Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

ΜΟΔ Ηρακλείου: Δεν συνιστά παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων η επαναδημοσίευση αναρτήσεων στο FACEBOOK, ακόμη και από λογαριασμούς με περιορισμένο κύκλο χρηστών

  



Μία απόφαση - κόσμημα αιτιολογίας

Παραγωγή και κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας μέσω της τεχνολογίας των πληροφοριών και των επικοινωνιών που συνδέεται με την χρησιμοποίηση του ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του κατ’ εξακολούθηση. Αποπλάνηση ανηλίκου που έχει συμπληρώσει τα 14 έτη αλλά όχι τα 15 έτη κατ’ εξακολούθηση. Παράνομη οπλοκατοχή. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Γραπτά μηνύματα (SMS/MMS), φωτογραφία σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης και συνομιλίες μέσω messenger. Ποινική Δικονομία. Απαγόρευση χρήσης στην ποινική δίκη παρανόμως αποκτηθέντος αποδεικτικού μέσου. Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων (ΕΕ 2016/679). Συγκρουόμενα συνταγματικά αγαθά και εξισορρόπηση αυτών - στάθμιση βάσει της αρχής της αναλογικότητας. Αίτημα πολιτικής αγωγής περί μη αναγνώσεως και λήψεως υπ’όψιν προσκομιζόμενων από την υπεράσπιση εγγράφων από το facebook (φωτογραφία) και συνομιλιών μέσω messenger, καθ’ όσον αποτελούν παρανόμως αποκτηθέντα αποδεικτικά μέσα, αφού αποτελούν προσωπικά δεδομένα και, επιπλέον, δεν ετέθησαν υπ’ όψιν της πολιτικής αγωγής, ώστε να λάβει γνώση. Αμφισβήτηση και της γνησιότητάς τους από την πολιτική αγωγή, δεδομένου ότι θεωρεί ότι αποτελούν προϊόν συρραφής. Απόρριψη από τον Πρόεδρο του αιτήματος και προσφυγή κατά της διατάξεως του Προέδρου από την πολιτική αγωγή. ης. Έννοια ηλεκτρονικού εγγράφου και γραπτό μήνυμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κινητά τηλέφωνα ως ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Γραπτά μηνύματα (δικονομική αντιμετώπισή τους όπως οι επιστολές) στο κινητό συνιστούν ηλεκτρονικά έγγραφα για τα οποία υπάρχει τεκμαιρόμενη συναίνεση του αποστολέα να καταστήσει τον παραλήπτη κοινωνό και νόμιμο κάτοχο του μηνύματος. Ένταξη εγγράφων στο σώμα των προσκομιζόμενων στοιχείων αποτελεί ένταξη σε σύστημα αρχειοθέτησης. Προστασία δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. Η οικειοθελής ανάρτηση προσωπικών πληροφοριών σε ένα δημοσίως προσβάσιμο μέσο, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι τεκμήριο υπέρ της επιθυμίας του χρήστη για δημοσιοποίηση. Πλαστά και γνήσια έγγραφα. Η άρνηση της αλήθειας του περιεχομένου ορισμένου εγγράφου δεν συνιστά αμφισβήτηση της γνησιότητάς του. Επί ηλεκτρονικού εγγράφου η αμφισβήτηση της γνησιότητας γίνεται με την αμφισβήτηση της προέλευσης του κειμένου. Απόρριψη των ισχυρισμών αφού η φωτογραφία αυτή αποτελεί προσωπικό δεδομένο, αλλά όχι ευαίσθητο, καθ’όσον δεν απεικονίζονται τα πρόσωπα σε ερωτική στιγμή. Επιπλέον, η ανάρτηση της φωτογραφίας έγινε στο facebook, όπου η πολιτικώς ενάγουσα έδωσε τη συγκατάθεσή της για την χρήση από τους υπόλοιπους χρήστες. Όσον αφορά στα μηνύματα στο messenger δεν αποτελούν παράνομα αποδεικτικά μέσα, καθ’όσον προσκομίζονται από τον ένα αντίδικο, ο οποίος ήταν και συνομιλών με την πολιτικώς ενάγουσα. Απορριπτέος ο ισχυρισμός περί μη γνησιότητας των εγγράφων λόγω προφανούς αοριστίας του. Τέλος, όσον αφορά τη γνώση της πολιτικής αγωγής επί των εγγράφων, σημειώνεται ότι δεν υφίσταται προστάδιο προσκόμισης εγγράφων στην ποινική δίκη. Τα έγγραφα προσκομίστηκαν νόμιμα.

Αριθμ. Αποφάσεων :8-9 + 12-21/2019 ΜΟΔ ΗΡΑΚΛ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΙΚΤΟΥ ΟΡΚΩΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ Συνεδρίαση της 8ης Ιανουαρίου 2019 και, μετά από διακοπή, της 18ης Ιανουαρίου 2019 

Σύνθεση του Δικαστηρίου : Κωνσταντίνος Ρόκος, Πρόεδρος Πρωτοδικών Ηρακλείου, Πρόεδρος του Δικαστηρίου, Πολυξένη Μπαντουβάκη και Ειρήνη Μπινιάρη, Πλημμελειοδίκες Ηρακλείου, που ορίστηκαν κατόπιν κληρώσεως. Ιωακείμ Κασωτάκης, Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ηρακλείου. Βασιλική Σιγανού, Γραμματέας. Πράξεις: α) παραγωγή και κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας μέσω της τεχνολογίας των πληροφοριών και των επικοινωνιών που συνδέεται με την χρησιμοποίηση ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του κατ’ εξακολούθηση, β) αποπλάνηση ανηλίκου που έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα αλλά όχι τα δεκαπέντε έτη κατ’ εξακολούθηση, γ) παράνομη οπλοκατοχή. 

Ο συνήγορος πολιτικής αγωγής, αφού πήρε από τον Πρόεδρο τον λόγο, ζήτησε να μην αναγνωσθούν τα προσαγόμενα από την υπεράσπιση έγγραφα (φωτογραφίες από την ιστοσελίδα facebook και συνομιλίες μέσω της εφαρμογής messenger), καθόσον αφορούν προσωπικά δεδομένα. Ο Πρόεδρος του δικαστηρίου, επιτρέπει να γίνει χρήση των προσαγομένων. Στο σημείο αυτό, τον λόγο ζήτησε εκ νέου ο συνήγορος πολιτικής αγωγής, ο οποίος εμμένει στο αίτημά του να μην ληφθούν υπόψη τα προσκομιζόμενα από τις σελίδες του facebook, καθόσον αποτελούν παράνομο αποδεικτικό μέσο, ληφθέν κατά παράβαση των άρθρων 22 § 4 του ν. 2472/1997, 370Α § 1 εδ. α΄ ΠΚ και 19 του Συντάγματος, προσέτι δε αμφισβητεί την γνησιότητά τους, θεωρεί ότι μπορεί να αποτελούν προϊόν συρραφής, εν τέλει, δε, δεν τέθηκαν υπόψη της πολιτικής αγωγής, προκειμένου να λάβει γνώση και να διερευνήσει την προέλευσή τους. Τέλος, δε, προσφεύγει στο Δικαστήριο κατά της διάταξης του Προέδρου, για το επιτρεπτό της ανάγνωσης των αποδεικτικών μέσων. Τον λόγο ζήτησε και πήρε από τον Πρόεδρο ο Εισαγγελέας της έδρας, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της προσφυγής της πολιτικής αγωγής, κατά της διάταξης του Προέδρου, για το επιτρεπτό της ανάγνωσης των αποδεικτικών μέσων, ενώ, λαβών το λόγο, τα ίδια με τον Εισαγγελέα πρότεινε και ο συνήγορος του κατηγορούμενου. Μετά το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ηρακλείου, αφού αποσύρθηκε στο ιδιαίτερο δωμάτιο των διασκέψεών του, και αφού διασκέφθηκε μυστικά, με την παρουσία και της Γραμματέως, κατάρτισε ομόφωνα την απόφασή του και, αφού επανήλθε στην έδρα του, παρουσία του Εισαγγελέως, Γραμματέως και του κατηγορουμένου μετά του συνηγόρου υπερασπίσεώς του, με τον Πρόεδρό του δημοσίευσε σε δημόσια συνεδρίαση την με αριθμό 13 του χρόνου αυτού απόφασή του, που έχει όπως παρακάτω: 

