Κυριακή 11 Αυγούστου 2019

Αναιρούνται οι αποφάσεις που παύουν υφ'όρον την ποινική δίωξη βάσει ειδικών νόμων - Στροφή της νομολογίας του Αρείου Πάγου υπέρ όσων θέλουν να δικαστούν επί της ουσίας



Επίμετρο:

Με εισηγήτρια μία Δικαστική Λειτουργό, εγνωσμένου κύρους, υποψήφια για την θέση Προέδρου και Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αξίζει να προαχθεί σε ανώτατη θέση βάσει των προσόντων της, γνωστή από το παρελθόν για την "αλλεργία" της στις εξωθεσμικές παρεμβάσεις τύπου Κόκκινου, Κεδίκογλου και το κακό συναπάντημα (ίδ. υπόθεση Σκυφτούλη κ.λπ.). Μία δικαστική λειτουργό που με τις αποφάσεις της εμπεδώνει αυτό που αποκαλείται Δικαιοδοτική Λάμψη.

Δίκη ουσίας στην υπόθεση Μανωλίδου

Ο Κώστας Βαξεβάνης άσκησε αναίρεση για να δικαστεί παρά την παραγραφή των κατηγοριών

Πηγή: www.documentonews.gr

Η επιμονή του Κώστα Βαξεβάνη να κριθεί επί της ουσίας με νέα δίκη, αν και έπαυσε η ποινική δίωξη σε βάρος του λόγω παραγραφής, σε υπόθεση με μηνύτρια την Ευγενία Μανωλίδου οδήγησε τον Άρειο Πάγο ακόμα και σε … στροφή στη νομολογία του.
Το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της χώρας (Ε΄ Ποινικό Τμήμα) στο οποίο -παρά την παύση της ποινικής δίωξης- προσέφυγε ο δημοσιογράφος, εκδότης του Documento, ζητώντας να αναιρεθεί η επίμαχη απόφαση, καθώς πιστεύει απόλυτα στην αθωότητά του, δεν δέχτηκε τον καθαρά τυπικό νομικό λόγο, για τον οποίο ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γρηγόρης Πεπόνης, είχε αρχικώς ζητήσει την απόρριψη της αναίρεσης και αποφάσισε ότι αυτή πρέπει να κριθεί επί της ουσίας της.
Συγκεκριμένα με την υπ’αριθμόν 1246/2019 απόφασή του το Ε΄ Ποινικό Τμήμα που μελέτησε την υπόθεση κατέληξε ότι:
«Απέχει να αποφανθεί επί της αιτήσεως του Κώστα Βαξεβάνη μέχρι την υποβολή εισαγγελικής πρότασης επί των λόγων της αναίρεσης» καθώς ο κ. Πεπόνης, ακολουθώντας την μέχρι τότε θέση της νομολογίας, ήταν απορριπτικός για αμιγώς τυπικούς λόγους, χωρίς να μπει στην ουσία. Σύμφωνα με το σκεπτικό του κ. Πεπόνη, που εν προκειμένω και για πρώτη φορά σε σχετική υπόθεση αίτησης αναίρεσης δεν υιοθέτησε ο Άρειος Πάγος, «η παύση της ποινικής δίωξης είναι υφ’όρον, άρα η απόφαση δεν είναι οριστική και δεν υπόκειται σε αναίρεση».
Η ουσία της υπόθεσης
Στις 27 Ιουνίου του 2018 το Β΄ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθήνας εκδίκασε υπόθεση μήνυσης της Ευγ. Μανωλίδου, συζύγου του Υπουργού της Ν.Δ., Άδωνι Γεωργιάδη, για φερόμενη συκοφαντική δυσφήμησή της, και μάλιστα κατ’εξακολούθηση, από δημοσίευμα της ιστοσελίδας www.koutipandoras.gr, το οποίο αναδημοσιεύτηκε στον προσωπικό λογαριασμό του Κ. Βαξεβάνη στο Twitter.
Στο επίμαχο δημοσίευμα αναφερόταν ότι η Ευγ. Μανωλίδου ήταν στη λίστα Λαγκάρντ, και ως εκ τούτου ο σύζυγός της, Άδωνης Γεωργιάδης, κακώς συμμετείχε στην προανακριτική επιτροπή της Βουλής για την συγκεκριμένη υπόθεση. Στη δίκη κατέθεσε ως μάρτυρας ο σύζυγος της κ. Μανωλίδου και νυν υπουργός Ανάπτυξης, Αδ. Γεωργιάδης.
Αν και κατά την ακροαματική διαδικασία αποδείχτηκε ότι η κ. Μανωλίδου ήταν αντιπρόσωπος του πρώην συζύγου της, το όνομα του οποίου περιλαμβανόταν στη λίστα Λαγκάρντ, το δικαστήριο έκρινε ότι κακώς ο δημοσιογράφος προχώρησε σε σχολιασμό του θέματος με το σκεπτικό ότι της υπόθεσης είχε ήδη επιληφθεί η Βουλή.
Όπως μάλιστα είχε σχολιάσει η κ. Πρόεδρος της έδρας, ο δημοσιογράφος θα μπορούσε απλώς να έχει δημοσιοποιήσει σχετικό έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο πιστοποιούσε τον ρόλο της Ευγενίας Μανωλίδου στη λίστα Λαγκάρντ, χωρίς περαιτέρω σχολιασμό.
Με άλλα λόγια, κρίθηκε ότι κακώς ο δημοσιογράφος έκανε τη δουλειά του, αποκαλύπτοντας ότι ένα από τα πρόσωπα που συμμετείχαν (εκτελώντας χρέη ανακριτή) στην προανακριτική επιτροπή για τη λίστα Λαγκάρντ σχετιζόταν με πρόσωπο που εμφανιζόταν (ως αντιπρόσωπος) στη λίστα Λαγκάρντ.
Τελικά το δικαστήριο έκρινε αθώο τον Κ. Βαξεβάνη για την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμησης της Ευγ. Μανωλίδου, λόγω έλλειψης δόλου, μετέτρεψε το αδίκημα από συκοφαντική σε απλή δυσφήμηση, και ως εκ τούτου έπαυσε υφ’όρον την ποινική δίωξη, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 4411/2016.
Άσκηση αναίρεσης
Επ’αυτής, λοιπόν, της απόφασης ο Κ. Βαξεβάνης άσκησε αναίρεση, διότι επιθυμούσε κρίση του δικαστηρίου στην ουσία της υπόθεσης, μολονότι το δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να παύσει υφ’όρον η ποινική δίωξη σε βάρος του.
Η αναίρεση του Κ. Βαξεβάνη συζητήθηκε σε συμβούλιο στον Άρειο Πάγο την 1η Μαρτίου 2019, που εξέδωσε πρόσφατα την απόφασή του, αναπέμποντας την υπόθεση στον αρμόδιο εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να προτείνει επί των λόγων αναίρεσης, στους οποίους δεν απαντούσε ο κ. Πεπόνης, ενώ θα όφειλε (επικουρικά έστω) να είχε τοποθετηθεί.
Αυτό αναμένεται στο αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα από τον κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που θα χρεωθεί την υπόθεση, ωστόσο το ενδιαφέρον είναι ότι με την προειρημένη απόφασή του ο Άρειος Πάγος πραγματοποιεί στροφή στη νομολογία του, καθόσον μέχρι την έκδοσή της έκρινε απαράδεκτη την άσκηση αναίρεσης κατά απόφασης που παύει υφ’όρον την ποινική δίωξη, την οποία θεωρούσε μη οριστική.
Γι’αυτό, άλλωστε, όπως έχει ήδη επισημανθεί, δεν υπήρξε αρχικώς σχετική πρόταση του αντεισαγγελέα κ. Πεπόνη, που ακολουθούσε την μέχρι τότε θέση της νομολογίας.






«Εδραία πεποίθηση της αθωότητάς του»

Ο Διαμαντής Μπασαράς, δικηγόρος του Κώστα Βαξεβάνη στην υπόθεση, δήλωσε σχετικά: «Η απόφαση του Αρείου Πάγου επέλυσε με νομολογιακή στροφή ένα δυσχερές και ιδιαιτέρως ενδιαφέρον νομικό ζήτημα. Επί της ουσίας της υπόθεσης αναμένουμε τη νέα εισαγγελική πρόταση επί των λόγων αναίρεσης του κ. Βαξεβάνη και την απόφαση του Αρείου Πάγου, που φρονώ ότι θα δικαιώνει τον εντολέα μου. Πέραν αυτών, για την παραγραφή, στην οποία προσομοιάζει ο θεσμός της υφ’όρον παύσης της ποινικής δίωξης, λέγεται ότι είναι το καταφύγιο των ενόχων και ο τάφος των αθώων. Ο κ. Βαξεβάνης άσκησε αναίρεση κατά μίας απόφασης που ουδεμία συνέπεια είχε, αφού με αυτήν έπαυσε υφ’όρον η ποινική δίωξη σε βάρος του, γεγονός που σημαίνει, αφενός ότι δεν κρύβεται όπισθεν των διατάξεων κανενός ευνοϊκού νόμου , και αφετέρου ότι έχει εδραία πεποίθηση της αθωότητάς του».


Ακολουθεί το πλήρες σκεπτικό της υπ’αριθμόν 1246/2019 απόφασης του Ε΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο)


Αριθμός 1246/2019

                  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ (Σε Συμβούλιο)


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη - Εισηγήτρια, Βασιλική Ηλιοπούλου, Μαρία Βασδέκη και Πηνελόπη Παρτσαλίδου - Κομνηνού, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως, Γεράσιμου Βάλσαμου, συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η Μαρτίου 2019, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΑΞΕΒΑΝΗ, του Χριστόφορου, κατοίκου Αθηνών ..., ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αδαμαντίου Μπασαρά, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 5175/2018 αποφάσεως του Β' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ'αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20.12.2018 αίτηση αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 75/2019.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Δημήτριος Δασούλας, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο την σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Γρηγορίου Πεπόνη, με αριθμό πρωτ. 43/14.02.2019, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:  

«Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, κατ'άρθρον 513 παρ. 1 εδ. πρώτον του Κ.Π.Δ., την υπ'αρ. 812/2018, με αρ. πρωτ. 14299/21.12.2018, δήλωση ασκήσεως αναιρέσεως του άρθρου 473 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., του Κωνσταντίνου Βαξεβάνη του Χριστοφόρου, δημοσιογράφου, κατοίκου Αθηνών και επί της οδού ... , εναντίον της υπ'αρ. 5175/2.7.2018 αποφάσεως του Β' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και εκθέτω τα κάτωθι:
Κατ'άρθρον 476 του Κ.Π.Δ., μεταξύ άλλων μνημονευόμενων εν αυτώ περιπτώσεων, το ένδικον μέσο είναι απαράδεκτο και όταν στρέφεται κατά βουλεύματος ή αποφάσεως μη υποκειμένων εις τούτο.
Κατά την διάταξη του άρθρου 504 ΚΠΔ ο κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει την αναίρεση τελεσιδίκου αποφάσεως, με την οποίαν «το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370)». 
Κατ' άρθρον 370 του Κ.Π.Δ., «Η ποινική δίκη τελειώνει: α) Με την καταδίκη ή την αθώωση του κατηγορουμένου, β) Με την οριστική παύση της ποινικής δίωξης, όταν έχει γίνει παραίτηση από το δικαίωμα της έγκλησης ή όταν έχει γίνει ανάκλησή της ή όταν έχει αμνηστευθεί η πράξη ή έχει παραγραφεί το αξιόποινό της ή όταν ο κατηγορούμενος έχει αποβιώσει, γ) Με την κήρυξη της ποινικής δίωξης απαράδεκτης στις περιπτώσεις που υπάρχει δεδικασμένο (άρ. 57) ή όταν δεν υπάρχει η έγκληση, αίτηση ή άδεια (άρθρα 41 και 55) που απαιτείται για δίωξη». 
Κατά την διάταξη του άρθρου 463 εδ. πρώτον του Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο δύναται να ασκήσει μόνον εκείνος εις τον οποίον ο νόμος ρητώς παρέχει το δικαίωμα τούτο, ενώ, τέλος, κατά τις παραγράφους 1 και 2 του ογδόου άρθρου του νόμου 4411/02.8.2016, υπό τον τίτλον παραγραφή και παύση ποινικής διώξεως «1. Εξαλείφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και τις 31.3.2016: α) των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. 2. Εάν, στην περίπτωση των πλημμελημάτων της παραγράφου 1, ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών, συνεχίζεται η κατ'αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη».
Εν προκειμένω, με την καθ'ης στρέφεται ο αναιρεσείων απόφαση, όπως από την επισκόπησή της προκύπτει, το εκδόν αυτή δικαστήριο έπαυσεν υφ'όρον, κατ'άρθρον 8 παρ. 1 του ν.4411/2016, την κατά του αναιρεσείοντος ασκηθείσα ποινική δίωξη, για την αξιόποινη πράξη της κατ'εξακολούθηση απλής δυσφημήσεως (άρ. 98 και 362 Π.Κ.), εις την οποίαν αξιόποινη πράξη τούτο (δικαστήριο) κατέληξεν, κατ'επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας από την αξιόποινη πράξη της κατ'εξακολούθησιν συκοφαντικής δυσφημήσεως (άρ. 98, 363 Π.Κ.), για την οποίαν αρχικώς εισήχθη εις δίκην ο κατηγορούμενος. 
Κατ'άρθρον 362 του Ποινικού Κώδικα, η απλή δυσφήμηση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές, στην απασχολούσα δε ενταύθα περίπτωση ετελέσθη την 12.3.2013 και 15.3.2013, ήτοι προ της 31.3.2016.
Η απόφαση με την οποία το δικαστήριο της ουσίας παύει υφ'όρον την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 4411\2016, δεν είναι καταδικαστική, αφού αποφαίνεται υφ'όρον για την παύση της ποινικής διώξεως, και όχι οριστικώς, δεδομένου ότι, εάν ο υπαίτιος πλημμελήματος υποπέσει εντός δύο ετών από της δημοσιεύσεως του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας άνω των έξι μηνών, συνεχίζεται η κατ'αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής του αξιοποίνου της πρώτης πράξεως ο διανυθείς χρόνος από την υφ'όρον παύση της διώξεως μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για την νέα πράξη. Η απόφαση με την οποία το δικαστήριο παύει υφ'όρον την ποινική δίωξη, κατά την προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 8 του ν. 4411/2016, δεν είναι οριστική, επίσης για τον λόγο που προαναφέρθηκε και, κατά συνέπειαν, σύμφωνα με την προεκτεθείσα ανωτέρω πρόβλεψη του άρθρου 504 του ΚΠΔ δεν υπόκειται σε αναίρεση (Βλ. ΑΠ 12/2017, υπό το καθεστώς του αναλόγου νόμου 4043/2012, προϊσχύσαντος του νόμου 4411/2016).
Πρόδηλον, συνεπώς, τυγχάνει, ότι η κρινομένη υπ'αρ. 812/2018, με αρ. πρωτ. 14299/21.2.2018, δήλωση ασκήσεως αναιρέσεως του άρθρου 473 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., του Κωνσταντίνου Βαξεβάνη του Χριστοφόρου, δημοσιογράφου, κατοίκου Αθηνών και επί της οδού ..., κατά την δήλωσή του, εναντίον της υπ' αρ. 5175/02.7.2018 αποφάσεως του Β' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία δεν είναι οριστική και δεν υπόκειται σε αναίρεση (άρθρ.504 ΚΠΔ), πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1, 583 παρ, 1 Κ.Π.Δ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
I)  Να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η υπ' αρ. 812/2018, με αρ. πρωτ.
14299/21.12.2018, δήλωση ασκήσεως αναιρέσεως του άρθρου 473 παρ. 2
του Κ.Π.Δ., του Κωνσταντίνου Βαξεβάνη του Χριστοφόρου, δημοσιογράφου,...,
εναντίον της υπ' αρ. 5175/02.7.2018 αποφάσεως του Β' Μονομελούς
Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
II)   Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα νόμιμα δικαστικά έξοδα.
 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γρηγόριος Ζ. Πεπόνης».
Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 ν. 4411/2016, «1. Εξαλείφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και τις 31.3.2016: α) των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. 2. Εάν, στην περίπτωση των πλημμελημάτων της παραγράφου 1, ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών, συνεχίζεται η κατ' αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη. 3. Οι δικογραφίες που αφορούν τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιο εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου...». Το δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 4411/2016, μόλις διαπιστώσει ότι η εισαχθείσα προς εκδίκαση υπόθεση αφορά σε ποινικά αδικήματα που επισύρουν ποινή φυλάκισης έως δύο έτη ή χρηματική ποινή που τελέστηκαν μέχρι την 31.3.2016, (εκτός των αναφερομένων στην παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου), δεν υπεισέρχεται στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, αλλά προβαίνει στην παύση υφ'όρον της ποινικής δίωξης κατά του κατηγορουμένου. Η απόφαση με την οποία το δικαστήριο της ουσίας παύει υφ'όρον την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 4411/2016, δεν είναι οριστική, γιατί το δικαστήριο δεν αποφαίνεται τελειωτικά για την οριστική παύση της ποινικής διώξεως, δεδομένου ότι, εάν ο υπαίτιος πλημμελήματος υποπέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας άνω των έξι μηνών, συνεχίζεται η κατ'αυτού παυθείσα ποινική δίωξη, δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη. Κατά συνέπεια, η εν λόγω απόφαση δεν υπόκειται σε αναίρεση και αν ασκηθεί αναίρεση, αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη (άρθρα 476 παρ. 1, 513 παρ. 1 εδ. α' Κ.Ποιν.Δ.).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 5175/2018 απόφαση του Β' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του Δικαστηρίου εισήχθη προς εκδίκαση η ποινική υπόθεση για το αποδιδόμενο στον κατηγορούμενο - νυν αναιρεσείοντα αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση σε βάρος της Ευγενίας Καραγιαννίδου (Μανωλίδου). Το Δικαστήριο εισήλθε στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης και, μετά την ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας με την εξέταση της πολιτικώς ενάγουσας, την ανάγνωση των εγγράφων και την απολογία του κατηγορουμένου, έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση, δεχόμενο ότι «...ναι μεν οι επίμαχοι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου - νυν αναιρεσείοντος είναι ψευδείς... πλην όμως ο κατηγορούμενος εύλογα πίστευε τα γεγονότα, που ισχυρίστηκε και διέδωσε, ως αληθινά...», στη συνέχεια, δε, προέβη στην μετατροπή, κατ'επιτρεπτή μεταβολή της πράξης που τελέστηκε, από συκοφαντική δυσφήμηση κατ'εξακολούθηση σε απλή δυσφήμηση κατ'εξακολούθηση. Περαιτέρω, διαπιστώνοντας, ότι αληθή υποτιθέμενα τα γεγονότα συνιστούν το αδίκημα της απλής δυσφήμησης, για το οποίο προβλέπεται ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών ή χρηματική ποινή, το Δικαστήριο ερεύνησε περαιτέρω την υπόθεση και αφενός απεφάνθη ότι οι επίμαχοι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος ήταν ικανοί να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας και αφετέρου απέρριψε τον προβληθέντα εκ μέρους του κατηγορουμένου στην αρχή της αποδεικτικής διαδικασίας αυτοτελή ισχυρισμό περί της συνδρομής ως λόγου άρσης του άδικου χαρακτήρα της απλής δυσφημήσεως, κατ'άρθρο 367 παρ. 1 γ' του ΠΚ, το δικαιολογημένο ενδιαφέρον αυτού (κατηγορουμένου) ως δημοσιογράφου.
          Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο της ουσίας στο σκεπτικό της απόφασης εδέχθη κατά πιστή μεταφορά ότι «...η αναφορά περί της συμπερίληψης κάποιου στη λίστα Λαγκάρντ ήταν ικανή να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του, δοθέντος ότι στην κοινή γνώμη είχε εδραιωθεί η άποψη ότι οι συμμετέχοντες σε αυτή ερευνώνται για σοβαρές έκνομες ενέργειες φοροδιαφυγής...», ότι «... τα ως άνω δημοσιεύματα βασίστηκαν σε ψευδή και παραπλανητικά γεγονότα, των οποίων ο κατηγορούμενος όφειλε να διακριβώσει την αλήθεια, επιπλέον δε ο τελευταίος δεν κινήθηκε με αποκλειστικό σκοπό την εκτέλεση του καθήκοντος ενημέρωσης του κοινού, αλλά ενήργησε συνειδητά με σκοπό εξύβρισης της εγκαλούσας, δηλαδή με ειδικό σκοπό κατευθυνόμενο στην προσβολή της τιμής και της υπόληψής της, όπως προκύπτει από τον τρόπο εκδήλωσης της δυσφημιστικής συμπεριφοράς του, καθώς και από το γεγονός ότι οι επίμαχες δυσφημιστικές εκφράσεις δεν συνιστούν το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο μέτρο για την εκτέλεση του ως άνω καθήκοντός του...», στη συνέχεια ότι «...όλες τις ανωτέρω εκφράσεις χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας, με την έννοια ότι δεν ήθελε να ερευνήσει βαθύτερα το αληθές ή ψευδές των στοιχείων του ρεπορτάζ του, αλλά προέκρινε να πλήξει αυτήν, εμφανίζοντάς την ως εμπλεκόμενη στην υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ και όχι να επιβεβαιώσει τα στοιχεία του, αποδεχόμενος έτσι να είναι και ψευδή, όπως πράγματι ήταν στην προκείμενη περίπτωση...», και τέλος ότι «...Κατόπιν των ανωτέρω παραδοχών πρέπει κατά τη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 2 β' του ΠΚ, να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής των όρων εφαρμογής της παραγράφου 1 γ' του ιδίου άρθρου...». Στο δε διατακτικό της εν λόγω απόφασης ανέφερε ρητώς ότι «Απορρίπτει τον αυτοτελή ισχυρισμό περί συνδρομής των προϋποθέσεων της διατάξεως του άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ' του ΠΚ», ήτοι ανέφερε διάταξη που έχει εφαρμογή μόνο επί της απλής δυσφημήσεως, και όχι επί συκοφαντικής τοιαύτης. Τέλος, δε, κατέληξε να παύσει υφ'όρον την ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορουμένου για το κατ'επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας αδίκημα της απλής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση, κατ'εφαρμογή του άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 4411/2016.
          Σύμφωνα, λοιπόν, με τα ανωτέρω, το Δικαστήριο της ουσίας, μετά τις ως άνω παραδοχές ότι ο αναιρεσείων δεν τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας των αναφερομένων δυσφημιστικών γεγονότων, προέβη στην εξέταση της ουσίας της κατηγορίας της απλής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση σε βάρος του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος και βάσει του σκεπτικού της απόφασης έκρινε, αφενός ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πράξη της απλής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση, αφετέρου δε απέρριψε τον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό περί άρσεως του άδικου χαρακτήρα της πράξεως (άρθρ. 367 παρ. 1 περ. γ' ΠΚ) για την ύπαρξη δεδικαιολογημένου δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος, αφού, όπως έκρινε, υπήρξε ειδικός σκοπός εξύβρισης της εγκαλούσας από τον αναιρεσείοντα. Και ναι μεν δεν περιέλαβε στο διατακτικό της απόφασης διάταξη περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, πλην, όμως, με οριστική διάταξη στο διατακτικό της απόφασης, απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό. 
         Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ως εκτιμάται, ο αναιρεσείων, επικαλούμενος έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και εκ πλαγίου εσφαλμένη εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 363, 362 και 361 Π.Κ., σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ΄ ΠΚ, και προβάλλοντας συγκεκριμένες αιτιάσεις, στρέφεται κατά των οριστικών διατάξεων της αποφάσεως και συγκεκριμένα, αφενός κατά το μέρος που το δικαστήριο αποφαίνεται για την μετατροπή, κατ'επιτρεπτή μεταβολή, της κατηγορίας από συκοφαντική σε απλή δυσφήμηση κατ'εξακολούθηση και αφετέρου κατά της οριστικής διάταξης απορρίψεως του αυτοτελούς ισχυρισμού περί συνδρομής των προϋποθέσεων της διάταξης της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 367 ΠΚ για την ύπαρξη για δεδικαιολογημένου δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος, αφού, όπως έκρινε, υπήρξε ειδικός σκοπός εξύβρισης της εγκαλούσας από τον αναιρεσείοντα, η οποία διάταξη τυγχάνει εφαρμογής μόνο στην περίπτωση του 362 ΠΚ και όχι του 363 ΠΚ, ουδόλως δε πλήττει την διάταξη της υπ'αρ. 5175/2018 απόφασης του Β' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία έπαυσε υφ'όρον, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 4411/2016, την ασκηθείσα κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη. 
         Όμως, ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου τούτου, εκτιμώντας ότι η αίτηση αναιρέσεως δεν έχει ασκηθεί  νομοτύπως, καθόσον στρέφεται κατά αποφάσεως, με την οποία το δικαστήριο της ουσίας παύει υφ'όρον την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 4411/2016, η οποία δεν είναι οριστική γιατί, ως προελέχθη, το δικαστήριο δεν αποφαίνεται τελειωτικά για την οριστική παύση της ποινικής διώξεως, δεν υπέβαλε πρόταση επί της ουσίας της αιτήσεως αναιρέσεως, αλλά εισήγαγε την υπόθεση με πρόταση για απόρριψη της αιτήσεως ως απαράδεκτης (άρθρ. 476 παρ. 1, 463, 504 παρ. 1α, 506 Κ.Ποιν.Δ.)
          Κατόπιν τούτου, και ενόψει των ορισμών των άρθρων 32 παρ. 1 και 138 παρ. 2 και 3 Κ.Ποιν.Δ., οι οποίες για το κύρος της απόφασης που θα εκδοθεί επιτάσσουν την προηγούμενη υποβολή εισαγγελικής πρότασης, το δικαστήριο πρέπει να απόσχει από την περαιτέρω ουσιαστική έρευνα της από 20.12.2018 αιτήσεως αναιρέσεως του Κωνσταντίνου Βαξεβάνη μέχρι την υποβολή, κατά τη νέα εκδίκαση της υποθέσεως, που θα ορισθεί αρμοδίως, σχετικής εισαγγελικής προτάσεως για τους λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


Απέχει να αποφανθεί επί της από 20.12.2018 αιτήσεως (αρ.πρωτ. 14299/21.12.2018) του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΑΞΕΒΑΝΗ του Χριστόφορου, κατοίκου Αθηνών για αναίρεση της απόφασης 5175/2018 του Β' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, μέχρι την υποβολή εισαγγελικής προτάσεως επί των λόγων αναιρέσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαΐου 2019.
Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2019.

