτου, ως εκπροσώπου της εταιρείας ... Ltd προς αναζήτηση: α) οποιουδήποτε τύπου εξοπλισμού πληροφορικής (ΡC smartphone, αποκωδικοποιητή, smart card και επιπλέον κάθε εντοπισμένου ψηφιακού εξοπλισμού που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση του σήματος ΙΡΤV, κατά παράβαση των πνευματικών δικαιωμάτων και β) μέσων πληρωμής (καρτών πληρωμών, τρεχούμενου λογαριασμού, πιστωτικών καρτών), καθώς επίσης οποιασδήποτε άλλης μορφής κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου, που είναι στη διάθεση του υπόπτου και η κατάσχεση αυτών, ως προσωρινού μέτρου, για να εμποδιστεί η καταστροφή, μετατροπή, μετατόπιση, μεταφορά ή διάθεση αντικειμένου που μπορεί να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό στοιχείο. Στην ενότητα Δ` αναφέρεται ότι η εν λόγω Ε.Ε.Ε. σχετίζεται με προηγούμενες Ε.Ε.Ε., όπως αυτές προσδιορίζονται συγκεκριμένα. Στην ενότητα Ζ` του Παραρτήματος της ίδιας Ε.Ε.Ε. περιγράφονται συνοπτικά τα επίδικα περιστατικά που αφορούν τη συγκεκριμένη προς έρευνα υπόθεση. Με την υπ` αριθμ. πρωτ. Ε.Κ.Δ. ... Ε.Ε.Ε. .../20 από ...2020 παραγγελία του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών διαβιβάστηκε στην αρμόδια Ανακρίτρια του Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος Διεθνών Δικαστικών Συνδρομών του Πρωτοδικείου Αθηνών η εκτέλεση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4489/2017, της ένδικης Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας (Ε.Ε.Ε.) των Ιταλικών Δικαστικών Αρχών - Εισαγγελίας Νάπολης. Η ως άνω Ανακρίτρια εξέδωσε άμεσα τη με αριθ. πρωτ. ...2020 διάταξή της προς τη Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος του 3ου Τμήματος Ασφαλείας Ηλεκτρονικών και Τηλεφωνικών Επικοινωνιών και Προστασίας Λογισμικού και Πνευματικών Δικαιωμάτων της Γ.Α.Δ.Α., προκειμένου να προβούν στη διενέργεια έρευνας και κατάσχεσης διά των αρμοδίων προανακριτικών υπαλλήλων της Υπηρεσίας τους με την παρουσία δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού, τηρουμένων των όρων των άρθρων 255, 256, 257, 258, σε συνδυασμό με 149 επ. του Κ.Π.Δ., αφού μεταβούν στην κατοικία του αιτούντος-υπόπτου επί της οδού ..., στην … ή όπου αλλού διαπιστωθεί ότι βρίσκεται η κατοικία του, ειδικότερα δε, να προβούν: 1) σε νόμιμη έρευνα και σε σύνταξη καταλόγων με το περιεχόμενο του ευρεθέντος αποδεικτικού υλικού σχετικού με την έρευνα των αρχών της Ιταλίας, σε κατάσχεση του τελευταίου, συντασσόμενων των σχετικών εκθέσεων έρευνας περί ανευρέσεως ή μη σχετικών εγγράφων και κατασχέσεων αυτών, και 2) σε σωματική έρευνα στον ύποπτο καθώς και σε οποιοδήποτε άλλο άτομο κατοικεί στην ανωτέρω οικία και βρεθεί εκεί κατά τον χρόνο της έρευνας. Ζητήθηκε, ειδικότερα, να πραγματοποιηθεί έρευνα και να κατασχεθούν οποιουδήποτε τύπου εξοπλισμός πληροφορικής (ΡC, smartphone, αποκωδικοποιητής, smart card και επιπλέον κάθε εντοπισμένο ψηφιακό εξοπλισμό), που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση ΙΡΤV, κατά παράβαση πνευματικών δικαιωμάτων και τα μέσα πληρωμής (κάρτες πληρωμών, τρεχούμενοι λογαριασμοί, πιστωτικές κάρτες κ.λπ.). Επισημάνθηκε τέλος, στην εν λόγω ανακριτική διάταξη ότι η ως άνω έρευνα θα λάβει χώρα τη ...2020 και ώρα 8.00 π.μ., καθώς θα βρίσκεται σε ταυτόχρονη εξέλιξη με παράλληλες έρευνες στη Γαλλία, την Ολλανδία, τη Βουλγαρία, τη Μάλτα και τη Γερμανία. Για την εκτέλεση της ένδικης Ε.Ε.Ε. περιλήφθηκαν στην ως άνω ανακριτική διάταξη τα κατωτέρω περιστατικά που αφορούν την υπόθεση που ερευνούν οι αλλοδαπές δικαστικές αρχές: Η διαδικασία για την οποία ζητείται δικαστική συνεργασία αφορά μια εγκληματική κερδοσκοπική οργάνωση, με διεθνή χαρακτήρα, η οποία, ελλείψει άδειας, ασκεί την άσκηση παράνομης δραστηριότητας ΙΡΤV, μια νέα μορφή οπτικοακουστικής πειρατείας, που πραγματοποιείται μέσω της μη εξουσιοδοτημένης μετάδοσης περιεχομένου συνδρομητικής τηλεόρασης (που διαχειρίζεται η ........, ....., ....., ....., .…. κ.λπ.), καθώς επίσης κινηματογραφικά έργα που προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα, όπως και εκείνων που τα περιεχόμενα είναι του τύπου on demand (κατ` απαίτηση) δια μέσου της πλατφόρμας CD "ΙΡΤV" (Ιnternet Protocol, Television), που είναι εξέλιξη της cardsharing (κοινής χρήσης καρτών), με την εισαγωγή τους σε ένα σύστημα τηλεματικών δικτύων, με τη χρήση εξοπλισμού πληροφορικής. Η ερευνητική δραστηριότητα κατέστησε δυνατή την περισυλλογή αποδεικτικού υλικού που πιστοποιεί την ύπαρξη μιας οργάνωσης (με την επωνυμία ...) εξαιρετικά δομημένης, η οποία χαρακτηρίζεται από πολύ συγκεκριμένους κανόνες, οι οποίοι αποσκοπούν στην εφαρμογή, την αναμετάδοση και την επακόλουθη μεταπώληση μιας υπηρεσίας pay per view παράλληλα με εκείνη τη νόμιμη, που προσφέρεται από τους κύριους τηλεοπτικούς σταθμούς, όπως η ......., η .......... και το ........, το οποίο πρόσφατα είδε τα περιεχόμενά του να αναμεταδίδονται από παράνομα προγράμματα. Η δομή φαίνεται να λειτουργεί όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και στην Ελβετία, τη Μάλτα, την Ελλάδα, την Ολλανδία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βουλγαρία από το 2015. Η συνεχής και εκτεταμένη δράση του ΟSInt, που ενεργοποιήθηκε από τη Δικαστική Αστυνομία επέτρεψε τον εντοπισμό χιλιάδων διακομιστών (server), που αντιστοιχούν σε αντίστοιχα και μοναδικά ΙΡ, που χρησιμοποιούνται για την αναμετάδοση πειρατικών σημάτων ΙΡΤV και τα οποία εξακολουθούν να λειτουργούν μέχρι σήμερα. Ταυτόχρονα, καταγράφηκαν εκατοντάδες λογαριασμοί ΡayPal, που χρησιμοποιήθηκαν για τη συλλογή πληρωμών που σχετίζονται με τις εν λόγω παροχές υπηρεσιών. Μετά την έρευνα, διαπιστώθηκε ότι η εγκληματική οργάνωση, για τη διάδοση του παράνομου σήματος ΙΡΤV, θα συνέχιζε να δραστηριοποιείται, όχι μόνον μέσω σελίδων συνομιλίας Skype, και Facebook, αλλά και μέσω επίσης των καναλιών Τelegram, που χρησιμοποιούνται ως εφαλτήριο διαφήμισης για την περισυλλογή νέων πελατών, εκτός από εκείνη που αφορά την ταχεία επίλυση προβλημάτων στη μετάδοση σήματος. Τα έσοδα της παράνομης δραστηριότητας θα περισυλλέγονται μέσω της χρήσης των λεγόμενων πλατφορμών, πύλες πληρωμής, cd gateway, για την είσπραξη μέσω καρτών πληρωμής ή μέσω προπληρωμένων καρτών ή λογαριασμών paypal, η δε τηλεματική διάδοση του σήματος πραγματοποιείται μέσω web resources, που είναι τοποθετημένοι σε αντίστοιχες, πολλές χώρες ανά τον κόσμο. Τη ...2019 κατασχέθηκαν οι διακομιστές (server), που καταλογίστηκαν στην πλατφόρμα λογισμικού που προσέφερε η ... Ltd, οι οποίοι αποδίδονται στους νόμιμους εκπροσώπους ...... (αιτούντα) και ......, που κατοικούν στην Ελλάδα. Ωστόσο, αυτή η υποδομή έχει αποκατασταθεί ξανά με το όνομα ..., που οδηγεί στα ίδια πρόσωπα. Από υλικοτεχνική άποψη, προέκυψε ότι το σύστημα ΙΡΤV διανέμεται από τη σύζευξη σε διάφορες τοποθεσίες στην Ευρώπη (στην Ιταλία, την Ελβετία, τη Μάλτα, την Ελλάδα, την Ολλανδία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Βουλγαρία και αλλού), σε συνεργασία με άλλα πρόσωπα, όπου υφίστανται ολοκληρωμένα κέντρα αναμετάδοσης των ροών, που εντέχνως αποκωδικοποιούνται και στη συνέχεια κωδικοποιούνται εκ νέου και στη συνέχεια αποστέλλονται στους διακομιστές (server) για την αναμετάδοσή τους στους τελικούς αποδέκτες. Εξάλλου, από την τεκμηριωμένη ανάλυση των δεδομένων και των συσκευών, που είχαν κατασχεθεί τη ...2019, δόθηκε η δυνατότητα ποσοστοποίησης του κέρδους, ως προϊόν συνεργασίας, που ανέρχεται στο ποσό των 10.619.122,22 ευρώ. Ως αποτέλεσμα αυτών των ερευνών ο Δικαστικός Ανακριτής των προκαταρκτικών ερευνών στην Ιταλία (GΙΡ) διέταξε προληπτικά μέτρα, μέσω δήμευσης ενός ποσού ισοδύναμου με αυτό που αναφέρθηκε ανωτέρω, καθώς και την προληπτική προφυλάκιση στο πρόσωπο του αρχηγού της εγκληματικής οργάνωσης που έχει διεθνή χαρακτήρα. Για την ως άνω ανακριτική πράξη που ζητήθηκε και διενεργήθηκε τη ...2020, συντάχθηκε έκθεση με την ίδια ημερομηνία και τίτλο "έκθεση κατ` οίκον έρευνας και κατάσχεσης". Από την έκθεση αυτή προκύπτει ότι η ανακριτική πράξη της έρευνας σε κατοικία έλαβε χώρα στο πλαίσιο της ένδικης δικαστικής συνδρομής και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τους όρους της ελληνικής νομοθεσίας και δη κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 256 Κ.Π.Δ. Ακολούθως, κατόπιν υποβολής του υπ` αρ. πρωτ. ...2021 αιτήματος άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών από την Ανακρίτρια του Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος Διεθνών Δικαστικών Συνδρομών του Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδόθηκε το .../2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο αφενός έγινε δεκτό το σχετικό αίτημα της ως άνω Ανακρίτριας, δεχόμενο ότι η διερεύνηση της υπόθεσης για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις είναι αδύνατη, άλλως ουσιωδώς δυσχερής, χωρίς την αιτούμενη άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, και αφετέρου διατάχθηκε η άρση απορρήτου των επικοινωνιών και ειδικότερα το άνοιγμα του περιεχομένου των κατασχεθέντων στην οικία του υπόπτου κατωτέρω αναφερόμενων αντικειμένων, ήτοι: 1) ενός εσωτερικού σκληρού δίσκου της Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, μάρκας .…... με SN ..., όπου δημιουργήθηκε αντίγραφο μνήμης RΑΜ του σταθερού Η/Υ του υπόπτου, 2) ενός εσωτερικού σκληρού δίσκου κεντρικής μονάδας, μάρκας ...……. με S/Ν ..., 3) ενός εσωτερικού σκληρού δίσκου τύπου ......, μάρκας ……. με S/Ν ..., 4) ενός εσωτερικού σκληρού δίσκου τύπου ....., μάρκας .….. με S/Ν ..., 5) ενός δίσκου τύπου ....., μάρκας ………. με αριθμό ..., 6) ενός εξωτερικού μέσου αποθήκευσης μάρκας ......., με αριθμό ..., 7) ενός φορητού υπολογιστικού συστήματος μάρκας ......., 8) ενός εξωτερικού μέσου αποθήκευσης μάρκας ........, με αριθμό ..., 9) δυο εξωτερικών μέσων αποθήκευσης και 10) ενός εξωτερικού μέσου αποθήκευσης μάρκας .......... Στη συνέχεια, συντάχθηκε η υπ` αρ. πρωτ. ...2023 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών (Δ.Ε.Ε.) - Τμήμα 7ο Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων, σύμφωνα με την οποία, κατά την εργαστηριακή εξέταση των προαναφερόμενων πειστηρίων με αριθμούς: 1, 4, 5, 7 έως 10, δεν εντοπίστηκαν ευρήματα που να σχετίζονται με την υπό εξέταση υπόθεση, παρά μόνο εντοπίστηκαν ευρήματα για τα πειστήρια με αριθμούς 2 και 3, ενώ για το με αριθμό 6 πειστήριο δεν κατέστη δυνατή η αποκρυπτογράφηση και, άρα, άντληση δεδομένων από αυτό. Το ιστορικό συνομιλιών των εφαρμογών κοινωνικής δικτύωσης viber, signal και skype, που παρουσιάζεται στα παραρτήματα της εν λόγω έκθεσης εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης περιορίζεται μόνο στο περιεχόμενο που κρίνεται ότι εισφέρει αποδεικτικά στη διακρίβωση των εγκλημάτων, για τα οποία διατάχθηκε η άρση απορρήτου. Σχετικά με τον πρώτο ισχυρισμό περί ακυρότητας της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, ακολουθήθηκε η οριζόμενη στον Ν. 2225/1994, που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, διαδικασία άρσης απορρήτου επικοινωνιών για τη διακρίβωση εγκλημάτων και συγκεκριμένα διατάχθηκε το άνοιγμα του περιεχομένου των κατασχεθέντων αντικειμένων, ώστε να ελεγχθούν οι σχετικές εγγραφές που συσχετίζονται με την υπό εξέταση υπόθεση, χωρίς να έχει τεθεί ο χρονικός περιορισμός της διάρκειας των δυο μηνών που είναι το ανώτατο κάθε φορά χρονικό όριο άρσης του απορρήτου, καθόσον το άνοιγμα αναφέρεται σε ήδη καταγραφείσες εγγραφές και διενεργείται άπαξ και στιγμιαία, χωρίς να χρήζει ανάγκης ορισμού χρονικής διάρκειας της άρσης του απορρήτου, όπως ορθά δεν όρισε το .../2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.

Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι η Δ.Ε.Ε. προχώρησε σε διενέργεια πράξεων άρσης απορρήτου μετά την παρέλευση της δίμηνης διάρκειας ισχύος της άρσης απορρήτου, κρίνεται απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, διότι ουδεμία άρση απορρήτου αφορά καταγραφή που έλαβε χώρα μετά την έκδοση του επίμαχου βουλεύματος, αλλά αντίθετα όλες οι καταγραφές επί των οποίων ήρθη το απόρρητο ανάγονταν στο παρελθόν. Το πότε συντάχθηκε η υπ` αρ. πρωτ. ...2023 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών (Δ.Ε.Ε.) - Τμήμα 7ο Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων δεν επιδρά στη νομιμότητα της διαδικασίας άρσης απορρήτου, αρκεί αυτή (η εργαστηριακή εξέταση) να έλαβε χώρα με την έκδοση του σχετικού βουλεύματος και να αφορά τα πειστήρια, των οποίων διατάχθηκε το άνοιγμά τους, προϋποθέσεις που συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση. Ακολούθως, σχετικά με τον δεύτερο ισχυρισμό περί παράνομης άρσης απορρήτου επικοινωνιών εκτός δημόσιων δικτύων, λεκτέα τα εξής. Στην παρ. 1 του άρθρου 19 του Συντάγματος προβλέπεται η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών, το απόρρητο όμως αίρεται κατά τους όρους που θέτει η ίδια η συνταγματική διάταξη και συγκεκριμένα με τον εκτελεστικό του Συντάγματος προϊσχύσαντα Ν. 2225/1994 και ήδη Ν. 5002/2022 τίθενται γενικά οι προϋποθέσεις και οι όροι για την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας για διακρίβωση εγκλημάτων, καθώς και η διαδικασία της άρσης αυτής, χωρίς να γίνεται διαχωρισμός δημόσιων και ιδιωτικών δικτύων, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο προσφεύγων. Επίσης, και με το άρ. 4 του Ν. 3471/2006, ο οποίος ενσωμάτωσε την Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Ιουλίου 2002 σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ L 201/37 της 31ης Ιουλίου 2002), ορίζεται ότι "1. Οποιαδήποτε χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που παρέχονται μέσω δημοσίου δικτύου επικοινωνιών και των διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και των συναφών δεδομένων κίνησης και θέσης, όπως ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, προστατεύεται από το Απόρρητο των επικοινωνιών. Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή μόνο υπό τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που προβλέπονται από το άρθρο 19 του Συντάγματος.". Επομένως, ούτε από τον τελευταίο ως άνω νόμο προκύπτει απαγόρευση άρσης απορρήτου επικοινωνιών εκτός δημόσιων δικτύων. Τέλος, σχετική απαγόρευση δεν προβλέπεται ούτε και στο Π.Δ. 47/10.3.2005 με τον τίτλο "Διαδικασίες καθώς και τεχνικές και οργανωτικές εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και για τη διασφάλισή του", όπου στο άρ. 3 του Π.Δ. με τον τίτλο "Είδη επικοινωνίας" ορίζεται ότι "I. Η άρση του απορρήτου δεν αφορά την διά ζώσης επικοινωνία, αλλά κάθε είδους επικοινωνία, η οποία διεξάγεται μέσω δικτύου επικοινωνίας ή παρόχου υπηρεσιών επικοινωνιών και την οποία χρησιμοποιεί ο συνδρομητής ή χρήστης κατά του οποίου λαμβάνεται το μέτρο της άρσης. 2. Τα είδη και οι μορφές επικοινωνίας, που υπόκεινται στην άρση του απορρήτου, είναι ιδίως τα ακόλουθα: α. Επιστολογραφία, ήτοι επιστολές, δέματα, ταχυμεταφορές στοιχείων, τηλεγραφήματα, επιταγές κ.λπ. β. Τηλετυπική επικοινωνία (συνδρομητική). γ. Τηλεφωνική επικοινωνία, ήτοι σταθερή και κινητή τηλεφωνία. δ. Επικοινωνία δεδομένων μέσω δικτύων δεδομένων, μισθωμένων κυκλωμάτων κ.α. ε. Επικοινωνίες μέσω διαδικτύου (Internet). στ. Ασυρματική επικοινωνία, ήτοι σταθερή ασύρματη πρόσβαση, επικοινωνία κλειστών ομάδων χρηστών κ.ά. ζ. Δορυφορική επικοινωνία, ήτοι επικοινωνία μέσω δορυφορικής σύνδεσης τελικού χρήστη (π.χ. VSAT). η. Επικοινωνία κάθε μορφής μέσω μισθωμένων κυκλωμάτων, θ. Υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας, που υπερτίθενται επί των προηγούμενων μορφών επικοινωνίας, αποτελούν ιδίως: 1.0 Αυτόματος τηλεφωνητής

ΙΙ. Τα Τηλεομοιοτυπήματα (FΑΧ) ΙΙΙ. Τα Γραπτά μηνύματα (SMS/MMS) IV.Οι Υπηρεσίες πληροφοριών V. Το Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο VI. Η πρόσβαση σε ιστοσελίδες VII. Η πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων VIII. Οι Ηλεκτρονικές συναλλαγές ΙΧ. Οι Τηλεδιασκέψεις Χ. Οι Πληροφορίες καταλόγου XI. Οι Υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης ι. Οι συνδυασμένες μορφές επικοινωνίας που περιλαμβάνουν περισσότερες της μιας από τις παραπάνω επικοινωνίες, όπως είναι π.χ. η πρόσβαση σε δίκτυα δεδομένων ή σε δίκτυα Internet από το Επιλεγόμενο Δημόσιο Τηλεφωνικό Δίκτυο (PSTN). Ειδικότερα στις υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας είναι δυνατόν να διαφοροποιείται ο πάροχος υπηρεσιών διαδικτύου (πρόσβαση στο διαδίκτυο) από τον πάροχο της συγκεκριμένης υπηρεσίας.". Επιπλέον, όπως προκύπτει από την ίδια την επίμαχη έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης καταγράφηκαν μόνο εγγραφές που συσχετίζονται με την υπό εξέταση υπόθεση, σύμφωνα με τις επιταγές της παραγράφου 1 του άρ. 7 του Ν. 5002/2022 και της παραγράφου 9 του άρ. 5 του προϊσχύσαντος Ν. 2225/1994, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στη μείζονα σκέψη. Σημειώνεται ότι ο αιτών προς υποστήριξη του εσφαλμένου ισχυρισμού του ότι η άρση απορρήτου επικοινωνιών είναι παράνομη επί επιφυών υπηρεσιών επικοινωνιών που διενεργούνται στο διαδίκτυο, ήτοι εκτός δημόσιων δικτύων, επικαλέστηκε και δυο δικαστικές αποφάσεις του Δ.Ε.Ε., όμως οι αποφάσεις αυτές, C-193/2018 και C-142/2018, ασχολούνται με εντελώς διαφορετικό θέμα και ειδικότερα ασχολούνται με την ερμηνεία της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) (ΕΕ 2002, L 108, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 337, σ. 37), ενώ κρίθηκε από το Δ.Ε.Ε. στην μεν πρώτη ως άνω απόφασή του. C-193/2018 ότι η υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου Gmail της .….. δεν αποτελεί υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών, στη δε δεύτερη απόφασή του, C-142/2018, ότι η υπηρεσία που παρέχεται μέσω SkypeOut είναι υπηρεσία "παρεχόμενη επιπροσθέτως από πάροχο υπηρεσιών διαδικτύου" (γνωστή ως "επιφυής υπηρεσία"), δηλαδή υπηρεσία διαθέσιμη μέσω διαδικτύου χωρίς τη συμμετοχή παραδοσιακού φορέα εκμετάλλευσης επικοινωνιών και αποτελεί "υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών"".