ΑΦΟΥ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 2 του Ν. 3674/10-7-2008, «αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1δ΄ ΚΠΔ. Σύμφωνα με το άρθρο 22 § 4 του ν. 2472/1997 «όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) εως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις». Παράλληλα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 370Α § 1 εδ. α΄ ΠΚ ορίζεται: «Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί ή να αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή τα στοιχεία της θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.» Περαιτέρω, ηλεκτρονικό έγγραφο συνιστά «το σύνολο των δεδομένων, τα οποία, αφού εγγραφούν στον μαγνητικό δίσκο ενός Η/Υ και γίνουν αντικείμενο ηλεκτρονικής επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα, αποτυπώνονται εν συνεχεία, με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο, είτε στην οθόνη του μηχανήματος, είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή» [Κουσούλης Σ., Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, σελ. 138. Τον ακολουθούν οι Νικολόπουλος Γ., Το δίκαιο της αποδείξεως, σελ. 337 επ., Καράκωστας Γ., Δίκαιο και Internet: νομικά ζητήματα του διαδικτύου, σελ. 191 (νεότερη έκδοση), Σιδηρόπουλος Θ., Το δίκαιο του διαδικτύου, σελ. 75-76 (νεότερη έκδοση), Μιχαηλίδου Χ., Το πρόβλημα της ηλεκτρονικής υπογραφής, Δ. 31 (2000), 1190]. Ηλεκτρονικό έγγραφο είναι δηλαδή το κείμενο που εμφανίζεται στην οθόνη του Η/Υ ή που εκτυπώνεται στον εκτυπωτή (print - out), καθώς και το κείμενο που συντάσσει κάποιος στον υπολογιστή του και το στέλνει μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε κάποιον αποδέκτη, ο οποίος στη συνέχεια το εμφανίζει στην οθόνη του υπολογιστή του ή το εκτυπώνει. Αποτελεί δε απεικόνιση της εγγραφής που έχει καταχωρηθεί στη μαγνητική επιφάνεια του σκληρού δίσκου του Η/Υ. Περαιτέρω, το γραπτό μήνυμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι υπηρεσία και της κινητής τηλεφωνίας, με την οποία ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να αποστείλει ή να παραλάβει σύντομο γραπτό μήνυμα από άλλους χρήστες, στην οθόνη του κινητού του τηλεφώνου ή του υπολογιστή. Ήδη, δε, τα κινητά τηλέφωνα από της εμφάνισής τους, πολύ δε περισσότερο σήμερα, ακολουθούν την αρχιτεκτονική των ηλεκτρονικών υπολογιστών και πρέπει να θεωρούνται όχι ως τηλέφωνα, αλλά ως ηλεκτρονικοί υπολογιστές με δυνατότητα, μεταξύ άλλων, τηλεφωνικών κλήσεων, σύνταξης ηλεκτρονικών εγγράφων παντός τύπου, πλοήγησης στο διαδίκτυο κ.λπ. Το δε γραπτό μήνυμα, σύμφωνα και με όσα μνημονεύτηκαν στην νομική σκέψη που προηγήθηκε, αποτελεί ηλεκτρονικό έγγραφο, εφόσον αποτελεί σύνολο δεδομένων τα οποία ενεγράφησαν στον μαγνητικό δίσκο της υπολογιστικής μικρομονάδας του κινητού τηλεφώνου, έτυχαν ηλεκτρονικής επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα κι εν συνεχεία αποτυπώθηκαν με βάση τις εντολές του προγράμματος κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο στην οθόνη του μηχανήματος. Ακολούθως, δε, στάλθηκαν με χρήση της κινητής τηλεφωνίας σε κάποιον αποδέκτη, ο οποίος στη συνέχεια τα εμφανίζει στην οθόνη του κινητού του. Ο εκάστοτε συντάκτης, όμως, των συγκεκριμένων εγγράφων αποδέχεται και επιδιώκει να καταγραφούν αυτά με σταθερό τρόπο σε κάποια από τις “μακροπρόθεσμες” μνήμες του κινητού τηλεφώνου του παραλήπτη (σκληρός δίσκος ή μνήμη SIM), ώστε ο τελευταίος, όχι μόνο να προβεί στην άπαξ προβολή αυτών και να λάβει έτσι γνώση του περιεχομένου τους, αλλά επιπροσθέτως, να δύναται στο μέλλον και σε κάθε στιγμή να τα ανασύρει, ώστε να τα αναγνώσει ξανά, καθιστάμενος διαρκής κάτοχος του ηλεκτρονικού εγγράφου. Η δυνατότητα δε αυτή που παρέχεται στον παραλήπτη του μηνύματος τελεί σε γνώση του αποστολέα, αφού και ο τελευταίος με τον ίδιο τρόπο πράττει. Πρέπει να γίνει δεκτό, συνεπώς, ότι υπάρχει τεκμαιρόμενη συναίνεση του αποστολέα να καταστήσει τον παραλήπτη κοινωνό και άρα νόμιμο κάτοχο του μηνύματος. Δικονομικά, δε, τα γραπτά μηνύματα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν για την ταυτότητα του νομικού λόγου, όπως οι επιστολές, αφού σε αμφότερες τις μορφές αυτού του είδους της επικοινωνίας συνυπάρχουν τα στοιχεία της αποτυπωμένης σε αναγνώσιμη μορφή επικοινωνίας από απόσταση, ενώ η μετάβαση από την κυριαρχία της επιστολής στην κυριαρχία του μηνύματος, έγινε κυρίως λόγω του εκσυγχρονισμού της διαθέσιμης τεχνολογίας. Περαιτέρω, το Π.Δ. 47/2005 στο άρθρο 3 με τίτλο «Είδη Επικοινωνίας» στην παράγραφο 1 και 2 ορίζει τα εξής: § 1: «Η άρση του απορρήτου δεν αφορά την δια ζώσης επικοινωνία, αλλά κάθε είδους επικοινωνία, η οποία διεξάγεται μέσω δικτύου επικοινωνίας ή παρόχου υπηρεσιών επικοινωνιών και την οποία χρησιμοποιεί ο συνδρομητής ή χρήστης κατά του οποίου λαμβάνεται το μέτρο της άρσης. § 2: «Τα είδη και οι μορφές επικοινωνίας, που υπόκεινται στην άρση του απορρήτου, είναι ιδίως τα ακόλουθα: ... III. Τα Γραπτά μηνύματα (SMS/MMS)». Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι τα γραπτά μηνύματα κινητού (SMS/MMS) εντάσσονται στις περιπτώσεις και είδη επικοινωνίας που προστατεύονται νομοθετικά. Παράλληλα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 370Α § 1 εδ. α΄ ΠΚ δεν υπάγονται στο ρυθμιστικό πεδίο αυτής τα SMS/MMS, καθώς η διάταξη κάνει λόγο για τηλεφωνική συνδιάλεξη κι έτσι αναφέρεται μόνο στην προφορική συνομιλία και όχι στη συνομιλία μέσω γραπτών μηνυμάτων. Επίσης, είναι εμφανές ότι και το Π.Δ. 47/2005 αφορά τα SMS/MMS στις περιπτώσεις, όμως, που κάποιος παρεμβαίνει σε SMS/MMS σε συνομιλία τρίτων. Δηλαδή, όταν διαθέτει μηχανισμό να υποκλέπτει και να αποθηκεύει γραπτά μηνύματα τρίτων και όχι δικών του με τον συνομιλητή του. Περαιτέρω, η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας αυτής προκύπτει και από το άρθρο 9 § 1 εδ. β΄ του Συντάγματος, που ορίζει ότι «η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη», καθώς και από το άρθρο 19 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Το τελευταίο αυτό άρθρο αναφέρεται μεν στο απόρρητο της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, είναι, όμως, πρόδηλο ότι προϋποθέτει την ελευθερία της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας ως συνταγματικά προστατευόμενο έννομο αγαθό. Ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος. Εφόσον αποδεικτικό μέσο αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί σε πολιτική δίκη. Πράγματι, η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Η αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει -υπό την επίκληση της ανάγκης απόκτησης αποδεικτικού μέσου για ενδεχόμενα δικαιώματα- στη γενίκευση της χρήσης π.χ. μαγνητοφώνων από τους συνομιλητές προσώπων, η φωνή των οποίων θα καταγραφόταν χωρίς την συναίνεση τους. Κατ' αυτόν, όμως, τον τρόπο η ελευθερία της επικοινωνίας θα περιοριζόταν, διότι τότε ο καθένας θα ζούσε με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική, έστω, έκφρασή του, στο πλαίσιο μιας ιδιωτικής συζήτησης, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια υπό άλλες περιστάσεις ως αποδεικτικό μέσο εναντίον του, πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν τα σύγχρονα τεχνικά μέσα παρέχουν ευρείες δυνατότητες αλλοίωσης του περιεχομένου των αποτυπώσεων, οι οποίες (αλλοιώσεις) είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να διαγνωσθούν. Εξ άλλου, χωρίς την ανωτέρω κύρωση (απαράδεκτο του αποδεικτικού μέσου), η προπαρατεθείσα, συνταγματικής ισχύος, ρύθμιση θα είχε περιορισμένη αποτελεσματικότητα, παρά την απειλή κατά του παραβάτη της ποινικής κύρωσης, που προβλέπεται στο άρθρο 370Α του ΠΚ. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγόρευσης των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού (ΟλομΑΠ 1/2001, ΕλλΔνη 2001. 374, ΑΠ 981/2009, ΕφΑΔ 2009. 1372, ΑΠ 1351/2007, ΝοΒ 2007. 2390). Από το συνδυασμό των ανωτέρω συνάγεται ότι τα μηνύματα μέσω των δικτύων κοινωνικής δικτύωσης δεν πρέπει, καταρχήν, να θεωρούνται παράνομα αποδεικτικά μέσα και πως δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα της ελεύθερης επικοινωνίας και του απορρήτου, όταν προσκομίζονται από τους ίδιους τους αντιδίκους και συνάμα συνομιλούντες μέσω αυτών στο πλαίσιο δικαστικής μεταξύ τους διένεξης. Αντιθέτως, όταν τρίτος προσκομίζει μήνυμα που αφορά ξεχωριστούς από αυτόν συνομιλούντες τότε θα πρέπει να θεωρείται παράνομο αποδεικτικό μέσο, εκτός κι εάν ο επικαλούμενος αυτό διάδικος δεν έχει άλλο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη των ισχυρισμών του, οπότε, όμως, σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να γίνει στάθμιση με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Σε εκείνες τις οριακές περιπτώσεις πρέπει να γίνει δεκτό ότι θεμιτή αποτύπωση του προφορικού λόγου υφίσταται στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν έχουμε ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και μαζί εκδήλωση ιδιωτικής ζωής, αλλά κατάπτωση της προσωπικότητας, όπως ενδεικτικά σε περιπτώσεις εγκλημάτων ιδιαίτερης απαξίας (Κονταξής, ΕρμΠΚ, Τόμος Β’, έκδοση γ’, 2000, σελ. 3125). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 288 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τροποποιήθηκε με την Συνθήκη της Λισσαβόνας και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 3671/2008 (πρώην άρθρο 249 της ΣΕΚ), "Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, τα θεσμικά όργανα θεσπίζουν κανονισμούς, οδηγίες, αποφάσεις, συστάσεις και γνώμες. Ο κανονισμός έχει γενική ισχύ. Είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Η απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της. Όταν ορίζει αποδέκτες, είναι δεσμευτική μόνο για αυτούς. Οι συστάσεις και οι γνώμες δεν δεσμεύουν". Από την διάταξη αυτή συνάγεται, ότι πηγή του δευτερογενούς (παραγώγου) κοινοτικού δικαίου αποτελεί και ο Κανονισμός, ο οποίος είναι δεσμευτική νομική πράξη για α) τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, β) τις χώρες της ΕΕ, γ) τους ιδιώτες στους οποίους απευθύνεται, και εφαρμόζεται άμεσα σε όλες τις χώρες της ΕΕ, ήτοι ισχύει αμέσως ως νομοθεσία σε όλες τις χώρες της ΕΕ, χωρίς να χρειάζεται να μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις για ιδιώτες, οι οποίοι μπορούν ως εκ τούτου να τον επικαλεστούν άμεσα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και μπορεί να χρησιμοποιείται ως αναφορά από άτομα στις σχέσεις τους με άλλους ιδιώτες, χώρες της ΕΕ ή αρχές της ΕΕ. Εφαρμόζεται, δε, σε όλες τις χώρες της ΕΕ από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του (ημερομηνία που ορίζεται στον κανονισμό ή, ελλείψει αυτής, 20 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα). Τα έννομα αποτελέσματά του παράγονται ταυτόχρονα, αυτόματα και ομοιόμορφα και είναι δεσμευτικά για όλες τις εθνικές νομοθεσίες. Εξάλλου, ο Κανονισμός 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)» και την κατάργηση της Οδηγίας 95/46/ΕΚ (στο εξής: «Κανονισμός»), τέθηκε σε ισχύ και εφαρμογή στις 25 Μαΐου του 2018, με διττό στόχο: την ενίσχυση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των πολιτών και την ανεμπόδιστη διακίνηση των δεδομένων αυτών. Στην σκέψη 4 του Προοιμίου αυτού επισημαίνεται ότι «το δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων δεν είναι απόλυτο δικαίωμα· πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την λειτουργία του στην κοινωνία και να σταθμίζεται με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Ο παρών κανονισμός σέβεται όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις ελευθερίες και αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη, όπως κατοχυρώνονται στις Συνθήκες, ιδίως τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και των επικοινωνιών, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης, την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου και την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία». Υπό αυτήν την έννοια, τονίζεται ότι το δικαίωμα στην προστασία προσωπικών δεδομένων δεν είναι ένα απόλυτο - «τυραννικό» δικαίωμα (Χ. Ανθόπουλος, Προσωπικά δεδομένα και δικαιώματα). Στην ουσία επαναλαμβάνεται, υπογραμμίζεται, αλλά και επικαιροποιείται η βασική αρχή της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, η οποία θέτει επί ίσοις όροις ήδη στον τίτλο της την προστασία προσωπικών δεδομένων και την ελεύθερη διακίνηση αυτών. Σύμφωνα, συνεπώς, με τα ανωτέρω, κατά την προστασία των προσωπικών δεδομένων ο εφαρμοστής του δικαίου πρέπει να εξισορροπήσει τα συγκρουόμενα συνταγματικά αγαθά, απεκδυόμενος του μαχητού τεκμηρίου «εν αμφιβολία υπέρ του υποκειμένου των δεδομένων» του ν. 2472/1997 (βλ. σε Κοτσαλή - Μενουδάκου (Φ.Παναγοπούλου - Κουτνατζή), «Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων (...) Νομική διάσταση και πρακτική εφαρμογή», σελ. 7 επ. passim). Συνεπώς, δεν πρέπει να δίδεται προβάδισμα μόνο στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όταν επί τάπητος υπάρχουν άλλα αντικρουόμενα συνταγματικώς προστατευόμενα έννομα αγαθά, όπως η πρόσβαση στη δικαιοσύνη, και η γενικότερη προστασία της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ.) σε συνδυασμό με την κατοχύρωση της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Σ.). Συμπερασματικά, ο Κανονισμός διευκρινίζει το συνταγματικά αυτονόητο της ελλείψεως ιεραρχίας στα ατομικά δικαιώματα, υπογραμμίζοντας, ότι σε περίπτωση συγκρούσεως θα λαμβάνει χώρα στάθμιση επί τη βάσει της αρχής της αναλογικότητας. Η έννοια των «δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» της διατάξεως αυτής περιλαμβάνει, σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 4 § 1 στοιχείο α΄ του Κανονισμού, «κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο («υποκείμενο των δεδομένων»). Το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στην σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου». Συνεπώς, η εικόνα ενός προσώπου, η οποία αποτυπώνεται σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης συνιστά δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως στον βαθμό που παρέχει τη δυνατότητα ταυτοποιήσεως του συγκεκριμένου προσώπου. Όσον αφορά στην έννοια της «επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», πρέπει να τονιστεί ότι αυτή ορίζεται στο άρθρο 4 § 1 στοιχείο β΄του Κανονισμού ως «κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 του Κανονισμού, αυτός εφαρμόζεται στην, εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης. Στην ουσία, λοιπόν, οι προστατευτικές διατάξεις του νέου νομοθετικού πλαισίου δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση απουσίας αρχείου δεδομένων, οπότε παρέλκει και η οποιαδήποτε περαιτέρω εξέταση της συνδρομής των λοιπών προϋποθέσεων, περί ών κατωτέρω. Ως «σύστημα αρχειοθέτησης», δε, θεωρείται, κατά το άρθρο 4 § 1 στοιχ. 6 του Κανονισμού «κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι προσβάσιμα με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, είτε το σύνολο αυτό είναι συγκεντρωμένο είτε αποκεντρωμένο είτε κατανεμημένο σε λειτουργική ή γεωγραφική βάση». Συνεπώς, η μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία εμπίπτει στο ρυθμιστικό πλαίσιο του Κανονισμού, εφόσον συντρέχουν οι εξής δύο προϋποθέσεις: α) να εντάσσονται σε σύστημα αρχειοθέτησης και β) να είναι διαρθρωμένα σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια (αιτιολογική σκέψη 15 Κανονισμού). Ο Κανονισμός δεν διευκρινίζει τις απαιτήσεις για τα συγκεκριμένα αυτά κριτήρια. Δεδομένου, όμως, του προηγούμενου νομικού καθεστώτος της Οδηγίας 95/46 και του ευρέως τρόπου ερμηνείας του Κανονισμού [βλ. ... A Practical Guide, σελ. 10] θα μπορούσε, για παράδειγμα, να θεωρηθεί ως αρχειοθέτηση με συγκεκριμένα κριτήρια η δημιουργία χρονολογικά οργανωμένων αρχείων, αλφαβητικά οργανωμένων αρχείων ή αρχείων που οργανώνονται σύμφωνα με προκαθορισμένες προϋποθέσεις. Επίσης, ως αρχειοθέτηση βάσει κριτηρίων αποτελεί και η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η αποθήκευση, η χρήση διά της προσκομίσεως σε Δικαστική Αρχή κάθε δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, ο διάδικος συλλέγει με τρόπο μη αυτοματοποιημένο («χειροκίνητα» κατά την αιτιολογική σκέψη, άλλως «manually» κατά το αγγλόφωνο κείμενο του Κανονισμού) υλικό που εμπεριέχει προσωπικά δεδομένα τρίτου, τα αποθηκεύει και, ακολούθως, τα εντάσσει σε φάκελλο δικογραφίας και κάνει χρήση αυτών διά της εντάξεως στο σώμα των προσκομιζομένων προς ανάγνωση εγγράφων στην ποινική δίκη. Η ένταξη των εγγράφων αυτών στο σώμα των προσκομιζόμενων στοιχείων, αποτελεί ένταξη σε «σύστημα αρχειοθέτησης» κατά την έννοια του Κανονισμού, αφού με την χρήση κριτηρίων κατά τα ανωτέρω, ήτοι την ανάγκη αποδεικτικής θεμελίωσης της μείζονας σκέψης ενός νομικού συλλογισμού του, τα στοιχεία αυτά ταξινομούνται με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία. Συνεπώς, η προσκόμιση προς ανάγνωση των αποδεικτικών στοιχείων που εμπεριέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο του Κανονισμού και διέπεται από τους περιορισμούς του. Περαιτέρω, δε, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 18 του Προοιμίου του Κανονισμού, αυτός δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας, και άρα χωρίς σύνδεση με κάποια επαγγελματική ή εμπορική δραστηριότητα. Επισημαίνεται, δε, ότι οι προσωπικές ή οικιακές δραστηριότητες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την αλληλογραφία και την τήρηση αρχείου διευθύνσεων ή την κοινωνική δικτύωση και την επιγραμμική δραστηριότητα που ασκείται στο πλαίσιο τέτοιων δραστηριοτήτων. Έτσι, υπό το πρίσμα των ανωτέρω διαπιστώσεων κατά το άρθρο 2 § 2 του Κανονισμού αυτός δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα «από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας». Η έννοια της «προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας» θα πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τις κοινές, κατά το μέτρο του δυνατού, κοινωνικές αντιλήψεις, και περιλαμβάνει προσωπικά δεδομένα για τα οποία γίνεται επεξεργασία για ψυχαγωγικές δραστηριότητες, χόμπι, διακοπές ή διασκέδαση, ή αφορούν στην χρήση του κοινωνικού δικτύου και των συλλεγόμενων δεδομένων, με σκοπό οι πληροφορίες να αποτελέσουν μέρος μιας προσωπικής συλλογής διευθύνσεων, γενεθλίων ή άλλες σημαντικές ημερομηνίες. Τίθεται, συνεπώς, ζήτημα του κατά πόσο η χρήση μίας φωτογραφίας από την ιστοσελίδα facebook που απεικονίζει ένα πρόσωπο μπορεί, υπό περιστάσεις, να εξαιρείται από την εφαρμογή της οδηγίας αυτής, καθόσον πραγματοποιείται «στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων». Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο Κανονισμός αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ένα αυξημένο επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, και ιδίως της ιδιωτικής ζωής, έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (βλ. απόφαση ..., C-131/12, EU:C:2014:317, σκέψη 66). Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, το οποίο κατοχυρώνει το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιτάσσει οι παρεκκλίσεις από την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και οι περιορισμοί τους να μην υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου (βλ. αποφάσεις IPI, C-473/12, EU:C:2013:715, σκέψη 39, C-293/12 και C-594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 52). Στον βαθμό που οι διατάξεις του Κανονισμού, κατά το μέρος που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε προσβολή των θεμελιωδών ελευθεριών, και, ειδικότερα, του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, πρέπει οπωσδήποτε να ερμηνεύονται υπό το φως των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία είναι κατοχυρωμένα με τον εν λόγω Χάρτη (βλ. απόφαση ..., EU:C:2014:317, σκέψη 68), η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 2 § 2 του Κανονισμού πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά (απόφαση ..., EU:C:2014:2428 σκέψεις 27-35). Η εν λόγω περιοριστική ερμηνεία βασίζεται στο ίδιο το γράμμα της διατάξεως αυτής με την οποία εξαιρείται από την εφαρμογή του Κανονισμού η επεξεργασία δεδομένων που πραγματοποιείται στο πλαίσιο όχι απλώς προσωπικών ή οικιακών, αλλά «αποκλειστικά» προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων, ακόμη και αν, παρεμπιπτόντως, αφορούν ή μπορεί να αφορούν την ιδιωτική ζωή άλλων προσώπων. Στον βαθμό, συνεπώς, που μια προσκόμιση φωτογραφίας τρίτου ατόμου εκτείνεται, έστω και εν μέρει, στον δημόσιο χώρο (διά της προσκομίσεως κατ’άρθρο 364 ΚΠΔ προς ανάγνωση σε ποινικό Δικαστήριο) και, ως εκ τούτου, εξέρχεται από την ιδιωτική σφαίρα αυτού που προβαίνει στην επεξεργασία των δεδομένων με το μέσο αυτό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποκλειστικώς «προσωπική ή οικιακή» δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 2 § 2 του Κανονισμού. Συνεπώς, η χρήση μίας φωτογραφίας από την ιστοσελίδα facebook με σκοπό την αποδεικτική θεμελίωση ενός ισχυρισμού εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο του Κανονισμού και διέπεται από τους περιορισμούς του. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Κανονισμού «η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) το υποκείμενο των δεδομένων έχει συναινέσει στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς, …. στ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος, εκτός εάν έναντι των συμφερόντων αυτών υπερισχύει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων που επιβάλλουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Το στοιχείο στ) δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία που διενεργείται από δημόσιες αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Σε σχέση με τη συγκατάθεση ενηλίκου γίνεται δεκτό (αιτιολογική σκέψη 32) ότι αυτή θα πρέπει να παρέχεται με σαφή θετική ενέργεια η οποία να συνιστά ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή και εν πλήρει επιγνώσει ένδειξη της συμφωνίας του υποκειμένου των δεδομένων υπέρ της επεξεργασίας των δεδομένων που το αφορούν, για παράδειγμα με γραπτή δήλωση, μεταξύ άλλων με ηλεκτρονικά μέσα, ή με προφορική δήλωση. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την συμπλήρωση ενός τετραγωνιδίου κατά την επίσκεψη σε διαδικτυακή ιστοσελίδα, την επιλογή των επιθυμητών τεχνικών ρυθμίσεων για υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών ή μια δήλωση ή συμπεριφορά που δηλώνει σαφώς, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ότι το υποκείμενο των δεδομένων αποδέχεται την πρόταση επεξεργασίας των οικείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Στην ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης facebook οι υποψήφιοι χρήστες αποδέχονται μεταξύ των άλλων τους προδιατυπωμένους όρους που τίθενται στο κεφάλαιο «Χρήστες και λογαριασμοί στους οποίους κοινοποιείτε περιεχόμενο και με τους οποίους επικοινωνείτε». Εκεί ρητά λαμβάνουν γνώση και συγκατατίθενται με την συμπλήρωση ενός τετραγωνιδίου κατά την εγγραφή στην εν λόγω ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης ότι όταν κοινοποιούν κάτι ή επικοινωνούν με κάποιον μέσω των Προϊόντων του facebook, επιλέγουν το κοινό που θα δει αυτό που κοινοποιείται και ότι μπορούν να επιλέξουν ως κοινό μια ομάδα, όλους τους φίλους τους, το σύνολο των χρηστών ή μια προεπιλεγμένη ομάδα προσώπων. Αντίστοιχα, όταν χρησιμοποιούν το Messenger ή το Instagram για να επικοινωνήσουν με πρόσωπα ή επιχειρήσεις, αυτά τα πρόσωπα και αυτές οι επιχειρήσεις μπορούν να δουν το περιεχόμενο που στέλνουν. Γίνεται μνεία του ότι οι δημόσιες πληροφορίες είναι ορατές σε όλους, εντός ή εκτός των προϊόντων facebook, ακόμα κι αν δεν έχουν λογαριασμό. Αυτές περιλαμβάνουν το όνομα χρήστη στο Instagram, οποιεσδήποτε πληροφορίες κοινοποιούνται δημοσίως, τις πληροφορίες στο δημόσιο προφίλ στο Facebook, καθώς και το περιεχόμενο που κοινοποιούν σε Σελίδες στο Facebook, σε δημόσιους λογαριασμούς στο Instagram ή σε οποιοδήποτε άλλο δημόσιο φόρουμ, όπως το Facebook ... Επισημαίνεται, δε, ότι οι δημόσιες πληροφορίες μπορούν επίσης να ιδωθούν, να καταστούν προσβάσιμες, να επανακοινοποιηθούν ή να αναμεταδοθούν μέσω υπηρεσιών τρίτων, όπως μηχανές αναζήτησης, ... και μη διαδικτυακά μέσα (π.χ. τηλεόραση), και μέσω εφαρμογών, ιστότοπων και άλλων υπηρεσιών που ενσωματώνονται με τα Προϊόντα facebook. Ακολούθως, γνωστοποιείται στους χρήστες ότι θα πρέπει να εξετάσουν καλά σε ποιον επιλέγουν να κοινοποιήσουν περιεχόμενο, επειδή τα άτομα που μπορούν να δουν τη δραστηριότητά τους στα Προϊόντα facebook μπορούν να επιλέξουν να την κοινοποιήσουν και σε άλλους, εντός ή εκτός των Προϊόντων facebook, συμπεριλαμβανομένων ατόμων και επιχειρήσεων που δεν ανήκουν στο κοινό της αρχικής κοινοποίησής τους. Για παράδειγμα, όταν κοινοποιείται μια δημοσίευση ή στέλνεται ένα μήνυμα σε συγκεκριμένους φίλους ή λογαριασμούς, αυτοί με τη σειρά τους μπορούν να κατεβάσουν, να δημιουργήσουν στιγμιότυπα οθόνης ή να επανακοινοποιήσουν το συγκεκριμένο περιεχόμενο σε άλλους εντός ή εκτός των προϊόντων facebook. Τέλος, ορίζεται ότι οι χρήστες μπορούν να αποσύρουν αυτή την άδεια οποιαδήποτε στιγμή, διαγράφοντας το περιεχόμενο ή τον λογαριασμό τους. Υπό το πρίσμα της ανωτέρω συμφωνίας που είναι υποχρεωτική για την εγγραφή και χρήση της ιστοσελίδας κοινωνικής δικτύωσης facebook, ο χρήστης αυτών γνωρίζει και αποδέχεται ρητά τη δυνατότητα του κάθε χρήστη ή μη, ο οποίος έχει πρόσβαση στα προϊόντα facebook, να συλλέξει («κατεβάσει» κατά την ιδιόλεκτο των χρηστών μέσων πληροφορικής), αποθηκεύσει, αναδιανείμει και εν τέλει χρησιμοποιήσει κάθε υλικό που κοινοποιείται («ανεβαίνει» κατά την ανωτέρω ιδιόλεκτο) σε αυτό. Συνεπώς, έχοντας δώσει ρητή συγκατάθεση κατά τα ανωτέρω, συνεπάγεται ότι η οικειοθελής ανάρτηση προσωπικών πληροφοριών σε ένα δημοσίως προσβάσιμο μέσο, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι τεκμήριο υπέρ της επιθυμίας του χρήστη αυτών των υπηρεσιών για δημοσιοποίηση και όχι για περιφρούρηση και προστασία των δεδομένων του. Συνεπώς, στις ανωτέρω περιπτώσεις δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί αξίωση των υποκειμένων για τήρηση της εμπιστευτικότητας και προστασία των προσωπικών τους δεδομένων, αφού προφανώς τα ίδια τα υποκείμενα των δεδομένων έχουν απεκδυθεί αυτού του δικαιώματός τους. Άλλωστε, μέσω ειδικών εφαρμογών των υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης, παρέχεται λειτουργικά η δυνατότητα ρυθμίσεων ιδιωτικότητας, προκειμένου να τίθενται περιορισμοί στην πρόσβαση σε ορισμένα πρόσωπα ή ομάδες προσώπων και να επιτρέπεται αντιστοίχως η πρόσβαση σε άλλα, στο πλαίσιο της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης των χρηστών μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Υπό τις ανωτέρω παραδοχές, στην περίπτωση της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων που έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί, δεν υφίσταται ουσιαστικά προσβολή έννομου αγαθού, συνεπώς δεν δύναται να ενεργοποιηθούν οι προστατευτικές διατάξεις του Κανονισμού. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 364 παρ. 1 ΚΠΔ, στο ακροατήριο διαβάζονται οι εκθέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων που συντάχτηκαν σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους..., ενώ, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, διαβάζονται επίσης τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί. Από την σαφή διατύπωση του ανωτέρω άρθρου γίνεται εμφανές ότι ως προϋπόθεση για την ανάγνωση των εγγράφων τίθεται το να μην αμφισβητηθεί από τους διαδίκους η γνησιότητά τους. Συνεπώς, αν αμφισβητηθεί η γνησιότητά τους από τους διαδίκους ή τον εισαγγελέα, δεν μπορούν να διαβασθούν, εφόσον δεν αποδειχθεί προηγουμένως αυτή. Με αυτόν τον όρο προφανώς περιορίζεται μεν η δυνατότητα του δικαστηρίου να συνεκτιμά, ως αποδεικτικά μέσα, τα κάθε είδους έγγραφα, αλλά δεν προστατεύεται αποτελεσματικά ο πιο πάνω περιορισμός, εφόσον η διάταξη δεν προβλέπει την ακυρότητα της διαδικασίας ως έννομη συνέπεια για την παραβίασή της. Επειδή ο ΚΠΔ δεν περιλαμβάνει ειδική διάταξη για την προσβολή ενός εγγράφου ως πλαστού, έπεται ερμηνευτικά ότι όλα τα ουσιαστικά και διαδικαστικά στοιχεία γι'αυτήν την προσβολή θα συναχθούν από τις αντίστοιχες διατάξεις του ΚΠολΔ (άρθρα 457 επ.), οι οποίες όμως εφαρμόζονται αναλόγως (αναλογία δικαίου), δηλ. με σεβασμό της ιδιαιτερότητας του ποινικού δικονομικού δικαίου και κυρίως στην αποδεικτική ευχέρεια (ηθική απόδειξη) του ποινικού δικαστή ν'αποφανθεί, αν ορισμένο έγγραφο (ιδιωτικό ή δημόσιο) είναι γνήσιο ή όχι, χωρίς να δεσμεύεται από συγκεκριμένους αποδεικτικούς κανόνες. Πρέπει, μάλιστα, στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι, κατά τον ΚΠολΔ, γνήσιο είναι ένα έγγραφο, εφόσον τόσο κατά τα εξωτερικά στοιχεία του, όσο και κατά το περιεχόμενό του, προέρχεται πράγματι από τον φερόμενο ως συντάκτη ή εκδότη του, οπότε η σχετική έρευνα, περιορίζεται μόνο στα πιο πάνω στοιχεία [βλ. Κονταξή, ΕρμΚΠΔ, τόμ. Β, σελ. 2283). Η αμφισβήτηση της γνησιότητας του εγγράφου, με την παραπάνω σημασία, δεν συμπίπτει εννοιολογικά με την πλαστότητα αυτού, αλλά είναι έννοια ευρύτερη αυτής. Η άρνηση της αλήθειας του ουσιαστικού περιεχομένου ορισμένου εγγράφου δεν συνιστά αμφισβήτηση της γνησιότητάς του [πρβλ. ΑΠ 649/1987, ΠοινΧρ ΛΖ΄,557]. Η αμφισβήτηση γνησιότητας σε έγγραφα πραγματοποιείται με την άρνηση του γραφικού χαρακτήρα στα γράμματα ή (και) στην υπογραφή του φερομένου ως εκδότη του εγγράφου και μπορεί ν’αποδειχθεί με αντιπαραβολή του κρινόμενου εγγράφου προς άλλο αναμφισβήτητο έγγραφο του ίδιου συντάκτη ή ακόμη και με κάθε άλλο πρόσφορο επιτρεπτό από τον ΚΠΔ αποδεικτικό μέσο. Σε ηλεκτρονικό δε έγγραφο, με την αμφισβήτηση της προέλευσης του κειμένου. Τέλος, κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του οτιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας, ενώ μπορούν να προβαίνουν και σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή με τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν. Στην προκειμένη περίπτωση, η πολιτικώς ενάγουσα εκθέτει, κατ’εκτίμηση των ισχυρισμών της, ότι α) δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την έννοια του άρθρου 177 ΚΠΔ τα προσκομιζόμενα έγγραφα του facebook, εκ των οποίων το ένα είναι φωτογραφία της ιδίας με άγνωστο νεαρό άντρα και τα άλλα είναι συνομιλίες της με τον κατηγορούμενο μέσω της εφαρμογής messenger του facebook, β) αμφισβητεί την γνησιότητά τους (προφανώς μόνο των συνομιλιών), καθόσον θεωρεί ότι μπορεί να αποτελούν προϊόν συρραφής και γ) αρνείται την ανάγνωσή τους, διότι δεν ετέθησαν υπόψη της πολιτικής αγωγής, προκειμένου να λάβει γνώση και να διερευνήσει την προέλευσή τους. Οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως νόμω, άλλως ουσία, αβάσιμοι. Πιο συγκεκριμένα σε σχέση με το πρώτο σκέλος του πρώτου ισχυρισμού, και δη κατά το ειδικότερο μέρος αυτού, που αφορά στην προσκομιζόμενη φωτογραφία της πολιτικώς ενάγουσας με τον άγνωστο άντρα, είναι προφανές ότι αυτή η φωτογραφία αποτελεί προσωπικό δεδομένο, όχι όμως ευαίσθητο, αφού δεν απεικονίζονται οι μνημονευθέντες απεικονιζόμενοι σε ερωτική στιγμή ή συνεύρεση, αλλά ευρίσκονται σε φιλική στάση σε εξοχικό σημείο στην Αλβανία. Η ανάρτηση αυτή της φωτογραφίας έγινε στην ιστοσελίδα facebook, όπου η πολιτικώς ενάγουσα έδωσε ρητή συγκατάθεση για την χρήση της από τους υπόλοιπους χρήστες της εν λόγω ιστοσελίδας. Συνεπώς, η χρήση αυτής της φωτογραφίας από τον κατηγορούμενο προς απόδειξη του ισχυρισμού του ότι η πολιτικώς ενάγουσα έχει καταρρεύσει ψυχολογικά από την φερόμενη αποπλάνησή της δεν έχει αποκτηθεί με αξιόποινη πράξη ή μέσω αυτής. Παράλληλα, και κατά το δεύτερο σκέλος του, που αφορά στην χρήση των συνομιλιών στην εφαρμογή messenger, είναι νομότυπη η χρήση αυτών, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, αφού τα μηνύματα μέσω των δικτύων κοινωνικής δικτύωσης δεν πρέπει, κατ'αρχήν, να θεωρούνται παράνομα αποδεικτικά μέσα και δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα της ελεύθερης επικοινωνίας και του απορρήτου, όταν προσκομίζονται από τους ίδιους τους αντιδίκους και συνάμα συνομιλούντες μέσω αυτών στο πλαίσιο δικαστικής μεταξύ τους διένεξης. Ως εκ τούτου ούτε και αυτά τα αποδεικτικά μέσα έχουν αποκτηθεί με αξιόποινη πράξη ή μέσω αυτής. Ομοίως, απορριπτέος τυγχάνει και ο δεύτερος ισχυρισμός περί αρνήσεως της γνησιότητας, καταρχάς λόγω της προφανούς αοριστίας του, δεδομένου ότι ο πολιτικώς ενάγων δεν επικαλείται ότι οι διάλογοι, κατά το μέρος που τον αφορούν, δεν προέρχονται από αυτόν, αλλά εκθέτει ασαφώς ότι πιθανόν να έχει γίνει συρραφή συνομιλιών. Σε κάθε περίπτωση, όμως, έστω και επικουρικά, ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος και ως αβάσιμος στην ουσία του, εφόσον από τις προσκομιζόμενες εκτυπώσεις των διαλόγων, απεικονίζεται μία συνεχής σειρά ερωταπαντήσεων χωρίς λογικά ή άλλου είδους κενά με απόλυτο ειρμό σκέψεων και σαφώς και δεν αποτελούν προϊόν συρραφής. Τέλος, απορριπτέος στην ουσία του τυγχάνει και ο ισχυρισμός κατά το τρίτο του σκέλος, περί του ότι όλα τα εν λόγω έγγραφα δεν ετέθησαν υπόψη της πολιτικής αγωγής προκειμένου να λάβει γνώση και να διερευνήσει την προέλευσή τους, αφού δεν υφίσταται προστάδιο προσκόμισης εγγράφων στην ποινική δίκη. Απεναντίας, τα έγγραφα προσκομίστηκαν νομότυπα κατά την συζήτηση στο ακροατήριο, επεδείχθησαν σε όλους τους παράγοντες της δίκης και όλοι μπόρεσαν να ασκήσουν τα προβλεπόμενα κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματά τους, τα οποία και άσκησαν.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει ομόφωνα την προσφυγή της πολιτικής αγωγής, κατά της διάταξης του Προέδρου, για το επιτρεπτό της ανάγνωσης των αποδεικτικών μέσων. 

