Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 168Α Π.Κ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 168Α Π.Κ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 15 Ιουλίου 2025

Διατάραξη "διαταραγμένων" vs Περιύβρισης Αρχής (καταργημένου χουντικού εγκλήματος)

 

 


 1161/1986 ΠΛΗΜΜ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 


     ΑΡΜ/1987 (326)
      Έγκλημα διαταράξεως συνεδριάσεως του δικαστηρίου. Έγκλημα
      περιύβρισης αρχής. Στοιχεία που συγκροτούν αντικειμενικές υποστάσεις
      των δύο εγκλημάτων.

 
    ΒουλΣυμβΠλημΘεσ 1161/1986
 
    Πρόεδρος: Αλεξάνδρα Γαλάταλη.
    Δικαστές: Ν. Γραμματικούδης (εισηγητής), Γ. Μπατζαλέξης
    Εισαγγελέας: Γεώργιος Βραχάς.
 
      Το βούλευμα που δέχτηκε μερικά την αντίστοιχη εισαγγελική πρόταση
    έχει ως εξής:
 
      Από τη διάταξη του άρθρου 197 ΠΚ προκύπτει ότι προς στοιχειοθέτηση
    του εγκλήματος της διαταράξεως συνεδριάσεως δικαστηρίου, που
    προβλέπεται από αυτή και το οποίο συρρέει αληθινά με το αδίκημα της
    περιυβρίσεως της αρχής (ΑΠ 234/1957, ΠοινΧρον Ζύ 449), απαιτείται όπως
    ο δράστης, χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη, είτε εμποδίζει
    αυθαίρετα, δηλαδή χωρίς δικαίωμα που να του παρέχεται από τον νόμο,
    είτε διαταράσσει με διέγερση θορύβου ή αταξίας ή καθ' οιονδήποτε άλλο
    τρόπο την συνεδρίαση του δικαστηρίου, ήτοι νόμιμα συγκροτημένου οργάνου
    προς επίλυση διαφορών και παροχής έννομης προστασίας (σχετ. ΕφΑιγ
    4/1968
, ΠοινΧρον 18.623) καθώς και ο δόλος, ο οποίος συνίσταται στη
    γνώση ότι με την ενέργειά του παρεμποδίζεται η συνεδρίαση του
    δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 181
    παρ. 1 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν.δ. 2493/1953, το
    έγκλημα που με αυτή προβλέπεται, στρέφεται κατά του κύρους της αρχής,
    ήτοι αμέσου ή εμμέσου οργάνου το οποίο ασκεί με κυριαρχική βούληση
    εξουσία ταγμένη από τους οργανικούς νόμους για κρατικούς σκοπούς, όπως
    είναι και κάθε νόμιμα συνεστημένο δικαστήριο (ΑΠ 452/1967, ΠοινΧρον
    18.15). Τελείται δε με σαφείς εκδηλώσεις καταφρονήσεως, ονειδισμού ή
    διασυρμού αυτού τούτου του θεσμού, που γίνονται δημόσια, δηλαδή κατά
    τρόπο ώστε να είναι δυνατόν να υποπέσουν στην αντίληψη ενός αόριστου
    αριθμού προσώπων, είναι μειωτικές του κύρους του θεσμού, κείνται έξω
    από τον έλεγχο και την έντονη ή δριμεία έστω κριτική η οποία
    διασφαλίζεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος και πλήττουν ευθέως, κατά
    αντικείμενο και την πρόθεση του δράστη, την αρχή και όχι το πρόσωπο του
    φορέα αυτής ως άτομο
(βλ. αντί άλλων Ολ. ΑΠ 691/1985 ΝοΒ 33.1072).

