Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ν. 2225/1994. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ν. 2225/1994. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Άρση απορρήτου επικοινωνιών (Ν. 2225/94) - Υπόθεση Noor1

 

 

287/2018 ΑΠ

Ποινική Δικονομία. Άρση τηλεφωνικού απορρήτου. Αίτηση Eισαγγελέως κατά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (για τα εγκλήματα της λαθρεμπορίας από κοινού και κατ’εξακολούθηση, της εγκληματικής οργάνωσης, της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’επάγγελμα και κατά συνήθεια και της διακίνησης ναρκωτικών με τη μορφή της χρηματοδότησης) για άρση τηλεφωνικού απορρήτου κινητού που κατείχε παρανόμως κρατούμενος. Απόρριψη αιτήσεως από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Αναίρεση Εισαγγελέως κατά του απορριπτικού βουλεύματος. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Αναιτιολόγητο το απορριπτικό βούλευμα, καθ’όσον δεν εξηγείται για ποιο λόγο η συγκεκριμένη ανακριτική πράξη θα είναι ατελέσφορη και τα προκύπτοντα στοιχεία δεν θα είναι χρήσιμα για τη διάγνωση της υπόθεσης. Αναιρεί το υπ’αριθμ. 652/2017 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς για τον ως άνω λόγο.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Βασιλική Μπαζάκη - Δρακούλη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η Δεκεμβρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστέας Θεοδόση, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπου Βουρλιώτη, περί αναιρέσεως του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς με αριθμό 652/2017, με κατηγορούμενο τον ... του .., κρατούμενο στο Κατάστημα Κράτησης Χαλκίδας. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό … και ημερομηνία 16 Νοεμβρίου 2017 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δ. Χ., και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2017. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αριστέα Θεοδόση, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπου Βουρλιώτη, με αριθμό πρωτ. ....11.2017, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγοντες στο Δικαστήριο Σας (Σε Συμβούλιο) κατά το άρθρο 485 Κ.Π.Δ., την νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα αναίρεση περί της οποίας συντάχθηκε η σχετική με αριθμό …2017 έκθεση, με την οποία ζητούμε την αναίρεση του υπ’αριθμ. 652/17 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιά, αναφερόμαστε εξ ολοκλήρου στους λόγους τους οποίους εκθέτουμε στην άνω έκθεση και προτείνουμε τα εν αυτή." Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χαράλαμπος Βουρλιώτης. Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 483 παρ. 3 εδάφ. α’ του ΚΠΔ ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στον Γραμματέα του Αρείου Πάγου μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ.2 του ΚΠΔ, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την έκδοσή του (άρθρο 306 ΚΠΔ). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προς το σκοπό διόρθωσης τυχόν εσφαλμένων δικαιοδοτικών κρίσεων, δικαιούται να ασκεί το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά οποιουδήποτε βουλεύματος και για όλους τους λόγους που διαλαμβάνονται στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ μεταξύ των οποίων και αυτός για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ). Συνεπώς η κρινόμενη αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με αριθμό έκθεσης …16 Νοεμβρίου 2017 για αναίρεση του υπ’ αριθμόν 652/27.10.2017 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς με το οποίο απορρίφθηκε η από 26.10.2017 αίτηση της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς για άρση του τηλεφωνικού απορρήτου που αφορά την τηλεφωνική σύνδεση με αριθμό κάρτας SIM ... που αντιστοιχεί σε συσκευή κινητού τηλεφώνου μάρκας SAMSUNG που είχε στην κατοχή του ο κρατούμενος στο ... Χαλκίδας ... του ..., για λόγο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός μηνός από την έκδοσή του, στις 27.10.2017. Επομένως είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ουσίαν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 2225/1994 (για την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις), όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε και τροποποιήθηκε με τους νόμους 3606/2007, 3666/2008, 3658/2008, 4012/2012, 4198/2013, 4254/2014, 4267/2014, 441 1/2016 και 4416/2016, "Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από: α) τα άρθρα 134, 135 παράγραφοι 1, 2, 135Α, 137Α, 137Β, 138, 139, 140, 143, 144, 146, 148 παράγραφος 2, 150, 151, 157 παρ. 1, 159, 159Α, 168 παρ. 1, 187 παράγραφοι 1, 2, 187Α παράγραφοι 1 και 4, 207, 208 παρ. 1, 235 παρ. 2, 236 παρ. 2, 237 παράγραφοι 2 και 3 β’ 264 περιπτώσεις β’ και γ’ , 270, 272, 275 περίπτωση β’ 291 παρ. 1 περιπτώσεις β’ και γ’ , 292Α παρ. 4 εδάφιο β’ και παρ. 5, 299, 322, 323Α παράγραφοι 1, 2, 4, 5 και 6, 324 παράγραφοι 2 και 3, 336 σε βάρος ανηλίκου, 338 παρ. 1 σε βάρος ανηλίκου, 339 παράγραφος 1 περιπτώσεις α’ και β’ , 342 παράγραφοι 1 και 2, 348Α παρ. 4, 348Γ παρ. 1 περιπτώσεις α’ και β’, 349 παρ. 1 και 2, 351 παράγραφοι 1, 2, 4 και 5, 35 ΙΑ παράγραφοι 1 περιπτώσεις α’ και β’ και 3, 370Α, 370Δ, 374, 380, 385 παρ. 1 περιπτώσεις α’ και β’ του Ποινικού Κώδικα, β) τα άρθρα 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 28, 29, 30, 46, 47, 59, 140 και 144 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, γ) το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 2168/1993, δ) τα άρθρα 20, 22 και 23 του Ν. 4139/2013, ε) το άρθρο 157 παρ. 1γ’ του Ν. 2960/2001, στ) το άρθρο 3 περίπτωση ιε’ του Ν. 3691/2008, σε συνδυασμό με το άρθρο δεύτερο του Ν. 2656/2000, ζ) το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 2803/2000, η) το άρθρο 45 παρ. 1 περιπτώσεις α’ , β’ και γ’ του Ν. 3691/2008, θ) το άρθρο 28 του Ν. 1650/1986. Επίσης, επιτρέπεται η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των προπαρασκευαστικών πράξεων για το έγκλημα της παραχάραξης νομίσματος κατά το άρθρο 211 του Ποινικού Κώδικα, καθώς επίσης και για τα εγκλήματα των παραγράφων 1, 2, 3, 4 εδάφιο α’ και 6 του άρθρου 292Α, του άρθρου 292Β, του άρθρου 292Γ, των παραγράφων 1 περίπτωση γ’ και 4 του άρθρου 339, της παρ. 3 του άρθρου 342, του άρθρου 348, των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 348Α, του άρθρου 348Β, της παρ. 1 περιπτώσεις γ’ και δ’ του άρθρου 348Γ και της παρ. 1 περίπτωση γ’ του άρθρου 35 ΙΑ, των άρθρων 370Γ και 370Ε, του άρθρου 381 Α, του άρθρου 381Β και του άρθρου 386Α του Ποινικού Κώδικα. Επιπλέον, η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των εγκλημάτων που προβλέπονται από το άρθρο 11 του Ν. 3917/2011, το άρθρο 15 του Ν. 3471/2006 και το άρθρο 10 του Ν. 3115/2003. Ια. Η άρση του απορρήτου είναι επίσης επιτρεπτή για τη διακρίβωση παραβάσεων των άρθρων 3 έως 7, 29 και 30 του ν. 3340/2005. 1β. Επιτρέπεται, επίσης, η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από το ν. 3028/2002 "Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, όπως ο νόμος αυτός εκάστοτε ισχύει. 1γ. Η άρση του απορρήτου είναι επίσης επιτρεπτή για τη διακρίβωση παραβάσεων του άρθρου 93α του ν. 4099/2012". Κατά τις διατάξεις δε των παραγράφων 2, 4 και 5 του ίδιου άρθρου (άρ. 4 του Ν. 2225/1994), η άρση του απορρήτου στις προβλεπόμενες, ως άνω, περιπτώσεις, επιβάλλεται με διάταξη του αρμόδιου καθ’ύλην και κατά τόπο Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών, μετά από αίτηση, είτε του ανακριτή που ενεργεί τακτική ανάκριση, είτε του αρμόδιου Εισαγγελέα που διενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, εφόσον διαπιστωθεί αιτιολογημένα ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν". Περαιτέρω η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης δεν αφορά μόνο την κύρια απόφαση, δηλαδή την επί της ενοχής δικαιοδοτική κρίση του Δικαστηρίου, αλλά εκτείνεται ανεξαιρέτως σε όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή η έκδοσήτους έχει αφεθεί στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Εκ τούτου έπεται, ότι και η απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, με την οποία απορρίπτεται η αίτηση της Εισαγγελέως για άρση του απορρήτου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1, 2, 3, 4, 5 και 6 του ν. 2225/1994, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, η εν λόγω δε αιτιολογία συνίσταται στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών και στοιχείων που προέκυψαν κατά την προδικασία και δη, εκτός των άλλων, από τη διενεργούμενη προκαταρκτική εξέταση, από την εκτίμηση των οποίων το Συμβούλιο κρίνει αιτιολογημένα ότι δεν συντρέχει περίπτωση άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου, λόγω του ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι δυνατή και χωρίς αυτήν. Η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιώς η οποία διενεργεί αυτοπρόσωπη προκαταρκτική εξέταση για τη διακρίβωση τυχόν τέλεσης των εγκλημάτων: α) της λαθρεμπορίας από κοινού και κατ’εξακολούθηση εκ της οποίας οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ (αρθρ. 45, 98 ΠΚ, 155 παρ.1 β, 2α, 157 παρ. 1γ του Ν.2960/2001 όπως η παρ. Γ’ προστ. με την παρ. 4 αρ. 88 του Ν.3842/2010 και αντικ. με άρθρο 3 παρ.3 του Ν.3943/2011), β) της παράβασης του άρθρου 66 παρ. 5 περ. γ’ του Ν.4174/2013, γ) της εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 187 παρ.1 ΠΚ) και δ) της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρθρα 3 περ. α’ , ιη’ , κ’ , 45 παρ.1 περ.