Να κλαις, για να βυθίζονται τα δάκρυα
στην μέσα βαρκούλα της εγκατάλειψής τους
να κινδυνεύουν από πλημμύρα
στον ατάραχο πόνο της ανάληψής τους
βούρκωσαν και οι αναμνήσεις
από την υγρασία της ξελογιάστρας ιστορίας
που τις ξεθώριασε με νέες κατηγορίες
ότι το παρελθόν επισκίασε το μέλλον της επιβίωσής τους
Να, κι ο Θεός, ο θεός, κεφαλαίος ή μικρός
αμελητέα η αποτύπωσή του, καλύτερα υπό αμφισβήτηση
να ζηλεύει που πιστεύουμε στα ημίθεα θαύματα,
άγγιξε μία ακτίνα, να περισώσει λίγο φως
από το σκοτάδι της μετέωρης ψυχής σου
μα το σκότος προσεταιρίστηκε την αγνότητα
στην σκιά των ματιών σου χαράσσοντας την θεότητα
της τελευταίας εικόνας, πριν το τελευταίο αντίο
Αυτό που απέμεινε μία αυτόνομη βαρκούλα
ταξιδεύοντας στα συννεφότσουφλα
γιατί αυτός ο ουρανός είχε διαρραγεί
μετά από τόσο κλάμμα οδύνης