    Στην προκειμένη περίπτωση, από το αποδεικτικό υλικό που υπάρχει στην
    δικογραφία, ήτοι τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και τις
    απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψε ότι κατά την συνεδρίαση της 30
    Απριλίου 1984 του νόμιμα συγκροτημένου, χωρίς την σύμπραξη γραμματέα,
    για εκδίκαση υποθέσεων ασφαλιστικών μέτρων Μονομελούς Πρωτοδικείου
    Θεσσαλονίκης  (ΚΠολΔ 683 παρ. 1, 690 παρ. 2),  καταρχάς ο πρώτος
    κατηγορούμενος, ύστερα δε ο δεύτερος, αμφότεροι δικηγόροι Θεσσαλονίκης
    (βλ. τα 4813, 4814/4.6.1984 έγγραφα του Δικηγορικού Συλλόγου
    Θεσσαλονίκης), αφορμή  λαβόντες από το γεγονός ότι απορρίφθηκε, από τον
    συγκροτούντα το παραπάνω δικαστήριο Πρόεδρο Πρωτοδικών, αίτημά τους για
    προσωρινή διακράτηση υποθέσεως που ήδη εκφωνήθηκε και αφορούσε
    συγγενικό τους πρόσωπο, απηύθυναν προς τον Δικαστή τις φράσεις που
    αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση και των οποίων επανάληψη κρίνεται
    περιττή, σε ύφος και κατά τρόπο που εκεί αναφέρεται
, χωρίς να έχουν
    τέτοιο δικαίωμα από καμία νομική διάταξη. Αποτέλεσμα των ενεργειών των
    αυτών ήταν να παρεμποδισθεί και να διακοπεί, προσωρινά, η συζήτηση της
    υποθέσεως που θα εκδικαζόταν, ώστε να προσληφθεί γραμματέας για να
    τηρήσει πρακτικά,  κάτι που δεν θα συνέβαινε χωρίς το περιστατικό αυτό.
    Γνώριζαν δε οι κατηγορούμενοι ότι με την ενέργειά τους παρεμποδίζεται ή
    διαταράσσεται η συνεδρίαση του Δικαστηρίου. Η ιδιότητά τους ως
    δικηγόρων και , ως εκ τούτου, γνώση τους ότι η προσωπική αντιπαράθεσή
    τους με τον δικάζοντα δικαστή οπωσδήποτε δεν συντελεί στην ομαλή
    διεξαγωγή της δίκης, όπως και η φράση του πρώτου εξ αυτών "επιμένω να
    κρατηθεί η υπόθεση και θα μιλήσω μέχρι να έρθει ο πατέρας μου" δεν
    καταλείπουν καμία αμφιβολία γι' αυτό. Από όλα τα περιστατικά αυτά
    προκύπτουν πράγματι αποχρώσες ενδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν
    το αδίκημα του άρθρου 197 ΠΚ, ανεξάρτητα του αν η διατάραξη έγινε επ'
    ευκαιρία της παραστάσεώς τους ως δικηγόρων στην υπόθεση που
    προαναφέρθηκε (σχετ. ΑΠ 234/1957, ΠοινΧρον Ζύ 449). Απομένει, επομένως,
    η αξιολόγηση και εκτίμηση της συμπεριφοράς του δεύτερου κατηγορουμένου
    για να διαπιστωθεί αν πληρώνει την υπόσταση του άλλου εγκλήματος του
    άρθρου 181 ΠΚ. Όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε, ως περιύβριση αρχής δεν
    θεωρείται μόνο η υπό στενή έννοια εξύβριση ή δυσφήμηση, αλλά και η καθ' 