 

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

Το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου (συννόμου) βίου στην υπόθεση Σεργιανόπουλου

 

 

Ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Κλοπή αντικειμένων του θύματος. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Έννοια βρασμού ψυχικής ορμής. Πραγματικά περιστατικά. Δολοφονία από αλλοδαπό, υπήκοο Γεωργίας, ο οποίος προσφερόταν για επ’αμοιβή σεξουαλικές συνευρέσεις με ομοφυλόφιλους, γνωστού ηθοποιού. Ισχυρισμοί αυτοτελείς. Ελαφρυντικές περιστάσεις. Πρότερος έντιμος βίος. Δεν αρκεί το λευκό ποινικό μητρώο. Ειλικρινής μετάνοια. Μεταγενέστερη καλή συμπεριφορά. Δεν αρκεί η απλή δήλωση συγγνώμης από το δράστη ή η απλή καλή συμπεριφορά στη φυλακή. Ανάρμοστη συμπεριφορά του θύματος. Απαιτείται η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ανάρμοστης συμπεριφοράς του παθόντος κατά του δράστη και της εγκληματικής πράξεως. Απορρίπτονται όλες οι ελαφρυντικές περιστάσεις. Νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών και διατάραξη της συνείδησης. Άδικος χαρακτήρας πράξεως. Άμυνα και υπέρβαση των ορίων της άμυνας. Απορρίπτονται οι ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμοί. Βλ. και γνώμη μειοψηφίας, βάσει της οποίας ο κατηγορούμενος έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος για ανθρωποκτονία σε βρασμό ψυχικής ορμής. Επιπλέον, βλ. και γνώμη μειοψηφίας, βάσει της οποίας έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως με την αναγνώριση του ελαφρυντικού της ανάρμοστης συμπεριφοράς του παθόντος.

ΜΙΚΤΟ ΟΡΚΩΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Αριθμ. 132, 132α, 165, 305, 306, 330, 331/2013 Δικαστές Α. Πελεκάνος, Πρόεδρος, Ανδρούλα Χριστοδούλου, Δ. Παλλαδινός,Εισαγγελεύς Γεωργία Τσατάνη.

Στο άρ. 299 παρ. 1 Π.Κ. ορίζεται ότι όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ενώ στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι, αν η πράξη απο­φασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλ­λεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι, για την συγκρότηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε βρασμό ψυ­χικής ορμής, απαιτείται ο δράστης να τελούσε στην κατάσταση αυτή, τόσο κατά την λήψη της απόφασης, όσο και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας. Αλλιώς, ο δράστης τιμωρείται με την αυστηρότερη ποινή της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, για την εφαρμογή της οποίας αρκεί η ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την λήψη της απόφασης είτε κατά την εκτέλεση της ανθρω­ποκτονίας. Για την ύπαρξη βρασμού ψυχικής ορμής δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συ­ναισθήματος (οργής, θλίψης, φόβου κ.λπ.), αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φτάσει σε τέτοια ψυχική κατάσταση που να αποκλείει την σκέψη, δηλαδή τη δυνατότητα στάθμισης των αιτίων που ωθούν στην πράξη ή συγκρατούν από την τέλεσή της, χωρίς, όμως, η σχετική διατάραξη της συνείδησης να αναι­ρεί ή να μειώνει σημαντικά την ικανότητα καταλογισμού της πράξης. Εξάλλου, κατά το άρ. 34 ΠΚ, η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, αυτός δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πρά­ξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό. Ενώ, κατά το άρ. 36 ΠΚ, αν, εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρ. 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό, που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83 ΠΚ). Κατά τις διατάξεις αυτές, ως νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών νοείται κάθε μορφής παραφροσύνη ή φρενοπάθεια που προέρχεται από παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου, ενώ ως διατάραξη της συνείδησης νοείται κάθε μορφής ψυχική διατάραξη, η οποία δεν συνδέεται με παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου, εμ­φανίζεται σε υγιή άτομα και είναι από τη φύση της παροδική. Έτσι, αν, λόγω μιας από τις προαναφερόμενες ψυχικές κατα­στάσεις, ο δράστης δεν είχε την ικανότητα ή είχε μειωθεί σημα­ντικά η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του, δηλαδή να συνειδητοποιήσει τον άδικο χαρακτήρα της, ή να συμμορφωθεί με την αντίληψή του αυτή, η πράξη στην πρώτη περίπτωση δεν καταλογίζεται στον δράστη, ενώ στη δεύτερη περίπτωση επιβάλλεται μειωμένη ποινή κατά το άρ. 83 ΠΚ (ΑΠ 2012/2007, ΑΠ 205/2007, ΑΠ 343/2000, ΑΠ 809/1997). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρ. 22 ΠΚ προκύπτει ότι, για να υπάρξει άμυνα ως λόγος που αποκλείει τον άδικο χαρα­κτήρα της πράξης, απαιτείται, άδικη και παρούσα επίθεση, που στρέφεται κατά του αμυνόμενου ή άλλου προσώπου και εκθέ­τει σε άμεσο κίνδυνο έννομα αγαθά αυτών, η δε προσβολή του επιτιθέμενου πρέπει να είναι αναγκαία για την απόκρουση της επίθεσης και την υπεράσπιση του αμυνόμενου ή τρίτου από την άδικη και παρούσα επίθεση, που απειλεί άμεσα τα έννομα αγαθά τους. Η επίθεση δεν θεωρείται παρούσα όταν εξέλιπε πλήρως ο κίνδυνος που απείλησε άμεσα το έννομο αγαθό, ε­νώ δεν υπάρχει κατάσταση άμυνας όταν η παρούσα επίθεση μπορεί να αποτραπεί ή να παρακαμφθεί με άλλα μέσα, όπως η ακίνδυνη φυγή, αν δεν μειώνεται η τιμή ή η αξιοπρέπεια του δεχόμενου την επίθεση. Εξάλλου, κατά το άρ. 23 ΠΚ, όποιος υπερβαίνει τα όρια της άμυνας τιμωρείται, αν η υπέρβαση έ­γινε με πρόθεση, με ποινή ελαττωμένη (άρ. 83 ΠΚ), ενώ, αν έ­γινε από αμέλεια, τιμωρείται κατά τις διατάξεις τις σχετικές με την αμέλεια. Ο δε αμυνόμενος μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενήργησε με αυτόν τον τρόπο λόγω του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθε­ση. Για να υπάρχει, όμως, υπέρβαση των ορίων της άμυνας, με οποιαδήποτε από τις μορφές που αναφέρονται στο άρ. 23 ΠΚ, πρέπει να προϋπάρξει άδικη και παρούσα επίθεση, δηλαδή να έχει διαμορφωθεί υπαρκτή κατάσταση άμυνας (ΑΠ 1633/2008, ΑΠ 1013/2003, ΑΠ 373/2003). 