γ’ - α Ν.3691/2008) στην από 26.10.2017 αίτησή της προς το αρμόδιο καθ’ύλη και κατά τόπο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς εξέθεσε μετά την παράθεση νομικής σκέψης τα εξής: "Από την έως τώρα προκαταρκτική εξέταση έχει προκύψει ότι η ανωτέρω υπόθεση συνδέεται άμεσα με την υπόθεση διακίνησης δύο και πλέον τόνων ναρκωτικών ουσιών (ηρωίνης) γνωστή ως "..." και κυρίως με τα άγνωστα μέχρι στιγμής πρόσωπα που χρηματοδότησαν τη μεταφορά για την οποία (υπόθεση) έχει εκδοθεί η υπ’αριθμ. 332/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς. Μεταξύ των καταδικασθέντων για την ως άνω υπόθεση είναι και ο ... του ..., ο οποίος κρατείται δυνάμει της ανωτέρω απόφασης στο Κατάστημα Κράτησης Χαλκίδας. Ο ανωτέρω, αρχικά, με την από 25.1.2017 κατάθεσή του παρέδωσε και αντίγραφο τραπεζικού λογαριασμού που διατηρούσε στο ... για λογαριασμό της εταιρείας ... δικών του συμφερόντων, για τον οποίο (λογαριασμό) έχουν ζητηθεί περαιτέρω στοιχεία με τη διαδικασία της δικαστικής συνδρομής. Ωστόσο, κατά την πορεία της διαδικασίας, μετέστρεψε γνώμη, ισχυριζόμενος ότι τα στοιχεία που κατέθεσε ήταν προϊόν εκβιασμού, πράγμα όμως απολύτως ψευδές, όπως προκύπτει και από την υπ’ αριθμ. …/2017 πράξη αρχειοθέτησης του Εισαγγελέα Εφετών Π. Μ... Κατά τη διάρκεια νομότυπης έρευνας στις φυλακές όπου κρατείται ο ..., βρέθηκε και κατασχέθηκε ένα (1) κινητό τηλέφωνο, μάρκας SAMSUNG, ασημί, με ...: ... και μία (1) κάρτα SIM με αριθμό ..., το οποίο παρανόμως κατείχε ο ως άνω κρατούμενος. Κατόπιν αυτών, επειδή από το μέχρι τώρα συλλεγέν αποδεικτικό υλικό, προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι έχουν τελεσθεί τόσο τα κακουργήματα της 1) Λαθρεμπορίας από κοινού και κατ’εξακολούθηση εκ της οποίας οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ (άρ. 45,98 Π.Κ., 155 παρ. 1β, 2, 157 παρ.1 γ’ Ν. 2960/2001, ως η περ. γ’ προστ. με την παρ. 4 άρ. 77 Ν. 3842/2010 και αντικ. με άρ. 3 παρ. 3 Ν. 3943/2011), 2) παρ. άρθ. 66 παρ. 5 περ. γ’ Ν. 4174/2013, 3) Εγκληματικής Οργάνωσης (άρ. 187 παρ. 1 εδ. τελευτ. Π.Κ., ως προστ. με το άρ. 320 παρ. 9. Α. Ν. 4072/2012), 4) Νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες τελεσθείσες κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρ. 3 περ. α’ , ιη’ , κ, 45 παρ. 1 περ. γ-α Ν. 3691/2008) όσο και της διακίνησης ναρκωτικών με τη μορφή της χρηματοδότησης, συντρέχει νόμιμη περίπτωση να διατάξει το Συμβούλιό σας την άρση του απορρήτου...". Με βάση τα ανωτέρω η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιώς, επικαλούμενη ότι η αιτούμενη άρση για το από 26.8.2017 έως 26.10.2017 χρονικό διάστημα θα συμβάλλει ουσιωδώς στη διερεύνηση της υπόθεσης και ότι η διενεργούμενη προκαταρκτική εξέταση θα καταστεί δυσχερής χωρίς αυτήν (άρθρα 4 και 5 του Ν. 2225/1994) ζήτησε να διαταχθεί από το Συμβούλιο η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου που αφορά την προαναφερόμενη τηλεφωνική σύνδεση για το χρονικό διάστημα από 26.8.2017 έως 26.10.2017 και συγκεκριμένα ζήτησε: "Να διαταχθεί η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου και να υποχρεωθούν να μου γνωστοποιήσουν οι υπεύθυνοι των εταιρειών σταθερής τηλεφωνίας ... σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή τα εξής στοιχεία: Α. 01 ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΙΝΗΤΗΣ ΤΗΛΕΦΩΝΙΑΣ .... Τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας του συνδρομητή της τηλεφωνικής σύνδεσης με αριθμό κάρτας SIM: ... και ...:... και τον χρόνο ενεργοποίησής της. Τις κλήσεις που πραγματοποιήθηκαν από και προς την τηλεφωνική σύνδεση με αριθμό κάρτας SIM: ... κατά το χρονικό διάστημα από 26/8/2017 έως 26/10/2017, τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας των συνδρομητών τους, καθώς και τις κεραίες ενεργοποίησής τους. Τους κωδικούς ... των συσκευών στις οποίες ενεργοποιήθηκε η υπ’αριθμ. κάρτα SIM: ... κατά το χρονικό διάστημα από 26/8/2017 έως 26/10/2017. Τις κάρτες SIM που ενεργοποιήθηκαν στον κωδικό ... της συσκευής και τηλεφωνικές συνδέσεις κατά το χρονικό διάστημα από 26/8/2017 έως 26/10/2017, τις κλήσεις που πραγματοποιήθηκαν από και προς τις νέες αυτές τηλεφωνικές συνδέσεις, τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας των συνδρομητών τους καθώς και τις κεραίες που ενεργοποιήθηκαν. Σε περίπτωση που ο κάτοχος - χρήστης των τηλεφωνικών συνδέσεων που αναφέρονται στην παρούσα έχει κάνει χρήση φορητότητας, οι αρμόδιες εταιρείες κινητής τηλεφωνίας να μας γνωρίσουν απευθείας τα αιτούμενα στοιχεία και να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες. Β. ΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ...: Τις κλήσεις και μηνύματα (SMS) που πραγματοποίησαν συνδρομητές τους από και προς την με αριθμό κάρτας SIM: ... και ...:... τηλεφωνική σύνδεση κατά το χρονικό διάστημα από 26/8/2017 έως 26/10/2017. Τα στοιχεία των συνδρομητών που θα προκύψουν και τις κεραίες που ενεργοποιήθηκαν. Τα στοιχεία ταυτότητας των συνδρομητών, το επάγγελμα και την ακριβή διεύθυνση κατοικίας τους που θα προκύψουν από την εν λόγω άρση του τηλεφωνικού απορρήτου και ειδικότερα από τις απαντήσεις των παραπάνω εταιρειών σταθερής και κινητής τηλεφωνίας...". Ακολούθως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το προσβαλλόμενο υπ’αριθμό 652/27.10.2017 βούλευμά του, απέρριψε το εν λόγω αίτημα, με τις εξής σκέψεις: "Από το εισφερόμενο αποδεικτικό υλικό προκύπτει για την υπό κρίση υπόθεση ότι διενεργείται προκαταρκτική εξέταση για τα προαναφερόμενα αδικήματα με χρόνους τέλεσης τα έτη 2013 - 2014 (βλ. το από 10-03-2017 έγγραφο της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά προς τον κ. Διευθυντή Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας σε συνδυασμό με το από 29.05.2017 έγγραφο της ως άνω Υπηρεσίας προς τον Διευθυντή Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, αφορώντα αμφότερα τα έγγραφα την ΑΒΜ ... δικογραφία). Στις 11 Οκτωβρίου 2017 ευρέθη και κατασχέθηκε ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας SAMSUNG ασημί με ... ... και μια κάρτα SIM με αριθμό ..., το οποίο κατείχε ο κρατούμενος Ε.Γ., ο οποίος στην υπό κρίση υπόθεση, κατά τα εκτεθέντα στο παρόν Συμβούλιο από την Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση, τυγχάνει ένας από τους "υπόπτους" των διερευνώμενων αδικημάτων. Το ως άνω κινητό κατόπιν σχετικής εισαγγελικής εντολής παραδόθηκε στις 12.10.2017 στον υπάλληλο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά κ. .... μαζί με την κάρτα SΙΜ και την μπαταρία του και τοποθετήθηκε σε κλειστό φάκελο (βλ. σχετ. το υπ’αριθμ. πρωτ. .../12-10-2017 αποδεικτικό παραδόσεως - παραλαβής, που συνέταξε ο Προϊστάμενος Διευθύνσεως του Καταστήματος Κρατήσεως Χαλκίδος). Η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιά, επικαλούμενη την συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 4 και 5 του Ν. 2225/1994, αιτείται την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου για το χρονικό διάστημα από 26.08.2017 έως 26.10.2017. Το παρόν Συμβούλιο, ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό διάστημα των τριών περίπου ετών, που έχει μεσολαβήσει από την τέλεση κακουργημάτων, για τα οποία διενεργείται η προκαταρκτική εξέταση (βλ. σχετ. το από 10-3-2017 έγγραφο της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς προς τον Διευθυντή Διευθύνσεως Οικονομικής Αστυνομίας, στο οποίο προσδιορίζονται τα έτη 2013 - 2014 ως χρόνος τελέσεως των κακουργημάτων, για τα οποία διενεργείται η προκαταρκτική εξέταση) έως την κατάσχεση του προαναφερόμενου κινητού τηλεφώνου, κρίνει ότι η αιτούμενη άρση για το χρονικό διάστημα από 26.8.2017 έως 26.10.2017 δεν θα συμβάλει ουσιωδώς στη διερεύνηση της υπόθεσης και ότι η προκαταρκτική εξέταση δεν θα καταστεί δυσχερής χωρίς αυτήν. Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ. 2 Ν. 2225/1994 και συνεπώς πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως αβάσιμη". Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι αόριστα αναφέρει ότι η αιτούμενη άρση του τηλεφωνικού απορρήτου της συγκεκριμένης τηλεφωνικής σύνδεσης για το από 26.8.2017 έως 28.10.2017 χρονικό διάστημα δεν θα συμβάλει ουσιωδώς στη διερεύνηση της υπόθεσης, ενόψει του ότι τα υπό διερεύνηση εγκλήματα φέρονται να έχουν τελεστεί προ τριετίας και συγκεκριμένα κατά τα έτη 2013 - 2014, χωρίς όμως να παρατίθενται σκέψεις που θεμελιώνουν την αρνητική αυτή κρίση του, αφού δεν εξηγείται για ποιό λόγο η συγκεκριμένη ανακριτική πράξη θα είναι ατελέσφορη, δηλαδή για ποιό λόγο τα στοιχεία που ενδεχομένως θα προκύψουν από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου δεν θα είναι χρήσιμα για τη διάγνωση της υπόθεσης, ανεξάρτητα από τον χρόνο τέλεσης των ως άνω αξιοποίνων πράξεων. Επίσης, ενώ επισημαίνεται ότι η διενεργούμενη προκαταρκτική εξέταση δεν θα καταστεί δυσχερής χωρίς την άρση του εν λόγω απορρήτου, παραλείπονται θεμελιωτικοί της κρίσης αυτής συλλογισμοί με τους οποίους αναιρείται η θέση της αιτούσας Εισαγγελέως σύμφωνα με την οποία από την προκαταρκτική εξέταση που η ίδια διενεργεί προέκυψαν μεν σοβαρές ενδείξεις ότι έχουν τελεστεί τα προαναφερόμενα εγκλήματα, πλην όμως η περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης καθίσταται αδύνατη, και σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά δυσχερής αν δεν διαταχθεί η άρση του απορρήτου. Επομένως ο μοναδικός από το άρθρο 484 αρ. 1 στοιχ. δ’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι ουσιαστικά βάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο που το εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 485 και 516 - 519 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ το υπ’αριθμό 652/27.10.2017 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Ιανουαρίου 2018. Και εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Φεβρουαρίου 2018. 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

