Μία απόφαση - κόσμημα της ελληνικής δικαιοσύνης, η οποία τέμνει ορθά και δίκαια το θέμα της διατάραξης συνεδριάσεως δικαστηρίου, χωρίς στεγανά, αγκυλώσεις και προκαταλήψεις.
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ: .../2020
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (Γ' ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜ/ΤΩΝ) Συνεδρίαση της ...-...-2017 σε συνέχεια της ...-...-2020
Σύνθεση Δικαστηρίου |
Κατηγορούμενος |
Πράξη |
Ευαγγελία ΣΤΕΡΓΙΟΥ |
... ... του ... |
Παράβαση άρθρων |
Προεδρεύουσα Εφέτης |
, Δικηγόρος, κάτοικος |
197 παρ. 2,1 ΠΚ |
Κωνσταντίνος |
Αθηνών, οδός... |
|
ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ |
|
|
Χριστίνα ΛΙΜΟΥΡΑ |
|
|
Εφέτες |
|
|
Μαρία ΣΟΥΚΑΡΑ- |
ΠΑΡΩΝ |
|
ΚΑΤΣΙΚΑΔΗ |
|
|
Αντεισαγγελέας Εφετών |
|
Ψ α ™ ι |
... |
|
|
Γραμματέας |
|
|
ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η συνεδρίαση έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.
Η Πρόεδρος εκφώνησε το όνομα του κατηγορουμένου, ο οποίος εμφανίστηκε και όταν η Πρόεδρος τον ρώτησε για την ταυτότητά του κ.τ.λ., απάντησε ότι ονομάζεται όπως αναφέρεται παραπάνω και παρίσταται αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του ως Δικηγόρος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 197 του ΠΚ, "1. Όποιος χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη εμποδίζει αυθαίρετα τις συνεδριάσεις υπηρεσιακού συλλόγου συγκροτημένου σύμφωνα με το νόμο για την διεξαγωγή δημοσίων υποθέσεων ή πολιτικού κόμματος που λειτουργεί νόμιμα ή σωματείου αναγνωρισμένου σύμφωνα με το νόμο ή των αρχών τους ή των αρχών και συμβουλίων κάποιου καθιδρύματος ή τις διαταράσσει σοβαρά με διέγερση θορύβου ή αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
2. Αν η πράξη που τελέστηκε αφορά συνεδρίαση δικαστηρίου, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών».
Η διάταξη αυτή προβλέπει δύο σωρευτικώς τελούμενα εγκλήματα, αφενός την αυθαίρετη παρεμπόδιση της συνεδρίασης του δικαστηρίου και αφετέρου την διατάραξη αυτής, κάθε ένα δε από αυτά μπορεί να τελεστεί με τη διέγερση θορύβου, αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της διατάραξης των συνεδριάσεων πρέπει η παρεμπόδιση ή η διατάραξη να γίνεται αυθαίρετα, δηλαδή χωρίς δικαίωμα του ενεργούντος. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος που συνίσταται στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την έννοια της πιο πάνω πράξης δηλαδή περιλαμβάνει τη γνώση της παρεμπόδισης ή της διατάραξης και την αντίστοιχη θέληση (ΑΠ 389/1991 ΤΝΠ Νόμος, Μ. Μαργαρίτης, Ποινικός Κώδικας, 2η έκδοση, άρθρ. 197 αρ. 2 επ., Τούσης / Γεωργίου άρθρ. 197 αρ. 3, Μπουρόπουλος άρθρ. 197 σ. 181). Το «αυθαίρετο» της παρεμπόδισης είναι στοιχείο του αδίκου και συνεπώς η εσφαλμένη γνώση του μπορεί να θεμελιώσει νομική πλάνη (Μ. Μαργαρίτης όπ.π. αρ. 5β).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία
απεδείχθη ότι ο κατηγορούμενος, Δικηγόρος Αθηνών, κατά την ποινική συνεδρίαση
της ... του Β' Μονομελούς Αυτοφώρου Πλημμελειοδικείου Αθηνών, συμπαρήστατο
ως συνήγορος υπεράσπισης της κατηγορουμένης δημοσιογράφου ...