 

 

Σάββατο 13 Ιουλίου 2019

Το Βούλευμα του Αρείου Πάγου για την υπόθεση της άδειας στον Δημήτριο Κουφοντίνα

 

 

Χορήγηση τακτικής άδειας σε κατάδικο, και δη σε πολυισοβίτη. Τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις χορηγήσεως τακτικής αδείας. Τρομοκρατία. Καταδίκη, εν προκειμένω, σε 11 φορές ισόβια κάθειρξη, σε κάθειρξη 25 ετών και φυλάκιση 2 ετών για τις πράξεις της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, ανθρωποκτονιών, τετελεσμένων και σε απόπειρα, της ληστείας και της ανυποταξίας. Επί πολυισοβίτη, κατά την κρατούσα στη θεωρία και νομολογία άποψη, αρκεί η πραγματική έκτιση 8 ετών, όπως επί ισοβίτη. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση Εισαγγελέως κατά βουλεύματος που ακυρώνει απόφαση Πειθαρχικού Συμβουλίου που χορηγεί τακτική άδεια σε κρατούμενο. Πιο συγκεκριμένα, απόφαση Πειθαρχικού Συμβουλίου Καταστήματος Κράτησης με την οποία χορηγήθηκε, κατά πλειοψηφία, τακτική άδεια απουσίας σε κρατούμενο. Προσφυγή κατά της ως άνω αποφάσεως από τον Εισαγγελέα Επόπτη και βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών με το οποίο ακυρώθηκε η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Αναίρεση Εισαγγελέως κατά του ως άνω βουλεύματος. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου 2776/1999, αφού το Συμβούλιο βασίστηκε στη γραμματική διατύπωση του νόμου, ο οποίος αναφέρεται σε «ποινή» και όχι σε «ποινές ισόβιας κάθειρξης», ενώ, βάσει της κρατούσας άποψης της θεωρίας και της νομολογίας, η διάταξη εφαρμόζεται και επί πολυισοβιτών, όπως προαναφέρθηκε. Επιπλέον, ενώ το Συμβούλιο δέχθηκε ότι δεν συνέτρεχαν οι τυπικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση της άδειας, ήλεγξε και τη συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων που απαιτούνται από το νόμο. Αντιφατικές παραδοχές. Ενώ το Συμβούλιο δέχεται ότι στην έννοια του σωφρονισμού δεν περιλαμβάνεται η καθ’οιονδήποτε τρόπο ιδεολογική μεταστροφή του καταδίκου, στη συνέχεια δέχεται ότι ο κρατούμενος δεν είναι πρόθυμος να αλλάξει στάση ζωής και να μεταμεληθεί, αλλά εμμένει στην άποψή του περί ένοπλης ανατροπής του κρατικού μονοπωλίου της βίας. Αναιρεί το υπ’αριθμ. 93/2019 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου. Βλ. και άποψη και επιχειρηματολογία Συμβουλίου, βάσει της οποίας στον καταδικασμένο σε πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως δεν επιτρέπεται χορήγηση τακτικής αδείας. Επιπλέον, βάσει της απόψεως του Συμβουλίου, ούτε και οι ουσιαστικές προϋποθέσεις συντρέχουν, αφού η στάση του καταδεικνύει ένα άτομο που εμπράκτως και σταθερά αποτάσσεται την έννομη τάξη.

Αριθμός 1001/2019 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευφροσύνη Καλογεράτου - Ευαγγέλου Εισηγήτρια και Σταματική Μιχαλέτου, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Παπαγεωργίου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 93/2019 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου. Με κατηγορούμενο τον ... του ..., κρατούμενο στο ... Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ'αυτό, και η αναιρεσείουσα Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό … και ημερομηνία 17-5-2019 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεώργιου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …22/19. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Παπαγεωργίου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου με αριθμό …12/18-5-2019, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "I. Εισάγω στο Δικαστήριο Σας (σε Συμβούλιο), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 Κ.Π.Δ., προς συζήτηση και έκδοση απόφασης, την υπ'αρ. 26/2019 αίτησή μου, με την οποία ζητώ να αναιρεθεί το υπ'αριθμ. 93/2019 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Βόλου, το οποίο έκανε δεκτή την υπ'αριθμ. 14/3.5.2019/8γρ. Προσφυγή του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Βόλου, Επόπτη του ..., κατά της με αριθμ. 31/2.5.2019 Απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ανωτέρω Καταστήματος Κράτησης, με την οποία χορηγήθηκε, κατά πλειοψηφία, τακτική άδεια απουσίας στον κρατούμενο του Καταστήματος αυτού, ακύρωσε την ως άνω με αριθμ. 31/2.5.2019 απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ... και απέρριψε την από 30.4.2019 Αίτηση του ... του ... περί χορήγησης σ'αυτόν τακτικής άδειας. II. Για τη βασιμότητα του λόγου για τον οποίο ασκήθηκε η αναίρεση αυτή, αναφέρομαι εξ ολοκλήρου στο περιεχόμενο της σχετικής αίτησης αναίρεσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: 1) Να γίνει δεκτή η παραπάνω αίτηση αναίρεσης. 2) Να αναιρεθεί το υπ'αρ. 93/2019 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Βόλου για εσφαλμένη ερμηνεία διατάξεων του Σωφρονιστικού Κώδικα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση, στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα. Η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου - Βασιλοπούλου".

