Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ν. 5090/2024. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ν. 5090/2024. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

Η ποινική διαμεσολάβηση στα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας και απειλής

 

 


 

756/2024 ΑΠ (ΠΟΙΝ)

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Ενδοοικογενειακή απειλή. Αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση. Η εκδήλωση της απειλής πρέπει να περιήγαγε τον άλλον σε τρόμο ή ανησυχία, χωρίς να ερευνάται εάν η απειλή αυτή είναι γενικώς ικανή να προκαλέσει τούτο. Η άσκηση ποινικής δίωξης, χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης, προκαλεί μεν απόλυτη ακυρότητα, πλην όμως, αυτή, εφόσον αφορά στην προδικασία, μπορεί να προταθεί μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή.
Απορρίπτει αναίρεση κατά της 2610/2023 ΕΦ ΑΘ (ΠΟΙΝ).
 
 

                                                                                         Αριθμός 756/2024
                                                                            ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
                                                                                       ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Κατσούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Παναγιώτα Πασσίση, Κωνσταντίνα Νάκου και Λεωνίδα Χατζησταύρου-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ......... του ....., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ..., για αναίρεση της 2610/2023 απόφασης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.

Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεσή της για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 15-9-2023 αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ........./2023.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,

                                                                         ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση, με αριθμό ........./2023 αίτηση του αναιρεσείοντος, .......... του ....., κατοίκου ..., με δήλωσή του ενώπιον της γραμματέως του Εφετείου Αθηνών, στις 15-9-2023, για αναίρεση της υπ` αριθμ. ... απόφασης του Γ` Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 464, 466 παρ. 1, 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1, 4, 504 παρ. 1 και 505 ΚΠΔ). Είναι, συνεπώς, αυτή παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.

Κατά το άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 3500/2006, το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί τρόμο ή ανησυχία σε άλλο μέλος της οικογένειας, απειλώντας το με βία ή με άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση. Με αυτή τη διάταξη του νομοθετήματος χαρακτηρίζεται ως ιδιώνυμο έγκλημα η απειλή, όταν δράστες και παθόντες είναι μέλη της ίδιας οικογένειας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρ. 1 παρ. 2 του παραπάνω νόμου. Κατά το άρθρο 333 παρ.1 ΠΚ, "Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή". Το έγκλημα αυτό, που ανήκει στα υπαλλακτικώς μικτά εγκλήματα, προστατεύει το συναίσθημα της ασφάλειας του καθενός για τον σχηματισμό ελευθερίας βούλησης ή πραγματοποίησης αυτής και με την τέλεσή του ο δράστης στρέφεται κατά της προσωπικής ελευθερίας. Στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του πλημμελήματος της απειλής είναι όχι η άσκηση βίας αλλά η απειλή άσκησης βίας ή τέλεσης άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης, η οποία απειλή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, ήτοι προφορικώς, εγγράφως, διά νευμάτων ή άλλων απειλητικών κινήσεων και πρέπει να απευθύνεται κατά του απειλούμενου ή προσώπου συνδεόμενου στενά με αυτόν. Περαιτέρω, η εκδήλωση αυτής της απειλής πρέπει να περιήγαγε τον άλλον σε τρόμο ή ανησυχία, χωρίς να ερευνάται εάν η απειλή αυτή είναι γενικώς ικανή να προκαλέσει τούτο. Αν ο απειληθείς δεν περιήλθε σε τρόμο ή ανησυχία, διότι δεν την έλαβε σοβαρά υπόψη, η πράξη δεν τελέσθηκε. Για την υποκειμενική υπόσταση, απαιτείται γνώση του υπαιτίου ότι η απειλούμενη ενέργεια είναι βία ή άλλη παράνομη πράξη και θέληση του δράστη να προκαλέσει στον παθόντα φόβο ή ανησυχία, ενώ αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος. Μεταξύ της διάταξης του ΠΚ, που αναφέρεται στην απειλή και στο άρθρο 7 του ν. 3500/2006 υπάρχει φαινομενική συρροή, αφού η διάταξη του τελευταίου νόμου υπερισχύει της αντίστοιχης διάταξης του ΠΚ ως ειδικότερη (ΑΠ 905/2018, ΑΠ 1294/2016). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν αναφέρονται σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη (Ολ. ΑΠ 1/2005). Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Όσον αφορά στον δόλο, που απαιτείται κατ` άρθρο 26 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, που συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που, κατά τον νόμο, απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει από αυτή. Όταν όμως αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και συγκεκριμένα είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ` επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί δε λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 482/2023, ΑΠ 452/2023). Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στον νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Ολ. ΑΠ 1/2020, ΑΠ 29/2021).