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστη­καν στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου, από την υπ'αρ. .../2009 εκκαλούμενη απόφαση του ΜΟΔ Αθη­νών, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και αναφέρονται αναλυτικά στα πρακτικά, μεταξύ των οποί­ων περιλαμβάνεται και η από 13.1.2007 έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ψυχίατρου Χ.Κ. για τον Ν.Σ. που αναγνώστηκε, από τις προαναφερόμενες ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατά την προανάκριση που αναγνώστηκαν, από τις φωτογραφίες του φακέλου που επισκοπήθηκαν, από τις περι­κοπές των απολογιών του κατηγορουμένου στην προανάκριση και στην ανάκριση που αναγνώστηκαν και από την απολογία του κατηγορουμένου ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του πα­ρόντος δικαστηρίου αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο Ν.Σ. κατά τα τελευταία έτη της ζωής του ήταν σταθερά παθητικός ομοφυλόφιλος, αλκοολικός και εξαρτημέ­νος από την χρήση κοκαΐνης σε καθημερινή βάση. Τον Δεκέμ­βριο του έτους 2007 συνελήφθη από τις Αστυνομικές Αρχές για εμπλοκή σε ναρκωτικά και από τότε εμφάνιζε ιδεοψυχαναγκαστικά αισθήματα καχυποψίας, αστυνομικής επιτήρησης και φαντασιακής καταδίωξης από τρίτους, χωρίς πάντως να εκτρέπεται σε επιθετικές και βίαιες ενέργειες. Τους ερωτικούς επί πληρωμή συντρόφους του αναζητούσε σε στέκια εκδιδο­μένων περιθωριακών αλλοδαπών της πλατείας Βικτωρίας, της Κουμουνδούρου και του Πεδίου του Άρεως, τους οποίους δε­χόταν για εφήμερες ερωτικές συνευρέσεις συνήθως στην οικία του, και συγκεκριμένα σε διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου πολυκατοικίας επί της οδού [...] αρ. [...] στο [...] Αττικής. Στις 3.6.2008 και ώρα 02.00 περίπου, ο Ν.Σ. προσέγγισε τον κατηγο­ρούμενο ..., υπήκοο Γεωργίας, έγγαμο και πατέρα δύο παι­διών, ο οποίος κατά το τελευταίο τουλάχιστον τρίμηνο σύχναζε στην πλατεία Βικτωρίας, προσφερόμενος για αμειβόμενες σε­ξουαλικές συνευρέσεις με ομοφυλόφιλους άνδρες, και, μετά από σχετική συνεννόηση, πήγαν στο διαμέρισμα του πρώτου, όπου, αφού προηγουμένως ο Ν.Σ. έκανε χρήση κοκαΐνης και κατανάλωσαν μπύρες (ανιχνεύτηκε μείγμα βιολογικού υλικού και των δύο σε τρία κυτία στο σαλόνι - δείγματα [...], [...] και [...]), συνευρέθηκαν ερωτικά και συμφώνησαν να συναντηθούν ξανά το βράδυ της ίδιας ημέρας στην πλατεία Βικτωρίας για τον ίδιο λόγο. Πράγματι περί ώρα 20.45 περίπου της 3.6.2008 οι δύο συναντήθηκαν στην πλατεία Βικτωρίας και κατέληξαν στο διαμέρισμα του Ν.Σ., όπου ο τελευταίος έκανε μόνο αυτός χρήση κοκαΐνης με ένα πλαστικό καλαμάκι (πειστήριο [...]), στο μέσον του οποίου ανιχνεύτηκε αποκλειστικά δικό του βιολογι­κό υλικό, και όχι άλλου ατόμου. Επίσης, αφού παρέμειναν για κάποιον χρόνο στο σαλόνι, όπου ο Ν.Σ. κατανάλωσε λίγους ξηρούς καρπούς, ήπιε κόκα κόλα μαζί με τον κατηγορούμενο και κάπνισαν μαζί τα ίδια τσιγάρα (ανιχνεύτηκε μείγμα βιολο­γικού υλικού και των δύο σε 13 αποτσίγαρα μέσα σε τασάκι πάνω σε τραπέζι του σαλονιού), μετά πήγαν στο υπνοδωμάτιο και συνευρέθηκαν σεξουαλικά, όπως προκύπτει από αποτσίγαρο που βρέθηκε μέσα σε τασάκι πάνω στη συρταριέρα του υπνοδωματίου (πειστήριο [...]), στο οποίο ανιχνεύτηκε μείγμα βιολογικού υλικού και των δύο, αλλά και από κυτίο μπίρας [...] που βρέθηκε στο υπνοδωμάτιο (πειστήριο [...]), στο οποίο επί­σης ανιχνεύτηκε μείγμα βιολογικού υλικού και των δύο. Ακόμη στο υπνοδωμάτιο βρέθηκαν πάνω στο κρεβάτι ένα σχισμένο προφυλακτικό (πειστήριο [...]), στην εσωτερική επιφάνεια του οποίου ανιχνεύτηκε βιολογικό υλικό του Ν.Σ. και ένα ομοίωμα πέους (πειστήριο [...]) με υπόλειμμα περιττωμάτων, στο οποίο ανιχνεύτηκε βιολογικό υλικό του Ν.Σ. Στη συνέχεια επανήλθαν στο σαλόνι, όπου ο κατηγορούμενος συνέχισε να πίνει μπύρες και να καπνίζει τσιγάρα, ενώ ο Ν.Σ. κατά τη δεύτερη συνάντηση απέφυγε να καταναλώσει αλκοολούχο ποτό, αφού δεν ανιχνεύ­τηκε οινόπνευμα στο αίμα του, αλλά μόνο στα ούρα, γεγονός που μαρτυρεί ότι η κοινή κατάποση οινοπνεύματος αυτού και του κατηγορουμένου έγινε κατά την πρώτη συνάντησή τους, δηλαδή μετά τις 03.00 ώρα της 3.6.2008. Κάποια στιγμή κι ε­νώ ο Ν.Σ. βρισκόταν τελείως γυμνός στον αριστερό καναπέ του σαλονιού (βλ. έκθεση αυτοψίας φύλλο 2, όπου εκτιμάται το ση­μείο αυτό ως αφετηρία του εγκληματικού συμβάντος), δέχτηκε επίθεση του κατηγορουμένου, ο οποίος με μαχαίρι που πήρε από ξύλινη βάση μαχαιριών της κουζίνας (η οποία ήταν ορα­τή από το σαλόνι) κατέφερε, σε χρονικό διάστημα 2-3 λεπτών, είκοσι ένα (21) αλλεπάλληλα, πυκνά και στοχευμένα πλήγματα στο θύμα εκ των νώτων και καθώς αυτό ήταν γονατισμένο και ανήμπορο να αντιδράσει μετά τα πρώτα πλήγματα. Αρχικά ο κατηγορούμενος έπληξε το θύμα στην κοιλιακή χώρα, προκα­λώντας τρώση σπλήνας, μετά το έπληξε στον θώρακα, προκα­λώντας τρώση πνεύμονα και καρδιάς και στο τέλος το έπληξε στην πρόσθια τραχηλική χώρα στο ύψος της σφαγής, προκα­λώντας επίμηκες βαθύ τραύμα μήκους 15 εκ. με πλήρη διατο­μή του λάρυγγα, με αποτέλεσμα το θύμα να εκπνεύσει μετά από ελάχιστο χρόνο, εντοπίστηκε δε γυμνό σε ύπτια θέση στο δάπεδο μπροστά από τη γωνία των δύο καναπέδων μέσα σε λί­μνη αίματος αρχικά από την Αλβανίδα οικιακή βοηθό του A.M. περί ώρα 07.10 της 4.6.2008 και αργότερα περί ώρα 10.00 της ίδιας ημέρας από τον υπαστυνόμο Κ.Χ., που διενήργησε αυτοψία στον χώρο του εγκλήματος και συνέταξε την σχετική έκθεση που αναγνώστηκε. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος πήγε στο μπάνιο, όπου σκουπίστηκε με πετσέτα, που πέταξε στο υπνοδωμάτιο, ενώ μετά έπλυνε το μαχαίρι και το τοποθέ­τησε σε συρτάρι της κουζίνας, στο εσωτερικό του οποίου βρέ­θηκε αποτύπωμα του αριστερού του αντίχειρα. Ακολούθως ερεύνησε όλους τους χώρους του διαμερίσματος, πέταξε στο δάπεδο το περιεχόμενο των συρταριών, για να σκηνοθετήσει δήθεν ληστεία με ανθρωποκτονία από άλλους δράστες και να αποπροσανατολίσει την αστυνομική έρευνα που θα ακολου­θούσε, όπως ο ίδιος ανέφερε στην από 26.7.2008 προανακρι­τική εξέτασή του, και αποφάσισε να αφαιρέσει δύο φορητούς υπολογιστές μάρκας [...], ένα κινητό τηλέφωνο και χρηματικό ποσό 100 ευρώ, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, καθώς και τα κλειδιά της οικίας και του αυτοκινήτου του θύματος. Όταν πήγε να βγει από το διαμέρισμα, διαπίστωσε ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη, οπότε αρχικά προσπάθησε να την σπάσει με μία σιδερένια τσιμπίδα τζακιού, χωρίς να τα καταφέρει, επειδή αυτή ήταν ασφαλείας και εσωτερικά μεταλλική. Μετά επιχείρη­σε να την ανοίξει με ακατάλληλο κλειδί που έσπασε μέσα στην κλειδαριά, το οποίο αφαίρεσε με προσεκτικές κινήσεις και ανα­ζήτησε ψύχραιμα το κατάλληλο κλειδί, το οποίο βρήκε σε συρ­τάρι ενός κομοδίνου και απομακρύνθηκε, συναποκομίζοντας τα προαναφερόμενα αντικείμενα, από τα οποία τα κλειδιά του αυτοκινήτου και του διαμερίσματος τα έριξε σε κάδο απορ­ριμμάτων βγαίνοντας από την πολυκατοικία, ενεργοποίησε το κινητό τηλέφωνο την ίδια ημέρα και μία εβδομάδα αργότερα το πώλησε σε αλλοδαπό, ενώ τους δύο φορητούς υπολογιστές τους φύλαξε στο σπίτι, όπου διέμενε με την πεθερά του. Συ­νέχισε δε (με διακοπή δύο-τριών ημερών μετά το έγκλημα) να εργάζεται κανονικά, καθαρίζοντας καράβια από μαζούτ, στο [...] Αττικής (αποσκοπώντας προδήλως και στο να μην εγείρει στο εργασιακό περιβάλλον του υπόνοιες ενοχής σε βάρος του από ενδεχόμενη οριστική διακοπή της εργασίας του) μέχρι τις 26.7.2008, οπότε συνελήφθη, αφού προηγήθηκε δακτυλοσκοπική ταυτοποίησή του και ομολόγησε την εγκληματική δράση του, αλλά με παραποιημένο ιστορικό για προφανείς υπερασπιστικούς λόγους. [...] Από τα πραγματικά περιστατικά, που προαναφέρθηκαν και ανάγονται σε χρόνο πριν, κατά και μετά την πραγμάτωση του εγκληματικού συμβάντος, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, α­ποδείχτηκε με την απαιτούμενη δικανική βεβαιότητα ότι ο κα­τηγορούμενος αποφάσισε και τέλεσε με ευθύ δόλο την πράξη της ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, δηλαδή σε κατάσταση ψυχικής υπερδιέγερσης που δεν απέκλειε την σκέ­ψη και τη δυνατότητα στάθμισης των αιτίων που ωθούν στην τέλεση της ανθρωποκτόνου πράξης ή συγκρατούν από την τέλεσή της. Επίσης, από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, κατά ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, αποδείχτηκε ότι ο κατη­γορούμενος, ο οποίος δεν είχε καταναλώσει μεγάλη ποσότητα μπύρας και δεν είχε κάνει χρήση κοκαΐνης ή άλλης ναρκωτικής ουσίας, κατά την τέλεση της πράξης δεν βρισκόταν σε κατά­σταση διανοητικής ή ψυχικής διατάραξης, η οποία να αναιρού­σε ή να μείωνε σημαντικά την ικανότητα αυτού να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της συγκεκριμένης πράξης του ή την ι­κανότητά του να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για τον άδικο χαρακτήρα της, ούτε τελούσε σε κατάσταση υπαίτιας μέθης του άρ. 193 Π.Κ.. Ιδιαίτερα καταδεικτική του γεγονότος, ό­τι ο κατηγορούμενος κατά την τέλεση της πράξης του διατηρούσε σε πλήρη ενέργεια και λειτουργικότητα τη διανοητική και ψυχι­κή κατάστασή του και αμείωτη την ικανότητά του για διάκριση και συμμόρφωση, ανεξάρτητα από (αλλά και παρά) τη σπάνια αγριότητα του τρόπου τέλεσης του εγκλήματος, ο οποίος εκδη­λώνει ασυνήθη σκληρότητα και τραχύτητα ως χαρακτηρολογικά στοιχεία του δράστη, είναι η προαναφερόμενη, ψύχραιμη, μεθοδική και επινοητική, συμπεριφορά αυτού αμέσως μετά την εγκληματική πράξη. Δηλαδή η εκτεταμένη έρευνα στους χώρους του διαμερίσματος για εντοπισμό του κλειδιού της εισόδου, η ρίψη του περιεχομένου των συρταριών στο δάπε­δο για σκηνοθέτηση ληστείας και για αποπροσανατολισμό της αστυνομικής έρευνας που θα ακολουθούσε, αφαίρεση με προσεκτικές κινήσεις υπολείμματος σπασμένου κλειδιού από κλειδαριά της εισόδου του διαμερίσματος κ.λπ.. Αντίθετα, δεν αποδείχτηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι συνέτρεξε στην προκείμενη περίπτωση οποιαδήποτε από τις προϋποθέ­σεις της άμυνας με υπέρβαση των ορίων της, που επικαλέστη­κε ο κατηγορούμενος, πρωτίστως επειδή δεν αποδείχτηκε ότι προϋπήρξε άδικη και παρούσα επίθεση του θύματος με μαχαί­ρι ή με άλλον τρόπο, που να έθετε σε άμεσο κίνδυνο τα έννομα αγαθά του, ενώ, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, η εφαρ­μογή της διάταξης του άρ. 23 ΠΚ προϋποθέτει υπαρκτή κατά­σταση άμυνας. Επομένως, πρέπει, ο κατηγορούμενος να κηρυ­χθεί, κατά πλειοψηφία, ένοχος ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και να απορριφθεί ως αβάσιμος ο αυτοτελής ισχυρισμός αυτού, ότι τέλεσε την ανθρωποκτόνο πράξη σε βρασμό ψυχικής ορμής. Επίσης πρέπει ομόφωνα α) να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κα­τηγορουμένου, ότι κατά την τέλεση της πράξης αυτός βρισκό­ταν σε κατάσταση άμυνας και υπερέβη τα όριά της (άρ. 22-23 ΠΚ), καθώς και ότι τελούσε σε κατάσταση μειωμένου καταλο­γισμού (άρ. 36 ΠΚ), β) να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος κλοπής των προαναφερομένων αντικειμένων που αφαίρεσε με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης από το διαμέρισμα του θύ­ματος και γ) να παύσει υφ'όρον η ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου κατά το άρ. 2 παρ. 1 του Ν. 4043/2012 για τις πλημμεληματικές πράξεις της παράνομης οπλοχρησίας και της παράνομης εισόδου στη Χώρα, για τις οποίες επιβλήθηκαν σε βάρος του ποινές φυλάκισης έξι και τριών μηνών, αντίστοιχα, με την πρωτόδικη απόφαση, που δεν έχει γίνει ακόμη αμετά­κλητη και οι σχετικές ποινές δεν έχουν εκτιθεί.