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

Εισάγεται ενώπιον του παρόντος Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση ως Συμβούλιο, η υπ'αριθμ. 26/2019 και από 17.5.2019 έκθεση αναιρέσεως της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, με την οποία ζητείται η αναίρεση του υπ'αριθμ. 93/10.5.2019 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, με το οποίο έγινε δεκτή η υπ'αριθμ. 14/3.5.2019 Προσφυγή του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Βόλου, επόπτη του ..., κατά της υπ'αριθμ. 31/2.5.2019 Αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ανωτέρω Καταστήματος Κράτησης, με την οποία χορηγήθηκε τακτική άδεια απουσίας στον κρατούμενο του Καταστήματος αυτού ... του ... Η αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν. Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης αποδίδονται στο προσβαλλόμενο Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, κατ'εκτίμηση, οι πλημμέλειες της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας. Από τις διατάξεις των άρθρων 483 παρ. 3 εδ. α` και 484 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως ήδη ισχύουν, προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 εδ.β΄ ΚΠΔ, μπορεί να ασκήσει αναίρεση ακόμη και κατά αμετάκλητου βουλεύματος, για όλους τους λόγους που διαλαμβάνονται στο άνω άρθρο 484 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β`και δ` ΚΠΔ), αλλά και για οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων, που αφορούν την προδικασία χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων (άρθρο 483 παρ. 3 ΚΠΔ όπως ισχύει μετά από την αντικατάστασή της από την παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 4531/5.4.2018). Σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ. 1 του ν. 2776/1999 "ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ" (Σ.Κ.), όπως ισχύει, στους κρατουμένους χορηγούνται τακτικές, έκτακτες και εκπαιδευτικές άδειες απουσίας από τα καταστήματα κράτησης. Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 55 (Τακτικές άδειες - Προϋποθέσεις), του αυτού ως άνω νόμου όπως ισχύει, οι τακτικές άδειες χορηγούνται εφ'όσον: Ο κατάδικος έχει εκτίσει το ένα πέμπτο της ποινής του χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον τρεις μήνες. Σε περίπτωση έκτισης ποινής ισόβιας κάθειρξης, η κράτηση πρέπει να έχει διαρκέσει τουλάχιστον οκτώ έτη... Αν στον κατάδικο έχουν επιβληθεί περισσότερες ποινές κατά της ελευθερίας και δεν έχει γίνει προσμέτρησή τους σε μία συνολική ποινή, κατά το άρθρο 94 του Ποινικού Κώδικα, για τον υπολογισμό της ποινής που έχει εκτιθεί κατά την έννοια της παρούσας διάταξης, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των επί μέρους ποινών. Εξ άλλου, δεν πρέπει να εκκρεμεί κατά του καταδίκου ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος ή διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα, να εκτιμάται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τελέσεως, κατά τη διάρκεια της άδειας, νέων εγκλημάτων, να συντρέχουν λόγοι που να δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της άδειάς του. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 55 Σ.Κ. προβλέπεται ότι : Για να διαπιστωθεί αν συντρέχει η τελευταία αυτή προϋπόθεση εκτιμώνται ιδίως: α) η προσωπικότητα του κατάδικου και η εν γένει συμπεριφορά του μετά την τέλεση της πράξης, κατά τη διάρκεια της κράτησης, σε συνδυασμό με το άρθρο 69 παράγραφος 2 του παρόντος Κώδικα και κατά τη διάρκεια των αδειών, που ενδεχομένως του έχουν ήδη χορηγηθεί, β) η ατομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του ιδίου και της οικογένειάς του, καθώς και οι τυχόν οικογενειακές του υποχρεώσεις, γ) η ωφέλεια, την οποία μπορεί να έχει για την προσωπικότητα του καταδίκου και τη μελλοντική του εξέλιξη η λήψη μέτρων για τη σταδιακή επάνοδό του σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου 55 άνω Σ.Κ., η τακτική άδεια χορηγείται από το Συμβούλιο του άρθρου 70 παράγραφος 1 του παρόντος (νόμου) μετά από αίτηση του καταδίκου. Κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου καλείται αυτός, καθώς και οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο για την παροχή των αναγκαίων διευκρινίσεων. Ο δικαστικός λειτουργός που προεδρεύει του Συμβουλίου, σε περίπτωση διαφωνίας του ως προς τη χορήγηση της άδειας, προσφεύγει εντός προθεσμίας πέντε ημερών στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών ως Συμβούλιο. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 1 του Σ.Κ., όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών, τις αντίστοιχες αρμοδιότητες ασκεί μέχρι τη νομοθετική θέσπιση του οργάνου αυτού, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. Από το συνδυασμό των προπαρατεθεισών διατάξεων προκύπτει ότι ο άνω ν. 2776/1999 (Σ.Κ.) για τη χορήγηση τακτικής άδειας στους καταδίκους προβλέπει τη συνδρομή τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων, την ύπαρξη των οποίων κρίνει το Πειθαρχικό Συμβούλιο, που συγκροτείται από τον αρμόδιο δικαστικό λειτουργό, δηλαδή τον οικείο εισαγγελέα - επόπτη, τον διευθυντή του καταστήματος κράτησης και τον αρχαιότερο κοινωνικό λειτουργό. Στις τυπικές προϋποθέσεις περιλαμβάνεται αφ'ενός μια θετική, δηλαδή ο κατάδικος να έχει εκτίσει ορισμένο μέρος της ποινής, ανάλογα με το είδος της, καθώς και το είδος του εγκλήματος και, πιο συγκεκριμένα, να έχει εκτίσει το ένα πέμπτο της ποινής του, χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής, λόγω εργασίας, και η κράτησή του να έχει διαρκέσει τουλάχιστον τρεις μήνες, και, σε περίπτωση έκτισης ισόβιας κάθειρξης η κράτησή του να έχει διαρκέσει τουλάχιστον οκτώ έτη, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται περί ποινής ισόβιας κάθειρξης πέραν της μίας, κατά την κρατούσα για το θέμα νομολογία (Γνωμ. Εισ. ΑΠ 14/14.11.2011, 2588/13.12.1995 και 7/21.10.1993) και την κρατούσα στη θεωρία αντίληψη, κατά την οποία και στις περισσότερες της μίας ισόβιες καθείρξεις αρκεί η οκταετής πραγματική έκτιση της ποινής για τη χορήγηση της αδείας (βλ. ενδεικτικά Π. Μπρακουμάτσος: "ο θεσμός της χορήγησης άδειας σε κρατουμένους κατά το ν. 2776/1999. Θεωρία και πράξη", και αφ'ετέρου μία αρνητική, δηλαδή να μην εκκρεμεί σε βάρος του ποινική διαδικασία για κακούργημα. Σημειώνεται ότι και κατά το προϊσχύσαν του άνω ν. 2776/1999 νομοθετικό καθεστώς, που προβλεπόταν για τη χορήγηση τακτικής άδειας να έχει διαρκέσει η κράτηση του πολυισοβίτη τουλάχιστον δέκα έτη, το τελευταίο αυτό διάστημα θεωρείτο ικανό ως τυπική προϋπόθεση, αφού λογικά κατ'αυτό, όπως και τώρα η οκταετία, αρκεί για την αξιολόγηση της συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση της άδειας. Τούτο, βέβαια, προϋποθέτει ότι συνεκτίονται με κοινή έναρξη είτε περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, είτε ποινή ή ποινές ισόβιας κάθειρξης και πρόσκαιρης κάθειρξης ή φυλάκισης. Άλλωστε, η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 εδ. 3 του Σ.Κ., επιβάλλει για τη χορήγηση της άδειας τον αθροιστικό υπολογισμό των ποινών εκείνων που είναι δυνατόν να προσμετρηθούν κατά το άρθρο 94 παρ. 1 ΠΚ (πολύ περισσότερο στις περιπτώσεις που η αθροιστική έκτιση ποινών επιβάλλεται υποχρεωτικά από το νόμο και δεν χωρεί επιμέτρηση). Συνάγεται, επομένως, εξ αντιδιαστολής, ότι, αν η επιμέτρηση δεν είναι δυνατή κατά το νόμο, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί αθροίσματος των ποινών αυτών. Ειδική αιτιολογία κατ'άρθρο 139 ΚΠΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ` ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Συμβουλίου, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ'αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, στη διάταξη που εφάρμοσε. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου, με το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 93/2019 Βούλευμά του, έκανε δεκτή την υπ'αριθμ. 14/3.5.2019 Προσφυγή του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Βόλου, επόπτη του ..., κατά της υπ'αριθμ. 31/2.5.2019 Αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ανωτέρω Καταστήματος Κράτησης, με την οποία χορηγήθηκε τακτική άδεια απουσίας στον κρατούμενο του Καταστήματος αυτού, ακύρωσε την υπ'αριθμ. 31/2.5.2019 Απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ... και απέρριψε την από 30.4.2019 αίτηση του ... του ... περί χορηγήσεως σε αυτόν τακτικής άδειας. Συγκεκριμένα το ως άνω Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου, στο προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 93/2019 Βούλευμά του, διέλαβε κατά λέξη τα εξής: "Στα άρθρα 54 έως και 58 του ισχύοντος Σωφρονιστικού Κώδικα (Ν. 2776/1999) προβλέπεται η δυνατότητα χορήγησης άδειας εξόδου στους κρατουμένους από το κατάστημα κράτησης, όταν συντρέχουν οι οριζόμενες στα άρθρα αυτά προϋποθέσεις (ΓνωμΕισΕφΑθ 1/2001 ΠοινΔικ 2001.612). Με το μέτρο αυτό, το οποίο εντάσσεται στα μέτρα που προβλέπονται στο έβδομο κεφάλαιο του παραπάνω Κώδικα, που στοχεύουν στην επικοινωνία του κρατουμένου με το κοινωνικό περιβάλλον, διευκολύνεται ο κρατούμενος ακόμη περισσότερο, ώστε να μην αποκοπεί από την κοινωνία (ΓνωμΕισΕφΑθ 1/2001, ό.π., ΣυμβΠλημΠειρ 325/2009 δημ. Νόμος, ΣυμβΠλημΠατρ 132/2001 ΑρχΝ 2001.457). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 του αυτού νομοθετήματος, "Οι τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον: 1. Ο κατάδικος έχει εκτίσει το ένα πέμπτο της ποινής του χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον τρεις μήνες. Σε περίπτωση έκτισης ποινής ισόβιας κάθειρξης, η κράτηση πρέπει να έχει διαρκέσει τουλάχιστον οκτώ έτη. Κατ'εξαίρεση, σε αυτόν που καταδικάστηκε σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης για παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 380 του Ποινικού Κώδικα, τακτικές άδειες χορηγούνται εφ'όσον έχει εκτίσει τα δύο πέμπτα της ποινής του, χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον δύο έτη. Αν στον κατάδικο έχουν επιβληθεί περισσότερες ποινές κατά της ελευθερίας και δεν έχει γίνει προσμέτρηση τους σε μια συνολική ποινή, κατά το άρθρο 94 του Ποινικού Κώδικα, για τον υπολογισμό της ποινής που έχει εκτιθεί κατά την έννοια της παρούσας διάταξης, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των επί μέρους ποινών. 2. Δεν εκκρεμεί κατά του καταδίκου ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος ή διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα. 3. Εκτιμάται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τελέσεως, κατά τη διάρκεια της αδείας, νέων εγκλημάτων. 4. Συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της αδείας του. Για να διαπιστωθεί αν συντρέχει αυτή η προϋπόθεση εκτιμώνται ιδίως: α) η προσωπικότητα του καταδίκου και η εν γένει συμπεριφορά του μετά την τέλεση της πράξης, κατά τη διάρκεια της κράτησης, σε συνδυασμό με το άρθρο 69 παρ. 2 του παρόντος Κώδικα και κατά τη διάρκεια των αδειών, που ενδεχομένως του έχουν ήδη χορηγηθεί, β) η ατομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του ιδίου και της οικογένειάς του, καθώς και οι τυχόν οικογενειακές του υποχρεώσεις, γ) η ωφέλεια την οποία μπορεί να έχει για την προσωπικότητα του καταδίκου και τη μελλοντική του εξέλιξη, η λήψη μέτρων για τη σταδιακή επάνοδο του σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας". Περαιτέρω, αρμόδιο για τη χορήγηση των αδειών όργανο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 55 παρ. 2 ΣΚ, το συμβούλιο του άρθρου 70 παρ. 1 Σ.Κ., ήτοι το αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Καταστήματος Κράτησης. Το Συμβούλιο αυτό συγκροτείται από τον αρμόδιο δικαστικό λειτουργό, δηλαδή τον οικείο εισαγγελέα-επόπτη, το διευθυντή του καταστήματος και τον αρχαιότερο κοινωνικό λειτουργό. Πρόκειται επομένως για συλλογικό όργανο της διοίκησης (άρθρο 13 επ. Κώδ. Διοικ. Διαδικασίας /Ν. 2690/1999), στο οποίο εκτός από δημοσίους (διοικητικούς) υπαλλήλους, μετέχει και εισαγγελικός λειτουργός. Η συμμετοχή του τελευταίου, συγχωρείται, κατ'εξαίρεση, αν και "[η] ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται" (βλ. άρθρο 89 παρ. 2-3 Συντ.). Ωστόσο, εκ του λόγου τούτου - όπως παγίως γίνεται δεκτό σε θεωρία και νομολογία - δεν χάνεται σε καμία περίπτωση η φύση του οργάνου ως συλλογικού διοικητικού οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή των αποφάσεων που αυτό εκδίδει, ως διοικητικών πράξεων. Συνεπώς, η επίκληση της συμμετοχής εισαγγελικού λειτουργού στη σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ούτε δικαστικές καθιστά τις αποφάσεις του, ούτε αμάχητο τεκμήριο ορθότητας και νομιμότητας προσδίδει σ'αυτές, και, βεβαίως, ούτε εκτός θεσμικών ελέγχων τις θέτει (βλ. σχετ. ΟλΣτΕ 2011/2003, Β. Καρύδη/Ευτ. Φυτράκη σε Ποινικός Εγκλεισμός και Δικαιώματα, έκδοση 2011. σελ. 126). Τέλος, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 87 παρ. 1 "Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών, τις αντίστοιχες αρμοδιότητες ασκεί μέχρι τη νομοθετική θέσπιση του οργάνου αυτού, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής". Αναφορικά με τη δυνατότητα χορήγησης άδειας εξόδου στους κρατούμενους από το κατάστημα κράτησης στο κατάστημα στο οποίο κρατούνται, δέον να σημειωθούν τα εξής: Από τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 55 του Σ.