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, σε εκτέλεση αιτήματος δικαστικής συνδρομής των αρχών της Ιταλίας, δυνάμει της υπ` αριθμ. ΕΚΔ ... ΕΕΕ .../2020 Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας (ν. 4489/2017), με την υπ` αριθμ. πρωτ. ...2020 διάταξη της Ανακρίτριας του Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος Διεθνών Δικαστικών Συνδρομών του Πρωτοδικείου Αθηνών προς τη Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, έγινε κατάσχεση του ψηφιακού εξοπλισμού (εσωτερικών σκληρών δίσκων, εξωτερικών μέσων αποθήκευσης, φορητού ηλεκτρονικού υπολογιστή), που βρέθηκε στην οικία του αιτούντος, κατά την έρευνα της ...2020. Ακολούθως, κατόπιν υποβολής του υπ` αρ. πρωτ. ...2021 αιτήματος άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών από την ως άνω Ανακρίτρια, εκδόθηκε το υπ` αριθμ. .../2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2225/1994, διατάχθηκε η άρση απορρήτου των επικοινωνιών και, ειδικότερα, το άνοιγμα του περιεχομένου των κατασχεθέντων αντικειμένων, στη συνέχεια δε, συντάχθηκε η υπ` αρ. πρωτ. ...2023 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών (Δ.Ε.Ε.). Όμως, η όλη διαδικασία της έρευνας των ως άνω κατασχεθέντων ψηφιακών αντικειμένων, για τα οποία ζητήθηκε η εξαγωγή του συνόλου των αποθηκευμένων σ` αυτά δεδομένων επικοινωνίας, που αναφέρονταν σε επιφυείς ["Over The Top" (ΟΤΤ)] υπηρεσίες επικοινωνιών, κατά τα προεκτεθέντα, δεν υπάγεται στη διαδικασία άρσης του απορρήτου. Πράγματι, εφόσον πρόκειται για έρευνα στον τερματικό εξοπλισμό του υπόπτου, τα υπάρχοντα στον εξοπλισμό αυτόν παρελθοντικά στοιχεία επικοινωνίας, ήτοι περιεχόμενο και εξωτερικά στοιχεία - μεταδεδομένα των επικοινωνιών, δεν προστατεύονται από το απόρρητο και, συνεπώς, ο ανωτέρω εξοπλισμός θα μπορούσε να κατασχεθεί και ερευνηθεί, κατά την ανακριτική διαδικασία, για όλα τα ως άνω ψηφιακά δεδομένα, με βάση τις διατάξεις του ΚΠΔ και με παράλληλη τήρηση των οριζόμενων στην Οδηγία (ΕΕ) 2016/680, όπως ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 4624/2019 (Δ` Κεφάλαιο), δίχως να απαιτείται η τήρηση των διατάξεων για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και χωρίς οποιονδήποτε χρονικό περιορισμό, με σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας, έτσι ώστε η έρευνα να περιορίζεται μόνο στα ενδιαφέροντα την υπόθεση στοιχεία. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο ο αιτών ισχυρίζεται ότι μη σύννομα διενεργήθηκαν πράξεις άρσης του απορρήτου μετά την παρέλευση της δίμηνης διάρκειας ισχύος της, που διατάχθηκε με το υπ` αριθμ. .../2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, (κατ` ορθή εκτίμηση) από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ` ΚΠΔ, για υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμος, προεχόντως εξ αυτού του λόγου. Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμη και αν γινόταν δεκτή η άποψη ότι, για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών στον ως άνω κατασχεθέντα ψηφιακό εξοπλισμό, απαιτείται σχετική απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, ο λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, αυτή διατάσσεται εξαρχής για όλη την αναγκαία χρονική περίοδο και η σχετική διαδικασία δεν διενεργείται με την διαδοχική ανά δίμηνο άρση του απορρήτου.

Για τα ζητήματα αυτά εκδόθηκαν προσφάτως οι υπ` αριθμ. 4/2024 και 5/2024 αποφάσεις της Πλήρους Ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο), από τις οποίες συνάγεται ότι έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: α) στο απόρρητο των επικοινωνιών υπάγονται και τα στοιχεία επικοινωνίας (περιεχόμενο και μεταδεδομένα), τα οποία εμπεριέχονται στον ψηφιακό εξοπλισμό των χρηστών αυτού, που διερευνώνται από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές, με συνέπεια να απαιτείται για την άρση του η τήρηση των σχετικών διατάξεων του άρθρου 5 του προϊσχύσαντος ν. 2225/1994 και ήδη του άρθρου 8 του ν. 5002/2022. β) Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, στις περιπτώσεις αυτές, γίνεται διαδοχικά ανά δίμηνο, για συνολικό χρονικό διάστημα δώδεκα (12) μηνών κατά τον ν. 2225/1994 και δέκα (10) μηνών κατά τον ν. 5002/2022.

Συνεπώς, εφόσον το παρόν Τμήμα πρόκειται να εκδώσει απόφαση αντίθετη με προηγούμενη θέση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τα ίδια θέματα, πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022) και 10 παρ. 2 περ. ε` του ΚΠΔ, να παραπεμφθεί στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης.


                                                                                ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Παραπέμπει στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον μοναδικό λόγο της υπό κρίση με αριθμό .../2024 δήλωσης του αναιρεσείοντος ........... του ....., κατοίκου ......, για αναίρεση της υπ` αριθμ. ...2024 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση (κατ` ορθή εκτίμηση) για υπέρβαση εξουσίας (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. στ` ΚΠΔ), προς επίλυση των νομικών ζητημάτων, που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2025.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2025.


                                                                  Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Άρση απορρήτου επικοινωνιών (Ν. 2225/94) - Υπόθεση Noor1

 

 