στην υπόθεση με αριθμό πινακίου ..., μαζί με την επίσης δικηγόρο Αθηνών .... Κατά την έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης, υπέβαλε προφορικά αίτηση
εξαίρεσης της Εισαγγελέως της έδρας ασκώντας νόμιμο δικαίωμά του. Ο Προεδρεύων
Πλημμελειοδίκης ζήτησε να υποβληθεί το αίτημα αυτό εγγράφως και για την σύνταξη
της έγγραφης αίτησης εξαίρεσης διέκοψε την συνεδρίαση για 15 λεπτά, κατά τα
οποία ο κατηγορούμενος εξήλθε της αιθούσης του ακροατηρίου, προκειμένου να
συντάξει το έγγραφο. Ήδη όμως η συμπαριστάμενη μαζί του Δικηγόρος, εν αγνοία του, παραμένοντας εντός της
αιθούσης, είχε συντάξει εγγράφως την αίτηση εξαίρεσης και κατά την επάνοδο του
Δικαστηρίου παρέδωσε την αίτηση αυτή στο Δικαστήριο. Ο κατηγορούμενος αντιλαμβανόμενος την
επάνοδο του Δικαστηρίου εισήλθε ταχέως εντός της αιθούσης και αιτήθηκε την
παραλαβή της έγγραφης αίτησής του από τον Προεδρεύοντα, πλην όμως εκείνος
αρνήθηκε να την παραλάβει λέγοντας ότι ήδη είχε αποφανθεί το Δικαστήριο,
απορρίπτοντας την αίτηση. Κατόπιν της αρνήσεως αυτής δημιουργήθηκε ένταση
μεταξύ της έδρας και του κατηγορουμένου, ο οποίος, διαμαρτυρόμενος για τον τρόπο
λήψης της απορριπτικής απόφασης του Δικαστηρίου, αιτήθηκε, προφορικά, την
εξαίρεση και του Προεδρεύοντος Πλημμελειοδίκου. Στη συνέχεια κλήθηκε και από τα
δύο μέρη η αστυνομία προκειμένου να επιβληθεί η τάξη. Τα παραπάνω αποδειχθέντα
πραγματικά περιστατικά, δεν συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική
υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου 197 παρ. 2 ΠΚ, καθόσον: α) Η διαμαρτυρία του
κατηγορουμένου για την μη στέρηση του δικαιώματος του αναφέρεσθαι και την
υποβολή της ένστασης εξαιρέσεως, δεν αποτελούν διέγερση θορύβου ή αταξίας, ώστε
να εμποδισθεί ή διαταραχθεί η συνεδρίαση του δικαστηρίου, β) δεν επήλθε
εμπόδιση ή διατάραξη της συνεδριάσεως με την έννοια που αναφέρθηκε στη μείζονα
σκέψη, καθόσον το Δικαστήριο είχε διακόψει για την παραλαβή της έγγραφης
αίτησης εξαίρεσης, γ) η διαμαρτυρία του κατηγορουμένου, συνοδευόμενη από την
υποβολή ενστάσεως εξαιρέσεως του Δικαστή, δεν έγινε χωρίς δικαίωμα, δηλαδή δεν ήταν αυθαίρετη,
ενόψει του ότι η υποβολή ενστάσεως εξαιρέσεως αποτελεί δικαίωμα του διαδίκου
και προβλέπεται από τα άρθρα 16 επόμ. του ΚΠΔ, ο δε κατηγορούμενος, όπως
προαναφέρθηκε, παρίστατο ως συνήγορος υπεράσπισης της κατηγορουμένης δημοσιογράφου, με εγκαλούσα υπηρετούσα στο Πρωτοδικείο Αθηνών Πρόεδρο Πρωτοδικών, στην υπόθεση με
αρ. πινακίου ..., που εκδικαζόταν και η οποία είχε διακοπεί ακριβώς για να
εγχειρίσει ο κατηγορούμενος εγγράφως την αίτηση εξαίρεσης που υπέβαλε και δ)
από τα ως άνω πραγματικά περιστατικά δεν προκύπτει η δολία προαίρεση του
κατηγορουμένου με τη μορφή, είτε του αμέσου, είτε του ενδεχόμενου δόλου, ώστε
να στοιχειοθετείται και το υποκειμενικό στοιχείο του εγκλήματος. Συνεπώς, πρέπει
να κηρυχθεί αθώος για την ανωτέρω αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη. Επιπλέον,
τα αιτήματα του κατηγορουμένου α) κλητεύσεως των μαρτύρων που αναφέρει, ήτοι της Εισαγγελέως της έδρας και του Προεδρεύοντος Πλημμελειοδίκη και
β) προσκομιδής των σχετικών εγγράφων, είναι απορριπτέα, καθόσον τα υπάρχοντα
αποδεικτικά στοιχεία αρκούν για τον σχηματισμό, στο Δικαστήριο, πλήρους
δικανικής πεποίθησης για την κατηγορία
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Λ ί .*: "Τ *
ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντα τον κατηγορούμενο ...
ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο αθώο, του ότι:
Στην Αθήνα, στις ..., χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη, με
πρόθεση διατάραξε σοβαρά με διέγερση θορύβου και αταξίας την συνεδρίαση Δικαστηρίου και συγκεκριμένα κατά τη συνεδρίαση της ... του Β΄ Αυτοφώρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά την συζήτηση της υπ' αριθμ. πινακίου ... υποθέσεως, όντας συνήγορος υπερασπίσεως της κατηγορούμενης ..., αφού υπέβαλε αίτηση εξαίρεσης στο πρόσωπο του Προεδρεύοντος Πλημμελειοδίκη, λέγοντας «Θέλω να υποβάλω αίτηση εξαιρέσεως, σας μηνύω», αφού αρχικώς ο Προεδρεύων Πλημμελειοδίκης διέκοψε την εκδίκαση της εν λόγω υποθέσεως για διάστημα δεκαπέντε (15) λεπτών, ήτοι από ώρα 10:15 έως 10:30, προκειμένου να υποβληθεί εγγράφως η αίτηση εξαίρεσης στο πρόσωπό του, ενώ το Δικαστήριο εξακολουθούσε να είναι συγκροτημένο και να συνεδριάζει προς εκδίκαση των άλλων υποθέσεων του πινακίου ο κατηγορούμενος έχοντας προσεγγίσει την έδρα αρνήθηκε να αποχωρήσει και με έντονο ύφος και φωνασκίες προκάλεσε θόρυβο και αταξία στην αίθουσα, σε δε κλήση του Προέδρου του Δικαστηρίου προς την αστυνομική φρουρά του ακροατηρίου για απομάκρυνση του κατηγορούμενου συνηγόρου υπεράσπισης από την αίθουσα, καθόσον η εκδίκαση της συγκεκριμένης υπόθεσης (αριθμ. πινακίου ...) διεκόπη τελικώς μέχρι ώρα 11:20, αυτός εξακολουθούσε να αρνείται να απομακρυνθεί, ενώ τέλος καθ' ον χρόνο το Δικαστήριο εκδίκαζε άλλη υπόθεση, ο κατηγορούμενος συνήγορος υπεράσπισης, συνοδευόμενος από δύο αστυνομικούς της πεζής περιπολίας του Α.Τ. Κυψέλης στην Ευελπίδων, κατόπιν κλήσης του ιδίου προς στο Κέντρο Άμεσης Δράσης Αττικής, εισήλθε στη δικαστική αίθουσα και με την διέγερση εκ νέου θορύβου και αταξίας διέκοψε την συνεδρίαση καθόσον υπέβαλε (προφορικά) μήνυση κατά του Προέδρου και της Εισαγγελέως και κάλεσε τους αστυνομικούς να προβούν στη σύλληψη αυτών στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας, με αποτέλεσμα να διαταράξει σοβαρά την συνεδρίαση του Δικαστηρίου.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριό του.