Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 105 ΕισΝΑΚ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 105 ΕισΝΑΚ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Μία άδικη και τυπολατρική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών που προκαλεί ή προκλήθηκε

 


 

 

1148/2019 ΔΠΡ ΑΘΗΝΩΝ 

(Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)


Ακύρωση διοικητικής πράξεως. Η Διοίκηση έχει υποχρέωση να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής κατάστασης που προέκυψε από την πράξη αυτή. Το περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων συμμόρφωσης της Διοικήσεως προσδιορίζονται από το αντικείμενο της απαγγελθείσης ακυρώσεως. Ακυρωτικές αποφάσεις που έκριναν επί της τοποθέτησης συνυποψηφίου της ενάγουσας σε προκηρυχθείσα θέση και ανέπεμπαν την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση. Δεν γεννήθηκε υποχρέωση της τελευταίας να τοποθετήσει αποκλειστικά την ενάγουσα στην επίμαχη θέση και οι ακυρωθείσες πράξεις δεν συνδέονται αιτιωδώς με την ζημία που αυτή επικαλείται. Απόρριψη αίτησης ακυρώσεως. Δεν δύναται να θεμελιωθεί αξίωση αποζημίωσης κατά του Δημοσίου, ακόμα και εάν η απόρριψη αφορά σε τυπικό λόγο.
 
 

 Αριθμός Απόφασης 1148/2019

 Αρ.Εισ.:    ………/2014

 ΤΟ

 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 ΤΜΗΜΑ 19ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

 Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Σεπτεμβρίου 2018 με δικαστές τους: Νικόλαο Πανταζή, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Ιωάννη Δροσόπουλο και Μαρία Παυλάκου (εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ., και γραμματέα την Αναστασία Κάππη, δικαστική υπάλληλο,

 γ ι α να δικάσει τη με ημερομηνία κατάθεσης 31-12-2014 αγωγή

 της …………, κατοίκου ……… Ραφήνας (οδός …… αρ. ……), η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της ...,

 κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 εδ. β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, της Δικαστικής Πληρεξούσιας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Επιστήμης - Μαρίας Μουστακάτου.

 Κατά τη συζήτηση, η διάδικος που εμφανίστηκε και παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

 Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

 Αφού μελέτησε τη δικογραφία

 Σκέφθηκε κατά το νόμο

 1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, το αίτημα της οποίας νομίμως μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση (σχ. τα πρακτικά της από 27-9-2018 δημόσιας συνεδρίασης), επιδιώκεται καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, παραδεκτώς, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση: α) το συνολικό ποσό των 275.998,36 ευρώ, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από παράνομες, κατά τους ισχυρισμούς της, πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου που είχαν ως συνέπεια τον μη διορισμό της στη θέση μόνιμου παρέδρου, με ειδικότητα μουσικής, στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων καθώς και β) το ποσό των 250.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, κατ’ άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, για την ηθική βλάβη που υπέστη από την ίδια αιτία.

 2. Επειδή, με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α΄ 164, Εισ.Ν.Α.Κ.) θεσπίζεται η ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση για τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί. Όπως γίνεται παγίως δεκτό, στην εν λόγω αποζημίωση περιλαμβάνεται η αποκατάσταση τόσο της θετικής ζημίας που υπέστη η περιουσία του ζημιωθέντος όσο και της ζημίας αυτού από τη στέρηση παροχών τις οποίες με πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, θα αποκόμιζε, αν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη πράξη ή παράλειψη (βλ. ΣτΕ 850/2015, 3607/2013, 3520/2011, 100/2011 κ.ά.). Όπως έχει επίσης κριθεί, κατά την έννοια των διατάξεων του ως άνω άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου και του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, σε περίπτωση παράνομης πράξης ή παράλειψης δημοσίων οργάνων, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει στο ζημιωθέντα, κατόπιν αιτήσεώς του, και εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΣτΕ 3032/2014, 1072/2011, 1229, 1225/2010, 2559/2007 επτ. κ.ά.). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, κατά τα παγίως γινόμενα δεκτά, για να στοιχειοθετηθεί, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από πράξη ή παράλειψη των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ' αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη (ΣτΕ 983/2016, 2898/2014, 2622, 898/2014, 750/2011, 1512/2009, 1178/2008 κ.ά.).

 3. Επειδή, όπως έχει κριθεί, από τις διατάξεις των άρθρων 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 50 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 συνάγεται ότι η Διοίκηση, συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή διοικητικού δικαστηρίου, υποχρεούται όχι μόνο να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφιστάμενη στο νομικό κόσμο τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε, αλλά και να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής κατάστασης που προέκυψε άμεσα ή έμμεσα από την πράξη αυτή, ανακαλώντας ή τροποποιώντας τις εκδοθείσες στο μεταξύ σχετικές πράξεις ή εκδίδοντας άλλες με αναδρομική ισχύ, προκειμένου να αποκαταστήσει τα πράγματα στη θέση στην οποία θα βρίσκονταν, αν από την αρχή δεν είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη ή δεν είχε λάβει χώρα η ακυρωθείσα παράλειψη (ΣτΕ 983/2016, 850/2015, 3704/2014, 2898, 2622/2014, 100/2011, 2854/1985 Ολομ. κ.ά.). Το ειδικότερο δε περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων συμμόρφωσης της Διοικήσεως προσδιορίζονται από το αντικείμενο της απαγγελθείσης ακυρώσεως, δηλαδή από τη φύση και το είδος της ακυρωθείσης πράξεως ή τα νόμιμα στοιχεία που συγκροτούν την παράλειψη, καθώς και από την κρίση ή τις κρίσεις επί των ζητημάτων που εξέτασε και για τα οποία αποφάνθηκε το δικαστήριο στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του, δημιουργώντας ως προς αυτά δεδικασμένο για τη συγκεκριμένη περίπτωση (ΣτΕ 983/2016, 3704/2014, 2898, 2622/2014, 3761/2013, 2854/1985 Ολομ. κ.ά.). Εξάλλου, η ακύρωση διοικητικής πράξης (και δη για τυπικούς λόγους, ΣτΕ 2309/2009, 1540/2007, 1552/1959 κ.ά.) επαναφέρει την υπόθεση στο χρόνο εκδόσεως της πράξης που έχει ακυρωθεί, η νέα δε πράξη που τυχόν εκδίδει η Διοίκηση ανατρέχει αναγκαίως στο χρόνο εκείνο και διέπεται, καταρχήν, από το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε τότε, και όχι από το ισχύον κατά το χρόνο κατά τον οποίο λαμβάνουν χώρα οι ενέργειες συμμόρφωσης προς την ακυρωτική απόφαση (ΣτΕ 2558/2009 επτ., 1871/2003, 2987/2002, 4932/1995 επτ. κ.ά.). Συναφώς δε, η Διοίκηση, επιλαμβανόμενη εκ νέου της υποθέσεως, πρέπει να κρίνει από του σημείου στο οποίο αναφέρεται η ακύρωση και εντεύθεν και να λάβει υπόψη μόνον εκείνα τα στοιχεία που είχε εκτιμήσει κατά την αρχική της κρίση (ΣτΕ 1871/2003, 4932/1995 επτ.).

 4. Επειδή, περαιτέρω, o Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), ορίζει στο άρθρο 80 παρ. 2 ότι: «Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παρ. 4 του άρθρου 71 ή σε τυχόν άλλες ειδικές διατάξεις, αν η αξίωση θεμελιώνεται στο παράνομο εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, το δικαστήριο, εφόσον δεν υπάρχει δεδικασμένο, κρίνει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης αυτής», ενώ, στο δε άρθρο 197 παρ. 1 ότι: «Δεδικασμένο δημιουργείται από τις τελεσίδικες και τις ανέκκλητες αποφάσεις εφόσον οι τελευταίες δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, ως προς το, ουσιαστικό ή δικονομικό, διοικητικής φύσης ζήτημα που με αυτές κρίθηκε, εφόσον τούτο τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση προς το συμπέρασμα που με τις ίδιες έγινε δεκτό […]». Από τις ανωτέρω διατάξεις, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., συνάγεται ότι επί αγωγής αποζημίωσης προϋπόθεση του παρεμπίπτοντος ελέγχου, από τα διοικητικά δικαστήρια, της εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, επί της οποίας θεμελιώνεται η αξίωση προς αποζημίωση, είναι η απουσία δεδικασμένου ως προς τη νομιμότητα αυτής (πρβλ. ΣτΕ 1716/2013). Όταν, όμως, υφίσταται τέτοιο δεδικασμένο, όπως σε περίπτωση απόρριψης από το Συμβούλιο της Επικρατείας, αίτησης ακυρώσεως κατά της φερόμενης ως παράνομης πράξης ή παράλειψης, δεν δύναται να θεμελιωθεί αξίωση αποζημίωσης, ακόμα και αν, το απορρέον, από την απορριπτική αυτή δικαστική απόφαση, δεδικασμένο αφορά σε τυπικό λόγο (πρβλ. ΣτΕ 1716/2013, 2176/2012, 604/2005).

