Βάζοντας το ένα βήμα
δίπλα στο άλλο
στάθηκα όρθιος
χωρίς υποστήριξη αγάπης
Ξεχασμένος από την ελπίδα
που όρθωσε σίδερα
στη φυλακή της εγκατάλειψής μου
Τρία τσιγάρα κάθε μέρα
στα μουντά επισκεπτήρια
να φλομώνουν με ψέματα
τα θλιβερά αποκαλυπτήρια
Και ο καπνός
σκέπαζε την κρατούμενη ανάσα
ενός υπέροχου, βασανισμένου, μυαλού
Έχασα τα λόγια μου
συγκρούστηκαν τα σωθικά μου
σταμάτησε ο χτύπος, και η ώρα
και η απαιώρηση
και η στραγγαλισμένη αχτίδα
Και όλα στο μεταίχμιο ενός φωτός
υπό την άνοιξη μιας υπόγειας κόλασης
Και τότε έμεινα ελεύθερος
από ισόβια αίσθηση
ενός πόνου που μοιάζει με ευλογία