ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΥΠ'ΟΨΙΝ ΤΟΥ ΕΥΤΕΛΟΥΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΣΚΟΤΕΙΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ ΕΠΙΟΡΚΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ (ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΟΙ ΜΕ ΟΡΚΟΥΣ ΣΤΟΡΓΗΣ ΜΕ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΥΣ ΙΕΡΩΜΕΝΟΥΣ):
Κατ'άρθρο 11 του Ν. 693/1997:
Μετά την επίδοσιν της αγωγής [κακοδικίας] και μέχρι της
εκδόσεως οριστικής αποφάσεως, ο εναγόμενος απέχει πάσης περαιτέρω
πράξεως σχετιζομένης προς την υπόθεσιν εις την οποίαν αφορά η αγωγή. Η
παρά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος άρθρου ενεργηθείσα πράξις
είναι άκυρος, ως και άπασα η περαιτέρω επ' αυτής στηριζομένη διαδικασία,
οι δε παραβάται τιμωρούνται πειθαρχικώς και υποχρεούνται εις την
πληρωμήν των εξόδων.
ΔΥΟ ΚΑΤΑΔΙΚΕΣ ΣΕ 80 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΓΩΓΩΝ ΚΑΚΟΔΙΚΙΑΣ!
Η Δικαιοσύνη αθωώνει τον εαυτό της
Ογδόντα χρόνια τώρα η Δικαιοσύνη
απαλλάσσει συνεχώς τον... εαυτό της! Από το 1929, που ιδρύθηκε και
συγκροτήθηκε το Ειδικό Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας, στη δικαιοδοσία του
οποίου υπάγονται οι αγωγές κακοδικίας κατά όλων των δικαστών (τακτικής
Δικαιοσύνης, διοικητικής, Ελεγκτικού Συνεδρίου) και εισαγγελέων, έχουν
καταδικαστεί στη χώρα μας για κακοδικία μόνο δύο δικαστές!
Και οι δύο καταδικαστικές αποφάσεις, σε σύνολο περίπου 350 αγωγών, εκδόθηκαν πριν από δεκαετίες (1964 και 1966)!
Σχετικά πρόσφατα (το 2008) σημειώθηκε μόνο μια ενδιαφέρουσα μειοψηφία -σε απορριπτική βεβαίως απόφαση- από το μέλος του Δικαστηρίου, Βασίλη Χειρδάρη, ο οποίος είχε ζητήσει την καταδίκη μιας ειρηνοδίκη για «βαριά αμέλεια» κατά την άσκηση των καθηκόντων της! (μετά από αγωγή του Δικηγόρου Αθηνών, Ιωάννη Μυταλούλη.
Και τα ερωτήματα, τα οποία εύλογα μπορεί να θέσει ο απλός πολίτης, που ενδεχομένως και να αμφισβητεί ότι έχουμε τους καλύτερους δικαστές παγκόσμια, οι οποίοι ποτέ δεν λανθάνουν -όπως «θέλει» ο σχεδόν μηδενικός αριθμός των καταδικαστικών σε βάρος τους αποφάσεων-, είναι:
*Ανταποκρίνεται ο θεσμός του Ειδικού Δικαστηρίου Κακοδικίας στο σκοπό του;
*Ικανοποιεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα των πολιτών που εγείρουν αγωγή κακοδικίας κατά δικαστικών λειτουργών;
*Μήπως τελικά το Δικαστήριο προστατεύει πιο πολύ τους δικαστές παρά τους ενάγοντες πολίτες;
Πριν από 44 χρόνια
Η δεύτερη και τελευταία καταδίκη δικαστή σημειώθηκε πριν από... 44 χρόνια και του επιβλήθηκε να καταβάλει για ζημιά σε κάθε ενάγοντα το ποσόν των 3.000 δραχμών.
Η απόφαση αφορούσε το «λειβάδιον Αμυγδαλιά», ήτοι 340 στρέμματα γης, τη νομή των οποίων είχαν στερηθεί οι εναγόμενοι κάτοικοι Μάκρης που αντιδικούσαν με τους κατοίκους Αρχανίου. Ο καταδικασθείς δικαστής κρίθηκε ότι είχε ζημιώσει τους ενάγοντες όταν λανθασμένα -«εξ ασυγγνώστου αμελείας»- απέρριψε σχετική αίτησή τους, με την αιτιολογία ότι κύριοι της γης ήταν οι κάτοικοι Αρχανίου «αποκτήσαντες ταύτην διά χρησικτησίας» και ότι οι κάτοικοι Μάκρης ήταν «απλοί κύριοι του δικαιώματος... χειμερινής χορτονομής».