Στην προκείμενη περίπτωση, το Γ` Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την προαναφερόμενη υπ` αριθμ. ... απόφασή του, αφού εκτίμησε και αξιολόγησε τα αναφερόμενα, ως προς το είδος τους, αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, αναγνωσθέντα έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "...ο εγκαλών τυγχάνει υιός του κατηγορούμενου, τον οποίος απέκτησε από το γάμο του με τη μάρτυρα κατηγορίας ........., με την οποία ο γάμος τους λύθηκε μετά την αποχώρηση του κατηγορούμενου από τη κοινή οικογενειακή τους οικία στο ........... και επί της οδού ..., το έτος 2010. Η οικία αυτή είναι συνιδιοκτησίας του κατηγορούμενου και της πρώην συζύγου του, ενώ σε αυτήν εξακολουθούν να διαμένουν η τελευταία αυτή μαζί με τον εγκαλούντα υιό τους, το νέο της σύντροφο και τη σύντροφο του υιού τους. Πρόκειται για σπίτι πολυτελούς κατασκευής και πολλών τετραγωνικών, η συντήρηση του οποίου και η κάλυψη των διάφορων εξόδων, δανείων και λογαριασμών ΔΕΚΟ απαιτεί την καταβολή αρκετά μεγάλων χρηματικών ποσών, γεγονός το οποίο έχει πυροδοτήσει έτι περαιτέρω τις ήδη τεταμένες σχέσεις του πρώην ζεύγους, με το κατηγορούμενο αντιπαρατιθέμενο έναντι της πρώην συζύγου του και του υιού τους. Τούτο προκύπτει από τις μέχρι σήμερα συνεχιζόμενες αντιδικίες τους με τις εκκρεμείς δίκες και τις κοινοποιήσεις εξωδίκων αλλά και την άρνηση διευθέτησης των εκκρεμών μεταξύ τους οικονομικών ζητημάτων, από κοινή επιχειρηματική δραστηριότητα υπό εταιρική μορφή, τραπεζικό δανεισμό και εξυπηρέτηση ληξιπρόθεσμων οφειλών. Στη προκειμένη περίπτωση προκύπτει ότι στις 28/7/2019 κοινοποιήθηκε από το Δήμο .......... ότι θα προβούν σε διακοπή της ύδρευσης λόγω μεγάλης οφειλής ανεξόφλητων λογαριασμών και παράλληλα συνεργείο του Δήμου βρισκόταν προς τούτο στην εν λόγω ως άνω οικία όπου διαμένουν ο εγκαλών και η μητέρα του και πρώην σύζυγος του κατηγορούμενου. Οι τελευταίοι προσέτρεξαν στο Δήμο και ζήτησαν να τους δοθεί κάποιο χρονικό περιθώριο ώστε να διευθετηθεί το θέμα και να μπορέσουν να ρυθμίσουν το χρέος. Πράγματι έγινε ρύθμιση του χρέους με τη συναίνεση και του κατηγορούμενου, στο όνομα του οποίου ήταν η παροχή της ύδρευσης και στις 13/9/2019 η .......... προέβη σε αίτηση ρύθμισης της ανεξόφλητης οφειλής αναλαμβάνοντας εξ ολοκλήρου την εξόφλησή της μεταφέροντας τον μετρητή υδροδότησης στο όνομά της (βλ. υπ` αριθμ. πρωτ. ........../13-9-2019 αίτηση προς Δήμο ...........). Πλην, όμως, το γεγονός αυτό της επαπειλούμενης διακοπής της ύδρευσης και το υπέρογκο ποσό της οφειλής πυροδότησε ξανά τη μεταξύ τους ένταση καθότι αρχικά ο κατηγορούμενος απέστειλε στο Δήμο την από 9/7/2019 εξώδικη δήλωση, πρόσκληση και διαμαρτυρία, η οποία κοινοποιήθηκε στις 12/7/2019 και παραλήφθηκε από την Υπηρεσία του Δήμου ........... στις 17/7/2019 (αριθμ. πρωτ. ........), αιτούμενος τη διακοπή της παροχής ύδρευσης και διαμαρτυρόμενος έντονα για την όχλησή του για την οφειλή καθόσον αν και η κατανάλωση αφορά χρονικό διάστημα από το έτος 2011 και εντεύθεν ο ίδιος δεν διαμένει στην οικία αυτή από το έτος 2010. Στις 30/7/2019 και ενώ ο εγκαλών και η μητέρα του .......... μόλις γύριζαν από τα γραφεία του Δήμου .......... όπου είχαν πάει προκειμένου να βρεθεί τρόπος διακανονισμού του χρέους και να αποφύγουν τη διακοπή της υδροδότησης της οικίας τους, μεσούσης και της καλοκαιρινής περιόδου, σύμφωνα με το