 5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την 6140/08.10.1999 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προκηρύχθηκε, μεταξύ άλλων, η πλήρωση, για πρώτη φορά, μιας θέσης μονίμου παρέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (Π.Ι.), ειδικότητας μουσικής. Υποψηφιότητα για την πλήρωση της θέσης αυτής, υπέβαλαν μεταξύ άλλων, η ενάγουσα και ο κ. ……… . Για τον έλεγχο των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων συγκροτήθηκε από τον Υπουργό Παιδείας ομάδα εργασίας, η οποία του υπέβαλε την πρότασή της με το 12/07.01.2000 πρακτικό και ακολούθως, κατόπιν της πρότασης αυτής, ο Υπουργός Παιδείας εισηγήθηκε το διορισμό σε θέση μονίμου παρέδρου μουσικής του Π.Ι. του ………., ο οποίος διορίστηκε τελικά στη θέση αυτή, με την 06/04.02.2000 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Κατά της πράξης αυτής, η ενάγουσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο με την 56/2001 απόφασή του την ακύρωσε, κατά το μέρος της με το οποίο διορίστηκε στην ανωτέρω θέση ο ……… . Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι ο διορισμός του δεν ήταν νόμιμος, αφού αυτός δεν είχε διδακτορικό δίπλωμα ούτε μεταπτυχιακές σπουδές στην αντίστοιχη ειδικότητα, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 25 παράγραφοι 5 και 8 του ν. 1566/85, αφού ο τίτλος Master’s που κατέχει αφορά στον κλάδο της φιλοσοφίας και όχι στον κλάδο της μουσικής και δεν είναι αναγνωρισμένος από το ΔΙΚΑΤΣΑ. Εξάλλου, στη δίκη αυτή, άσκησε παρέμβαση υπέρ του κύρους της 06/04.02.2000 πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου ο ………, ο οποίος προέβαλε ότι η ενάγουσα δεν είχε έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της πράξης αυτής, επειδή αυτή δεν διέθετε το τυπικό προσόν της επταετούς υπηρεσίας στην εκπαίδευση. Το Διοικητικό Εφετείο όμως απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην 12/07.01.2000 πράξη της Ομάδας Εργασίας, η ενάγουσα είχε 24 χρόνια πραγματικής υπηρεσίας και ότι από τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 5 του ν. 1566/85 δεν προκύπτει ότι το τυπικό προσόν διορισμού της επταετούς πραγματικής υπηρεσίας πρέπει να είναι μόνο στη δημόσια και όχι στην ιδιωτική εκπαίδευση, αφού δεν γίνεται σε αυτές σχετική διάκριση. Έφεση που άσκησε ο ……… κατά της ανωτέρω απόφασης, έγινε δεκτή με την 2916/2002 απόφαση του Σ.τ.Ε., με την οποία κρίθηκε ότι θέση μόνιμου παρέδρου του Π.Ι. μπορούν να καταλάβουν και όσοι έχουν τριετή τουλάχιστον υπηρεσία ως σχολικοί σύμβουλοι, όπως ο ………, ανεξάρτητα αν είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος. Στη συνέχεια το Σ.τ.Ε. εξαφάνισε την 56/2001 απόφαση του Δ.Ε.Α. και προχώρησε το ίδιο στην εκδίκαση της αίτησης ακυρώσεως της ενάγουσας, την οποία έκανε τελικά δεκτή, για το λόγο ότι, ούτε από το πιο πάνω πρακτικό της ομάδας εργασίας, ούτε από την εισήγηση του Υπουργού Παιδείας προς το Υπουργικό Συμβούλιο, προέκυπτε ότι έγινε ειδική κρίση περί του μεταπτυχιακού χαρακτήρα του τίτλου σπουδών του ……… και συνεπώς, περί της πραγματοποίησης από αυτόν μεταπτυχιακών σπουδών, ούτε και περί του αν πράγματι ο εν λόγω τίτλος και οι σχετικές σπουδές του αφορούσαν τη μουσική και ότι, επομένως, είχε τα νόμιμα προσόντα διορισμού στην επίμαχη θέση κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 5 εδ. β΄ περ. β΄ και παρ. 8 του ν. 1566/1985. Ακολούθως, με την απόφαση αυτή αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή να κρίνει αιτιολογημένα περί του χαρακτήρα (ως μεταπτυχιακών) και του αντικειμένου των σπουδών του ……… στην αλλοδαπή, καλώντας τον τελευταίο να προσκομίσει ενδεχομένως συμπληρωματικά προς τούτο στοιχεία σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης (π.χ. σχετικά πιστοποιητικά ή βεβαιώσεις σπουδών, αντίγραφο του πιο πάνω τίτλου του σε επίσημη μετάφραση κ.λπ.). Εξάλλου, με την ως άνω 2916/2002 απόφαση του Σ.τ.Ε., έγινε δεκτό και ότι κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 25 του ν. 1566/1985, ως επταετής πραγματική υπηρεσία στην εκπαίδευση, προβλεπόμενη ως τυπικό προσόν για το διορισμό σε θέση μόνιμου παρέδρου του Π.Ι., νοείται, εφόσον στη διάταξη αυτή δεν γίνεται σχετική διάκριση, η προϋπηρεσία όχι μόνο στη δημόσια, αλλά και στην ιδιωτική εκπαίδευση και ακολούθως, κρίθηκε ότι ορθά απορρίφθηκε από το Διοικητικό Εφετείο ο ισχυρισμός του ……… περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, εκ του λόγου ότι δεν διέθετε το τυπικό προσόν της επταετούς πραγματικής υπηρεσίας στη δημόσια εκπαίδευση για το διορισμό της στην επίδικη θέση. Στο μεταξύ, εκκρεμούσης της έκδοσης της ως άνω 2916/2002 απόφασης του Σ.τ.Ε. και σε εκτέλεση της 56/2001 απόφασης του Δ.Ε.Α., ο ΥΠ.Ε.Π.Θ. με την 10472/12.07.2001 απόφασή του προέβη σε συγκρότηση ομάδας εργασίας, προκειμένου να αξιολογηθούν και πάλι τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα μόνο της ενάγουσας, η δε ομάδα εργασίας με το 02/07.11.2001 πρακτικό της, εισηγήθηκε το μη διορισμό της στην ένδικη θέση, με την αιτιολογία ότι, η υποψηφιότητά της παρουσιάζει συνολικά σημαντικές ελλείψεις και ειδικότερα δεν διαθέτει αξιόλογο δημοσιευμένο έργο, αξιόλογη επιστημονική, ερευνητική δράση και την απαραίτητη από άποψη ουσιαστική, διδακτική και εκπαιδευτική εμπειρία στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ένσταση που άσκησε η ενάγουσα κατά του ως άνω 02/07.11.2001 πρακτικού της ομάδας εργασίας απορρίφθηκε με την 14455/11.12.2001 απόφαση του ΥΠ.Ε.Π.Θ. και κατά των πράξεων αυτών, η ενάγουσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου της Αθήνας, η οποία έγινε δεκτή με την 3459/2003 απόφασή του, ακυρώθηκαν οι πράξεις αυτές και αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση για να ενεργήσει τα νόμιμα, δηλ. να τεθούν σε νέα κρίση για επιλογή τόσο η ενάγουσα, όσο και ο συνυποψήφιός της ……… . Σε εκτέλεση δε της προαναφερόμενης 2916/2002 απόφασης του Σ.τ.Ε. και πριν από την έκδοση της 3459/2003 απόφασης του Δ.Ε.Α., συγκροτήθηκε το Συλλογικό Όργανο του Π.Ι. το οποίο με την 04/17.04.2003 πράξη του, αφού έκρινε συνολικά τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του ……… (και όχι μόνο σχετικά με τις μεταπτυχιακές σπουδές του), εισηγήθηκε κατά πλειοψηφία το μη διορισμό του τελευταίου και τη μη πλήρωση της θέσης μόνιμου παρέδρου ειδικότητας μουσικής στο Π.Ι.. Ακολούθως, εκδόθηκε η 8694/25.07.2003 πράξη του ΥΠ.Ε.Π.Θ., με την οποία, κατ’ αποδοχή του ανωτέρω πρακτικού, διαπιστώθηκε ότι δεν μπορεί να πληρωθεί η επίμαχη θέση. Στη συνέχεια, ο ……… υπέβαλε το από 26.04.2004 υπόμνημα ενώπιον του ΥΠ.Ε.Π.Θ., με το οποίο ανέφερε ότι το Συλλογικό Όργανο του Π.Ι. με την προαναφερόμενη 04/17.04.2003 πράξη του προέβη σε νέα αξιολόγηση, ενώ η 2916/2002 απόφαση του Σ.τ.Ε. απαιτούσε μόνο αιτιολογημένη κρίση περί του χαρακτήρα (ως μεταπτυχιακών) και του αντικειμένου των σπουδών του. Για το λόγο δε αυτό, ζήτησε την αναπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο Συλλογικό Όργανο. Κατόπιν των ανωτέρω, με την 5683/19.07.2004 απόφαση του ΥΠ.Ε.Π.Θ., ανακλήθηκε η προαναφερόμενη 8694/25.07.2003 διαπιστωτική πράξη και αναπέμφθηκε η υπόθεση στο αρμόδιο Συλλογικό Όργανο, για νέα νόμιμη κρίση. Έπειτα, το συλλογικό όργανο του Π.Ι., με την 01/16.09.2004 πράξη του, εισηγήθηκε στον ΥΠ.Ε.Π.Θ. κατά πλειοψηφία, την πλήρωση της θέσης μόνιμου παρέδρου ειδικότητας μουσικής στο Π.Ι., από τον ………, με την αιτιολογία ότι έχει τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα που προβλέπονται από τις διατάξεις του α. 25 του ν. 1566/1985 και υπερτερεί συγκριτικά της συνυποψηφίας του και στη συνέχεια, με την 9267/26.11.2004 (Γ’ 113/06.05.2005) απόφαση του ΥΠ.Ε.Π.Θ. διορίστηκε ο ……… στην επίμαχη θέση. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Δ.Ε.Α., η οποία έγινε δεκτή με την 2730/2006 απόφαση και αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση για να ενεργήσει τα νόμιμα, αφού κρίθηκε ότι η πλήρωση της επίμαχης θέσης είναι η πρώτη μετά τη θέσπιση αυτής με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1566/1985 και επομένως, έπρεπε να γίνει με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και όχι με απόφαση της ΥΠ.Ε.Π.Θ., σύμφωνα με όσα ορίζονται στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 1566/1985. Σε συμμόρφωση προς την 2730/2006 απόφαση του Δ.Ε.Α., συγκροτήθηκε εκ νέου ομάδα εργασίας (1595/28.02.2007 απόφαση ΥΠ.Ε.Π.Θ.), προκειμένου να επαναξιολογήσει τα προσόντα των υποψηφίων για διορισμό στην επίμαχη θέση, η οποία με την 01/04.04.2007 πράξη της, αφού απέκλεισε από τη διαδικασία επιλογής την ενάγουσα με την αιτιολογία ότι δεν πληροί όλα τα τυπικά προσόντα, όπως αυτά ορίζονται στην παρ. 5 του άρ. 25 του ν. 1566/1985, διότι δεν συμπληρώνει επταετή πραγματική υπηρεσία στη δημόσια εκπαίδευση, εισηγήθηκε τελικά, μετά από εξέταση επιπρόσθετων – εκτός των τυπικών – κριτηρίων, την κατάληψη της εν λόγω θέσης από τον ………. Ακολούθως, ο ΥΠ.Ε.Π.Θ. εισηγήθηκε ομοίως (……/03.08.2007 εισήγηση) προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο με την 12/17.08.2007 απόφασή του, διόρισε τον ……… σε θέση μόνιμου παρέδρου ειδικότητας μουσικής στο Π.Ι., αναδρομικά από τις 17.02.2000 (Γ’ 648/17.08.2007). Κατά της ανωτέρω απόφασης, η ενάγουσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο με την 1441/2009 απόφασή του έκανε δεκτή την αίτηση και ακύρωσε την ανωτέρω πράξη, αναπέμποντας την υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου να ενεργήσει τα νόμιμα, με την αιτιολογία ότι παρανόμως αποκλείσθηκε η ενάγουσα από τη διαδικασία επιλογής στην επίμαχη θέση, εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν πληροί όλα τα τυπικά προσόντα που ορίζονται στην παρ. 5 του άρθρου 25 του ν. 1566/1985, ήτοι δεν συγκεντρώνει πραγματική επταετή υπηρεσία στην εκπαίδευση (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια), καθόσον αυτό έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου με την 2916/2002 απόφαση του Σ.τ.Ε.. Σε συμμόρφωση με την ως άνω απόφαση, συγκροτήθηκε εκ νέου Ομάδα Εργασίας, προκειμένου να επαναξιολογήσει τα προσόντα των δύο υποψηφίων και να εισηγηθεί σχετικά στην Υπουργό Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων. Το Υπουργικό Συμβούλιο με την 15/19-5-2010 πράξη του (Γ’ 459/9-6-2010) και ύστερα από την ……/28-4-2010 εισήγηση της Υπουργού Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, διόρισε τον κ. ……… στη θέση του μονίμου παρέδρου, ειδικότητας μουσικής, αναδρομικά από 17-02-2000 έως 18-09-2009, ημερομηνία λύσης της υπαλληλικής σχέσης του κ. ……… . Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών αίτηση ακυρώσεως κατά της 15/19-5-2010 πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου και της ……/28-4-2010 εισήγησης της Υπουργού Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και το Δ.Ε.Α με την 1735/2013 απόφασή του την απέρριψε, αφού μετά τη δημοσίευση του ν.3966/2011 καταργήθηκε το οργανωτικό σχήμα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, όπως είχε διαμορφωθεί με τον ν. 1566/1985. Εξάλλου, κατόπιν των οργανωτικών μεταβολών που επήλθαν με το νόμο αυτό, και ειδικότερα κατόπιν της μεταφοράς του κύριου προσωπικού του καταργηθέντος φορέα στο Υπουργείο και της τοποθετήσεώς του σε προσωποπαγείς θέσεις, δεν ισχύει πλέον ο τρόπος επιλογής και διορισμού σε θέση Συμβούλων, Μονίμων Παρέδρων ή επί θητεία υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος νόμου. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του γεγονότος ότι δεν συστήθηκε υπό το νέο καθεστώς προσωποπαγής θέση για τον παρεμβαίνοντα στη δίκη κ. ………, του οποίου η πράξη διορισμού έπαυσε να ισχύει από 18-09-
2009 με την αποχώρησή του από το Δημόσιο λόγω συνταξιοδοτήσεως, έκρινε ότι η ενάγουσα δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της επίμαχης αίτησης ακυρώσεως – τούτο δε, διότι ακόμη και σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξεως, η ενάγουσα δεν θα μπορούσε να καταλάβει την επίμαχη θέση, δεδομένου ότι αυτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν υφίστατο πλέον. Παράλληλα, το Τριμελές Συμβούλιο του Σ.τ.Ε., στο οποίο προσέφυγε η ενάγουσα με αίτησή της για άρνηση της Διοίκησης να συμμορφωθεί προς την 1441/2009 απόφαση του Δ.Ε.Α, διαπίστωσε τη συμμόρφωση της Διοικήσεως με την 90/2012 απόφασή του

Η ενάγουσα κατέθεσε, επίσης, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την με γενικό αριθμό κατάθεσης ………/6-8-2008 αγωγή αποζημίωσης κατά του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προαναφερθείσα 12/17-8-2007 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, παραβίασε το δεδικασμένο που πηγάζει από την 56/2001 απόφαση του Δ.Ε.Α., την 2916/2002 απόφαση του Σ.τ.Ε., καθώς και από τις 2459/2003 και 2730/2006 αποφάσεις του Δ.Ε.Α., ενώ περαιτέρω ισχυριζόταν ότι η ως άνω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του εναγομένου και ειδικότερα η εμμονή αυτών να τοποθετήσουν σε μια θέση έναν υποψήφιο, ακόμα και με παραβίαση δεδικασμένου δικαστικών αποφάσεων, την οδήγησε σε μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα, κλόνισε την εμπιστοσύνη της στη Διοίκηση και της προκάλεσε ψυχική ταλαιπωρία. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η 14187/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία επιδίκασε στην ενάγουσα το ποσό των 10.000 ευρώ, κατά μερική αποδοχή του αιτήματός της για ηθική βλάβη, διότι, όπως έκρινε, μη νομίμως με την 12/17.08.2007 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου αποκλείστηκε η ενάγουσα από τη διαδικασία επιλογής μονίμου παρέδρου του Π.Ι. ειδικότητας μουσικής, με την αιτιολογία ότι δεν πληροί όλα τα τυπικά προσόντα που ορίζονται στην ανωτέρω διάταξη, ήτοι ότι δεν συγκεντρώνει πραγματική επταετή υπηρεσία στην εκπαίδευση, και, συνεπώς, η παράνομη αυτή συμπεριφορά των οργάνων του εναγομένου, προκάλεσε πράγματι στην ενάγουσα ηθική βλάβη, συνεκτιμωμένου του αισθήματος αβεβαιότητας που υπέστη κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας καθώς και του γεγονότος ότι για τη δικαίωσή της αναγκάστηκε να προσφύγει στη δικαιοσύνη. Επισημαίνεται ότι η ενάγουσα κατέθεσε την ………/14-3-2014 αίτηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, με την οποία ζητούσε την καταβολή των αποδοχών που θα ελάμβανε, εάν είχε διοριστεί στη θέση του μονίμου παρέδρου μουσικής του Π.Ι. από 4-2-2000 μέχρι και την κατάθεση της εν λόγω αίτησης.

