Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άρθρο 285 ΠΚ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άρθρο 285 ΠΚ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Η αντίσταση κατά αστυνομικών οργάνων - Η αντίσταση της δικαστικής εξουσίας στην κατάχρηση εξουσίας

 

 


Απαλλακτική απόφαση για παραβίαση μέτρων Covid-19, απείθειας και αντίστασης κατά αστυνομικών οργάνων

2668-4669/2025 ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜ/ΚΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Σύνθεση

ΠΑΝΤΖΕΛΙΟΥΔΑΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Πλημμελειοδίκης


ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΒΙΚΤΩΡΙΑ Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών

Κατόπιν, η Εισαγγελέας έλαβε και πάλι τον λόγο και αφού ανέπτυξε την κατηγορία πρότεινε να κηρυχθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι για την 1η, 2η, 3η και 4η πράξη, ενώ για την 5η πράξη της απλής φθοράς ξένης ιδιοκτησίας κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό που αφορά στον 3° κατηγορούμενο να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω έλλειψης έγκλησης.

 I. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 285 παρ. 1 περ. β` ΠΚ «Όποιος παραβιάζει τα μέτρα που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας τιμωρείται:... β) με φυλάκιση ή χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων». Στην αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος ανήκουν τα εξής στοιχεία: α) Ο δράστης του εγκλήματος, ο οποίος ανάλογα με το περιεχόμενο των προβλεπόμενων μέτρων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε (κοινό έγκλημα) ή μια ειδική κατηγορία προσώπων (γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα), β) το αντικείμενο του εγκλήματος, δηλαδή ο άνθρωπος του οποίου η ζωή και η υγεία κινδυνεύει από την παραβίαση των σχετικών προληπτικών μέτρων, γ) η πράξη της προσβολής του εννόμου αγαθού, με την οποία προσβάλλεται το έννομο αγαθό και εκδηλώνεται με τη μορφή της παραβίασης των μέτρων που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή, για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας, δ) το εξωτερικό σφάλμα και η σύνδεσή του με το αποτέλεσμα της πράξης, που είναι η εμφάνιση δυνατότητας συγκεκριμένου κοινού κινδύνου μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων. Το εν λόγω αδίκημα ανήκει στα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης ή άλλως αφηρημένα συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Στη θεωρία έχουν αναπτυχθεί διάφορες απόψεις για τα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης. Κατά τον Μανωλεδάκη, για την κατάφαση ενός εγκλήματος δυνητικής διακινδύνευσης απαιτείται μια πράξη που δημιουργεί συγκεκριμένη δυνατότητα βλάβης, δηλαδή μια πράξη που το επόμενο -στη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων- βήμα, ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών κάθε περίπτωσης, θα είναι η δημιουργία κινδύνου (βλ. Μανωλεδάκη, Ποινικό δίκαιο, Επιτομή Γενικού Μέρους, δ`έκδοση, 1996, σελ. 277-278). Κατά τη Συμεωνίδου-Καστανίδου η δυνατότητα κινδύνου, που ενδιαφέρει μόνο σε συγκεκριμένο επίπεδο, προκαλείται από μια πράξη, όταν με αυτή έχουν αρχίσει να τίθενται οι όροι που θα επιτρέψουν την αυτοδύναμη πορεία προς την βλάβη, αλλά δεν έχουν τεθεί ακόμα όλοι οι όροι για την επέλευση του συγκεκριμένου αποτελέσματος (βλ. Συμεωνίδου-Καστανίδου Η διαβάθμιση του κινδύνου στα εγκλήματα διακινδύνευσης, Ποιν.Δικ. 2001, 638 επ. ). Κατά την Καϊάφα-Γκμπάντι, στα εγκλήματα αυτά πέρα από τη θεμελίωση μιας λειτουργικής πηγής κινδύνου για τα έννομα αγαθά χρειάζεται να έχουν πραγματωθεί και άλλοι αιτιακοί όροι, που στη συγκεκριμένη περίπτωση καθιστούν δυνατή ανά πάσα στιγμή την είσοδο του εννόμου αγαθού στην εστία κινδύνου ή την επέκταση της εστίας κινδύνου στο έννομο αγαθό, δηλαδή η εγγύτητα του εννόμου αγαθού στη λειτουργική πηγή του κινδύνου είναι αναγκαία προϋπόθεση της δυνατότητας κινδύνου (Καϊάφα-Γκμπάντι, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, 4^έκδοση, Σάκκουλα 2005, σελ. 69-73). Με άλλα λόγια, κατά την άποψη Καϊάφα-Γκμπάντι, για να καταφαθεί η δυνατότητα κινδύνου θα πρέπει οι άλλοι αιτιακοί οροί να έχουν επέλθει ήδη, ενώ κατά την Συμεωνίδου-Καστανίδου αρκεί να μπορούν να πραγματωθούν ανά πάσα στιγμή. Βάσει των ανωτέρω θεωρητικών αναφορών της έννοιας της δυνητικής διακινδύνευσης, αν ένας άνθρωπος, ο οποίος δεν έχει διαγνωσθεί θετικός στον covid-19, εισέλθει σε χώρο που απαγορεύεται η είσοδος χωρίς την τήρηση προστατευτικών μέτρων (λ.χ. χωρίς πιστοποιητικό εμβολιασμού) δεν ενεργοποιείται η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου υπό καμία προσέγγιση της έννοιας του εγκλήματος της δυνητικής διακινδύνευσης του άρθρου 285 ΠΚ. Τα μέτρα προστασίας φυσικά και παραβιάζονται, δηλαδή υπάρχει μια «προπαρασκευή κινδύνου» αλλά η αρχική λειτουργική πηγή δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου δεν υπάρχει στη συγκεκριμένη περίπτωση άλλως θα αντιμετωπίζαμε το ως άνω ποινικό αδίκημα ως αφηρημένης διακινδύνευσης και όχι ως δυνητικής διακινδύνευσης δηλαδή θα αντιμετωπίζαμε λ.χ. την είσοδο κάποιου σ` ένα super market χωρίς προστατευτική μάσκα ως εκ προοιμίου παραβίαση του άρθρου 285 ΠΚ (σε αντικειμενικό επίπεδο). Αντιθέτως, περίπτωση ελέγχου της κατάφασης ή μη της δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου μετάδοσης της ασθένειας υπάρχει μόνο αν ο άνθρωπος αυτός νοσεί ή εν πάση περιπτώσει νοσούσε και βρίσκεται υπό καθεστώς κατ` οίκον περιορισμού για 14 ημέρες. Σ` αυτή την περίπτωση έχει τεθεί ήδη ο αρχικός όρος δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου (η νόσηση του ιδίου ή στενής του επαφής), οπότε αν πλησιάσει κόσμο δημιουργείται ένας επιπλέον όρος, τον οποίο δεν μπορεί να ελέγξει, που επιτρέπει την αυτοδύναμη πορεία προς την βλάβη. Σ` αυτή τη περίπτωση, κατά την ορθότερη θεωρητική προσέγγιση της έννοιας των εγκλημάτων δυνητικής διακινδύνευσης (αυτή της Συμεωνίδου-Καστανίδου) και μόνο τότε υπάρχει η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου, ανεξαρτήτως αν οι υπόλοιποι στο χώρο φορούν μάσκες ή τηρούν γενικώς τα μέτρα προστασίας (βλ. ενδεικτικά ΣτρΘεσ (Πενταμελές) 450/2022, ΤΝΠ Νόμος).