287/2018 ΑΠ

Ποινική Δικονομία. Άρση τηλεφωνικού απορρήτου. Αίτηση Eισαγγελέως κατά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (για τα εγκλήματα της λαθρεμπορίας από κοινού και κατ’εξακολούθηση, της εγκληματικής οργάνωσης, της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’επάγγελμα και κατά συνήθεια και της διακίνησης ναρκωτικών με τη μορφή της χρηματοδότησης) για άρση τηλεφωνικού απορρήτου κινητού που κατείχε παρανόμως κρατούμενος. Απόρριψη αιτήσεως από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Αναίρεση Εισαγγελέως κατά του απορριπτικού βουλεύματος. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Αναιτιολόγητο το απορριπτικό βούλευμα, καθ’όσον δεν εξηγείται για ποιο λόγο η συγκεκριμένη ανακριτική πράξη θα είναι ατελέσφορη και τα προκύπτοντα στοιχεία δεν θα είναι χρήσιμα για τη διάγνωση της υπόθεσης. Αναιρεί το υπ’αριθμ. 652/2017 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς για τον ως άνω λόγο.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Βασιλική Μπαζάκη - Δρακούλη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η Δεκεμβρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστέας Θεοδόση, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπου Βουρλιώτη, περί αναιρέσεως του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς με αριθμό 652/2017, με κατηγορούμενο τον ... του .., κρατούμενο στο Κατάστημα Κράτησης Χαλκίδας. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό … και ημερομηνία 16 Νοεμβρίου 2017 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δ. Χ., και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2017. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αριστέα Θεοδόση, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπου Βουρλιώτη, με αριθμό πρωτ. ....11.2017, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγοντες στο Δικαστήριο Σας (Σε Συμβούλιο) κατά το άρθρο 485 Κ.Π.Δ., την νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα αναίρεση περί της οποίας συντάχθηκε η σχετική με αριθμό …2017 έκθεση, με την οποία ζητούμε την αναίρεση του υπ’αριθμ. 652/17 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιά, αναφερόμαστε εξ ολοκλήρου στους λόγους τους οποίους εκθέτουμε στην άνω έκθεση και προτείνουμε τα εν αυτή." Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χαράλαμπος Βουρλιώτης. Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 483 παρ. 3 εδάφ. α’ του ΚΠΔ ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στον Γραμματέα του Αρείου Πάγου μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ.2 του ΚΠΔ, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την έκδοσή του (άρθρο 306 ΚΠΔ). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προς το σκοπό διόρθωσης τυχόν εσφαλμένων δικαιοδοτικών κρίσεων, δικαιούται να ασκεί το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά οποιουδήποτε βουλεύματος και για όλους τους λόγους που διαλαμβάνονται στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ μεταξύ των οποίων και αυτός για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ). Συνεπώς η κρινόμενη αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με αριθμό έκθεσης …16 Νοεμβρίου 2017 για αναίρεση του υπ’ αριθμόν 652/27.10.2017 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς με το οποίο απορρίφθηκε η από 26.10.2017 αίτηση της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς για άρση του τηλεφωνικού απορρήτου που αφορά την τηλεφωνική σύνδεση με αριθμό κάρτας SIM ... που αντιστοιχεί σε συσκευή κινητού τηλεφώνου μάρκας SAMSUNG που είχε στην κατοχή του ο κρατούμενος στο ... Χαλκίδας ... του ..., για λόγο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός μηνός από την έκδοσή του, στις 27.10.2017. Επομένως είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ουσίαν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 2225/1994 (για την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις), όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε και τροποποιήθηκε με τους νόμους 3606/2007, 3666/2008, 3658/2008, 4012/2012, 4198/2013, 4254/2014, 4267/2014, 441 1/2016 και 4416/2016, "Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από: α) τα άρθρα 134, 135 παράγραφοι 1, 2, 135Α, 137Α, 137Β, 138, 139, 140, 143, 144, 146, 148 παράγραφος 2, 150, 151, 157 παρ. 1, 159, 159Α, 168 παρ. 1, 187 παράγραφοι 1, 2, 187Α παράγραφοι 1 και 4, 207, 208 παρ. 1, 235 παρ. 2, 236 παρ. 2, 237 παράγραφοι 2 και 3 β’ 264 περιπτώσεις β’ και γ’ , 270, 272, 275 περίπτωση β’ 291 παρ. 1 περιπτώσεις β’ και γ’ , 292Α παρ. 4 εδάφιο β’ και παρ. 5, 299, 322, 323Α παράγραφοι 1, 2, 4, 5 και 6, 324 παράγραφοι 2 και 3, 336 σε βάρος ανηλίκου, 338 παρ. 1 σε βάρος ανηλίκου, 339 παράγραφος 1 περιπτώσεις α’ και β’ , 342 παράγραφοι 1 και 2, 348Α παρ. 4, 348Γ παρ. 1 περιπτώσεις α’ και β’, 349 παρ. 1 και 2, 351 παράγραφοι 1, 2, 4 και 5, 35 ΙΑ παράγραφοι 1 περιπτώσεις α’ και β’ και 3, 370Α, 370Δ, 374, 380, 385 παρ. 1 περιπτώσεις α’ και β’ του Ποινικού Κώδικα, β) τα άρθρα 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 28, 29, 30, 46, 47, 59, 140 και 144 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, γ) το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 2168/1993, δ) τα άρθρα 20, 22 και 23 του Ν. 4139/2013, ε) το άρθρο 157 παρ. 1γ’ του Ν. 2960/2001, στ) το άρθρο 3 περίπτωση ιε’ του Ν. 3691/2008, σε συνδυασμό με το άρθρο δεύτερο του Ν. 2656/2000, ζ) το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 2803/2000, η) το άρθρο 45 παρ. 1 περιπτώσεις α’ , β’ και γ’ του Ν. 3691/2008, θ) το άρθρο 28 του Ν. 1650/1986. Επίσης, επιτρέπεται η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των προπαρασκευαστικών πράξεων για το έγκλημα της παραχάραξης νομίσματος κατά το άρθρο 211 του Ποινικού Κώδικα, καθώς επίσης και για τα εγκλήματα των παραγράφων 1, 2, 3, 4 εδάφιο α’ και 6 του άρθρου 292Α, του άρθρου 292Β, του άρθρου 292Γ, των παραγράφων 1 περίπτωση γ’ και 4 του άρθρου 339, της παρ. 3 του άρθρου 342, του άρθρου 348, των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 348Α, του άρθρου 348Β, της παρ. 1 περιπτώσεις γ’ και δ’ του άρθρου 348Γ και της παρ. 1 περίπτωση γ’ του άρθρου 35 ΙΑ, των άρθρων 370Γ και 370Ε, του άρθρου 381 Α, του άρθρου 381Β και του άρθρου 386Α του Ποινικού Κώδικα. Επιπλέον, η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των εγκλημάτων που προβλέπονται από το άρθρο 11 του Ν. 3917/2011, το άρθρο 15 του Ν. 3471/2006 και το άρθρο 10 του Ν. 3115/2003. Ια. Η άρση του απορρήτου είναι επίσης επιτρεπτή για τη διακρίβωση παραβάσεων των άρθρων 3 έως 7, 29 και 30 του ν. 3340/2005. 1β. Επιτρέπεται, επίσης, η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από το ν. 3028/2002 "Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, όπως ο νόμος αυτός εκάστοτε ισχύει. 1γ. Η άρση του απορρήτου είναι επίσης επιτρεπτή για τη διακρίβωση παραβάσεων του άρθρου 93α του ν. 4099/2012". Κατά τις διατάξεις δε των παραγράφων 2, 4 και 5 του ίδιου άρθρου (άρ. 4 του Ν. 2225/1994), η άρση του απορρήτου στις προβλεπόμενες, ως άνω, περιπτώσεις, επιβάλλεται με διάταξη του αρμόδιου καθ’ύλην και κατά τόπο Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών, μετά από αίτηση, είτε του ανακριτή που ενεργεί τακτική ανάκριση, είτε του αρμόδιου Εισαγγελέα που διενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, εφόσον διαπιστωθεί αιτιολογημένα ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν". Περαιτέρω η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης δεν αφορά μόνο την κύρια απόφαση, δηλαδή την επί της ενοχής δικαιοδοτική κρίση του Δικαστηρίου, αλλά εκτείνεται ανεξαιρέτως σε όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή η έκδοσήτους έχει αφεθεί στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Εκ τούτου έπεται, ότι και η απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, με την οποία απορρίπτεται η αίτηση της Εισαγγελέως για άρση του απορρήτου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1, 2, 3, 4, 5 και 6 του ν. 2225/1994, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, η εν λόγω δε αιτιολογία συνίσταται στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών και στοιχείων που προέκυψαν κατά την προδικασία και δη, εκτός των άλλων, από τη διενεργούμενη προκαταρκτική εξέταση, από την εκτίμηση των οποίων το Συμβούλιο κρίνει αιτιολογημένα ότι δεν συντρέχει περίπτωση άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου, λόγω του ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι δυνατή και χωρίς αυτήν. Η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιώς η οποία διενεργεί αυτοπρόσωπη προκαταρκτική εξέταση για τη διακρίβωση τυχόν τέλεσης των εγκλημάτων: α) της λαθρεμπορίας από κοινού και κατ’εξακολούθηση εκ της οποίας οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ (αρθρ. 45, 98 ΠΚ, 155 παρ.1 β, 2α, 157 παρ. 1γ του Ν.2960/2001 όπως η παρ. Γ’ προστ. με την παρ. 4 αρ. 88 του Ν.3842/2010 και αντικ. με άρθρο 3 παρ.3 του Ν.3943/2011), β) της παράβασης του άρθρου 66 παρ. 5 περ. γ’ του Ν.4174/2013, γ) της εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 187 παρ.1 ΠΚ) και δ) της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρθρα 3 περ. α’ , ιη’ , κ’ , 45 παρ.1 περ.γ’ - α Ν.3691/2008) στην από 26.10.2017 αίτησή της προς το αρμόδιο καθ’ύλη και κατά τόπο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς εξέθεσε μετά την παράθεση νομικής σκέψης τα εξής: "Από την έως τώρα προκαταρκτική εξέταση έχει προκύψει ότι η ανωτέρω υπόθεση συνδέεται άμεσα με την υπόθεση διακίνησης δύο και πλέον τόνων ναρκωτικών ουσιών (ηρωίνης) γνωστή ως "..." και κυρίως με τα άγνωστα μέχρι στιγμής πρόσωπα που χρηματοδότησαν τη μεταφορά για την οποία (υπόθεση) έχει εκδοθεί η υπ’αριθμ. 332/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς. Μεταξύ των καταδικασθέντων για την ως άνω υπόθεση είναι και ο ... του ..., ο οποίος κρατείται δυνάμει της ανωτέρω απόφασης στο Κατάστημα Κράτησης Χαλκίδας. Ο ανωτέρω, αρχικά, με την από 25.1.2017 κατάθεσή του παρέδωσε και αντίγραφο τραπεζικού λογαριασμού που διατηρούσε στο ... για λογαριασμό της εταιρείας ... δικών του συμφερόντων, για τον οποίο (λογαριασμό) έχουν ζητηθεί περαιτέρω στοιχεία με τη διαδικασία της δικαστικής συνδρομής. Ωστόσο, κατά την πορεία της διαδικασίας, μετέστρεψε γνώμη, ισχυριζόμενος ότι τα στοιχεία που κατέθεσε ήταν προϊόν εκβιασμού, πράγμα όμως απολύτως ψευδές, όπως προκύπτει και από την υπ’ αριθμ. …/2017 πράξη αρχειοθέτησης του Εισαγγελέα Εφετών Π. Μ... Κατά τη διάρκεια νομότυπης έρευνας στις φυλακές όπου κρατείται ο ..., βρέθηκε και κατασχέθηκε ένα (1) κινητό τηλέφωνο, μάρκας SAMSUNG, ασημί, με ...: ... και μία (1) κάρτα SIM με αριθμό ..., το οποίο παρανόμως κατείχε ο ως άνω κρατούμενος. Κατόπιν αυτών, επειδή από το μέχρι τώρα συλλεγέν αποδεικτικό υλικό, προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι έχουν τελεσθεί τόσο τα κακουργήματα της 1) Λαθρεμπορίας από κοινού και κατ’εξακολούθηση εκ της οποίας οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ (άρ. 45,98 Π.Κ., 155 παρ. 1β, 2, 157 παρ.1 γ’ Ν. 2960/2001, ως η περ. γ’ προστ. με την παρ. 4 άρ. 77 Ν. 3842/2010 και αντικ. με άρ. 3 παρ. 3 Ν. 3943/2011), 2) παρ. άρθ. 66 παρ. 5 περ. γ’ Ν. 4174/2013, 3) Εγκληματικής Οργάνωσης (άρ. 187 παρ. 1 εδ. τελευτ. Π.Κ., ως προστ. με το άρ. 320 παρ. 9. Α. Ν. 4072/2012), 4) Νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες τελεσθείσες κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρ. 3 περ. α’ , ιη’ , κ, 45 παρ. 1 περ. γ-α Ν. 3691/2008) όσο και της διακίνησης ναρκωτικών με τη μορφή της χρηματοδότησης, συντρέχει νόμιμη περίπτωση να διατάξει το Συμβούλιό σας την άρση του απορρήτου...". Με βάση τα ανωτέρω η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιώς, επικαλούμενη ότι η αιτούμενη άρση για το από 26.8.2017 έως 26.10.2017 χρονικό διάστημα θα συμβάλλει ουσιωδώς στη διερεύνηση της υπόθεσης και ότι η διενεργούμενη προκαταρκτική εξέταση θα καταστεί δυσχερής χωρίς αυτήν (άρθρα 4 και 5 του Ν. 2225/1994) ζήτησε να διαταχθεί από το Συμβούλιο η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου που αφορά την προαναφερόμενη τηλεφωνική σύνδεση για το χρονικό διάστημα από 26.8.2017 έως 26.10.2017 και συγκεκριμένα ζήτησε: "Να διαταχθεί η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου και να υποχρεωθούν να μου γνωστοποιήσουν οι υπεύθυνοι των εταιρειών σταθερής τηλεφωνίας ... σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή τα εξής στοιχεία: Α. 01 ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΙΝΗΤΗΣ ΤΗΛΕΦΩΝΙΑΣ .... Τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας του συνδρομητή της τηλεφωνικής σύνδεσης με αριθμό κάρτας SIM: ... και ...:... και τον χρόνο ενεργοποίησής της. Τις κλήσεις που πραγματοποιήθηκαν από και προς την τηλεφωνική σύνδεση με αριθμό κάρτας SIM: ... κατά το χρονικό διάστημα από 26/8/2017 έως 26/10/2017, τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας των συνδρομητών τους, καθώς και τις κεραίες ενεργοποίησής τους. Τους κωδικούς ... των συσκευών στις οποίες ενεργοποιήθηκε η υπ’αριθμ. κάρτα SIM: ... κατά το χρονικό διάστημα από 26/8/2017 έως 26/10/2017. Τις κάρτες SIM που ενεργοποιήθηκαν στον κωδικό ... της συσκευής και τηλεφωνικές συνδέσεις κατά το χρονικό διάστημα από 26/8/2017 έως 26/10/2017, τις κλήσεις που πραγματοποιήθηκαν από και προς τις νέες αυτές τηλεφωνικές συνδέσεις, τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας των συνδρομητών τους καθώς και τις κεραίες που ενεργοποιήθηκαν. Σε περίπτωση που ο κάτοχος - χρήστης των τηλεφωνικών συνδέσεων που αναφέρονται στην παρούσα έχει κάνει χρήση φορητότητας, οι αρμόδιες εταιρείες κινητής τηλεφωνίας να μας γνωρίσουν απευθείας τα αιτούμενα στοιχεία και να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες. Β. ΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ...: Τις κλήσεις και μηνύματα (SMS) που πραγματοποίησαν συνδρομητές τους από και προς την με αριθμό κάρτας SIM: ... και ...:... τηλεφωνική σύνδεση κατά το χρονικό διάστημα από 26/8/2017 έως 26/10/2017. Τα στοιχεία των συνδρομητών που θα προκύψουν και τις κεραίες που ενεργοποιήθηκαν. Τα στοιχεία ταυτότητας των συνδρομητών, το επάγγελμα και την ακριβή διεύθυνση κατοικίας τους που θα προκύψουν από την εν λόγω άρση του τηλεφωνικού απορρήτου και ειδικότερα από τις απαντήσεις των παραπάνω εταιρειών σταθερής και κινητής τηλεφωνίας...". Ακολούθως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το προσβαλλόμενο υπ’αριθμό 652/27.10.2017 βούλευμά του, απέρριψε το εν λόγω αίτημα, με τις εξής σκέψεις: "Από το εισφερόμενο αποδεικτικό υλικό προκύπτει για την υπό κρίση υπόθεση ότι διενεργείται προκαταρκτική εξέταση για τα προαναφερόμενα αδικήματα με χρόνους τέλεσης τα έτη 2013 - 2014 (βλ. το από 10-03-2017 έγγραφο της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά προς τον κ. Διευθυντή Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας σε συνδυασμό με το από 29.05.2017 έγγραφο της ως άνω Υπηρεσίας προς τον Διευθυντή Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, αφορώντα αμφότερα τα έγγραφα την ΑΒΜ ... δικογραφία). Στις 11 Οκτωβρίου 2017 ευρέθη και κατασχέθηκε ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας SAMSUNG ασημί με ... ... και μια κάρτα SIM με αριθμό ..., το οποίο κατείχε ο κρατούμενος Ε.Γ., ο οποίος στην υπό κρίση υπόθεση, κατά τα εκτεθέντα στο παρόν Συμβούλιο από την Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση, τυγχάνει ένας από τους "υπόπτους" των διερευνώμενων αδικημάτων. Το ως άνω κινητό κατόπιν σχετικής εισαγγελικής εντολής παραδόθηκε στις 12.10.2017 στον υπάλληλο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά κ. .... μαζί με την κάρτα SΙΜ και την μπαταρία του και τοποθετήθηκε σε κλειστό φάκελο (βλ. σχετ. το υπ’αριθμ. πρωτ. .../12-10-2017 αποδεικτικό παραδόσεως - παραλαβής, που συνέταξε ο Προϊστάμενος Διευθύνσεως του Καταστήματος Κρατήσεως Χαλκίδος). Η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιά, επικαλούμενη την συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 4 και 5 του Ν. 2225/1994, αιτείται την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου για το χρονικό διάστημα από 26.08.2017 έως 26.10.2017. Το παρόν Συμβούλιο, ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό διάστημα των τριών περίπου ετών, που έχει μεσολαβήσει από την τέλεση κακουργημάτων, για τα οποία διενεργείται η προκαταρκτική εξέταση (βλ. σχετ. το από 10-3-2017 έγγραφο της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς προς τον Διευθυντή Διευθύνσεως Οικονομικής Αστυνομίας, στο οποίο προσδιορίζονται τα έτη 2013 - 2014 ως χρόνος τελέσεως των κακουργημάτων, για τα οποία διενεργείται η προκαταρκτική εξέταση) έως την κατάσχεση του προαναφερόμενου κινητού τηλεφώνου, κρίνει ότι η αιτούμενη άρση για το χρονικό διάστημα από 26.8.2017 έως 26.10.2017 δεν θα συμβάλει ουσιωδώς στη διερεύνηση της υπόθεσης και ότι η προκαταρκτική εξέταση δεν θα καταστεί δυσχερής χωρίς αυτήν. Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ. 2 Ν. 2225/1994 και συνεπώς πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως αβάσιμη". Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι αόριστα αναφέρει ότι η αιτούμενη άρση του τηλεφωνικού απορρήτου της συγκεκριμένης τηλεφωνικής σύνδεσης για το από 26.8.2017 έως 28.10.2017 χρονικό διάστημα δεν θα συμβάλει ουσιωδώς στη διερεύνηση της υπόθεσης, ενόψει του ότι τα υπό διερεύνηση εγκλήματα φέρονται να έχουν τελεστεί προ τριετίας και συγκεκριμένα κατά τα έτη 2013 - 2014, χωρίς όμως να παρατίθενται σκέψεις που θεμελιώνουν την αρνητική αυτή κρίση του, αφού δεν εξηγείται για ποιό λόγο η συγκεκριμένη ανακριτική πράξη θα είναι ατελέσφορη, δηλαδή για ποιό λόγο τα στοιχεία που ενδεχομένως θα προκύψουν από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου δεν θα είναι χρήσιμα για τη διάγνωση της υπόθεσης, ανεξάρτητα από τον χρόνο τέλεσης των ως άνω αξιοποίνων πράξεων. Επίσης, ενώ επισημαίνεται ότι η διενεργούμενη προκαταρκτική εξέταση δεν θα καταστεί δυσχερής χωρίς την άρση του εν λόγω απορρήτου, παραλείπονται θεμελιωτικοί της κρίσης αυτής συλλογισμοί με τους οποίους αναιρείται η θέση της αιτούσας Εισαγγελέως σύμφωνα με την οποία από την προκαταρκτική εξέταση που η ίδια διενεργεί προέκυψαν μεν σοβαρές ενδείξεις ότι έχουν τελεστεί τα προαναφερόμενα εγκλήματα, πλην όμως η περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης καθίσταται αδύνατη, και σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά δυσχερής αν δεν διαταχθεί η άρση του απορρήτου. Επομένως ο μοναδικός από το άρθρο 484 αρ. 1 στοιχ. δ’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι ουσιαστικά βάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο που το εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 485 και 516 - 519 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ το υπ’αριθμό 652/27.10.2017 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Ιανουαρίου 2018. Και εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Φεβρουαρίου 2018. 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

Απαγορεύεται η άρση απορρήτου προσωπικών (και όχι ειδησεογραφικών) ιστολογίων




Υπέπεσε στην αντίληψή μας ότι συγκεκριμένη Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών, η οποία προήχθη σε Εφέτη, αλλά και λοιπά play - boys και play - girls της Δικαιοσύνης, αποπειράθηκαν να άρουν το απόρρητο προσωπικού (και ουχί ειδησεογραφικού) ιστολογίου, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τις σαφείς διατάξεις του Νόμου, που απαγορεύουν κάτι τέτοιο.
Μάλιστα, η παραπάνω Πρόεδρος είχε το θράσος να επικαλεστεί ότι συγκεκριμένος Δικηγόρος διαδίκου είναι διαχειριστής συγκεκριμένου προσωπικού ιστολογίου, προκειμένου να ζητήσει να γίνει δεκτή δήλωση αποχής της, ισχυριζόμενη ότι με ανάρτησή του προσέβαλε, βάναυσα (βαναυσότερα της νομολογίας της) την προσωπικότητά της.
Και τα play - mobiles της Justicia ανέλαβαν δράση, "δικαιώνοντας" τον διάδικο που εκπροσωπούσε ο δικηγόρος, με λεπτομέρειες που μόλις αποκαλυφθούν θα προκαλέσουν κλυδωνισμούς στον χώρο της πρ. Σχολής Ευελπίδων. Γιατί στην πρ. Σχολή μάλλον υπηρετεί μια μειοψηφία από νύν στρατιωτάκια εμπάθειας και μεροληψίας, ταγμένα στην εξυπηρέτηση άνομων σκοπών, κάτι σαν Ηλιαία, κάτι σαν νομολογία από Αντωνία Ηλία. Τα οποία παρακωλύουν την νόμιμη δράση των έντιμων Δικαστών που θέλουν να εξοβελίσουν...

Θ.Υ.Π.

Ακολουθεί εισήγηση εγνωσμένου κύρους και νομικής κατάρτισης Αρεοπαγίτη, που βάλλει κατά της ανεπίτρεπτης άρσης απορρήτου προσωπικών ιστολογίων:



Α) Νομικό Μέρος

Στο άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο (εδ. α') και ότι νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λύγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων (εδ. β΄). Επίσης στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α του Σ. Το άρθρο 19 κατοχυρώνει την ελευθερία και το απόρρητο κάθε μορφής ιδιωτικής (μη δημόσιας) επικοινωνίας, και ειδικότερα προστατεύει την ελευθερία και το απόρρητο του μηνύματος κάθε προσωπικής ή επαγγελματικής επικοινωνίας, την οποία το υποκείμενο του δικαιώματος - αποστολέας εννοεί και επιθυμεί ως μυστική ή εμπιστευτική, ενώ το μήνυμα καθεαυτό προστατεύεται από το άρθρο 14 παρ. 1 του Σ., το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία του προσώπου για διαμόρφωση, έκφραση και διάδοση της γνώμης του με κάθε τρόπο και μέσο (προφορικά, γραπτά, ηλεκτρονικά κ.λπ.). Κατά ορθότερη γνώμη, το απόρρητο καλύπτει (εκτός από το περιεχόμενο) και το γεγονός της επικοινωνίας, το οποίο τελεί σε άμεση σύνδεση και άγει σε αποκάλυψη του περιεχομένου αυτής, ώστε να απαγορεύεται στους φορείς δημόσιας εξουσίας και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής, κατά κρατική παραχώρηση, ταχυδρομικών ή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών να λαμβάνουν γνώση και να γνωστοποιούν σε τρίτους, δημόσιες αρχές ή ιδιώτες, τόσο το περιεχόμενο όσο και τα εξωτερικά στοιχεία που προσδιορίζουν και αποκαλύπτουν την πραγματοποίηση της ιδιωτικής επικοινωνίας (αριθμοί κλήσεων, ονόματα αποστολέα και αποδέκτη κ.λπ.). Το απόρρητο της επικοινωνίας ισχύει ανεξάρτητα από τον παράνομο και εγκληματικό ή όχι χαρακτήρα του περιεχομένου της, όπως σαφώς υπονοείται και προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. β' και 3 του Σ., που προβλέπουν τη δυνατότητα άρσης του απορρήτου (και) για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων και απαγορεύουν τη χρήση αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των άρθρων 19, 9 και 9Α του Σ.. Η επικοινωνία μέσω διαδικτύου είναι, καταρχήν, δημόσια και δεν καλύπτεται από το απόρρητο του άρθρου 19 Σ., εκτός αν ο συνδρομητής και διαχειριστής ιστολογίου έχει επιλέξει (κατά τη σύνδεσή του ή αργότερα) κατάλληλα τεχνικά μέτρα (κωδικούς πρόσβασης, κωδικούς ασφαλείας κ.λπ.), ώστε να εξασφαλίζει τα στοιχεία της μυστικότητας ή εμπιστευτικότητας στην ηλεκτρονική επικοινωνία με τους επισκέπτες του ιστολογίου του, καθορίζοντας μόνο ο ίδιος πόσα και ποια άτομα θα εισέρχονται σ’αυτό και αν θα έχουν δυνατότητα διατύπωσης μηνυμάτων ή σχολίων στο περιεχόμενο του ιστολογίου. Εξάλλου, κατά την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. β' του Σ., ο    ειδικός περιορισμός του απορρήτου της επικοινωνίας εισάγεται μόνο με νόμο (τυπικό ή ουσιαστικό), μπορεί να εφαρμόζεται μόνο  από  τη  δικαστική  αρχή  (και όχι από  διοικητικά όργανα), επιτρέπεται μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα  σοβαρών  εγκλημάτων  (και  όχι  εγκλημάτων μικρότερης ποινικής απαξίας) και πρέπει να συνοδεύεται από εγγυήσεις, που περιστέλλουν τις συνέπειες άσκησής του στο αναγκαίο μέτρο και αποτρέπουν την πρόσβαση στην επικοινωνία προσώπων άλλων από τα μνημονευόμενα στη δικαστική απόφαση για περιορισμό του απορρήτου (βλ. Π. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα έκδοση 2012 σελ. 353 επ. αρ. 534, 536,537,540, 540α' και 542, Χρυσόγονο, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα έκδ. 2006 σελ. 256-260, Ν. Λίβο ΠΧρ. ΜΖ σελ. 737 επ.. Αρ. Χαραλαμπάκη ΝοΒ 50 σελ. 1069 επ.).
Η ελευθερία γνώμης και πληροφορίας του άρθρου 14 παρ. 1 του Σ. αναφέρεται μόνο στις σχέσεις του προσώπου με τους φορείς δημόσιας εξουσίας (και όχι με ιδιώτες), τελεί υπό τη γενική συνταγματική επιφύλαξη της τήρησης των νόμων, εμπεριέχει την κριτική καθεαυτή ανεξάρτητα από το αντικείμενό της, δεν περιλαμβάνει την ελευθερία προσβολής της τιμής άλλων (που κατοχυρώνεται από το άρθρο 5 παρ. 2 εδ. α' του Σ. και προστατεύεται ποινικά από τα άρθρα 361 επ. του ΠΚ) και μπορεί να υποβληθεί σε θεμιτούς και αναγκαίους νομοθετικούς περιορισμούς απαγόρευσης και κολασμού πράξεων, που υπονομεύουν ή αντίκεινται στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του Σ., κατά την οποία η Ελλάδα, ακολουθώντας τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκει την εμπέδωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, καθώς και την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων μεταξύ λαών και κρατών (βλ. Π. Δαγτόγλου ο.π. σελ. 411 επ. αρ. 603, 619, 621, 622, 625. 627 κατ 632).
Η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. β' του Σ., κατά την οποία η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη και η οποία προστατεύει την ιδιωτική και οικογενειακή σφαίρα (πλην του ασύλου της κατοικίας, της ελευθερίας της επικοινωνίας και της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, που κατοχυρώνονται από ειδικές συνταγματικές διατάξεις), απαγορεύει, μεταξύ άλλων, την οπτική ή ακουστική παρακολούθηση ή καταγραφή με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο της ιδιωτικής ζωής, εκτός από ενέργειες που επιχειρούνται στο νόμιμο πλαίσιο για τη διερεύνηση, αποκάλυψη και δίωξη σοβαρών εγκλημάτων (βλ. Π. Δαγτόγλου ο.π. σελ. 332 αρ. 498 επ.).
Η νέα διάταξη του άρθρου 9Α του Σ. (τροποποίηση έτους 2001), κατά την οποία καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει ..., κατοχυρώνει την πληροφοριακή αυτοδιάθεση και προστατεύει τα προσωπικά δεδομένα, ενώ, όπως ήδη αναφέρθηκε, η επίσης νέα διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Σ. απαγορεύει τη χρήση αποδεικτικών μέσων, που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των άρθρων 9, 9Α και 19 του Σ.
Εξάλλου, με τα άρθρα 4 και 5 του ν. 2225/1994 (εκτελεστικός του άρθρου 19 του Σ.), για την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας... όπως αυτός μεταγενέστερα τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τους ν. 3115/2003, 3606/2007, 3658/2008, 3666/2008 και 4042/2012, ορίστηκαν οι περιπτώσεις, οι όροι και η τηρητέα διαδικασία άρσης του απορρήτου της επικοινωνίας για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων και για λόγους εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα στο άρθρο 4 προβλέπονται περιοριστικά τα εγκλήματα, για τα οποία επιτρέπεται άρση απορρήτου και ορίζεται : α) ότι η άρση του απορρήτου διατάσσεται με αιτιολογημένο βούλευμα του αρμόδιου καθ’ύλην και κατά τόπον συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών μόνο αν διαπιστωθεί ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτή, ύστερα από σχετική αίτηση του εισαγγελέα που εποπτεύει ή ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και του ανακριτή που ενεργεί τακτική ανάκριση για τα μνημονευόμενα εγκλήματα, β) ότι η άρση στρέφεται μόνο κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων, τα οποία έχουν σχέση με την ερευνώμενη υπόθεση ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, προκύπτει ότι λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν τον κατηγορούμενο ή προέρχονται από αυτόν ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοί του και γ) ότι σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την άρση μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας που ενεργεί την προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής που ενεργεί την τακτική ανάκριση, υποχρεούμενοι να εισαγάγουν μέσα σε τρεις ημέρες το ζήτημα στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. Επίσης στο άρθρο 5, μεταξύ άλλων, ορίζεται : α) ότι η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τους δέκα μήνες, β) ότι το περιεχόμενο της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, που έγινε γνωστό λόγω άρσης του απορρήτου, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο σχετικό μ'αυτή απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, να χρησιμοποιηθεί και να ληφθεί υπόψη ως άμεση ή έμμεση απόδειξη σε άλλη ποινική, πολιτική, διοικητική ή πειθαρχική δίκη και διοικητική διαδικασία για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθοριστεί με τη διάταξη και γ) ότι, κατ'εξαίρεση, η αρχή που εξέδωσε τη διάταξη μπορεί να επιτρέψει, με αιτιολογημένη νεότερη διάταξή της, να χρησιμοποιηθούν και να ληφθούν υπόψη τα παραπάνω στοιχεία για τη διακρίβωση άλλου ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος από τα αναφερόμενα στο άρθρο 4, καθώς και για υπεράσπιση κατηγορουμένου σε ποινική δίκη για πλημμέλημα ή κακούργημα. Ακόμη πρέπει να αναφερθεί ότι στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3115/2003 (ΚΝοΒ τόμος 55 σελ. 234 επ.) σημειώνεται, μεταξύ άλλων, ότι η προστασία του απορρήτου καταλαμβάνει τόσο το περιεχόμενο όσο και το γεγονός της επικοινωνίας και δεσμεύει όχι μόνο τις δημόσιες αρχές, αλλά και τους ιδιώτες που παρέχουν τηλεπικοινωνιακές και ταχυδρομικές υπηρεσίες.
Η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Σ., κατά την οποία απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί (από δημόσιες αρχές ή ιδιώτες) κατά παράβαση των άρθρων 19, 9 και 9Α του Σ., όπως γίνεται γενικά δεκτό στη συνταγματική θεωρία, είναι κανονιστικά πλήρης με άμεση εφαρμογή, εισάγεται απευθείας στο σύστημα όλων των κωδίκων ή άλλων δικονομικών νόμων, δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα ανεξάρτητα από την έκδοση ή όχι σχετικού νόμου και ισχύει σε όλες τις δικαστικές, διοικητικές ή πειθαρχικές διαδικασίες. Η εν λόγω απαγόρευση δεν αφορά αυτονοήτως αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με σύννομη άρση του απορρήτου κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του ν. 2225/1994. Με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Σ. εισάγεται περιορισμός στο δικαίωμα απόδειξης ως ειδικότερης έκφανσης του δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, που κατοχυρώνεται (με επιφύλαξη νόμου) στο άρθρο 20 παρ. 1 του Σ., και συγχρόνως εισάγεται περιορισμός σε δικαιώματα των οποίων επιδιώκεται εκάστοτε δικαστική προστασία, που ενδέχεται να έχουν απόλυτη συνταγματική κατοχύρωση, όπως η ζωή, η τιμή, η ελευθερία (με στενή έννοια) κ.λπ.. Σε ακραίες μόνο περιπτώσεις είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η κάμψη του κανόνα της μη χρήσης αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των άρθρων 19, 9 και 9Α του Σ., εφόσον η μη χρήση αυτών αποκλείει την απόδειξη γεγονότων και οδηγεί σε ιδιαίτερα σοβαρή προσβολή άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα απόδειξης της αθωότητας κατηγορουμένου ιδίως για ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα, και μόνο εφόσον η εν λόγω προσβολή, λόγιο της φύσης ή/και της βαρύτητάς της, συνιστά ταυτόχρονα και προσβολή της ανθρώπινης αξίας, η οποία προστατεύεται από τη θεμελιώδη και μη αναθεωρήσιμη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Σ., που ορίζει ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Η διάταξη δε αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως συνταγματικό θεμέλιο για την, καταρχήν, απαγόρευση της χρήσης αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση και άλλων συνταγματικών διατάξεων, οι οποίες κατοχυρώνουν θεμελιώδη δικαιώματα ή αρχές που δεν μνημονεύονται στην απαγόρευση της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 3 του Σ., όπως είναι η ζωή, η προστασία κατά βασανιστηρίων κ.