Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παράβαση καθήκοντος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παράβαση καθήκοντος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Μια εισαγγελική "διάταξη" που προκαλεί ή προκλήθηκε - Νο2

 

1/2016 ΔΙΑΤ ΕΙΣΕΦ ΕΥΒΟΙΑΣ

Έννοια μήνυσης και έγκλησης και διαφορά μεταξύ αυτών (άρ. 42 παρ. 1 και 46 παρ. 1 ΚΠΔ). Παθών πρόσωπο στην έγκληση θεωρείται ο φορέας του εννόμου αγαθού, καθ'ού στρέφεται η αξιόποινη πράξη. Στο ποινικό αδίκημα της παράβασης καθήκοντος (259 ΠΚ) υποκείμενο της οποίας μπορεί να είναι, πλην άλλων κρατικών λειτουργών, και δικαστικός λειτουργός, φορέας του προστατευόμενου έννομου αγαθού είναι αποκλειστικά η πολιτεία, προς το συμφέρον της οποίας και της κοινωνίας έχουν ταχθεί να υπηρετούν οι υπάλληλοι με την ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της δημόσιας υπηρεσίας και τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών και όχι οιοσδήποτε τρίτος, η περιουσία του οποίου ή άλλο έννομον αγαθόν τούτου έχουν αποκλεισθεί ως προστατευτέα έννομα αγαθά από την παραπάνω διάταξη. Κατά συνέπεια, η από μέρους του τελευταίου, μη όντος ``αμέσου`` παθόντος, καταμήνυση της ως άνω αξιόποινης πράξης προς την Αρχή, δεν θεωρείται ως ``έγκληση`` κατά την έννοια της προπαρατιθέμενης διάταξης του άρθρου 46 παρ. 1 ΚΠΔ, αλλά ως ``μήνυση`` (άρθρ. 42 παρ. 1 ΚΠΔ) και η αντιμετώπισή της σε περίπτωση απόρριψης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, γίνεται αναλόγως με τα οριζόμενα στο άρθρο 43 παρ. 2 και όχι του άρθρου 47 παρ. 1-2 ΚΠΔ.

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΘΗΒΩΝ ΚΑΙ ΔΙ’ΑΥΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΕΔΡΟ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΟΥ 

ΚΟΙΝ. : ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΑ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΧΑΛΚΙΔΑΣ ΚΑΙ ΔΙ’ ΑΥΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΟΥ

Επειδή κατά τον έλεγχο των φακέλων προκαταρκτικής εξέτασης, διαπιστώσαμε ότι σε μερικές περιπτώσεις (όπως π.χ. στις με ΑΒΜ: Β 2014/216, Β 2015/102, Β 2014/215, Α2014/1159 και Α20-14/1764 της εισαγγελίας πρωτοδικών Θηβών), εκδώσατε Διατάξεις σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, αντί πράξεων αρχειοθέτησης του άρθρου 43 παρ. 2 ΚΠΔ, θεωρώντας ότι οι υπό κρίση μηνυτήριες ή καταγγελτήριες αναφορές, συνιστούν ``εγκλήσεις`` κατά την έννοια του άρθρου 46 παρ. 1 ΚΠΔ και όχι ``μηνύσεις`` κατά το άρθρο 42 παρ. 1 ΚΠΔ, σας γνωρίζουμε εν συνόψει τα ακόλουθα: Κατά την έννοια του μεν άρθρου 42 παρ. 1 ΚΠΔ, ως μήνυση θεωρείται, η από οποιονδήποτε ιδιώτη εκτός του αδικηθέντος προς την αρχή καταγγελία αξιόποινης πράξης εξ επαγγέλματος κατά τους ορισμούς του άρθρου 36 ιδίου Κώδικα, διωκομένης, του δε άρθρου 46 παρ. 1 (ιδίου Κώδικα) ως έγκληση, η από μέρους του παθόντος γενομένη καταγγελία αξιόποινης πράξης, είτε κατ'έγκληση κατά τους ορισμούς των άρθρων 117 και 118 του Ποινικού Κώδικα, είτε εξ επαγγέλματος διωκομένης (Χωραφάς, Ποινικόν Δίκαιον, έκδ. 9η (1978), τόμος Α`, σελ. 151 επ., Μπουρόπουλος, Ερμηνεία του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας έκδ. Β` Τόμος Α` σελ. 62 και 76, Ζησιάδης, Ποινική Δικονομία έκδ. Γ` (1977), τομ. Α` σελ. 325 και 333, υπ'αριθ. 123/2011 ΔιατΕισΕφΠειρ (Κ. Σοφουλάκη) ΤΝΠ Νόμος). Με το ως άνω άρθρο 36 ΚΠΔ καθιερώνεται η αρχή της αυτεπάγγελτης ποινικής δίωξης, η οποία, μη υποκείμενη σε τύπο, γίνεται, μόλις ο αρμόδιος εισαγγελέας πληροφορηθεί την τέλεση του εγκλήματος, είτε κατόπιν μήνυσης ή αναφοράς δημοσίας αρχής ή ιδιώτη (άρθρ. 37-40 και 42), είτε κατόπιν οιασδήποτε "άλλης ειδήσεως" όπως εξ ιδίων πληροφοριών ή ιδίας αντίληψης, από επιστολή ή και της κοινής φήμης, όταν, εννοείται, στην τελευταία αυτή περίπτωση έχει ο εισαγγελέας σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι τελέστηκε έγκλημα (Μπουρόπουλος, όπου ανωτ. σελ. 57), παθών εκ του οποίου, ειρήσθω, είναι παν πρόσωπον είτε νομικό είτε φυσικό, είτε ικανό προς καταλογισμό είτε ακαταλόγιστο, το οποίο είναι φορέας του εννόμου αγαθού, καθ'ού στρέφεται η πράξη (ΟλΑΠ 336/1959, ΠοινΧρ1960, 155, ΑΠ 1946/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 870/2004, ΠοινΧρ2005, 411, Χωραφάς, όπου ανωτ., Μπουρόπουλος, Ερμ.ΚΠοιν Δ, σ.313, Μπέκας, ΣυστΕρμΠΚ, αρ. 118). Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 43 παρ. 2 ΚΠΔ, αν η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών την θέτει στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετών αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε την ποινική δίωξη, κατά δε το άρθρο 47 παρ. 1 ΚΠΔ, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης την απορρίπτει με διάταξη, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική αιτιολογία. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ, υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Το έννομο αγαθό που προστατεύει η ανωτέρω ποινική διάταξη, υποκείμενο της οποίας μπορεί να είναι, πλην άλλων κρατικών λειτουργών και δικαστής (ΟλΑΠ 7/2008, ΤΝΠ ΔΣΑ), είναι η ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της δημόσιας υπηρεσίας και η λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και κοινωνίας, που έχουν ταχθεί να υπηρετούν οι υπάλληλοι, με χρηστότητα και καθαρότητα (βλ.ΟλΑΠ7/2008, ό.π., ΟλΑΠ 262/1961 ΤΝΠ Νόμος, Μπουρόπουλος, Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος, Ειδικόν Μέρος, β΄τεύχ. 1962, σελ.386, Γάφος, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος Γ΄τευχ., 1961, σελ. 87, Ψαρούδα -Μπενάκη, «Τα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος», 1971, σελ. 236, Δέδες, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, Εγκλήματα περί την υπηρεσίαν, 1983, Μανωλεδάκης Ι. «Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών», σελ. 87). Φορέας επομένως του προστατευόμενου εννόμου αγαθού στο συγκεκριμένο έγκλημα, είναι η πολιτεία και όχι οιοσδήποτε τρίτος, η περιουσία του οποίου ή άλλο έννομον αγαθόν τούτου έχουν αποκλεισθεί ως προστατευτέα έννομα αγαθά στη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ (Ψαρούδα-Μπενάκη, ό.π.), με συνέπεια, η από μέρους του τελευταίου, μη όντος ``αμέσου`` παθόντος, καταμήνυση της ως άνω αξιόποινης πράξης προς την Αρχή να μην θεωρείται ως ``έγκληση`` κατά την έννοια της προπαρατιθέμενης διάταξης του άρθρου 46 παρ. 1 ΚΠΔ, αλλά ως ``μήνυση``(άρθρ. 42 παρ. 1 ΚΠΔ) και η αντιμετώπισή της να γίνεται αναλόγως με τα οριζόμενα στο άρθρο 43 παρ. 2 ΚΠΔ. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, μηνυτήριες αναφορές κατά δικαστικών λειτουργών για παράβαση της διάταξης του άρθρου 259 ΠΚ, ως οι, στην αρχή της παρούσας αναφερόμενες περιπτώσεις, που στρέφονται συλλήβδην κατά δικαστικών λειτουργών του Πρωτοδικείου Χαλκίδας, φέρουν τον χαρακτήρα ``μηνύσεων`` του άρθρου 42 παρ. 1 ΚΠΔ και ουχί ``εγκλήσεων`` του άρθρου 46 παρ. 1 ΚΠΔ και δέον, συντρεχούσης περιπτώσεως, να ακολουθείται εφεξής, η ορθή και ενδεδειγμένη διαδικασία αρχειοθέτησής τους που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 43 ΚΠΔ. 

Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ ΛΑΜΠΡΟΣ ΣΟΦΟΥΛΑΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...