 II. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 167 παρ. 1 εδ. α`του προϊσχύσαντος ΠΚ, Όποιος μεταχειρίζεται βία ή απειλή βίας για να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να ενεργήσουν πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή να παραλείψουν νόμιμη πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί κατά υπάλληλου ή προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να τον υποστηρίξει ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Κατά τη διάταξη του άρθρου 167 παρ. 1 του ισχύοντος ΠΚ Όποιος με βία ή απειλή βίας επιχειρεί να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να ενεργήσει πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή να παραλείψει νόμιμη πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί εναντίον του ή κατά προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να τον υποστηρίξει κατά τη διάρκεια νόμιμης ενέργειας του (αντίσταση), τιμωρείται με φυλάκισή έως τρία έτη ή χρηματική ποινή". Από την αντιπαραβολή των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι είναι ταυτόσημες ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης, ενώ ως προς την ποινή ευμενέστερη είναι η διάταξη του ισχύοντος ΠΚ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της αντίστασης, στην περίπτωση που η ενέργεια του δράστη τείνει στην παράλειψη νόμιμης πράξης της αρχής ή του υπαλλήλου, απαιτείται η πράξη, σε παράλειψη της οποίας τείνει ο εξαναγκασμός, να είναι νόμιμη, δηλαδή να βρίσκεται μέσα στον κύκλο της κατά νόμο αρμοδιότητας της αρχής ή του υπαλλήλου και να συντρέχουν οι ουσιώδες τύποι που τάσσονται γι' αυτήν. Προσαπαιτείται η χρήση βίας ή απειλή βίας ή βιαιοπραγία κατά του υπαλλήλου, στην έννοια δε της βίας περιλαμβάνεται τόσο η σωματική όσο και η ψυχολογική, αλλά και κάθε είδους ενέργεια, που να μπορεί να διεγείρει στον υπάλληλο φόβο και να τον παρεμποδίσει στην εκτέλεση της υπηρεσιακής πράξης (ΑΠ 46/2018, ΑΠ 736/2023, ΤΝΠ Νόμος).