 6. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το νομίμως κατατεθέν από 2-10-2018 υπόμνημα, η ενάγουσα προβάλλει ότι όλες οι πράξεις της Διοίκησης ήταν καθόλα παράνομες, γεγονός που διαπιστωνόταν κάθε φορά με αποφάσεις δικαστηρίων, και μολαταύτα η Διοίκηση ενέμενε να εκλέγει τον συνυποψήφιό της, παραβιάζοντας ακόμα και το δεδικασμένο, όπως έκρινε το Σ.τ.Ε. και το Δ.Ε.Α.. Ειδικότερα, μάλιστα, με την τελευταία κρίση του συλλογικού οργάνου (εννοώντας προφανώς την 15/19-5-2010 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου) εξελέγη εκ νέου ως επικρατέστερος υποψήφιος ο κ. …………, γεγονός που προκάλεσε και πάλι την από μέρους της άσκηση αίτησης ακυρώσεως, η οποία όμως απορρίφθηκε για λόγους τυπικούς. Τελικώς, όπως υποστηρίζει, με την πάροδο των ετών και παντελώς μεθοδευμένα απώλεσε τη δυνατότητα να διεκδικήσει την θέση που προκηρύχθηκε, αφού καταργήθηκε ο φορέας της προκήρυξης. Από τις παράνομες δε πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι προκειμένου να προασπίσει τα συμφέροντά της αναγκάστηκε να προβεί σε συνεχείς δαπανηρούς δικαστικούς αγώνες με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία, για την αποκατάσταση της οποίας ενέχεται το εναγόμενο, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 25.000 ευρώ που ξόδεψε για δικαστικά έξοδα και αμοιβές δικηγόρων σε χρονικό διάστημα 15 ετών. Περαιτέρω, η ενάγουσα διατείνεται ότι εάν τα όργανα του εναγομένου δεν προέβαιναν παρανόμως και αυθαιρέτως σε θετική υπέρ του συνυποψηφίου της κρίση παρά τις δικαστικές αποφάσεις, τότε αυτή θα είχε λάβει μετά βεβαιότητας την επίμαχη θέση για το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως και 31-12-2012, με αποτέλεσμα και εκ του λόγου αυτού να υποστεί ζημία συνιστάμενη στην απώλεια των αντίστοιχων αποδοχών, συνολικού ύψους 250.998,36 ευρώ, όπως αυτές ειδικότερα αναλύονται στο δικόγραφο της αγωγής. Τέλος, η ενάγουσα εκθέτει ότι υπέστη ηθική βλάβη, για την χρηματική ικανοποίηση της οποίας αξιώνει το ποσό των 250.000 ευρώ από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι οι ως άνω περιγραφόμενες παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου κλόνισαν την εμπιστοσύνη της στη Δημόσια Διοίκηση και προσέβαλαν την προσωπικότητά της, δεδομένου μάλιστα ότι απώλεσε το δικαίωμα της κατάληψης της επίμαχης θέσης, σε βάρος και των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της, και παραλλήλως υπέστη ψυχική ταλαιπωρία εν όψει του δεκαπενταετούς δικαστικού της αγώνα. Κατόπιν τούτων, η ενάγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να της καταβάλει νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση: α) το συνολικό ποσό των 275.998,36 ευρώ, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, κατά τα ανωτέρω, και β) το ποσό των 250.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, κατ’ άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, για την ηθική βλάβη που υπέστη από την ίδια αιτία.

 7. Επειδή, το εναγόμενο, με την ………/1-8-2018 έκθεση των απόψεών του και το από 2-10-2018 υπόμνημά του, προβάλλει ένσταση αοριστίας της αγωγής, καθώς, όπως υποστηρίζει, δεν εκτίθενται στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής και ειδικότερα σε τι συνίσταται η παρανομία των οργάνων του Δημοσίου, ούτε όμως και προσδιορίζεται με συγκεκριμένα στοιχεία το ύψος της θετικής ζημίας που υπέστη, αφού η ενάγουσα ούτε επικαλείται ούτε προσκομίζει παραστατικά για το κόστος των διαδικαστικών πράξεων εκάστης υπόθεσης και των αντίστοιχων δικηγορικών αμοιβών. Επίσης, το εναγόμενο αποκρούει τον ισχυρισμό της ενάγουσας περί αποθετικής ζημίας, διατεινόμενο ότι η ακύρωση του διορισμού ενός υποψηφίου δεν σήμαινε άνευ άλλου τινός ότι η αρμόδια Επιτροπή επρόκειτο να διορίσει τον έτερο υποψήφιο, αν αυτός δεν κρινόταν κατάλληλος και πληρών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις από την εν λόγω Επιτροπή. Περαιτέρω, το εναγόμενο διατείνεται ότι η αξίωση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας έχει ικανοποιηθεί από την 14187/2017 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείο Αθηνών. Τέλος, το εναγόμενο υποστηρίζει ότι άπασες οι αξιώσεις της ενάγουσας για το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως και 31-12-2012 είχαν υποκύψει σε παραγραφή ήδη κατά το χρόνο κατάθεσης της κρινόμενης αγωγής (31-12-2014) και συνεπώς η κρινόμενη αγωγή είναι απορριπτέα.

 8. Επειδή, η ένσταση του εναγομένου περί αοριστίας του δικογράφου είναι αβάσιμη, διότι σε αυτό περιγράφονται τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, εκτίθενται επαρκώς οι αποδιδόμενες ως παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου, στις οποίες θεμελιώνονται κατά την αγωγή οι ένδικες αξιώσεις και περιέχεται σαφώς καθορισμένο αίτημα.

 9. Επειδή, άπασες οι αναφερθείσες στο ιστορικό μέρος της παρούσας ακυρωτικές αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, εκτός της τελευταίας 1735/2013 απόφασής του, έκριναν επί της τοποθέτησης του ……… και όχι επί της μη τοποθέτησης της ενάγουσας στη θέση του μόνιμου παρέδρου στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, κι εν συνεχεία ανέπεμπαν την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση. Ήτοι, τα αρμόδια όργανα του εναγομένου, σε συμμόρφωση προς τις ανωτέρω ακυρωτικές αποφάσεις - μεταξύ των οποίων και η 1441/2009 απόφαση του Δ.Ε.Α., που έκρινε παράνομο τον «αποκλεισμό της ενάγουσας από τη διαδικασία επιλογής με την αιτιολογία ότι δεν πληροί όλα τα τυπικά προσόντα που ορίζονται στην παρ. 5 του άρθρου 25 του ν. 1566/1985» - υποχρεούνταν, απλώς, κάθε φορά, να εκδώσουν νεώτερη, νομίμως αιτιολογημένη πράξη, προβαίνοντας σε επανάκριση των υποψηφίων, έχοντας ακόμα και τη δυνατότητα να αποκλείουν εκ νέου την ενάγουσα (σχ. και η 90/2012 απόφαση του Τριμελούς Συμβουλίου του Σ.τ.Ε. περί διαπίστωσης της συμμόρφωσης της Διοίκησης με την 1441/2009 απόφαση του Δ.Ε.Α.), απορριπτομένου του ισχυρισμού της ενάγουσας περί παράνομης εμμονής της Διοίκησης να επιλέγει τον συνυποψήφιό της έναντι αυτής (πρβλ. 1763/2006, 2423/2017 κ.α.). Ανεξαρτήτως λοιπόν, τυχόν παραγραφής των επιμέρους αξιώσεων της ενάγουσας, εφόσον από το περιεχόμενο των ανωτέρω ακυρωτικών αποφάσεων δεν προκύπτει ότι γεννήθηκε υποχρέωση της Διοικήσεως να τοποθετήσει αποκλειστικά την ενάγουσα στην επίμαχη θέση, δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα μη συμμόρφωσης της υπηρεσίας προς τις αποφάσεις αυτές, ενώ οι διοικητικές πράξεις που κρίθηκαν από τις ακυρωτικές αποφάσεις ως παράνομες δεν συνδέονται αιτιωδώς με την αποθετική ζημία που επικαλείται η ενάγουσα ότι υπέστη (πρβλ. ΣτΕ 2898/2014), και συνεπώς, εξ αυτού του λόγου, δεν στοιχειοθετείται αστική ευθύνη του Δημοσίου. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί της ενάγουσας περί θετικής ζημίας της, εξαιτίας της εμπλοκής της σε μακροχρόνιο δαπανηρό δικαστικό αγώνα με στόχο την προάσπιση των συμφερόντων της, είναι απορριπτέοι προεχόντως ως αναπόδεικτοι.

 10. Επειδή, περαιτέρω, προϋπόθεση του παρεμπίπτοντος ελέγχου από το παρόν Δικαστήριο της νομιμότητας της 15/19-5-2010 πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία ολοκληρώθηκε η σύνθετη διοικητική ενέργεια της διαδικασίας επιλογής και διορισμού του κ. ……… στο Π.Ι. σε θέση μονίμου παρέδρου, ειδικότητας μουσικής, κατά παράλειψη της ενάγουσας, σύμφωνα και με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 4, είναι η απουσία δεδικασμένου ως προς την νομιμότητα αυτής. Εν προκειμένω, όμως, από την 1735/2013 απορριπτική λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών πηγάζει δεδικασμένο ως προς τη νομιμότητα της ως άνω πράξης και επομένως δεν δύναται να θεμελιωθεί από την πράξη αυτή αξίωση αποζημιώσεως, ακόμα και αν η απορριπτική απόφαση στηρίζεται σε τυπικό λόγο (ΣτΕ 1716/2013). Συνεπώς, οι ισχυρισμοί της ενάγουσας σχετικά με τις προβαλλόμενες παρανομίες της τελευταίας αυτής πράξης διορισμού του συνυποψηφίου της έναντι αυτής, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους ως αβάσιμοι, διότι καλύπτονται από το δεδικασμένο που απορρέει από την προμνησθείσα 1735/2013 απόφαση του Δ.Ε.Α.. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υφίσταται, εν προκειμένω, παράνομη πράξη ή παράλειψη του Δημοσίου, από την οποία να θεμελιώνεται αξίωση της ενάγουσας προς αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., και, συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου Δημοσίου, απορριπτομένων ως αβασίμων όλων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της ενάγουσας. Τέλος, η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που διατείνεται ότι υπέστη η ενάγουσα από τις ως άνω αιτίες, ανεξαρτήτως του κατά πόσο η κρινόμενη αγωγή αποτελεί, κατά το μέρος τούτο, δεύτερη αγωγή, κατά την έννοια του άρθρου 76 παρ.1 του Κ.Δ.Δ., μετά την κατάθεση και εκδίκαση της από 6-8-2008 αγωγής της ενάγουσας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, είναι απορριπτέα για τους λόγους που εκτέθηκαν στην προηγούμενη και την παρούσα σκέψη και, ως εκ τούτου, η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

 11. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί, ενώ, τέλος, πρέπει να απαλλαγεί η ενάγουσα από τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων (άρθρο 275 παρ.1 τελευταίο εδάφιο του Κ.Δ.Δ.).