Η πρόσφατη μειοψηφία
Τα έτη παρήλθαν με συνεχείς απορρίψεις αγωγών και το 2008 συναντάμε (όπως δημοσιεύτηκε στο Νομικό Τύπο) τη μειοψηφία του μέλους, δικηγόρου Βασίλη Χειρδάρη, που εισφέρει ένα εμπεριστατωμένο νομικά σκεπτικό.
Η υπόθεση αφορούσε αγωγή Δικηγόρου Αθηνών, σε βάρος ειρηνοδίκη, ο οποίος υποστήριζε ότι είχε υποστεί παρανόμως ηθική βλάβη και ζητούσε για αποζημίωση το ποσόν των 10.000 ευρώ.
Τι είχε συμβεί; Ο δικηγόρος είχε παραστεί ως πληρεξούσιος σε υπόθεση που είχε εισαχθεί ενώπιον της ειρηνοδίκη και αφορούσε αίτημα για αναγνώριση κυριότητας ακινήτου στην Πάτμο.
Η ειρηνοδίκης, θεωρώντας ότι οι τότε ενάγοντες είχαν ψευδώς δηλώσει άλλο τόπο κατοικίας προκειμένου να εισαχθεί η υπόθεσή τους στο συγκεκριμένο Ειρηνοδικείο, συνέταξε αναφορά στον αρμόδιο εισαγγελέα, στην οποία όμως σημείωνε ότι η πράξη «φαίνεται να ήταν σε γνώση και των πληρεξούσιων δικηγόρων», με αποτέλεσμα να κινηθεί σε βάρος του δικηγόρου -που στράφηκε εναντίον της- ποινική δίωξη για απόπειρα απάτης ενώπιον Δικαστηρίου. Η αγωγή κακοδικίας απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι «η αναφορά στο ενδεχόμενο της γνώσης της παρανομίας από το δικηγόρο δεν αποτελεί παράνομη πράξη που προέρχεται από δόλο ή βαριά αμέλεια της ειρηνοδίκη».
Το μέλος που μειοψήφησε όμως είδε «βαριά αμέλεια της ειρηνοδίκη» γιατί «η φράση για τους δικηγόρους αποτελεί παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας». Στηλιτεύει μάλιστα και τη βεβαιότητα με την οποία εκφράζει στην αναφορά της τη διάπραξη του αδικήματος από τους πελάτες του δικηγόρου, καθώς «υπερβαίνοντας τα όρια προβαίνει σε δικαιοδοτική κρίση τόσο για την ύπαρξη του δόλου όσο και για την τέλεση του καταγγελλόμενου αδικήματος, δηλαδή οιονεί δικαστική απόφαση χωρίς να έχει το δικαίωμα και την εξουσία γι' αυτό».
«Εφόσον ο δικαστής δεν κρατάει την υπόθεση να τη δικάσει ο ίδιος, η έκθεσή του δεν μπορεί να περιλαμβάνει κρίσεις που προσιδιάζουν με δικαστική απόφαση ούτε είναι δυνατόν να προκαταλαμβάνει δικαστική κρίση άλλου δικαστηρίου, με προεκφρασθείσα άποψη», επισημαίνει ο μειοψηφών.
Οι περισσότεροι πολίτες δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξη αυτού του Δικαστηρίου, πόσω μάλλον ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να προσφύγεις εκεί εναντίον δικαστικού λειτουργού.
Ας δούμε -σε γενικές γραμμές- πώς λειτουργεί σήμερα με βάση το ισχύον Σύνταγμα του 1975 (και το Ν. 693/1977) που μετέβαλε τη σύνθεσή του. Συγκροτείται:
Από τον πρόεδρο του ΣτΕ, ως πρόεδρο, από ένα σύμβουλο της Επικρατείας, έναν αρεοπαγίτη, έναν σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δύο τακτικούς καθηγητές νομικών μαθημάτων των Νομικών Σχολών των Πανεπιστημίων της χώρας και δύο δικηγόρους από τα μέλη του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων, ως μελών. Από τα μέλη του εξαιρείται κάθε φορά αυτό που ανήκει στο Σώμα ή στον Κλάδο της Δικαιοσύνης, επί ενέργειας ή παράλειψης λειτουργού επί του οποίου καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο. Τα μέλη του Δικαστηρίου ορίζονται με κλήρωση.
