1161/1986 ΠΛΗΜΜ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΜ/1987 (326)
Έγκλημα διαταράξεως συνεδριάσεως του δικαστηρίου. Έγκλημα
περιύβρισης αρχής. Στοιχεία που συγκροτούν αντικειμενικές υποστάσεις
των δύο εγκλημάτων.
ΒουλΣυμβΠλημΘεσ 1161/1986
Πρόεδρος: Αλεξάνδρα Γαλάταλη.
Δικαστές: Ν. Γραμματικούδης (εισηγητής), Γ. Μπατζαλέξης
Εισαγγελέας: Γεώργιος Βραχάς.
Το βούλευμα που δέχτηκε μερικά την αντίστοιχη εισαγγελική πρόταση
έχει ως εξής:
Από τη διάταξη του άρθρου 197 ΠΚ προκύπτει ότι προς στοιχειοθέτηση
του εγκλήματος της διαταράξεως συνεδριάσεως δικαστηρίου, που
προβλέπεται από αυτή και το οποίο συρρέει αληθινά με το αδίκημα της
περιυβρίσεως της αρχής (ΑΠ 234/1957, ΠοινΧρον Ζύ 449), απαιτείται όπως
ο δράστης, χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη, είτε εμποδίζει
αυθαίρετα, δηλαδή χωρίς δικαίωμα που να του παρέχεται από τον νόμο,
είτε διαταράσσει με διέγερση θορύβου ή αταξίας ή καθ' οιονδήποτε άλλο
τρόπο την συνεδρίαση του δικαστηρίου, ήτοι νόμιμα συγκροτημένου οργάνου
προς επίλυση διαφορών και παροχής έννομης προστασίας (σχετ. ΕφΑιγ
4/1968, ΠοινΧρον 18.623) καθώς και ο δόλος, ο οποίος συνίσταται στη
γνώση ότι με την ενέργειά του παρεμποδίζεται η συνεδρίαση του
δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 181
παρ. 1 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν.δ. 2493/1953, το
έγκλημα που με αυτή προβλέπεται, στρέφεται κατά του κύρους της αρχής,
ήτοι αμέσου ή εμμέσου οργάνου το οποίο ασκεί με κυριαρχική βούληση
εξουσία ταγμένη από τους οργανικούς νόμους για κρατικούς σκοπούς, όπως
είναι και κάθε νόμιμα συνεστημένο δικαστήριο (ΑΠ 452/1967, ΠοινΧρον
18.15). Τελείται δε με σαφείς εκδηλώσεις καταφρονήσεως, ονειδισμού ή
διασυρμού αυτού τούτου του θεσμού, που γίνονται δημόσια, δηλαδή κατά
τρόπο ώστε να είναι δυνατόν να υποπέσουν στην αντίληψη ενός αόριστου
αριθμού προσώπων, είναι μειωτικές του κύρους του θεσμού, κείνται έξω
από τον έλεγχο και την έντονη ή δριμεία έστω κριτική η οποία
διασφαλίζεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος και πλήττουν ευθέως, κατά
αντικείμενο και την πρόθεση του δράστη, την αρχή και όχι το πρόσωπο του
φορέα αυτής ως άτομο (βλ. αντί άλλων Ολ. ΑΠ 691/1985 ΝοΒ 33.1072).
Στην προκειμένη περίπτωση, από το αποδεικτικό υλικό που υπάρχει στην
δικογραφία, ήτοι τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και τις
απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψε ότι κατά την συνεδρίαση της 30
Απριλίου 1984 του νόμιμα συγκροτημένου, χωρίς την σύμπραξη γραμματέα,
για εκδίκαση υποθέσεων ασφαλιστικών μέτρων Μονομελούς Πρωτοδικείου
Θεσσαλονίκης (ΚΠολΔ 683 παρ. 1, 690 παρ. 2), καταρχάς ο πρώτος
κατηγορούμενος, ύστερα δε ο δεύτερος, αμφότεροι δικηγόροι Θεσσαλονίκης
(βλ. τα 4813, 4814/4.6.1984 έγγραφα του Δικηγορικού Συλλόγου
Θεσσαλονίκης), αφορμή λαβόντες από το γεγονός ότι απορρίφθηκε, από τον
συγκροτούντα το παραπάνω δικαστήριο Πρόεδρο Πρωτοδικών, αίτημά τους για
προσωρινή διακράτηση υποθέσεως που ήδη εκφωνήθηκε και αφορούσε
συγγενικό τους πρόσωπο, απηύθυναν προς τον Δικαστή τις φράσεις που
αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση και των οποίων επανάληψη κρίνεται
περιττή, σε ύφος και κατά τρόπο που εκεί αναφέρεται, χωρίς να έχουν
τέτοιο δικαίωμα από καμία νομική διάταξη. Αποτέλεσμα των ενεργειών των
αυτών ήταν να παρεμποδισθεί και να διακοπεί, προσωρινά, η συζήτηση της
υποθέσεως που θα εκδικαζόταν, ώστε να προσληφθεί γραμματέας για να
τηρήσει πρακτικά, κάτι που δεν θα συνέβαινε χωρίς το περιστατικό αυτό.
Γνώριζαν δε οι κατηγορούμενοι ότι με την ενέργειά τους παρεμποδίζεται ή
διαταράσσεται η συνεδρίαση του Δικαστηρίου. Η ιδιότητά τους ως
δικηγόρων και , ως εκ τούτου, γνώση τους ότι η προσωπική αντιπαράθεσή
τους με τον δικάζοντα δικαστή οπωσδήποτε δεν συντελεί στην ομαλή
διεξαγωγή της δίκης, όπως και η φράση του πρώτου εξ αυτών "επιμένω να
κρατηθεί η υπόθεση και θα μιλήσω μέχρι να έρθει ο πατέρας μου" δεν
καταλείπουν καμία αμφιβολία γι' αυτό. Από όλα τα περιστατικά αυτά
προκύπτουν πράγματι αποχρώσες ενδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν
το αδίκημα του άρθρου 197 ΠΚ, ανεξάρτητα του αν η διατάραξη έγινε επ'
ευκαιρία της παραστάσεώς τους ως δικηγόρων στην υπόθεση που
προαναφέρθηκε (σχετ. ΑΠ 234/1957, ΠοινΧρον Ζύ 449). Απομένει, επομένως,
η αξιολόγηση και εκτίμηση της συμπεριφοράς του δεύτερου κατηγορουμένου
για να διαπιστωθεί αν πληρώνει την υπόσταση του άλλου εγκλήματος του
άρθρου 181 ΠΚ. Όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε, ως περιύβριση αρχής δεν
θεωρείται μόνο η υπό στενή έννοια εξύβριση ή δυσφήμηση, αλλά και η καθ'
οιονδήποτε τρόπο έκφραση καταφρονήσεως, ονειδισμού ή διασυρμού ικανή να
μειώσει τον σεβασμό και την εκτίμηση των πολιτών προς την αρχή (ΑΠ
96/1968, 87/1968 ΠοινΧρον ΙΗύ 278, 274). Οι φράσεις που ο εν λόγω
κατηγορούμενος απηύθηνε προς τον δικάζοντα δικαστή, δημόσια ενώπιον του
ακροατηρίου κατά τρόπο ώστε να μπορούν να υποπέσουν στην αντίληψη των
παρευρισκομένων εκεί δικηγόρων (βλ. καταθέσεις μαρτύρων Β.Δ., Γ.Μ.,
Α.Κ.) και των διαδίκων, αντικειμενικά κρινόμενες, τόσο στο σύνολό
τους, όσο και κατά τα επί μέρους σημεία τους "..,Ζητώ την εξαίρεσή σας
διότι διαπίστωσα προκατάληψη υμών εναντίον εμού προσωπικώς ως
δικηγόρου, των υποθέσεων της οικογενείας μου και όλων των πελατών όσων
υποθέσεων χειρισθήκατε εσείς. Αναφέρομαι σε 10 υποθέσεις που δικάσατε
εσείς και στις οποίες με κατατροπώσατε. Έχω υποβάλλει καταγγελία
ενώπιον του Αρείου Πάγου και του κ. Εισαγγελέα εναντίον ωρισμένων
δικαστών και εναντίον υμών..." σαφώς καταδηλώνουν καταφρόνιση και
ονειδισμό. Δεν αποτελούν δε δριμεία, έστω, κριτική του δικαιοδοτικού
έργου των φορέων της δικαστικής λειτουργίας κατά των οποίων, ειδικά
αλλά και γενικά και αόριστα, καταφέρθηκε ο κατηγορούμενος, αφού αυτή θα
μπορούσε να εκφρασθεί με άλλη φραστική διατύπωση και όχι, εκτός των
άλλων με διατύπωση λέξεων όπως "... με κατατροπώσατε..." που μαρτυρούν
μια προσωπική αντιπαράθεση και τάση αδικήσεως από μέρους των οργάνων
αυτών, ούτε όμως και πλήττουν αυτά ως άτομα. Αντίθετα, η χρησιμοποίηση
φράσεων όπως "...διαπίστωσα προκατάληψη εναντίον εμού... σε 10
υποθέσεις που δικάσατε εσείς με κατατροπώσατε... έχω υποβάλλει
καταγγελία... εναντίον ωρισμένων δικαστών και εναντίον υμών..." είναι
κατάδηλο ότι πλήττουν κατ' αντικείμενο και την πρόθεση του
κατηγορουμένου τα Δικαστήρια που οργανικά και λειτουργικά συγκροτούν
την έννοια της πολιτειακής λειτουργίας της Δικαιοσύνης (Δ. Τσάτσου,
Εισηγ. Συντ. Δικ. 1980, σελ. 232, Α. Κανελλόπουλου, Γ.-Β. Μαγκάκη,
Πρακτικά Εύ Αναθ. Βουλής Συντ. 10.5.75, σ. 613, 622) και είναι ικανές
να μειώσουν τον σεβασμό και την εκτίμηση των πολιτών προς αυτά. Τούτο
δε γιατί, χωρίς να στηρίζονται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά,
που να τις δικαιολογούν αντικειμενικά, αφενός εμφανίζουν τα άμεσα,
κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού λειτουργήματος, όργανα που τα
συγκροτούν ότι γίνονται επιλήσμονες της αποστολής τους που είναι η
σύμφωνα με τη δική τους δικαστική συνείδηση, το Σύνταγμα και τους
νόμους ιερουργία τους στο ναό της Θέμιδας (Συντ. 88 παρ. 2) και ότι
ενσυνείδητα παραβιάζουν την αρχή της ισότητας των διαδίκων και την κατ'
ελεύθερη και δίκαιη, σύμφωνα με το νόμο, υποχρέωσή τους προς επίλυση
των διαφορών, αφ' ετέρου εν αμφιβόλω το απροκατάληπτο και το αμερόληπτο
αυτών, δημιουργώντας έτσι στους πολίτες δυσπιστία ως προς την ορθή
απονομή της Δικαιοσύνης από εκείνα. Γίνεται, συνεπώς, φανερό από όλα
αυτά ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις περί τελέσεως, από τον εν λόγω
κατηγορούμενο, και του αδικήματος της περιυβρίσεως αρχής. Πρέπει, κατά
συνέπεια, τόσο ο ίδιος, όσο και ο συγκατηγορούμενός του να παραπεμφθούν
και δικασθούν για τις πράξεις αυτές, που προβλέπονται και τιμωρούνται
από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18 περ. βύ, 26, 27, παρ. 1,
51, 94 παρ. 2, 181 παρ. 1 και 197 παρ. 1, 2 του ΠΚ, ενώπιον του υλικά
και τοπικά αρμόδιου Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (ΚΠοινΔ 1, 9 παρ. 1
εδ. βύ, 111 παρ. 7, 122).