προηγηθέν προειδοποιητήριο του Δήμου .........., ο κατηγορούμενος διερχόμενος έξωθεν της οικίας τους και εξερχόμενος ολιγόλεπτα από το όχημά του, τους απείλησε ότι θα τους κάψει όλους ζωντανούς σαν τα ποντίκια. Η απειλή αυτή, σε συνδυασμό με το εξώδικο, που είχε κοινοποιήσει ο ίδιος προς το Δήμο, αιτούμενος τη διακοπή της υδροδότησης και του οποίου ο εγκαλών είχε λάβει γνώση στο πλαίσιο της προσπάθειας διευθέτησης της υπόθεσης και εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης με το Δήμο, εμποίησε φόβο στον εγκαλούντα για την ασφάλεια της μητέρας του και της Συντρόφου του, που διέμεναν στην οικία αυτή σε ώρες απουσίας του από εκεί, θεωρώντας τον κατηγορούμενο ικανό να πραγματοποιήσει την απειλή του αυτή, λόγω και προηγούμενης συμπεριφοράς του (ήδη είχε ασκηθεί ξανά εις βάρος του ποινική δίωξη για ενδοοικογενειακή απειλή εις βάρος της τότε συζύγου του το έτος 2010) αλλά και των κακών μεταξύ τους σχέσεων καθώς και του γεγονότος ότι η απειλή του αυτή συνέπεσε χρονικά με τον κίνδυνο έλλειψης υδροδότησης και κατά συνέπεια πυρασφάλειας του σπιτιού, γεγονότα τα οποία ο ίδιος ο κατηγορούμενος γνώριζε αφού είχε αιτηθεί τη διακοπή της υδροδότησης και χωρίς να υπάρχει άλλος λόγος βρέθηκε στον χώρο έξωθεν της οικίας τους ακριβώς την ημέρα που θα πραγματοποιείτο η διακοπή της υδροδότησης. Ο κατηγορούμενος, ως υπερασπιστική γραμμή ακολουθεί την άρνηση της κατηγορίας και για την ενίσχυση της υπερασπιστικής του γραμμής επικαλείται άλλοθι για το οποίο καταθέτει σχετικώς ο προτεινόμενος από αυτόν μάρτυρας υπεράσπισης. Πλην, όμως, η μαρτυρία του τελευταίου δεν κρίνεται πειστική από το Δικαστήριο, καθότι δεν ηδύνατο να εξηγήσει πώς θυμόταν επακριβώς, τρία χρόνια μετά τον επίδικο χρόνο, όταν κλήθηκε από τον κατηγορούμενο να προσέλθει ως μάρτυρας υπεράσπισης, ότι το συγκεκριμένο χρονικό σημείο βρισκόταν με τον κατηγορούμενο και κοινό τους φίλο για καφέ στην Αθήνα. Η επίκληση, δε, από τον μάρτυρα της τήρησης αρχείου με πρόχειρα σημειώματα για τα ραντεβού και τις συναντήσεις του καθ` όλες τις ημέρες του χρόνου δεν μπορεί να γίνει πιστευτή από το Δικαστήριο, δεδομένων και των πολλών αντιφάσεων που ο μάρτυρας αυτός υπέπεσε στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει την επί σειρά ετών τήρηση αρχείου με πρόχειρα σημειώματα για γεγονότα άνευ σημασίας (όπως είναι ένα ραντεβού για καφέ στο πλαίσιο φιλικής συναναστροφής έστω και με επαγγελματικούς συνεργάτες). Από τα παραπάνω αποδεικνύεται στο βαθμό της απαιτούμενης πλήρους δικανικής πεποίθησης ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη για την οποία κατηγορείται, ήτοι της ενδοοικογενειακής απειλής εις βάρος του υιού του .............., απειλώντας τον με τη φράση "Θα σας κάψω όλους σα τα ποντίκια" και προκαλώντας του τρόμο και ανησυχία για την ασφάλεια της μητέρας του και της συντρόφου του, που έμεναν στην οικία κατά τη διάρκεια της απουσίας του, δεδομένης και της επαπειλούμενης διακοπής υδροδότησης της οικίας με προηγηθείσες ενέργειες του κατηγορούμενου. Πρέπει, κατά συνέπεια, ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης αυτής". Στη συνέχεια, το ανωτέρω Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο της αποδιδόμενης σ` αυτόν πράξης, της ενδοοικογενειακής απειλής (άρθρ. 1 παρ.1, 2 εδ. α`, 7 παρ. 2 ν. 3500/2006 σε συνδυασμό με 333 ΠΚ) και, αφού του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου (άρθρ. 84 παρ. 2 στοιχ. α` ΠΚ), του επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, που ανέστειλε επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: "Στο ......... Αττικής, την 30/07/2019, απείλησε άλλο μέλος της οικογένειάς του, με βία ή άλλη παράνομη πράξη και συγκεκριμένα, ευρισκόμενος έξωθεν της επί της οδού ..., περιοχή ..., οικίας, στην οποία διαμένει ο εγκαλών υιός του, ............, τον απείλησε με την φράση: "Θα σας κάψω όλους σαν τα ποντίκια", προκαλώντας σ` αυτόν με αυτόν τον τρόπο, τρόμο και ανησυχία". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, κατά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2 εδ. α`, 7 παρ. 2 ν. 3500/2006 και 333 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, με αιτιολογική επάρκεια, γίνεται δεκτό στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο κατηγορούμενος απηύθυνε προς τον παθόντα γιο του ............., ενόσω ο τελευταίος βρισκόταν με τη μητέρα του και πρώην σύζυγο του κατηγορουμένου, .........., την απειλητική φράση "Θα σας κάψω όλους σα τα ποντίκια", προκαλώντας σ` αυτόν τρόμο και ανησυχία για την ασφάλεια της μητέρας του και της συντρόφου του, που διέμεναν στην ίδια οικία, κατά τη διάρκεια της απουσίας του, ενόψει και της επαπειλούμενης διακοπής υδροδότησης της οικίας, που έλαβε χώρα με προηγηθείσες ενέργειες του κατηγορούμενου. Όπως προεκτέθηκε, αρκεί ότι η ανωτέρω απειλή περιήγαγε τον απειλούμενο σε τρόμο ή ανησυχία, χωρίς να ερευνάται εάν η απειλή αυτή είναι γενικώς ικανή να προκαλέσει τούτο, ενώ είναι νομικά αδιάφορο εάν και τα πρόσωπα, για την ασφάλεια των οποίων ο παθών ανησύχησε και τρομοκρατήθηκε, περιήλθαν και αυτά σε τρόμο και ανησυχία, παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος. Εξάλλου, από την αναφορά στο προοίμιο του σκεπτικού ότι το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση, έλαβε υπόψη όλα τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, προκύπτει, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε και το υπ` αριθμ. 3668/2020 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, βάσει του οποίου ο αναιρεσείων είχε απαλλαγεί για τα αποδοθέντα σε βάρος του αδικήματα της απάτης και της υπεξαίρεσης, κατόπιν σχετικής μηνυτήριας αναφοράς της συζύγου του. Όλες δε οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι απαράδεκτες, διότι, υπό την επίφαση της έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, προσβάλλουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ` και Ε` του ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρ. 7 παρ. 2 του ν. 3500/2006 και 333 ΠΚ είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Θ` ΚΠΔ), διότι καταδικάστηκε για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, μολονότι δεν είχε υποβληθεί η απαιτούμενη έγκληση από την σύντροφο του παθόντος και εγκαλούντος, την οποία φέρεται ότι αφορούσε η απευθυνθείσα απειλητική φράση και η οποία δεν περιλαμβάνεται στα πρόσωπα της οικογένειας, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 3500/2006. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος προεχόντως διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον το Δικαστήριο δεν καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για απειλή στρεφόμενη κατά της ανωτέρω συντρόφου του παθόντος, αλλά για απειλή στρεφόμενη κατά του τελευταίου.

