ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΧΑΡΑ
Δειλά
ένα σκίρτημα καρδιάς
στα
χείλη ανθεί χαμόγελο ελπίδας
σαν
άνθισμα μικρής αμυγδαλιάς
σε
ώρα άγριας καταιγίδας.
Πέταγμα
μόνο μιας στιγμής
Μ’ολάνοιχτα φτερά
γκρεμίζεται
προτού σχεδόν
τη
στοχαστείς
π
α ν τ ο τ ε ι ν ά η χ α ρ ά!
ΦΙΛΙΑ
Δυο
σκιές
Δυο
φίλοι
Μετά
η αγάπη
Ένα
πλατύ χαμόγελο
Απ’την καρδιά
Στα
χείλη…
ΠΑΤΡΙΔΕΣ ΝΥΧΤΩΜΕΝΕΣ
Μάκρυνε
η θύμηση,
και
θόλωσε η σκέψη.
Αφανίστηκαν
οι μορφές
στο
πέρασμα της λησμοσύνης
και
πνίγηκαν οι απαντοχές
στο
χείμαρρο της ατέλειωτης οργής.
Αγάπες
μακρινές
Ψεύτικα
φτιασιδωμένες υποσχέσεις.
Ξεθώριασαν
πια…
Και
σαν κατακάθι στον καφέ
πίκραναν
τα χείλη
Η
γεύση στυφή
κι
η ματιά υγρή.
Άρνηση
και εγκατάλειψη.
Μάταια
παλεύεις
ελπίδα
να βρεις.
Να
γαντζωθείς δεν έχει χαρακιά
στου
πόνου τον απόκρημνο βράχο…
Ζωή
δυσβάσταχτη
σε
πόλεις ρημαγμένες
Σκοτεινιά
τα βλέμματα
σε
πατρίδες νυχτωμένες
Βαριά
η μυρωδιά της προδοσίας
Και
του προδότη η θωριά
Θάνατος…
ΣΑΚΑΤΕΜΕΝΗ ΨΥΧΗ Ή ΣΑΚΑΤΕΜΕΝΟ ΣΩΜΑ;
Είναι
κάποιες φορές που το ξημέρωμα μοιάζει βαρύ φορτίο...
Ο
κάματος κι η θλίψη της προηγούμενης μέρας δεν έχουν φύγει, τα νοιώθεις να
μουδιάζουν ακόμη το σώμα σου, να βαραίνουν τα βλέφαρα και να πλακώνουν το
στήθος.
Το
ξυπνητήρι αλύπητα σου θυμίζει το χρέος σου.
Τα
πόδια αρνούνται να υπακούσουν κι εσύ σέρνοντας αρχίζεις την καινούρια μέρα που
μοιάζει Γολγοθάς και το λυτρωτικό βράδυ φαίνεται πια τόσο απόμακρο κι εσύ
λαχταράς στη ζωή σου να είναι μόνο βράδυ... γιατί μόνο αυτό σε λυτρώνει από το
βραχνά της μουντής σου καθημερινότητας.
Πρέπει
να ετοιμαστείς γρήγορα, να ετοιμαστεί το παιδί, να φύγει για το σχολείο, κι εσύ
με μηχανικές, γρήγορες κινήσεις, βάζεις μια πινελιά στα βλέφαρα, λίγο κραγιόν
στα χείλη και λίγο ρουζ στα χλωμά μάγουλα, μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη,
κατεβαίνεις τρέχοντας τις σκάλες, μασουλώντας την τελευταία μπουκιά από το
φρυγανισμένο ψωμί που συνόδεψε τον καφέ σου... και προσεύχεσαι σήμερα η κίνηση
να μην είναι τόσο τραγική...
Έχεις
διανύσει τη μισή απόσταση, με το αυτοκίνητό σου... και ένα φανάρι ακόμη και
βγαίνεις στην Πατησίων.
Εκεί
στη διασταύρωση της Ιθάκης με την Πατησίων στέκεται κάθε πρωί, ένας ζητιάνος με
κομμένες τις παλάμες των χεριών του. Πουλάει χαρτομάντιλα.
Ο
άνθρωπος αυτός σου θυμίζει πάντα αυτό που παιδί ακόμη διάβασες στο "Ένα
παιδί μετράει τ'άστρα" του Μενέλεου Λουντέμη:
Ήμουν
λυπημένος που δεν είχα παπούτσια μέχρι που είδα κάποιον που δεν είχε πόδια!
