Ξανά και ξανά στροβιλίζω από έπαρση
που ήμουν ο μόνος επισκέπτης της λήθης
με ξέχασαν και οι τύψεις, ενάλιες επισκέπτριες
μιας πλημμύρας που φούντουνε με παράπονα
στερούμενη ακόμη και μιας υποτυπώδους σανίδας
σώπασε θάλασσα, επιφυλάσσομαι για το τελευταίο θύμα
συνεταιρίστηκες και τον θάνατο και το πτώμα αθάνατο
σκορπώ στον ορίζοντα λίγη στάχτη
ποτέ δεν ήταν τέλεια μία ζωή σφηνωμένη με λάθη
φύσηξε στο μεταίχμιο μία δόση ελπίδας
πόσο αποτίμησες, χωρίς το απόβαρο, εκείνο το φως της αχτίδας
περισυνέλεξες τόσα ναυάγια στο διάβα της καταστροφής σου
μα τώρα απάνεμα κάποιος ζητά την υποθαλάσσια προσευχή σου
μην ξεβράσεις μόνο τα πτώματα, που ακόμη ημιζώντανα
τις κόγχες των ματιών προτάσσουν
άλλοτε προσποιούμενα πως υπνοβατούν
αδιαφορώντας για το πλήθος που φωνάζει
και άλλοτε κρατώντας την αναπνοή
σαν μάταια γαντζώνονται στην επιβίωση
από μία επιθανάτια ναυμαχία