Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΚΠΔ (GPDR). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΚΠΔ (GPDR). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Αποζημίωση 10.000 ευρώ για κάθε ανεπιθύμητη και αζήτητη επικοινωνία

 


 

573/2025 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ (ΜΟΝ) 
 

Τηλεπικοινωνίες και προστασία προσωπικών δεδομένων. Μητρώο άρ. 11 ν. 3471/2006. Αρχείο αντιρρήσεων άρ. 13 ν. 2472/1997. Μη ζητηθείσες κλήσεις με ανθρώπινη παρέμβαση για προωθητικούς και διαφημιστικούς σκοπούς. Όχληση του εκκαλούντα, μέσω της αποστολής sms, για προωθητικούς σκοπούς, παρά την σχετική εναντίωσή του στην εναγόμενη πάροχο τηλεπικοινωνιών. Ηθική βλάβη για ανεπιθύμητα διαφημιστικά μηνύματα σε συνδρομητές που έχουν δηλώσει ότι δεν επιθυμούν να λαμβάνουν τέτοιες. Θέσπιση ελάχιστου ορίου της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, με σκοπό να διασφαλιστεί η προστασία των πολιτών από επεμβάσεις στα προσωπικά τους δεδομένα και στην ιδιωτικότητα αυτών και παράλληλα να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα. Αρχή αναλογικότητας. Δεν είναι αντισυνταγματική η εν λόγω διάταξη, ως αντικείμενη στην από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, αλλά σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος, ενώ δεν υφίσταται αναλογία μεταξύ των οικονομικών σκοπών που εξυπηρετούνται με τις «αζήτητες» τηλεφωνικές διαφημιστικές κλήσεις και των συνταγματικά προστατευομένων προσωπικών δεδομένων των πολιτών. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας για το αν παραβιάζεται η εν λόγω αρχή ελέγχεται μόνο αν η επιδικασθείσα χρηματική ικανοποίηση υπερβαίνει τα από το νόμο καθοριζόμενα ελάχιστα όρια. Επιβολή προστίμου στην καταγγελλόμενη πάροχο με απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, διά της οποίας διαπιστώθηκε ότι παραβίασε διατάξεις περί των προσωπικών δεδομένων, αποστέλλοντας τα προωθητικά μηνύματα στον καταγγέλλοντα παρά τη σχετική εναντίωσή του και τις διαμαρτυρίες του, καθώς και την απένταξη του τηλεφωνικού του αριθμού από το Μητρώο, χωρίς να το ζητήσει ο ίδιος. Ευθύνη της εναγομένης αντικειμενικά ως υπεύθυνης επεξεργασίας, για την αποστολή των μηνυμάτων και κατ’ εντολή της, χωρίς να μετατίθεται η πλημμέλεια αυτή στους υπαλλήλους της. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Δέχεται. Εξαφανίζει την 456/2024 ΜΠρΑθ.
 
 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αριθμός Απόφασης 573/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα ...

 Αποτελούμενο από την Δικαστή Κυριακή Γαλλιού, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Θεώνη Αναγνωστοπούλου.

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22-10-2024 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: 
 ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: 
 

Ο ενάγων και, ήδη εκκαλών, με την από 27-7-2023 αγωγή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό .........., ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ` αριθμ. 456/2024 οριστική του απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 28-6-2024 έφεσή του προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό ............ και προσδιορίστηκε για να δικαστεί με αρ. εκθ. καταθ. .........., για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, κατόπιν δηλώσεών τους, που έγιναν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, αλλά κατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
 

Η υπό κρίση από 28-6-2024 (αριθμ. εκθ. καταθ. ............) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος πρωτοδίκως ενάγοντος, κατά της υπ` αριθμ. 456/20-5-2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε την από 27-7-2023 με αριθμό κατάθεσης ........... αγωγή του ενάγοντος εναντίον της τότε εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 614 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε συνδ. με άρθρο 14 παρ. 3 Ν. 3471/2006), αρμοδίως καθ` ύλη και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί νόμιμα, με κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 513, 516-518, 520 του ΚΠολΔ ως ισχύουν μετά την τροποποίηση του ΚΠολΔ με το άρθρο 1, άρθρο τρίτο και ένατο του Ν 4335/2015) και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε διετία από την έκδοσή της. Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 ΚΠολΔ), ενώ έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ παράβολο (βλ. με αριθμό ........... e - Παράβολο, που αναφέρεται επίσης στην ως άνω ............. έκθεση κατάθεσης).

 Με την από 27-7-2023 αγωγή, που άσκησε ο ενάγων και ήδη εκκαλών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίσθηκε ότι η εναγομένη είναι πάροχος τηλεπικοινωνιών και ότι ο ίδιος, ο οποίος είναι ελεύθερος επαγγελματίας - .........., τυγχάνει συνδρομητής καρτοκινητής τηλεφωνίας της (με αριθμό ...........). Ότι, κατόπιν αιτημάτων του ....../στις 28-1-2016, εντάχθηκε, στο θεσμοθετημένο Μητρώο, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 3471/2006, προκειμένου να μη δέχεται κλήσεις με ανθρώπινη παρέμβαση για προωθητικούς και διαφημιστικούς σκοπούς και, ii/ στις 31-1-2018, άσκησε το δικαίωμα εναντίωσης, που του παρείχε το άρθρο 13 του ν. 2472/1997 και ήδη 21 του ΓΚΠΔ (με ημερομηνία έναρξης ισχύος 25-5-2018), προκειμένου να εξαιρεθεί από κάθε είδους προωθητικές ενέργειές της με κάθε άλλο, πλην του ανωτέρω, μέσο επικοινωνίας (sms, email κ.λπ.). Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η εναγομένη καταχώρησε τα αιτήματά του, δέχθηκε εκ μέρους της τέσσερα συνολικά sms για προωθητικούς σκοπούς (δύο προωθητικά sms στις 14-6-2018 και από ένα στις 19-9-2019 και στις 27-11-2019), κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, γεγονός που συνιστά παραβίαση των παρ. 1, 2, 3, και 4 του άρθρου 11 και του άρθρου 14 του ν. 3471/2006. Συγκεκριμένα, η τελευταία δεν συμμορφωνόταν και συνέχιζε να τον οχλεί για προωθητικούς σκοπούς, αν και ο ίδιος, μετά από κάθε όχληση, επικοινωνούσε με την εναγομένη και της δήλωνε την εναντίωσή του και ότι ήδη έχει προβεί στις ανωτέρω νόμιμες ενέργειες. Ότι, περαιτέρω, η εναγομένη, μη ανταποκρινόμενη στα γραπτά αιτήματά του για τη χορήγηση στοιχείων αναφορικά με τα προσωπικά του δεδομένα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, του στέρησε το δικαίωμα πρόσβασης, επίσης κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας. Κατόπιν καταγγελιών του στην ΑΠΔΠΧ για τις ανωτέρω παραβάσεις, εκδόθηκε σε βάρος της εναγομένης, η υπ`αρ. .......... απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ), που της επέβαλε πρόστιμο ύψους 150.000 ευρώ, για παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 21 παρ. 3, 15 παρ. 1, σε συνδυασμό με 12 παρ. 2, 3 και 4 και 25 παρ. 1 του ΓΚΠΔ. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενος ότι οι παραπάνω παράνομες και υπαίτιες πράξεις της εναγόμενης, διά των προστηθέντων οργάνων της, που συνίστανται επιπλέον και στην παράνομη επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, οι οποίες διήρκησαν παρά τις επανειλημμένες διαμαρτυρίες του για αρκετά ευρύ χρονικό διάστημα, προσέβαλαν την προσωπικότητά του και προκάλεσαν σε αυτόν μεγάλη ψυχική αναστάτωση, στεναχώρια, εκνευρισμό και ανησυχία, ζήτησε, όπως παραδεκτά, με προφορική δήλωση του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει έντοκο αναγνωριστικό, Α/ να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ (αναφορικά με τις δύο πρώτες πράξεις) και να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ (αναφορικά με τις λοιπές), ήτοι 10.000 ευρώ για κάθε μία παράβαση, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη επίδοσης της αγωγής μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, Β/ να υποχρεωθεί η εναγομένη να παραλείπει παρόμοιες παραβάσεις στο μέλλον, με απειλή χρηματικής ποινής ύψους 12.000 ευρώ για κάθε παραβίαση της υποχρέωσης συμμόρφωσης, Γ/ να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και Δ/ να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η εκκαλουμένη με αριθμό 456/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, i/ αφού για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής προσκομίστηκε από τον ενάγοντα το κατ` άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 4640/2019 ενημερωτικό έντυπο, νομίμως υπογεγραμμένο και, ii/ για το εν μέρει καταψηφιστικό αντικείμενο αυτής, καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων, κρίθηκε αυτή (αγωγή) νόμιμη, έγινε εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, Α/ υποχρεώθηκε η εναγομένη να παραλείπει στο μέλλον την επικοινωνία με τον τηλεφωνικό αριθμό του ενάγοντα για προωθητικούς-διαφημιστικούς σκοπούς, με την απειλή χρηματικής ποινής ύψους 1.000 ευρώ για κάθε παραβίαση της απόφασης ως προς την προηγούμενη διάταξη, η οποία κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, Β/ υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.500 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοσης της αγωγής μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, καταδικάζοντάς την σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ύψους 150 ευρώ. Κατά της εν λόγω απόφασης παραπονείται ο εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ώστε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή εν όλω η αγωγή του.