Απαγορεύεται η άρση απορρήτου προσωπικών (και όχι ειδησεογραφικών) ιστολογίων




Υπέπεσε στην αντίληψή μας ότι συγκεκριμένη Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών, η οποία προήχθη σε Εφέτη, αλλά και λοιπά play - boys και play - girls της Δικαιοσύνης, αποπειράθηκαν να άρουν το απόρρητο προσωπικού (και ουχί ειδησεογραφικού) ιστολογίου, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τις σαφείς διατάξεις του Νόμου, που απαγορεύουν κάτι τέτοιο.
Μάλιστα, η παραπάνω Πρόεδρος είχε το θράσος να επικαλεστεί ότι συγκεκριμένος Δικηγόρος διαδίκου είναι διαχειριστής συγκεκριμένου προσωπικού ιστολογίου, προκειμένου να ζητήσει να γίνει δεκτή δήλωση αποχής της, ισχυριζόμενη ότι με ανάρτησή του προσέβαλε, βάναυσα (βαναυσότερα της νομολογίας της) την προσωπικότητά της.
Και τα play - mobiles της Justicia ανέλαβαν δράση, "δικαιώνοντας" τον διάδικο που εκπροσωπούσε ο δικηγόρος, με λεπτομέρειες που μόλις αποκαλυφθούν θα προκαλέσουν κλυδωνισμούς στον χώρο της πρ. Σχολής Ευελπίδων. Γιατί στην πρ. Σχολή μάλλον υπηρετεί μια μειοψηφία από νύν στρατιωτάκια εμπάθειας και μεροληψίας, ταγμένα στην εξυπηρέτηση άνομων σκοπών, κάτι σαν Ηλιαία, κάτι σαν νομολογία από Αντωνία Ηλία. Τα οποία παρακωλύουν την νόμιμη δράση των έντιμων Δικαστών που θέλουν να εξοβελίσουν...

Θ.Υ.Π.

Ακολουθεί εισήγηση εγνωσμένου κύρους και νομικής κατάρτισης Αρεοπαγίτη, που βάλλει κατά της ανεπίτρεπτης άρσης απορρήτου προσωπικών ιστολογίων:



Α) Νομικό Μέρος

Στο άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο (εδ. α') και ότι νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λύγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων (εδ. β΄). Επίσης στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α του Σ. Το άρθρο 19 κατοχυρώνει την ελευθερία και το απόρρητο κάθε μορφής ιδιωτικής (μη δημόσιας) επικοινωνίας, και ειδικότερα προστατεύει την ελευθερία και το απόρρητο του μηνύματος κάθε προσωπικής ή επαγγελματικής επικοινωνίας, την οποία το υποκείμενο του δικαιώματος - αποστολέας εννοεί και επιθυμεί ως μυστική ή εμπιστευτική, ενώ το μήνυμα καθεαυτό προστατεύεται από το άρθρο 14 παρ. 1 του Σ., το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία του προσώπου για διαμόρφωση, έκφραση και διάδοση της γνώμης του με κάθε τρόπο και μέσο (προφορικά, γραπτά, ηλεκτρονικά κ.λπ.). Κατά ορθότερη γνώμη, το απόρρητο καλύπτει (εκτός από το περιεχόμενο) και το γεγονός της επικοινωνίας, το οποίο τελεί σε άμεση σύνδεση και άγει σε αποκάλυψη του περιεχομένου αυτής, ώστε να απαγορεύεται στους φορείς δημόσιας εξουσίας και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής, κατά κρατική παραχώρηση, ταχυδρομικών ή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών να λαμβάνουν γνώση και να γνωστοποιούν σε τρίτους, δημόσιες αρχές ή ιδιώτες, τόσο το περιεχόμενο όσο και τα εξωτερικά στοιχεία που προσδιορίζουν και αποκαλύπτουν την πραγματοποίηση της ιδιωτικής επικοινωνίας (αριθμοί κλήσεων, ονόματα αποστολέα και αποδέκτη κ.λπ.). Το απόρρητο της επικοινωνίας ισχύει ανεξάρτητα από τον παράνομο και εγκληματικό ή όχι χαρακτήρα του περιεχομένου της, όπως σαφώς υπονοείται και προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. β' και 3 του Σ., που προβλέπουν τη δυνατότητα άρσης του απορρήτου (και) για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων και απαγορεύουν τη χρήση αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των άρθρων 19, 9 και 9Α του Σ.. Η επικοινωνία μέσω διαδικτύου είναι, καταρχήν, δημόσια και δεν καλύπτεται από το απόρρητο του άρθρου 19 Σ., εκτός αν ο συνδρομητής και διαχειριστής ιστολογίου έχει επιλέξει (κατά τη σύνδεσή του ή αργότερα) κατάλληλα τεχνικά μέτρα (κωδικούς πρόσβασης, κωδικούς ασφαλείας κ.λπ.), ώστε να εξασφαλίζει τα στοιχεία της μυστικότητας ή εμπιστευτικότητας στην ηλεκτρονική επικοινωνία με τους επισκέπτες του ιστολογίου του, καθορίζοντας μόνο ο ίδιος πόσα και ποια άτομα θα εισέρχονται σ’αυτό και αν θα έχουν δυνατότητα διατύπωσης μηνυμάτων ή σχολίων στο περιεχόμενο του ιστολογίου. Εξάλλου, κατά την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. β' του Σ., ο    ειδικός περιορισμός του απορρήτου της επικοινωνίας εισάγεται μόνο με νόμο (τυπικό ή ουσιαστικό), μπορεί να εφαρμόζεται μόνο  από  τη  δικαστική  αρχή  (και όχι από  διοικητικά όργανα), επιτρέπεται μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα  σοβαρών  εγκλημάτων  (και  όχι  εγκλημάτων μικρότερης ποινικής απαξίας) και πρέπει να συνοδεύεται από εγγυήσεις, που περιστέλλουν τις συνέπειες άσκησής του στο αναγκαίο μέτρο και αποτρέπουν την πρόσβαση στην επικοινωνία προσώπων άλλων από τα μνημονευόμενα στη δικαστική απόφαση για περιορισμό του απορρήτου (βλ. Π. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα έκδοση 2012 σελ. 353 επ. αρ. 534, 536,537,540, 540α' και 542, Χρυσόγονο, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα έκδ. 2006 σελ. 256-260, Ν. Λίβο ΠΧρ. ΜΖ σελ. 737 επ.. Αρ. Χαραλαμπάκη ΝοΒ 50 σελ. 1069 επ.).
Η ελευθερία γνώμης και πληροφορίας του άρθρου 14 παρ. 1 του Σ. αναφέρεται μόνο στις σχέσεις του προσώπου με τους φορείς δημόσιας εξουσίας (και όχι με ιδιώτες), τελεί υπό τη γενική συνταγματική επιφύλαξη της τήρησης των νόμων, εμπεριέχει την κριτική καθεαυτή ανεξάρτητα από το αντικείμενό της, δεν περιλαμβάνει την ελευθερία προσβολής της τιμής άλλων (που κατοχυρώνεται από το άρθρο 5 παρ. 2 εδ. α' του Σ. και προστατεύεται ποινικά από τα άρθρα 361 επ. του ΠΚ) και μπορεί να υποβληθεί σε θεμιτούς και αναγκαίους νομοθετικούς περιορισμούς απαγόρευσης και κολασμού πράξεων, που υπονομεύουν ή αντίκεινται στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του Σ., κατά την οποία η Ελλάδα, ακολουθώντας τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκει την εμπέδωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, καθώς και την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων μεταξύ λαών και κρατών (βλ. Π. Δαγτόγλου ο.π. σελ. 411 επ. αρ. 603, 619, 621, 622, 625. 627 κατ 632).
Η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. β' του Σ., κατά την οποία η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη και η οποία προστατεύει την ιδιωτική και οικογενειακή σφαίρα (πλην του ασύλου της κατοικίας, της ελευθερίας της επικοινωνίας και της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, που κατοχυρώνονται από ειδικές συνταγματικές διατάξεις), απαγορεύει, μεταξύ άλλων, την οπτική ή ακουστική παρακολούθηση ή καταγραφή με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο της ιδιωτικής ζωής, εκτός από ενέργειες που επιχειρούνται στο νόμιμο πλαίσιο για τη διερεύνηση, αποκάλυψη και δίωξη σοβαρών εγκλημάτων (βλ. Π. Δαγτόγλου ο.π. σελ. 332 αρ. 498 επ.).
Η νέα διάταξη του άρθρου 9Α του Σ. (τροποποίηση έτους 2001), κατά την οποία καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει ..., κατοχυρώνει την πληροφοριακή αυτοδιάθεση και προστατεύει τα προσωπικά δεδομένα, ενώ, όπως ήδη αναφέρθηκε, η επίσης νέα διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Σ. απαγορεύει τη χρήση αποδεικτικών μέσων, που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των άρθρων 9, 9Α και 19 του Σ.
Εξάλλου, με τα άρθρα 4 και 5 του ν. 2225/1994 (εκτελεστικός του άρθρου 19 του Σ.), για την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας... όπως αυτός μεταγενέστερα τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τους ν. 3115/2003, 3606/2007, 3658/2008, 3666/2008 και 4042/2012, ορίστηκαν οι περιπτώσεις, οι όροι και η τηρητέα διαδικασία άρσης του απορρήτου της επικοινωνίας για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων και για λόγους εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα στο άρθρο 4 προβλέπονται περιοριστικά τα εγκλήματα, για τα οποία επιτρέπεται άρση απορρήτου και ορίζεται : α) ότι η άρση του απορρήτου διατάσσεται με αιτιολογημένο βούλευμα του αρμόδιου καθ’ύλην και κατά τόπον συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών μόνο αν διαπιστωθεί ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτή, ύστερα από σχετική αίτηση του εισαγγελέα που εποπτεύει ή ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και του ανακριτή που ενεργεί τακτική ανάκριση για τα μνημονευόμενα εγκλήματα, β) ότι η άρση στρέφεται μόνο κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων, τα οποία έχουν σχέση με την ερευνώμενη υπόθεση ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, προκύπτει ότι λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν τον κατηγορούμενο ή προέρχονται από αυτόν ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοί του και γ) ότι σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την άρση μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας που ενεργεί την προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής που ενεργεί την τακτική ανάκριση, υποχρεούμενοι να εισαγάγουν μέσα σε τρεις ημέρες το ζήτημα στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. Επίσης στο άρθρο 5, μεταξύ άλλων, ορίζεται : α) ότι η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τους δέκα μήνες, β) ότι το περιεχόμενο της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, που έγινε γνωστό λόγω άρσης του απορρήτου, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο σχετικό μ'αυτή απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, να χρησιμοποιηθεί και να ληφθεί υπόψη ως άμεση ή έμμεση απόδειξη σε άλλη ποινική, πολιτική, διοικητική ή πειθαρχική δίκη και διοικητική διαδικασία για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθοριστεί με τη διάταξη και γ) ότι, κατ'εξαίρεση, η αρχή που εξέδωσε τη διάταξη μπορεί να επιτρέψει, με αιτιολογημένη νεότερη διάταξή της, να χρησιμοποιηθούν και να ληφθούν υπόψη τα παραπάνω στοιχεία για τη διακρίβωση άλλου ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος από τα αναφερόμενα στο άρθρο 4, καθώς και για υπεράσπιση κατηγορουμένου σε ποινική δίκη για πλημμέλημα ή κακούργημα. Ακόμη πρέπει να αναφερθεί ότι στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3115/2003 (ΚΝοΒ τόμος 55 σελ. 234 επ.) σημειώνεται, μεταξύ άλλων, ότι η προστασία του απορρήτου καταλαμβάνει τόσο το περιεχόμενο όσο και το γεγονός της επικοινωνίας και δεσμεύει όχι μόνο τις δημόσιες αρχές, αλλά και τους ιδιώτες που παρέχουν τηλεπικοινωνιακές και ταχυδρομικές υπηρεσίες.