Κ., γίνεται σαφώς διάκριση μεταξύ των τυπικών και των ουσιαστικών προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος για τη χορήγηση τακτικής αδείας σε κρατούμενο. Στις τυπικές προϋποθέσεις περιλαμβάνεται (άρθρο 55 παρ. 1 ΣΚ) μια θετική, δηλαδή να έχει εκτιθεί ορισμένο μέρος της ποινής (1/5), ανάλογα με την ποινή ή και το είδος του εγκλήματος, και μια αρνητική, δηλαδή να μην εκκρεμεί ποινική διαδικασία για κακούργημα ή διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα. Στο ως άνω άρθρο, γίνεται λόγος για "έκτιση ποινής ισόβιας κάθειρξης", ήτοι για μία και μόνο ποινή ισοβίου καθείρξεως και όχι για πολλές ποινές ισοβίου καθείρξεως. Ως εκ τούτου, ερευνητέο ερμηνευτικά τυγχάνει το ζήτημα της δυνατότητας χορήγησης τακτικής αδείας σε καταδικασμένους σε πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως. Κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου, εφόσον ουδέν προβλέπεται, ούτε ρυθμίζεται ως προς τη χορήγηση αδείας σε καταδικασμένους σε πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως, δεν είναι επιτρεπτή, κατ'άρθρο 55 παρ. 1 ΣΚ, η χορήγηση τακτικής αδείας στις περιπτώσεις αυτές, διότι ο νομοθέτης θα το προέβλεπε ρητά. Ειδικότερα, είναι πρόδηλο ότι ο νομοθέτης δεν αγνοεί ότι είναι δυνατόν να έχουν επιβληθεί σε βάρος ενός καταδίκου περισσότερες ποινές και δη, είτε πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας, είτε ποινές ισοβίου καθείρξεως. Μεριμνά όμως και ρυθμίζει, για τον προσδιορισμό του ελάχιστου ορίου ποινής που πρέπει να έχει εκτιθεί, προκειμένου ο κατάδικος να έχει το δικαίωμα να ζητήσει τακτική άδεια, μόνο τις περιπτώσεις που έχουν επιβληθεί περισσότερες της μίας πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές και ορίζει ότι για τον υπολογισμό της ποινής που πρέπει να έχει εκτιθεί, λαμβάνεται υπόψη η συνολική ποινή, εφ'όσον έχει γίνει προσμέτρηση κατά το άρθρο 94 του ΠΚ, διαφορετικά το άθροισμα των επιμέρους ποινών. Με άλλα λόγια, λαμβάνονται υπόψη όλες οι πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές. Τούτο επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η ανωτέρω διάταξη παραπέμπει στο άρθρο 94 του ΠΚ, το οποίο, όμως, προβλέπει και ρυθμίζει ρητώς το ζήτημα της επιμετρήσεως και επιβολής συνολικής ποινής, μόνον όταν έχουν επιβληθεί πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, ενώ επί επιβολής πλειόνων της μίας ποινών ισοβίου καθείρξεως, ουδέν ορίζει, ούτε προβλέπει. Τούτο είναι εύλογο, διότι το σύστημα της συνολικής ποινής δεν ισχύει, από τη φύση του πράγματος, στις περιπτώσεις της συρροής περισσοτέρων ποινών ισοβίου καθείρξεως ή μίας απ'αυτές με άλλη πρόσκαιρη στερητική της ελευθερίας ποινή. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει, όπως προαναφέρθηκε, από τη φύση του πράγματος (δεν είναι νοητή επιμέτρηση και επιβολή συνολικής ποινής), από το κείμενο του άρθρου 94 παρ. 1 και 2 και το "επιχείρημα από του εναντίου" (βλ. Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, άρθρα 1- 133, εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, 2005, υπό το άρθρο 94, σελ. 1178, αριθμ. 15 και αυτόθι περαιτέρω παραπομπές). Ενόψει και του τελευταίου, είναι αυτονόητο ότι το αναφερόμενο στη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1γ ΠΚ, σύμφωνα με την οποία η συνολική ποινή, όταν πρόκειται για κάθειρξη, δεν μπορεί να ξεπεράσει τα είκοσι πέντε (25) έτη, αφορά μόνον στην περίπτωση που η επιμέτρηση και η επιβολή συνολικής ποινής, λαμβάνει χώρα επί πρόσκαιρων στερητικών της ελευθερίας ποινών, αφού η ως άνω διάταξη, ούτε προβλέπει, ούτε ρυθμίζει το ζήτημα της επιβολής πλειόνων της μίας ποινών ισοβίου καθείρξεως. Θα ήταν άλλωστε παράδοξο και αντίθετο προς τη λογική, να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης αποδέχεται δυνατότητα χορήγησης αδείας τακτικής, επί μεν επιβολής πολλών πρόσκαιρων στερητικών της ελευθερίας ποινών, υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνεται υπόψη η συνολική ποινή, εάν είχε γίνει καθορισμός συνολικής ποινής ή το άθροισμα των επιμέρους ποινών, εάν δεν έχει γίνει επιμέτρηση και καθορισμός συνολικής ποινής, επί δε επιβολής πλειόνων της μίας ποινών ισοβίου καθείρξεως, να λαμβάνεται υπόψη και να αρκεί, για τη χορήγηση τακτικής αδείας, η μία μόνο ποινή ισοβίου καθείρξεως, Η κρίση αυτή του Συμβουλίου επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι είναι επιτρεπτή η χορήγηση τακτικής αδείας στον καταδικασμένο σε ισόβια κάθειρξη, εφ'όσον δεν εκκρεμεί κατ'αυτού ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος. Η προϋπόθεση αυτή, οδηγεί a contrario αβιάστως στο λογικό συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατή η χορήγηση τακτικής αδείας σε κρατούμενο με ποινή ισοβίου καθείρξεως, κατά του οποίου δεν εκκρεμεί απλώς ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος, αλλά είναι ήδη καταδικασμένος και για άλλη κακουργηματική πράξη και μάλιστα σε ισόβια κάθειρξη. Τούτο ισχύει πολύ περισσότερο εάν, εκτός από τη δεύτερη ποινή ισοβίου καθείρξεως υπάρχουν και άλλες ακόμη ποινές ισοβίου καθείρξεως. Εάν δεν ήθελαν γίνει δεκτά τα ανωτέρω, θα οδηγούμεθα στο εξής άτοπο, παράδοξο και παράλογο: Ο καταδικασμένος άπαξ σε ισόβια κάθειρξη, κατά του οποίου εκκρεμεί απλώς ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος (πράξη από την οποία ενδέχεται να απαλλαγεί), να απαγορεύεται να λαμβάνει τακτική άδεια, ενώ ο καταδικασμένος δύο, τρεις, πέντε ή δέκα φορές σε ισόβια κάθειρξη, να μπορεί να λαμβάνει τακτική άδεια, εφ'όσον, βεβαίως, έχει κρατηθεί οκτώ τουλάχιστον έτη. Το τελευταίο, επιβεβαιώνει αναμφιβόλως την ορθότητα της κρίσης αυτής του Συμβουλίου, ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 ΣΚ, στον καταδικασμένο σε πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως, δεν επιτρέπεται χορήγηση τακτικής αδείας (βλ. σχετ. Γ. Σανιδά ΠοινΔνη. 2018. 993). Περαιτέρω, ο περιορισμός ή η στέρηση της φυσικής ελευθερίας αποτελεί επαχθή περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων, ο οποίος επιτρέπεται από το Σύνταγμα μόνον υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Η κράτηση του ατόμου στη φυλακή κατ'αρχήν δικαιολογείται μόνον ως ποινή που έχει επιβληθεί από δικαστήριο και εκτίεται σύμφωνα με τους σωφρονιστικούς κανόνες. Ο σεβασμός της αξιοπρέπειας και των λοιπών θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, η οποία μάλιστα επιτείνεται από το πραγματικό γεγονός των εξ αντικειμένου πολλαπλών "παράπλευρων" περιορισμών της ελευθερίας και της κοινωνικότητας του προσώπου που συνεπάγεται ο εγκλεισμός. Η αρχή αυτή συνεπάγεται περαιτέρω, ότι ο κρατούμενος παραμένει φορέας όλων των συνταγματικών (ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών) δικαιωμάτων, εφόσον δεν συνέχονται αυτά άμεσα με την στέρηση της ελευθερίας του. Στερείται, αντίθετα, τη φυσική του ελευθερία με την έννοια της corpore παρουσίας σε χώρους εκτός της φυλακής. Η ποινή, όμως, δεν στοχεύει στην απομόνωση του προσώπου, αλλά αντίθετα οφείλει να μεριμνά για την μελλοντική επάνοδο του ατόμου στον κοινωνικό βίο. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, η μείωση του δεινού της ποινής και η κοινωνική επανένταξη εμφανίζονται ως κύριες ή πάντως παράλληλες συνιστώσες της σωφρονιστικής κράτησης. Ακριβώς αυτούς τους στόχους εξυπηρετεί και η νομοθετικά κατοχυρωμένη (άρθρο 51 Σωφρονιστικού Κώδικα: ΣΚ, Ν. 2776/1999) επικοινωνία του κρατουμένου με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, αφού, καθιστώντας δυνατή τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικογενειακών και ευρύτερα κοινωνικών σχέσεων, συμβάλλει τελικά αφενός στην ομαλή διαβίωση του κρατούμενου και αφετέρου στην ταχύτερη κοινωνική επανένταξή του (μετά τη λήξη της ποινής) [βλ. σχετ. Β. Καρύδη/Ευτ. Φυτράκη ό.π. σελ. 124, ΓνωμΕισΕφΑθ 1/2001 ΠοινΔνη 2001.612, ΣυμβΠλημΠατρ 132/2001 ΑρχΝ 2001.457). Η κοινωνική επανένταξη, βέβαια, ολοκληρώνεται με την υποβοήθηση του κρατούμενου, μετά την απόλυσή του, για επάνοδο στον επαγγελματικό και κοινωνικό βίο. Ειδικότερα, θεσμοί με τους οποίους υλοποιείται η επικοινωνία των κρατουμένων είναι η υποδοχή επισκέψεων και οι άδειες εξόδου από τη φυλακή. Η χορήγηση τακτικών αδειών κατά την έκτιση της (στερητικής της ελευθερίας) ποινής γίνεται δεκτή τα τελευταία χρόνια όχι μόνον ως μοχλός για την κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων, αλλά και ως μέσο μείωσης των αρνητικών συνεπειών της κράτησης εν γένει. Μάλιστα στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης (Σύσταση Νο R (82) 16) προτείνεται να χορηγούνται (άδειες) "όσο πιο σύντομα και όσο πιο συχνά είναι δυνατό" αφού αυτές "διευκολύνουν την κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων". Συνεπώς, καθιστώντας τον εγκλεισμό πιο ανθρώπινο και συμβάλλοντας στην ομαλή υποδοχή του κρατουμένου στον ελεύθερο βίο, η άδεια συνιστά δικαίωμα του κρατουμένου και ταυτόχρονα εξυπηρετεί τον σκοπό της έκτισης της ποινής. Όπως ανωτέρω ήδη αναφέρθηκε, ο ΣΚ προβλέπει ένα σύστημα τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων για την χορήγηση τακτικής άδειας. Εφόσον η συνδρομή της τυπικής αυτής προϋπόθεσης επιβεβαιωθεί, απομένει να εξεταστεί η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων. Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις, στηρίζονται στην παρούσα εκτίμηση της προσωπικότητας και της εν γένει τρέχουσας διαγωγής του κρατουμένου, με σκοπό να στοιχειοθετηθεί η πρόβλεψη για καλή χρήση της άδειας. Όπως αναφέρεται στο άρθρο 55 παρ. 1 ΣΚ "Οι τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον: (1) ... (3) εκτιμάται ότι δεν συντρέχει κίνδυνος τελέσεως, κατά τη διάρκεια της άδειας, νέων εγκλημάτων. (4) Συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της άδειάς του. Για να διαπιστωθεί αν συντρέχει αυτή η προϋπόθεση εκτιμώνται ιδίως: α) η προσωπικότητα του καταδίκου και η εν γένει συμπεριφορά του μετά την τέλεση της πράξης, κατά τη διάρκεια της κράτησης, σε συνδυασμό με το άρθρο 69 παρ. 2 του παρόντος Κώδικα και κατά τη διάρκεια των αδειών, που ενδεχομένως του έχουν ήδη χορηγηθεί, β) η ατομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του ιδίου και της οικογένειάς του, καθώς και οι τυχόν οικογενειακές του υποχρεώσεις, γ) η ωφέλεια, την οποία μπορεί να έχει για την προσωπικότητα του καταδίκου και την μελλοντική του εξέλιξη η λήψη μέτρων για την σταδιακή επάνοδό του σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας". Έτσι, η πρόβλεψη ότι ο κρατούμενος "δεν θα κάνει κακή χρήση της άδειάς του", κατά το νόμο, στηρίζεται σε στοιχεία αναγόμενα στην υποκειμενική στάση του αιτούντος. Σ'αυτό κατατείνει και η ενδεικτική, οπωσδήποτε, καταγραφή στοιχείων που εκτιμώνται για τη διενέργεια αυτής της πρόβλεψης και τα οποία άπτονται χαρακτηριστικώς της υποκειμενικής στάσης και προσωπικότητας του κρατουμένου. Γίνεται πάντως δεκτό, ότι η καλή διαγωγή, η συνεργασία με το προσωπικό της φυλακής, η μη τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων, η πραγματοποίηση ημερομισθίων, αποτελούν θετικές ενδείξεις για την χορήγηση αδείας. Άλλωστε, κατά το γράμμα του νόμου, αυτό που απαιτείται είναι η δικαιολογημένη "προσδοκία" καλής χρήσης της άδειας και όχι η βεβαιότητα, κάτι άλλωστε αδύνατο όταν πρόκειται για το μέλλον, αφού μάλιστα "ο νομοθέτης γνώριζε ότι υπάρχουν απρόβλεπτοι και αστάθμητοι παράγοντες, που δυσκολεύουν τον σχηματισμό επιτυχούς πρόγνωσης, όμως προέκρινε να δοκιμάσει και με το μέτρο αυτό τη δυνατότητα επανόδου του κρατουμένου στον έντιμο βίο". Ως εκ τούτου, η συνδρομή ή μη των λοιπών, ουσιαστικών προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος, θα πρέπει να εξετάζεται κάθε φορά εξατομικευμένα αναφορικά με τον κάθε κρατούμενο. Δέον να σημειωθεί ότι το είδος του εγκλήματος (ανά έννομο αγαθό), η βαρύτητα αυτού (π.χ. κακούργημα τιμωρούμενο με απλή ή ισόβια κάθειρξη) ή και ειδικότερα στοιχεία αυτού (π.χ. τρόπος τέλεσης), δεν εντάσσονται στα στοιχεία που αξιολογούνται για τη διαπίστωση της συνδρομής των τυπικών ή ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου. Σημειώνεται δε, ότι ενώ ο προηγούμενος ΣΚ επέτρεπε για τη χορήγηση άδειας να ληφθεί υπ'όψη η εγκληματική δράση του κρατουμένου και εν γένει "το παρελθόν του", ο ισχύων ΣΚ (άρθρο 55) εστιάζει στην μετά το έγκλημα στάση του κρατουμένου και ιδίως στο παρόν του, δηλαδή στη διαγωγή του κατά την έκτιση της ποινής. Αντίθετα, ο νομοθέτης θέλησε να διακρίνει, και το έπραξε ρητώς, μόνο δύο κατηγορίες καταδικασμένων: για εσχάτη προδοσία (τους οποίους απέκλεισε εντελώς) και για εγκλήματα ναρκωτικών (επεφύλαξε αυξημένο ελάχιστο όριο εκτιθείσας ποινής). Εξάλλου, η εκτίμηση του εγκλήματος για την χορήγηση άδειας προσκρούει, ενδεχομένως, στην απαγόρευση δεύτερης αξιολόγησης του αυτού στοιχείου, αφού αυτό αξιολογήθηκε κατά την επιμέτρηση της ποινής. Πλέον τούτων, όμως, η βαρύτητα του τελεσθέντος εγκλήματος αποτελεί στοιχείο το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί (πια) στο παρόν και με ενέργειες του κρατουμένου, αποκλείοντας, ενδεχομένως, κάποιον για πάντα από την πρόσβαση σε τακτική άδεια (αφού η βαρύτητα του εγκλήματος δεν μπορεί να μεταβληθεί). Συνεπώς, το έγκλημα του κρατουμένου δεν μπορεί, άνευ ετέρου, να θεμελιώσει λόγο απόρριψης αιτήματος τακτικής άδειας (βλ. σχετ. Β. Καρύδη/Ευτ. Φυτράκη ό.π. σελ. 124-130). Εξάλλου, η εκτίμηση ότι ο κατάδικος δεν θα τελέσει νέα εγκλήματα κατά τη διάρκεια της άδειάς του τελεί σε συνάρτηση με την πορεία σωφρονισμού του, υπό την έννοια ότι για τη σχετική αξιολόγηση δεν μπορεί παρά να επιστρατεύονται τα ίδια κριτήρια. Στην έννοια δε του σωφρονισμού, δεν περιλαμβάνεται η καθ'οιονδήποτε τρόπο ιδεολογική μεταστροφή του καταδίκου. Ευλόγως, όμως, η έννομη τάξη συναρτά τον σωφρονισμό του καταδίκου με την μη τέλεση νέων εγκλημάτων, ήτοι, ευθέως με τον σεβασμό προς τα έννομα αγαθά, μεταξύ δε αυτών προεχόντως αυτό της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας αορίστου αριθμού προσώπων. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί, ότι η "καλή" διαγωγή δεν εξαντλείται στην εξωτερικά καλή συμπεριφορά, που συνίσταται (μεταξύ άλλων) στην έλλειψη σοβαρών πειθαρχικών παραπτωμάτων κατά τη διάρκεια της κράτησης ή στην τήρηση των όρων τυχόν χορηγηθείσας τακτικής άδειας (ΣυμβΕφΠειρ 24/2014, ΣυμβΕφΝαυπλ 86/1998, ΣυμβΕφΠατρ 247/1996, ΣυμβΠλημμΒόλου 76/2018, ΣυμβΠλημμΠειρ 945/2013, δημ. Νόμος). Ειδικότερα, ως "καλή" διαγωγή νοείται η αληθής και πραγματική θετική συμπεριφορά, που πηγάζει από την ενδόμυχη αποδοχή των κανόνων της προσήκουσας εκδηλωτικής συμπεριφοράς και η οποία συνιστά το θεμέλιο της διαπιστωμένης καλής διαγωγής, αποτελεί δε το ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητας και αποδεικνύει την ηθική βελτίωση του κρατούμενου (ΣυμβΕφΘράκης 2/2001, ΣυμβΠλημΒόλου 76/2018 ό.