Ένα, όμως, μέλος του Δικαστηρίου, ο Εφέτης, Παλλαδινός Διονύσιος, είχε τη γνώμη ότι έπρεπε να γίνει δεκτός ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι τέλεσε την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση ευρισκόμενος σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής. Ειδικότερα κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρ. 299 του ΠΚ, «όποιος, με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη», κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, «αν η πρά­ξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης». Από τον συν­δυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για την στοιχειο­θέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε, δόλος που περιλαμβά­νει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του αυτού άρ. 299 του ΠΚ, προκύπτει ότι, για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση, κατά την έννοια της διάταξης, απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη, είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξης. Ενώ, στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της πράξης, γιατί αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέ­χουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρ. 299 ΠΚ για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλαδή για την επιβολή της πρόσκαιρης αντί της ισόβιας κάθειρξης. Για την ύπαρξη του στοιχείου της ψυχικής ορμής, στο έγκλημα της ανθρωποκτο­νίας από πρόθεση, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και από­τομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος, αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φθάσει σε ψυχική κατάσταση τέτοια, που να αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή τη δυνατότητα στάθμισης των αιτιών που κινούν την πράξη ή απωθούν από αυτήν (ΑΠ 1549/2012, δημοσίευση Νόμος). Στην προκείμενη περίπτωση, ο Ν.Σ., παθητικός ομοφυλό­φιλος, αλκοολικός και εξαρτημένος από τη χρήση κοκαΐνης σε καθημερινή βάση, είχε συνευρεθεί ερωτικά με τον κατηγορού­μενο M.D., και συμφώνησαν να συνευρεθούν πάλι το βράδυ της ίδιας ημέρας (3.6.2008). Περί ώρα 20.45 της 3ης.6.2008, συναντήθηκαν στην πλατεία Βικτωρίας, απ'όπου πήγαν στο διαμέρισμα του Ν.Σ. Ο Ν.Σ. έκανε χρήση κοκαΐνης και τόσο το θύμα όσο και ο κατηγορούμενος ήπιαν μπύρες. Συνευρέθηκαν, αρχικά, ερωτικά στο υπνοδωμάτιο και μετά πήγαν στο σαλόνι, όπου βρισκόντουσαν τελείως γυμνοί. Ενώ ο κα­τηγορούμενος καθόταν στο αριστερό τμήμα του καναπέ, τον πλησίασε, αιφνιδιαστικά, ο Ν.Σ. και του ζήτησε με την απειλή μαχαιριού που είχε λάβει από την κουζίνα, να εναλλαχθούν οι ρόλοι τους και να λάβει ο κατηγορούμενος τη θέση του παθη­τικού ομοφυλόφιλου και το θύμα τη θέση του ενεργητικού ο­μοφυλόφιλου, απαιτώντας το θύμα από τον κατηγορούμενο να προβεί σε πεολειξία. Ο κατηγορούμενος ένιωσε τρόμο, φόβο, αγανάκτηση, οργή από την αιφνιδιαστική και αντιφατική αυτή συμπεριφορά του θύματος, περιήλθε σε μεγάλη υπερδιέγερση των συναισθημάτων αυτών και υπό το κράτος της πλήρους ψυ­χικής διαταραχής, γρονθοκόπησε τον κατηγορούμενο στο αρι­στερό ριζορίνιο, του απέσπασε το μαχαίρι και του επέφερε 21 κτυπήματα εκ των οποίων επήλθε ο θάνατός του. Η κρίση αυτή, για την ψυχική διαταραχή του κατηγορουμένου, ενισχύεται ιδι­αίτερα από το ότι α) το θύμα είχε παθητικό ρόλο στις ερωτικές συνευρέσεις που είχε με τους συντρόφους του, β) το θύμα, αρ­χικά, είχε διαβεβαιώσει τον κατηγορούμενο, ότι ο τελευταίος θα έχει ενεργητικό ρόλο, γ) ο κατηγορούμενος είναι υπήκοος Γεωργίας, όπου το να είσαι παθητικός ομοφυλόφιλος θεωρείται προσβλητικό, δ) το θύμα, καίτοι δεν το συνήθιζε, μετά την είσο­δό του με τον κατηγορούμενο στο διαμέρισμά του, κλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος και έκρυψε επιμελώς τα κλειδιά, γεγονός το οποίο συνηγορεί ότι είχε στις προθέσεις του να ζητήσει την εναλλαγή των ρόλων και προσπάθησε να εξασφαλίσει την αποτροπή της απομάκρυνσης του κατηγορούμενου από το δι­αμέρισμα, ε) το θύμα αμέσως μετά την είσοδό του στο διαμέρι­σμα προέβη στη χρήση κοκαΐνης, γεγονός που του προκάλεσε υπερδιέγερση και επιθετικότητα, στ) όπως προκύπτει από την κατάθεση του μάρτυρος κατηγορίας, Α.Κ., την χρονική αυτή πε­ρίοδο το θύμα ήταν «[...] [λ]εκτικά προκλητικός και βίαιος... Μιλούσε άσχημα... Είχε εμμονές και παραισθήσεις και τα έβαζε με όλους», ζ) ο μάρτυς κατηγορίας, Γ.Α., ψυχίατρος - επίκουρος καθηγητής ψυχιατρικής, καταθέτει μεταξύ άλλων: «τα σεξουα­λικά εγκλήματα έτσι και αλλιώς είναι βίαια, διότι έχουν το υπόστρωμα της προσβολής του δράστη απέναντι στο θύμα. Σε μια ομοφυλόφιλη σχέση υπάρχει αυτό το δίπολο εξουσίας-υποταγής. Τα 21 πλήγματα δείχνουν παρορμητικότητα... Ο φόβος μπορεί να πυροδοτήσει την κατάσταση του κατηγορουμένου», η) η μάρτυς υπεράσπισης, Χ.Α., ψυχολόγος, καταθέτει μεταξύ άλλων: «τα 21 κτυπήματα προέρχονται καθαρά από αμόκ και φόβο», θ) ο μάρτυς υπεράσπισης, Ι.Α., ιατροδικαστής, καταθέτει μεταξύ άλλων: «με βάση τη σκηνή του εγκλήματος αποκλείω να ήταν προσχεδιασμένη δολοφονία. Ήταν ένας ομόφυλος πανικός», ι) ότι το μαχαίρι που χρησιμοποιήθηκε για το φόνο, έφερε και το βιολογικό υλικό του θύματος, το οποίο δεν ήταν αίμα, αλλά επιθηλιακά κύτταρα (βλ. εργαστηριακή εξέταση α­ναζήτησης DNA πειστήριο [...]), ια) η χρονική διάρκεια μετα­ξύ απειλής εκ μέρους του θύματος, απόφασης και εκτέλεσης της ανθρωποκτονίας εκ μέρους του κατηγορουμένου είναι εξαιρετικά μικρή και ιβ) δεν υπήρχε προσχεδιασμός εκ μέρους του κατηγορούμενου. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, τόσο κατά την απόφαση, όσο και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας, βρισκόταν υπό το κράτος ψυχικής υπερδιέγερσης των παραπάνω περιγραφέντων συναισθημάτων του, με αποτέλεσμα να αποκλείεται η σκέψη του και η δυνατότητα στάθμισης των αι­τίων που τον ώθησαν στην πράξη του. Ακολούθως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ανθρωποκτονίας που τελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής κατά τη διάταξη του άρ. 299 παρ. 2 του ΠΚ

Περαιτέρω, ως προς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου για αναγνώριση υπέρ αυτού των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρ. 84 παρ. 2 περ. α`, γ`, δ` και ε` ΠΚ, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Κατά πάγια νομολογιακή εφαρμογή, μόνη η ύπαρξη λευ­κού ποινικού μητρώου και πιστοποιητικού καλής διαγωγής στις φυλακές (που συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου) δεν αρκεί για την χορήγηση των σχετικών ελαφρυντικών του προτέρου εντίμου βίου (περ. α) και της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη (περ. ε`), αλλά απαιτείται να αποδεικνύεται αντίστοιχη θετική ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική δραστηριοποίηση σε ελεύθερη κοινωνική διαβίωση με κριτήριο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και νομοταγή πολίτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εκτιμάται ως μη αναμενόμενη η εκτροπή του κατηγορουμένου σε αξιόποινες ή άλλες έκνομες πράξεις (ΑΠ 13/2009, ΑΠ 2036/2001, ΑΠ 1872/1999). Εξάλλου, το ελαφρυντικό του άρ. 84 παρ. 2 περ. γ` ΠΚ προϋποθέτει απόδειξη ότι ο δράστης ωθήθηκε στην πράξη από προηγούμενη ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή ότι ο δράστης παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλί­ψη που προκάλεσε σ'αυτόν προηγούμενη άδικη (αξιόποινη ή μη) σε βάρος του πράξη του παθόντος. Η δε ανάρμοστη ή άδικη συμπεριφορά του παθόντος κατά του δράστη πρέπει να τελεί σε αιτιώδη σχέση με την εγκληματική πράξη του δράστη, δηλαδή να αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος δεν θα δρούσε χωρίς αυτή (ΑΠ 798/2002, ΑΠ 1529/1994). Επίσης, η χορήγηση του ελαφρυ­ντικού του άρ. 84 παρ. 2 περ. δ` ΠΚ προϋποθέτει απόδειξη ότι ο δράστης εκδήλωσε (με συγκεκριμένο τρόπο και σε συγκεκριμέ­νο τόπο και χρόνο) ειλικρινή μετάνοια και ότι επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Κατά την έννοια δε του νόμου, δεν συνιστά ειλικρινή μετάνοια η απλή δήλωση συγ­γνώμης από τον δράστη ή η καλή διαγωγή στις φυλακές ή κατά τη διεξαγωγή της δίκης ή η απλή και καθυστερημένη δήλωση ομολογίας κατά τη δίκη ή η παράδοσή του στην αστυνομία μετά το έγκλημα (ΑΠ 842/1999, ΑΠ 1312/1993, ΑΠ 256/1989 κ.α.). [...] Τέλος, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, από τα ίδια προα­ναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχτηκαν συγκεκρι­μένα πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν προηγούμενη ανάρμοστη συμπεριφορά ή προηγούμενη άδικη πράξη του θύματος σε βάρος του δράστη, οι οποίες να ώθησαν τον δράστη ή να προκάλεσαν σ'αυτόν οργή ή βίαιη θλίψη και να τον παρέσυραν έτσι στην τέλεση της εγκληματικής πράξης. Ό­πως ήδη αναφέρθηκε, δεν αποδείχτηκε, ούτε τεκμηριώθηκε, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι το θύμα τον απείλησε με μαχαίρι και αξίωσε επιτακτικά από αυτόν «να του πάρει πίπα», πράγμα που του προκάλεσε βίαιη και έντονη οργή και τον ε­ξώθησε στην ανθρωποκτόνο πράξη. Ούτε επίσης αποδείχτηκε ότι προηγήθηκε οποιαδήποτε άλλη άδικη πράξη ή ανάρμοστη συμπεριφορά του θύματος σε βάρος του κατηγορουμένου, που να προκάλεσε σ'αυτόν την απόφαση να θανατώσει το θύμα. Αντίθετα, αποδείχτηκε ότι ο προαναφερόμενος ισχυρισμός υπήρξε υπερασπιστικό επινόημα του κατηγορουμένου, όπως ήταν και ο ισχυρισμός αυτού ότι είχε μία μόνο συνάντηση με το θύμα περί ώρα 5-6 πρωινή της ημέρας του εγκλήματος, ο ισχυρισμός ότι ακολούθησε το θύμα στην οικία του, επειδή του υποσχέθηκε ερωτική συνεύρεση με γυναίκες, και ο ισχυρισμός ότι αφετηρία του εγκληματικού συμβάντος ήταν η πολυθρόνα του σαλονιού, στην οποία δήθεν καθόταν ο κατηγορούμενος ξαπλωμένος και ζαλισμένος, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, αποδείχτηκε ότι το εγκληματικό συμβάν ξεκίνησε από τον αριστε­ρό καναπέ του σαλονιού, όπου ήταν το θύμα ξαπλωμένο και γυμνό και ολοκληρώθηκε σε ελάχιστο χρόνο μπροστά από τη γωνία των δύο καναπέδων, όπου και βρέθηκε το θύμα μέσα σε λίμνη αίματος. Η επικαλούμενη εκδήλωση επιθυμίας του θύμα­τος, να του κάνει ο κατηγορούμενος πεολειξία ή άλλη παρεμ­φερή ενέργεια που παραπέμπει σε παθητική ομοφυλοφιλία, χωρίς να συνοδεύεται από απειλή με μαχαίρι ή από άλλη άδικη πράξη (αφού αυτό δεν προέκυψε ούτε ως απλή πιθανότητα), δεν αποκλείεται να συνέβη κατά την εξέλιξη των γενετησιακών περιπτύξεων που υπήρξαν μεταξύ τους, όπως και σε ανάλογη περίπτωση είχε επιχειρήσει το θύμα κατά τη διάρκεια συνεύ­ρεσης με άλλον ερωτικό σύντροφο (βλ. ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, Μ.N.E., στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο). Τέτοια ε­νέργεια, όμως, αξιολογούμενη υπό τις συγκεκριμένες περιστά­σεις, της επί χρήμασι ομοφυλοφιλικής ερωτικής συνεύρεσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανάρμοστη με την έννοια της οικεί­ας διάταξης, αλλά ως αναμενόμενη, που μπορούσε και έπρε­πε να αποκρουστεί από τον κατηγορούμενο με απλή άρνηση (όπως είχε πράξει ο προαναφερόμενος μάρτυρας) ή με άλλη μη εγκληματική αντίδραση, η οποία δεν έθιγε την τιμή και αξι­οπρέπειά του. Επομένως, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός για χορήγηση του σχετικού ελαφρυντικού. 

Μειοψήφησαν τρία μέλη του Δικαστηρίου, ο εφέτης, Παλλαδινός Διονύσιος, και οι ένορκοι [...] και [...], οποίοι είχαν τη γνώμη ότι έπρεπε να αναγνωριστεί υπέρ του κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση του άρ. 84 παρ. 2 περ. γ` ΠΚ. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρ. 84 παρ. 2γ΄ του ΠΚ, ελαφρυντική περίσταση θεωρείται το ότι στην πράξη του ω­θήθηκε ο κατηγορούμενος από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη. Στην προκείμε­νη περίπτωση, ο Ν.Σ., παθητικός ομοφυλόφιλος, αλκοολικός και εξαρτημένος από τη χρήση κοκαΐνης σε καθημερινή βάση, είχε συνευρεθεί ερωτικά με τον κατηγορούμενο M.D., και συμφώνησαν να συνευρεθούν πάλι το βράδυ της ίδιας ημέ­ρας (3.6.2008). Περί ώρα 20.45 της 3.6.2008, συναντήθηκαν στην πλατεία Βικτωρίας, απ'όπου πήγαν στο διαμέρισμα του Ν.Σ. Ο Ν.Σ. έκανε χρήση κοκαΐνης και τόσο το θύμα όσο και ο κατηγορούμενος ήπιαν μπύρες. Συνευρέθηκαν, αρχικά, ερω­τικά στο υπνοδωμάτιο και μετά πήγαν στο σαλόνι, όπου βρι­σκόντουσαν τελείως γυμνοί. Ενώ ο κατηγορούμενος καθόταν στο αριστερό τμήμα του καναπέ, τον πλησίασε, αιφνιδιαστικά, ο Ν.Σ. και του ζήτησε με την απειλή μαχαιριού που είχε λάβει από την κουζίνα, να εναλλαχθούν οι ρόλοι τους και να λάβει ο κατηγορούμενος τη θέση του παθητικού ομοφυλόφιλου και το θύμα τη θέση του ενεργητικού ομοφυλόφιλου, απαιτώντας το θύμα από τον κατηγορούμενο να προβεί σε πεολειξία. Ο κα­τηγορούμενος ένιωσε τρόμο και οργή από την αιφνιδιαστική και αντιφατική αυτή συμπεριφορά του θύματος, περιήλθε σε συναισθηματική υπερδιέγερση, γρονθοκόπησε τον κατηγο­ρούμενο στο αριστερό ριζορίνιο, του απέσπασε το μαχαίρι και του επέφερε 21 κτυπήματα εκ των οποίων επήλθε ο θάνατός του. ...