οιονδήποτε τρόπο έκφραση καταφρονήσεως, ονειδισμού ή διασυρμού ικανή να
    μειώσει τον σεβασμό και την εκτίμηση των πολιτών προς την αρχή
(ΑΠ
    96/1968, 87/1968
ΠοινΧρον ΙΗύ 278, 274). Οι φράσεις που ο εν λόγω
    κατηγορούμενος απηύθηνε προς τον δικάζοντα δικαστή, δημόσια ενώπιον του
    ακροατηρίου κατά τρόπο ώστε να μπορούν να υποπέσουν στην αντίληψη των
    παρευρισκομένων εκεί δικηγόρων (βλ. καταθέσεις μαρτύρων Β.Δ., Γ.Μ.,
    Α.Κ.)  και των διαδίκων, αντικειμενικά κρινόμενες, τόσο στο σύνολό
    τους, όσο και κατά τα επί μέρους σημεία τους "..,Ζητώ την εξαίρεσή σας
    διότι διαπίστωσα προκατάληψη υμών εναντίον εμού προσωπικώς ως
    δικηγόρου, των υποθέσεων της οικογενείας μου και όλων των πελατών όσων
    υποθέσεων χειρισθήκατε εσείς. Αναφέρομαι σε 10 υποθέσεις που δικάσατε
    εσείς και στις οποίες με κατατροπώσατε. Έχω υποβάλλει καταγγελία
    ενώπιον του Αρείου Πάγου και του κ. Εισαγγελέα εναντίον ωρισμένων
    δικαστών και εναντίον υμών..." σαφώς καταδηλώνουν καταφρόνιση και
    ονειδισμό. Δεν αποτελούν δε δριμεία, έστω, κριτική του δικαιοδοτικού
    έργου των φορέων της δικαστικής λειτουργίας κατά των οποίων, ειδικά
    αλλά και γενικά και αόριστα, καταφέρθηκε ο κατηγορούμενος, αφού αυτή θα
    μπορούσε να εκφρασθεί με άλλη φραστική διατύπωση και όχι, εκτός των
    άλλων με διατύπωση λέξεων όπως "... με κατατροπώσατε..." που μαρτυρούν
    μια προσωπική αντιπαράθεση και τάση αδικήσεως από μέρους των οργάνων
    αυτών, ούτε όμως και πλήττουν αυτά ως άτομα. Αντίθετα, η χρησιμοποίηση
    φράσεων όπως "...διαπίστωσα προκατάληψη εναντίον εμού... σε 10
    υποθέσεις που δικάσατε εσείς με κατατροπώσατε... έχω υποβάλλει
    καταγγελία... εναντίον ωρισμένων δικαστών και εναντίον υμών..." είναι
    κατάδηλο ότι πλήττουν κατ' αντικείμενο και την πρόθεση του
    κατηγορουμένου τα Δικαστήρια που οργανικά και λειτουργικά συγκροτούν
    την έννοια της πολιτειακής λειτουργίας της Δικαιοσύνης
(Δ. Τσάτσου,
    Εισηγ. Συντ. Δικ. 1980, σελ. 232, Α. Κανελλόπουλου, Γ.-Β. Μαγκάκη,
    Πρακτικά Εύ Αναθ. Βουλής Συντ. 10.5.75, σ. 613, 622) και είναι ικανές
    να μειώσουν τον σεβασμό και την εκτίμηση των πολιτών προς αυτά. Τούτο
    δε γιατί, χωρίς να στηρίζονται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά,
    που να τις δικαιολογούν αντικειμενικά
, αφενός εμφανίζουν τα άμεσα,
    κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού λειτουργήματος, όργανα που τα
    συγκροτούν ότι γίνονται επιλήσμονες της αποστολής τους που είναι η
    σύμφωνα με τη δική τους δικαστική συνείδηση, το Σύνταγμα και τους
    νόμους ιερουργία τους  στο ναό της Θέμιδας (Συντ. 88 παρ. 2) και ότι
    ενσυνείδητα παραβιάζουν την αρχή της ισότητας των διαδίκων και την κατ'
    ελεύθερη και δίκαιη, σύμφωνα με το νόμο, υποχρέωσή τους προς επίλυση
    των διαφορών, αφ' ετέρου εν αμφιβόλω το απροκατάληπτο και το αμερόληπτο
    αυτών, δημιουργώντας έτσι στους πολίτες δυσπιστία ως προς την ορθή
    απονομή της Δικαιοσύνης από εκείνα. Γίνεται, συνεπώς, φανερό από όλα
    αυτά ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις περί τελέσεως, από τον εν λόγω
    κατηγορούμενο, και του αδικήματος της περιυβρίσεως αρχής. Πρέπει, κατά
    συνέπεια, τόσο ο ίδιος, όσο και ο συγκατηγορούμενός του να παραπεμφθούν
    και δικασθούν για τις πράξεις αυτές, που προβλέπονται και τιμωρούνται
    από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18 περ. βύ, 26, 27, παρ. 1,
    51, 94 παρ. 2, 181 παρ. 1 και 197 παρ. 1, 2  του ΠΚ, ενώπιον του υλικά
    και τοπικά αρμόδιου Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (ΚΠοινΔ 1, 9 παρ. 1
    εδ. βύ, 111 παρ. 7, 122).