 Το ζήτημα των τηλεφωνικών κλήσεων, για σκοπούς απευθείας προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς, ρυθμίζεται στο άρθρο 11 Ν. 3471/2006, όπου ορίζονται τα σχετικά με τις μη ζητηθείσες επικοινωνίες. Ειδικότερα, στη διάταξη των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 11 Ν. 3471/2006, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 και 2 Ν. 3917/2011, ορίζεται ότι: «1. Η χρησιμοποίηση αυτόματων συστημάτων κλήσης συσκευών, ιδίως με χρήση τηλεομοιοτυπίας (φαξ) ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, και γενικότερα η πραγματοποίηση μη ζητηθεισών επικοινωνιών με οποιοδήποτε μέσο ηλεκτρονικής επικοινωνίας, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς επιτρέπεται μόνο, αν ο συνδρομητής συγκατατεθεί εκ των προτέρων ρητώς. 2. Δεν επιτρέπεται η πραγματοποίηση μη ζητηθεισών επικοινωνιών (κλήσεων) για τους ανωτέρω σκοπούς, εφόσον ο συνδρομητής έχει δηλώσει προς τον φορέα παροχής της διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας, ότι δεν επιθυμεί γενικώς να δέχεται τέτοιες κλήσεις. Ο φορέας υποχρεούται να καταχωρίζει δωρεάν τις δηλώσεις αυτές σε ειδικό κατάλογο συνδρομητών ο οποίος είναι στη διάθεση κάθε ενδιαφερομένου». Η ανωτέρω διάταξη είναι σύμφωνη με όσα ορίζονται στο άρθρο 13 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί με την Οδηγία 2009/136/ΕΚ, η οποία στην παρ. 3 του ανωτέρω 14 άρθρου αφήνει στη διακριτική ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη να ρυθμίσει τις προϋποθέσεις πραγματοποίησης τηλεφωνικών κλήσεων με ανθρώπινη παρέμβαση είτε μετά από προηγούμενη συγκατάθεση (σύστημα «opt in») είτε με δήλωση αντίρρησης (σύστημα «opt out»). Το σύστημα «opt out» έχει ως συνέπεια ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορούν να απευθύνουν τις αντιρρήσεις τους, όσον αφορά την επεξεργασία των δεδομένων τους, είτε ειδικά, απευθείας στον υπεύθυνο επεξεργασίας (δηλαδή στο διαφημιζόμενο), ασκώντας το δικαίωμα αντίρρησης ως προς την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, βάσει του άρθρου 13 Ν. 2472/1997 είτε γενικά, μέσω της εγγραφής τους στον ειδικό κατάλογο συνδρομητών του παρόχου που προβλέπει το άρθρο 11 παρ. 2 Ν. 3471/2006 (ΣτΕ 1713/2023, ΣτΕ 1845/2022, ΣτΕ 1451/2021). Ο Νόμος προβλέπει τη δημιουργία Μητρώων («opt out») σε κάθε πάροχο υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ότι δεν επιθυμεί να λαμβάνει τηλεφωνικές κλήσεις για απευθείας εμπορική προώθηση. Ο κάθε πάροχος φέρει, με την προαναφερόμενη διάταξη, την υποχρέωση να τηρεί, με αυτές τις δηλώσεις, Δημόσιο Μητρώο που επιτελεί έναν δημόσιο σκοπό και στο οποίο έχει πρόσβαση όποιος ενδιαφέρεται να το χρησιμοποιήσει για απευθείας εμπορική προώθηση. Βάσει των ανωτέρω, οι πάροχοι έχουν την υποχρέωση: α) να τηρούν το Δημόσιο Μητρώο, που, όπως προαναφέρθηκε, τους ανατέθηκε με την ανωτέρω διάταξη, και β) όταν οι ίδιοι ενεργούν με σκοπό να διαφημίζουν τις υπηρεσίες τους να λαμβάνουν υπόψη το Μητρώο που τηρούν όχι μόνο οι ίδιοι αλλά και κάθε άλλος πάροχος. Έτσι, οι πάροχοι προκειμένου να προβούν νόμιμα σε προωθητικές ενέργειες (για διαφημιστικούς σκοπούς των ιδίων), όπως κάθε διαφημιζόμενος, οφείλουν να ελέγχουν προηγουμένως και τις δύο κατηγορίες αρχείων δηλώσεων, δηλαδή αυτήν που αφορά στους συνδρομητές όλων των παροχών (και του ιδίου) που έχουν δηλώσει ότι δεν επιθυμούν να λαμβάνουν διαφημιστικές κλήσεις γενικά και αποτελεί το σύνολο των επί μέρους μητρώων του άρθρου 11 παρ. 2 Ν. 3471/2006 που θα πρέπει να λαμβάνουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα (μηνιαία) από κάθε πάροχο και αυτήν που αναφέρεται στον ίδιο τον πάροχο ειδικά. Οι διαφημιζόμενοι οφείλουν να λαμβάνουν από όλους τους παρόχους επικαιροποιημένα αντίγραφα των μητρώων του άρθρου 11 Ν. 3471/2006 και να εξασφαλίζουν ότι έχουν διαθέσιμες τις δηλώσεις των συνδρομητών που έχουν πραγματοποιηθεί έως τριάντα ημέρες πριν από την πραγματοποίηση της τηλεφωνικής κλήσης. Εξάλλου, με τις διατάξεις του Ν. 3471/2006 (με τις οποίες συμπληρώνεται το προϋπάρχον αυτού νομικό πλαίσιο: άρθρο 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. 2, 94 και 19 Συντάγματος, 57 ΑΚ κ.λπ) οριοθετείται η έκταση προστασίας των αντιτιθέμενων αγαθών της προσωπικότητας (ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και ιδιωτικότητας του ατόμου) και της πληροφοριακής ελευθερίας (του δικαιώματος του προσώπου να πληροφορεί και να πληροφορείται), θέτοντας στην άσκηση της τελευταίας συγκεκριμένους περιορισμούς, ώστε να διασφαλίζεται τόσο η προστασία της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και ιδιωτικότητας του φυσικού προσώπου όσο και η ελεύθερη κυκλοφορία (συλλογή - μετάδοση - χρήση) των πληροφοριών που μπορεί ν` αφορούν το φυσικό πρόσωπο, για την ασφάλεια των συναλλαγών και για την εγκαθίδρυση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Φορέας της σχετικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση είναι αυτός που υπέστη άμεσα την ηθική βλάβη, δηλαδή το κατά τις διατάξεις του Ν. 3471/2006 υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων (σχετ. ΑΠ 1257/2005), η αξίωση όμως αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης αυτού με βάση την ανωτέρω διάταξη διαφοροποιείται από τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων του ΑΚ, που εφαρμόζονται μόνο συμπληρωματικά κατά το μέτρο που δεν αντιτίθενται στο νόμο. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 και 2 του νόμου αυτού ορίζεται ότι: (παρ. 1). «Φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, κατά παράβαση του νόμου αυτού, προκαλεί περιουσιακή βλάβη υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση», (παρ. 2). «Η κατά το άρθρο 932 Α.Κ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου ορίζεται, κατ` ελάχιστο, στο ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, εκτός αν ζητηθεί από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό. Η χρηματική ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξάρτητα από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη», ενώ με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου ορίζεται περαιτέρω ότι «Οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 664 έως 676 Κ.Πολ.Δ., ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών για τη διαπίστωση παρανομίας ή την άσκηση ποινικής δίωξης». Εξ άλλου τα θεμελιώδη δικαιώματα των υποκειμένων, που μπορεί να θίγονται ή περιορίζονται, όχι μόνο διασφαλίζονται συνταγματικά, αλλά τίθενται, υπό την «εγγύηση του Κράτους» και περιορίζονται μόνον χάριν λόγων δημοσίου συμφέροντος και υπό προϋποθέσεις. Ο εθνικός νομοθέτης, με σκοπό να διασφαλίσει την ελάχιστη προστασία των πολιτών από επεμβάσεις στα προσωπικά τους δεδομένα και στην ιδιωτικότητα αυτών από συνήθως ισχυρά οικονομικούς οργανισμούς που προωθούν τα προϊόντα τους και παράλληλα να έχει η ορισθείσα χρηματική ικανοποίηση, τον απαιτούμενο αποτρεπτικό χαρακτήρα, έθεσε με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 ως ελάχιστο όριο της «εύλογης χρηματικής ικανοποίησης το ποσό των 10.000 ευρώ. Συνεπώς, δεν είναι αντισυνταγματική η εν λόγω διάταξη, ως αντικείμενη στην από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, αλλά σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος, ενώ δεν υφίσταται αναλογία μεταξύ των οικονομικών σκοπών που εξυπηρετούνται με τις «αζήτητες» τηλεφωνικές διαφημιστικές κλήσεις και των συνταγματικά προστατευομένων προσωπικών δεδομένων των πολιτών. Ακόμα, η αρχή της αναλογικότητας, που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, έστω και αν τούτο ρητά δεν αναφέρεται σε αυτήν. Η εν λόγω αρχή αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος που επίσης καθιερώνει η διάταξη της παρ. 3 του ιδίου άρθρου του Συντάγματος, γεγονός που συμβαίνει όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει προφανώς τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα (μέσο) έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του δεν είναι επιτρεπτή. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων, ακόμη και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αυτά αποτυπώνονται με τη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, οπότε και πάλι παραβιάζεται η εν λόγω αρχή. Τέλος, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης αυτής είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, που αυτός υπέστη λόγω της αδικοπραξίας, ήτοι για τη μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία που υφίσταται ο παθών από την προσβολή των μη περιουσιακών αγαθών του (ζωής, υγείας, ελευθερίας, τιμής κλπ), η οποία είναι ανεξάρτητη από την κατά τα άρθρα 297 και 298 του ΑΚ ζημία σε περιουσιακά αγαθά αυτού, ώστε αυτός να απολαύσει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, η οποία άλλωστε δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτό αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του "ευλόγου" εκείνα τα κριτήρια που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης αυτής. Τέτοια κριτήρια είναι ιδίως το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι όλες ειδικότερες συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος. Τα κριτήρια αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης, λόγω αδικοπραξίας, του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, αποφασίζεται (κατ` αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα τη κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του "ευλόγου" και συνακόλουθα το "εύλογο " εμπεριέχεται αναγκαίως στο "ανάλογο". Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μία ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ύψος του ποσού της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης ελέγχεται αναιρετικά από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (και από τους αριθμούς 1 και 6 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ), για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ.1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ ΑΠ 9/2015, ΑΠ 392/2022, ΑΠ 617/2022, ΑΠ 367/2020). Ειδικότερα, εφόσον κατά τα ήδη προεκτεθέντα το ελάχιστο όριο των 10.000 ευρώ που προβλέπει η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 δεν αντίκειται στην καθοριζόμενη από το Σύνταγμα αρχή της αναλογικότητας, αλλά έχει θεσπισθεί για την ουσιαστική προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων, που προστατεύονται από το Σύνταγμα, η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας για το αν παραβιάζεται η εν λόγω αρχή ελέγχεται μόνο αν η επιδικασθείσα χρηματική ικανοποίηση υπερβαίνει τα ως άνω από το νόμο καθοριζόμενα ελάχιστα όρια (ΑΠ 564/2024).

 Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, .........., για λογαριασμό του ενάγοντος και ......, για λογαριασμό της εναγομένης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά τη συνεδρίαση της 26-1-2024, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την πρωτοβάθμια απόφαση πρακτικά, από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 529 παρ. 1α ΚΠολΔ), τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 395, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων από τα ανωτέρω έγγραφα να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για καθένα μνεία, που είναι, όμως, ισοδύναμα και όλα, ανεξαιρέτως, συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1045/2017, ΑΠ 471/2016, ΑΠ 1628/2003), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «...........» αποτελεί μεγάλη εταιρεία τηλεπικοινωνιών, συγχωνεύτηκε, δε, διά απορροφήσεως, δυνάμει της υπ` αριθμ. .......... πράξης του συμβολαιογράφου Αθηνών .......... και της από ........... εγκριτικής απόφασης της Υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ., ως απορροφώσα εταιρεία, με τις εταιρείες α/ ......... β/ .......... και γ/ έχοντας, πλέον, κατόπιν τροποποιήσεως του καταστατικού της, την επωνυμία ........... Κατόπιν αυτών, η εναγομένη αποτελεί εύρωστη εταιρεία και καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του τομέα τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στη χώρα μας. Ο ενάγων τυγχάνει συνδρομητής καρτοκινητής τηλεφωνίας της εναγομένης (ως πάροχο τηλεπικοινωνιών), με τον αριθμό ............, άσκησε, δε, το προβλεπόμενο στο άρθρο 21 παρ. 2 ΓΚΠΔ δικαίωμα εναντίωσης, με την από 28-1-2016 εγγραφή του, κατόπιν σχετικού αιτήματός του α/ στο Ειδικό Μητρώο Αντιρρήσεων που τηρεί η εναγομένη, ως εξαιρούμενος από οποιαδήποτε προωθητική ενέργεια και, β/ στο Μητρώο του άρθρου 11 ν. 3471/2016 (μητρώο «opt out»), το οποίο επίσης τηρεί η τελευταία, για την εξαίρεση από πραγματοποίηση τηλεφωνικών προωθητικών κλήσεων στον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου. Εντούτοις, μετά την ημερομηνία εγγραφής του στο Ειδικό Μητρώο Αντιρρήσεων, ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη 4 ανεπιθύμητα προωθητικά μηνύματα (sms), στις 14-6-2018, 19-9-2019 και 27-11- 2019, εκ των οποίων τα δύο μηνύματα στις 14-6-2018 και το μήνυμα στις 27-11- 2019 δεν περιλάμβαναν δυνατότητα διαγραφής του αποδέκτη. Ειδικότερα, τα ανωτέρω μηνύματα είχαν το κάτωθι περιεχόμενο: στις 14.6.2018 δέχθηκε το μήνυμα «Μπες στο ......... APP και ενεργοποίησε το More πακέτο της επιλογής σου. Σήμερα είναι η τελευταία μέρα που μπορείς να ενεργοποιήσεις ένα πακέτο more. Από αύριο, για να έχεις πρόσβαση στα πακέτα 2.5 ευρώ, θα χρειαστεί να ενεργοποιήσεις βασικό ..... πακέτο» 2/ και το μήνυμα «Το πακέτο New talk to all and data λήγει απόψε. Μπες στο ΧΧΧΧ APP και ενεργοποίησε το πάλι για λεπτά ομιλίας προς όλους, sms και ΜΒ με μία κίνηση», 3/ στις 19.9.2019 έλαβε το μήνυμα «Δώρο έως 12 μήνες ........ με νέα σύνδεση ....... μέχρι 30.9, για να απολαμβάνεις αγαπημένες σειρές, ταινίες, ντοκιμαντέρ! Ενημερώσου εδώ ....../........ ή έλα σε ένα κατάστημα .......! Για να μη λαμβάνεις προσφορές μπες εδώ bit.ly/........» και 4/ στις 27.11.2019 έλαβε το μήνυμα «Black Friday στα καταστήματα .......! Έλα έως 30.11 και βρες μοναδικές προσφορές σε smartphones, tablets & accessories! Επιπλέον, κέρδισε 20% της αξίας των συναλλαγών σου σε yellows! Δες εδώ http://byt.ly/........». Ο ενάγων μετά τη λήψη κάθε προωθητικού μηνύματος (sms) απέστειλε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην εναγομένη εκφράζοντας την αντίθεσή του και επαναλάμβανε ότι είναι καταχωρημένος στο Ειδικό Μητρώο Αντιρρήσεων και ως εκ τούτου εξαιρούνταν από οποιαδήποτε προωθητική ενέργεια. Αντίθετα, η εναγομένη ουδέν έπραξε προς την κατεύθυνση της πραγματικής εξαίρεσής του, απάντησε, δε, στον ενάγοντα (ο οποίος είχε απευθυνθεί προς αυτή παραπονούμενος από 25-5-2018) ηλεκτρονικά i/ στις 14-6-2018, ότι θα έπρεπε να καλέσει στο ......., ώστε να γίνει η ταυτοποίηση των στοιχείων του και να περιληφθεί άμεσα στη λίστα των ατόμων, που δεν επιθυμούν να λαμβάνουν επικοινωνία για εμπορική προώθηση προϊόντων και, επέμενε στην ίδια θέση, μέχρι και 20-6-2028, επαναλαμβάνοντας ότι, για λόγους προστασίας των προσωπικών του δεδομένων και ορθής ταυτοποίησης των στοιχείων του, η ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης του ενάγοντος, με βάση προηγούμενο αίτημά του, μπορούσε να γίνει μόνο μέσω επίσκεψης φυσικού καταστήματος ή αποστολής συστημένης επιστολής και, ii/ στις 8.11.2019, ότι υπήρξε (αναφερόμενη στο προωθητικό μήνυμα της 19ης-9-2019) «μεμονωμένο ατυχές περιστατικό», που οφειλόταν σε εσφαλμένο από αμέλεια χειρισμό υπαλλήλου της, αιτιολογία την οποία επανέλαβε και για το προωθητικό μήνυμα της 27ης -11-2019. Σημειωτέον, ότι τα επανειλημμένα αιτήματα πρόσβασης του ενάγοντος προς την εναγομένη σε τυχόν συγκατάθεσή του για προωθητικά sms και αυτοματοποιημένες κλήσεις δεν ικανοποιήθηκαν αυτοβούλως από την τελευταία, παρά μόνο στις 9-8-2023, μετά την έκδοση της υπ`αρ. ......... απόφασης της ΑΠΔΠΧ, με την οποία δόθηκε εντολή στην εναγομένη να τα ικανοποιήσει. Πράγματι, κατόπιν των υπ` αρ. .........../15.6.2018, ........./26.6.2018, ......./26.6.2018, ......./26.6.2018, ......./14.11.2019 και ........../14.1.2020 καταγγελιών του ενάγοντος, εκδόθηκε η υπ` αρ. ........ απόφασή της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ), με την οποία, αφού ελήφθησαν υπόψη οι έγγραφες απόψεις της εναγομένης και αντικρούστηκαν ως αβάσιμες αυτές επαρκώς, διαπιστώθηκε ότι η καταγγελλόμενη – εναγομένη i/ παραβίασε το άρθρο 21 παρ 3 ΓΚΠΔ με την αποστολή των 4 προωθητικών μηνυμάτων στον καταγγέλλοντα παρά τη σχετική εναντίωσή του και τις επανειλημμένες διαμαρτυρίες του, καθώς και την απένταξη του τηλεφωνικού του αριθμού από το Μητρώο του άρθρου 11 για διάστημα 3 μηνών χωρίς να το ζητήσει ο ίδιος, ii/ παραβίασε το άρθρο 15 παρ. 1, σε συνδυασμό προς το άρθρο 12 παρ. 2, 3 και 4 ΓΚΠΔ, αναφορικά με το δικαίωμα πρόσβασης του καταγγέλλοντος, αφού δεν παρείχε απάντηση στον τελευταίο έστω και αρνητική και, iii/ παραβίασε το άρθρο 25 (1) ΓΚΠΔ, καθότι δεν διέθετε στην πράξη τις απαραίτητες διαδικασίες και τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να εξασφαλίσει το δικαίωμα εναντίωσης και τη διακοπή της επεξεργασίας των δεδομένων για τον προωθητικό σκοπό, ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις του ΓΚΠΔ και να προστατεύονται τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων και, εν τέλει, της επέβαλε, μεταξύ άλλων, πρόστιμο συνολικού ύψους 150.000 ευρώ. Επομένως, οι από την ανωτέρω συνεχείς ενοχλήσεις στον παραπάνω τηλεφωνικό αριθμό εναγόμενη, μέσω sms, έλαβαν χώρα, παρά τη ρητή εναντίωση του ενάγοντος και την εγγραφή του στο ειδικό μητρώο, του δημιούργησαν εκνευρισμό και ψυχική αναστάτωση, παραβιάζοντας την ιδιωτικότητά του, το δικαίωμά του σε ησυχία και, το δικαίωμα που έχει κάθε άνθρωπος σε ηρεμία, προκειμένου να είναι ελεύθερος και να αφήνεται απερίσπαστος να ασχολείται με τις καθημερινές του προσωπικές και επαγγελματικές δραστηριότητες. Η ανωτέρω δυσμενής για τον ενάγοντα κατάσταση εντάθηκε από την αδιάφορη έως περιπαικτική συμπεριφορά των καλούντων στις κλήσεις του και στα ηλεκτρονικά του μηνύματα, με τα οποία διατύπωνε τα παράπονα και τις διαμαρτυρίες του, για τις οποίες (ο ενάγων) δαπάνησε χρόνο, αλλά και προσωπικές δυνάμεις, που όμως απέβησαν άκαρπες, διότι η εναγομένη συνέχισε επί μακρόν να κωφεύει. Η ανωτέρω παράνομη συμπεριφορά της εναγόμενης παραβιάζει την πληροφοριακή αυτοδιάθεση του ενάγοντος και την οικονομική του ελευθερία, υπό την έννοια του δικαιώματος του να επιλέγει ελεύθερα και αβίαστα τυχόν πρόσβασή του στην πληροφόρηση ως προς τα διαθέσιμα προϊόντα κινητής τηλεφωνίας, όσο και ως προς την κατάρτιση σύμβασης, χωρίς να δέχεται συνεχείς οχλήσεις. Για τις ανωτέρω παραβάσεις, η εναγόμενη ευθύνεται εκ του νόμου αντικειμενικά ως υπεύθυνος επεξεργασίας, καθώς η αποστολή μηνυμάτων πραγματοποιείται από υπαλλήλους ή συνεργάτες αυτής, στο όνομα και κατ` εντολή της (αφού αποτελεί τον υπεύθυνο επεξεργασίας), προς εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών και οικονομικών της συμφερόντων. Επομένως, η εναγόμενη υπέχει γνήσια αντικειμενική ευθύνη, κατ` άρθρο 922 ΑΚ, αφού όλες οι παράνομες αποστολές μηνυμάτων, που πραγματοποιήθηκαν προς τον ενάγοντα με σκοπό την εμπορική προώθηση των υπηρεσιών της, έγιναν από όργανα/πρόσωπα που βρίσκονται στην υπηρεσία της εναγόμενης και ενεργούν κατ` εντολή της και για λογαριασμό της, υφισταμένης σχέσης πρόστησης μεταξύ της εναγόμενης και των προσώπων/οργάνων που προέβησαν στις παράνομες πράξεις. Για τον λόγο αυτό, η εναγόμενη δεν μπορεί να μεταθέτει στους υπαλλήλους αυτής την πλημμέλεια στην αποστολή των ένδικων μηνυμάτων, αλλά και στην ενημέρωση του αρχείου της και ον έλεγχο των απαραίτητων διαδικασιών, διότι ευθύνεται εκ του νόμου αντικειμενικά ως υπεύθυνος επεξεργασίας, για τις ενέργειές τους, που γίνονται στο όνομα και κατ` εντολή της, προς εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών και οικονομικών της συμφερόντων. Ούτε άλλωστε μπορεί να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός της περί αμελούς χειρισμού υπαλλήλου (αναφορικά με τα μηνύματα της 19ης-9-2019 και 27ης 11-2019), ο οποίος αντί να εξαιρέσει τον ενάγοντα από την αποστολή, τον συμπεριέλαβε στην λίστα αποδεκτών, αφού η εναγομένη κακώς επέλεξε να χρησιμοποιήσει, για την αποστολή των παραπάνω προωθητικών μηνυμάτων, στο πλαίσιο προωθητικών της δράσεων, τη χειροκίνητη διαδικασία, που ενείχε κίνδυνο εμφιλοχώρησης λάθους, παρότι διέθετε δυνατότητα αυτόματης συστημικής εξαίρεσης των εγγραφέντων στο Ειδικό Μητρώο Αντιρρήσεων συνδρομητών της, την οποία και εφαρμόζει εν γένει από τις 5-10-2022 και εφεξής, αν και είχε τη δυνατότητα να την εφαρμόσει και για το επίδικο χρονικό διάστημα. Εξάλλου, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, η ευθύνη του προκαλούντος ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1997 ή (και) των κατ` εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων της Αρχής, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και, δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια, αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει η ηθική βλάβη. Συνεπώς, ο ενάγων από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια προσβολή των προσωπικών του δεδομένων δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, ενόψει του ότι συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση και το στοιχείο του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας ενέργειας και της επελθούσας ηθικής βλάβης. Άλλωστε, για την επιδίκαση της ηθικής βλάβης κατά τη διάταξη του άρθρου 14 του ν. 3471/2006, δεν απαιτείται πέραν της απόδειξης της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς που αντιβαίνει στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου να γίνει επίκληση και να αποδεχθεί και περαιτέρω επίπτωση της παράνομης επεξεργασίας των δεδομένων και σε άλλα επί μέρους στοιχεία είτε στην περιουσία του ενάγοντος είτε και σε άλλες προστατευόμενες εκδηλώσεις της προσωπικότητας, όπως η τιμή και η υπόληψη κ.λπ., ενόψει του ότι με την απόδειξη της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς ουσιαστικά αποδεικνύεται και η ηθική βλάβη, καθώς η παράνομη συμπεριφορά που αντιβαίνει στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου συνιστά προσβολή της προσωπικότητας, αφού προσβάλλεται το υποκείμενο ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής του. Το ύψος, δε, της εύλογου χρηματικής ικανοποίησης κατ` άρθρο 932 ΑΚ, αφού ληφθούν υπ` όψιν όλοι οι προσδιοριστικοί παράγοντες και ιδίως το είδος και η έκταση της προσβολής καθώς και οι εν γένει συνθήκες που έλαβε χώρα, το προσβληθέν έννομο αγαθό, ο βαθμός πταίσματος της εναγόμενης, η έλλειψη συνυπαιτιότητας του ενάγοντος, η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών, καθώς και η νομοθετική πρόβλεψη της παρ. 2 του άρθρ. 14 του ν. 3471/2006 περί ελάχιστου ποσού της ευλόγου ηθικής βλάβης, πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των 10.000 ευρώ ανά μήνυμα (sms), ήτοι συνολικώς στο ποσό των 40.000 ευρώ και ειδικότερα, λόγω του μερικού περιορισμού στον πρώτο βαθμό, σε 20.000 ευρώ ως καταψηφιστικό και 20.000 ευρώ ως έντοκο αναγνωριστικό. Το ανωτέρω ποσό είναι εύλογο (άρθρο 932 του Α.Κ.), ήτοι ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της κρινομένης υπόθεσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, σε συνδυασμό με την νομοθετική πρόβλεψη της παρ. 2 του άρθρ. 14 του ν. 3471/2006. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα αντίθετα, ήτοι δέχτηκε, μεν, ως νόμιμη και εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη της αγωγή, πλην όμως, θεώρησε την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 14 του Ν. 3471/2006 ως αντισυνταγματική, κατά την επιδίκαση του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης και επιδίκασε το ποσό των 1.500 ευρώ, έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου, αφού κατά τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεσμεύεται από το ελάχιστο προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 14 του Ν. 3471/2006, η οποία κατά τα διαλαμβανόμενα παραπάνω στη μείζονα σκέψη, δεν είναι αντισυνταγματική, και ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός. Ακολούθως, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης για έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της για το ενιαίο της δικαστικής κρίσης και της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία θα επιτευχθεί μόνο με την εκτέλεση της παρούσας δευτεροβάθμιας απόφασης (πρβλ. ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΠειρ (Μον) (Ναυτ) 619/2014 ΤΝΠ Νόμος), αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑθ 1404/2014 Αρμ 2015.288 ). Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί κατ` ουσίαν η αγωγή, η οποία είναι παραδεκτή (όπως προαναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας) και νόμιμη [στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 11, 14 του ν. 3471/2006, σε συνδυασμό με τα άρθρα 12, 15, 21, 25 του Κανονισμού 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 (ΓΚΠΔ), 57, 59, 229, 340, 345, 346, 914, 922, 932 ΑΚ, 176, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2, 907, 908, 947 ΚΠολΔ], πρέπει αυτή να γίνει δεκτή στην ουσία της ως ουσιαστικά βάσιμη και Α/ να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 20.000 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ, αμφότερα τα ανωτέρω ποσά με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως και, Β/ να υποχρεωθεί η εναγομένη να παραλείπει στο μέλλον την επικοινωνία με τον ενάγοντα, στο κινητό του τηλέφωνο με αριθμό ..........., για προωθητικούς διαφημιστικούς σκοπούς, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 11 του ν. 3471/2006, σε συνδυασμό με αυτές του ΓΚΠΔ, με την απειλή χρηματικής ποινής ύψους χιλίων (1.000) ευρώ για κάθε παράβαση της υποχρέωσής της. Επίσης, το Δικαστήριο πρέπει να διατάξει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου, ποσού 150 ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, κατ` άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ (βλ. ανωτέρω). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος- ενάγοντος και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν (άρθρα 176, 183 ΚΠΔ) σε βάρος της εφεσίβλητης-εναγομένης, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος του (άρθρο 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

 Δέχεται τυπικά και κατ` ουσία την από 28-6-2024 με αριθμό .......... έφεση κατά της 456/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία περιουσιακών-εργατικών διαφορών).

 Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 456/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία περιουσιακών εργατικών διαφορών).

 Κρατεί και δικάζει την από 27-7-2023, με αριθμό κατάθεσης ........, αγωγή.

 Δέχεται την αγωγή.

 Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα, το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.

 Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα, το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.

 Υποχρεώνει την εναγομένη να παραλείπει στο μέλλον την επικοινωνία με τον ενάγοντα, στο κινητό του τηλέφωνο με αριθμό ........., για προωθητικούς διαφημιστικούς σκοπούς, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 11 του ν. 3471/2006, σε συνδυασμό με αυτές του ΓΚΠΔ.

 Απειλεί σε βάρος της εναγομένης χρηματική ποινή ύψους χιλίων (1.000) ευρώ για κάθε παράβαση της παρούσας απόφασης ως προς την αμέσως προηγούμενη διάταξη.

 Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου της έφεσης.

 Επιβάλλει σε βάρος της εφεσίβλητης-εναγομένης τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος-ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων (2.800) ευρώ.

 Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 31-1-2025, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων ενώπιον Δικαστηρίου


 

 


907/2024 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ (ΜΟΝ) 


Εργατική διαφορά. Αξίωση ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας από τη χωρίς δικαίωμα πρόσβαση σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα (αντίγραφα ποινικής δικογραφίας). Εφαρμοστέος νόμος από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Η έννοια και τα στοιχεία του εύλογου του επιδικαζόμενου ποσού της ηθική βλάβης. Μετά την αποβολή της πολιτικής αγωγής (κατά ΠΚ) δικαίωμα λήψης αντιγράφων από την ποινική δικογραφία μόνο “ως τρίτος”. Χρήση αντιγράφων της ποινικής δικογραφίας στην αστική δίκη από μη διάδικο της ποινικής δίκης συνιστά παράνομη επέμβαση σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η δε παράδοση των αντιγράφων αυτών από τρίτο πρόσωπο προς το σκοπό προσκόμισης στην αστική δίκη συνιστά επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων με την έννοια της διάθεσης - ανακοίνωσης. Εξαίρεση όταν η χωρίς δικαίωμα επίκληση και προσκόμιση στην αστική δίκη ήταν το πρόσφορο και απολύτως αναγκαίο μέσο για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος (υπέρτερο έννομο συμφέρον). Απαράδεκτη η μεταβολή στο δεύτερο βαθμό των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ένσταση καταχρηστικότητας. Μη επιτρεπτή η προβολή της ένστασης του 281 ΑΚ το πρώτον στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω covid-19 καταλαμβάνει και την καταχρηστική προθεσμία της έφεσης. Επί εξαφάνισης της πρωτόδικης απόφασης και εκδίκασης της ουσίας της υπόθεσης το εφετείο εφαρμόζει για το ουσία και το νόμω βάσιμο της αγωγής το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της δημοσίευσης.
Απορρίπτει την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1.500/2019 ΜΠΡ ΑΘ απόφασης.
 
 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

                                                                       Αριθμός απόφασης: 907/2024
                                                                  ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
                                                          3° ΤΜΗΜΑ- ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σαλώμη Μούζουρα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε με διοικητική Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και από τον Γραμματέα, Νικόλαο Καλαντζή.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 24η Οκτωβρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του καλούντος [εφεσίβλητου]: 

Του καθ’ ου η κλήση [εκκαλούντος]: 

Ο ενάγων- εφεσίβλητος και ήδη καλών με την από 16-12-2015 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………/21-12-2015 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……../21-12-2015) αγωγή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.

Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, την υπ’ αριθμ. 1500/22-7-2019 οριστική απόφασή του, με την οποία δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε εν μέρει την ως άνω αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ανωτέρω εκκαλών με την από 2-11-2021 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……../2-11-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………./2-11-2021) έφεσή του, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε με επιμέλειά του, στο παρόν Δικαστήριο (Εφετείο Αθηνών) με την (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: …../18-1-2022 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………/18-1-2022) πράξη της Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού, αρχικά για τη δικάσιμο της 12-4-2022, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 6-12-2022, κατά την οποία η υπόθεση συζητήθηκε ερήμην του εφεσίβλητου και εκδόθηκε επ’ αυτής η υπ’ αριθ. 379/23-1-2023 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου [Μονομελούς Εφετείου Αθηνών - 3° Τμήμα Εργατικών Διαφορών], η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης.

Ήδη ο καλών [εφεσίβλητος] επαναφέρει προς συζήτηση την από 2-11-2021 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………/2-11-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………/2-11 2021) έφεση, με την από 13-3-2023 κλήση του, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, στο παρόν Δικαστήριο [Εφετείο Αθηνών] με την (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……../20-3-2023 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……../20-3-2023) πράξη της Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, με αύξοντα αριθμό πινακίου -….-, ζητώντας να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο Δικαστήριο, αλλά κατέθεσαν τις προβλεπόμενες από το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ μονομερείς δηλώσεις και προκατέθεσαν προτάσεις.

                                                                     ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                                                                    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


I. Κατά το άρθρο 495 § 1 ΚΠολΔ το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ κατά το άρθρο 532 του ίδιου κώδικα αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης και ιδίως αν αυτή ασκήθηκε εκπροθέσμως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 144 § 1, 147 § 2 και 518 § 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η προθεσμία της έφεσης αν η εκκαλουμένη απόφαση δεν επιδοθεί από κάποιον από τους διαδίκους είναι δύο [2] έτη, που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης. Η προθεσμία αυτή είναι δυνατόν να υπόκειται σε αναστολή από το νόμο, όπως συνέβη με τη διάταξη του άρθρου 83 του ν. 4790/2021. Συγκεκριμένα το άρθρο αυτό όριζε ότι: «Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. 1. α) Το χρονικό διάστημα από τις 7-11-2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11-3-2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου [ΦΕΚ Α’ 55], η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 [ΦΕΚ Α` 76], δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα [10] ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους. Περαιτέρω κατά το άρθρο 49 του ν. 4963/2022 [ΦΕΚ Α` 149/30-7-2022] ορίσθηκε ότι «1. Κατά την αληθή έννοια του πρώτου εδαφίου της § 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 [ΦΕΚ Α` 104] και του πρώτου εδαφίου της περ. α` της § 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 [ΦΕΚ Α’ 48] ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ανεστάλησαν κατά το διάστημα από 13-3-2020 ως 31-5-2020 και από 7-11-2020 έως 5-4-2021, νοούνται και οι προθεσμίες της § 2 του άρθρου 518, της § 5 του άρθρου 545 και της § 3 του άρθρου 564 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, [ΦΕΚ Α` 182] ΚΠολΔ)».

II. Στην προκειμένη περίπτωση, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 379/23-1-2023 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου [Μονομελούς Εφετείου Αθηνών - 3° Τμήμα Εργατικών Διαφορών], η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της από 2-11-2021 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………./2-11-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………/2-11-2021) έφεσης του εν μέρει ηττηθέντος πρωτοδίκως δεύτερου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ’ αριθ. 1500/22-7-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 23 § 3 του ν. 2472/1997 σε συνδ. με άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, ως τα άρθρα αυτά ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 [ΦΕΚ Α` 87/23-7-2015], με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο § 4 του ίδιου νόμου), επί της από 16-12-2015 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………./21-12-2015 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……../ 21-12-2015) αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, η ένδικη έφεση νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 13-3-2023 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……./20-3-2023 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……../20-3-2023) κλήση του εφεσίβλητου, ενώπιον του παρόντος αρμοδίου κατ’ άρθρο 19 περ. α` ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του ν. 3994/2011, Δικαστηρίου, αφού αυτή [ένδικη έφεση] ασκήθηκε, δηλαδή κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 2-11-2021, όπως προκύπτει από την παρά πόδας του εφετηρίου (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………/2-11-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……../2-11-2021) έκθεση κατάθεσης της Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού (Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως σύμφωνα με τα άρθρα 511, 513 § 1 εδ. α` στοιχ. β`, 516 §1,517 εδ. α`, 518 § 1 ημιπ. α` και γ` συνδ. 144 επ., καθώς και 520 § 1 ΚΠολΔ, και συνεπώς, παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 532 ΚΠολΔ, επειδή: Α] από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε άλλωστε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοσή της, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο [2] ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης [22-7-2019], σύμφωνα με το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 [ΦΕΚ Α`87/23-7-2015], δεδομένου ότι: i] αφενός η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται για όσες αποφάσεις δημοσιεύτηκαν μετά την 1-1-2016 (βλ. ΟλΑΠ 10/2018) και ii] αφετέρου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74 § 1 εδ. α του ν. 4690/2020 και 83 § 1 εδ. α περ. α του ν. 4790/2021, όπως ερμηνεύθηκε από το άρθρο 49 του ν. 4963/2022 [ΦΕΚ Α` 149/30-7-2022], το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας σχετικά με τη λήψη έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, ήτοι από 13-3-2020 έως 31-5-2020 και από 7-11-2020 έως 5-4-2021, δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, μεταξύ των οποίων νοούνται και οι προθεσμίες της § 2 του άρθρου 518 ΚΠολΔ (βλ. ΕφΑΘ 1951/2023, ΕφΑΘ 1407/2023, ΜΕφΑΘ 865/2023, ΜΕφΑΘ 808/2023, ΜΕφΠατρ 201/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με την επισήμανση ότι η καταχρηστική προθεσμία (των δύο ετών) έφεσης τρέχει και κατά το χρονικό διάστημα από 1η  έως 31η Αυγούστου, αφού το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, δεν περιλαμβάνεται στο άρθρο 147 § 2 ΚΠολΔ (πρβλ. ΑΠ 984/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, από την επομένη της δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης [22-7-2019], άρχισε να τρέχει η ως άνω διετής καταχρηστική προθεσμία, η οποία, χωρίς την, κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο I μείζονα σκέψη, προσωρινή αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας, θα έληγε 22-7-2021, λόγω, όμως, της ως άνω αναστολής και του, εξ αυτής, μη υπολογισμού των χρονικών διαστημάτων από 13-3-2020 έως 31-5-2020 (79 μέρες) και από 7-11-2020 έως 6-4-2021 (149 ημέρες) και συνολικά, χρονικού διαστήματος 228 ημερών [ήτοι 7 μηνών και 18 ημερών], σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 74 § 1 εδ. α’ του Ν. 4690/2020 και 83 §1 εδ. α’ του Ν. 4790/2021, δεν είχε συμπληρωθεί αυτή (διετής προθεσμία) κατά την άσκηση της ένδικης έφεσης στις 2-11-2021 και Β] κατά την από 2-11-2019 άσκηση της ένδικης έφεσης (ήτοι κατάθεσή της στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα το προσήκον παράβολο, ήτοι το υπ’ αριθ. ………… ηλεκτρονικό παράβολο του Δημοσίου, ποσού 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 § 3 Α περ. γ` του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο, που είχε τροποποιηθεί με τα άρθρο 50 § 1 ν. 3772/2009, 22 ν. 3811/2009, 12 § 2 ν. 4055/2012, 93 § 1 ν. 4139/2013, αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 [ΦΕΚ A 87/23-7-2015] με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 35 § 2 και 45 ν. 4446/2016 [ΦΕΚ Α` 240/22-12-2016] με έναρξη ισχύος από 23-1-2017, δεδομένου ότι η πρόθεση του δικονομικού νομοθέτη να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής της καταβολής του παραβόλου επί τη βάση του είδους τις διαφορές και όχι με κριτήριο τη διαδικασία που αυτές εκδικάζονται (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, «Η Έφεση- Ερμηνεία- Νομολογία», εκδ. 2015, αριθ. περιθ. 199δ, σελ. 57). Επομένως, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, ήτοι ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522 και 533 § 1 σε συνδ. με άρθρο 591 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια με την πρωτοβάθμια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 23 § 3 του ν. 2472/1997 σε συνδ. με άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν από την κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015).