Με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων προβάλλει την πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρ. 171 παρ.2, 510 παρ. 1 στοιχ. Α` ΚΠΔ), διότι, όπως ισχυρίζεται, μολονότι, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, ζήτησε την εξέταση και δεύτερου μάρτυρα υπεράσπισης, του .........., η Πρόεδρος του Δικαστηρίου αυθαιρέτως απέρριψε δύο φορές αυτό το αίτημά του. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, προεχόντως διότι, από την επισκόπηση των πρακτικών της απόφασης, τα οποία δεν διορθώθηκαν, ούτε προσβάλλονται ως πλαστά, δεν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ζήτησε από το Δικαστήριο την εξέταση του ανωτέρω προσώπου ως μάρτυρα υπεράσπισης. Στη διάταξη του άρθρου 175 παρ. 2 του ΚΠΔ, ορίζεται ότι: "Η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος και του καταλόγου των μαρτύρων, η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησής τους, καθώς και η ακυρότητα που αναφέρεται στο άρθρο 167 καλύπτονται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της μέχρι να αρχίσει για πρώτη φορά η αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο. Μπορεί όμως, το δικαστήριο να αναβάλει τη συζήτηση, αν κρίνει ότι από την ακυρότητα, μολονότι δεν προτάθηκε, είναι δυνατό να παραβιαστούν τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου ή του παριστάμενου προς υποστήριξη της κατηγορίας". Από την παραπάνω διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 174 παρ. 2 του ΚΠΔ συνάγεται ότι η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο του κατηγορουμένου ή του κλητηρίου θεσπίσματος, η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησής τους, καθώς και κάθε ακυρότητα που αναφέρεται στη μη τήρηση των προθεσμιών εμφάνισης στο ακροατήριο, είναι σχετική και αφορά σε διαδικαστική πράξη, που κατ` ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που τυχόν εκδοθεί, αν δεν καλυφθεί και καλύπτεται αν ο κατηγορούμενος, που κλητεύθηκε στη δίκη, εμφανισθεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Αν προταθεί εγκαίρως ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η μη επίδοση ή η ακυρότητα της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος και, εκ του λόγου αυτού, προβληθεί αντίρρηση προόδου της διαδικασίας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την απορρίψει, ο κατηγορούμενος, αν εμμένει σε αυτήν, πρέπει να επαναφέρει στο εφετείο την πρόταση της μη επίδοσης ή της ακυρότητας και την αντίρρησή του κατά της προόδου της διαδικασίας ή να την προβάλει το πρώτον, αν καταδικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διαλαμβάνοντας στην τυχόν ασκηθείσα έφεσή του ειδικό λόγο έφεσης περί αυτού. Αυτό αποτελεί την προϋπόθεση για να μπορεί να προτείνει παραδεκτά και πάλι στο Εφετείο τον σχετικό ισχυρισμό του και τούτο θα γίνει πριν την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου, διαφορετικά είναι απαράδεκτος (ΑΠ 425/2023, ΑΠ 1777/2017, ΑΠ 1341/2015).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 περ. β` του ΚΠΔ, "Απόλυτη ακυρότητα υπάρχει: 1. Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν : α)... β) την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο και σε πράξεις της προδικασίας που ορίζονται στο νόμο", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 174 παρ. 1 του ίδιου κώδικα "Η απόλυτη ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας ακόμη και στον Άρειο Πάγο. Αν η απόλυτη ακυρότητα αναφέρεται σε πράξεις της προδικασίας μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως ή να προταθεί ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο", κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, "Aρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, κύριας και προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας....".