 ΙΙΙ. Ακόμη κατ` άρθρο 169 Π.Κ. "Με φυλάκιση ως έξι μήνες ή χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, ύστερα από νόμιμη πρόσκληση, αρνείται σε κάποιον από τους υπαλλήλους του άρθρου 13 παρ. α`, χωρίς αντίσταση, την υπηρεσία ή συνδρομή που οφείλεται κατά το νόμο ή την είσοδο σε οποιοδήποτε μέρος για να επιχειρηθεί κάποια νόμιμη υπηρεσιακή ενέργεια". Συνεπώς για την στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξεως της απείθειας απαιτείται: α) ύπαρξη υποχρεώσεως σε παροχή υπηρεσίας, ως υπηρεσίας νοούμενης θετικής ενεργείας του προσκαλουμένου σε θετική πράξη του υπαλλήλου, β) νόμιμη πρόσκληση υπαλλήλου, ως τοιούτου νοούμενου εκείνου του άρθρου 13 στοιχ. α’ (και δεν περιλαμβάνονται και οι του άρθρου 363α), γ) άρνηση του προσκληθέντος χωρίς αντίσταση, η οποία (άρνηση) μπορεί να είναι είτε παθητική, είτε ενεργός λ.χ. με χειρονομίες και δ) δόλος, αρκεί και ενδεχόμενος που περιλαμβάνει την γνώση της ιδιότητος του προσώπου που απευθύνει την πρόσκληση και προς το οποίο απευθύνεται η άρνηση, καθώς και τη θέληση μη συμμορφώσεως (ΑΠ 418/2010, επίσημη ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Η διάταξη δε αυτή εφαρμόζεται επικουρικά σε περίπτωση που δεν είναι εφικτή η εφαρμογή της διάταξης 167 ΠΚ. Επομένως, δεν τυγχάνουν παράλληλης εφαρμογής μεταξύ τους οι εν λόγω διατάξεις, διότι το άρθρο167 ΠΚ απαιτεί την ύπαρξη αντίστασης, ενώ το άρθρο 169 ΠΚ αποκλείει ρητά την αντίσταση.

 IV. Από τη διάταξη του άρθρου 378 παρ.2 ΠΚ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 του Π.Κ., που προσδιορίζει την έννοια του δόλου, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του πλημμελήματος της φθοράς ξένου αντικειμένου απαιτείται αντικειμενικώς η καταστροφή, ή η βλάβη, ή η με οποιοδήποτε τρόπο αχρήστευση ξένου, ολικά ή μερικά, πράγματος και αν το αντικείμενο της φθοράς χρησιμεύει για το κοινό όφελος, η χρησιμότητα αυτού πρέπει να είναι άμεση. Τέτοια θεωρούνται και τα ακίνητα που είναι καθιερωμένα και χρήσιμα για το κοινό εν γένει, που έχει άμεση πρόσβαση σ` αυτά για την εξυπηρέτησή του, όπως είναι και τα πεζοδρόμια, και υποκειμενικώς γνώση του δράστη ότι το πράγμα είναι ξένο και θέληση (ή αποδοχή) της καταστροφής ή βλάβης κλπ του πράγματος αυτού, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Καταστροφή του πράγματος υπάρχει όταν τούτο καθίσταται εντελώς διαρκώς άχρηστο για τον προορισμό του, αρκεί δε αυτή να είναι και μερική μόνο, η δε βλάβη συνίσταται είτε στη βλάβη της ουσίας του πράγματος είτε στη μείωση της χρησιμότητάς του. Το ανέφικτο δε της με οποιοδήποτε άλλο τρόπο χρήσης του πράγματος καλύπτει τις περιπτώσεις που το πράγμα, εκτός από την καταστροφή του ή τη βλάβη του, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον από τον κύριο ή τον κάτοχό του. Το έγκλημα αυτό της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, που αποβλέπει στην προστασία της ιδιοκτησίας, είναι υπαλλακτικώς μικτό και μπορεί να τελεσθεί με ένα από τους ως άνω τρόπους ενώ το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής φυλάκισης κυμαίνεται από δύο έτη μέχρι πέντε έτη και χρηματική ποινή, όπως ισχύει η διάταξη 378 παρ. 2 από 1.7.2019 (ΑΠ 612/2020, ΤΝΠ Νόμος).
 