Ναι
ακριβώς αυτό!
Αισθάνεσαι
πολλές φορές νικημένη από τη ζωή σου, στερημένη από αυτά που εσύ θα ήθελες να
είχες, ακόμη και από τα απλά και καθημερινά, όπως έναν περίπατο, μια ξένοιαστη
Κυριακή, χωρίς δουλειά, χωρίς διάβασμα, χωρίς συγύρισμα, χωρίς τίποτε...
τίποτε... μόνο μια Κυριακή για σένα... με έναν λαμπρό ήλιο και ένα μοσχοβολιστό
καφέ, σε μία όμορφη καφετέρια, με θέα την Ακρόπολη...
Τη
σκέψη σου διακόπτει η φιγούρα του "κουτσουρεμένου" ανθρώπου που
πλησιάζει προς το παράθυρο του οδηγού. Ανοίγεις το τζάμι για να του δώσεις όσα
ψιλά σου βρίσκονται στην κονσόλα και σου πετάει πάλι, όπως πάντα, μέσα, δύο
τρία πακέτα χαρτομάντιλα παρά τις φωνές σου ότι δεν θέλεις άλλααα!
Αρνείται
να πάρει χρήματα έστω και μισό ευρώ, χωρίς να σου ρίξει, με τσαμπουκά, το
εμπόρευμά του μέσα στ'αμάξι!
Μάταια
προσπάθησες να κλείσεις, μια φορά, το τζάμι πριν προλάβει να ρίξει τα χαρτομάντιλα...
παρολίγο να του τσακώσεις τα κουτσουρεμένα χεράκια του!
Το
αμάξι σου έχει γίνει τίγκα στο ...χαρτομάντιλο!!
Όμως
αυτός επιμένει να σου πουλάει, κάθε φορά που περνάς από το σημείο της
"δουλειάς" του.
Σε
γνωρίζει πια, σε καλημερίζει και σου χαμογελά σαν παλιά, καλή πελάτισσα...
Φτωχός
και δυστυχισμένος, αλλά περήφανος και αξιοπρεπής!!
Δεν
ξέρεις αν είναι αλλοδαπός ή Έλληνας, δεν ξέρεις καν τι ήταν αυτό που του
στέρησε τα δυο του χέρια.
Δεν
ξέρεις σε ποιά φρικτή τραγωδία ήταν πρωταγωνιστής, πληρώνοντας το ρόλο του, με
το πανάκριβο τίμημα των δυο του χεριών!
Είναι
ένας λεπτός, μέτριος προς το κοντό, αξύριστος άνδρας, με ευγενική φυσιογνωμία
και με περήφανη περπατησιά...
Λυπάσαι...
λυπάσαι που είναι έτσι, λυπάσαι που δεν μπορείς να κάνεις κάτι γι'αυτόν... και
μέσα σου βαθειά θυμώνεις που εσύ ξεχνάς να χαρείς γιατί έχεις και τα δυο σου
χέρια... γιατί μπορείς να εργάζεσαι... μπορείς να οδηγείς... να ζεις στο
σπιτικό σου, στη θαλπωρή των δικών σου ανθρώπων...
Κάθε
πρωί είναι εκεί, για να σου θυμίζει ότι η ζωή παλεύεται, ακόμη και με
κουτσουρεμένα μέλη...
Είναι
εκεί για να σου θυμίζει ότι υπάρχουν και αξιοπρεπείς, δυστυχισμένοι άνθρωποι,
που στέκουν όρθιοι και δεν σου επιτρέπουν να τους αμφισβητήσεις την αξιοπρέπειά
τους και τη γενναιότητά τους να ζουν αυτή τη ζωή που τους έλαχε... έτσι όπως
τους έλαχε... αψηφώντας το γεγονός της όποιας σωματικής αναπηρίας τους... γιατί
έχουν ψυχή ακμαία και δυνατή!!
Και
εσύ τότε νοιώθεις πιο αδύναμη από αυτούς, ανίκανη να αντιδράσεις στη μοίρα σου,
με ένα σώμα αρτιμελές, μα με μια ψυχή αδύναμη και σακατεμένη...
Και
αυτό είναι το χειρότερο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου