Τη νύχτα μόλις κατεβαίνει ο ήλιος
και γίνεται καταδεκτικό το φως
κλείνομαι στο σκοτάδι
αυτόφωτος από έλξη
στο λυκόφως μεταμορφώνομαι σε ύπαρξη
γιατί τη μέρα είναι αόρατο το χρώμα μου
και στο πέρας των χρόνων
γιατί υπήρχα και πριν από σένα
γίνομαι ανάμνηση μιας εικόνας
που στο σκοτάδι μοιάζει στη φωτογραφία σου
αποτυπώθηκα σε μία κουκίδα ασπρόμαυρη
με φόντο κάποια απροσδιόριστη απόχρωση
και η μετενσαρκωμένη σάρκα μου
ορέγεται λίγη ακόμη αυθυπαρξία
γιατί να κατοικώ στη φωτογραφία σου
όταν στο σκοτάδι δεν αγγίζω το βλέμμα σου
και όταν ο ήλιος σηκώνεται στον ουρανό ή στα μάτια σου
εγώ να τυφλώνομαι από εκδίκηση ή πάθος
και η φωτογραφία σου να θυμίζει το λάθος
καθυποταγμένος από μία Μέδουσα που απεικόνιζε
αναγκασμένος να μην σε κοιτάω και τώρα