Στην προκειμένη περίπτωση από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, οι οποίοι εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο, καθώς και το βιντεοληπτικό υλικό που προβλήθηκε, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, αποδείχτηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι: Οι κατηγορούμενοι την 17-11-2020 συμμετείχαν σε συγκέντρωση, η οποία έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη για την επέτειο του Πολυτεχνείου, όπως συμβαίνει κάθε χρόνο. Λόγω της πανδημίας Covid -19 και των έκτακτων συνθηκών που επικρατούσαν την περίοδο εκείνη, είχε εκδοθεί την 14-11 -2020 η με αριθμό 1029/8/18/14-11-2020 απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, με την οποία, κατ’ επίκληση επιτακτικών λόγων αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας [κινδύνου διασποράς κορωνοϊού (CCMD-19)], θεσπίσθηκε η απαγόρευση όλων των δημόσιων συναθροίσεων στο σύνολο της Επικράτειας, στις οποίες συμμετέχουν τέσσερα ή περισσότερα άτομα, από 15 Νοεμβρίου 2020 και ώρα 6.00 π.μ. έως και τις 18 Νοεμβρίου 2020 ώρα 9.00 μ.μ. και προβλέφθηκε η επιβολή προστίμου 300 ευρώ σε περίπτωση παράβασης της εν λόγω απαγορεύσεως. Η απαγόρευση αυτή - αν και καθολική για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα - κρίθηκε συνταγματική από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την με αριθμό ΟλΣτε 1681/2022 απόφαση (με αντίθετη γνώμη μειοψηφίας μελών στου Δικαστηρίου). Πλην όμως, κατά την περίοδο εκείνη (το Νοέμβριο 2020) είχαν εκφραστεί αντίθετες απόψεις ως προς το ζήτημα της συνταγματικότητας από πλήθος επιστημόνων. Όπως αποδείχθηκε όλοι οι κατηγορούμενοι συμμετείχαν στην ως άνω συγκέντρωση έχοντας την πεποίθηση ότι έχουν το δικαίωμα αυτό, παρά την απαγόρευση δυνάμει της απόφασης του Αρχηγού της Αστυνομίας, καθώς θεωρούσαν εύλογα την απαγόρευση αυτή αντισυνταγματική. Έτσι συμμετείχαν στην προγραμματισμένη συγκέντρωση - η οποία δεν ήταν η μοναδική εκείνη την ημέρα - αυθόρμητα ο καθένας, λαμβάνοντας ατομικά μέτρα ασφαλείας (μάσκα και αποστάσεις). Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ... οργάνωσε την συγκεκριμένη συγκέντρωση, η οποία πραγματοποιήθηκε μέσω της οδού Τσιμισκή από το ύψος της Αγίας Σοφίας ως την Καρόλου Ντηλ όπου ανακόπηκε από αστυνομικό φραγμό, ούτε ότι ο ίδιος παρά τον αστυνομικό φραγμό καθοδήγησε τους συγκεντρωμένους με χαρακτηριστικές κινήσεις των χεριών να παραμείνουν στο σημείο και να μην συμμορφωθούν με τις υποδείξεις των αστυνομικών, όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο. Αντιθέτως, όπως αποδείχθηκε υπήρξε εντολή ανακοπής της πορείας και γι’ αυτό το λόγο αυτή ανακόπηκε από αστυνομικές δυνάμεις στο ύψος της οδού Καρόλου Ντηλ. Την ίδια στιγμή αστυνομικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν και στο ύψος της Αγίας Σοφίας (όπως κατατέθηκε τόσο από τους μάρτυρες αστυνομικούς, όσο και από τους μάρτυρες υπεράσπισης, οι οποίοι ήταν και αυτόπτες μάρτυρες), με αποτέλεσμα να μην υπάρχει δυνατότητα οπισθοχώρησης των παρευρισκομένων, οι οποίοι εγκλωβίστηκαν από τις αστυνομικές δυνάμεις μεταξύ της οδού Καρόλου Ντηλ και Αγίας Σοφίας επί της οδού Τσιμισκή αναμένοντας να ανοίξει ο φραγμός. Όπως προέκυψε άτομα τα οποία βρίσκονταν στην κεφαλή της συγκέντρωσης επιχείρησαν να διαπραγματευτούν με τις αστυνομικές δυνάμεις ώστε να ανοίξει ο φραγμός επί της Καρόλου Ντηλ, ώστε να προχωρήσουν και στη συνέχεια να διαλυθούν, πλην όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Στις συζητήσεις αυτές έλαβε μέρος και ο πρώτος κατηγορούμενος, όπως προκύπτει και από σχετικό βιντεοληπτικό υλικό, πλην όμως ουδόλως προέκυψε ότι ο ίδιος οργάνωσε το συγκεντρωμένο πλήθος ή ότι τους καθοδηγούσε να μην συμμορφωθούν στις υποδείξεις των αστυνομικών. Σημειώνεται εδώ, ότι σχετική ανάρτηση του πρώτου κατηγορουμένου σε γνωστό μέσο κοινωνικής δικτύωσης η οποία αναφέρθηκε από τον μάρτυρα αστυνομικό ... και αναφέρεται και στο κατηγορητήριο (ότι δηλαδή μέσω διαδικτύου διέγειρε σε απείθεια κατά νόμιμης διαταγής της αρχής) δεν δύναται να θεωρηθεί ως διέγερση σε ανυπακοή ως προς την απόφαση του Αρχηγού της αστυνομίας, καθώς όπως προκύπτει η απόφαση αυτή εκδόθηκε 14-11-2020 και είχε διάρκεια ισχύος από 15 Νοεμβρίου 2020 και ώρα 6.00 π.