Αποφάσισα να κάνω μια βόλτα
στο δάσος, των παιδικών μου χρόνων
η θάλασσα του λογισμού μ' εγκατέλειψε
σταγόνες μόνο λειψανδρίας συναισθημάτων
με κατέκλυσαν
ζωσμένος με τύψεις κι ένα κασκέτο για άμυνα
ήταν άσπρα τα μαλλιά
σ' έναν κρανίου τόπο
εκεί περιχαρής στην μοναξιά μου
καταβρόχθιζα τις άσπρες νιφάδες
λιώνοντας από μέσα μου ο έρως
για το παγωμένο χαμόγελό σου
εγγαστρίμυθος η φωνή σου
η σκέψη σου
η ανάμνησή σου
νωχελικά συρόταν ο ήχος και ο απόηχος
αυτής της τραγωδίας
τυμβωρύχος κατάντησε η αγάπη σου
να πετάει τα φτερά μου
σε κατεύθυνση ανηφορική
από έναν τάφο χαμένο στο ζενίθ σου
Θέλω να με κοιτάς στα μάτια
όταν χάνεσαι στο ουράνιο άπαν μου