Αγωγή κακοδικίας μπορεί να εγερθεί και κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, διαιτητή, δικαστικού γραμματέα και δικαστικού επιμελητή. Η αγωγή αυτή εκδικάζεται από το κατά τόπον αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο.
Ενάγων μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε πολίτης που είναι σε θέση να αποδείξει ότι υπέστη ζημιά, η οποία του προξενήθηκε από δόλο, βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία δικαστικού λειτουργού.
Όλες οι διαδικασίες πρέπει να γίνουν μέσα στην ανατρεπτική προθεσμία των έξι μηνών από τότε που ο ενάγων έλαβε γνώση της παράνομης πράξης ή παράλειψης. Για την έγερση της αγωγής κακοδικίας απαιτείται η επικρινόμενη απόφαση να είναι τελεσίδικη.
Βαριά αμέλεια
Η βαριά αμέλεια ενός δικαστή υφίσταται όταν αδικαιολόγητα δεν κατέβαλε την προσήκουσα προσοχή και επιμέλεια, όπως προσδιορίζεται από την κοινή πείρα και σύνεση. Η ενδεχομένως εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή διάταξης νόμου από το δικαστή δεν συνιστά, κατ' αρχήν, βαριά αμέλεια. Ευθύνεται, εφόσον η ερμηνεία και η εφαρμογή της διάταξης αντίκεινται προς το γράμμα του νόμου.
Αρνησιδικία υπάρχει «όταν οι δικαστικοί λειτουργοί αρνούνται αδικαιολόγητα να αποφανθούν επί νομίμως υποβαλλόμενων αιτήσεων των διαδίκων ή παρελκύουν αδικαιολόγητα την έκδοση αποφάσεων». Ως ζημία θεωρείται και η περιουσιακή και ηθική βλάβη που ο ενάγων υπέστη από την παράλειψη δικαστή.
Η συζήτηση της αγωγής διεξάγεται σε δημόσια συνεδρίαση προφορικά και βασίζεται στα έγγραφα της προδικασίας. Η εκδιδόμενη απόφαση εκτελείται αναγκαστικά και είναι αμετάκλητη.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι εφόσον διαπιστωθεί αδυναμία του ενάγοντος να καταβάλει τα έξοδα της δίκης, μπορεί με απόφαση του προέδρου του δικαστηρίου να του χορηγηθεί το ευεργέτημα πενίας, που σημαίνει ότι δεν καταβάλλει παράβολο και δικαστικό ένσημο.
Το προνόμιο των δικαστών
Ο απλός πολίτης έχει προθεσμία έξι μηνών για την άσκηση αγωγής κακοδικίας. Αντίθετα ο δικαστικός λειτουργός διαθέτει εννιά φορές περισσότερο χρόνο για να ασκήσει ίδιας μορφής αγωγή σε σχέση με οποιονδήποτε πολίτη αντίδικό του!
Η προνομιακή αυτή προθεσμία υπέρ των δικαστών επικρίθηκε ενώπιον του ίδιου του Ειδικού Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας, πάλι από το μέλος, δικηγόρο Βασίλη Χειρδάρη, ο οποίος ξανά μειοψήφησε σε απόφαση με την οποία κηρύχτηκε απαράδεκτη αγωγή κακοδικίας που είχε κατατεθεί εμπρόθεσμα, αλλά είχε κοινοποιηθεί στους εναγόμενους δικαστές μετά την παρέλευση του εξαμήνου.
Σύμφωνα, όμως, με την άποψη του μειοψηφούντος «αυτή η προθεσμία των έξι μηνών είναι αντισυνταγματική, αντίθετη προς την ΕΣΔΑ και το ΔΣΑΠΔ. Αποτελεί προνομιακή προθεσμία υπέρ των δικαστών και είναι αντίθετη προς την αρχή της ισότητας των πολιτών και των διαδίκων». Μάλιστα ο μειοψηφών χαρακτηρίζει «ασφυκτική» την προθεσμία, καθώς ο πολίτης πρέπει σε έξι μήνες να αποφασίσει για την άσκηση ή μη της αγωγής, να συλλέξει τα αποδεικτικά στοιχεία, να συμβουλευτεί δικηγόρο, να συνταχθεί η αγωγή, να κατατεθεί μαζί με αποδεικτικά έγγραφα και να κοινοποιηθεί». Τονίζει ακόμη ότι «η αποφυγή της εξέτασης από το δικαστή της ουσίας της διαφοράς ισοδυναμεί με άρνηση απονομής της δικαιοσύνης».
πηγή: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=232397