μ. έως και τις 18 Νοεμβρίου 2020 ώρα 9.00 μ.μ. ενώ η επίμαχη ανάρτηση του πρώτου κατηγορουμένου με την οποία καλούσε τους πολίτες να συμμετέχουν στην συγκέντρωση της 17-11-2020 έλαβε χώρα την 12-11-2020, δηλαδή δύο μέρες πριν την έκδοση της απόφασης αυτής περί απαγόρευσης των συναθροίσεων. Περαιτέρω, όπως προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία όλοι οι κατηγορούμενοι κατά την συμμετοχή τους στην συγκέντρωση, αρχικά φορούσαν μάσκες σύμφωνα με τις συστάσεις των ιατρών, ενώ κρατούσαν και αποστάσεις ασφαλείας (βλ. σχετικές φωτογραφίες - στιγμιότυπα της συγκέντρωσης οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν). Ακόμη, δεν προέκυψε ότι κάποιος από αυτούς νοσούσε κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή ώστε οποιοσδήποτε κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας υπήρχε μόνο σε αφηρημένο επίπεδο, χωρίς να έχει ενεργοποιηθεί οποιαδήποτε πηγή κινδύνου που θα καθιστούσε δυνατή την περαιτέρω πρόκληση κινδύνου μετάδοσης της ασθένειας. Κατά συνέπεια προέκυψε ότι παραβιάστηκε μεν η με αριθμό 1029/8/18/14-11-2020 απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, με την οποία, κατ’ επίκληση επιτακτικών λόγων αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας [κινδύνου διασποράς κορωνοϊού (COVID-19)], θεσπίσθηκε η απαγόρευση όλων των δημόσιων συναθροίσεων στο σύνολο της Επικράτειας, στις οποίες συμμετέχουν τέσσερα ή περισσότερα άτομα, από 15 Νοεμβρίου 2020 και ώρα 6.00 π.μ. έως και τις 18 Νοεμβρίου 2020 ώρα 9.00 μ.μ. και προβλέφθηκε η επιβολή προστίμου 300 ευρώ σε περίπτωση παράβασης της εν λόγω απαγορεύσεως, πλην όμως δεν στοιχειοθετείται στην προκειμένη περίπτωση - πλην της διοικητικής παράβασης - το ποινικό αδίκημα της παραβίασης του άρθρου 285 παρ. 1 περ. β`του ΠΚ για την στοιχειοθέτηση του οποίου απαιτείται η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου και όχι απλώς η «προπαρασκευή» του. Επάλληλα με τα ανωτέρω, με την θέση σε ισχύ του Νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2020, ΦΕΚ Α` 95/11.6.2019) καταργήθηκε το άρθρο 3 του προϊσχύοντος ΠΚ, που όριζε ότι «Νόμοι με προσωρινή ισχύ εφαρμόζονται και μετά την παύση της ισχύος τους σε πράξεις που τελέστηκαν όταν αυτοί ίσχυαν. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη της § 1 του προηγούμενου άρθρου», παράλληλα δε, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 2 του Νέου Ποινικού Κώδικα, «Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε, καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας». Στην προκειμένη περίπτωση η ισχύς της Δ1α/Γ.Π.οικ.: 71342 από 06.11.2020 Κ.Υ.Α., την οποία επικαλείται η απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας και η οποία λογίζεται ως νόμος προσωρινής ισχύος, καθόσον αφενός μεν θεσπίστηκε για να ρυθμίσει μία έκτακτη και εξαιρετική, παροδική όμως, κατάσταση, αφετέρου δε καθοριζόταν η διάρκεια και η λήξη ισχύος της, ήτοι για το χρονικό διάστημα από το Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020 έως και τη Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020 είχε παύσει να ισχύει κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση διώξεως όπως επίσης περιορισμένης χρονικής διάρκειας ήταν και η απόφαση του Αρχηγού της αστυνομίας η οποία ίσχυσε από 15 έως 18 Νοεμβρίου. Κατά συνέπεια, δεν στοιχειοθετείται παράβαση του άρθρου 285 ΠΚ σε συνδυασμό με την με αριθμό 1029/8/18/14-11-2020 απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, καθώς η τελευταία είχε περιορισμένη χρονική ισχύ όπως και η Δ1α/Γ.Π.οικ.: 71342 από 06.11.2020 Κ.Υ.Α. βάσει της οποίας εκδόθηκε, ενώ κατ’ αρ.2 ΠΚ η πράξη έχει καταστεί ανέγκλητη με την κατάργηση του άρ. 3 του ΠΚ που όριζε ότι «Νόμοι με προσωρινή ισχύ εφαρμόζονται και μετά την παύση της ισχύος τους σε πράξεις που τελέστηκαν όταν αυτοί ίσχυαν (βλ. έτσι ΑΝΑΦ ΕΙΣΠΡ ΑΘΗΝΩΝ 815/2022, ΤΝΠ Νόμος).
 