Επίσης, στο άρθρο 322 παρ. 1 του εν λόγω Κώδικα ορίζεται ότι: "Ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου έχει δικαίωμα, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου, να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος". Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και, ειδικότερα, επί μεν παραπομπής με απευθείας κλήση μέχρι την πάροδο της προθεσμίας προσφυγής του άνω άρθρου 322 παρ. 1 ΚΠΔ, επί δε παραπομπής με βούλευμα, μέχρις ότου αυτό καταστεί αμετάκλητο, διαφορετικά καλύπτονται, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως και η προβολή τους να καθίσταται μετά ταύτα απαράδεκτη (ΑΠ 582/2021, ΑΠ 1701/2019). Περαιτέρω, εφόσον προβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ακυρότητα της προδικασίας μη καλυφθείσα και αυτή απορριφθεί από το δικαστήριο, η ίδια ακυρότητα θα πρέπει να προταθεί με ειδικό λόγο έφεσης, ώστε να δύναται να επαναφερθεί και να κριθεί εκ νέου από το Εφετείο στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 502 παρ. 2 του ΚΠΔ, ενώ, αν ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, πρέπει επίσης να την προβάλει, το πρώτον με το εφετήριο, διαλαμβάνοντας στην ασκηθείσα έφεσή του ειδικό λόγο περί αυτού, άλλως καλύπτεται και δεν μπορεί να προταθεί στο ακροατήριο του Εφετείου (ΑΠ 754/2014, ΑΠ 1711/2009).

Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 11, 12 και 13 του ν. 3500/2006 (όπως τα δύο πρώτα ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με τα άρθρα 123, 124 και 138 παρ. 1 του ν. 5090/2024), θεσπίσθηκε ο θεσμός της ποινικής διαμεσολάβησης σε εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας. Αφετηρία της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης είναι είτε η έναρξη της προκαταρκτικής εξέτασης, μετά από έγκληση του παθόντος ή καταγγελία τρίτου, είτε η κίνηση της διαδικασίας του αυτοφώρου. Πρώτη ενέργεια του Εισαγγελέα είναι η διερεύνηση της δυνατότητας ποινικής διαμεσολάβησης. Αρχικώς, πρέπει να εξασφαλισθεί ότι τα διάδικα μέρη θα συμφωνήσουν να συνδιαλλαγούν, διαφορετικά η ποινική διαδικασία θα ακολουθείται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Από τις προβλέψεις των ως άνω διατάξεων του ν. 3500/2006 και τους σκοπούς στους οποίους ο νόμος αυτός αποβλέπει, προκύπτει ότι η προηγούμενη διερεύνηση από τον αρμόδιο εισαγγελέα της δυνατότητας ποινικής διαμεσολάβησης, πριν ακολουθήσει την ποινική διαδικασία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, έχει αναχθεί από τον νόμο σε ειδική δικονομική προϋπόθεση, για την έγκυρη άσκηση της προβλεπόμενης επί των ανωτέρω παραβάσεων ποινικής δίωξης. Αν δεν τηρηθεί η διαδικασία αυτή, δεν μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη και η τυχόν ασκηθείσα πάσχει από απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 171 παρ. 1 περ. β` ΚΠΔ), η οποία αφορά στην προδικασία και πρέπει, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 174 παρ. 1 ΚΠΔ, να προτείνεται μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η παραπομπή (ΑΠ 2055/2019, ΑΠ 497/2019).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με βάση την από 30-7-2019 ένορκη εξέταση του μάρτυρα ........... του ..........., που επέχει θέση έγκλησης, ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών σε βάρος του κατηγορουμένου, πατέρα του εγκαλούντος, για την αξιόποινη πράξη της ενδοοικογενειακής απειλής (άρθρ. 7 παρ. 2 ν. 3500/2006 σε συνδυασμό με 333 ΠΚ) και παραπέμφθηκε αυτός για να δικαστεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Η υπόθεση προσδιορίσθηκε προς εκδίκαση στις 30-5-2022 και η επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος διενεργήθηκε στις 22-3-2022. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε και με την υπ` αριθμ. ΔΤ 1692/2022 απόφαση του Δ` Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καταδικάσθηκε για την ανωτέρω πράξη σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, που ανεστάλη επί τριετία. Κατά της απόφασης αυτής ο κατηγορούμενος άσκησε την από 8-6-2022 έφεση, παραπονούμενος μόνο για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Κατά την εκδίκαση της έφεσης, ενώπιον του Γ` Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, ο παριστάμενος κατηγορούμενος, διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του, πρόβαλε ένσταση απόλυτης ακυρότητας της ασκηθείσας εναντίον του ποινικής δίωξης, διότι, ενώ η αποδιδόμενη σε βάρος του πράξη ήταν αυτή της ενδοοικογενειακής απειλής (άρθρ. 7 παρ. 2 ν. 3500/2006 σε συνδυασμό με 333 ΠΚ), ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, χωρίς να προηγηθεί η προβλεπόμενη στα άρθρα 11 και 12 του ν. 3500/2006 διαδικασία ποινικής διαμεσολάβησης. Το Εφετείο, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, απέρριψε την ανωτέρω ένσταση του κατηγορουμένου ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι αυτός ουδέποτε, μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του στο ακροατήριο, πρότεινε την ως άνω ακυρότητα της ποινικής δίωξης και της προδικασίας εν γένει, ούτε ζήτησε την έναρξη της ποινικής διαμεσολάβησης, επιπλέον δε, αυτός δεν είχε προβάλει την ως άνω αιτίαση με ιδιαίτερο λόγο έφεσης. Με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων εκθέτει ότι: α) ο τόπος κατοικίας του μέχρι και την ημερομηνία, που έγινε η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος (22-3-2022) ήταν η Λεμεσός της Κύπρου, γι` αυτό δεν εκλήθη νομίμως στη διεύθυνση ... ....... Αττικής, όπου αναζητήθηκε, δεν έλαβε γνώση της κλήτευσής του και έτσι δικάστηκε πρωτοδίκως ερήμην, β) ουδέποτε, μέχρι την ως άνω επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, κλήθηκε για την παροχή εξηγήσεων από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ούτε προκειμένου να προβεί σε δήλωση περί ποινικής διαμεσολάβησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3500/2006. Ενόψει αυτών, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε από το Εφετείο ο ως άνω ισχυρισμός του με την προαναφερόμενη αιτιολογία, διότι, μέχρι τη συζήτηση της έφεσης (15-6-2023), δεν υφίστατο αρμόδιο δικαστήριο για την εξέταση της νομιμότητας της προδικασίας, σε σχέση με τις παραλείψεις του Εισαγγελέα να κληθεί προς παροχή εξηγήσεων και να υποβάλει δήλωση περί ποινικής διαμεσολάβησης, γ) συνακόλουθα, η απόρριψη από το Εφετείο της ένστασής του ακυρότητας της ποινικής δίωξης στερείται νόμιμης αιτιολογίας. Όμως, ο λόγος αυτός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ειδικότερα, όπως προεκτέθηκε, α) η άσκηση ποινικής δίωξης, χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης, προκαλεί μεν απόλυτη ακυρότητα, πλην όμως, αυτή, εφόσον αφορά στην προδικασία, μπορεί να προταθεί μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή και, στην προκειμένη περίπτωση, μέχρι την πάροδο της προθεσμίας προσφυγής, κατά το άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠΔ. β) Στην έφεσή του ο αναιρεσείων δεν πρόβαλε ειδικό λόγο για μη νόμιμη επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, λόγω της επίδοσής του σε διεύθυνση όπου δεν διέμενε, ούτε βέβαια πρόβαλε σχετικό ισχυρισμό ενώπιον του Εφετείου. Επομένως, απαραδέκτως προβάλλονται οι ανωτέρω αιτιάσεις για την ακυρότητα της κλήτευσής του. γ) Εφόσον ο αναιρεσείων θεωρούσε ότι υπήρχε απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας, που δεν είχε καλυφθεί, θα έπρεπε να την είχε προβάλει με ειδικό λόγο έφεσης, ώστε να μπορεί να προτείνει τον σχετικό ισχυρισμό του παραδεκτά στο Εφετείο. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, αυτός δεν πρόβαλε τέτοιο λόγο έφεσης.
Συνεπώς, το Εφετείο απέρριψε με την προσήκουσα αιτιολογία την ως άνω ένσταση ακυρότητας της ποινικής δίωξης, που υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο. Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, κατ` άρθρο 578 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

                                                                            ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπ` αριθμ. ........../2023 αίτηση του αναιρεσείοντος, ............του ......, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ` αριθμ. 2610/15-6-2023 απόφασης του Γ` Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.

Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 2024.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Μαΐου 2024.

                                                   Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Must red-read

Επικοινωνία γονέα-τέκνου, υπό τα "μάτια" του Υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη

    3442/2021 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ (ΜΟΝ) (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Μεταρρύθμιση απόφασης με αίτημα τον περιορισμό του χρόνου της επικοινωνίας του πατέρα με...