 

 

 

Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

Παραβιάζει ο Δικηγόρος προσωπικά δεδομένα ενώπιον Δικαστηρίων ;



Μία εξαιρετικά μεν ενδιαφέρουσα, και εν μέρει αιτιολογημένη (σε ό,τι αφορά στην προϋπόθεση της επέμβασης σε "αρχείο" και στην διασταλτική ερμηνεία της από άλλα Δικαστήρια) απόφαση του Αρείου Πάγου, πλην όμως εξόχως προβληματική, βάσει των πραγματικών περιστατικών του Δικαστηρίου της ουσίας, αφού: α) Περιορίζει ανεπίτρεπτα την νομιμότητα της κατ'εξαίρεση επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον Δικαστηρίου, ερμηνεύοντας εσφαλμένα και τυποποιημένα τις αρχές της προσφορότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, και β) Ποινικοποιεί αδιακρίτως την συμπεριφορά των δικηγόρων, ως υπερασπιστών, και ως συλλειτουργών της Δικαιοσύνης, που κάνουν χρήση ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποκλειστικά σε διαδικασίες ενώπιον Δικαστηρίων, ερχόμενη, έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, σε αντίθεση (κατ'αναλογίαν) με την πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου, ότι δεν τελείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης όταν "τρίτος" είναι (αποκλειστικά) Δικαστικός Λειτουργός.

Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Αθωωτική απόφαση για παράβαση του άρθρου 22 παρ. 4 του ν. 2472/1997, τελεσθείσα άπαξ από κοινού ως και κατ’εξακολούθηση. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Επέμβαση σε αρχείο και κατ’εξαίρεση λήψη άδειας για επέμβαση σε αρχείο. Περιπτώσεις λήψης άδειας. Η επεξεργασία να είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση δικαιώματος ενώπιον Δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου. Απαλλαγή του υπευθύνου επεξεργασίας από την λήψη της ως άνω άδειας. Περιπτώσεις απαλλαγής. Απαλλαγή δικηγόρων, μεταξύ άλλων προσώπων, εφ’όσον πρόκειται για παροχή νομικών υπηρεσιών στους πελάτες τους. Πραγματικά περιστατικά. Αρχεία της Εισαγγελίας: αρχεία που περιέχουν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Χρήση πιστοποιητικού ασκήσεως ποινικής διώξεως εις βάρος του νυν μηνυτή - δικηγόρου, το οποίο αποκτήθηκε κατόπιν υποβολής νόμιμης αιτήσεως στην Εισαγγελία. Αθωωτική απόφαση, αφού ο κατηγορούμενος δεν προέβη σε παράνομη επέμβαση σε αρχείο, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, αλλά αποκτήθηκε το πιστοποιητικό κατόπιν αιτήσεως. Ο δεύτερος, δε, κατηγορούμενος χρησιμοποίησε και αυτός το πιστοποιητικό προς υπεράσπισή του, χωρίς δόλο χρήσης των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, γνωρίζοντας παράλληλα και ο ίδιος την υπόθεση από τον ίδιο τον νυν εγκαλούντα - δικηγόρο, αφού ήταν συγγενείς και φίλοι. Αθώωση και του τρίτου κατηγορουμένου - δικηγόρου του δεύτερου κατηγορουμένου. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση Εισαγγελέως κατά αθωωτικής αποφάσεως. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Ειδικότερα, ασαφής και αντιφατική αιτιολογία. Ενώ το Δικαστήριο δέχεται ότι το πιστοποιητικό νομίμως εξήχθη από την Εισαγγελία, αντιφατικά δέχεται, ότι χωρίς την συγκατάθεση του εγκαλούντος ο πρώτος κατηγορούμενος το παρέδωσε στον δεύτερο κατηγορούμενο. Όσον αφορά, δε, στον τρίτο κατηγορούμενο δεν διαλαμβάνει οποιαδήποτε αιτιολογία για ποιο λόγο ήταν αναγκαία η χρησιμοποίηση του πιστοποιητικού και για ποιο λόγο η υπεράσπιση των δικαιωμάτων του πελάτη του, τα οποία, σημειωτέον, ουδόλως προσδιορίζονται, δεν μπορούσε να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα. Αναιρεί την υπ’αριθμ. 730/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου για τους ως άνω λόγους.

Αριθμός 901/2019 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ` Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου-Εισηγήτρια, Γεώργιο Αναστασάκο, Μαρία Γεωργίου και Ευφροσύνη Καλογεράτου-Ευαγγέλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως της υπ'αριθμ. 730/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με κατηγορούμενους τους: 1. ... 3. ... Με πολιτικώς ενάγοντα τον ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του ... . Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ'αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία …/21-12-2018 έκθεση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Δημητρίου Δασούλα, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δέσποινας Χρονοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2019. Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ, να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώριση της απόφασης στο υπό του άρθρου 473 παρ. 3 του αυτού Κώδικα προβλεπόμενο ειδικό βιβλίο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά οιασδήποτε αποφάσεως εκδιδομένης υπό οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που περιλαμβάνονται στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και η υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ`, Ε` και Η` ΚΠΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 730/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Ναυπλίου, με την οποία οι κατηγορούμενοι ... κρίθηκαν ομόφωνα αθώοι για την πράξη της παράβασης του άρθρου 22 παρ. 4 του ν. 2472/1997, τελεσθείσα άπαξ από κοινού ως και κατ'εξακολούθηση, έχει ασκηθεί νόμιμα, με εμπρόθεσμη αίτηση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα στον αρμόδιο γραμματέα του Αρείου Πάγου και την σύνταξη της σχετικής εκθέσεως στις 21-12-2018, ήτοι εντός της μηνιαίας προθεσμίας από την καταχώρηση της προσβαλλομένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο του εκδόσαντος αυτήν Δικαστηρίου, που έλαβε χώρα στις 23-11-2018, περιέχει, δε, ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και την υπέρβαση εξουσίας. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, σαν να ήταν παρόντες και οι εκ των αναιρεσειβλήτων ... και ..., οι οποίοι αν και, σύμφωνα με τα από 9-1-2019 και 15-1-2019 αποδεικτικά επιδόσεως του Αρχ/κα του AT ... και του επιμελητή της Εισαγγελίας Αρείου Πάγου ..., αντίστοιχα, κλητεύθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα για την αρχική δικάσιμο της 5-2-2019, κατά την οποία, με την με αριθμό 242/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, δεν εμφανίστηκαν ούτε παραστάθηκαν κατ'αυτήν όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 513 παρ. 1 εδ. γ`, 2, 515 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ).

Κατά το άρθρο 1 του Ν. 2472/1997 "Προστασία ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του με το άρθρο 8 του Ν. 2819/2000 και το άρθρο 34 του Ν. 2915/2001, αντικείμενο αυτού του νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων, και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του ίδιου νόμου, "Όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις", ενώ κατά την παρ. 8 του ίδιου άρθρου "Αν οι πράξεις των παρ. 1 έως 5 του παρόντος άρθρου τελέσθηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση έως τριών (3) ετών και χρηματική ποινή". Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 στοιχ. α` , β` , γ` , δ` , ε`, ι` και ια` του αυτού νόμου για τους σκοπούς αυτού νοούνται ως: α) "Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα", κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων, β) "Ευαίσθητα δεδομένα", τα δεδομένα που αφορούν την φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, την συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή, καθώς και τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες (με την παρ. 1 του άρθρου 18 του Ν. 3471/2006 και στη συνέχεια με την παρ. 3 του άρθρου 8 του Ν. 3625/2007, ρυθμίστηκαν οι περιπτώσεις, όπου, ειδικά για τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, δύναται να επιτραπεί η δημοσιοποίηση μόνον από την εισαγγελική αρχή) καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων, γ) "Υποκείμενο των δεδομένων", το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα " ("επεξεργασία"), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) "Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια...ζ) "Υπεύθυνος επεξεργασίας", οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός... ι) "Αποδέκτης" είναι το φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι και ια) "Συγκατάθεση" του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, και με την οποία, το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν 2472/1997 οι διατάξεις αυτού "εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στην μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο". Τέλος, στο άρθρο 7 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι "1. Απαγορεύεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων. 2. Κατ'εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις : α)...β)...γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 34 του ν. 2915/2001), δ)...3. Η Αρχή χορηγεί άδεια συλλογής και επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας σχετικού αρχείου, ύστερα από αίτηση του υπεύθυνου επεξεργασίας. Προϋπόθεση για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας) και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα, δε, υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας). Εξάλλου, κατά το άρθρο 7Α παρ. 1 περιπτ. ε΄ του ως άνω νόμου, ως αντικαταστάθηκε τελικά με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 3471/2006, "Ο υπεύθυνος επεξεργασίας απαλλάσσεται από την υποχρέωση γνωστοποίησης του άρθρου 6 και από την υποχρέωση λήψης άδειας του άρθρου 7 του παρόντος νόμου στις ακόλουθες περιπτώσεις : ...ε) Όταν η επεξεργασία γίνεται από δικηγόρους, συμβολαιογράφους, άμισθους υποθηκοφύλακες και δικαστικούς επιμελητές ή εταιρείες των προσώπων αυτών και αφορά στην παροχή νομικών υπηρεσιών προς πελάτες τους, εφόσον ο υπεύθυνος επεξεργασίας και τα μέλη των εταιρειών δεσμεύονται από υποχρέωση απορρήτου που προβλέπει νόμος και τα δεδομένα δεν διαβιβάζονται ούτε κοινοποιούνται σε τρίτους, εκτός από τις περιπτώσεις που αυτό είναι αναγκαίο και συνδέεται άμεσα με την εκπλήρωση εντολής του πελάτη". Από τα παραπάνω προκύπτει: Α) Ότι το πιστοποιητικό που εκδίδει η αρμόδια εισαγγελία πρωτοδικών, κατόπιν αιτήσεως του εγκαλούντος, περί ασκήσεως ποινικής διώξεως σε βάρος του εγκαλούμενου και της πορείας αυτής, αφορά ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του τελευταίου. Η χορήγηση του εν λόγω πιστοποιητικού στον εγκαλούντα αποτελεί επέμβαση στα αρχεία της εισαγγελίας, τα οποία ως διαρθρωμένα σύνολα εγγράφων αποτελούν "αρχεία" κατά την έννοια του νόμου. Το πιστοποιητικό χορηγείται, προκειμένου ο εγκαλών και αιτών να το χρησιμοποιήσει μόνο στο πλαίσιο της μεταξύ αυτού και του εγκαλούμενου διαφοράς. Η περαιτέρω χρήση του εν λόγω πιστοποιητικού για διαφορετικό σκοπό από αυτόν για τον οποίο και μόνο αυτό χορηγήθηκε, ήτοι παράδοση αυτού σε τρίτον, χωρίς να υφίσταται λόγος εξαίρεσης της εν λόγω επεξεργασίας, συνιστά μη νόμιμη επεξεργασία του εν λόγω ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου. Η εν συνεχεία χρησιμοποίηση του πιστοποιητικού από τον τρίτο, χωρίς δικαίωμα και χωρίς να υφίσταται λόγος εξαίρεσης της εν λόγω επεξεργασίας, συνιστά παράνομη επέμβαση σε αρχείο που πλέον δημιούργησε ο τρίτος. Αντίθετη παραδοχή θα οδηγούσε στο αποκρουστέο αποτέλεσμα της νομιμοποίησης της ανεξέλεγκτης επεξεργασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, τα οποία αποκτώνται μεν αρχικώς νομίμως, στη συνέχεια όμως παραδίδονται σε τρίτους χωρίς οι τελευταίοι να μπορούν να ελεγχθούν για τυχόν, κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου 2472/1997, χρήση τους (πρβλ. ΑΠ 1520/2017 Πολιτική) και Β) Ότι οι κυρώσεις που προβλέπονται στον Ν. 2472/1997, ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεών του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Με εξαίρεση δε τις περιπτώσεις της παρ. 5 του άρθρου 22, η οποία ποινικοποιεί τις παραβάσεις συγκεκριμένων αποφάσεων της Αρχής προσωπικών δεδομένων, το κοινό συνδετικό γνώρισμα των ειδικών ποινικών προβλέψεων του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997 και εκείνο που προσδίδει βαρύτητα στις σχετικές πράξεις είναι η αναφορά τους στην τήρηση "αρχείων προσωπικών δεδομένων". Από τη διατύπωση δε της παραπάνω διάταξης καθίσταται σαφές ότι το αδίκημα του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997 είναι ένα υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα και μόνο στην πρώτη μορφή τέλεσής του τίθεται ως προϋπόθεση η πράξη της επέμβασης σε αρχείο. Στις υπόλοιπες μορφές τέλεσης δεν τίθεται ως προϋπόθεση να υφίσταται ή να έχει προηγηθεί επέμβαση σε αρχείο χωρίς δικαίωμα. Συνεπώς, για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, απαιτείται: α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε "αρχείο", ως τέτοιο δε θεωρείται κατ'άρθρο 2 περ. ε`, το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελούν αντικείμενο "επεξεργασίας" και τηρούνται κατά τα οριζόμενα στην πιο πάνω διάταξη, β) υποκείμενο των δεδομένων, δηλαδή το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, και γ) να πρόκειται για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτά ορίζονται με τις πιο πάνω διατάξεις. Έτσι, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως. Τούτο συνάγεται επίσης ευθέως και από τη διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 4, 5 και 6 του ως άνω νόμου, με τις οποίες απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επεμβάσεως σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποιήσεως του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως, όχι όμως και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, αφού στην περίπτωση αυτή δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα (ΑΠ 1372/2015, ΑΠ 1110/2013). Εξάλλου, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει είτε όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση καθόλου ή εκτίθενται ελλιπώς ή κατά τρόπο ασαφή τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο, με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά, τα οποία έλαβε υπόψη για τον σχηματισμό της κρίσεώς του. Δεν απαιτείται όμως να παρατίθενται περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο πείσθηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου. Τέλος, λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε` του ΚΠΔ συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα της απόφασης, που αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. 

Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ'αριθμ. 730/2018 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Ναυπλίου κήρυξε ομόφωνα τους κατηγορούμενους ..., αθώους του ότι: Α) Ο πρώτος κατηγορούμενος ... την 02-04-2013, χωρίς δικαίωμα ανακοίνωσε και κατέστησε προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονταν σε αρχείο προσωπικών δεδομένων, το οποίο είχε σχηματισθεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Ναυπλίου και συγκεκριμένα για το ότι στον ως άνω τόπο και χρόνο, αφού υπέβαλε την με αρ. πρωτ. … από 02- 04-2013 αίτηση προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου, με την οποία ζητούσε την χορήγηση πιστοποιητικού δικονομικής πορείας της με Α.Β.Μ. ... ποινικής δικογραφίας, έλαβε από το αρχείο, που τηρείται στο τμήμα μηνύσεων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ναυπλίου το από 02-04-2013 πιστοποιητικό, στο οποίο αναφερόταν ότι κατόπιν της υπ'αριθμ. Α.Β.Μ. …έγκλησης του ως άνω κατηγορουμένου σε βάρος του νυν εγκαλούντος ασκήθηκε ποινική δίωξη με παραγγελία του Εισαγγελέα Πρωτοδικών προς διενέργεια κύριας ανάκρισης, για τα αδικήματα : α) "της απάτης επί δικαστηρίω με περιουσιακό όφελος ή προξενηθείσα ζημία άνω των 120.000 ευρώ, τετελεσμένης και σε απόπειρα κατ'εξακολούθηση", β) "της απιστίας δικηγόρου" και γ) "της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, με συνολικό όφελος ή συνολική ζημία άνω των 120.000 ευρώ, τελεσθείσας κατ'εξακολούθηση" και ότι η ανωτέρω δικογραφία βρισκόταν στο στάδιο της κυρίας ανάκρισης. Εν συνεχεία, ο πρώτος κατηγορούμενος, χωρίς να έχει νόμιμο προς τούτο δικαίωμα, άνευ της προηγούμενης συγκατάθεσης του εγκαλούντα ..., ήτοι του υποκειμένου, στο οποίο τα ως άνω ευαίσθητα δεδομένα, κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. β΄ του Ν. 247/1997 αφορούσαν, καθόσον αναφέρονταν στην εναντίον του άσκηση ποινικής δίωξης και άνευ της αδείας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με πρόθεση ανακοίνωσε και κατέστησε αυτά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, παραδίδοντας το ανωτέρω με αρ. πρωτ. ...από 02-04-2013 πιστοποιητικό στους δεύτερο και τρίτο κατηγορουμένους... . Β) Οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων: ... στους κατωτέρω αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενεργώντας από κοινού και συγκεκριμένα, κατόπιν συναπόφασης, με πρόθεση έλαβαν γνώση, ανακοίνωσαν και εκμεταλλεύτηκαν με οποιονδήποτε τρόπο ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονταν σε αρχείο προσωπικών δεδομένων, το οποίο είχε σχηματισθεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Ναυπλίου και συγκεκριμένα οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων, ενεργώντας με κοινό προς τούτο δόλο, κατόπιν συναπόφασης: (α) την 14-06-2013, κατά την συζήτηση της από 30-08-2012 και με αριθ. κατάθεσης .../20-9-2012 αίτησης του δεύτερου κατηγορουμένου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία ζητούσε να του χορηγηθεί εκτελεστό απόγραφο της υπ'αριθ. 5/2012 τελεσίδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, ο δεύτερος κατηγορούμενος, αφού έλαβε γνώση του με αρ. πρωτ. ... από 02-04-2013 πιστοποιητικού του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου, που του παρέδωσε ο πρώτος κατηγορούμενος, κατά τα υπό στοιχείο Α. του παρόντος αναφερόμενα, προσκόμισε και επικαλέστηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, τρίτου κατηγορουμένου ..., μεταξύ άλλων εγγράφων, το ως άνω πιστοποιητικό με την από 14-06-2013 προσθήκη - αντίκρουση - παρατηρήσεις του - (β) την 06-09-2013, κατά την συζήτηση της από 08-08-2013 και με αριθ. κατάθεσης .../2013 αίτησης του εγκαλούντος ... κατά του δεύτερου κατηγορουμένου ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, με την οποία ζητούσε την αναστολή εκτέλεσης της υπ'αριθ. 30/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, ο δεύτερος κατηγορούμενος, ..., αφού έλαβε γνώση του με αρ. πρωτ. … από 02-04-2013 πιστοποιητικού του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου, που του παρέδωσε ο πρώτος κατηγορούμενος : ..., κατά τα υπό στοιχείο Α. του παρόντος αναφερόμενα, προσκόμισε και επικαλέστηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του - τρίτου κατηγορουμένου ..., μεταξύ άλλων, το ως άνω πιστοποιητικό, με το από 06-09-2013 σημείωμά του - (γ) την 03- 12-2013, κατά την συζήτηση της από 09-08-2013 και με αριθ. κατάθεσης … από 2-8-2013 έφεσης του εγκαλούντος ... κατά τουλάχιστον του δεύτερου κατηγορουμένου ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, με την οποία ο εγκαλών ζητούσε να ακυρωθεί η υπ'αριθ. 30Α/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, ο δεύτερος κατηγορούμενος, αφού έλαβε γνώση του με αρ. πρωτ. … από 02-04-2013 πιστοποιητικού του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου, που του παρέδωσε ο πρώτος κατηγορούμενος, κατά τα υπό στοιχείο Α. του παρόντος αναφερόμενα, προσκόμισε και επικαλέστηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, τρίτου κατηγορουμένου, μεταξύ άλλων, το ως άνω πιστοποιητικό, με τις από 03-12-2013 προτάσεις του - (δ) την 12-11-2013, κατά την συζήτηση της από 19-07-2012 και με αριθ. κατάθεσης 6/2012 αγωγής απόδοσης δανείου των εναγόντων ... κατά του δεύτερου κατηγορουμένου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ναυπλίου, ο δεύτερος κατηγορούμενος ..., αφού έλαβε γνώση του με αρ. πρωτ. ... από 02-04-2013 πιστοποιητικού του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου, που του παρέδωσε ο πρώτος κατηγορούμενος, κατά τα υπό στοιχείο Α. του παρόντος αναφερόμενα, προσκόμισε και επικαλέστηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του τρίτου κατηγορουμένου ..., μεταξύ άλλων, το ως άνω πιστοποιητικό με τις από 12-11-2013 προτάσεις και την από 15-11-2013 προσθήκη αυτού. Οι δε κατηγορούμενοι προέβησαν στις ως άνω ενέργειές τους, χωρίς νόμιμο προς τούτο δικαίωμα, άνευ της προηγούμενης συγκατάθεσης του ..., ήτοι του υποκειμένου, στο οποίο τα ως άνω ευαίσθητα δεδομένα κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. β΄ του Ν. 247/1997 αφορούσαν, καθόσον αναφέρονταν στην εναντίον του άσκηση ποινικής δίωξης και άνευ της αδείας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ενώ τα ευαίσθητα αυτά προσωπικά δεδομένα ήταν εντελώς αδιάφορα των περιστατικών, που έπρεπε να κριθούν στις ένδικες διαφορές, μεταξύ του εγκαλούντος, των ... και ... και του δεύτερου κατηγορουμένου". Για να καταλήξει στην ανωτέρω ομόφωνη απαλλακτική του κρίση το Δικαστήριο δέχτηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων κατ'είδος αποδεικτικών μέσων (ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, αναγνωσθέντα έγγραφα και απολογίες κατηγορουμένων), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Στην συγκεκριμένη υπόθεση αποδείχθηκε ότι, μεταξύ των πρώτου, δεύτερου των κατηγορουμένων και του εγκαλούντος υφίστανται μακροχρόνιες αντιδικίες και εκκρεμούν υποθέσεις μεταξύ τους ενώπιον τόσο των πολιτικών όσο και των ποινικών Δικαστηρίων. Σημειώνεται ότι, ο εγκαλών υπήρξε δικηγόρος των ως άνω κατηγορουμένων και εξαιτίας αυτού του λόγου προέκυψαν διαφωνίες στην συνεργασία τους και περισσότερο στον τρόπο πληρωμής του εγκαλούντος. Ειδικότερα, ο πρώτος κατηγορούμενος κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ναυπλίου την από 13.4.2011 έγκλησή του εις βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, η οποία έλαβε Α.Β.Μ. .../224, βάσει της οποίας ασκήθηκε εις βάρος του τελευταίου ποινική δίωξη για τα αδικήματα της κακουργηματικής απάτης επί Δικαστηρίω, της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απιστίας δικηγόρου. Όταν πληροφορήθηκε τα ανωτέρω ο πρώτος κατηγορούμενος, ως έχων έννομο συμφέρον, ζήτησε και έλαβε αυθημερόν από την πιο πάνω Εισαγγελία το .../2.4.2013 πιστοποιητικό, στο οποίο αναφέρονται τα ανωτέρω, περί άσκησης ποινικής δίωξης εις βάρος του μηνυτή. Ο πρώτος κατηγορούμενος προέβη στην πράξη αυτή προκειμένου να χρησιμοποιήσει το πιστοποιητικό προς υπεράσπισή του, δεδομένου ότι ο μηνυτής είχε υποβάλει μήνυση εις βάρος του για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρος και για συκοφαντική δυσφήμηση και για τις οποίες (αξιόποινες πράξεις) έχει ήδη αθωωθεί με την υπ'αριθμ. 71/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Επίσης, αποδείχθηκε ότι, ο δεύτερος κατηγορούμενος, υπήρξε συγγενής και πρώην πελάτης του μηνυτή για κάποιες υποθέσεις του, στη συνέχεια όμως διαφώνησαν ως προς τον τρόπο αμοιβής του εγκαλούντος, επειδή ο τελευταίος ισχυριζόταν ότι, υπήρξε συμφωνία μεταξύ τους ότι η αμοιβή του θα υπολογιζόταν επί του αντικειμένου της δίκης σε ποσοστά. Πριν προκύψει αυτή η διαφωνία ο εγκαλών και ο δεύτερος κατηγορούμενος είχαν ως συγγενείς πολύ καλές σχέσεις, μάλιστα δε ο τελευταίος γνώριζε από τον εγκαλούντα τις αντιδικίες του με τον πρώτο κατηγορούμενο και γενικά την πορεία της αντιδικίας που είχαν μεταξύ τους, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο αυτής της αντιδικίας ο δεύτερος κατηγορούμενος είχε δώσει τις υπ'αριθμ. .../7.2.2011 και από 18.11.2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Πταισματοδίκου Ναυπλίου, εις βάρος ίου πρώτου κατηγορούμενου και υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα του μηνυτή. Στη συνέχεια, όπως ήδη ισχυρίζεται ο δεύτερος κατηγορούμενος και όπως προκύπτει από την .../29.4.2013 ένορκη βεβαίωσή του, βρίσκοντας μεγάλες ομοιότητες ο τελευταίος στην συμπεριφορά του μηνυτή, τόσο απέναντί του, όσο και απέναντι του πρώτου κατηγορουμένου, που οι ομοιότητες αυτές αφορούσαν κυρίως στην αξίωση του μηνυτή να αμοίβεται για τις υπηρεσίες που παρείχε με ποσοστά επί του αντικειμένου της δίκης, επικαλούμενος άτυπες συμφωνίες, ανακάλεσε τις ως άνω βεβαιώσεις και πείστηκε για την αλήθεια των καταγγελλομένων εκ μέρους του ... εις βάρος του εγκαλούντος ... Παράλληλα, δε, οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι αποφάσισαν να συνεργαστούν μεταξύ τους για να αντιμετωπίσουν τις υποθέσεις του μηνυτή ενώπιον των Δικαστηρίων και να υπερασπιστεί ο καθένας τον εαυτό του, εφόσον πίστευαν, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, ότι οι υποθέσεις τους παρουσίαζαν πολλές ομοιότητες. Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας ο πρώτος κατηγορούμενος παρέδωσε στον δεύτερο κατηγορούμενο το έγγραφο που ήδη αναφέρεται και είχε λάβει νόμιμα από την Εισαγγελία Ναυπλίου (.../2.4.2013 πιστοποιητικό περί άσκησης ποινικής δίωξης εις βάρος του μηνυτή), προκειμένου ο τελευταίος να το χρησιμοποιήσει σε ανοιγείσες δίκες μεταξύ αυτού και του εγκαλούντος, υπερασπιζόμενος τον εαυτό του και προκειμένου να αποδείξει την ομοιότητα στην συμπεριφορά του εγκαλούντος, τόσο σε δίκες μεταξύ του πρώτου κατηγορούμενου-εγκαλούντος, όσο και στις δικές του. Ακολούθως, ο δεύτερος κατηγορούμενος παρέδωσε το πιο πάνω πιστοποιητικό στον τρίτο κατηγορούμενο, πληρεξούσιο δικηγόρο του, ο οποίος υπερασπιζόμενος τον πελάτη του δεύτερο κατηγορούμενο το χρησιμοποίησε ως εξής: 1) ..., 2) ..., 3) ..., 4) ... . Από τα ανωτέρω αναφερόμενα και σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη της απόφασης προκύπτει ότι, πράγματι, το επίδικο πιστοποιητικό αποτελεί έγγραφο που έχει εξαχθεί από αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η έννοια αυτού καθορίζεται από το άρθρ. 2 εδ. ε΄ του Ν. 2472/1997. Ο πρώτος κατηγορούμενος, όμως, απέκτησε νόμιμα, όπως ήδη προαναφέρεται, το επίδικο πιστοποιητικό, χωρίς να προβεί σε παράνομη επέμβαση σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και συγκεκριμένα του εγκαλούντος, ούτε προέκυψε ότι χρησιμοποίησε αυθαίρετα το προϊόν τέτοιας επέμβασης (παράνομης επέμβασης), δεδομένου, άλλωστε, ότι γνώριζε τα δεδομένα από μόνος του, εφόσον ό ίδιος (πρώτος κατηγορούμενος ...) ήταν ο πολιτικώς ενάγων και φερόμενος παθών για τις πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε εις βάρος του νυν εγκαλούντος (...) ποινική δίωξη και εμπεριέχονται στο επίδικο πιστοποιητικό που του χορηγήθηκε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Ναυπλίου. Συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το αδίκημα της παρ. 22 περ. 4 Ν. 2472/1997 για τον πρώτο κατηγορούμενο και για τον λόγο αυτό πρέπει να κηρυχθεί αθώος. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι, ο δεύτερος κατηγορούμενος (...) το έτος 2011 διατηρούσε με τον εγκαλούντα πολύ καλές συγγενικές και φιλικές σχέσεις, γνώριζε πολύ καλά ο ίδιος και από πληροφορίες του εγκαλούντος τις δικαστικές αντιδικίες και το περιεχόμενο αυτών μεταξύ του τελευταίου και του πρώτου κατηγορούμενου, ήταν άτομο απολύτου εμπιστοσύνης του εγκαλούντος και γι'αυτό άλλωστε έδωσε (δεύτερος κατηγορούμενος) τις υπ'αριθμ. .../7.2.2011 ένορκη βεβαίωση και από 18.11.2011 ένορκη εξέταση ενώπιον της Πταισματοδίκου Ναυπλίου εις βάρος του πρώτου κατηγορουμένου, υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα του νυν εγκαλούντος. Σημειώνεται ότι, στη συνέχεια, ο δεύτερος κατηγορούμενος, όταν διαπίστωσε ομοιότητες στον χειρισμό των υποθέσεων τόσο του ιδίου, όσο και του πρώτου κατηγορούμενου από τον μηνυτή, καθώς επίσης ότι αντιμετώπιζε τα ίδια προβλήματα με τον πρώτο κατηγορούμενο, ως πελάτες πλέον του εγκαλούντος δικηγόρου, ανακάλεσε τις πιο πάνω ένορκες βεβαιώσεις με την υπ'αριθμ. .../2013 ένορκη βεβαίωσή του και έκτοτε προσπάθησαν μαζί με τον πρώτο κατηγορούμενο να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που παρουσιάζονταν από την επαγγελματική τους σχέση με τον εγκαλούντα (πελάτη - πληρεξουσίου δικηγόρου). Στο πλαίσιο λοιπόν της αμοιβαίας ενημέρωσης μεταξύ των δύο πρώτων κατηγορουμένων, ο δεύτερος κατηγορούμενος έλαβε το επίδικο πιστοποιητικό από τον πρώτο κατηγορούμενο και το χρησιμοποίησε στις πιο πάνω αναλυτικά αναφερόμενες δίκες, ως μόνο πρόσφορο μέσον, προκειμένου να αποδείξει ενώπιον του εκάστοτε Δικαστηρίου, τις ομοιότητες στον τρόπο χειρισμού των υποθέσεων από το εγκαλούντα. Συνακόλουθα, αποδείχθηκε ότι, εφόσον ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος ήδη γνώριζε από πληροφορίες από τον ίδιο τον εγκαλούντα τις δικαστικές διαμάχες και το περιεχόμενο αυτών, μεταξύ του πρώτου κατηγορούμενου και του μηνυτή και ο οποίος χρησιμοποίησε το επίδικο πιστοποιητικό για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενώπιον Δικαστηρίων, παραλαμβάνοντάς το (πιστοποιητικό) από τον πρώτο κατηγορούμενο, που το προμηθεύτηκε νόμιμα από την Εισαγγελία Ναυπλίου, δεν είχε δόλο να χρησιμοποιήσει ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντος, αλλά το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να υπερασπιστεί τον εαυτό του, όπως και έκανε. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί αθώος της αποδιδόμενης εις βάρος του πράξης του κατηγορητηρίου, εφόσον δεν προέκυψε η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο κατηγορείται. Τέλος, πρέπει να κηρυχθεί αθώος και ο τρίτος κατηγορούμενος, πληρεξούσιος δικηγόρος του δεύτερου κατηγορούμενου, εφόσον δεν προέκυψε η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο κατηγορείται, δεδομένου ότι έλαβε από τον δεύτερο κατηγορούμενο πελάτη του το επίδικο πιστοποιητικό και το χρησιμοποίησε στις πιο πάνω δίκες, χωρίς να έχει δόλο να χρησιμοποιήσει παράνομα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντος, αλλά στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του πελάτη του (δεύτερου κατηγορούμενου), ως όφειλε με την ιδιότητά του ως πληρεξουσίου δικηγόρου του". Με αυτά που δέχτηκε το εκδόσαν την προβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο της ουσίας, αφενός μεν δεν διέλαβε σ'αυτήν την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την οποία αξιώνουν οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, προκειμένου να στηρίξει την αθωωτική για τους κατηγορούμενους κρίση του, αφετέρου δε εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, προσέτι δε στέρησε αυτή νόμιμης βάσης, καθόσον η αιτιολογία της είναι ελλιπής, ασαφής και με λογικά κενά. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση : Α) Όσον αφορά στον πρώτο κατηγορούμενο ..., καίτοι δέχεται ότι το ένδικο με αριθμό …/2013 πιστοποιητικό, που περιείχε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντα, είχε νομίμως εξαχθεί από το αρχείο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ναυπλίου και ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, χωρίς τη συγκατάθεση του εγκαλούντα, το παρέδωσε στον δεύτερο κατηγορούμενο και, επομένως, με βάση τις εν λόγω παραδοχές, επεξεργάστηκε-ανακοίνωσε και κατέστησε έτσι προσιτά σ'αυτόν τα περιεχόμενα στο ως άνω πιστοποιητικό ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντα, στη συνέχεια, σε πλήρη αντίφαση με τις παραδοχές αυτές, δέχεται ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το αδίκημα της παρ. 4 του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997, με την αιτιολογία ότι ο κατηγορούμενος έκανε χρήση δεδομένων τα οποία γνώριζε από μόνος του ως πολιτικώς ενάγων στη μεταξύ αυτού και του εγκαλούντα ποινική αντιδικία, ενώ, περαιτέρω, κατ'εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της αμέσως παραπάνω διατάξεως (άρθρ. 22 παρ. 4) δέχεται ότι για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης που αποδίδετο σ'αυτόν (α΄ κατηγορούμενο) απαιτείτο η μη συντρέχουσα εν προκειμένω παράνομη εκ μέρους του επέμβαση σε αρχείο προσωπικών δεδομένων, προϋπόθεση, όμως, που, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν στη σχετική νομική σκέψη, δεν απαιτείτο για την μορφή του αδικήματος της παρ. 4 του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997, για την οποία κατηγορείτο, και συγκεκριμένα για το ότι χωρίς την συγκατάθεση του εγκαλούντα με πρόθεση ανακοίνωσε και κατέστησε προσιτά ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα αυτού σε μη δικαιούμενα πρόσωπα και Β) Όσον αφορά στους κατηγορουμένους (β΄ και γ΄), προκειμένου να αιτιολογήσει την απαλλακτική γι'αυτούς κρίση της, δέχεται ότι "ο κατηγορούμενος ... χρησιμοποίησε το ανωτέρω πιστοποιητικό, που του έδωσε ο κατηγορούμενος ... και αφορούσε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντος από το αρχείο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ναυπλίου στις πιο πάνω αναλυτικά αναφερόμενες δίκες ως μόνο πρόσφορο μέσον προκειμένου να αποδείξει ενώπιον του εκάστοτε Δικαστηρίου τις ομοιότητες στον τρόπο χειρισμού των υποθέσεων ... από τον εγκαλούντα" καθώς και ότι "Συνακόλουθα αποδείχτηκε ότι εφόσον ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος ήδη γνώριζε από πληροφορίες από τον ίδιο τον εγκαλούντα για τις δικαστικές διαμάχες και το περιεχόμενο αυτών, μεταξύ του πρώτου κατηγορουμένου και του μηνυτή, και ο οποίος χρησιμοποίησε το επίδικο πιστοποιητικό για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενώπιον Δικαστηρίων, παραλαμβάνοντάς το (πιστοποιητικό) από τον πρώτο κατηγορούμενο, που το προμηθεύτηκε νόμιμα από την Εισαγγελία Ναυπλίου, δεν είχε δόλο να χρησιμοποιήσει ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντος, αλλά το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να υπερασπιστεί τον εαυτό του, όπως και έκανε. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί αθώος της αποδιδόμενης εις βάρος του πράξης του κατηγορητηρίου, εφόσον δεν προέκυψε η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο κατηγορείται. Τέλος και ο τρίτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος, δεδομένου ότι έλαβε από τον δεύτερο κατηγορούμενο πελάτη του το επίδικο πιστοποιητικό και το χρησιμοποίησε στις πιο πάνω δίκες, χωρίς να έχει δόλο να χρησιμοποιήσει παράνομα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντος, αλλά στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του πελάτη του (δεύτερου κατηγορούμενου), ως όφειλε με την ιδιότητα του πληρεξουσίου δικηγόρου του", χωρίς, όμως, να διαλαμβάνει οποιαδήποτε αιτιολογία για ποιον λόγο ήταν απολύτως αναγκαία, όπως ο νόμος ορίζει, η χρησιμοποίηση, εν αγνοία και χωρίς την συγκατάθεση του εγκαλούντος, του ανωτέρω πιστοποιητικού, που περιείχε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του, που περιλαμβάνονταν σε αρχείο προσωπικών δεδομένων, το οποίο είχε σχηματισθεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Ναυπλίου, στις αναφερόμενες 4 αστικές δίκες, καθώς και για την εκπλήρωση της ανατεθείσας στον τρίτο κατηγορούμενο εντολής, καθώς και για ποιον λόγο η υπεράσπιση των ανωτέρω δικαιωμάτων, που σημειωτέον ουδόλως προσδιορίζονται, δεν μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Επιπλέον, κατ'εσφαλμένη εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 7 παρ. 1 και 2 περ. 3 και 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997, δέχθηκε ότι επιτρεπόταν η κατά τα άνω χρησιμοποίηση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του εγκαλούντος από τους δεύτερο και τρίτο κατηγορούμενους στις προαναφερόμενες δίκες "ως μόνο πρόσφορο μέσον προκειμένου να αποδείξει ενώπιον του εκάστοτε Δικαστηρίου τις ομοιότητες στον τρόπο χειρισμού των υποθέσεων από τον εγκαλούντα", ενώ, όπως αναφέρθηκε, επιτρέπεται κατ'εξαίρεση η επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, όταν αυτή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` και Ε` του ΚΠΔ λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που προαναφέρθηκαν, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Συνακόλουθα, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και ακολούθως να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ'αριθμ. 730/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Ναυπλίου. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαΐου 2019. Και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Μαΐου 2019

 

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...