Ακόμη όπως αποδείχθηκε, όταν ανακόπηκε η πορεία στο ύψος της Καρόλου Ντηλ και έγινε αναστροφή αυτής προς την Αγίας Σοφίας οι συγκεντρωμένοι διαπίστωσαν ότι υπήρχε αστυνομικός φραγμός και στο ύψος της Αγίας Σοφίας ο οποίος εμπόδιζε την περαιτέρω κίνησή τους. Όπως κατατέθηκε σχετικά και από τους μάρτυρες υπεράσπισης οι οποίοι ήταν παρόντες στο περιστατικό, άλλοι ως συμμετέχοντες στην συγκέντρωση και άλλοι περαστικοί από το σημείο, οι συγκεντρωμένοι εγκλωβίστηκαν από τις αστυνομικές δυνάμεις περιμετρικά, ενώ σε κάποιους από τους συγκεντρωμένους βεβαιώθηκαν πρόστιμα για την παράβαση της ως άνω απόφασης του Αρχηγού της Αστυνομίας. Οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων προέκυψε ότι βρέθηκαν μπροστά στις δυνάμεις της αστυνομίας κατά την αναστροφή της πορείας προς την οδό Αγίας Σοφίας και ουδέποτε προσκλήθηκαν από τις αστυνομικές δυνάμεις να αποχωρήσουν για να τους βεβαιωθεί σχετικό πρόστιμο. Αντιθέτως προέκυψε ότι μετά την αναστροφή της συγκέντρωσης αστυνομικές δυνάμεις προσπάθησαν να αποσπάσουν από το πλήθος συγκεκριμένα άτομα, με βίαιο τρόπο και χωρίς προηγουμένως να έχει προηγηθεί κάποια νόμιμη πρόσκληση αυτών για την βεβαίωση των στοιχείων τους ή για την βεβαίωση προστίμου. Άλλωστε μάρτυρες αστυνομικοί κατέθεσαν ότι έλαβαν εντολή από ανωτέρους τους να συλλάβουν συγκεκριμένα άτομα, χωρίς να υπάρχει ακόμη συγκεκριμένη κατηγορία σε βάρος τους. Στο πλαίσιο αυτό όπως αποδείχθηκε αστυνομικές δυνάμεις μετά από εντολή ανωτέρου τους απέσπασαν τον δεύτερο κατηγορούμενο (όπως προέκυψε και από το βίντεο που επισκοπήθηκε) ο οποίος κατά την βίαιη απόσπασή του έπεσε κάτω και επίσης του βγήκε η μάσκα. Κατά την επιχείρηση απόσπασης του τρίτου κατηγορουμένου από το πλήθος υπήρξε αναστάτωση καθώς επιχείρησαν σε βάρος του τρεις αστυνομικοί ενώ ο ίδιος κατέληξε στο έδαφος και τρίτοι παρευρισκόμενοι στο σημείο μεταξύ των οποίων και ο πατέρας του κατηγορουμένου προσπάθησαν να τους χωρίσουν και να τους πείσουν να ακολουθήσουν τη διαδικασία για την επιβολή του σχετικού προστίμου. Ο πατέρας του τρίτου κατηγορουμένου, επιχείρησε να βοηθήσει τον υιό του κρατώντας τον και ρωτώντας τις αστυνομικές δυνάμεις για ποιο λόγο τον κρατούν. Μετά το επεισόδιο αυτό κατά το οποίο δεν αποδείχθηκε ότι ο τρίτος κατηγορούμενος επιτέθηκε στους αστυνομικούς με λακτίσματα όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο, αντιθέτως αποδείχθηκε ότι ο ίδιος αιφνιδιάστηκε από την επιχείρηση των αστυνομικών δυνάμεων σε βάρος του, ο ίδιος μαζί με τον πατέρα του, αφού εκτονώθηκε η έκρυθμη κατάσταση, κατευθύνθηκαν πεζή στο σημείο στο οποίο γινόταν η βεβαίωση των προστίμων. Κατά το χρονικό αυτό σημείο ακόμη προκύπτει ότι ο τρίτος κατηγορούμενος δεν είχε ακόμη συλληφθεί, γεγονός το οποίο ενισχύει την πεποίθηση του Δικαστηρίου ότι δεν είχαν προηγηθεί λακτίσματα και συνεπώς αντίσταση του κατηγορουμένου. Σημειώνεται ότι, το Δικαστήριο πείσθηκε ότι δεν υπήρξαν λακτίσματα από τον δεύτερο και τρίτο κατηγορούμενο σε βάρος των αστυνομικών και από την επισκόπηση του βιντεοληπτικού υλικού σε συνδυασμό με τις αντικρουόμενες καταθέσεις των μαρτύρων αστυνομικών. Ειδικότερα παρότι ο μάρτυρας ...καταθέτει προανακριτικά ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος κλώτσησε στα πόδια τον Ταξίαρχο ... ενώ αυτός προηγουμένως τον είχε προσκαλέσει να προσέλθει οικειοθελώς για να του βεβαιωθεί σχετικό πρόστιμο από την επισκόπηση του βιντεοληπτικού υλικού προέκυψε ότι κατόπιν υπόδειξης του Ταξίαρχου οι αστυνομικές δυνάμεις κινήθηκαν σε βάρος των συγκεκριμένων κατηγορουμένων ώστε να αποσπαστούν από το πλήθος, χωρίς προηγουμένως να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε πρόσκληση αυτών για να τους βεβαιωθεί πρόστιμο και χωρίς να κλωτσήσουν ή να απωθήσουν βίαια τους αστυνομικούς οι οποίοι άλλωστε υπερτερούσαν σε δύναμη και εξοπλισμό τη δεδομένη στιγμή. Επίσης ενώ ο μάρτυρας ... προανακριτικά ανέφερε ότι οι εκ των κατηγορουμένων ... και ………………………………… προσκλήθηκαν από τους αστυνομικούς και αρνήθηκαν να τους ακολουθήσουν ώστε να τους βεβαιωθεί