 Δ Ι Α  Τ Α Υ Τ Α

 Απορρίπτει την αγωγή.

 Απαλλάσσει την ενάγουσα από τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου.

 Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 28 Ιανουαρίου 2019.

       Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                         Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

  Νικόλαος Πανταζής                                                                    Μαρία Παυλάκου

 Η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο στις 31 Ιανουαρίου 2019, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με πρόεδρο τον Κωνσταντίνο Ζουρνατζή, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., λόγω εκλογής του Προέδρου που μετείχε στη σύνθεση στη θέση του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

       Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

  Κωνσταντίνος Ζουρνατζής 
                                                      Αναστασία Κάππη
 
 

Δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από αμετάκλητες ποινικές αποφάσεις

 

 

 


34/2019 ΔΠΡ ΑΘΗΝΩΝ
(Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
 

Ευθύνη νοσοκομείου ως Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου προς αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη ασθενής, ακόμα και από ελαφρά αμέλεια του ιατρικού του προσωπικού. Υφίσταται ακόμα και εάν το όργανο του νοσοκομείου παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές και τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, επιδεικνύοντας την δέουσα επιμέλεια. Δέσμευση Δικαστηρίου από αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση, εφόσον με αυτήν κρίθηκε η ανυπαρξία παράνομης πράξης ή παράλειψης των οργάνων του νοσοκομείου. Η θεσπίζουσα αυτήν διάταξη εφαρμόζεται και επί των εκκρεμών υποθέσεων, ελλείψει αντίθετης πρόβλεψης. Απορρίπτει αγωγή.
 
 

 Αριθμός απόφασης 34/2019

 ΓΑΚ …………/2011

 ΤΟ

 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

 ΤΜΗΜΑ 19ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

 σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Ιουνίου 2018, με δικαστές τους, Νικόλαο Πανταζή, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Ιωάννη Δροσόπουλο (Εισηγητή), Παναγιώτη Τσόγκα Πρωτοδίκες Δ.Δ., και γραμματέα την Αναστασία Κάππη, δικαστική υπάλληλο,

 γ ι α να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης την 15-7-2011,

 τ ω ν : 1) ………… του ………, κατοίκου Λευκωσίας Κύπρου (………), 2) ……… του ………, κατοίκου Λευκωσίας Κύπρου (………) και 3) ……… του ………, κατοίκου Λευκωσίας Κύπρου (……………), οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ...,

 κ α τ ά: 1) του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «……… (………)», που εδρεύει στην ……… Αττικής (…………) και εκπροσωπείται από τον Διοικητή του, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του ... και 2) του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) «………», που εδρεύει στην Αθήνα (………) και εκπροσωπείται από τον Διοικητή του, ο οποίος παραστάθηκε με την κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ....

 Κατά τη συζήτηση, οι διάδικοι που παραστάθηκαν, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

 Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

 Αφού μελέτησε τη δικογραφία

 Σκέφτηκε κατά το Νόμο

 1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, το αίτημα της οποίας νομίμως μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγόντων κατά τη συζήτηση που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, ζητείται να αναγνωρισθεί η εις ολόκληρον υποχρέωση των εναγόμενων νοσοκομείων να καταβάλουν νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και 932 του Αστικού Κώδικα, το ποσό των 200.000 ευρώ σε καθέναν από τους ενάγοντες ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από το θάνατο της …………, ……… των δύο πρώτων εναγόντων και ……… του τρίτου εξ αυτών, ο οποίος, κατά τους ισχυρισμούς τους, επήλθε εξαιτίας παράνομων πράξεων και παραλείψεων των οργάνων των εναγόμενων νοσοκομείων.

 2. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος ...» και στο άρθρο 106 αυτού ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη ... των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Περαιτέρω, στο άρθρο 932 του ΑΚ ορίζεται ότι : «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης».

 3. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από παράνομες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες συνάπτονται με την οργάνωση και τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και όχι με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (βλ. ΣτΕ 325/2017, 2776/2016, 1018/2008, ΣτΕ 2796/2006 κ.ά.). Εξάλλου, ανακύπτει ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνων τους παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (βλ. ΣτΕ 1717/2016, ΣτΕ 939/2014, 4133/2011 επταμ., κ.ά.). Ο, κατά τα ανωτέρω, παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (βλ. ΣτΕ 2187/2015, ΣτΕ 877/2013, κ.ά.). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημοσίου οργάνου ή του οργάνου του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και της επελθούσας ζημίας (βλ. ΣτΕ 4133/2011 επταμ.). Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία την οποία και επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. ΣτΕ 596/2017, 877/2013 επταμ., κ.ά.). Τέλος, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το Δικαστήριο δύναται να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, ή, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, λόγω ψυχικής οδύνης, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της κρινόμενης περίπτωσης (βλ. ΣτΕ 2091/2017, 3329/2014, κ.ά.). Και ναι μεν με τη διάταξη του άρθρου 923 εδ. γ’ του Α.Κ. δεν ορίζεται ευθέως ο κύκλος των προσώπων που μπορεί να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση, ωστόσο, κατά την αληθή έννοια αυτής, η οποία απορρέει από τον σκοπό θεσπίσεώς της, στην οικογένεια του θανόντος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι συγγενείς του και στενώς συνδεόμενοι με αυτόν, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι συγγενείς εξ αίματος κατ’ ευθεία γραμμή και εκ πλαγίου έως και δεύτερου βαθμού, οι οποίοι δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του, ενώ είναι αδιάφορο, αν συζούσαν μαζί του ή διέμεναν χωριστά (βλ. ΣτΕ 2210/2017, 3552/2014).

 4. Επειδή, περαιτέρω, ο α.ν. 1565/1939 «Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» (Α΄ 16) ορίζει στο άρθρο 13 ότι : «Ο ιατρός οφείλει να ασκεί ευσυνειδήτως το επάγγελμα αυτού και να συμπεριφέρηται τόσον εν τη ασκήσει του επαγγέλματος, όσον και εκτός αυτής κατά τρόπον αντάξιον της αξιοπρεπείας και εμπιστοσύνης τας οποίας απαιτεί το ιατρικόν επάγγελμα» και στο άρθρο 24 ότι : «Ο ιατρός οφείλει να παρέχη μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης, και της κτηθείσης πείρας, τηρών τας ισχυούσας διατάξεις περί διαφυλάξεως των ασθενών και προστασίας των υγιών». Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως σε συνδυασμό με τα άρθρα 330, 652, και 914 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.) και 105 – 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές τιθέμενες προϋποθέσεις, δύναται να θεμελιωθεί ευθύνη νοσοκομείου ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη ασθενής από κάθε αμέλεια του ιατρικού προσωπικού αυτού, ακόμη και ελαφρά, αν το όργανο του νοσοκομείου, κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων, παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές και τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, επιδεικνύοντας την δέουσα επιμέλεια, δηλαδή, αυτήν που αναμένεται από τον μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του (βλ. ΣτΕ 2224/2014, 572/2013, κ.ά.). Στην περίπτωση δε αυτή το νοσοκομείο ευθύνεται αναλόγως και για καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος ασθενούς ή ψυχικής οδύνης των μελών της οικογένειας αποβιώσαντος ασθενούς κατά τους όρους των άρθρων 299 και 932 του Α.Κ. (βλ. Σ.τ.Ε. 1253/2017, 1717/2016, κ.ά.).

 5. Επειδή, τέλος, σύμφωνα με τους ορισμούς της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), «Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ισχύουν έναντι όλων. Δεσμεύονται, επίσης, από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μη γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης». Η νεότερη αυτή ρύθμιση του άρθρου 17 του ν. 4446/2016 ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 32 του ιδίου νόμου, από τη δημοσίευση αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από 22.12.2016, εφαρμόζεται δε, ως δικονομικού περιεχομένου διάταξη και αναγόμενη στην έκταση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου (πρβλ. ΣτΕ 2653/2011, 3123/2005), εφόσον δεν υπάρχει ρητή αντίθετη πρόβλεψη στον εν λόγω νόμο, και στις εκκρεμείς υποθέσεις, όσες, δηλαδή, όπως η κρινόμενη, δεν είχαν συζητηθεί μέχρι την ως άνω ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της εν λόγω διατάξεως (ΣτΕ 1084/2017, 953/2017, κ.ά.).