III. Με την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από 16-12-2015 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……./21-12-2015 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……/21-12-2015) αγωγή του ο ενάγων εξέθετε ότι με τον πρώτο εναγόμενο -μη διάδικο στην παρούσα δίκη- είχαν αντιδικία για διαφορές που ανάγονταν στη διαχείριση πολυκατοικίας και ότι με αφορμή την αντιδικία αυτή ο πρώτος εναγόμενος, εξετράπη στις ειδικότερα αναφερόμενες στην αγωγή προσωπικές προσβολές εναντίον του. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος, για άγνωστους λόγους, ταυτίστηκε με τον πρώτο εναγόμενο και συντονίστηκε συνειδητά μαζί του, σε μεγάλο αριθμό ενεργειών προσβλητικών για το πρόσωπο αυτού [ενάγοντος]. Ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε υποβάλει εναντίον του την από 21-4-2004 έγκληση με βάση την οποία ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη και συντάχθηκε το από 7-12-2005 κατηγορητήριο του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για τα αδικήματα της ηθικής αυτουργίας της ψευδορκίας μάρτυρα και υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης σε βάρος του πρώτου εναγομένου. Ότι κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ο πρώτος εναγόμενος με απόφαση του Δικαστηρίου αποβλήθηκε εκ της πολιτικής αγωγής και ακολούθως το ποινικό Δικαστήριο κήρυξε αυτόν [ενάγοντα] αθώο της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και ένοχο της πράξης της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης. Ότι κατόπιν έφεσης η ανωτέρω υπόθεση εκδικάσθηκε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, το οποίο τον κήρυξε ένοχο της πράξης της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης μειώνοντας την αρχική του ποινή και ότι τελικά η ποινή αυτή υπέκυψε σε παραγραφή δυνάμει του άρθρου 2 § 1 του Ν. 4043/2012. Ότι ακολούθως ο πρώτος εναγόμενος κατέστη κάτοχος της ποινικής δικογραφίας που σχηματίσθηκε, ήτοι i] της από 21-4-2004 έγκλησής του, ii] του από 7-12- 2005 κατηγορητηρίου του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, iii] της υπ’ αριθ. 76274/2009 αναβλητικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και παρανόμως iν] της υπ’ αριθ. 7848/ 19-10-2010 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ν] της υπ’ αριθ. 7079/27-6-2011 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών και νi] της υπ’ αριθ. 383/2012 απορριπτικής απόφασης του Αρείου Πάγου. Ότι τα ανωτέρω έγγραφα, συνιστούν κατ’ άρθρο 2β του Ν. 2472/1997 ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Ότι ο πρώτος εναγόμενος μετά τη νόμιμη λήψη των άνω εγγράφων από τον φάκελο της ποινικής δικογραφίας που σχηματίστηκε στην Εισαγγελία Αθηνών, η οποία συνιστά σε κάθε περίπτωση «αρχείο», προέβη παρανόμως σε επεξεργασία τους. Ειδικότερα ότι ο πρώτος εναγόμενος στο διάστημα από 26-4-2012 έως τον Ιανουάριο 2016 παρέδωσε παρανόμως στον δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος δεν δικαιούνταν να έχει οποιαδήποτε πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα αυτού [ενάγοντος]. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος προέβη σε περαιτέρω παράνομη επεξεργασία και χρήση τους και συγκεκριμένα ότι στις 19-3-2015 κατά την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκδίκαση της εναντίον του από 16-3-2010 αγωγής, ο δεύτερος εναγόμενος με επίκληση στις από 19-3-2015 προτάσεις του προσκόμισε στο ανωτέρω Δικαστήριο το σύνολο της ως άνω ποινικής δικογραφίας, χωρίς τη συναίνεση του, εν αγνοία του και με μοναδικό σκοπό τη μείωση της προσωπικότητας αυτού [ενάγοντος]. Επικαλούμενος ακολούθως ο ενάγων ότι λόγω της παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς του, που τελεί σε άμεση και αιτιώδη συνάφεια με τις δόλιες και παράνομες ενέργειες των εναγομένων, υπέστη ηθική βλάβη, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής με την τροπή του σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 223 § 1 εδ. β’ περ. α’, 294 εδ. α`, 295 § 1, 297 περ. α` ΚΠολΔ), ο ενάγων ζητούσε: 1] Να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλουν διαιρετώς, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, α] ο μεν πρώτος εναγόμενος το ποσό των 40.000 ευρώ, β] ο δε δεύτερος εναγόμενος το ποσό των 30.000 ευρώ, το οποίο είναι εύλογο και δίκαιο λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης του ίδιου και των εναγομένων, 2] Να απαγγελθεί σε βάρος εκάστου των ανωτέρω εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης και 3] Να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινός εκτελεστή και 4] Να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης.

IV. Επί της ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 1.500/22-7-2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών [διαδικασία εργατικών διαφορών], η οποία, δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη την ως άνω αγωγή, πλην των παρεπόμενων αιτημάτων i] για την απαγγελία προσωπικής κράτησης και ii] κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, τα οποία μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό απέρριψε ως μη νόμιμα και αφού απέρριψε ως μη νόμιμη την προβληθείσα από τους εναγόμενους ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την προβληθείσα από τους εναγόμενους ένσταση εκκρεμοδικίας, δικάζοντας περαιτέρω κατ’ ουσίαν, έκανε εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη την ως άνω αγωγή όπως παραδεκτός περιορίσθηκε, αναγνώρισε ότι καθένας από τους εναγόμενους υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.500 ευρώ και συνολικά το ποσό των 3.000 ευρώ και καταδίκασε τους εναγόμενους στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το ποσό της οποίας όρισε σε 250 ευρώ.

V. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ανωτέρω εκκαλών με την ένδικη από 2-11-2021 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………/2-11-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……./2-11-2021) έφεσή του και με τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ζητά να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, υπ’ αριθ. 1.500/22-7-2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προκειμένου να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η εναντίον του από 16-12-2015 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……./21-12-2015 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……../21-12-2015) αγωγή του ενάγοντος και να καταδικασθεί ο τελευταίος στη δικαστική του δαπάνη αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

VI. Από τη διάταξη του άρθρου 533 § 2 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει την ορθότητα της εκκληθείσας πρωτόδικης απόφασης, εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο της δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης, και όχι τον ισχύοντα κατά την κατ’ έφεση δίκη νεότερο νόμο, εκτός εάν με αυτόν ορίζεται διαφορετικά ως προς την αναδρομική έναρξη της ισχύος του (ΟλΑΠ 7/2011, ΑΠ 271/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν όμως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρίνοντας βάσιμο κάποιο λόγο έφεσης, εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και προβεί στην εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης, υποχρεούται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 533 § 2, 535 § 1 και 536 του ΚΠολΔ να εφαρμόσει για τη διάγνωση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασής του είτε έχει αναδρομική δύναμη, είτε δεν έχει αναδρομική δύναμη, εφόσον όμως στην τελευταία περίπτωση ο νόμος αυτός καταλαμβάνει χρονικά την επίδικη έννομη σχέση (ΟλΑΠ 16/2017, ΟλΑΠ 7/2011 ΑΠ 271/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πολλώ δε μάλλον εάν ρητώς ορίζεται στο μεταγενέστερο νόμο ότι οι ρυθμίσεις αυτού καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις (ΑΠ 271/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με το ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (Α` 50) ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία 95/46/ΕΚ, με την οποία επιχειρήθηκε η εναρμόνιση των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν στην ΕΕ τα της προστασίας των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ακολούθως, θεσπίσθηκε ο Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ» (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - ΓΚΠΔ/GDPR), που έχει βάσει των αρχών του ενωσιακού δικαίου άμεση εφαρμογή, και τέθηκε σε ισχύ στις 25-5-2018. Στη συνέχεια εκδόθηκε ο ν. 4624/2019, ο οποίος ισχύει από 29-8-2019 [ΦΕΚ 137/29-8-2019], σκοπός του οποίου είναι, σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτού, α) η αντικατάσταση του νομοθετικού πλαισίου που ρυθμίζει τη συγκρότηση και λειτουργία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, β) η λήψη μέτρων εφαρμογής του ως άνω Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016, και γ) η ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης - πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου. Με το άρθρο 84 του ως άνω νόμου 4624/2019, καταργήθηκε ο ν. 2472/1997, πλην των ρητά αναφερομένων στο άρθρο αυτό διατάξεών του, μεταξύ των οποίων και το άρθρο 2 του ν. 2472/1997, στο οποίο δίνεται η έννοια των κρίσιμων ορισμών που έχουν σχέση με τις ειδικές ρυθμίσεις για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (ΑΠ 714/2022 ΝοΒ 2023.611). Ο ισχύον κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης νόμος 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα της 28ης Ιανουαρίου 1981, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2068/ 1992, και προς την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24-10-1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, έχει σκοπό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 αυτού, τη θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στη διάταξη του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, όπως αυτή ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, δίνεται η έννοια των κρίσιμων ορισμών που έχουν σχέση με τις ειδικές ρυθμίσεις για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, ορίζεται ότι: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων ... β) ... γ) «Υποκείμενο των δεδομένων», το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («επεξεργασία»), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο, με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) «Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («αρχείο»), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, στ) ..., ζ) «Υπεύθυνος επεξεργασίας», οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του, καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) ..., θ) «Τρίτος» κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) «Αποδέκτης» το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν είναι τρίτος ή όχι. Σημειωτέον ότι στην έννοια του τρίτου, ως προσώπου στο οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ήτοι του αποδέκτη, κατά το άρθρο 2 του άνω ν. 2472/1997, εντάσσεται και ο δικαστής και οι γραμματείς των δικαστηρίων. Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία δεν στοιχειοθετείται παραβίαση προσωπικών δεδομένων, όταν η ανακοίνωση γίνεται με την προσκόμιση εγγράφων που περιήλθαν στο δικαστή, το γραμματέα και, εν γένει, σε πρόσωπα θεσμικώς αρμόδια, ήτοι ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένα, να εξετάζουν τέτοια δικόγραφα και να λαμβάνουν γνώση υποχρεωτικά του περιεχομένου τους, με την αιτιολογία ότι τα πρόσωπα αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του «τρίτου», δεν δικαιολογείται ούτε από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 2 του ν. 2472/1997, κατά το οποίο, «τρίτος» είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας και "αποδέκτης" είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν είναι τρίτος ή όχι», οπότε ο όρος του τρίτου και εν προκειμένω του αποδέκτη, καλύπτει κάθε φυσικό πρόσωπο, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα εξουσιοδοτημένα από αυτόν πρόσωπα και, συνεπώς, καταλαμβάνει αναμφισβήτητα και τα ανωτέρω αναφερόμενα δικαστικά πρόσωπα, αλλά ούτε από την τελολογική ερμηνεία των διατάξεων του άνω νόμου, με τις οποίες θεσπίζονται οι προϋποθέσεις για την νόμιμη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Μόνο το γεγονός ότι τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας και εκφέρουν την κρίση τους εντός του πλαισίου των καθηκόντων τους, αποκλειστικά, προς διευθέτηση της εννόμου σχέσεως που αφορά τα διάδικα μέρη, χωρίς να την ανακοινώνουν σε άλλους, δεν δικαιολογεί τη συσταλτική ερμηνεία του όρου «τρίτος», αφού και ο δικαστικός λειτουργός δεν παύει ως άνθρωπος να γίνεται κοινωνός μιας δυσμενούς παράστασης για το πρόσωπο που αφορούν οι ισχυρισμοί (ΑΠ 860/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ πρβλ. ΟλΑΠ 3/2021, για την έννοια του «τρίτου» στο αδίκημα της δυσφήμησης περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι υπάλληλοι του δικαστηρίου, οι δικηγόροι, οι δικαστικοί επιμελητές, τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κ.λπ., που έλαβαν γνώση με οποιονδήποτε τρόπο του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 § 1 του ανωτέρω νόμου 2472/1997, ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο». Με τη διάταξη του άρθρου 5 § 1 αυτού, ορίζεται ότι: «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του» (ΑΠ 129/2023, ΑΠ 73/2023, ΑΠ 63/2023, ΑΠ 37/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με το άρθρο 5 § 2 ε του ίδιου νόμου, «Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: ... ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι, στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών». Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία, που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 § 2 γ του ν. 2472/1997 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 § 1 του ν. 2915/2001), που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το οποίο, «Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: ... γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου». Προϋπόθεση για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας) και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας). Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 22 § 4 του ίδιου νόμου 2472/1997, προβλέπονται ποινικές κυρώσεις, για όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά τέτοια δεδομένα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα. Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 23 § 1 του νόμου αυτού, με τίτλο, «αστική ευθύνη» ορίζεται, ότι «Φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν δε προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον». Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται ότι, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του ως άνω άρθρου 23 του ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά παράβαση των διατάξεων του ως άνω νόμου, προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1997 ή (και) των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και, ως εκ τούτου, το πρόσωπο, που παραβιάζει τις εν λόγω διατάξεις, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έναντι του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, που υπέστη ηθική βλάβη, από την παραβίαση, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα, σύμφωνα και με την περί τούτου ρητή διάταξη του άρθρου 23 § 2 της ως άνω Οδηγίας (ΑΠ 860/2022, ΑΠ 1264/2020, ΑΠ 186/2020, ΑΠ 171/2019, ΑΠ 1740/2013, 637/2013 ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ). Στην τελευταία αυτή διάταξη [άρθρου 23 § 2] ορίζεται ότι η κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του νόμου τούτου ορίζεται κατ’ ελάχιστο στο ποσό των 2.000.000 δραχμών (ήδη 5.869,40 ευρώ), εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια (ΑΠ 476/2009). Ο καθορισμός βέβαια με τη διάταξη αυτή ελάχιστου ποσού χρηματικής ικανοποίησης σκοπό έχει να διασφαλίσει την προστασία των πολιτών από ιδιαίτερα έντονες προσβολές της τιμής και της υπόληψής τους και εντάσσεται στα μέτρα που λαμβάνει η Πολιτεία, υλοποιώντας την επιβαλλόμενη από το άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος υποχρέωσή της για σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου. Όμως, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 § 1 εδ. δ` του Συντάγματος και την θεσμοθετούμενη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η καθιέρωση για τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποίησης στο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδιαίτερα σημαντικό ποσό των 2.000.000 δραχμών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή έννοια αναλογική, διότι η βλάβη που προκαλείται με την υποχρέωση καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι, στις περιπτώσεις ελαφρών εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών, στις οποίες (περιπτώσεις) και αντιστοιχεί το εν λόγω κατώτατο όριο χρηματικής ικανοποίησης, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε. Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη ως αντισυνταγματική είναι ανίσχυρη και δεν πρέπει να εφαρμόζεται από το δικαστήριο της ουσίας, με την έννοια του προσδιορισμού στο ότι δεσμεύεται από την ανωτέρω διάταξη, μολονότι το είδος και η βαρύτητα της προσβολής δεν δικαιολογούν τον καθορισμό του εν λόγω ποσού (ΟλΑΠ 6/2011, AΠ 252/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εφόσον ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που σχηματίζεται, ύστερα από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, το «εύλογο» του επιδικαζόμενου ποσού δεν αποτελεί αόριστη νομική έννοια και συνακόλουθα η σχετική κρίση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, οπότε και δεν μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη, κατά τούτο, εφαρμογή του νόμου, δηλαδή του άρθρου 932 του ΑΚ, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών (άρθρο 561 § 1 του ΚΠολΔ). Σκοπός της ως άνω διάταξης, εξάλλου, είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του «ευλόγου» εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την, κατά το άρθρο 932 του Α.Κ., εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις) αλλά, κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 του ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 § 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά στον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά στον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 του ΚΠολΔ, αναλόγως από τους αριθμούς 1 ή 19), η γενική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 § 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 189/2023, ΑΠ 677/2022, ΑΠ 617/2022, ΑΠ 34/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι, η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων για να είναι νόμιμη πρέπει να τηρεί συγκεκριμένους κανόνες, που προβλέπονται στο νόμο και ανάγονται σε αρχές επεξεργασίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και η αρχή της νομιμότητας του σκοπού και του τρόπου επεξεργασίας, καθώς και η αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, η επεξεργασία των δεδομένων πρέπει να εξυπηρετεί συγκεκριμένο νόμιμο σκοπό και επιπλέον τα προς επεξεργασία δεδομένα, πρέπει να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα απ’ όσα κάθε φορά απαιτούνται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας. Περαιτέρω, για να είναι κατά το νόμο επιτρεπτή η επεξεργασία πληροφοριών για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, οι οποίες περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, απαιτείται, με την επιφύλαξη συνδρομής κάποιας εκ των προβλεπομένων στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του ως άνω νόμου εξαιρέσεων, η προηγούμενη παροχή έγγραφης συγκατάθεσης του υποκειμένου της επεξεργασίας, με ελεύθερη, ρητή, ειδική και σε πλήρη επίγνωση σχετική δήλωση βούλησης αυτού προς τον υπεύθυνο της επεξεργασίας. Εξάλλου, οι ποινικές κυρώσεις του νόμου αυτού δεν ευρίσκουν έδαφος εφαρμογής, όταν κάποιος κάνει χρήση των πληροφοριών που περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο άρθρο 3 του ως άνω νόμου προϋπόθεση του αρχείου (ΑΠ 860/2022, ΑΠ 474/2016, AΠ 1372/2015, ΑΠ 2053/2010, ΑΠ 2079/2007, επί ποινικών υποθέσεων). Όμως τα παραπάνω δεν ισχύουν, όταν οι πληροφορίες, οι οποίες περιήλθαν νομίμως σε γνώση του υπευθύνου επεξεργασίας και περιελήφθησαν ή πρόκειται να περιληφθούν σε τηρούμενο από τον υπεύθυνο επεξεργασίας αρχείο και για συγκεκριμένο σκοπό, έτυχαν περαιτέρω επεξεργασίας και ειδικότερα χρησιμοποιήθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο ή διαβιβάσθηκαν σε τρίτο, χωρίς να συντρέχουν οι από το νόμο κατά τα ήδη προεκτεθέντα προϋποθέσεις για την κατά τα ως άνω περαιτέρω επεξεργασία αυτών, οπότε ο υπεύθυνος της επεξεργασίας αυτής ενέχεται κατά το άρθρο 23 § 2 του Ν. 2472/1997 σε καταβολή χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος, υποκειμένου των δεδομένων, εφόσον ο τελευταίος από την παράνομη επεξεργασία αυτών υπέστη ηθική βλάβη (ΑΠ 860/2022, ΑΠ 186/2020, ΑΠ 1079/2018, ΑΠ 637/2013 ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008.1131 - ΑΠ 187/2006 Δ 2006.907). Από τις ίδιες διατάξεις του ν. 2472/1997 συνάγεται ότι στην αγωγή, με την οποία ζητείται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά το άρθρο 23 του νόμου αυτού, για να είναι ορισμένη κατά την έννοια του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ πρέπει, μεταξύ άλλων, να μνημονεύεται και ότι τα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος έχουν περιληφθεί ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο κατά την έννοια της παρ. ε’ του άρθρου 2 του ν. 2472/ 1997, δηλαδή σε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια και να περιγράφονται τα κριτήρια αυτά, καθώς και σε ποια συγκεκριμένη, επεξεργασία υποβλήθηκαν τα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος, ώστε να κριθεί εάν η συμπεριφορά του εναγόμενου (φυσικού ή νομικού) προσώπου παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1997 (ΑΠ 1770/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VII. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσή του ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, διότι έκρινε ορισμένη την αγωγή, ενώ κατά τους ισχυρισμούς του αυτή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της διότι «i] Δεν προσδιοριζόταν (έστω ακροθιγώς) ποιά ήταν η ζημία που υπέστη ο εφεσίβλητος, ποιά η ηθική του βλάβη, με ποιόν εν γένει τρόπο εθίγη η προσωπικότητά του. ii] Δεν προσδιοριζόταν ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της μη νόμιμης συμπεριφοράς και της δικής του ζημίας».