το σχετικό πρόστιμο, κατά την κατάθεση ενώπιον του Δικαστηρίου ο μάρτυρας δεν θυμόταν κάτι σχετικό με τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους αλλά αναφερόταν κυρίως στον πρώτο κατηγορούμενο για τον οποίο ωστόσο δεν είχε καταθέσει κάτι προανακριτικά (...: «Ήμασταν εκεί με εντολές του επικεφαλής μας και με εντολή του επικεφαλής μας που μας υπέδειξε το συγκεκριμένο άτομο, μας είπε ότι πρέπει να το συλλάβουμε. - Ποιον σας υπέδειξαν; - Τον κ. ... Οπότε τον προσεγγίσαμε, του δηλώσαμε την ιδιότητά μας, και εν συνεχεία του είπαμε ότι πρέπει να μας ακολουθήσει και συνεργάστηκε.» και σε άλλο σημείο «Αρχικά, αφού δηλώσαμε τη δική μας ιδιότητα μας είπαν ότι δεν κάναμε τίποτε, γιατί να γίνει αυτό;" και τέτοια πράγματα. Αλλά στην συνέχεια μας ακολούθησαν κανονικά. Στο τέλος δηλαδή συνεργάστηκαν (εννοεί οι ... και ...), οι οποίοι ωστόσο όπως κατέθεσε δεν συνελήφθησαν στο ίδιο σημείο). Αναφέρθηκε δε στους τρεις αυτούς κατηγορουμένους μόνο μετά από σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, γεγονός το οποίο ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου ότι στην πραγματικότητα κανείς από τους κατηγορουμένους δεν κλήθηκε από τους αστυνομικούς ώστε να τους βεβαιωθεί το προβλεπόμενο πρόστιμο, αλλά επιχειρήθηκε αιφνίδια η βίαιη απόσπασή τους από το πλήθος. Περαιτέρω, ενώ ο τρίτος κατηγορούμενος πορευόταν μαζί με τον πατέρα του προς το σημείο επιβολής προστίμων, μετά το ως άνω επεισόδιο με τις αστυνομικές δυνάμεις, εντελώς αιφνίδια δόθηκε εντολή να συλληφθεί καθώς ένας εκ των αστυνομικών οι οποίοι συμμετείχαν στην αμέσως προηγούμενη επιχείρηση απόσπασης ατόμων από την πορεία και συγκεκριμένα ο ... δήλωσε ότι ο τρίτος κατηγορούμενος του έσπασε προηγουμένως τον φορητό του πομποδέκτη. Όπως κατέθεσε προανακριτικά ενόρκως ο αστυνομικός αναφερόμενος στον τρίτο κατηγορούμενο στην προσπάθεια να του πιάσει το χέρι και να τον απομακρύνει από τα λοιπά άτομα «αυτός αντιστάθηκε σθεναρά, τραβώντας βίαια την θήκη του υπηρεσιακού φορητού πομποδέκτη με αποτέλεσμα αυτός να πέσει κάτω». Στην κατάθεσή του ωστόσο ενώπιον του Δικαστηρίου ενώ αρχικά κατέθεσε ότι δεν κατάλαβε πως του έφυγε ο πομποδέκτης στη συνέχεια αποδίδει το σπάσιμο αυτού σε ενέργεια του τρίτου κατηγορουμένου. (...: «στην μάχη επάνω δεν είχα καταλάβει, μέχρι να τον αποσπάσουμε ότι είχα χάσει εγώ τον πομποδέκτη μου», «Μου τράβηξε επίσης τον εξοπλισμό μου, μου έκοψε και τον θώρακα τον προστατευτικό που φοράμε το λουρί, τον συλλάβαμε, καταφέραμε να τον δεσμεύσουμε, τον οδηγήσαμε, επιβεβαιώθηκε πρόστιμο και οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Μέγαρο για τις υπόλοιπες νόμιμες διαδικασίες», και «αν ο φερόμενος ως κατηγορούμενος δεν μου έσκιζε τον εξοπλισμό μου και δεν με κλοτσούσε, δεν θα τον συλλαμβάναμε. Πολλοί αποκόπηκαν βίαια από το πλήθος, τους βεβαιώθηκε το πρόστιμο και αποχώρησαν, χωρίς να απαιτήσουν τίποτα ούτε αυτοί ούτε οι συνάδελφοι. Αυτός ο συγκεκριμένος γι` αυτό το λίγο συνελήφθη»). Η κατάθεση αυτή δεν κρίνεται πειστική από το Δικαστήριο το οποίο καταλήγει στην κρίση ότι ο πομποδέκτης δεν αφαιρέθηκε από συγκεκριμένο άτομο και ιδίως από τον τρίτο κατηγορούμενο (σε βάρος του οποίου όπως επίσης αποδείχθηκε δεν βεβαιώθηκε σχετικό πρόστιμο) όπως αναπόδεικτα κατέθεσε ο μάρτυρας αλλά έπεσε και έσπασε λόγω της έντασης που υπήρξε μεταξύ των διαδηλωτών και των αστυνομικών δυνάμεων τη δεδομένη χρονική στιγμή. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω πλεοναστικά αναφερόμενων, ο πομποδέκτης του αστυνομικού δεν μπορεί να θεωρηθεί πράγμα το οποίο χρησιμεύει για το κοινό όφελος, η χρησιμότητα του οποίου είναι άμεση σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας. Επομένως, πρέπει ως προς την πράξη αυτή να γίνει ορθός νομικός χαρακτηρισμός από φθορά πράγματος που χρησιμοποιείται για το κοινό όφελος (378 παρ.2 ΠΚ ) σε απλή φθορά ξένης ιδιοκτησίας μικρής αξίας και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη σε βάρος του τρίτου κατηγορουμένου λόγω έλλειψης έγκλησης (378 παρ.1 εδ.β σε συνδ. με 381 ΠΚ).
 