λπ.. Η δικαστική αξιολόγηση και στάθμιση για τη συνδρομή ή μη στη συγκεκριμένη περίπτωση δικονομικής κατάστασης ανάγκης, που δικαιολογεί, κατ’εξαίρεση, τη χρήση αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν παράνομα, λόγω προσβολής της ανθρώπινης αξίας σε περίπτωση μη χρησιμοποίησής τους, πρέπει να γίνεται με βάση την αρχή της αναλογικότητας, η οποία καθιερώνεται ρητά με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ' του Σ. και την οποία οφείλει να σέβεται κάθε περιορισμός των ατομικών δικαιωμάτων είτε προβλέπεται απευθείας από το Σ. είτε προβλέπεται από νόμο, υπέρ του οποίου υπάρχει συνταγματική επιφύλαξη. Ειδικότερα, η αρχή της  αναλογικότητας  μεταξύ του περιοριστικού μέτρου και του σκοπού που προορίζεται να εξυπηρετεί ο περιορισμός, ως περιορισμός των περιορισμών που προβλέπει το Σ., επιβάλλει στον νομοθέτη : α) ο θεσπιζόμενος περιορισμός να επιδιώκει θεμιτό σκοπό, δηλαδή τον σκοπό που ορίζει ρητά η ειδική νομοθετική επιφύλαξη ή τον σκοπό που εμπίπτει στο νόημα της γενικής νομοθετικής επιφύλαξης (προστασία του κοινωνικού συνόλου ή δικαιωμάτων τρίτων), β) το προβλεπόμενο μέσο ή ο τρόπος του περιορισμού να είναι θεμιτός, γ) ο θεσπιζόμενος περιορισμός να είναι κατάλληλος και αναγκαίος για την επίτευξη του σκοπού, για τον οποίο εισάγεται και δ) η συγκριτική στάθμιση των συγκρουόμενων αγαθών, δηλαδή του αγαθού στο οποίο αποβλέπει ο περιορισμός και του αγαθού που προστατεύει το δικαίωμα, πρέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση (in concreto) να αποβαίνει υπέρ του πρώτου. Ο δικαστικός έλεγχος δεν υπεισέρχεται στη σκοπιμότητα και περιορίζεται στη   συνταγματικότητα των σχετικών νομοθετικών επιλογών, εξετάζοντας μόνο μήπως ο περιορισμός που επέλεξε ο νομοθέτης είναι ακατάλληλος ή μη αναγκαίος ή δυσανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ο δεύτερος περιορισμός των συνταγματικών περιορισμών είναι, όπως γίνεται δεκτό σε θεωρία και νομολογία, η αρχή της προστασίας του πυρήνα του θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος, η οποία ισχύει για κάθε νομοθετική επιφύλαξη και θεμελιώνεται στη λογική του συστήματος των περιορισμών, όριο των οποίων είναι ο ουσιαστικός πυρήνας, δηλαδή το ελάχιστο περιεχόμενο του δικαιώματος (βλ. σχετικά Π. Δαγτόγλου ο.π. αρ. 176 επ., 308 επ. και 636 επ., Δ. Τσάτσο, Συνταγματικό Δίκαιο έκδ. 1988 σελ. 177, 233, 245-250, 260 και 266, Χρυσόγονο ο.π. σελ. 57, 61-63, 83 επ., 90-95 και 256-267, Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα, Χρήση παρανόμων αποδεικτικών μέσων και δικαίωμα υπεράσπισης κατηγορουμένου έκδ. 2003, σελ. 54. 60, 63-64, 71, 77, 100, 103-104. 107, 117 και 119-120, Στ. Ματθία, Η Αναλογικότητα κατά το Σ., την ΕΣΔΑ και τον Χάρτη σε Ελλ.Δνη 47 σελ. 1 επ., Γ. Τσόλια, Προς ένα σύγχρονο νομικό πλαίσιο προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών Ποιν.Δικ. 2005 σελ. 792 επ. και Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών... ΔίΜΜΕ 2008 σελ. 175 επ., Γ. Νούσκαλη ΠΧρ. ΞΒ σελ.246 επ.. Ανδρουλάκη ΠΧρ. ΝΖ σελ. 865 επ., Η. Αναγνωστόπουλο ΠΧρ. ΝΒ σελ. 439, Α, Τζαννετή ΠΧρ. Μ.Η σελ. 105 επ. και ΠΧρ. ΜΕ σελ. 5 επ., Σ. Τσακυράκη ΝοΒ 41 σελ. 995 επ., Ολ. ΑΠ 17/1993 και εισήγηση Δ. Κονδύλη, ΑΠ 42/2004 Ελλ.Δνη 45 σελ. 1557 επ., ΑΠ 1622/2005 ΠΧρ. ΝΣΤ σελ. 426, ΑΠ 924/2009 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, Α. Ζύγουρα σε ΠΧρ. ΝΗ σελ. 1013 και γνωμοδότηση ΑΔΑΕ 1/2005).
Περαιτέρω, με τον ν. 2472/1997 (για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα) είχε καθοριστεί το πλαίσιο της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τα δικαιώματα των υποκειμένων τους, ρύθμιση που συμπληρώθηκε με το άρθρο 11 του ν. 2774/1999 (για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τηλεπικοινωνιακό τομέα). Ακολούθησε, κατ'εφαρμογή της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, ο ν. 3471/2006 (για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και την τροποποίηση του ν. 2472/1997). Ενώ, με τον ν. 3917/2011 (για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνίας...), ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία 2006/24/ΕΚ, που τροποποίησε την προγενέστερη Οδηγία 2002/58/ΕΚ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3471/2006 (ο οποίος, κατά το άρθρο 3 αυτού, έχει εφαρμογή κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών στο πλαίσιο παροχής από δημόσια δίκτυα διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών), α) προστατεύεται από το απόρρητο των επικοινωνιών οποιαδήποτε χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που παρέχονται μέσω δημοσίου δικτύου επικοινωνιών και των διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και των συναφών δεδομένων κίνησης και θέσης, όπως αυτά ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, στα οποία περιλαμβάνονται η ταυτότητα σύνδεσης ή του τερματικού εξοπλισμού του  συνδρομητή, οι κωδικοί πρόσβασης, ο χρόνος επικοινωνίας, τα στοιχεία εντοπισμού του τερματικού εξοπλισμού του χρήστη κ.λπ. και β) η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή μόνο υπό τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που προβλέπονται από το άρθρο 19 του Σ.. Ενώ, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, απαγορεύεται η ακρόαση, υποκλοπή ή άλλο είδος παρακολούθησης ή επιτήρησης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των συναφών δεδομένων κίνησης και θέσης, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο. Επίσης στο άρθρο 5 αυτού, το οποίο ορίζει τους κανόνες επεξεργασίας των προσωπικών  δεδομένων  και των  δεδομένων  κίνησης  και θέσης, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι ο φορέας παροχής δημοσίου δικτύου ή και διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και τα δεδομένα κίνησης και θέσης ή να τα διαβιβάζει σε τρίτους για άλλους σκοπούς, εκτός αν ο συνδρομητής ή ο χρήστης έχει δώσει τη ρητή και ειδική συγκατάθεσή του, η οποία, για τη διαβίβαση των δεδομένων σε τρίτους, πρέπει να  είναι (και) έγγραφη. Στο δε άρθρο 6 προβλέπεται, μεταξύ άλλων, α) ότι τα δεδομένα κίνησης, που υποβάλλονται σε επεξεργασία και αποθηκεύονται από τον φορέα παροχής δημοσίου δικτύου ή και διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών υπηρεσιών, καταστρέφονται ή καθίστανται ανώνυμα με κατάλληλη κωδικοποίηση και β) ότι, κατ'εξαίρεση, επιτρέπεται χωρίς (προηγούμενη) συγκατάθεση του συνδρομητή ή χρήστη η επεξεργασία των δεδομένων θέσης από τους εν λόγω φορείς, προκειμένου να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση καταστάσεων ανάγκης τις αναγκαίες πληροφορίες για τον εντοπισμό του καλούντος και μόνο γι'αυτόν τον συγκεκριμένο σκοπό. Τέλος, για τους σκοπούς του ν. 3471/2006 ως «επικοινωνία» νοείται κάθε πληροφορία που ανταλλάσσεται ή διαβιβάζεται μεταξύ ενός πεπερασμένου αριθμού μερών μέσω μίας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ενώ ως «Δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών» νοείται το δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που χρησιμοποιείται εξ ολοκλήρου ή κυρίως για την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (άρθρο 2 παρ. 5 και 10). Όπως δε σημειώνεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση (βλ. ΚΝοΒ τόμος 54 σελ. 1071), α) ως επικοινωνία κατά το άρθρο 2 του ν. 3471/2000 θεωρείται και η παρεχόμενη μέσω διαδικτύου, καθώς και οι πληροφορίες που μεταβιβάζονται μέσω των υπηρεσιών πολυμέσων, διαλογικής τηλεόρασης και βίντεο κατά παραγγελία, εφόσον αφορούν αναγνωρίσιμο συνδρομητή ή χρήστη και β) ότι, ως προς την προστασία των επικοινωνιών, οι διατάξεις του εν λόγω νόμου συμπληρώνουν τις προϋπάρχουσες σχετικές διατάξεις του ν. 2225/1994, του ν. 3115/2003 και των νομοθετημάτων που εκδόθηκαν κατ'εξουσιοδότησή τους.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 3917/2011, κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων του ν. 3471/2006 (που προβλέπουν, καταρχήν, τη διατήρηση και επεξεργασία από τους παρόχους των δεδομένων της επικοινωνίας των συνδρομητών και χρηστών μόνο για τους σκοπούς μετάδοσης και χρέωσης αυτής, καθώς και την καταστροφή ή την ανωνυμοποίησή τους με τη λήξη της επικοινωνίας), οι πάροχοι διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημόσιου δικτύου επικοινωνιών υποχρεούνται να διατηρούν τα δεδομένα του άρθρου 5 του ίδιου νόμου, όταν αυτά παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία από αυτούς κατά την παροχή των υπηρεσιών επικοινωνιών, ενώ απαγορεύεται η διατήρηση δεδομένων που αποκαλύπτουν το περιεχόμενο των επικοινωνιών. Κατά το άρθρο 4 αυτού, τα δεδομένα του άρθρου 5 παρέχονται μόνο στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τη διαδικασία, τις προϋποθέσεις και τους όρους πρόσβασης που ορίζονται στον ν. 2225/1994. Ενώ, κατά το άρθρο 5 (που ορίζει τις διατηρούμενες κατηγορίες δεδομένων), μεταξύ άλλων, διατηρούνται : α) ως δεδομένα αναγκαία  για την  ανίχνευση και τον προσδιορισμό της πηγής επικοινωνίας, όσον αφορά την πρόσβαση στο διαδίκτυο και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τηλεφωνίας μέσω διαδικτύου, αα) ο αποδοθείς κωδικός ταυτότητας χρήστη, ββ) ο κωδικός ταυτότητας χρήστη και ο τηλεφωνικός αριθμός που δίνονται σε κάθε επικοινωνία που εισέρχεται στο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο και γγ) το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του συνδρομητή ή εγγεγραμμένου χρήστη, στον οποίο είχε αποδοθεί κατά τον χρόνο επικοινωνίας διεύθυνση IP (πρωτοκόλλου διαδικτύου), κωδικός ταυτότητας χρήστη ή αριθμός τηλεφώνου. Και β) ως δεδομένα αναγκαία για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας, ώρας και διάρκειας της επικοινωνίας, όσον αφορά την πρόσβαση στο διαδίκτυο και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τηλεφωνίας μέσω διαδικτύου, αα) η ημερομηνία και η ώρα σύνδεσης και αποσύνδεσης με το διαδίκτυο με βάση συγκεκριμένη ωριαία ζώνη, καθώς και η διεύθυνση πρωτοκόλλου του διαδικτύου (IP), είτε δυναμική είτε στατική, που απέδωσε στην επικοινωνία ο πάροχος υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, καθώς και ο κωδικός ταυτότητας χρήστη του συνδρομητή ή εγγεγραμμένου χρήστη και ββ) η ημερομηνία και η ώρα σύνδεσης και αποσύνδεσης με την υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλεφωνίας μέσω διαδικτύου, με βάση συγκεκριμένη ωριαία ζώνη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 του ν. 3917/2011, ως «δεδομένα» ορίζονται τα δεδομένα κίνησης και θέσης και τα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή χρήστη και ως «κωδικός ταυτότητας χρήστη» ορίζεται ο μοναδικός αναγνωριστικός κωδικός που αποδίδεται σε κάθε πρόσωπο, όταν καθίσταται συνδρομητής ή εγγράφεται σε κάποια υπηρεσία πρόσβασης στο διαδίκτυο ή επικοινωνίας μέσω του διαδικτύου.
Κατά το άρθρο 1 του εν λόγω νόμου, η υποχρέωση διατήρησης των δεδομένων καθιερώνεται, προκειμένου αυτά να καθίστανται διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, όπως τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στο άρθρο 4 του ν. 2223/1994, ενώ δεν εμπίπτει στο πεδίο ισχύος αυτού το περιεχόμενο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και οι   πληροφορίες, στις οποίες η πρόσβαση πραγματοποιείται με τη χρήση δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Τέλος, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3917/2011 (ΚΝοΒ τόμος 59 σελ. 158 επ.) σημειώνονται, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα : Ότι η διατήρηση των δεδομένων της επικοινωνίας αποσκοπεί, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του Σ., στη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, καθώς, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ, η σχετική υποχρέωση αποσκοπεί στη διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων, όπως ορίζονται βάσει του εθνικού δικαίου των κρατών μελών. Ότι η διατήρηση των δεδομένων της επικοινωνίας δεν συνιστά ανακριτική πράξη, αφού αυτά παραμένουν στα αρχεία του παρόχου, δεν υποβάλλονται σε επεξεργασία και γνωστοποιούνται στις αρμόδιες αρχές μόνο υπό τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες του εκτελεστικού νόμου του άρθρου 19 παρ. 5 του Σ. Ότι η ανακριτική πράξη της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών διενεργείται κατά το άρθρο 4 του ν. 2225/1994, όπως εκάστοτε ισχύει, για τη διακρίβωση των εκεί αναφερομένων εγκλημάτων στο πλαίσιο ανάκρισης ή προανάκρισης και ότι  δεν  επιτρέπεται προληπτική  επεξεργασία  των διατηρουμένων δεδομένων, η οποία θα προσέκρουε στο άρθρο 19 του Σ. και στην αρχή της αναλογικότητας.  Ότι η επεξεργασία των πληροφοριών που προκύπτουν από τα δεδομένα αυτά επιτρέπεται μόνο εφόσον διαταχθεί η διενέργεια της ανακριτικής πράξης της άρσης του απορρήτου σε βάρος συγκεκριμένου προσώπου για την τέλεση συγκεκριμένου εγκλήματος και ότι, σε αντίθετη περίπτωση, η διεξαγόμενη ανακριτική πράξη είναι μη νόμιμη και άκυρη. Ότι στα διατηρούμενα δεδομένα οπωσδήποτε δεν εμπίπτουν το περιεχόμενο της επικοινωνίας και η ιστοσελίδα, καθώς και οι πληροφορίες που παράγονται από την επικοινωνία μέσω διαδικτύου, όπως προβλέπεται και στο άρθρο 2 παρ. 2 της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ. Και ότι τα διατηρούμενα δεδομένα, ως εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, συνθέτουν, μαζί με το περιεχόμενο της επικοινωνίας, υπό ευρεία έννοια την έννοια του απορρήτου της επικοινωνίας και απολαμβάνουν της συνταγματικής προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών, όπως ορίζεται και στο άρθρο 4 του ν. 3471/2006.