 6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα : Η ………, ……… των δύο πρώτων εναγόντων και ……… του τρίτου, γεννηθείσα το έτος 1978 στην Κύπρο, παραπέμφθηκε από τις αρμόδιες Ιατρικές Υπηρεσίες Κύπρου στο Τμήμα Σκολίωσης και Σπονδυλικής Στήλης του πρώτου εναγόμενου νοσοκομείου για χειρουργική αντιμετώπιση της βαριάς παραμελημένης ιδιοπαθούς σκολίωσης από την οποία έπασχε. Στις 4-2-2008, η ανωτέρω ασθενής χειρουργήθηκε από τετραμελή χειρουργική ομάδα με επικεφαλής τον …………, ιατρό και Διευθυντή του ανωτέρω Τμήματος κατά τον χρόνο της επέμβασης. Η ασθενής παρουσίαζε 75ο κύρτωμα στη θωρακική μοίρα και 85ο κύρτωμα στην οσφυική. Η χειρουργική επέμβαση πραγματοποιήθηκε, υπό γενική αναισθησία και ελεγχόμενη υπόταση, με τυπική οπίσθια προσπέλαση, με χρήση συστημάτων διόρθωσης και συγκράτησης (διαυχενικά υλικά, άγκιστρα, ράβδοι, συνδετικά) και η σπονδυλοδεσία συμπληρώθηκε με αυτομόσχευμα και αλλομόσχευμα. Τα υλικά σπονδυλοδεσίας τοποθετήθηκαν από τον Θ2 μέχρι τον Ο3 σπόνδυλο. Άγκιστρα τοποθετήθηκαν αριστερά στον Θ2, Θ3 και δεξιά στον Θ2, Θ4. Βίδες τοποθετήθηκαν αριστερά στους Θ6, Θ8, Θ9, Θ10, Θ11, Θ12, Ο3 και δεξιά στους Θ6, Θ8, Θ9, Θ10, Θ11, Θ12, Ο1, Ο3. Η χειρουργική επέμβαση διήρκησε τρεισήμισι ώρες, ενώ διεγχειρητικά η ασθενής έλαβε τέσσερις μονάδες αίματος, δύο μονάδες πλάσματος και 900cc αίματος από μηχάνημα αυτομετάγγισης. Μετά το πέρας του χειρουργείου, η ανάνηψη ήταν ευχερής και η ασθενής αποσωληνώθηκε και μεταφέρθηκε στον θάλαμό της. Την πρώτη μετεγχειρητική ημέρα, ήτοι στις 5-2-2008, αφότου διαπιστώθηκε ότι η αιμοδυναμική εικόνα και το επίπεδο συνείδησης της ασθενούς ήταν φυσιολογικά, σηκώθηκε καθιστή στο κρεβάτι και έγινε έναρξη αναπνευστικής κινησιοθεραπείας και ασκήσεων διάτασης μυών άνω και κάτω άκρων. Η ασθενής έδωσε 500 cc ούρα και της αφαιρέθηκε ο ουροκαθετήρας, ωστόσο λόγω του χαμηλού αριθμού αιμοπεταλίων (91.000) που παρουσίαζε, δεν άρχισε η αντιπηκτική αγωγή που είθισται να χορηγείται μετεγχειρητικά για λόγους θρομβοπροφύλαξης. Τη δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα (6-2-2008), η ασθενής εμφανίστηκε ολιγουρική – ανουρική και ο καθετηριασμός της κύστεώς της απέδωσε 40 ml, ενώ οι αιματολογικές και βιοχημικές της εξετάσεις ήταν επηρεασμένες με τα αιμοπετάλια να παρουσιάζουν πτώση στα 80.000, την αιμοσφαιρίνη στα 7.9 mg% και τον αιματοκρίτη στο 21.3%. Περαιτέρω, λόγω της απώλειας 900 cc αίματος τις δύο πρώτες μετεγχειρητικές ημέρες και του χαμηλού αιματοκρίτη, η ασθενής μεταγγίστηκε με δύο μονάδες αίματος ακόμη. Την τρίτη μετεγχειρητική ημέρα (7-2-2008), η ανουρία επέμεινε και η κρεατινίνη ανέβηκε στο 5.6. Η ασθενής διαγνώσθηκε με οξεία νεφρική ανεπάρκεια και μεταφέρθηκε μέσω ΕΚΑΒ στη Νεφρολογική Κλινική του δεύτερου εναγόμενου νοσοκομείου με την επωνυμία «……………» για αιμοδιάλυση, η οποία και πραγματοποιήθηκε με τοποθέτηση καθετήρα κεντρικής γραμμής στην αριστερή υποκλείδια αρτηρία. Η ασθενής ανέπτυξε αναπνευστική δυσχέρεια και απώλεια αίματος και, κατόπιν διενέργειας αξονικής εξέτασης θώρακος, διαπιστώθηκε αιμοπνευμοθώρακας, για την αντιμετώπιση του οποίου τοποθετήθηκε θωρακικός σωλήνας παροχέτευσης στο αριστερό ημιθωράκιο, οπότε και η αιμορραγία φάνηκε καταρχήν να σταματάει. Την πέμπτη μετεγχειρητική ημέρα, ήτοι στις 9-2-2008, μετά από συνεδρία αιμοκάθαρσης στην οποία υπεβλήθη, η ασθενής εμφάνισε σημεία υποξαιμίας και υπότασης και υπεβλήθη σε επαναληπτική αξονική θώρακος άνω και κάτω κοιλίας, η οποία έδειξε μαζικό αμφοτερόπλευρο αιμοθώρακα. Περαιτέρω, παρατηρήθηκε ότι μία βίδα από την επέμβαση της σπονδυλοδεσίας στο επίπεδο του πέμπτου σπονδύλου βρισκόταν κοντά στην αορτή και την πέμπτη μεσοπλεύριο αρτηρία, ενώ, περαιτέρω, διαπιστώθηκε τραυματισμός και αιμορραγία της υποκλείδιας αριστερής φλέβας με το άκρο του καθετήρα κεντρικής γραμμής που χρησιμοποιείτο για την αιμοδιάλυση να βρίσκεται εντός της θωρακικής κοιλότητας. Ως εκ τούτου, στις 10-2-2008 αποφασίστηκε θωρακοχειρουργική επέμβαση από τον θωρακοχειρουργό του δεύτερου εναγόμενου νοσοκομείου, …………, με την τοποθέτηση συστήματος κλειστής παροχέτευσης θώρακος δεξιά, ενώ αριστερά όπου ο θωρακοσωλήνας εξακολουθούσε να είναι παραγωγικός πραγματοποιήθηκε θωρακοτομή, κατά τη διάρκεια της οποίας εντοπίστηκαν αιμορραγικές εστίες στο ύψος πέμπτης (5ης) μεσοπλεύριας αρτηρίας και της αριστεράς υποκλειδίου φλέβας, όπου είχε τοποθετηθεί ο καθετήρας αιμοκάθαρσης, οι οποίες συνερράφησαν. Η ασθενής διεγχειρητικά ήταν σταθερή και η αιμοδυναμική της εικόνα συνέχιζε να είναι ικανοποιητική. Τις επόμενες ημέρες η ασθενής παρουσίαζε διαταραχές πήξεως και υποβάλλετο καθημερινώς σε μεταγγίσεις. Λόγω δε της χορήγησης ηπαρίνης κατά την αιμοκάθαρση παρουσιάστηκε απρόσμενα σύνδρομο θρομβοπενίας (ΗΙΤΤ). Μόλις διαγνώσθηκε το ως άνω σύνδρομο σταμάτησε η χορήγηση ηπαρίνης και τέθηκε υπό αγωγή με Arixtra 2,5 cc. Στις 17-2-2008, εμφάνισε διάσπαση του οπίσθιου χειρουργικού τραύματος με εμμένουσα διάχυτη αιμορραγία, ενώ η συνεχής πτώση της αιμοσφαιρίνης και του αιματοκρίτη της επί μία εβδομάδα απαιτούσαν την καθημερινή χορήγηση 4-5 μονάδων αίματος. Στις 19-2-2008 πραγματοποιήθηκε επέμβαση προκειμένου να γίνει καθαρισμός του τραύματος (πλύσιμο με απολυμαντικά υγρά και αντιβιοτικά με την χρήση ειδικών συσκευών πλυσίματος) και στη συνέχεια το τραύμα έκλεισε με μεμονωμένες ραφές και τοποθετήθηκε πιεστική επίδεση. Σύμφωνα δε με την αξονική στην οποία υπεβλήθη, η ασθενής είχε αναπτύξει επίσης οπισθοπεριτοναϊκό αιμάτωμα. Η ασθενής απεβίωσε, εν τέλει, στις 9-3-2008 και περί ώρα 18.30, οπότε και με το υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου ………/9.3.2008 έγγραφο του Διευθυντή Διοικητικής Υπηρεσίας του δεύτερου εναγόμενου νοσοκομείου προς τον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών αναγγέλθηκε ο θάνατός της και παραγγέλθηκε στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών η διενέργεια νεκροψίας προς διαπίστωση της αιτίας αυτού. Όπως προκύπτει δε από την υπ’ αριθμόν ……/16-4-2008 Ιατροδικαστική Έκθεση Νεκροψίας – Νεκροτομής του ιατροδικαστή Α΄ τάξης …………, υπαγόμενου στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, αιτία θανάτου της ασθενούς ήταν «αμφοτερόπλευρος υδροαιμοθώραξ, υδροπεριτόναιο, επινεφριδιακή αιμορραγία και πολυοργανική έκπτωση μετά από χειρουργικές επεμβάσεις του θώρακος». Εξάλλου, στην ως άνω Ιατροδικαστική Έκθεση Νεκροψίας – Νεκροτομής αναφέρεται, ειδικότερα, ότι κατά τη διαδικασία της νεκροτομίας «παρατηρείται οπίσθια χειρουργική προσπέλαση σπονδυλικής στήλης, χειρουργικής αντιμετώπισης θωρακο - οσφυϊκής σκολίωσης. Τα υλικά σπονδυλοδεσίας ευρέθησαν τοποθετημένα από του δευτέρου θωρακικού (Θ2) έως του τρίτου οσφυϊκού (Θ3) σπονδύλου, με άγκιστρα και βίδες. Κατά τη διάνοιξη του χειρουργικού τραύματος της σπονδυλικής στήλης παρατηρούνται πολλαπλά αιματοπήγματα και θρόμβοι που εισχωρούν στα μεσομύϊα διαστήματα δίδοντα την εικόνα στάγδην αιμορραγίας ολόκληρου χειρουργικού τραύματος. Κατά τη διάνοιξη του θώρακος παρατηρείται αμφοτερόπλευρος υδροαιμοθώραξ και χειρουργικώς συρραφείσα με δύο ράμματα, τρώση επί της προσθίας επιφανείας του κάτω λοβού του δεξιού πνεύμονος. Ισοϋψώς του 5ου μεσοπλευρίου αριστερά παρασπονδυλικά παρατηρούνται χειρουργικά ράμματα, ιστολογικώς απεδείχθη ότι πρόκειται περί συρραφέντος φλεβικού αγγείου. Κατά την λεπτομερή διερεύνηση του θωρακικού κλωβού δεν παρετηρήθη να εξέχει εντός αυτού μεταλλικό αντικείμενο, ούτε αιχμή βίδας ικανά να προκαλέσουν τρώση πνεύμονος ή αγγείων. Με επίμονη ψηλάφιση των παρασπονδυλικών χωρών δεν διεπιστώθηκε πάλι η παρουσία αιχμής βίδας εκ της σπονδυλοδεσίας. Οι πνεύμονες είναι πυκνωτικοί, σκοτεινερύθρου χροιάς, ιστολογικώς εμφανίζουν αλλοιώσεις λοβώδους πνευμονίας (στάδιο ερυθράς ηπάτωσης) και αλλοιώσεις συνδρόμου αναπνευστικής δυσχέρειας τύπου ενήλικα (ARDS). Παρατηρείται ακόμη ινιδώδης πλευρίτιδα. Κατά τις διατομές του κάτω λοβού του δεξιού πνεύμονος παρετηρήθη πνευμονικό αιμάτωμα διαμέτρου 8 εκατμ. Διακρίνεται συρραφή της 5ης μεσοπλευρίου αρτηρίας».

 7. Επειδή, ακολούθως, κατόπιν υποβολής σχετικών μηνύσεων και δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής του πρώτου ενάγοντος λόγω του θανάτου της ……………, διενεργήθηκε προανάκριση από τα αρμόδια όργανα και τελικώς ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του ορθοπεδικού χειρουργού και Διευθυντή, ήδη συνταξιοδοτηθέντος, του Τμήματος Σκολίωσης και Σπονδυλικής Στήλης του πρώτου εναγόμενου νοσοκομείου, ………… ο οποίος με τις υπ’ αριθμ. 25504 και 25890/2013 αμετάκλητες αποφάσεις του ΙΑ΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κηρύχθηκε αθώος του ότι «την 4.2.2008 ... ανέλαβε να διενεργήσει χειρουργική επέμβαση στην ασθενή …………, η οποία έπασχε από βαριά ιδιοπαθή σκολίωση, προέβη όμως στην επέμβαση αυτή κατά παράβαση των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της επιστήμης του και δεν ενήργησε σύμφωνα με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας ... με αποτέλεσμα οι πράξεις του να προκαλέσουν το θάνατο της ασθενούς αν και, ως ιατρός που ανέλαβε τη διενέργεια της χειρουργικής επέμβασης για την αντιμετώπιση της βαριάς ιδιοπαθούς σκολίωσης, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί σε όλες τις αντικειμενικώς επιβαλλόμενες εκ της ιδιότητάς του ενέργειες, που θα εμπόδιζαν την επέλευση του θανάτου της. ... Πλην όμως από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν τοποθέτησε στο σωστό σημείο τη βίδα σπονδυλοδεσίας στον Θ6 σπόνδυλο, με αποτέλεσμα η τοποθετηθείσα βίδα να έρχεται σε επαφή με την 5η μεσοπλεύρια (Αρ.) αρτηρία. Αποτέλεσμα της αμελούς ανωτέρω συμπεριφοράς του ήταν η τοποθετηθείσα βίδα να προκαλέσει τρώση της 5ης μεσοπλεύριας (Αρ.) αρτηρίας και να προκαλείται αιμορραγία στον πνεύμονα της …………, η οποία στη συνέχεια εμφάνισε οξεία νεφρική ανεπάρκεια και μαζικό αμφοτερόπλευρο αιμοθώρακα. ... Όμως, παρά το γεγονός ότι η …..., κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στο …………, υπεβλήθη σε τρεις (3) χειρουργικές επεμβάσεις δεν κατέστη δυνατός ο έλεγχος της αιμορραγίας του πνεύμονα, που προκλήθηκε από τη μη σωστή τοποθέτηση της βίδας σπονδυλοδεσίας στον Θ6 σπόνδυλο, με αποτέλεσμα η ασθενής να αποβιώσει την 9.3.2008». Επισημαίνεται δε, ότι κατά τις ειδικότερες κρίσεις της απόφασης του ΙΑ΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου «… Απ’ όλα τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η ασθενής, ………… μεταφέρθηκε στις 7/2/2008 από το ……… στη Νεφρολογική Κλινική του Γ.Ν. Ερυθρού Σταυρού για αιμοκάθαρση λόγω της νεφρικής ανεπάρκειας που εμφανίστηκε την τρίτη μετεγχειρητική ημέρα. ... Η νεφρική ανεπάρκεια εμφανίστηκε ως συνέπεια του προϋπάρχοντος ιδιοπαθούς κυκλικού οιδήματος και της χρόνιας χρήσης σπιρονολακτόνης, γεγονός που κατέστη γνωστό στους θεράποντες ιατρούς και στον κατηγορούμενο στις 6.2.2008 … και που αν τους είχε γνωστοποιηθεί προεγχειριτικά δε θα χειρουργούνταν από τον κατηγορούμενο ... Στις 9/2/2008 διαπιστώνεται υποξυγοναιμία και διασωληνώνεται, ενημερώνεται ο κατηγορούμενος, ο οποίος απουσίαζε σε συνέδριο εκτός Αθηνών και προς τούτο ενημέρωσε τρεις (3) χειρουργούς της Σπονδυλικής Στήλης του …………, οι οποίοι μετέβησαν στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, και κατόπιν τούτου η ασθενής οδηγήθηκε στο χειρουργείο, παρουσία και των χειρουργών του Νοσοκομείου ………, όπου πραγματοποιήθηκε θωρακοτομή ... Η πολυοργανική ανεπάρκειά της παρέμεινε καθόλη την χρονική περίοδο νοσηλείας στη Μ.Ε.Θ., καθώς και η αιμοδυναμική αστάθεια. Λόγω της βαρύτητας της κατάστασής της παρουσίασε επεισόδια σηπτικής καταπληξίας που το τελευταίο την οδήγησε στον θάνατο. ... Από την προσήκουσα συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων αποδεικνύεται πλήρως ότι δεν υπήρξε εσφαλμένη τοποθέτηση βίδας στον Θ6 σπόνδυλο συνεπεία της οποίας να προκλήθηκε τρώση της 5ης μεσοπλεύριας αορτής με επακόλουθο την αιμορραγία του αριστερού πνεύμονα, τη δημιουργία αιμοπνευμοθώρακα, τη διάχυτη τριχοειδή αιμορραγία, την πολυοργανική ανεπάρκεια και τον θάνατο της ασθενούς. ... Ο κατηγορούμενος, ιατρός Διευθυντής του Τμήματος Σκολίωσης και Σπονδυλικής Στήλης του Νοσοκομείου ………… επί 13 έτη, προέβη στις 4.2.2008 σε χειρουργική αντιμετώπιση της βαριάς παραμελημένης ιδιοπαθούς σκολίωσης στην …………, 30 ετών, σύμφωνα με τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της επιστήμης για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και οι ενέργειες του ιατρού ήταν σύμφωνες με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας και το επίπεδο γνώσεων, ικανοτήτων και εμπειρίας του, μη παραλείποντας οιανδήποτε ενέργεια και θεραπευτικά μέτρα είτε διεγχειριτικά είτε μετεγχειριτικά για να επιτύχει της υγείας της ασθενούς, ο θάνατος της οποίας ουδόλως συνδέεται με πράξη ή παράλειψη του κατηγορουμένου - ιατρού».