π., ΣυμβΠλημμΠειρ 945/2013, ΣυμβΠλημΠειρ 326/2004, δημ. Νόμος). Και αυτό, διότι η πειθήνια προσαρμογή του κρατουμένου στο καθημερινό πρόγραμμα της φυλακής δεν μπορεί να αποτελέσει αλάνθαστη ένδειξη για την ανυπαρξία μελλοντικής υποτροπής του, καθώς αυτή (η προσαρμογή) μπορεί να είναι προσποιητή, χωρίς βούληση μεταβολής του χαρακτήρα, εφόσον κύριος σκοπός είναι η απόλαυση των παρεχομένων προνομίων (όπως η χορήγηση άδειας εξόδου και η υφ'όρον απόλυση) ως αντάλλαγμα της φερομένης καλής διαγωγής, η οποία όμως είναι σκοπούμενη, διαμορφώνεται υπό την απειλή πειθαρχικών κυρώσεων και δεν ενέχει το στοιχείο της πρωτοβουλίας και της εκούσιας αποδοχής (Συμβ. Πλημ. Βόλου 76/2018 ό.π., Συμβ.Πλημ.Πειρ. 945/2013, Συμβ.Πλημ.Πειρ. 1568/2003, δημ. Νόμος). Στην προκείμενη περίπτωση παραδεκτά και νόμιμα, σύμφωνα με τα άρθρα 32 παρ. 1 και 4, 138 παρ. 2 ΚΠΔ, 55, 70 του ΣΚ (Ν. 2776/1999), εισάγεται ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου, με την παραπάνω εισαγγελική πρόταση, η υπ'αριθμ. 14/03.05.2019/8γρ. προσφυγή του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Βόλου κατά της υπ'αρ. 31/02.05.2019 Απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ..., με την οποία χορηγήθηκε κατά πλειοψηφία τακτική άδεια απουσίας στον κρατούμενο του καταστήματος αυτού, ... του ... Η ως άνω προσφυγή τυγχάνει παραδεκτή, καθώς ασκήθηκε ενώπιον του Συμβουλίου τούτου την 03.05.2019, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 55 του Σωφρονιστικού Κώδικα πενθήμερης προθεσμίας από τη χορήγηση της άδειας. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 54, 55, 56, 70, 86 και 87 του Σωφρονιστικού Κώδικα (Ν. 2776/1999). Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ'ουσίαν. Επισημαίνεται ότι στον ανωτέρω κρατούμενο επιδόθηκε νόμιμα η υπ'αρ. 148/06.05.2019 Πράξη της Προέδρου του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, με την οποία αυτός κλήθηκε, εφόσον το επιθυμεί, να καταθέσει έγγραφο υπόμνημα με τις απόψεις του, το οποίο και κατατέθηκε στις 08.05.2019 ενώπιον της Γραμματέως του Συμβουλίου τούτου από τον συνήγορο υπεράσπισής του, Ιωάννη Γιαννούση, Δικηγόρο του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, ο οποίος διορίσθηκε νομίμως δυνάμει της από 06.05.2019 σχετικής εξουσιοδότησης του κρατουμένου ... προς αυτόν με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του από τη Διευθύντρια του ..., ενώ εντός της Δικογραφίας υφίσταται και έτερο έγγραφο με ημερομηνία 02.05.2019, που τιτλοφορείται ως υπόμνημά του, υπογεγραμμένο από την ομοίως διορισθείσα συνήγορο υπεράσπισής του, Ιωάννα Κούρτοβικ, Δικηγόρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, το οποίο επίσης λαμβάνεται υπόψη από το Συμβούλιο. Περαιτέρω, μετά ταύτα κρίνεται ότι, ελλείψει ειδικού αιτήματος του ως άνω καταδίκου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου, η οποία εξάλλου δεν είναι κατά νόμο υποχρεωτική και, ενόψει του ότι οι θέσεις του καταδίκου αποτυπώνονται πλήρως στα δύο (2) προαναφερόμενα υπομνήματα που κατέθεσε, δεν είναι αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου για την προφορική ανάπτυξη των απόψεών του, λαμβανομένου επιπροσθέτως υπόψη και του ότι ο προαναφερόμενος νοσηλεύεται στο Γενικό Νοσοκομείο … "..." λόγω της απεργίας πείνας στην οποία προέβη, αντιδρώντας στην άσκηση της κρινόμενης προσφυγής του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βόλου κατά της υπ'αριθμ. 31/2-5-2019 απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ..., την οποία (απεργία πείνας) συνεχίζει μέχρι και σήμερα ως μέσο πίεσης για την επίτευξη θετικής κρίσης από το Συμβούλιο, αναφορικά με την χορήγηση σ'αυτόν άδειας εξόδου από το ως άνω σωφρονιστικό κατάστημα. Από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στον φάκελο και από τα από 02.05.2019 και 08.05.2019 έγγραφα υπομνήματα του κατάδικου ..., προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο κατάδικος ... του ..., κρατείται εκτίοντας συνολική ποινή 11 φορές ισόβιας κάθειρξης, κάθειρξης 25 ετών και φυλάκισης 2 ετών για τις πράξεις της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, ανθρωποκτονιών, τετελεσμένων και σε απόπειρα, ληστείας και ανυποταξίας, η δε κράτησή του έχει αρχίσει στις 5-9-2002. Στις 30-4-2019 ο ως άνω κατάδικος υπέβαλε προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο του ... αίτηση περί χορήγησης σε αυτόν εννέα ημερών τακτικής άδειας. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο ως άνω κρατούμενος έχει καταδικαστεί για την τέλεση κακουργημάτων σε 11 φορές ισόβια κάθειρξη και σε πρόσκαιρη κάθειρξη 25 ετών, ήτοι έχει καταδικαστεί σε πλείονες της μίας ποινής σε ισόβια, δεν συντρέχει, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη της παρούσας, η τυπική προϋπόθεση που θέτει η ως άνω διάταξη για το επιτρεπτό της χορήγησης τακτικής άδειας, αφού, όπως προελέχθη, κατά την κρίση του παρόντος Συμβουλίου, δεν είναι δυνατή η χορήγηση τακτικής άδειας στην περίπτωση που ο κρατούμενος έχει καταδικαστεί σε πλείονες της μίας ποινών ισόβιας κάθειρξης. Σε κάθε δε περίπτωση, η αίτηση του εν λόγω καταδίκου περί χορήγησης σε αυτόν τακτικής άδειας είναι απορριπτέα διότι δεν συντρέχουν ούτε οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος. Ειδικότερα, από την από 30.04.2019 Εισήγηση της Κοινωνικής Λειτουργού του ... και τα υποβληθέντα στο Συμβούλιο τούτο από 02.05.2019 και 08.05.2019 έγγραφα υπομνήματα του εν λόγω κρατούμενου, προκύπτει ότι ο τελευταίος, ηλικίας σήμερα 61 ετών, έγγαμος και πατέρας ενός τέκνου ηλικίας 28 ετών, ασχολούμενος επαγγελματικά με τη μελισσοκομία με την υποστήριξη της συζύγου του, ..., κατά τη διάρκεια της κράτησής του στο ως άνω σωφρονιστικό κατάστημα δεν έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά και έχει δείξει καλή διαγωγή. Κατά τη διάρκεια της κράτησής του ασχολείται με μεταφράσεις βιβλίων και εργάζεται στις αγροτικές εργασίες που ορίζει η Διεύθυνση του ως άνω σωφρονιστικού καταστήματος, το τελευταίο δε χρονικό διάστημα απασχολείται στο μάρκετ του Καταστήματος Κράτησης. Επιπλέον, έχει λάβει έξι (6) τακτικές άδειες (τέσσερις (4) από το Κατάστημα Κράτησης … και δύο (2) από το ...), των οποίων έκανε καλή χρήση και σε περίπτωση που του δοθεί η αιτούμενη τακτική άδεια δήλωσε ότι θα διαμείνει στην οικία της συζύγου του, στον … Εντούτοις, από τις συνθήκες της ατομικής και κοινωνικής κατάστασής του, εκτιμάται ότι υπάρχει κίνδυνος, κατά τη διάρκεια της άδειας, να τελέσει νέα εγκλήματα, ενώ δεν συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν θα κάνει κακή χρήση αυτής (άδειας). Ειδικότερα, προέκυψε ότι ο ανωτέρω κατάδικος, κατά τη διάρκεια της κράτησής του, στις 24-10-2014 και στις 30-5-2018, προέβη σε δηλώσεις που δημοσιεύθηκαν στο διαδίκτυο. Συγκεκριμένα, στις 24-10-2014 απέστειλε ο ίδιος στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης κείμενο, όπου, αναφερόμενος στο κράτος και χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του ως αντικαθεστωτικό, ανέφερε: "Τα σχέδιά τους δεν θα περάσουν. Να αντισταθούμε στην κρατική τρομοκρατία", ενώ στις 30-5-2018, απέστειλε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, άλλο κείμενο στο οποίο, αφού περιέγραφε τον εαυτό του ως πολιτικό κρατούμενο, ανέφερε τα εξής: "Και επειδή τίποτε και ποτέ δεν μας χαρίστηκε και αυτά που αποκαλούνται δικαιώματα δεν είναι παρά οι κατακτήσεις μακρών και πολύχρονων αγώνων, η μόνη απάντηση που μπορούμε να δώσουμε είναι να ξαναπιάσουμε, μέσα και έξω από τη φυλακή, το κόκκινο νήμα αυτών των αγώνων". Εξάλλου, σε προγενέστερες δημόσιες δηλώσεις στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ανέφερε ότι: "το αστικό κράτος δεν μπορεί να εκδημοκρατιστεί, ούτε να εξανθρωπιστεί αλλά μόνο να ανατραπεί...να ανατραπεί από μια επανάσταση...η ένοπλη δράση δείχνει το δρόμο για την κλιμάκωση του κοινωνικού και του πολιτικού αγώνα". Από τις παραπάνω δηλώσεις δεν μπορεί παρά να συνάγεται αρνητικό συμπέρασμα ως προς την πορεία του σωφρονισμού του συγκεκριμένου καταδίκου. Οι δηλώσεις "να αντισταθούμε στην κρατική τρομοκρατία", "να ξαναπιάσουμε το κόκκινο νήμα αυτών των αγώνων" και "η ένοπλη δράση δείχνει το δρόμο για την κλιμάκωση του κοινωνικού και του πολιτικού αγώνα", οι οποίες παραπέμπουν ευθέως στη βία, όχι μόνο δεν αποτελούν ένδειξη μίας πορείας σωφρονισμού και σεβασμού της έννομης τάξης, αλλ'αντιθέτως καταδεικνύουν ένα πρόσωπο που εμπράκτως και σταθερά αποτάσσεται την έννομη τάξη, δοθέντος ότι δεν αποτελούν απλά μία ιδεολογική τοποθέτηση του εν λόγω καταδίκου, ούτε μία αυθόρμητη αντίδρασή του υπό ορισμένες συνθήκες συναισθηματικής πίεσης. Τούτο προκύπτει και από το γεγονός ότι την ίδια στάση τήρησε ο εν λόγω κατάδικος και ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιόν του στις 21.02.2019, οπότε και κρίθηκε η προηγούμενη με αριθ. 24/20-2-2019 Προσφυγή του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βόλου κατά της με αριθ. 13/2019 Απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ..., με την οποία του χορηγήθηκε κατά πλειοψηφία τακτική άδεια απουσίας, αφού, ερωτηθείς ο τελευταίος εάν σέβεται τους κανόνες της έννομης τάξης με βάση τους οποίους οριοθετείται, προσδιορίζεται και λειτουργεί το κοινωνικό σύνολο στο οποίο επιδιώκει να ενταχθεί, έστω και για λίγο, με την λήψη τακτικής αδείας, απέφυγε συνειδητά να απαντήσει αρνητικά ή θετικά, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι η ιδεολογία του και οι πεποιθήσεις του είναι σταθερές και δεν θα τις αρνηθεί, η ιδεολογία του συγκεκριμένη και σταθερή και ότι ο αγώνας του είναι πάντα ο ίδιος. Επίσης, εξέθεσε ότι κινείται πάντα με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, εντούτοις, όταν ρωτήθηκε εάν σέβεται το ίδιο και την ανθρώπινη ζωή, που αποτελεί υπέρτατο έννομο αγαθό, απέφυγε ομοίως να απαντήσει συγκεκριμένα, επαναλαμβάνοντας ότι σέβεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ότι βιώνει δραματικά την αντινομία ανάμεσα στις πράξεις του και στον πόνο των συγγενών των θυμάτων του, που είναι και δικός του, γεγονός που καταδεικνύει ότι αρνείται συνειδητά να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο, σεβόμενος τις επιταγές της έννομης τάξης (βλ. το με αριθ. 37/2019 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου). Και ναι μεν, ως προελέχθη, το έγκλημα του κρατουμένου δεν μπορεί, άνευ ετέρου, να θεμελιώσει λόγο απόρριψης αιτήματός του περί χορήγησης σ'αυτόν τακτικής αδείας (βλ. σχετ. Β. Καρύδη/ Ευτ.Φυτρ. ό.π. σελ. 124-130), πλην όμως η στάση του κατά τη διάρκεια έκτισης της ποινής στην οποία καταδικάστηκε για το έγκλημα αυτό, αναδεικνύεται σαφώς σε βασικό χαρακτηριστικό στοιχείο της προσωπικότητάς του, το οποίο καταδεικνύει, μεταξύ άλλων, και τον βαθμό του σωφρονισμού και της ηθικής του βελτίωσης. Ενδεικτικό δε στοιχείο της προσωπικότητας του εν λόγω καταδίκου είναι η παντελής και απολύτως συνειδητή έλλειψη οποιασδήποτε μεταμέλειας για τις άδικες πράξεις τις οποίες τέλεσε και τις οποίες εξακολουθεί να θεωρεί ως πολικά εγκλήματα, θέτοντας τον εαυτό του σε θέση ήρωα-πολιτικού κρατουμένου. Στο πλαίσιο δε αυτό μάλιστα κατά τη διάρκεια προηγούμενης άδειάς του στις 02.01.2019, έκανε αμέριμνος περίπατο στο κέντρο της … και μάλιστα επέτρεψε να ληφθούν και να δημοσιευθούν φωτογραφίες του στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και σε όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε σημείο πλησίον εκείνων όπου δολοφονήθηκαν συγκεκριμένα θύματά του, συμπεριφορά όλως προκλητική, που καταδεικνύει έμπρακτα και πέραν πάσης αμφιβολίας τόσο την έλλειψη σεβασμού του στη μνήμη των θυμάτων του, όσο και την από πλευράς του ακόμη και σήμερα, μετά την τέλεση των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε και διαρκούσας της κράτησής του προς έκτιση της ποινής του, απαξίωση της ανθρώπινης ζωής (βλ. ενδεικτικά το από … δημοσίευμα στον ιστότοπο ...). Ας σημειωθεί εδώ ότι για την κρίση αυτή του Συμβουλίου δεν βαρύνει σε καμία περίπτωση το είδος και η βαρύτητα των ποινικών αδικημάτων για τα οποία ο υπό κρίση κρατούμενος καταδικάσθηκε, αλλά η συμπεριφορά του μετά από την τέλεσή τους και κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, όπως αυτή εκτίθεται παραπάνω, καθώς και η προσωπικότητά του, όπως αυτή σκιαγραφείται προηγουμένως και με βάση όσα ακολουθούν, ώστε να εκτιμηθεί ο κίνδυνος τέλεσης από πλευράς του νέων εγκλημάτων και κακής χρήσης της άδειάς του, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 55 παρ. 1 στ. 3 και 4 του Ν. 2776/1999 και την προηγηθείσα νομική σκέψη. Πέραν όμως αυτού, έκτοτε ο ανωτέρω όχι μόνο δεν μετέβαλε την στάση του, ώστε το παρόν Συμβούλιο να δύναται να αχθεί σε διαφορετική κρίση για το ζήτημα της χορήγησης σ'αυτόν τακτικής άδειας από το Κατάστημα Κράτησης όπου κρατείται, αλλ'αντίθετα ενώπιον του Συμβουλίου της Φυλακής κατά την ενώπιόν του παράσταση για την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης δήλωσε αυτολεξεί μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: "...