Η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Σ., κατά την οποία απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί (από δημόσιες αρχές ή ιδιώτες) κατά παράβαση των άρθρων 19, 9 και 9Α του Σ., όπως γίνεται γενικά δεκτό στη συνταγματική θεωρία, είναι κανονιστικά πλήρης με άμεση εφαρμογή, εισάγεται απευθείας στο σύστημα όλων των κωδίκων ή άλλων δικονομικών νόμων, δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα ανεξάρτητα από την έκδοση ή όχι σχετικού νόμου και ισχύει σε όλες τις δικαστικές, διοικητικές ή πειθαρχικές διαδικασίες. Η εν λόγω απαγόρευση δεν αφορά αυτονοήτως αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με σύννομη άρση του απορρήτου κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του ν. 2225/1994. Με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Σ. εισάγεται περιορισμός στο δικαίωμα απόδειξης ως ειδικότερης έκφανσης του δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, που κατοχυρώνεται (με επιφύλαξη νόμου) στο άρθρο 20 παρ. 1 του Σ., και συγχρόνως εισάγεται περιορισμός σε δικαιώματα των οποίων επιδιώκεται εκάστοτε δικαστική προστασία, που ενδέχεται να έχουν απόλυτη συνταγματική κατοχύρωση, όπως η ζωή, η τιμή, η ελευθερία (με στενή έννοια) κ.λπ.. Σε ακραίες μόνο περιπτώσεις είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η κάμψη του κανόνα της μη χρήσης αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των άρθρων 19, 9 και 9Α του Σ., εφόσον η μη χρήση αυτών αποκλείει την απόδειξη γεγονότων και οδηγεί σε ιδιαίτερα σοβαρή προσβολή άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα απόδειξης της αθωότητας κατηγορουμένου ιδίως για ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα, και μόνο εφόσον η εν λόγω προσβολή, λόγιο της φύσης ή/και της βαρύτητάς της, συνιστά ταυτόχρονα και προσβολή της ανθρώπινης αξίας, η οποία προστατεύεται από τη θεμελιώδη και μη αναθεωρήσιμη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Σ., που ορίζει ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Η διάταξη δε αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως συνταγματικό θεμέλιο για την, καταρχήν, απαγόρευση της χρήσης αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση και άλλων συνταγματικών διατάξεων, οι οποίες κατοχυρώνουν θεμελιώδη δικαιώματα ή αρχές που δεν μνημονεύονται στην απαγόρευση της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 3 του Σ., όπως είναι η ζωή, η προστασία κατά βασανιστηρίων κ.λπ.. Η δικαστική αξιολόγηση και στάθμιση για τη συνδρομή ή μη στη συγκεκριμένη περίπτωση δικονομικής κατάστασης ανάγκης, που δικαιολογεί, κατ’εξαίρεση, τη χρήση αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν παράνομα, λόγω προσβολής της ανθρώπινης αξίας σε περίπτωση μη χρησιμοποίησής τους, πρέπει να γίνεται με βάση την αρχή της αναλογικότητας, η οποία καθιερώνεται ρητά με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ' του Σ. και την οποία οφείλει να σέβεται κάθε περιορισμός των ατομικών δικαιωμάτων είτε προβλέπεται απευθείας από το Σ. είτε προβλέπεται από νόμο, υπέρ του οποίου υπάρχει συνταγματική επιφύλαξη. Ειδικότερα, η αρχή της  αναλογικότητας  μεταξύ του περιοριστικού μέτρου και του σκοπού που προορίζεται να εξυπηρετεί ο περιορισμός, ως περιορισμός των περιορισμών που προβλέπει το Σ., επιβάλλει στον νομοθέτη : α) ο θεσπιζόμενος περιορισμός να επιδιώκει θεμιτό σκοπό, δηλαδή τον σκοπό που ορίζει ρητά η ειδική νομοθετική επιφύλαξη ή τον σκοπό που εμπίπτει στο νόημα της γενικής νομοθετικής επιφύλαξης (προστασία του κοινωνικού συνόλου ή δικαιωμάτων τρίτων), β) το προβλεπόμενο μέσο ή ο τρόπος του περιορισμού να είναι θεμιτός, γ) ο θεσπιζόμενος περιορισμός να είναι κατάλληλος και αναγκαίος για την επίτευξη του σκοπού, για τον οποίο εισάγεται και δ) η συγκριτική στάθμιση των συγκρουόμενων αγαθών, δηλαδή του αγαθού στο οποίο αποβλέπει ο περιορισμός και του αγαθού που προστατεύει το δικαίωμα, πρέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση (in concreto) να αποβαίνει υπέρ του πρώτου. Ο δικαστικός έλεγχος δεν υπεισέρχεται στη σκοπιμότητα και περιορίζεται στη   συνταγματικότητα των σχετικών νομοθετικών επιλογών, εξετάζοντας μόνο μήπως ο περιορισμός που επέλεξε ο νομοθέτης είναι ακατάλληλος ή μη αναγκαίος ή δυσανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ο δεύτερος περιορισμός των συνταγματικών περιορισμών είναι, όπως γίνεται δεκτό σε θεωρία και νομολογία, η αρχή της προστασίας του πυρήνα του θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος, η οποία ισχύει για κάθε νομοθετική επιφύλαξη και θεμελιώνεται στη λογική του συστήματος των περιορισμών, όριο των οποίων είναι ο ουσιαστικός πυρήνας, δηλαδή το ελάχιστο περιεχόμενο του δικαιώματος (βλ. σχετικά Π. Δαγτόγλου ο.π. αρ. 176 επ., 308 επ. και 636 επ., Δ. Τσάτσο, Συνταγματικό Δίκαιο έκδ. 1988 σελ. 177, 233, 245-250, 260 και 266, Χρυσόγονο ο.π. σελ. 57, 61-63, 83 επ., 90-95 και 256-267, Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα, Χρήση παρανόμων αποδεικτικών μέσων και δικαίωμα υπεράσπισης κατηγορουμένου έκδ. 2003, σελ. 54. 60, 63-64, 71, 77, 100, 103-104. 107, 117 και 119-120, Στ. Ματθία, Η Αναλογικότητα κατά το Σ., την ΕΣΔΑ και τον Χάρτη σε Ελλ.Δνη 47 σελ. 1 επ., Γ. Τσόλια, Προς ένα σύγχρονο νομικό πλαίσιο προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών Ποιν.Δικ. 2005 σελ. 792 επ. και Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών... ΔίΜΜΕ 2008 σελ. 175 επ., Γ. Νούσκαλη ΠΧρ. ΞΒ σελ.246 επ.. Ανδρουλάκη ΠΧρ. ΝΖ σελ. 865 επ., Η. Αναγνωστόπουλο ΠΧρ. ΝΒ σελ. 439, Α, Τζαννετή ΠΧρ. Μ.Η σελ. 105 επ. και ΠΧρ. ΜΕ σελ. 5 επ., Σ. Τσακυράκη ΝοΒ 41 σελ. 995 επ., Ολ. ΑΠ 17/1993 και εισήγηση Δ. Κονδύλη, ΑΠ 42/2004 Ελλ.Δνη 45 σελ. 1557 επ., ΑΠ 1622/2005 ΠΧρ. ΝΣΤ σελ. 426, ΑΠ 924/2009 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, Α. Ζύγουρα σε ΠΧρ. ΝΗ σελ. 1013 και γνωμοδότηση ΑΔΑΕ 1/2005).
Περαιτέρω, με τον ν. 2472/1997 (για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα) είχε καθοριστεί το πλαίσιο της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τα δικαιώματα των υποκειμένων τους, ρύθμιση που συμπληρώθηκε με το άρθρο 11 του ν. 2774/1999 (για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τηλεπικοινωνιακό τομέα). Ακολούθησε, κατ'εφαρμογή της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, ο ν. 3471/2006 (για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και την τροποποίηση του ν. 2472/1997). Ενώ, με τον ν. 3917/2011 (για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνίας...), ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία 2006/24/ΕΚ, που τροποποίησε την προγενέστερη Οδηγία 2002/58/ΕΚ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3471/2006 (ο οποίος, κατά το άρθρο 3 αυτού, έχει εφαρμογή κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών στο πλαίσιο παροχής από δημόσια δίκτυα διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών), α) προστατεύεται από το απόρρητο των επικοινωνιών οποιαδήποτε χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που παρέχονται μέσω δημοσίου δικτύου επικοινωνιών και των διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και των συναφών δεδομένων κίνησης και θέσης, όπως αυτά ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, στα οποία περιλαμβάνονται η ταυτότητα σύνδεσης ή του τερματικού εξοπλισμού του  συνδρομητή, οι κωδικοί πρόσβασης, ο χρόνος επικοινωνίας, τα στοιχεία εντοπισμού του τερματικού εξοπλισμού του χρήστη κ.λπ. και β) η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή μόνο υπό τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που προβλέπονται από το άρθρο 19 του Σ.. Ενώ, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, απαγορεύεται η ακρόαση, υποκλοπή ή άλλο είδος παρακολούθησης ή επιτήρησης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των συναφών δεδομένων κίνησης και θέσης, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο. Επίσης στο άρθρο 5 αυτού, το οποίο ορίζει τους κανόνες επεξεργασίας των προσωπικών  δεδομένων  και των  δεδομένων  κίνησης  και θέσης, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι ο φορέας παροχής δημοσίου δικτύου ή και διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και τα δεδομένα κίνησης και θέσης ή να τα διαβιβάζει σε τρίτους για άλλους σκοπούς, εκτός αν ο συνδρομητής ή ο χρήστης έχει δώσει τη ρητή και ειδική συγκατάθεσή του, η οποία, για τη διαβίβαση των δεδομένων σε τρίτους, πρέπει να  είναι (και) έγγραφη. Στο δε άρθρο 6 προβλέπεται, μεταξύ άλλων, α) ότι τα δεδομένα κίνησης, που υποβάλλονται σε επεξεργασία και αποθηκεύονται από τον φορέα παροχής δημοσίου δικτύου ή και διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών υπηρεσιών, καταστρέφονται ή καθίστανται ανώνυμα με κατάλληλη κωδικοποίηση και β) ότι, κατ'εξαίρεση, επιτρέπεται χωρίς (προηγούμενη) συγκατάθεση του συνδρομητή ή χρήστη η επεξεργασία των δεδομένων θέσης από τους εν λόγω φορείς, προκειμένου να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση καταστάσεων ανάγκης τις αναγκαίες πληροφορίες για τον εντοπισμό του καλούντος και μόνο γι'αυτόν τον συγκεκριμένο σκοπό. Τέλος, για τους σκοπούς του ν. 3471/2006 ως «επικοινωνία» νοείται κάθε πληροφορία που ανταλλάσσεται ή διαβιβάζεται μεταξύ ενός πεπερασμένου αριθμού μερών μέσω μίας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ενώ ως «Δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών» νοείται το δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που χρησιμοποιείται εξ ολοκλήρου ή κυρίως για την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (άρθρο 2 παρ. 5 και 10). Όπως δε σημειώνεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση (βλ. ΚΝοΒ τόμος 54 σελ. 1071), α) ως επικοινωνία κατά το άρθρο 2 του ν. 3471/2000 θεωρείται και η παρεχόμενη μέσω διαδικτύου, καθώς και οι πληροφορίες που μεταβιβάζονται μέσω των υπηρεσιών πολυμέσων, διαλογικής τηλεόρασης και βίντεο κατά παραγγελία, εφόσον αφορούν αναγνωρίσιμο συνδρομητή ή χρήστη και β) ότι, ως προς την προστασία των επικοινωνιών, οι διατάξεις του εν λόγω νόμου συμπληρώνουν τις προϋπάρχουσες σχετικές διατάξεις του ν. 2225/1994, του ν. 3115/2003 και των νομοθετημάτων που εκδόθηκαν κατ'εξουσιοδότησή τους.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 3917/2011, κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων του ν. 3471/2006 (που προβλέπουν, καταρχήν, τη διατήρηση και επεξεργασία από τους παρόχους των δεδομένων της επικοινωνίας των συνδρομητών και χρηστών μόνο για τους σκοπούς μετάδοσης και χρέωσης αυτής, καθώς και την καταστροφή ή την ανωνυμοποίησή τους με τη λήξη της επικοινωνίας), οι πάροχοι διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημόσιου δικτύου επικοινωνιών υποχρεούνται να διατηρούν τα δεδομένα του άρθρου 5 του ίδιου νόμου, όταν αυτά παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία από αυτούς κατά την παροχή των υπηρεσιών επικοινωνιών, ενώ απαγορεύεται η διατήρηση δεδομένων που αποκαλύπτουν το περιεχόμενο των επικοινωνιών. Κατά το άρθρο 4 αυτού, τα δεδομένα του άρθρου 5 παρέχονται μόνο στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τη διαδικασία, τις προϋποθέσεις και τους όρους πρόσβασης που ορίζονται στον ν. 2225/1994. Ενώ, κατά το άρθρο 5 (που ορίζει τις διατηρούμενες κατηγορίες δεδομένων), μεταξύ άλλων, διατηρούνται : α) ως δεδομένα αναγκαία  για την  ανίχνευση και τον προσδιορισμό της πηγής επικοινωνίας, όσον αφορά την πρόσβαση στο διαδίκτυο και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τηλεφωνίας μέσω διαδικτύου, αα) ο αποδοθείς κωδικός ταυτότητας χρήστη, ββ) ο κωδικός ταυτότητας χρήστη και ο τηλεφωνικός αριθμός που δίνονται σε κάθε επικοινωνία που εισέρχεται στο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο και γγ) το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του συνδρομητή ή εγγεγραμμένου χρήστη, στον οποίο είχε αποδοθεί κατά τον χρόνο επικοινωνίας διεύθυνση IP (πρωτοκόλλου διαδικτύου), κωδικός ταυτότητας χρήστη ή αριθμός τηλεφώνου. Και β) ως δεδομένα αναγκαία για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας, ώρας και διάρκειας της επικοινωνίας, όσον αφορά την πρόσβαση στο διαδίκτυο και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τηλεφωνίας μέσω διαδικτύου, αα) η ημερομηνία και η ώρα σύνδεσης και αποσύνδεσης με το διαδίκτυο με βάση συγκεκριμένη ωριαία ζώνη, καθώς και η διεύθυνση πρωτοκόλλου του διαδικτύου (IP), είτε δυναμική είτε στατική, που απέδωσε στην επικοινωνία ο πάροχος υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, καθώς και ο κωδικός ταυτότητας χρήστη του συνδρομητή ή εγγεγραμμένου χρήστη και ββ) η ημερομηνία και η ώρα σύνδεσης και αποσύνδεσης με την υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλεφωνίας μέσω διαδικτύου, με βάση συγκεκριμένη ωριαία ζώνη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 του ν. 3917/2011, ως «δεδομένα» ορίζονται τα δεδομένα κίνησης και θέσης και τα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή χρήστη και ως «κωδικός ταυτότητας χρήστη» ορίζεται ο μοναδικός αναγνωριστικός κωδικός που αποδίδεται σε κάθε πρόσωπο, όταν καθίσταται συνδρομητής ή εγγράφεται σε κάποια υπηρεσία πρόσβασης στο διαδίκτυο ή επικοινωνίας μέσω του διαδικτύου.
Κατά το άρθρο 1 του εν λόγω νόμου, η υποχρέωση διατήρησης των δεδομένων καθιερώνεται, προκειμένου αυτά να καθίστανται διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, όπως τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στο άρθρο 4 του ν. 2223/1994, ενώ δεν εμπίπτει στο πεδίο ισχύος αυτού το περιεχόμενο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και οι   πληροφορίες, στις οποίες η πρόσβαση πραγματοποιείται με τη χρήση δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Τέλος, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3917/2011 (ΚΝοΒ τόμος 59 σελ. 158 επ.) σημειώνονται, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα : Ότι η διατήρηση των δεδομένων της επικοινωνίας αποσκοπεί, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του Σ., στη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, καθώς, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ, η σχετική υποχρέωση αποσκοπεί στη διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων, όπως ορίζονται βάσει του εθνικού δικαίου των κρατών μελών. Ότι η διατήρηση των δεδομένων της επικοινωνίας δεν συνιστά ανακριτική πράξη, αφού αυτά παραμένουν στα αρχεία του παρόχου, δεν υποβάλλονται σε επεξεργασία και γνωστοποιούνται στις αρμόδιες αρχές μόνο υπό τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες του εκτελεστικού νόμου του άρθρου 19 παρ. 5 του Σ. Ότι η ανακριτική πράξη της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών διενεργείται κατά το άρθρο 4 του ν. 2225/1994, όπως εκάστοτε ισχύει, για τη διακρίβωση των εκεί αναφερομένων εγκλημάτων στο πλαίσιο ανάκρισης ή προανάκρισης και ότι  δεν  επιτρέπεται προληπτική  επεξεργασία  των διατηρουμένων δεδομένων, η οποία θα προσέκρουε στο άρθρο 19 του Σ. και στην αρχή της αναλογικότητας.  Ότι η επεξεργασία των πληροφοριών που προκύπτουν από τα δεδομένα αυτά επιτρέπεται μόνο εφόσον διαταχθεί η διενέργεια της ανακριτικής πράξης της άρσης του απορρήτου σε βάρος συγκεκριμένου προσώπου για την τέλεση συγκεκριμένου εγκλήματος και ότι, σε αντίθετη περίπτωση, η διεξαγόμενη ανακριτική πράξη είναι μη νόμιμη και άκυρη. Ότι στα διατηρούμενα δεδομένα οπωσδήποτε δεν εμπίπτουν το περιεχόμενο της επικοινωνίας και η ιστοσελίδα, καθώς και οι πληροφορίες που παράγονται από την επικοινωνία μέσω διαδικτύου, όπως προβλέπεται και στο άρθρο 2 παρ. 2 της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ. Και ότι τα διατηρούμενα δεδομένα, ως εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, συνθέτουν, μαζί με το περιεχόμενο της επικοινωνίας, υπό ευρεία έννοια την έννοια του απορρήτου της επικοινωνίας και απολαμβάνουν της συνταγματικής προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών, όπως ορίζεται και στο άρθρο 4 του ν. 3471/2006.

Β) Τεχνικό Μέρος

Περαιτέρω, σε σχέση με το Διαδίκτυο (Internet) και τη λειτουργία του πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα : Το διαδίκτυο είναι ένα ανοικτό, μη ιεραρχικό και συνδεόμενο σύνολο - σύστημα δικτύων, όπως εκείνα που χρησιμοποιούν το πρωτόκολλο ελέγχου εκπομπής (Transmission Control Protocol-TCP) και το πρωτόκολλο διαδικτύου ( Internet Protocol - IP). Κύριο χαρακτηριστικό του Διαδικτύου είναι ότι δεν υπάρχει σ'αυτό ένας συντονιστικός κεντρικός υπολογιστής ή ένα συντονιστικό κέντρο, αλλά υπάρχουν πολλοί κεντρικοί υπολογιστές (host computers, servers κ.λπ.), οι οποίοι συνδέονται   μεταξύ τους με επίγεια και δορυφορικά επικοινωνιακά συστήματα και δικτυώνονται σε πολλές κατευθύνσεις διαμορφώνοντας συνολική εικόνα ηλεκτρονικού πλέγματος με συνεχή ροή δεδομένων μέσα στο σύστημα, τα οποία δεν αποστέλλονται με μορφή αναμετάδοσης από πομπό σε δέκτη, αλλά διαχέονται σε όλες τις γραμμές του παγκοσμίου διαδικτυακού πλέγματος. Ο χρήστης συνδέεται με το διαδίκτυο μέσω των φορέων παροχής πρόσβασης (Internet Service Providers), η  δε σύνδεση  με αυτούς γίνεται μέσω μίας συσκευής (modem) και του τηλεφωνικού δικτύου, δηλαδή ο χρήστης, αφού καλέσει έναν αριθμό του παρόχου και πετύχει τη σύνδεση, εισέρχεται στο Διαδίκτυο, όπου κινείται πλέον ελεύθερα, εκτελώντας τις ενέργειες που ο ίδιος επιλέγει. Τα ιστολογία (blogs) είναι διαδραστικά διαδικτυακά ημερολόγια, που περιλαμβάνουν υπερζεύξεις (hyperlinks) και καταχωρήσεις απόψεων και έχουν ως βασική μονάδα τις καταχωρήσεις, δηλαδή στήλες με περιεχόμενο που ανανεώνεται, ενώ οι ιστότοποι (websites) έχουν ως βασική μονάδα ιστοσελίδες (web pages), δηλαδή στήλες με σταθερό περιεχόμενο. Κατά την περιήγηση στο διαδίκτυο ο χρήστης επισκέπτεται με τη βοήθεια ειδικών προγραμμάτων (browsers) τις ιστοσελίδες άλλων χρηστών, πληκτρολογώντας την επιθυμητή διεύθυνση, η οποία αντιστοιχεί στην αριθμητική εκδοχή της διεύθυνσης που περιέχει το πρωτόκολλο του Διαδικτύου και αποτελείται από σύνολο λέξεων που συνήθως ανταποκρίνονται και στην ταυτότητα του κατόχου της ιστοσελίδας. Επίσης ο χρήστης μπορεί να μετέχει σε ομάδες συζήτησης   (news groups), όπου διεξάγονται συζητήσεις και δημοσιεύονται ειδήσεις με αποστολή προς την ομάδα ηλεκτρονικών μηνυμάτων, τα οποία μπορούν να αναγνωστούν από όλα τα μέλη που έχουν εγγραφεί ως συνδρομητές σ'αυτή. Οι πάροχοι συνδέονται με ισχυρούς υπολογιστές - διακομιστές και παρέχουν συνήθως στους συνδρομητές τους διεύθυνση και λειτουργία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail),     συμμετοχή σε ομάδες συζήτησης, διαδικτυακά αναμεταδιδόμενες συζητήσεις (Internet Relay Chat -IRC) και περιήγηση στον παγκόσμιο ιστό, ενώ πολλοί πάροχοι φιλοξενούν στους υπολογιστές τους τις ιστοσελίδες που έχει δημιουργήσει ο συνδρομητής τους, ο οποίος αποκτά έτσι και ενεργητική  παρουσία στο δίκτυο με δική του ηλεκτρονική διεύθυνση. Έτσι οι πάροχοι πρόσβασης στο Διαδίκτυο, εκτός από διαμεσολαβητές δεδομένων, ασκούν έλεγχο στον ψηφιακό χώρο, όπου εντάσσονται οι χρήστες - συνδρομητές τους και τα δεδομένα που διακινούνται μέσω αυτών (παρόχων), στους οποίους αναγνωρίζεται μία οιονεί κυβερνητική λειτουργία. Στις συζητήσεις IRC οι χρήστες του Διαδικτύου  ανταλλάσσουν  μηνύματα  σε  πραγματικό  χρόνο, αφού συνδεθούν σε οποιοδήποτε, καταρχήν, κανάλι συζητήσεων, στο οποίο εισέρχονται με χρήση ψευδωνύμων και μπορούν να εμφανίζονται με όποια ταυτότητα επιθυμούν και να διαπράττουν διάφορες εγκληματικές πράξεις. Σ'αυτές τις περιπτώσεις ο εντοπισμός των δραστών δεν αποκλείεται μετά από συνεργασία των παρόχων, διασταύρωση στοιχείων, παρακολούθηση από τις ανακριτικές αρχές κ.λπ.. Στην περίπτωση των ιστοσελίδων τα δεδομένα (κείμενα, εικόνες, ήχοι κ.λπ.) ενσωματώνονται σταθερά σε υλικό φορέα τόσο στον υπολογιστή του δημιουργού τους, όσο και στον υπολογιστή του παρόχου που φιλοξενεί τα δεδομένα (Host computer). Επίσης τα δεδομένα, με την τοποθέτησή τους στην ιστοσελίδα, αποκτούν ταυτότητα προέλευσης, δηλαδή ανήκουν σε συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση και, στον βαθμό που η διεύθυνση αυτή μπορεί να δηλώσει τον εκφραστή του διανοητικού περιεχομένου τους, τα δεδομένα   συνδέονται με συγκεκριμένο πρόσωπο. Οι ηλεκτρονικές διευθύνσεις, όμως, που περιέχουν ψευδώνυμα, φανταστικά ονόματα, περιγραφικές ενδείξεις κ.λπ., δεν είναι πρόσφορες για τη σύνδεσή   τους με συγκεκριμένο πρόσωπο - διαμορφωτή των καταχωριζομένων σελίδων. Τέλος, το ευρύμορφο ιστολόγιο με την κατάληξη «blogspot.com» ανήκει στην εταιρεία Google Ink, που εδρεύει στις Η.Π.Α., κατά δε τη δημιουργία ιστολογίου στην Ελλάδα με φορέα παροχής υπηρεσιών Internet την Google Inc και κατά τη σχετική σύνδεση του δημιουργού του ιστολογίου με το διαδίκτυο, ο τοπικός πάροχος (Otenet κ.λπ.) παραχωρεί σ'αυτόν τον αριθμό IP, ο οποίος ακολούθως καταγράφεται στα αρχεία της Google Inc και εφεξής συνοδεύει τον δημιουργό του ιστολογίου σε κάθε ανάρτηση που πραγματοποιεί στο διαδίκτυο. Έτσι, ο αριθμός IP και όλα τα στοιχεία - ηλεκτρονικά ίχνη κάθε ανάρτησης στο διαδίκτυο καταχωρούνται μόνο και τηρούνται στα αρχεία καταγραφής (log Files) εξυπηρετητή (server) της Google Inc. Σε περίπτωση δε που η Google Inc αποκαλύψει τον αριθμό IP συγκεκριμένης ανάρτησης - καταχώρησης, με παρέμβαση της αρμόδιας ελληνικής αρχής κατά τη νόμιμη διαδικασία και με βάση τον εν λόγω αριθμό IP, είναι δυνατό να προσδιοριστεί ο τοπικός πάροχος πρόσβασης στο διαδίκτυο και μέσω αυτού να αποκαλυφθεί ο κάτοχος της συσκευής ADSL ή DialUp, που διέθετε τον σχετικό αριθμό IP κατά τον χρόνο πραγματοποίησης των επίμαχων καταχωρήσεων, ώστε να προσεγγιστεί και να ταυτοποιηθεί ο δημιουργός τους (βλ. σχετικά Κιούπη, Ποινικό Δίκαιο και Internet σελ. 21 έως 29, 35-36, 75-85 και 161-165 και I. Χοχλιούρο Θέματα ασφάλειας ηλεκτρονικών υποδομών και εφαρμογών σελ. 45 επ. και 63 επ.).
Τέλος, ως προς τα τεχνικά και λοιπά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ψευδώνυμου ιστολογίου ..., πρέπει να σημειωθεί ότι καλύπτεται και προστατεύεται α) από τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του Σ., που κατοχυρώνει την ελευθερία του προσώπου για έκφραση και διάδοση της γνώμης του με κάθε τρόπο και μέσο (και ηλεκτρονικά), β) από τη διάταξη του άρθρου 9Α του Σ., που κατοχυρώνει την πληροφοριακή αυτοδιάθεση του προσώπου και προστατεύει τα προσωπικά δεδομένα και γ) από τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Σ., που απαγορεύει τη χρήση αποδεικτικών μέσων, που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση (πλην των άρθρων 19 και 9) και του άρθρου 9Α του Σ., η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είναι κανονιστικά πλήρης με άμεση εφαρμογή, δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα και ισχύει σε όλες τις δικαστικές, διοικητικές και πειθαρχικές διαδικασίες. Εξάλλου, το ιστολόγιο αυτό (περιεχόμενο και εξωτερικά ή συνδετικά δεδομένα ή δεδομένα θέσης και κίνησης) προστατεύεται από τις οικείες διατάξεις των ν. 3471/2006 και 3917/2011, οι οποίες ρητά αναφέρονται και στην επικοινωνία που παρέχεται μέσω διαδικτύου και οι οποίες έχουν αναλυθεί λεπτομερώς στις οικείες θέσεις του νομικού μέρους του παρόντος κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, τα δεδομένα που είναι αναγκαία για την ανίχνευση και τον προσδιορισμό της πηγής επικοινωνίας μέσω διαδικτύου και για την αναγνώριση και ταυτοποίηση του δημιουργού και διαχειριστή συγκεκριμένου ιστολογίου (κωδικός ταυτότητας χρήστη, ονοματεπώνυμο και διεύθυνση συνδρομητή ή εγγεγραμμένου χρήστη κ.λπ.)  παρέχονται, χωρίς προηγούμενη έγγραφη συγκατάθεση του συνδρομητή ή χρήστη, από τους φορείς παροχής στο κοινό ηλεκτρονικών υπηρεσιών μέσω διαδικτύου (παρόχους) μόνο προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές, σύμφωνα με τη διαδικασία, τις προϋποθέσεις και τους όρους πρόσβασης που ορίζονται στον ν. 2225/1994. Οποιαδήποτε δε αναζήτηση από δημόσιες  αρχές τέτοιων δεδομένων επικοινωνίας, που κατατείνει στον εντοπισμό και την ταυτοποίηση δημιουργού, διαχειριστή ή χρήστη ιστολογίου, πολλώ δε μάλλον καταχωρητή, ως εν προκειμένω, και παρακάμπτει τα εχέγγυα προστασίας τους που τάσσονται με τον ν. 2225/1994, είναι μη νόμιμη και άκυρη. Τα δε σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, που συλλέγονται και αντλούνται, άμεσα ή έμμεσα, χωρίς να έχουν τηρηθεί η  διαδικασία, οι όροι και οι προϋποθέσεις του ν. 2225/1994, είναι παράνομα και δεν επιτρέπεται η χρήση τους σε όλες τις δικαστικές, διοικητικές ή πειθαρχικές διαδικασίες. Επομένως, και στην προκείμενη αστική (ούτε καν ποινική) διαδικασία δεν επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη αποδεικτικά στοιχεία που αντλούνται, άμεσα ή έμμεσα, από το επίμαχο ιστολόγιο και κατατείνουν στην αναγνώριση και ταυτοποίηση του υπεύθυνου δημιουργού και διαχειριστή του, αφού δεν έχουν τηρηθεί οι εγγυήσεις άρσης του απορρήτου του ν. 2225/1994. Δεν συντρέχει δε στην προκείμενη υπόθεση περίπτωση για κατ' εξαίρεση χρήση των παρανόμων αποδεικτικών μέσων, χάριν προστασίας άλλων δικαιωμάτων (απόδειξης γεγονότων ποινικού και πειθαρχικού ενδιαφέροντος, τιμής θιγομένων κ.λπ.), καθόσον, από την συγκριτική στάθμιση των συγκρουόμενων αγαθών και με βάση την αρχή της αναλογικότητας, την οποία οφείλει να σέβεται κάθε περιορισμός των ατομικών δικαιωμάτων, ο αποκλεισμός της χρήσης των εν λόγω μέσων δεν οδηγεί σε ιδιαίτερα σοβαρή προσβολή αυτών των δικαιωμάτων, η οποία προσβολή, λόγω της φύσης ή/και της βαρύτητας της, να συνιστά ταυτόχρονα και προσβολή της ανθρώπινης αξίας κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 του Σ., οπότε και μόνο θα επιβαλλόταν η κάμψη του σχετικού κανόνα, όπως λεπτομερέστερα εκτίθεται στην οικεία θέση του νομικού μέρους.
Συνεπώς, και με δεδομένο, μάλιστα, ότι δεν υπάρχει αντικειμενική ευθύνη για το σύνολο των αναρτήσεων του συγκεκριμένου ιστολογίου, ακόμη κι εάν κρινόταν ότι είναι ο διαχειριστής του, αφού έχει ήδη κριθεί ότι δεν εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις περί Τύπου, δεν μπορεί να καταστεί αδιστάκτως βέβαιο ότι είναι ο συντάκτης όλων των επίμαχων αναρτήσεων, αφού δεν έλαβε χώρα νόμιμη άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του, η οποία ούτως ή άλλως δεν επιτρέπεται να γίνει.

Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Ο πολίτης δικαιούται αντίγραφα των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών του από τη Διεύθυνση Άμεσης Δράσης (100)




Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υποχρεώνει την Αστυνομία να χορηγεί αντίγραφα των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών με το 100

Η Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής (Διεύθυνση Άμεσης Δράσης), με πρόσφατο έγγραφο της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Α.Π.Δ.Π.Χ.), με ημερομηνία 4-2-2016, υποχρεώνεται, σε αυστηρό τόνο, να χορηγεί αντίγραφα των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών των πολιτών, που έχουν καλέσει το "100", και έτσι αναγκάζεται να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του νόμου, και να σταματήσει να επικαλείται, παντελώς αβάσιμα, τις διατάξεις περί απορρήτου των επικοινωνιών.
Η επέμβαση της Αρχής ήρθε μετά από προσφυγή πολίτη για την μη ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης σε δεδομένα που τον αφορούσαν σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν. 2472/1997 που συνίσταται στην μη παροχή σε αυτόν από την ΓΑΔΑ ακριβούς αντιγράφου των απομαγνητοφωνημένων τηλεφωνικών του συνομιλιών με το κέντρο της Άμεσης Δράσης σχετικά με περιστατικό που είχε λάβει χώρα και για το οποίο είχε επιληφθεί η Ελληνική Αστυνομία. Αντί αυτού, σε απάντηση του αιτήματος πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων, η Διεύθυνση Άμεσης Δράσης Αττικής είχε αποστείλει επιστολή, στην οποία περιγράφονταν σχετικά στοιχεία, όπως αυτά προέκυπταν από το ηλεκτρονικό αρχείο της. Περαιτέρω, σε δεύτερη αίτηση του πολίτη με όμοιο περιεχόμενο, η ίδια υπηρεσία απάντησε πως είχε ήδη ικανοποιήσει το αίτημά του. Η Αρχή ανταποκρινόμενη στην προσφυγή του πολίτη απέστειλε στην ΓΑΔΑ επιστολή, με την οποία την καλούσε να ικανοποιήσει το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος, ειδάλλως να γνωστοποιούσε τους νόμιμους λόγους άρνησής της. Η ΓΑΔΑ επικαλέστηκε το απόρρητο των επικοινωνιών με βάση τις διατάξεις των άρθρων 2 και 4 παρ. 1 του ν. 3471/2006 ως λόγο άρνησής της για τη χορήγηση των στοιχείων, καθώς κατά την ως άνω διατυπωθείσα αβάσιμη κρίση της τυγχάνει εφαρμογής η διαδικασία της άρσης του απορρήτου, όπως προβλέπεται στα άρθρα 4 και 5 του ν. 2225/1994. 
Όμως, η Αρχή, εκθέτοντας ευθέως την παράνομη πρακτική και τακτική της ανωτέρω υπηρεσίας, υπό την προηγούμενη ηγεσία της, απεφάνθη ως εξής: 
"Εν τούτοις, σας γνωρίζουμε ότι οι διατάξεις των άρθρων 2 και 4 παρ. 1 του ν. 3471/2006 για το απόρρητο των επικοινωνιών όπως και η συνταγματική διάταξη του άρθρου 19 Σ., αφορούν στην προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών έναντι τρίτων και δεν είναι δύνατόν να προβληθούν κατά του ίδιου του υποκειμένου των δεδομένων.
Στην υπό κρίση περίπτωση, ο εν λόγω πολίτης ως καλών και ένας εκ των δύο συνομιλητών στην τηλεφωνική συνδιάλεξη που πραγματοποιήθηκε με το κέντρο της Άμεσης Δράσης, αποτελεί υποκείμενο των δεδομένων, ήτοι του περιεχομένου της τηλεφωνικής συνομιλίας, και εξ αυτού του λόγου έχει πλήρες δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα που τον αφορούν, εκτός και εάν συντρέχουν κάποιοι από τους λόγους εξαίρεσης της παρ. 5 του άρθρου 12 του ν. 2472/1997 για τον περιορισμό του δικαιώματος. Όπως, άλλωστε, έχει αναφερθεί σε προγενέστερο έγγραφό μας, το άρθρο 12 του ν. 2472/1997 καθιερώνει το δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου στα δεδομένα που το αφορούν, με κύριο σκοπό να βεβαιώνεται το υποκείμενο για την ακρίβεια και τον σύννομο χαρακτήρα της επεξεργασίας των δεδομένων του (βλ. αιτιολογική σκέψη 41 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ).
Ως εκ τούτων, οι διατάξεις που επικαλείστε στο έγγραφο που κοινοποίησε στην Αρχή ο εν λόγω πολίτης (με αριθμ. πρωτ. ...από 22.04.2015), δεν τυγχάνουν εφαρμογής και δεν συνιστούν νόμιμο λόγο άρνησης ικανοποίησης του δικαιώματος πρόσβασης.
Για τον λόγο αυτόν, σας καλούμε εκ νέου, να ικανοποιήσετε το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν, χορηγώντας του αντίγραφα των σχετικών αιτούμενων στοιχείων, και να κοινοποιήσετε την απάντησή σας στην Αρχή". 




Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...