 
 

Διατάραξη Συνεδρίασης Δικαστηρίου για "διαταραγμένους": Ο Άρειος Πάγος αναιρεί

 


 

389/1991 ΑΠ 

(ΝΟΒ 1991/1130, ΠΟΙΝΧΡ 1991/983)


Διατάραξη συνεδριάσεων δικαστηρίων. Στοιχεία. Άρθρο 197 ΠΚ. Πρόβλεψη δύο σωρευτικώς τελουμένων εγκλημάτων: αυθαίρετη παρεμπόδιση και διατάραξη συνεδριάσεως. Περίπτωση δικηγόρου που υπέβαλε ένσταση εξαιρέσεως διαμαρτυρόμενος ταυτόχρονα για προκατάληψη του δικαστή σε βάρος του. Δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα. Αναίρεση για εσφαλμένη ερμηνεία.  
 
 

    ΑΠ Αριθμ. 389/1991

     Προεδρεύων ο αντιπρόεδρος Χ. Χριστοφορίδης
    Εισηγητής ο αρεοπαγίτης Γ. Παπαγεωργίου

    Επειδή κατά τη διάταξη του  άρθρου  197  του  ΠΚ  "όποιος  χωρίς  να
 διαταράξει   την   κοινή  ειρήνη  εμποδίζει  αυθαίρετα  τη  συνεδρίαση
 δικαστηρίου ή τη διαταράσσει σοβαρά με διέγερση θορύβου ή αταξίας ή με
 οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι  μηνών".
 Η  διάταξη  αυτή  προβλέπει δύο σωρευτικώς τελούμενα εγκλήματα, αφενός
 την αυθαίρετη παρεμπόδιση της συνεδρίασης του δικαστηρίου και αφετέρου
 τη διατάραξη αυτής, κάθε ένα δε από αυτά μπορεί  να τελεστεί με τη
 διέγερση  θορύβου, αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Η παρεμπόδιση
 τελείται όταν δε κατέστη από την ενέργεια του υπαιτίου εφικτή η έναρξη
 ή η εξακολούθηση της  συνεδριάσεως
,  με  αποτέλεσμα  να  ματαιωθεί,  η
 διατάραξη δε όταν δυσχεραίνεται η κανονική διεξαγωγή της αρξαμένης ήδη
 συνεδρίασης ή διακόπτεται αυτή
. Για τη συγκρότηση της αντικειμενικής
 υπόστασης του εγκλήματος της  διατάραξης  των  συνεδριάσεων  πρέπει  η
 παρεμπόδιση  ή διατάραξη  να γίνεται αυθαίρετα, δηλαδή χωρίς δικαίωμα
 του ενεργούντος
. Υποκειμενικώς απαιτείται  δόλος  που  συνίσταται  στη
 θέληση  παραγωγής των πραγματικών περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την
 έννοια της πιο πάνω πράξης και ενδεχόμενος δόλος αρκεί. ...

 Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση  του
 Πενταμελούς    Εφετείου    Θεσσαλονίκης,   ο   αναιρεσείων   δικηγόρος
 Θεσσαλονίκης  καταδικάστηκε  για  διατάραξη   της   συνεδριάσεως   του
 Μονομελούς  Πρωτοδικείου  Θεσσαλονίκης  που δίκαζε, κατά τη διαδικασία
 των ασφαλιστικών μέτρων, της πράξης του αυτής συνιστάμενης  ειδικότερα
 στο   ότι: "Στη  Θεσσαλονίκη  την  30.4.1984  κατά  τη  συνεδρίαση  του
 Μονομελούς  Πρωτοδικείου  που   δίκαζε   κατά   την   διαδικασία   των
 ασφαλιστικών  μέτρων,  κατά  την  οποία δικαζόταν η υπόθεση μεταξύ της
 αιτούσης Ε.  συζύγου  P.M.  (θυγατρός  και  πελάτιδός  του)  κατά  της
 ομορρύθμου   εταιρείας   "Δ.Μ.Κ.Β.   και  Δ.Μ.Ο.Ε."  που  εδρεύει  στη
 Θεσσαλονίκη, όταν εκφωνήθηκε από το Δικαστή η υπόθεση εμφανίστηκε  και
 απευθυνόμενος  στον  Πρόεδρο  του  Δικαστηρίου (Δικαστή) αναφέρθηκε σε
 άσχετα με την υπόθεση θέματα και σε  παρατήρηση  να  περιοριστεί  στην
 υπόθεση,  συνέχισε  διαμαρτυρόμενος  λέγοντας: "δεν μπορείτε εσείς να
 μου στερήσετε το δικαίωμα του  αναφέρεσθαι  εις  τας  άρχας  το  οποίο
 προβλέπεται  από  το άρθρο 3 του Συντάγματος σε προσωπική μου υπόθεση"

 και σε ερώτηση του Προέδρου,  γιατί  τα  αναφέρει  αυτά  απάντησε  ότι
 προβάλλει   την  ένσταση  εξαιρέσεως  του  Δικαστή,  διότι: "διαπίστωσα
 προκατάληψή σας ενώπιον εμού προσωπικά ως δικηγόρου, των υποθέσεων της
 οικογενείας μου και όλων των πελατών μου, όσων υποθέσεων  χειριστήκατε
 εσείς.  Αναφέρομαι  σε 10 υποθέσεις που δικάσατε εσείς και στις οποίες
 με κατατροπώσατε
. Έχω υποβάλλει καταγγελία ενώπιον  του  Αρείου  Πάγου
 και  του  κ. Εισαγγελέα εναντίον ορισμένων δικαστών και εναντίον σας".
 Με αυτά τα πραγματικά περιστατικά που περιλαμβάνονται  στο  διατακτικό
 της  απόφασης  και  αναφέρονται  στις  παραδοχές του αιτιολογικού της,
 έκρινε το Εφετείο ότι στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά
 η  υπόσταση  του  εγκλήματος  της  διατάραξης  της   συνεδρίασης   του
 Δικαστηρίου. Έτσι όμως όπως έκρινε το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και
 εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 197  του  ΠΚ,  καθόσον  τα  πραγματικά
 περιστατικά,   για   τα  οποία  κηρύχθηκε  ένοχος  ο  αναιρεσείων  δεν
 συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση  του  πιο  πάνω
 εγκλήματος αφού: α) Η διαμαρτυρία του αναιρεσείοντος για τη μη στέρηση
 του  δικαιώματος του αναφέρεσθαι και η υποβολή της ένστασης εξαιρέσεως
 δεν  αποτελούν  διέγερση  θορύβου  ή  αταξίας  ώστε  να  εμποδισθεί  ή
 διαταραχθεί  η  συνεδρίαση  του  δικαστηρίου, β) δεν επήλθε εμπόδιση ή
 διατάραξη της συνεδριάσεως με την έννοια που  αναφέρθηκε  στη  μείζονα
 σκέψη,  γ)  η  διαμαρτυρία  του  αναιρεσείοντος,  συνοδευόμενη από την
 υποβολή ενστάσεως εξαιρέσεως του Δικαστή, δεν  έγινε  χωρίς  δικαίωμα,
 δηλαδή  δεν  ήταν  αυθαίρετη,  ενόψει  του  ότι  η  υποβολή  ενστάσεως
 εξαιρέσεως αποτελεί δικαίωμα του διαδίκου και προβλέπεται από τα άρθρα
 52 επόμ. του ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων παρίστατο ως  δικηγόρος  σε  υπόθεση
 στην  οποία  διάδικος  ήταν  η  θυγατέρα του Ε.Μ. και δ) από τα ως άνω
 πραγματικά  περιστατικά  δεν   προκύπτει   η   δολία   προαίρεση   του
 αναιρεσείοντος  με  τη  μορφή,  είτε  του αμέσου, είτε του ενδεχόμενου
 δόλου, ώστε να  στοιχειοθετείται  και  το  υποκειμενικό  στοιχείο  του
 εγκλήματος.  Συνεπώς  πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο από το άρθρο
 510 παρ. 1 εδ. Ε του ΚΠΔ τέταρτος  λόγος  αναίρεσης,  να  αναιρεθεί  η
 προσβαλλόμενη απόφαση και, εν όψει του ότι δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη
 και  ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης προς
 νέα συζήτηση σύμφωνα με τα άρθρο 519  του  ΚΠΔ,  να  κηρυχθεί  από  το
 Δικαστήριο τούτο αθώος ο αναιρεσείων κατά το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠΔ.
 
 

Must red-read

Διατάραξη "διαταραγμένων" vs Περιύβρισης Αρχής (καταργημένου χουντικού εγκλήματος)

      1161/1986 ΠΛΗΜΜ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ       ΑΡΜ/1987 (326)       Έγκλημα διαταράξεως συνεδριάσεως του δικαστηρίου. Έγκλημα       περιύβρισης αρ...