 8. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το νομίμως κατατεθέν από 19-6-2018 υπόμνημα, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι ο θάνατος της ……… και ……… τους, αντίστοιχα, επήλθε εξαιτίας σειράς ιατρικών σφαλμάτων στα οποία υπέπεσαν οι εργαζόμενοι στα εναγόμενα νοσοκομεία ιατροί σε όλα τα στάδια της νοσηλείας της ασθενούς, ήτοι προεγχειρητικά, κατά τη διάρκεια της επέμβασης και μετεγχειρητικά. Συγκεκριμένα, οι ενάγοντες ιστορούν ότι ο επικεφαλής της ομάδας της χειρουργικής επέμβασης της ασθενούς στο πρώτο εναγόμενο νοσοκομείο, …………, ουδέποτε ενημέρωσε την ασθενή και τους ενάγοντες για την επικινδυνότητα της επέμβασης και τις πιθανές επιπλοκές είτε κατά τη διάρκεια της επέμβασης είτε μετεγχειρητικά, ενώ η ασθενής οδηγήθηκε στο χειρουργείο χωρίς να τύχει προηγουμένως κατάλληλης προετοιμασίας από τους ιατρούς του πρώτου εναγόμενου νοσοκομείου. Ακολούθως και κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι συνέβησαν σοβαρότατα ιατρικά σφάλματα λόγω αμέλειας των χειρουργών ιατρών, με αποτέλεσμα να προκληθούν προβλήματα που επιβάρυναν την κατάσταση της υγείας της ασθενούς και επέφεραν το θάνατό της. Ειδικότερα, κατά τη διενέργεια αξονικής τομογραφίας διαπιστώθηκε ότι υπήρχε βίδα στον Θ6 σπόνδυλο με αποτέλεσμα να τραυματιστεί η αορτή και να προκαλείται αιμορραγία στον πνεύμονα, γεγονός που προκλήθηκε από εσφαλμένο χειρισμό και έλλειψη προσοχής του ιατρού ………… και της χειρουργικής του ομάδας, ενώ το πρόβλημα της οξείας νεφρικής ανεπάρκειας που εκδηλώθηκε μετεγχειρητικά στην ασθενή οφείλεται στην αμέλεια που επέδειξε ο συμμετέχων στην επέμβαση αναισθησιολόγος του πρώτου εναγόμενου νοσοκομείου, ο οποίος, κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων, δεν παρατήρησε ότι, ενόσω διαρκούσε η επέμβαση, η αρτηριακή πίεση της ασθενούς έπεσε τόσο χαμηλά, ώστε να επηρεάσει τη μετέπειτα λειτουργία των νεφρών της. Μετεγχειρητικά, άλλωστε, και κατά την πραγματοποίηση των επόμενων θωρακοχειρουργικών επεμβάσεων στο δεύτερο εναγόμενο νοσοκομείο, ο …………, ιατρός του πρώτου εναγόμενου νοσοκομείου, αρνήθηκε να παρευρίσκεται και αδιαφόρησε για την επιδείνωση της υγείας της ασθενούς, κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης και του επιβαλλόμενου καθήκοντός του, ενώ παρέλειψε να διερευνήσει εγκαίρως τα αίτια των συμπτωμάτων της ανουρίας και του χαμηλού αιματοκρίτη που εμφάνιζε η ασθενής, με αποτέλεσμα τη σταδιακή έκπτωση των λειτουργιών του οργανισμού της και τον θάνατό της. Εξάλλου, κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων, ευθύνη ανακύπτει και για το δεύτερο εναγόμενο νοσοκομείο, καθώς η ασθενής εξετάστηκε μετά από πολλές ώρες αναμονής, με αποτέλεσμα να μην εντοπιστεί εγκαίρως ο τραυματισμός της αριστεράς υποκλείδιας φλέβας και η συνεχής απώλεια αίματος, ενώ εκτέθηκε εκ νέου από τους ιατρούς αυτού στην ηπαρίνη, η οποία της προκάλεσε θρόμβωση και θρομβοπενία. Και ναι μεν, κατόπιν υποδείξεων εξειδικευμένων ιατρών από το Ισραήλ, προτάθηκε ως θεραπεία η ενδοφλέβια χορήγηση αντιβιοτικού (κολιστίνης), ωστόσο η επέμβαση των ιατρών ήταν καθυστερημένη και, ως εκ τούτου, ανεπιτυχής. Συνεπώς, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η προπεριγραφείσα συμπεριφορά των οργάνων των εναγόμενων νοσοκομείων συνιστά παρανομία κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, συνδέεται αιτιωδώς με το θάνατο της ασθενούς, …………., και, ως εκ τούτου, δημιουργείται υποχρέωση των εναγόμενων προς αποζημίωση των εναγόντων λόγω της ψυχικής οδύνης που αυτοί υπέστησαν από την ξαφνική απώλειά της, δεδομένου τόσο του νεαρού της ηλικίας της ασθενούς όσο και των τραγικών συνθηκών υπό τις οποίες αιφνιδίως απεβίωσε. Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι ενάγοντες προσκομίζουν, μεταξύ άλλων : α) ακριβές αντίγραφο της από 9-3-2008 αναγγελίας θανάτου του δεύτερου εναγόμενου Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «………….» Ε.Ε.Σ., β) την υπ’ αριθμόν ………/16-4-2008 Ιατροδικαστική Έκθεση Νεκροψίας – Νεκροτομής του Ιατροδικαστή Α’ τάξεως της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών ……., γ) την από 11-3-2008 ιατροδικαστική έκθεση του Ειδικού Ιατροδικαστή …………, δ) την από 25-7-2008 βεβαίωση - γνωμάτευση του χειρουργού θώρακος ………., ε) το ιατρικό ιστορικό της ασθενούς από το Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «………, στ) πλήθος εργαστηριακών εξετάσεων (ιστολογικές εξετάσεις, Υ.Τ. άνω και κάτω κοιλίας, Υ.Τ. θώρακος) που πραγματοποιήθηκαν στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «………, ζ) το Δελτίο Νοσηλείας Αδελφής του Γενικού Νοσοκομείου «……» για το χρονικό διάστημα από 29-1-2008 έως 7-2-2008, η) το Φύλλο Νοσηλείας της ασθενούς του πιο πάνω Νοσοκομείου για το χρονικό διάστημα από 29-1-2008 έως 7-2-2008 και θ) αντίγραφο της νομίμως μεταφρασμένης από 26-2-2008 Ιατρικής Γνωμάτευσης του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Hadassah, στην οποία αναφέρεται ότι « … Η γνώμη μας για την αιτία της μετεγχειρητικής της πορείας: 1. Ο συνδυασμός γενικής αναισθησίας με ελεγχόμενη υπόταση, αυξημένης μετεγχειρητικής αιμορραγίας και η παρουσία νεφρικής δυσλειτουργίας οδήγησαν σε οξεία νεφρική ανεπάρκεια που απαιτούσε αιμοκάθαρση. 2. Η αιμορραγία στο αριστερό ημιθωράκιο και ο αριστερός πνευμοθώρακας ήταν το πιθανότερο συνέπεια της διάτρησης της αριστερής υποκλείδιας φλέβας με τον φλεβικό καθετήρα η οποία έγινε είτε αρχικά είτε κατά τη νοσηλεία. 3. Η επαναχορήγηση ηπαρίνης κατά την αιμοκάθαρση και κατά την τοποθέτηση κεντρικών και αρτηριακών γραμμών προκάλεσε απρόσμενα και αρχικά αδιάγνωστα προκαλούμενο από την ηπαρίνη σύνδρομο θρομβοπενίας (ΗΙΤΤ) το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα αιμορραγία στο χειρουργικό τραύμα, οπισθοπεριτοναϊκά και στις θωρακικές κοιλότητες άμφω. 4. Οι μεγάλοι αιμοθώρακες και η οπισθοπεριτοναϊκή αιμορραγία προκάλεσαν υποογκαιμία και υπόταση τα οποία είχαν ανάγκη επείγουσας θωρακοτομής κατά την οποία διορθώθηκε η αιμορραγία από την 5η μεσοπλεύρια αρτηρία και η ρήξη της υποκλειδίου φλέβας. 5. Η αιμορραγία του χειρουργικού τραύματος λόγω της θρομβοπενίας και της αιμοκάθαρσης οδήγησε στη διάσπαση του χειρουργικού τραύματος και κατά συνέπεια στη μετεγχειρητική λοίμωξη της τομής με ανθεκτικό Acinetobacter …».