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει ο πρώτος κατηγορούμενος να κηρυχθεί αθώος για τις πράξεις τις οποίες κατηγορείται (183 ΠΚ και 285 παρ.1β ΠΚ) καθώς επίσης όλοι οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι σύμφωνα με το παραπάνω σκεπτικό για το αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 285 παρ.1β ΠΚ). Περαιτέρω πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι ... και ... για την πράξη της αντίστασης (167 παρ.1 ΠΚ) καθώς όπως αποδείχθηκε δεν άσκησαν βία σε βάρος των αστυνομικών με σκοπό να υποχρεώσουν αυτούς σε παράλειψη κάποιας νόμιμης ενέργειας καθώς αφενός δεν προσκλήθηκαν προηγουμένως από αυτούς να τους ακολουθήσουν ώστε να γίνει έλεγχος και να τους βεβαιωθεί πρόστιμο, αφετέρου δεν προέκυψε ότι εκείνη τη στιγμή της έντασης οι αστυνομικοί επιχειρούσαν να συλλάβουν τον τρίτο κατηγορούμενο, καθώς ο τελευταίος συνελήφθη αργότερα με αφορμή τον σπασμένο πομποδέκτη του αστυνομικού μετά τα επεισόδια. Για τον ίδιο λόγο - για το γεγονός δηλαδή ότι δεν προηγήθηκε νόμιμη πρόσκληση για την βεβαίωση προστίμου και άρνηση αυτών να συμπράξουν για να τους βεβαιωθεί το σχετικό πρόστιμο - πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι 2ος, 3ος, 4ος, 5ος και 6ος των κατηγορουμένων για το αδίκημα της απείθειας.

 

Must red-read

Επικοινωνία γονέα-τέκνου, υπό τα "μάτια" του Υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη

    3442/2021 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ (ΜΟΝ) (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Μεταρρύθμιση απόφασης με αίτημα τον περιορισμό του χρόνου της επικοινωνίας του πατέρα με...