Β) Τεχνικό Μέρος

Περαιτέρω, σε σχέση με το Διαδίκτυο (Internet) και τη λειτουργία του πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα : Το διαδίκτυο είναι ένα ανοικτό, μη ιεραρχικό και συνδεόμενο σύνολο - σύστημα δικτύων, όπως εκείνα που χρησιμοποιούν το πρωτόκολλο ελέγχου εκπομπής (Transmission Control Protocol-TCP) και το πρωτόκολλο διαδικτύου ( Internet Protocol - IP). Κύριο χαρακτηριστικό του Διαδικτύου είναι ότι δεν υπάρχει σ'αυτό ένας συντονιστικός κεντρικός υπολογιστής ή ένα συντονιστικό κέντρο, αλλά υπάρχουν πολλοί κεντρικοί υπολογιστές (host computers, servers κ.λπ.), οι οποίοι συνδέονται   μεταξύ τους με επίγεια και δορυφορικά επικοινωνιακά συστήματα και δικτυώνονται σε πολλές κατευθύνσεις διαμορφώνοντας συνολική εικόνα ηλεκτρονικού πλέγματος με συνεχή ροή δεδομένων μέσα στο σύστημα, τα οποία δεν αποστέλλονται με μορφή αναμετάδοσης από πομπό σε δέκτη, αλλά διαχέονται σε όλες τις γραμμές του παγκοσμίου διαδικτυακού πλέγματος. Ο χρήστης συνδέεται με το διαδίκτυο μέσω των φορέων παροχής πρόσβασης (Internet Service Providers), η  δε σύνδεση  με αυτούς γίνεται μέσω μίας συσκευής (modem) και του τηλεφωνικού δικτύου, δηλαδή ο χρήστης, αφού καλέσει έναν αριθμό του παρόχου και πετύχει τη σύνδεση, εισέρχεται στο Διαδίκτυο, όπου κινείται πλέον ελεύθερα, εκτελώντας τις ενέργειες που ο ίδιος επιλέγει. Τα ιστολογία (blogs) είναι διαδραστικά διαδικτυακά ημερολόγια, που περιλαμβάνουν υπερζεύξεις (hyperlinks) και καταχωρήσεις απόψεων και έχουν ως βασική μονάδα τις καταχωρήσεις, δηλαδή στήλες με περιεχόμενο που ανανεώνεται, ενώ οι ιστότοποι (websites) έχουν ως βασική μονάδα ιστοσελίδες (web pages), δηλαδή στήλες με σταθερό περιεχόμενο. Κατά την περιήγηση στο διαδίκτυο ο χρήστης επισκέπτεται με τη βοήθεια ειδικών προγραμμάτων (browsers) τις ιστοσελίδες άλλων χρηστών, πληκτρολογώντας την επιθυμητή διεύθυνση, η οποία αντιστοιχεί στην αριθμητική εκδοχή της διεύθυνσης που περιέχει το πρωτόκολλο του Διαδικτύου και αποτελείται από σύνολο λέξεων που συνήθως ανταποκρίνονται και στην ταυτότητα του κατόχου της ιστοσελίδας. Επίσης ο χρήστης μπορεί να μετέχει σε ομάδες συζήτησης   (news groups), όπου διεξάγονται συζητήσεις και δημοσιεύονται ειδήσεις με αποστολή προς την ομάδα ηλεκτρονικών μηνυμάτων, τα οποία μπορούν να αναγνωστούν από όλα τα μέλη που έχουν εγγραφεί ως συνδρομητές σ'αυτή. Οι πάροχοι συνδέονται με ισχυρούς υπολογιστές - διακομιστές και παρέχουν συνήθως στους συνδρομητές τους διεύθυνση και λειτουργία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail),     συμμετοχή σε ομάδες συζήτησης, διαδικτυακά αναμεταδιδόμενες συζητήσεις (Internet Relay Chat -IRC) και περιήγηση στον παγκόσμιο ιστό, ενώ πολλοί πάροχοι φιλοξενούν στους υπολογιστές τους τις ιστοσελίδες που έχει δημιουργήσει ο συνδρομητής τους, ο οποίος αποκτά έτσι και ενεργητική  παρουσία στο δίκτυο με δική του ηλεκτρονική διεύθυνση. Έτσι οι πάροχοι πρόσβασης στο Διαδίκτυο, εκτός από διαμεσολαβητές δεδομένων, ασκούν έλεγχο στον ψηφιακό χώρο, όπου εντάσσονται οι χρήστες - συνδρομητές τους και τα δεδομένα που διακινούνται μέσω αυτών (παρόχων), στους οποίους αναγνωρίζεται μία οιονεί κυβερνητική λειτουργία. Στις συζητήσεις IRC οι χρήστες του Διαδικτύου  ανταλλάσσουν  μηνύματα  σε  πραγματικό  χρόνο, αφού συνδεθούν σε οποιοδήποτε, καταρχήν, κανάλι συζητήσεων, στο οποίο εισέρχονται με χρήση ψευδωνύμων και μπορούν να εμφανίζονται με όποια ταυτότητα επιθυμούν και να διαπράττουν διάφορες εγκληματικές πράξεις. Σ'αυτές τις περιπτώσεις ο εντοπισμός των δραστών δεν αποκλείεται μετά από συνεργασία των παρόχων, διασταύρωση στοιχείων, παρακολούθηση από τις ανακριτικές αρχές κ.λπ.. Στην περίπτωση των ιστοσελίδων τα δεδομένα (κείμενα, εικόνες, ήχοι κ.λπ.) ενσωματώνονται σταθερά σε υλικό φορέα τόσο στον υπολογιστή του δημιουργού τους, όσο και στον υπολογιστή του παρόχου που φιλοξενεί τα δεδομένα (Host computer). Επίσης τα δεδομένα, με την τοποθέτησή τους στην ιστοσελίδα, αποκτούν ταυτότητα προέλευσης, δηλαδή ανήκουν σε συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση και, στον βαθμό που η διεύθυνση αυτή μπορεί να δηλώσει τον εκφραστή του διανοητικού περιεχομένου τους, τα δεδομένα   συνδέονται με συγκεκριμένο πρόσωπο. Οι ηλεκτρονικές διευθύνσεις, όμως, που περιέχουν ψευδώνυμα, φανταστικά ονόματα, περιγραφικές ενδείξεις κ.λπ., δεν είναι πρόσφορες για τη σύνδεσή   τους με συγκεκριμένο πρόσωπο - διαμορφωτή των καταχωριζομένων σελίδων. Τέλος, το ευρύμορφο ιστολόγιο με την κατάληξη «blogspot.com» ανήκει στην εταιρεία Google Ink, που εδρεύει στις Η.Π.Α., κατά δε τη δημιουργία ιστολογίου στην Ελλάδα με φορέα παροχής υπηρεσιών Internet την Google Inc και κατά τη σχετική σύνδεση του δημιουργού του ιστολογίου με το διαδίκτυο, ο τοπικός πάροχος (Otenet κ.λπ.) παραχωρεί σ'αυτόν τον αριθμό IP, ο οποίος ακολούθως καταγράφεται στα αρχεία της Google Inc και εφεξής συνοδεύει τον δημιουργό του ιστολογίου σε κάθε ανάρτηση που πραγματοποιεί στο διαδίκτυο. Έτσι, ο αριθμός IP και όλα τα στοιχεία - ηλεκτρονικά ίχνη κάθε ανάρτησης στο διαδίκτυο καταχωρούνται μόνο και τηρούνται στα αρχεία καταγραφής (log Files) εξυπηρετητή (server) της Google Inc. Σε περίπτωση δε που η Google Inc αποκαλύψει τον αριθμό IP συγκεκριμένης ανάρτησης - καταχώρησης, με παρέμβαση της αρμόδιας ελληνικής αρχής κατά τη νόμιμη διαδικασία και με βάση τον εν λόγω αριθμό IP, είναι δυνατό να προσδιοριστεί ο τοπικός πάροχος πρόσβασης στο διαδίκτυο και μέσω αυτού να αποκαλυφθεί ο κάτοχος της συσκευής ADSL ή DialUp, που διέθετε τον σχετικό αριθμό IP κατά τον χρόνο πραγματοποίησης των επίμαχων καταχωρήσεων, ώστε να προσεγγιστεί και να ταυτοποιηθεί ο δημιουργός τους (βλ. σχετικά Κιούπη, Ποινικό Δίκαιο και Internet σελ. 21 έως 29, 35-36, 75-85 και 161-165 και I. Χοχλιούρο Θέματα ασφάλειας ηλεκτρονικών υποδομών και εφαρμογών σελ. 45 επ. και 63 επ.).
Τέλος, ως προς τα τεχνικά και λοιπά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ψευδώνυμου ιστολογίου ..., πρέπει να σημειωθεί ότι καλύπτεται και προστατεύεται α) από τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του Σ., που κατοχυρώνει την ελευθερία του προσώπου για έκφραση και διάδοση της γνώμης του με κάθε τρόπο και μέσο (και ηλεκτρονικά), β) από τη διάταξη του άρθρου 9Α του Σ., που κατοχυρώνει την πληροφοριακή αυτοδιάθεση του προσώπου και προστατεύει τα προσωπικά δεδομένα και γ) από τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Σ., που απαγορεύει τη χρήση αποδεικτικών μέσων, που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση (πλην των άρθρων 19 και 9) και του άρθρου 9Α του Σ., η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είναι κανονιστικά πλήρης με άμεση εφαρμογή, δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα και ισχύει σε όλες τις δικαστικές, διοικητικές και πειθαρχικές διαδικασίες. Εξάλλου, το ιστολόγιο αυτό (περιεχόμενο και εξωτερικά ή συνδετικά δεδομένα ή δεδομένα θέσης και κίνησης) προστατεύεται από τις οικείες διατάξεις των ν. 3471/2006 και 3917/2011, οι οποίες ρητά αναφέρονται και στην επικοινωνία που παρέχεται μέσω διαδικτύου και οι οποίες έχουν αναλυθεί λεπτομερώς στις οικείες θέσεις του νομικού μέρους του παρόντος κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, τα δεδομένα που είναι αναγκαία για την ανίχνευση και τον προσδιορισμό της πηγής επικοινωνίας μέσω διαδικτύου και για την αναγνώριση και ταυτοποίηση του δημιουργού και διαχειριστή συγκεκριμένου ιστολογίου (κωδικός ταυτότητας χρήστη, ονοματεπώνυμο και διεύθυνση συνδρομητή ή εγγεγραμμένου χρήστη κ.λπ.)  παρέχονται, χωρίς προηγούμενη έγγραφη συγκατάθεση του συνδρομητή ή χρήστη, από τους φορείς παροχής στο κοινό ηλεκτρονικών υπηρεσιών μέσω διαδικτύου (παρόχους) μόνο προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές, σύμφωνα με τη διαδικασία, τις προϋποθέσεις και τους όρους πρόσβασης που ορίζονται στον ν. 2225/1994. Οποιαδήποτε δε αναζήτηση από δημόσιες  αρχές τέτοιων δεδομένων επικοινωνίας, που κατατείνει στον εντοπισμό και την ταυτοποίηση δημιουργού, διαχειριστή ή χρήστη ιστολογίου, πολλώ δε μάλλον καταχωρητή, ως εν προκειμένω, και παρακάμπτει τα εχέγγυα προστασίας τους που τάσσονται με τον ν. 2225/1994, είναι μη νόμιμη και άκυρη. Τα δε σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, που συλλέγονται και αντλούνται, άμεσα ή έμμεσα, χωρίς να έχουν τηρηθεί η  διαδικασία, οι όροι και οι προϋποθέσεις του ν. 2225/1994, είναι παράνομα και δεν επιτρέπεται η χρήση τους σε όλες τις δικαστικές, διοικητικές ή πειθαρχικές διαδικασίες. Επομένως, και στην προκείμενη αστική (ούτε καν ποινική) διαδικασία δεν επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη αποδεικτικά στοιχεία που αντλούνται, άμεσα ή έμμεσα, από το επίμαχο ιστολόγιο και κατατείνουν στην αναγνώριση και ταυτοποίηση του υπεύθυνου δημιουργού και διαχειριστή του, αφού δεν έχουν τηρηθεί οι εγγυήσεις άρσης του απορρήτου του ν. 2225/1994. Δεν συντρέχει δε στην προκείμενη υπόθεση περίπτωση για κατ' εξαίρεση χρήση των παρανόμων αποδεικτικών μέσων, χάριν προστασίας άλλων δικαιωμάτων (απόδειξης γεγονότων ποινικού και πειθαρχικού ενδιαφέροντος, τιμής θιγομένων κ.λπ.), καθόσον, από την συγκριτική στάθμιση των συγκρουόμενων αγαθών και με βάση την αρχή της αναλογικότητας, την οποία οφείλει να σέβεται κάθε περιορισμός των ατομικών δικαιωμάτων, ο αποκλεισμός της χρήσης των εν λόγω μέσων δεν οδηγεί σε ιδιαίτερα σοβαρή προσβολή αυτών των δικαιωμάτων, η οποία προσβολή, λόγω της φύσης ή/και της βαρύτητας της, να συνιστά ταυτόχρονα και προσβολή της ανθρώπινης αξίας κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 του Σ., οπότε και μόνο θα επιβαλλόταν η κάμψη του σχετικού κανόνα, όπως λεπτομερέστερα εκτίθεται στην οικεία θέση του νομικού μέρους.
Συνεπώς, και με δεδομένο, μάλιστα, ότι δεν υπάρχει αντικειμενική ευθύνη για το σύνολο των αναρτήσεων του συγκεκριμένου ιστολογίου, ακόμη κι εάν κρινόταν ότι είναι ο διαχειριστής του, αφού έχει ήδη κριθεί ότι δεν εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις περί Τύπου, δεν μπορεί να καταστεί αδιστάκτως βέβαιο ότι είναι ο συντάκτης όλων των επίμαχων αναρτήσεων, αφού δεν έλαβε χώρα νόμιμη άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του, η οποία ούτως ή άλλως δεν επιτρέπεται να γίνει.

Must red-read

Επικοινωνία γονέα-τέκνου, υπό τα "μάτια" του Υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη

    3442/2021 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ (ΜΟΝ) (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Μεταρρύθμιση απόφασης με αίτημα τον περιορισμό του χρόνου της επικοινωνίας του πατέρα με...