VIII. Ο λόγος αυτός της έφεσης ο οποίος παραδεκτώς προβάλλεται πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι από την επισκόπηση του περιεχομένου της προκύπτει η από 16-12-2015 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………/21-12-2015 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……./21-12-2015) αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, διότι, περιέχει τα στοιχεία, τα οποία, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο V μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι αναγκαία για την νομική θεμελίωση του αιτήματός της και συγκεκριμένα διαλαμβάνει περιγραφή της δικαστικής αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων, των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος και που αποτυπώνονται αυτά, τη συμπεριφορά [πράξεις] των εναγομένων που κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1997 και δη επεξεργασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος και της έλλειψης συγκατάθεσης του τελευταίου [ενάγοντος] για την επεξεργασία αυτή, το είδος της προσβολής που υπέστη ο ενάγων από τις παράνομες πράξεις των εναγομένων και δη την προσβολή της προσωπικότητάς του και τη συνεπεία αυτής ηθική του βλάβη καθώς και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της επικαλούμενης συμπεριφοράς των εναγομένων και της ηθικής βλάβης του ενάγοντος -με την επισήμανση ότι σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο VI μείζονα σκέψη της παρούσας, η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται αφού η ευθύνη του υπαιτίου για χρηματική ικανοποίηση είναι νόθος αντικειμενική-και ορισμένο αίτημα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του με παρόμοιες σκέψεις έκρινε ορισμένη και συνακόλουθα παραδεκτή την ως άνω αγωγή, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και συνεπώς, ο πρώτος λόγος της έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών διατείνεται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