Να πιάσουμε το κόκκινο νήμα της αντίστασης, είναι μια φράση που τη χρησιμοποίησε μέχρι και ο ... Αμφισβήτησα ένοπλα το κρατικό μονοπώλιο (της βίας), γι'αυτό καταδικάσθηκα. Αν το αρνηθώ, θα σας πω ψέματα... Δεν αλλάζω ιδεολογία... Ζητώ την αλληλεγγύη απ'έξω, ξεκινώντας την απεργία πείνας, αυτό εννοούσα, η άδεια είναι δικαίωμα. Κατάκτηση αγώνων. Βάζοντας το σώμα σε κίνδυνο μέσα στη φυλακή και συμπαράσταση από τον κόσμο. Αυτό είναι το κόκκινο νήμα της ζωής... Να απαρνηθώ, να μετανοήσω, δεν μπορώ να το κάνω. Είμαι πολιτικός κρατούμενος..." (βλ. τα με αριθ. 31/02.05.2019 Πρακτικά Συνεδρίασης του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου Αδειών του ...). Εκ των ανωτέρω δηλώσεων παρέπεται ότι ο ως άνω κατάδικος δεν είναι πρόθυμος να αλλάξει στάση ζωής, αλλά εμμένει στην άποψή του περί ένοπλης ανατροπής του "κρατικού μονοπωλίου της βίας" και άρα καθιστά εναργές ότι, ευκαιρίας δοθείσης, δεν αποκλείεται να τελέσει και νέες αξιόποινες πράξεις ιδιαίτερης απαξίας. Περαιτέρω, καλεί σε συμπαράσταση και αλληλεγγύη προς υποστήριξη του αγώνα του για την λήψη άδειας εξόδου από το σωφρονιστικό κατάστημα και ομάδες εκτός της φυλακής, αμφισβητήσιμης νομιμότητας, αναφερόμενος και πάλι στο κόκκινο νήμα της ζωής, που από το μέσο άνθρωπο δύναται να ερμηνευθεί και ως "αίμα". Μάλιστα, τα ίδια (περί της ιδιότητάς του ως πολιτικού κρατουμένου-εγκληματία και μεροληπτικής αντιμετώπισής του με ταξικά-ιδεολογικά κριτήρια) αναφέρει και σε συνέντευξή του με τίτλο "…", που είναι δημοσιευμένη στον ιστότοπο ... Είναι δε αξιοσημείωτο το ότι μετά το κάλεσμα που απηύθυνε σε αλληλεγγύη προς ομάδες - οργανώσεις εκτός της φυλακής, επακολούθησαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης απειλητικού περιεχομένου αναρτήσεις ηγετικού στελέχους ομάδας που έχει αναπτύξει κατ'επανάληψη παράνομη δραστηριότητα, οι οποίες έχουν αυτολεξεί ως εξής: "Αυτήν την Πέμπτη το τριμελές συμβούλιο πλημμελειοδικών Βόλου θα αποφασίσει εάν θα έχουμε τον πρώτο νεκρό απεργό πείνας στην Ελλάδα. Η υγεία του ... είναι ήδη πολύ επιβαρυμένη και είναι ζήτημα αν θα αντέξει τις επόμενες μέρες. Οι τρεις συγκεκριμένοι δικαστές του Βόλου θα πάρουν μια απόφαση που θα επηρεάσει άμεσα την ζωή του ... την ζωή την δικιά μας και την ζωή την δικιά τους. Ελπίζω να μην κόψουν αυτό το κόκκινο νήμα. Γιατί αν το κάνουν όλα θα κοκκινίσουν...", αναρτήσεις οι οποίες κατόπιν έτυχαν περαιτέρω "διευκρινίσεων", ως εξής: "Μην ανησυχείτε κύριοι, δεν θα πάμε να πυροβολήσουμε κανέναν. Αλλά να είστε σίγουροι πως οι αντιδράσεις, σε περίπτωση που οι δικαστές πάρουν παράλογες και πέραν κάθε λογικής αποφάσεις, θα είναι και μαζικές και συνεχόμενες" (βλ. το από 04.05.2019 δημοσίευμα στον ιστότοπο ...). Ο ίδιος δε ο ... ουδέν έπραξε για την έστω και λεκτική καταδίκη των εν λόγω αναρτήσεων, επικροτώντας τοιουτοτρόπως αυτές, έστω και σιωπηρά. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με το από 08.05.2019 δημοσίευμα στον διαδικτυακό τόπο ... παρατηρήθηκαν ήδη φαινόμενα βανδαλισμού από αγνώστους σε πολιτικά γραφεία με στόχο την χορήγηση άδειας εξόδου στον κρατούμενο ... Εκ του συνδυασμού των προαναφερομένων συνάγεται ότι ο κρινόμενος κατάδικος διατηρεί ιδιαίτερα στενούς δεσμούς εκτός του σωφρονιστικού καταστήματος όπου εκτίει την ποινή του, με οργανώσεις που κινούνται εκτός των ορίων της νομιμότητας, με το ίδιο ή παρεμφερές ιδεολογικό υπόβαθρο με αυτόν, δεδομένου ότι άλλως, αυτές δεν θα παρείχαν τόσο αυξημένης έντασης υποστήριξη προς το πρόσωπό του, εκδηλούμενη όχι με νόμιμες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, αλλά με έκνομες συμπεριφορές. Εκτιμάται, επομένως, βάσιμα ότι, επί ικανοποίησης του αιτήματός του για χορήγηση άδειας εξόδου από το ως άνω κατάστημα κράτησης, ελλοχεύει σοβαρός κίνδυνος να συνευρεθεί με μέλη των εν λόγω ομάδων-οργανώσεων και να τελέσει, σχεδιάσει ή καθοδηγήσει νέες αξιόποινες πράξεις, κάνοντας κακή χρήση της άδειάς του. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι ο εν λόγω κατάδικος έλαβε μέχρι τώρα από τα αρμόδια κάθε φορά Πειθαρχικά Συμβούλια των Καταστημάτων Κράτησης, στα οποία κρατήθηκε και εξακολουθεί να κρατείται, έξι (6) τακτικές άδειες, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, αφενός μεν τα Συμβούλια αυτά συνιστούν συλλογικά διοικητικά όργανα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η κρίση των οποίων ουδόλως δεσμεύει το Δικαστήριο, αφετέρου δε οι αποφάσεις τους συνιστούν διοικητικές πράξεις και όχι δικαστικές αποφάσεις. Ούτε, όμως, η έως τώρα καλή χρήση των αδειών που έλαβε ο εν λόγω κατάδικος μπορεί να οδηγήσει στο αντίθετο συμπέρασμα. Και τούτο, διότι κρίνεται κατ'επίφαση καλή δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο ίδιος κατά το στάδιο του σωφρονισμού του και δη, ακόμη και ενώπιον του Συμβουλίου της Φυλακής, αλλά και με τις παραπάνω δηλώσεις του-καλέσματα σε ενέργειες συμπαράστασής του αλλά και με ενέργειες δικές του (περίπατο στο κέντρο της … σε σημεία πλησίον εκείνων όπου διέπραξε εγκλήματά του κατά τη διάρκεια προηγούμενης άδειάς του), απέδειξε στην πράξη και όχι σε επίπεδο ιδεολογικό-θεωρητικό και μόνο, όπως εκ του αντιθέτου αβάσιμα υποστηρίζει ο ίδιος, ότι αδιαφορεί πλήρως για τους κανόνες της έννομης τάξης βάσει των οποίων είναι δομημένη και λειτουργεί η κοινωνία στην οποία επιδιώκει να επανενταχθεί, έστω και για λίγο, με τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας, αμφισβητώντας τη νομιμότητα δράσης εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας και καλώντας σε αντιδράσεις ακόμη και με παράνομες πράξεις, βάλλουσες ευθέως κατά θεμελιωδών εννόμων αγαθών. Έτσι, το Συμβούλιο φρονεί ότι ο προμνημονευόμενος θα κάνει κακή χρήση της άδειάς του και πιθανολογείται βάσιμα ότι εάν αυτή του χορηγηθεί, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να διαπράξει νέα εγκλήματα, όχι λόγω των ιδεολογικών αρχών, στοχασμών και της συνθηματολογίας που χρησιμοποιεί στις απανταχού δηλώσεις του, αλλά επειδή αυτές δεν έχουν μόνο θεωρητικό χαρακτήρα μα αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς του (χαρακτηριστική είναι η στάση και οι δηλώσεις-προτροπές του καταδίκου στα ΜΜΕ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μετά την έκδοση του υπ'αριθμ. 37/2019 Βουλεύματος του Συμβουλίου τούτου, με το οποίο κρίθηκε ότι δεν έπρεπε να του χορηγηθεί τακτική άδεια εξόδου από το σωφρονιστικό κατάστημα), καθόσον αυτές μετουσιώνονται σε πράξεις υποδαυλισμού της εξέγερσης τρίτων (πολιτών-οργανώσεων) για την κατάλυση της έννομης τάξης, με την προτροπή αυτών να πιάσουν "το κόκκινο νήμα της αντίστασης", γεγονός που καταδεικνύει την σταθερή ροπή του στην κατάλυση της κοινωνικής οργάνωσης και των θεσμών στους οποίους αυτή βασίζεται, ακόμη και με την προσβολή θεμελιωδών έννομων αγαθών και ελευθεριών. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο εν λόγω κατάδικος, όπως προκύπτει από την από 30.04.2019 Εισήγηση της Κοινωνικής Λειτουργού του εν λόγω σωφρονιστικού καταστήματος, επέδειξε καλή διαγωγή κατά τη διάρκεια της κράτησής του σ'αυτό, ουδόλως μπορεί να συνηγορήσει περί του αντιθέτου, καθώς στην Εισήγηση αυτή, πέραν της αναφοράς ότι κατά τη διάρκεια της κράτησής του ασχολείται με μεταφράσεις κειμένων και εργασίας στο market του Καταστήματος Κράτησης, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ούτε διευκρινίζεται σε τι συνίσταται η καλή αυτή διαγωγή, ενώ η προσαρμογή του στο καθημερινό πρόγραμμα της φυλακής δεν αρκεί από μόνη της ώστε να δικαιολογήσει την προσδοκία της μη κακής χρήσης της άδειας, καθώς εντάσσεται στην σκοπιμότητά του να κάνει χρήση του ευεργετήματος των τακτικών αδειών που του παρέχει ο νόμος και δεν έχει καμία σχέση με τον σωφρονισμό του, ο οποίος, όπως προελέχθη, κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου, ουδόλως επιτεύχθηκε, ώστε να τύχει του ευεργετήματος της χορήγησης τακτικής άδειας απουσίας από το κατάστημα κράτησης, το οποίο σαφώς ο νόμος εξαρτά όχι βέβαια από την εξέλιξη του καταδίκου σε μια άρτια ηθική προσωπικότητα, αλλά από την επίτευξη ενός επίπεδου σωφρονισμού του, που θα επιτρέπει την έξοδό του από το σωφρονιστικό κατάστημα με τη λήψη διαδοχικών αδειών προς επίτευξη σταδιακά της ομαλής επανένταξής του στο κοινωνικό σύνολο. Μετά ταύτα, εφόσον δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του εν λόγω καταδίκου οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 55 παρ. 1 του ΣΚ για την χορήγηση σ'αυτόν τακτικής άδειας, πρέπει να γίνει δεκτή και κατ'ουσίαν η με αριθ. 14/03.05.2019/8γρ. Προσφυγή του προσφεύγοντος Εισαγγελέως Πρωτοδικών Βόλου κατά της με αριθ. 31/02.Θ5.2Θ19 Απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ..., περί χορήγησης τακτικής άδειας στον ανωτέρω κατάδικο, να ακυρωθεί η με αριθ. 31/02.05.2019 Απόφαση του ανωτέρω Πειθαρχικού Συμβουλίου και να απορριφθεί η από 30.04.2019 Αίτηση του εν λόγω καταδίκου". Έτσι, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου, με το ως άνω Βούλευμά του (93/2019) έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν οι τυπικές προϋποθέσεις για την χορήγηση τακτικής άδειας στον ως άνω κρατούμενο, δεχόμενο ότι δεν μπορεί να χορηγηθεί άδεια σε κρατούμενο που εκτίει άνω της μίας ποινές ισόβιας κάθειρξης, διότι ο νομοθέτης στο άρθρο 55 παρ. 1 άνω Σ.Κ. αναφέρεται σε "ποινή" και όχι σε "ποινές" ισόβιας κάθειρξης. Η θέση αυτή του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, η οποία φαίνεται να εδράζεται στη γραμματική διατύπωση του συγκεκριμένου άρθρου, είναι εσφαλμένη σύμφωνα και με όσα σχετικώς εξετέθησαν στις αρχικές σκέψεις της παρούσης αποφάσεως, καθώς πρέπει να σημειωθεί ότι ο νομοθέτης, στο αφηρημένο επίπεδο της κατάστρωσης διάταξης νόμου, χρησιμοποιεί πάντοτε τον ενικό αριθμό, χωρίς αυτό να υποδηλώνει ότι η εφαρμογή του εξαντλείται στην άπαξ πραγμάτωση του σχετικού κανόνα. Με αυτά που δέχθηκε, επομένως, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου, εξετάζοντας τις τυπικές προϋποθέσεις για την χορήγηση ή μη της τακτικής άδειας στον ως άνω κρατούμενο, εσφαλμένα ερμήνευσε τις σχετικές προαναφερθείσες διατάξεις του νόμου 2776/1999 (Σωφρονιστικού Κώδικα). Εξάλλου, θα έπρεπε, αφ'ότου δέχθηκε πως, κατά τη νομική του άποψη, δεν συνέτρεχε η πλήρωση της τυπικής προϋποθέσεως για χορήγηση τακτικής άδειας, να δεχθεί την προσφυγή του Εισαγγελέως και να απορρίψει τύποις την από 30.4.2019 αίτηση του ως άνω κρατουμένου, και, αφού δεν συνέτρεχε, κατά την άποψή του, η τυπική προϋπόθεση, να μην προχωρήσει στην εξέταση των ουσιαστικών προϋποθέσεων της χορήγησης τακτικής άδειας. Παρά ταύτα, το Συμβούλιο, αφού δέχθηκε ότι δεν είναι επιτρεπτή η χορήγηση άδειας στον εν λόγω κρατούμενο, διότι δεν συνέτρεχαν οι τυπικές προϋποθέσεις προς τούτο, στη συνέχεια, προχώρησε σε επάλληλη σκέψη για τη συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων και, δεχόμενο ότι δεν συνέτρεχαν ούτε αυτές (ουσιαστικές προϋποθέσεις), δέχθηκε την υπ'αριθμ. 14/2019 προσφυγή του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Βόλου, ακύρωσε την 31/2019 απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ... και απέρριψε την από 30.4.2019 αίτηση του ... περί χορηγήσεως σ'αυτόν τακτικής άδειας. Ειδικότερα, το ως άνω Συμβούλιο προχώρησε στην εξέταση των ουσιαστικών προϋποθέσεων και δέχθηκε ότι δεν συνέτρεχαν ούτε αυτές, στηριζόμενο κυρίως στο ότι ο κρατούμενος δήλωσε ενώπιόν του αυτολεξεί, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: " ...Να πιάσουμε το κόκκινο νήμα της αντίστασης, είναι μια φράση που τη χρησιμοποίησε μέχρι ο Τσίπρας. Αμφισβήτησα ένοπλα το κρατικό μονοπώλιο (της βίας), γι'αυτό καταδικάσθηκα. . .  Ζητώ την αλληλεγγύη απ'έξω, ξεκινώντας την απεργία πείνας, αυτό εννοούσα, η άδεια είναι δικαίωμα. Κατάκτηση αγώνων. Βάζοντας το σώμα σε κίνδυνο μέσα στη φυλακή και συμπαράσταση από τον κόσμο. Αυτό είναι το κόκκινο νήμα της ζωής . . . Να απαρνηθώ, να μετανοήσω, δεν μπορώ να το κάνω. Είμαι πολιτικός κρατούμενος. . . ". Το Συμβούλιο εν προκειμένω δέχεται, αφ'ενός μεν ότι στην έννοια του σωφρονισμού δεν περιλαμβάνεται η καθ'οιονδήποτε τρόπο ιδεολογική μεταστροφή του καταδίκου (σελ. 21 του προσβαλλομένου Βουλεύματος), στη συνέχεια, όμως, αντιφατικά δέχεται ότι ο κρατούμενος δεν είναι πρόθυμος να αλλάξει στάση ζωής και να μεταμεληθεί, αλλά εμμένει στην άποψή του περί ένοπλης ανατροπής του κρατικού μονοπωλίου της βίας και άρα καθιστά εναργές ότι, ευκαιρίας δοθείσης, δεν αποκλείεται να τελέσει και νέες αξιόποινες πράξεις ιδιαίτερης απαξίας (σελ. 23 του προσβαλλομένου Βουλεύματος). Περαιτέρω, ενώ δέχεται το προσβαλλόμενο Βούλευμα ότι ο κρατούμενος δεν έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά κατά τη διάρκεια της κράτησής του στο Σωφρονιστικό Κατάστημα και έχει δείξει καλή διαγωγή, ότι έχει ήδη λάβει έξι (6) τακτικές άδειες (τέσσερεις (4) από το Κατάστημα Κράτησης … και δύο (2) από το ...), των οποίων σύμφωνα με τις παραδοχές του Βουλεύματος, έκανε καλή χρήση, δεν περιλαμβάνει περιστατικά κακής χρήσης κατά τη διάρκεια των αδειών αυτών, περιοριζόμενο στην παραδοχή ότι "κατά τη διάρκεια της προηγούμενης άδειάς του στις ..., έκανε αμέριμνος περίπατο στο κέντρο της … και μάλιστα επέτρεψε να ληφθούν και να δημοσιευθούν φωτογραφίες του στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και σε όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε σημεία πλησίον εκείνων όπου δολοφονήθηκαν συγκεκριμένα θύματά του, συμπεριφορά όλως προκλητική, που καταδεικνύει έμπρακτα πέραν πάσης αμφιβολίας τόσο την έλλειψη σεβασμού στη μνήμη των θυμάτων του, όσο και την από πλευράς του ακόμη και σήμερα, μετά την τέλεση των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε και διαρκούσας της κράτησής του προς έκτιση της ποινής του, απαξίωση της ανθρώπινης ζωής.. . . " και καταλήγει ότι . . . " εκτιμάται ότι υπάρχει κίνδυνος, κατά τη διάρκεια της άδειας, να τελέσει νέα εγκλήματα, ενώ δεν συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν θα κάνει κακή χρήση αυτής (άδειας)". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο, αφ'ενός εσφαλμένα ερμήνευσε τις σχετικές προαναφερθείσες διατάξεις του νόμου 2776/1999 (Σωφρονιστικού Κώδικα), και αφ'ετέρου στέρησε από το προσβαλλόμενο Βούλευμά του την απαιτούμενη από το άρθρο 139 ΚΠΔ ειδική αιτιολογία. Επομένως, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β` και δ` ΚΠοινΔ λόγοι, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, για τους οποίους η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί την αναίρεση του προσβαλλομένου υπ'αριθμ. 93/2019 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Ακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 93/2019 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που το εξέδωσαν (άρθρο 484 και 516 - 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το υπ'αριθ. 93/2019 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που το εξέδωσαν. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2019. Και εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 2019.-  

 

 

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...