 9. Επειδή, ακολούθως, το πρώτο εναγόμενο Νοσοκομείο, με τις υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου ……/12- 6-2018 απόψεις του, όπως αυτές αναπτύσσονται με το νομίμως κατατεθέν από 19-6-2018 υπόμνημα, ζητεί την απόρριψη της αγωγής, υποστηρίζοντας, προεχόντως, ότι υφίσταται εν προκειμένω αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, η οποία δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο και με την οποία κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου ότι ο επικεφαλής της χειρουργικής ομάδας που διενήργησε την επέμβαση δεν φέρει καμία ευθύνη για το θάνατο της ………… . Εξάλλου, η ασθενής ενημερώθηκε προεγχειρητικά για το βαθμό της επικινδυνότητας της επέμβασης και τις πιθανότητες επιπλοκών και υποβλήθηκε σε όλες τις αναγκαίες προεγχειρητικές ιατρικές εξετάσεις. Περαιτέρω, δοθέντος ότι η επέμβαση της σπονδυλοδεσίας στην οποία υπεβλήθη διεξήχθη με επιτυχία, η επιδεινούμενη μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς δεν οφείλεται σε πλημμέλειες των οργάνων του πρώτου εναγόμενου νοσοκομείου, τα οποία άλλωστε παρακολουθούσαν την ασθενή μετεγχειρητικά και παρευρέθησαν στις θωρακοχειρουργικές επεμβάσεις που έλαβαν χώρα στο δεύτερο εναγόμενο νοσοκομείο, αλλά είναι αποτέλεσμα της νεφρικής δυσλειτουργίας που προκλήθηκε από το ιδιοπαθές κυκλικό οίδημα, από το οποίο αυτή έπασχε ήδη πριν την διενέργεια της επέμβασης. Και τούτο διότι, για την αντιμετώπιση της παθήσεως αυτής, η ασθενής ελάμβανε χρονίως σπιρονολακτόνη, γεγονός το οποίο απέκρυψε τόσο η ίδια όσο και η οικογένειά της από τα όργανα του πρώτου εναγόμενου νοσοκομείου κατά το στάδιο του προεγχειρητικού ελέγχου και της λήψης του ιστορικού, το αποκάλυψε δε η ίδια τη δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα, ήτοι στις 6-2-2008, όταν πλέον είχαν ήδη εμφανισθεί τα συμπτώματα της ανουρίας και της νεφρικής ανεπάρκειας. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του, το πρώτο εναγόμενο νοσοκομείο επικαλείται και προσκομίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : α) αντίγραφο της υπ’ αριθμόν 25504/2013 και 25890/2013 αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης του ΙΑ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, από την οποία προκύπτουν όσα εκτέθηκαν αναλυτικά ανωτέρω, β) αντίγραφο της από 26-2-2008 ιατρικής γνωμάτευσης των ιατρών του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Ιερουσαλήμ Hadassah, μετά από πρόσκληση της οικογένειας της ασθενούς, από το περιεχόμενο της οποίας προκύπτει ότι η νεφρική ανεπάρκεια της ασθενούς προκλήθηκε, κατά την ιατρική εκτίμησή τους, λόγω του προϋπάρχοντος ιδιοπαθούς κυκλικού οιδήματος και της χρόνιας χρήσης σπιρονολακτόνης, η αντιμετώπιση δε αυτής απαιτούσε καθημερινή αιμοκάθαρση, γ) αντίγραφο του από 29-1-2008 έως 7-2-2008 Φύλλου Νοσηλείας της ασθενούς στο πρώτο εναγόμενο νοσοκομείο, στο οποίο περιγράφεται η χειρουργική επέμβαση της σπονδυλοδεσίας και αναφέρεται ότι η ασθενής γνωστοποίησε στους ιατρούς ότι ελάμβανε φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπιση της νεφρικής της δυσλειτουργίας τη δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα, ήτοι στις 6-2-2008, δ) αντίγραφα προεγχειρητικών ελέγχων και εξετάσεων στις οποίες υπεβλήθη η ασθενής, οι τιμές της οποίας ήταν εντός τιμών αναφοράς και, ως εκ τούτου, η κατάστασή της προεγχειρητικώς κρίθηκε φυσιολογική, ε) αντίγραφο της από 3-2-2008 Δήλωσης Συγκατάθεσης της ασθενούς για ιατρικές πράξεις και εγχείρηση, υπογεγραμμένης από αυτήν, σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας η ασθενής ενημερώθηκε για τις πιθανότητες των κινδύνων και των επιπλοκών της επέμβασης σπονδυλοδεσίας και συγκατέθεσε στην υποβολή της σε γενική αναισθησία, αφότου ενημερώθηκε για πιθανές αλλεργικές ή φαρμακευτικές αντιδράσεις, στ) αντίγραφο της από 12-6-2018 ιατρικής βεβαίωσης του ………, συμμετέχοντος στην επέμβαση σπονδυλοδεσίας και ζ) αντίγραφα των από 12- 6-2018 ιατρικών βεβαιώσεων του ……… και ………, ιατρών του πρώτου εναγόμενου οι οποίοι παρέστησαν στη θωρακοχειρουργική επέμβαση και στους χειρουργικούς καθαρισμούς που υπεβλήθη η ασθενής στο δεύτερο εναγόμενο. Περαιτέρω, το δεύτερο εναγόμενο Νοσοκομείο με τις υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου ……/12-6-2018 απόψεις του ζητεί την απόρριψη της αγωγής, υποστηρίζοντας ότι η ασθενής υποβλήθηκε σε όλες τις αναγκαίες ιατρικές εξετάσεις και η παρακολούθησή της από το ιατρικό προσωπικό του Νοσοκομείου ήταν συνεχής. Επίσης, προβάλλει ότι η χορήγηση ηπαρίνης ήταν αναγκαία κατά τη συνεδρία της αιμοκάθαρσης για να μη πήξει το αίμα εντός των φίλτρων αιμοκάθαρσης και μόλις διαπιστώθηκε ότι υπήρχε υποψία του συνδρόμου ΗΙΤΤ διακόπηκε η χορήγησή της. Τέλος, υποστηρίζει ότι όταν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιστατικού αιμοπνευμοθώρακα αντιμετωπίστηκε άμεσα και με επιτυχία, αρχικά με την τοποθέτηση θωρακικού σωλήνα παροχέτευσης, οπότε και η αιμορραγία φάνηκε καταρχήν να σταματάει και στη συνέχεια με θωρακοχειρουργική επέμβαση από τον θωρακοχειρουργό ………… .

 10.
Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι : α) κατά τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 5 της παρούσας, δεσμεύεται από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, εφόσον με αυτές κρίθηκαν ζητήματα που αποτελούν προϋπόθεση για τη διάγνωση της ένδικης διαφοράς της διοικητικής δίκης και, συγκεκριμένα, της ύπαρξης παράνομης πράξης ή παράλειψης και αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των φερόμενων ως παρανόμων ενεργειών ή παραλείψεων των οργάνων του πρώτου εναγόμενου νοσοκομείου και της προκληθείσας από αυτές βλάβης των εναγόντων, β) οι ενάγοντες με την κρινόμενη αγωγή αποδίδουν κατ’ αρχήν τον θάνατο της ………… στις παράνομες, κατά τους ισχυρισμούς τους, πράξεις και παραλείψεις των ιατρών του πρώτου εναγόμενου νοσοκομείου και, συγκεκριμένα, του επικεφαλής της χειρουργικής ομάδας ………… και του αναισθησιολόγου ιατρού, γ) ο ιατρός Κ. ……. αθωώθηκε αμετάκλητα με την υπ’ αριθμόν 25504/2013 και 25890/2013 απόφαση του ΙΑ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για την αποδοθείσα αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια τελεσθείσα δια των παράνομων πράξεων και παραλείψεων που αποδίδονται σε αυτόν με την κρινόμενη αγωγή, κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα ως άνω στη σκέψη 8 της παρούσας, δ) η ασθενής υπέγραψε την από 3.2.2008 Δήλωση Συγκατάθεσης πριν τη διενέργεια της επέμβασης σπονδυλοδεσίας, ε) τα συμπτώματα της ανουρίας και της νεφρικής ανεπάρκειας της ασθενούς, τα οποία εμφανίστηκαν από την δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα και εξής, δεν οφείλονταν στην επέμβαση της σπονδυλοδεσίας, αλλά, κατά τα κοινώς παραδεχθέντα από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, στο προϋπάρχον ιδιοπαθές κυκλικό οίδημα από το οποίο έπασχε η ασθενής και για το οποίο είχε υποβληθεί χρονίως σε λήψη σπιρονολακτόνης, στ) για τη δε λήψη του συγκεκριμένου φαρμάκου ενημέρωσε τους ιατρούς του πρώτου εναγόμενου νοσοκομείου στις 6.2.2008, ήτοι τη δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα, κατά τα διαλαμβανόμενα στο προσκομιζόμενο από το πρώτο εναγόμενο Φύλλο Νοσηλείας της ασθενούς, ζ) η αιμορραγία στον πνευμοθώρακα αντιμετωπίστηκε άμεσα και με επιτυχία από το δεύτερο εναγόμενο Νοσοκομείο, η) όπως αναφέρεται και στην κρινόμενη αγωγή (σελ. 12), η θωρακοχειρουργική εγχείρηση έπρεπε να διενεργηθεί σε εξειδικευμένο θωρακοχειρουργικό κέντρο, πλην όμως κανένα δεν αποδέχθηκε την ασθενή λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης της και τελικά χειρουργήθηκε με επιτυχία στο δεύτερο εναγόμενο Νοσοκομείο, θ) το σύνδρομο θρομβοπενίας (ΗΙΤΤ) που προκλήθηκε από τη χορήγηση ηπαρίνης δεν ήταν μία αναμενόμενη παρενέργεια, όπως εξάλλου δέχεται και η από 26-2-2008 Ιατρική Γνωμάτευση του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Hadassah (σελ. 4), και συνεπώς δεν μπορεί να αποδοθεί σε σφάλμα των οργάνων του δεύτερου εναγομένου, κρίνει ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων των εναγομένων Νοσοκομείων, καθώς ενήργησαν σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και, κατά συνέπεια, δεν στοιχειοθετείται ευθύνη αυτών προς ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης των εναγόντων από το θάνατο της ………, απορριπτόμενων ως αβασίμων των αντίθετων ισχυρισμών τους.

 11. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί, κατ’ εκτίμηση δε των περιστάσεων, να απαλλαγούν οι ενάγοντες από τα δικαστικά έξοδα, (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε΄ Κ.Δ.Δ.).

  ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 - Απορρίπτει την αγωγή.

 - Απαλλάσσει τους ενάγοντες από τα δικαστικά έξοδα.

 Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2018.

         Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                        Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ

   ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ                                                          ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΡΟΣΟΠΟΥΛΟΣ

 Η απόφαση δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 7ης Ιανουαρίου 2019, με τη σύνθεση που αναγράφεται στα πρακτικά, λόγω εκλογής του Προέδρου Πρωτοδικών Δ.Δ. Νικολάου Πανταζή στη θέση του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας.

         Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΖΟΥΡΝΑΤΖΗΣ                                                    ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΠΠΗ

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

 

27/2023 ΑΠ

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότητας τρίτων. Τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγορικού Συλλόγου δεν νομιμοποιούνται παθητικά σε αγωγή προσβολής προσωπικότητας. Αγωγή κατά του προσωπικώς υπεύθυνου οργάνου του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ. Υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.

Απορρίπτει αναίρεση κατά της 2800/2018 ΕΦ ΘΕΣΣ (ΤΡΙΜ).

 

Αριθμός 27/2023

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 

A1` Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή, Κανέλλα Τζαβέλλα - Δημαρά και Στέφανο - Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

 

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

 Του αναιρεσείοντος: ........ του ......, κατοίκου ......., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας και κατέθεσε προτάσεις.

 

 Των αναιρεσιβλήτων: 1) ........ του ......, κατοίκου ........, 2) ........ του ......., κατοίκου ......., 3) ....... του ......, 4) ........ του ......, κατοίκων ......., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Σταμκόπουλο και κατέθεσαν προτάσεις.

 

 Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/10/2012 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7876/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2800/2018 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 8/1/2021 αίτησή του.

 

 Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο αναιρεσείων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 Υπόκειται προς κρίση η από 8-1-2021 αίτηση για αναίρεση της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία υπ` αριθμ. 2800/2018 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσ/κης. Με την προσβαλλόμενη απόφαση απερρίφθη η από 2-5-2017 έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ` αριθμ. 7876/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσ/κης, η οποία είχε απορρίψει την από 22-10-2012 αγωγή του για προσβολή της προσωπικότητάς του, κατά των εναγομένων, νυν αναιρεσιβλήτων, ελλείψει παθητικής τους νομιμοποίησης. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 74 παρ. 1 ν. 4690/2020, όπως "ερμηνεύθηκε" με το άρθρο 49 του ν. 4963/2022). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, απορριπτομένου του ισχυρισμού των αναιρεσίβλητων ως προς το μη παραδεκτό της ένδικης αναίρεσης συνεπεία μη καταβολής του απαιτούμενου κατά το άρθρο 495 ΚΠολΔ για την άσκησή της παραβόλου κατά το χρόνο κατάθεσής της στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ως μη νομίμου, διότι δεν προκαλείται απαράδεκτο του ενδίκου μέσου, όταν τούτο (παράβολο) προσκομίζεται μεταγενέστερα της κατάθεσης του ενδίκου μέσου, αλλά πριν από τη συζήτησή του (ΑΠ 933/2019, 341/2015). Από τη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ με την οποία ορίζεται ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 216 παρ.1 στοιχ. α του ιδίου κώδικα, κατά την οποία το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, προκύπτει ότι η νομιμοποίηση των διαδίκων, τόσο η ενεργητική, όσο και η παθητική αναφορικά με την επίδικη έννομη σχέση καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο, τόσο ως προς το αντικείμενο αυτής, όσο και ως προς τους φορείς της (δικαιούχο και υπόχρεο). Κατά συνέπεια, η από το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένη κρίση ότι ο ενάγων νομιμοποιείται ενεργητικά και ο εναγόμενος νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της αγωγής ελέγχεται από τον αριθμ. 1 του όρθρου 559 (ή τον αριθμό 1 του άρθρου 560) του ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, διότι προϋποθέτει παραβίαση από το ίδιο δικαστήριο κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 18/2005, ΑΠ 1002/2017, 1383/2010). Κατά τη διάταξη δε του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 27, 28/1998). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (ΟλΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 622/1983). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 413/1993). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1547/1997). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν αιτιολογία της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 465/1988). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1987/2007). Εξ άλλου, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ ορίζει ότι για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος, μαζί δε με το Δημόσιο ευθύνεται σε ολόκληρο και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών. Από το σκοπό της διάταξης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ερμηνευόμενης ενόψει και του άρθρου 1 (παρ.2 περ. η`) του ν. 1406/1983, με το οποίο ο νομοθέτης απέβλεψε στο να υπαγάγει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, κατά την πρόβλεψη του άρθρου 94 παρ.1 του Συντάγματος, όλες τις διοικητικές διαφορές ουσίας, που, στα πλαίσια της δημόσιας δράσης της Διοίκησης, γεννώνται από την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, συνάγεται ότι, παρά την συσταλτική διατύπωσή της, αφού αναφέρεται σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας, η έννοιά της είναι ότι η αστική ευθύνη του Δημοσίου για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, προβλέπεται στις περιπτώσεις ευθύνης του Δημοσίου όχι μόνο από εκτελεστές διοικητικές πράξεις των οργάνων του ή παραλείψεις προς έκδοση τέτοιων πράξεων, αλλά και από υλικές ενέργειες ή πράξεις ή παραλείψεις, που έλαβαν χώρα σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξ αιτίας τους και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Για να στοιχειοθετηθεί δε αστική ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. Από τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ προκύπτει, περαιτέρω, ότι στις περιπτώσεις που για τις μνημονευόμενες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες ενάγεται, ως προσωπικώς υπεύθυνο προς αποζημίωση, όχι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (Εισ.Ν.ΑΚ 106) αλλά το όργανο (του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ) που προκάλεσε τη ζημία, όταν η προσωπική ευθύνη των οργάνων του δημοσίου ή του νπδδ δεν έχει αποκλεισθεί, ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων να κρίνουν επί της αγωγής αυτής, γιατί στις περιπτώσεις που η αγωγή δεν στηρίζεται στην ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 5/1995 και 53/1995, ΑΠ 302/2009). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 85 παρ. 1 του υπαλληλικού κώδικα, που είχε κωδικοποιηθεί με το π.δ. 611/1977 και ίσχυε μέχρι την 9-4-1999, όταν άρχισε να ισχύει ο νεότερος υπαλληλικός κώδικας που κυρώθηκε με το ν. 2683/1999 και ίσχυσε μέχρι την 8-2-2007, οπότε άρχισε να ισχύει πλέον ο δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας, που κυρώθηκε με το ν. 3528/2007, ο δημόσιος υπάλληλος ευθύνεται έναντι του δημοσίου για κάθε θετική ζημία που προξένησε σ` αυτό από δόλο ή βαρειά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, καθώς επίσης για τις αποζημιώσεις, στις οποίες υποβλήθηκε έναντι τρίτων ένεκα παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων αυτού, που έγιναν επίσης από δόλο η βαρειά αμέλεια. Δεν ευθύνεται όμως ο υπάλληλος έναντι τρίτων για τις ίδιες πράξεις ή παραλείψεις του. Η διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 85 παρ. 1 του Υ.Κ. του έτους 1977 είχε πλήρη εφαρμογή στις αναφερόμενες κατηγορίες υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (άρθρα 2 παρ. 1 περ. δ` και 86 του αυτού Κώδικα). Εξάλλου, και με το άρθρο 2 παρ. 2 του Υ.Κ του έτους 1999, ορίσθηκε ότι "υπάλληλοι ή λειτουργοί του κράτους ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι, κατά συνταγματική ή νομοθετική πρόβλεψη, διέπονται από ειδικές γι` αυτούς διατάξεις, και οι υπάλληλοι των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, υπάγονται σε εκείνες τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα, στις οποίες παραπέμπουν οι ειδικοί νόμοι που τους διέπουν". Δηλαδή, και υπό την ισχύ του Υ.Κ. του έτους 1999, για να εφαρμοσθούν οι διατάξεις του σε υπαλλήλους, που διέπονται από ειδικές διατάξεις, κατά συνταγματική ή νομοθετική πρόβλεψη, πρέπει: α) να γίνεται ρητή παραπομπή από τις ειδικές διατάξεις, που διέπουν ορισμένη κατηγορία υπαλλήλων ή λειτουργών, στις διατάξεις του Υ.Κ ή β) να υπάρχει κενό νόμου από τις ειδικές διατάξεις και να μην αποκλείεται η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του Υ.Κ., όπως όταν με ειδική ρύθμιση νόμου εξαιρούνται από την υπαγωγή τους σε συγκεκριμένη διάταξη του ανωτέρω Υ.Κ. του έτους 1999. Οι ανωτέρω προϋποθέσεις εξέλιπαν με το ν. 3528/2007, αφού στο άρθρο 2 αυτού με τον τίτλο "έκταση εφαρμογής" ορίζεται στην παρ. 2 ότι "υπάλληλοι ή λειτουργοί του Κράτους ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι, κατά συνταγματική ή νομοθετική πρόβλεψη, διέπονται από ειδικές διατάξεις υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από τις ειδικές γι` αυτούς διατάξεις", ενώ με την παρ. 6 του ως άνω άρθρου 38 ορίζεται ότι "ειδικές διατάξεις για την προσωπική αστική ευθύνη των δημοσίων υπαλλήλων έναντι των τρίτων διατηρούνται σε ισχύ". Τουτέστιν, οι διατάξεις του Υ.Κ., όπως αυτή του άρθρου 85 παρ. 1 του Υ.Κ. του έτους 1977 και ήδη του άρθρου 38 παρ. 1 του Υ.Κ των ετών 1999 και 2007 ισχύουν πλέον στο σύνολο σχεδόν των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων (ΟλΑΠ 3/2009) του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, από τις οποίες αυτοί τυχόν διέπονται. Σύμφωνα με το άρθρο Τρίτο του ως άνω ισχύοντος δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα (ν. 3528/2007), η ισχύς του άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, και οι διατάξεις του για την αστική ευθύνη ρυθμίζουν και όσες περιπτώσεις έλαβαν χώρα υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, εφόσον η υπόθεση φέρεται προς εκδίκαση μετά την ισχύ του νέου κώδικα. Με το ανωτέρω δε άρθρο 38 του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα καθιερώνεται το αστικώς ανεύθυνο των δημοσίων υπαλλήλων έναντι τρίτων (ΑΠ 294/2008, ΑΠ 2208/2007) και περιορίζεται το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, στο δεύτερο εδάφιό του ορίζει ότι "Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο". Το δε αστικώς ανεύθυνο έναντι τρίτων των κατά το άρθρο 38 υπαγόμενων στο δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα προσώπων περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότητας τρίτων. Γενικότερα δε, κατά των προσώπων αυτών δεν μπορεί να ασκηθεί αστική αγωγή για προσβολή εκ μέρους τους της προσωπικότητας τρίτων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ενώ η ευθύνη των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κατ` εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. είναι αντικειμενική, δηλ. ανεξάρτητη από υπαιτιότητα των οργάνων τους (Σ.τ.Ε. 1326/2017, 3292/2017). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ, σε περίπτωση παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, ο προσβληθείς έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ δεν αποκλείεται αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες.. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 59 αυτού, στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, "να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού...". Εξάλλου, στον προϊσχύσαντα Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) ορίζονταν τα ακόλουθα: άρθρο 1 "Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος υπάλληλος" (πρβλ. άρθρο 1 παρ. 1 ν. 4194/2013 "ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός"), άρθρο 66 παρ.1 "Αρμόδιον προς εκδίκασιν των πειθαρχικών παραπτωμάτων είναι το Πειθαρχικόν Συμβούλων του Δικηγορικού Συλλόγου εις ον ανήκεν ο εγκαλούμενος Δικηγόρος, καθ` ον χρόνον υπέπεσεν εις το δι` ο εγκαλείται παράπτωμα, ή του Δικηγορικού Συλλόγου του τόπου της τελέσεως, προτιμωμένου του καταρξαμένου της διώξεως", άρθρο 194 παρ. 1 "Οι Δικηγόροι Σύλλογοι είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου", ενώ στα άρθρα 239 και 240 καθοριζόταν ο τρόπος συγκρότησης των πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων. Παρόμοιες διατάξεις περιέχονται και στον ήδη ισχύοντα Κώδικα Δικηγόρων ( άρθρα 1 παρ.1, 89 παρ.1, 91, 147 ν. 4194/2013). Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι ο τρίτος που ισχυρίζεται ότι βλάπτεται στην προσωπικότητά του από τις πράξεις των οργάνων (δημόσιων υπαλλήλων ή λειτουργών) ενός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που έλαβαν χώρα κατά την άσκηση των ανατειθεμένων σ` αυτά καθηκόντων και εφόσον δεν υπάρχει ειδική διάταξη που να ορίζει την προσωπική τους ευθύνη από την ως άνω δραστηριότητά τους, δεν μπορεί να στραφεί ατομικά κατά των προσώπων που απαρτίζουν το ως άνω όργανο, αλλά ορίζεται μόνον ευθύνη του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου του οποίου είναι νόμιμα όργανα, κατά του οποίου και μόνον μπορεί να στραφεί ως παθητικά νομιμοποιούμενο πρόσωπο ο βλαβείς τρίτος. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι ο ενάγων με την επίδικη αγωγή του προσάπτει σε βάρος των εναγόμενων προσώπων παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης το έτος 1992, που αποτελεί όργανο αυτού, εξαιτίας των οποίων υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς του με την επιβολή σ` αυτόν πειθαρχικής ποινής (παύση ενός μηνός, η οποία εξέλιπε με την υπ` αριθμ. ....../1993 απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων) για το εκεί δήθεν τελεσθέν απ` αυτόν πειθαρχικό παράπτωμα, και ζήτησε, μεταξύ των άλλων και άρση της προβολής της προσωπικότητάς του. Το Εφετείο απορρίπτοντας την έφεση του αναιρεσείοντος και επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η οποία είχε απορρίψει την αγωγή του ως παθητικώς ανομιμοποίητη δέχθηκε κατ`εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων ότι "...εφόσον δεν υφίσταται είτε στον Κώδικα περί Δικηγόρων είτε σε κάποια άλλη ειδική διάταξη νόμου πρόβλεψη για την προσωπική αστική ευθύνη των οργάνων των δικηγορικών συλλόγων έναντι των τρίτων, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν νομιμοποιούνται παθητικά οι εναγόμενοι για την άσκηση εναντίον τους της υπό κρίση αγωγής. Μόνο δε παθητικά νομιμοποιούμενο είναι το ν.π.δ.δ. του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, κατά του οποίου.. θα μπορούσε να στραφεί ο ενάγων με σχετική αγωγή του ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων ...". Με αυτά που δέχθηκε και έκρινε το Εφετείο και ειδικότερα ότι οι εναγόμενοι ατομικώς, που αποτέλεσαν μέλη του κατά το έτος 1992 πειθαρχικού συμβουλίου οργάνου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσ/κης, που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δεν νομιμοποιούνται παθητικά στην ένδικη αγωγή του ενάγοντος, δεν έσφαλε ως προς την ορθή εφαρμογή των κανόνων δικαίου σχετικά με την έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης αυτών και ότι νομιμοποιείται παθητικά το ως άνω νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, η δε αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έχει νόμιμη βάση και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ κανόνων ουσιαστικού δικαίου που προαναφέρθηκαν, τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, συνολικά εκτιμώμενες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. Επομένως, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα με τον πρώτο, δεύτερο και τρίτο από τον αρ. 1, 8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης είναι ουσία αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων που κατέθεσαν προτάσεις η δικαστική δαπάνη, λόγω του δυσερμήνευτου του εφαρμοσθέντος κανόνος δικαίου κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 179 εδ. α και 183 ΚΠολΔ).

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Απορρίπτει την από 8-1-2021 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθμ. 2800/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσ/κης.

 Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης παραβόλου.

 Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.

 ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 2022.

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 9 Ιανουαρίου 2023.

 Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ                                                                            Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Must red-read

Επικοινωνία γονέα-τέκνου, υπό τα "μάτια" του Υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη

    3442/2021 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ (ΜΟΝ) (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Μεταρρύθμιση απόφασης με αίτημα τον περιορισμό του χρόνου της επικοινωνίας του πατέρα με...