IX. Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων, τα οποία νόμιμα επικαλούνται με τις προτάσεις τους και προσκομίζουν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι διάδικοι της έκκλητης δίκης (βλ. ΟλΑΠ 23/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς και να είναι αναγκαία η ειδική μνεία, τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι, υπήρξαν στο παρελθόν συνιδιοκτήτες οριζοντίων ιδιοκτησιών [διαμερισμάτων] της ευρισκόμενης στο ……. Αττικής, επί της οδού ………….. πολυκατοικίας και από το έτος 2003 βρίσκονται σε δικαστική διαμάχη μεταξύ τους με την υποβολή εκατέρωθεν εγκλήσεων και αγωγών λόγω διαφωνιών για θέματα που άπτονται της διαχείρισης της ανωτέρω πολυώροφης οικοδομής. Στο πλαίσιο της αντιδικίας αυτής ο πρώτος εναγόμενος -μη διάδικος στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη- ………. κατέθεσε στις 22-4-2004 στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών σε βάρος i] της ………. χήρας ………. το γένος ……….. -μη διαδίκου στην παρούσα δίκη- και ii] του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου …….. την από 21-4-2004 έγκλησή του για την τέλεση σε βάρος του εκεί ειδικότερα αναφερόμενων αδικημάτων, λόγω πολεοδομικών παραβάσεων στην οριζόντια ιδιοκτησία των γονέων του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου. Στην έγκλησή του αυτή δήλωνε παράσταση πολιτικής αγωγής και πρότεινε ως μάρτυρα τον επίσης συνιδιοκτήτη οριζόντιας ιδιοκτησίας, δεύτερο εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα ………... Κατόπιν της μήνυσης αυτής συντάχθηκε το από 7-12-2005 κατηγορητήριο του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος: 1] της ………. χήρας ………. το γένος ……… -μη διαδίκου στην παρούσα δίκη- για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και 2] του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου ……….. για τις αξιόποινες πράξεις: α] της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και β] της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και καλούνταν ως μάρτυρες του κατηγορητηρίου οι εναγόμενοι. Με βάση το ως άνω από 7-12-2005 κατηγορητήριο του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών οι ανωτέρω κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν να δικαστούν ως υπαίτιοι των ανωτέρω πράξεων ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το οποίο με την υπ’ αριθ. 78489/19-10-2010 απόφασή του, δικάζοντας με παρόντες τους ανωτέρω κατηγορουμένους, έκανε δεκτές τις δια του συνηγόρου υπεράσπισής της προβληθείσες εκ μέρους της πρώτης κατηγορουμένης αντιρρήσεις για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής του ………… και διέταξε την αποβολή του τελευταίου ως πολιτικώς ενάγοντος και περαιτέρω έκρινε: i] τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη, ……… χήρα ………. το γένος ……… αθώα για την αποδιδόμενη σε αυτήν αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και ii] τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο ………… αθώο για την αποδιδόμενη σε αυτόν αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκίας μάρτυρα και ένοχο για την αποδιδόμενη σε αυτόν αξιόποινη πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δέκα [10] μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Κατά της ανωτέρω οριστικής ποινικής απόφασης ο τότε κατηγορούμενος και ήδη ενάγων - εφεσίβλητος ………. άσκησε την υπ’ αριθ. ……./19-10-2010 έφεσή του, η οποία εκδικάσθηκε ενώπιον του Β’ Τριμελούς Εφετείου [Πλημμελημάτων] Αθηνών, το οποίο με την υπ’ αριθ. 7079/27-6-2011 απόφασή του, δικάζοντας με παρόντα τον εκκαλούντα, αφού την έκανε τυπικά δεκτή, απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του και τον έκρινε ένοχο της πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης με το ελαφρυντικό του τότε πρότερου εντίμου βίου και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης πέντε [5] μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Κατά της ανωτέρω τελεσίδικης ποινικής απόφασης ο τότε καταδικασθείς κατηγορούμενος και ήδη ενάγων - εφεσίβλητος ………… άσκησε την υπ’ αριθ. ………/16-9-2011 αίτηση αναίρεσης, που εκδικάσθηκε ενώπιον του Ζ` Ποινικού Τμήματος του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, το οποίο με την υπ’ αριθ. 383/17-2-2012 απόφασή του, απέρριψε την ανωτέρω αίτηση αναίρεσης. Εν συνεχεία η ανωτέρω ποινή φυλάκισης των πέντε [5] μηνών που του επιβλήθηκε με την ως άνω 7079/27-6-2011 απόφαση του Β ’ Τριμελούς Εφετείου [Πλημμελημάτων] Αθηνών, κατ’ εφαρμογή της § 1 του άρθρου 2 του Ν. 4043/2012 δεν εκτελέσθηκε και παραγράφηκε υπό όρο και κατ’ εφαρμογή της § 2 του ίδιου άρθρου του αυτού νόμου τέθηκε με Πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στο αρχείο. Σύμφωνα δε το Τέταρτο Τμήμα του ισχύοντος τότε Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ήτοι το Π.Δ. 258/1986 [ΦΕΚ 121/8-8-1986], ως ίσχυε πριν την κατάργησή του από 1-7-2019, δυνάμει των άρθρων 585 και 586 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 4620/2019 [ΦΕΚ A 96/11-6-2019], το οποίο πραγματεύεται περί των διαδίκων στην ποινική δίκη, διάδικοι σε αυτήν [ποινική δίκη] τόσο προδικασία όσο και κύρια διαδικασία είναι ο κατηγορούμενος (άρθρ. 72-81), ο πολιτικώς ενάγων (άρθρ. 82-88) και ο αστικώς υπεύθυνος (άρθρα. 89-95) -ο Εισαγγελέας και ο δημόσιος κατήγορος είναι όργανα της Πολιτείας και όχι διάδικοι- και τα δικαιώματα των διαδίκων ρυθμίζονται στα άρθρ. 96-108 (βλ. Mix. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας», εκδ. 2008, σελ. 164). Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο πρώτος εναγόμενος και μη διάδικος στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη, ……………., ο οποίος υπέβαλε σε βάρος του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου την από 21-4-2004 έγκληση, νομίμως κατείχε τόσο αντίγραφο της έγκλησης αυτής, όσο και αντίγραφο του από 7-12-2005 υποβολής της ανωτέρω έγκλησης και το οποίο [κατηγορητήριο] αυτός [πρώτος εναγόμενος] έλαβε λόγω της δηλωθείσας στην προδικασία ιδιότητάς του ως πολιτικώς ενάγων μέχρι την αποβολή του, η οποία έλαβε χώρα κατά την εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό. Με αυτή λοιπόν την ιδιότητα, ο πρώτος εναγόμενος, μη διάδικος εν προκειμένω, νόμιμα κατείχε τα δύο ανωτέρω έγγραφα, τα οποία έλαβε από τον φάκελο της ποινικής δικογραφίας που σχηματίσθηκε και τηρούνταν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Περαιτέρω, από την επισκόπηση των ανωτέρω ποινικών αποφάσεων προκύπτει ότι μετά την σε πρώτο βαθμό αποβολή του ως πολιτικώς ενάγοντος τόσο ο πρώτος εναγόμενος και μη διάδικος στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη, …………., όσο και ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη εκκαλών ………….. εξετάσθηκαν ενόρκως τόσο σε πρώτο, όσο και σε δεύτερο βαθμό ως μάρτυρες του κατηγορητηρίου και συνεπώς, δεν είχαν, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν την ιδιότητα του διαδίκου. Επομένως, αφού δεν ήταν διάδικοι στις ως άνω ποινικές δίκες δεν μπορούσαν μετά το τέλος αυτών να λάβουν αντίγραφα των ανωτέρω ποινικών αποφάσεων, παρά μόνο ως «τρίτοι», εάν επικαλούνταν και αποδείκνυαν το έννομο συμφέρον τους, υποβάλλοντας σχετική αίτηση και ελάμβαναν έγκριση από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 147 του ισχύοντος τότε ΚΠοινΔ, ως ίσχυε πριν την κατάργησή του από 1-7-2019, με το άρθρο πρώτο του Ν. 4620/2019 που ορίζει ότι «Αντίγραφα των ποινικών αποφάσεων, των διατάξεων, των πρακτικών, των βουλευμάτων, καθώς και κάθε εγγράφου της ποινικής διαδικασίας δίνονται μετά το τέλος της σε κάθε διάδικο της ποινικής δίκης, ενώ σε οποιονδήποτε άλλον που έχει συμφέρον δίνονται με αίτησή του και με έγκριση του προέδρου του δικαστηρίου ή του πταισματοδίκη» σε συνδυασμό με το άρθρο 22 § 2 περ. β` του τότε ισχύοντος Ν. 1756/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών», [ΦΕΚ Α` 35], -ο οποίος καταργήθηκε με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 129 του Ν. 4938/2022 [ΦΕΚ Α’ 109/6-6-2022], δυνάμει του άρθρου 130 του αυτού νόμου-, που ορίζει ότι «Έχουν δικαίωμα να λάβουν γνώση, αντίγραφα ή αποσπάσματα: α) ... β) των εγγράφων, της ποινικής διαδικασίας, όσοι και όπως ορίζει το άρθρο 147 του κώδικα ποινικής δικονομίας». Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος -μη διάδικος στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη- ……….. κατείχε νόμιμα και χωρίς να προβεί σε παράνομη επέμβαση σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αντίγραφο των ανωτέρω ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων, που εκδόθηκαν σε βάρος του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου ………., διότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι για τη λήψη αντιγράφων από αυτόν τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 147 του Κ.Π.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 22 § 2 περ. β` του Ν. 1756/1988 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας που προσκομίσθηκαν στην αστική δίκη, παρέδωσε ο πρώτος εναγόμενος -μη διάδικος στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη ...................... στον δεύτερο εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα ……………, προκειμένου ο τελευταίος να τα χρησιμοποιήσει στη δίκη που ανοίχθηκε με την από 16-3-2015 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου ………… εναντίον του, όπως και ο ίδιος συνομολογεί στις νομοτύπως κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 20-9-2018 έγγραφες προτάσεις του, αναιρώντας έτσι ο ίδιος τον όψιμο -προβληθέντα με την έφεση- αρνητικό ισχυρισμό του ότι «ο ………….. ουδέν παρέδωσε σε αυτόν [δεύτερο εναγόμενο], αλλά ότι τα έγγραφα αυτά τα έλαβε και τα χρησιμοποίησε (κατά τη δική του νομική εκτίμηση και κρίση) ο τότε πληρεξούσιος δικηγόρος τους ………….», απορριπτόμενου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου του τρίτου λόγου της ένδικης έφεσης. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος …………. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εναντίον του δεύτερου εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος …….., την από 16-3-2010 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……../2010) αγωγή, η οποία συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 19-3-2015, κατά την οποία προς αντίκρουσή της ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη εκκαλών με τις από 19-3-2015 έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε στο ακροατήριο του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επικαλέσθηκε επί λέξει τα ακόλουθα: «Επανερχόμενος στην απόδειξη των ανακριβειών που περιέχει η αγωγή σχετικά με τη συμμετοχή μου στις δύο συγκεκριμένες δίκες προσάγω και επικαλούμαι τις δύο οριστικές Αποφάσεις που δημοσιεύτηκαν σε μεταγενέστερες δικασίμους των δύο ως άνω Τριμελών Πλημμελειοδικείων από τις οποίες αποδεικνύεται ότι ήμουνα και στις δύο μάρτυρας και συνεπώς η παρέλκυση του ενάγοντος είχε άμεσο αντίκτυπο και στη δική μου ζωή και ψυχική ηρεμία. Για την πρώτη στο Τριμελές αφορούν οι αποφάσεις με αριθμούς 76274/2009 η οποία ανέβαλε, η οριστική 78489/2010 (Σχετ. 37, 38) και η αμετάκλητη 7079/2011 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (βλ. ανωτ. σχετ. 6, 7) και για τη δεύτερη στο Δ` Τριμελές η οριστική με αριθμό 23449/2011 (Σχετ.39)» και προσκόμισε αντίγραφα των ανωτέρω αποφάσεων. Ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι η αξιόποινη πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης για την οποία καταδικάσθηκε πρωτοδίκως ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την υπ’ αριθ. 78489/19-10-2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και εν συνεχεία αμετάκλητα με υπ’ αριθ. 7079/27-6-2011 απόφαση του Β` Τριμελούς Εφετείου [Πλημ/των] Αθηνών, σχετίζεται άμεσα με την ως άνω από 16-3-2010 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …../2010) αγωγή. Ειδικότερα, καίτοι δεν προσκομίζεται αντίγραφο της προαναφερόμενης αγωγής, από τα στοιχεία της δικογραφίας προέκυψε -δεν αμφισβητείται άλλωστε από τους διαδίκους- ότι επρόκειτο για αγωγή προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου με αίτημα τη χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς του υπέστη από τη σε βάρος του αδικοπραξία και δη την επικαλούμενη τελεσθείσα σε βάρος του δυσφήμιση από τον τότε εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα …………, δυσφήμηση η οποία κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς του έλαβε χώρα με την εκ μέρους του τελευταίου [εναγομένου] αποστολή της από 2-12-2009 επιστολής προς τη Διεύθυνση Εθιμοτυπίας του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, καθώς και στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, με την οποία ο εκεί εναγόμενος και ήδη εκκαλών ……… διέδωσε σε τρίτους και δη στα πρόσωπα που στελεχώνουν τις ως άνω υπηρεσίες ότι ο εκεί ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ……….. χρησιμοποίησε αποσπάσματα από έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών προκειμένου να παραπλανήσει τα Δικαστήρια και να επιτύχει αναβολές προφασιζόμενος απουσία του στο εξωτερικό. Επομένως, ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη εκκαλών που είχε το δικονομικό βάρος (νόθος αντικειμενική ευθύνη) στην ένδικη υπόθεση, δεν απέδειξε ότι η χρήση των εγγράφων της ποινικής δικογραφίας σε βάρος του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου δια της προσκόμισης των ως άνω ποινικών αποφάσεων και δη i] της υπ’ αριθ. 76274/2009 αναβλητικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ii] της υπ’ αριθ. 78489/ 19-10-2010 οριστικής [καταδικαστικής] απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, iii] της υπ’ αριθ. 7079/2011 [καταδικαστικής] απόφασης του Β` Τριμελούς Εφετείου [Πλημ/των] Αθηνών και iν] και της υπ’ αριθ. 23449/2011 οριστικής απόφασης του Δ` Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ήταν αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος του και ότι η χρήση αυτών δια της επίκλησης με τις προτάσεις και της προσκομιδής τους στο Δικαστήριο της αστικής υπόθεσης ήταν το πρόσφορο και αναγκαίο μέσο προς αντίκρουση της από 16-3-2010 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……../2010) αγωγής και απόκρουση των σε βάρος του αιτημάτων. Συνακόλουθα, αναφορικά με την παράνομη επέμβαση σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δη των αντιγράφων των ως άνω ποινικών αποφάσεων, δεν αποδείχθηκε από τον δεύτερο εναγόμενο ότι δεν έγινε χρήση των ανωτέρω εγγράφων σε υπόθεση «άσχετη» κατ’αντικείμενο και ότι για το λόγο αυτό συνέτρεχε στην προκειμένη περίπτωση κάποιος λόγος εξαίρεσης που επέτρεπε την επεξεργασία των ανωτέρω προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου. Από τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι τα ανωτέρω έγγραφα της ποινικής δικογραφίας εμπεριέχουν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, διότι αυτός αποτελεί το υποκείμενο των δεδομένων που περιλαμβάνονται σε αυτά και αφορούν σε ποινική δίωξη και καταδίκη του (άρθρο 2 περ. β` του Ν. 2472/1997). Επίσης, τα ανωτέρω ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου εντάσσονται-περιλαμβάνονται σε αρχείο προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 εδ. ε` και 3 § 1 του Ν. 2472/ 1997, με αποτέλεσμα να υπάρχει εν προκειμένω και να στοιχειοθετείται η έννοια του αρχείου, που λειτουργεί ως «πύλη» εισόδου στο ρυθμιστικό πεδίο του ανωτέρω νόμου, καθώς τα αρχεία ποινικών αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων αποτελούν διαρθρωμένα σύνολα ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, εφόσον τηρούνται και είναι προσβάσιμα με συγκεκριμένα κριτήρια ταξινόμησης, βάσει του αύξοντος αριθμού του βιβλίου μηνύσεων, των αποφάσεων και των δικογραφιών και του έτους έκδοσης των αποφάσεων, αλλά και βάσει αλφαβητικού ευρετηρίου των εγκαλουμένων και μηνυομένων και περιέχουν πληροφορίες σχετικά με ποινικές διώξεις και καταδίκες των φυσικών προσώπων που αφορούν. Κατ’ ακριβολογία πρόκειται για τμήματα-υποσύνολα ενός συνολικού αρχείου ποινικών αποφάσεων της Ελληνικής Επικράτειας, που τηρείται στα επιμέρους ποινικά δικαστήρια σε όλη την Επικράτεια, με κριτήριο την έδρα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Συνακόλουθα, η παράδοση των ανωτέρω αντιγράφων που περιείχαν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου από τον πρώτο εναγόμενο -μη διάδικο στην παρούσα δίκη- στον δεύτερο εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα συνιστά επεξεργασία υπό την ειδικότερη έννοια της διάθεσης-ανακοίνωσης του άρθρου 2 στοιχ. δ` του Ν. 2472/1997 σε τρίτο πρόσωπο κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. θ` του Ν. 2472/1997, στο οποίο κατέστησαν προσιτά, ενέργεια απολύτως απαγορευμένη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ίδιου νόμου, καθόσον αφορά τα προαναφερθέντα ευαίσθητα δεδομένα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και απαιτείτο η προηγούμενη συγκατάθεσή του, την οποία δεν είχαν λάβει. Επίσης, η επίκληση και προσαγωγή των ανωτέρω αντιγράφων των ως άνω ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων τόσο του πρωτοβάθμιου, όσο και του δευτεροβάθμιου ποινικού δικαστηρίου που εκδόθηκαν σε βάρος του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου αποτελεί επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υπό την έννοια της χρήσης του άρθρου 2 στοιχ. δ` του Ν. 2472/1997 από τρίτο πρόσωπο, η οποία είναι ανεπίτρεπτη, αφού παραβιάσθηκε η διάταξη του άρθρου 7 § 1 του Ν. 2472/199, χωρίς να συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση κάποια από τις ουσιαστικές προϋποθέσεις επιτρεπτής επεξεργασίας που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 7 § 2 του ίδιου νόμου. Η παραβίαση αυτή των διατάξεων του Ν. 2472/1997 από τους εναγόμενους οφείλεται σε υπαιτιότητά τους (δόλο), διότι παραδόθηκαν από τον πρώτο εναγόμενο -μη διάδικο στην παρούσα δίκη- στον δεύτερο εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα, ο οποίος προέβη σε χρήση τους, με σκοπό να προσβάλλει την προσωπικότητα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου ως ατόμου, στην ειδικότερη έκφανση της τιμής και της υπόληψής του και όχι διότι ήταν αναγκαίο μέσο για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου, απορριπτόμενου του αντίθετου ισχυρισμού του ως αβασίμου. Πλέον δε τούτων, δια της παράνομης αυτής χρήσης των ως άνω εγγράφων με προσωπικά δεδομένα έλαβαν γνώση και τρίτα πρόσωπα, όπως οι δικηγόροι, οι γραμματείς και οι δικαστές που συγκροτούσαν τα δικαστήρια ενώπιον των οποίων αυτά προσκομίσθηκαν. Στην έννοια δε του «τρίτου», εφόσον τα σχετικά γεγονότα ήταν δυσφημιστικά για τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο κατά τις διατάξεις των άρθρων 362, 363 ΠΚ περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, επομένως και τα πρόσωπα, τα οποία έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι υπάλληλοι του δικαστηρίου, οι δικηγόροι, οι δικαστικοί επιμελητές, τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κ.λπ., αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι` αυτόν, στον οποίο αποδίδεται (ΟλΑΠ 3/2021 ΝοΒ 2021.302). Εξ άλλου ο ισχυρισμός του δεύτερου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος περί της φυσικής παρουσίας του ως μάρτυρα στις ποινικές δίκες σε βάρος του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, ώστε αφενός γνώριζε την έκβαση της ποινικής διαδικασίας και την καταδίκη του τελευταίου [ενάγοντος] και αφετέρου οι καταδικαστικές αποφάσεις περιείχαν και ευαίσθητα δεδομένα του ίδιου, δηλαδή την μαρτυρία του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ούτε αναιρεί την υπαιτιότητά του και δεν αποτελεί νομιμοποιητικό λόγο των ως άνω παράνομων ενεργειών του, διότι ο Ν. 2472/1997 ρητά αναφέρει στο άρθρο 2 αυτού ότι οι ποινικές διώξεις και καταδίκες αποτελούν ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για την επεξεργασία των οποίων θέτει τις αναγκαίες προϋποθέσεις, ενώ η ένταξη των σχετικών με ποινικές διώξεις ή καταδίκες δεδομένων στην κατηγορία των ευαίσθητων δεν βρίσκεται σε αντίθεση με την συνταγματική αρχή της δημοσιότητας των δικαστικών αποφάσεων (άρθρο 93 § 3 Σ), ήτοι η δημοσιότητα των δικαστικών αποφάσεων δεν αναιρεί την προστασία που παρέχεται με τον ανωτέρω νόμο, ενώ περαιτέρω η συνταγματική αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων να απαγγέλλουν τις αποφάσεις τους σε δημόσια συνεδρίαση δεν θίγεται από την απαγόρευση της επεξεργασίας των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων (ΑΠ 252/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι στο πρόσωπο του δεύτερου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος συντρέχουν εν προκειμένω όλες οι προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση της αστικής εκ του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997 ευθύνης σε βάρος του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και ειδικότερα: i] συμπεριφορά που παραβιάζει τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 2472/1997, ήτοι παράνομη επεξεργασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου που εντάσσονται σε αρχείο, ii] στοιχειοθέτηση της έννοιας του αρχείου που λειτουργεί ως «πύλη» εισόδου στο ρυθμιστικό πεδίο του ανωτέρω νόμου και στα οποία εντάσσονται τα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, καθώς σύμφωνα με τις παραδοχές της προηγηθείσας νομικής σκέψης, τα αρχεία ποινικών αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων αποτελούν διαρθρωμένα σύνολα ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, απορριπτόμενου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου του δεύτερου λόγου της ένδικης έφεσης. Εξ άλλου, ο δεύτερος εναγόμενος με την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, ήτοι τη χωρίς δικαίωμα χρήση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου προσέβαλε την προσωπικότητα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής του, ήτοι κατ’ επέκταση την ιδιωτικότητά του, που αποτελούν στοιχεία της προσωπικότητάς του, γεγονός που επέφερε διατάραξη της ψυχικής του ηρεμίας. Εξάλλου, η διατάραξη της ψυχικής ηρεμίας του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου επήλθε από την παράνομη ως άνω επεξεργασία, χρήση και ανακοίνωση των ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αυτών και δεν θα επερχόταν εάν ο δεύτερος εναγόμενος δεν προέβαινε στην ενέργειά του αυτή. Επομένως, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος από την ανωτέρω, παράνομη και υπαίτια προσβολή των ευαίσθητων προσωπικών του δεδομένων δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, ενόψει του ότι συντρέχει εν προκειμένω και το στοιχείο του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας ενέργειας και της επελθούσας ηθικής βλάβης. Άλλωστε, για την επιδίκαση της ηθικής βλάβης κατά τη διάταξη του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997, δεν απαιτείται πέραν από την απόδειξη της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς που αντιβαίνει στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου να γίνει επίκληση και να αποδειχθεί και περαιτέρω επίπτωση της παράνομης επεξεργασίας των δεδομένων και σε άλλα επί μέρους στοιχεία είτε στην περιουσία του ενάγοντος είτε και σε άλλες προστατευόμενες εκδηλώσεις της προσωπικότητας, όπως η τιμή και η υπόληψη, κ.λπ., ενόψει του ότι με την απόδειξη της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς ουσιαστικά αποδεικνύεται και η ηθική βλάβη, καθώς η παράνομη συμπεριφορά που αντιβαίνει στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου συνιστά προσβολή της προσωπικότητας, αφού προσβάλλεται το υποκείμενο ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής του. Ενόψει δε του είδους του θιγόμενου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, μετά τη συνεκτίμηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπρακτική συμπεριφορά του δεύτερου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, του βαθμού υπαιτιότητας του τελευταίου [πρόθεση] καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να ορισθεί στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων [1.500] ευρώ, μη εφαρμοζόμενης ως αντισυνταγματικής της διάταξης του άρθρου 23 § 2 του Ν. 2472 /1997 σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην υπό στοιχείο VI μείζονα σκέψη της παρούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ομοίως και αναγνώρισε ότι ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη εκκαλών υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης το ποσό των 1.500 ευρώ, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, συνήθως επιδικάζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης με βάση τα αναφερόμενα στην απόφαση προσδιοριστικά κριτήρια για τον καθορισμό αυτής. Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο τέταρτος λόγος της ένδικης έφεσης κατά το σκέλος του, με το οποίο ο εκκαλών, με την επίκληση των διατάξεων των άρθρων 2 § 1, 25 § 1 του Συντάγματος και 932 ΑΚ, παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθ’ υπέρβαση της διακριτικής του ευχέρειας, κατά την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου και κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας με την εκκαλουμένη απόφαση αναγνώρισε στον ενάγοντα ως εύλογη χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την σε βάρος του παράνομη επεξεργασία, το ανωτέρω ποσό.

X. Στη διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, εφαρμόζονται οι διατάξεις, που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον των ειρηνοδικείων, οπότε δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση εγγράφων προτάσεων και οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς τους, όπως είναι (και) οι ενστάσεις, προφορικώς, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επί πλέον οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρισθούν στα πρακτικά, με σαφή (έστω συνοπτική) έκθεση των γεγονότων, που τους θεμελιώνουν (άρθρα 262, 256 § 1 εδ. (δ) ΚΠολΔ), εκτός αν τα σχετικά γεγονότα περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις, που (τυχόν) έχουν κατατεθεί στο ακροατήριο (άρθρα 591 §1 εδ. (β), 677 681, 115 § 3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυσαν πριν από το άρθρο 1 - άρθρο τέταρτο ν. 4335/2015 [ΦΕΚ Α` 87/23-7-2015]- βλ. ΑΠ 226/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τα άρθρα 262 § 1 και 269 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, για την πληρότητα ένστασης ή αντένστασης και το παραδεκτό αυτής από άποψης χρόνου προβολής της, απαιτείται τα πραγματικά περιστατικά που τη στηρίζουν να προβάλλονται με επάρκεια κατά την πρώτη στον πρώτο βαθμό συζήτηση της υπόθεσης από τον ενιστάμενο ή αντενιστάμενο και συγχρόνως να διατυπώνεται από αυτόν και αίτημα απόρριψης για την αιτία αυτή της αγωγής ή της ένστασης (ΑΠ 136/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ με περαιτέρω παραπομπή σε ΑΠ 215/2011, 1773/2011, 1372/2010, 624/2003).

XI. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται το πρώτον ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ότι η αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, είναι καταχρηστική διατεινόμενος ότι ο ίδιος [εκκαλών] έχει υποχρεωθεί και έχει καταβάλλει τα ποσά που κάποιες αποφάσεις έχουν επιδικάσει στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, καθώς και ότι ο τελευταίος «σπάει» κάθε υπόθεση σε περισσότερες και ασκεί αγωγές τόσο εναντίον του ίδιου [εκκαλούντος] όσο και κατά του …………, με τον εξής τρόπο: για την ίδια υπόθεση, για την οποία πιθανόν ο ………….. να άσκησε αγωγή ή έγκληση σε βάρος του, αντιδρά ασκώντας: α] πρώτη αγωγή αποζημίωσης για την κατάθεση της ίδιας της αγωγής (ή της έγκλησης) σε βάρος του, β] δεύτερη αγωγή αποζημίωσης για τα αναφερόμενα στις «Προτάσεις», γ] τρίτη αγωγή αποζημίωσης για τα σχετικά έγγραφα που προσκομίσθηκαν με τις προτάσεις, επικαλούμενος παραβίαση των διατάξεων περί προσωπικών δεδομένων και πρόκληση δικής του ζημίας, λόγω της προσκόμισης «ένορκης βεβαίωσης» ή «ποινικής απόφασης», δ] τέταρτη αγωγή για τις προτάσεις στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ε] πέμπτη αγωγή για την προσκόμιση σχετικών εγγράφων στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και ούτω καθεξής.

XII. Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος διότι ο εκκαλών ο οποίος είχε πρωτοδίκως υποβάλλει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος στηριζόμενη σε άλλα πραγματικά περιστατικά και η οποία απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση ως μη νόμιμη -και κατά τούτο δεν πλήττεται η εκκαλουμένη με σχετικό λόγο έφεσης-, επιχειρεί το πρώτον ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου να μεταβάλει τα συγκροτούντο την ως άνω ένσταση πραγματικά περιστατικά, τέτοια όμως μεταβολή είναι ανεπίτρεπτη. Σε κάθε περίπτωση ακόμη κι εάν εκληφθεί ως υποβολή νέας ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι δεν είχε υποβληθεί στον πρώτο βαθμό και υποβάλλεται το πρώτον ενώπιον του Εφετείου.

XIII. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση από 2-11-2021 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……/2-11-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……/2-11-2021) έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος (δεύτερου) βαθμού δικαιοδοσίας του εφεσίβλητου πρέπει, κατόπιν του σχετικού νόμιμου αιτήματος του, να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος, σύμφωνα με τα άρθρα 183 ημιπ. α` περ. α` και 191 § 2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό. Τέλος, αφού η έφεση απορρίφθηκε (κατ’ ουσίαν), ο εκκαλών ηττήθηκε ολικά και ως εκ τούτου, πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 495 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 [ΦΕΚ Α`87/23-7-2015] που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1-1-2016 ένδικα μέσα και μετά την τροποποίησή του με τα άρθρα 35 § 2 και 45 του ν. 4446/2016 [ΦΕΚ Α` 240/22-12-2016] με έναρξη ισχύος από 23-1-2017, χωρίς να ενδιαφέρει η επί της ουσίας κρίση του παρόντος (δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου) επί της αγωγής (ΑΠ 532/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος για την έφεση αυτή υπ’ αριθ. …………… ηλεκτρονικού παράβολου ποσού 100 ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο.

                                                                               ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 2-11-2021 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……./2-11-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……/2-11-2021) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1.500/22-7-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του υπ’ αριθ. ………… ηλεκτρονικού παραβόλου ποσού 100 ευρώ, που κατατέθηκε για την άσκηση της ένδικης έφεσης.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ανωτέρω εκκαλούντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία [έξοδα] ορίζει στο ποσό των εξακοσίων [600] ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 4η Μαρτίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

                                                Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
                                           Σαλώμη Μούζουρα                                           Νικόλαος Καλαντζής

Must red-read

Άτιτλο κι αγγελικό

    Άτιτλο κι Αγγελικό     Μου ' χαν πει πως η αναισθησία ανήκει στα συναισθήματα που εκδικούνται την έπαρση Μου ' χαν δώσει κι ευχή...