Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 197 Π.Κ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 197 Π.Κ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 15 Ιουλίου 2025

Διατάραξη "διαταραγμένων" vs Περιύβρισης Αρχής (καταργημένου χουντικού εγκλήματος)

 

 


 1161/1986 ΠΛΗΜΜ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 


     ΑΡΜ/1987 (326)
      Έγκλημα διαταράξεως συνεδριάσεως του δικαστηρίου. Έγκλημα
      περιύβρισης αρχής. Στοιχεία που συγκροτούν αντικειμενικές υποστάσεις
      των δύο εγκλημάτων.

 
    ΒουλΣυμβΠλημΘεσ 1161/1986
 
    Πρόεδρος: Αλεξάνδρα Γαλάταλη.
    Δικαστές: Ν. Γραμματικούδης (εισηγητής), Γ. Μπατζαλέξης
    Εισαγγελέας: Γεώργιος Βραχάς.
 
      Το βούλευμα που δέχτηκε μερικά την αντίστοιχη εισαγγελική πρόταση
    έχει ως εξής:
 
      Από τη διάταξη του άρθρου 197 ΠΚ προκύπτει ότι προς στοιχειοθέτηση
    του εγκλήματος της διαταράξεως συνεδριάσεως δικαστηρίου, που
    προβλέπεται από αυτή και το οποίο συρρέει αληθινά με το αδίκημα της
    περιυβρίσεως της αρχής (ΑΠ 234/1957, ΠοινΧρον Ζύ 449), απαιτείται όπως
    ο δράστης, χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη, είτε εμποδίζει
    αυθαίρετα, δηλαδή χωρίς δικαίωμα που να του παρέχεται από τον νόμο,
    είτε διαταράσσει με διέγερση θορύβου ή αταξίας ή καθ' οιονδήποτε άλλο
    τρόπο την συνεδρίαση του δικαστηρίου, ήτοι νόμιμα συγκροτημένου οργάνου
    προς επίλυση διαφορών και παροχής έννομης προστασίας (σχετ. ΕφΑιγ
    4/1968
, ΠοινΧρον 18.623) καθώς και ο δόλος, ο οποίος συνίσταται στη
    γνώση ότι με την ενέργειά του παρεμποδίζεται η συνεδρίαση του
    δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 181
    παρ. 1 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν.δ. 2493/1953, το
    έγκλημα που με αυτή προβλέπεται, στρέφεται κατά του κύρους της αρχής,
    ήτοι αμέσου ή εμμέσου οργάνου το οποίο ασκεί με κυριαρχική βούληση
    εξουσία ταγμένη από τους οργανικούς νόμους για κρατικούς σκοπούς, όπως
    είναι και κάθε νόμιμα συνεστημένο δικαστήριο (ΑΠ 452/1967, ΠοινΧρον
    18.15). Τελείται δε με σαφείς εκδηλώσεις καταφρονήσεως, ονειδισμού ή
    διασυρμού αυτού τούτου του θεσμού, που γίνονται δημόσια, δηλαδή κατά
    τρόπο ώστε να είναι δυνατόν να υποπέσουν στην αντίληψη ενός αόριστου
    αριθμού προσώπων, είναι μειωτικές του κύρους του θεσμού, κείνται έξω
    από τον έλεγχο και την έντονη ή δριμεία έστω κριτική η οποία
    διασφαλίζεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος και πλήττουν ευθέως, κατά
    αντικείμενο και την πρόθεση του δράστη, την αρχή και όχι το πρόσωπο του
    φορέα αυτής ως άτομο
(βλ. αντί άλλων Ολ. ΑΠ 691/1985 ΝοΒ 33.1072).

    Στην προκειμένη περίπτωση, από το αποδεικτικό υλικό που υπάρχει στην
    δικογραφία, ήτοι τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και τις
    απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψε ότι κατά την συνεδρίαση της 30
    Απριλίου 1984 του νόμιμα συγκροτημένου, χωρίς την σύμπραξη γραμματέα,
    για εκδίκαση υποθέσεων ασφαλιστικών μέτρων Μονομελούς Πρωτοδικείου
    Θεσσαλονίκης  (ΚΠολΔ 683 παρ. 1, 690 παρ. 2),  καταρχάς ο πρώτος
    κατηγορούμενος, ύστερα δε ο δεύτερος, αμφότεροι δικηγόροι Θεσσαλονίκης
    (βλ. τα 4813, 4814/4.6.1984 έγγραφα του Δικηγορικού Συλλόγου
    Θεσσαλονίκης), αφορμή  λαβόντες από το γεγονός ότι απορρίφθηκε, από τον
    συγκροτούντα το παραπάνω δικαστήριο Πρόεδρο Πρωτοδικών, αίτημά τους για
    προσωρινή διακράτηση υποθέσεως που ήδη εκφωνήθηκε και αφορούσε
    συγγενικό τους πρόσωπο, απηύθυναν προς τον Δικαστή τις φράσεις που
    αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση και των οποίων επανάληψη κρίνεται
    περιττή, σε ύφος και κατά τρόπο που εκεί αναφέρεται
, χωρίς να έχουν
    τέτοιο δικαίωμα από καμία νομική διάταξη. Αποτέλεσμα των ενεργειών των
    αυτών ήταν να παρεμποδισθεί και να διακοπεί, προσωρινά, η συζήτηση της
    υποθέσεως που θα εκδικαζόταν, ώστε να προσληφθεί γραμματέας για να
    τηρήσει πρακτικά,  κάτι που δεν θα συνέβαινε χωρίς το περιστατικό αυτό.
    Γνώριζαν δε οι κατηγορούμενοι ότι με την ενέργειά τους παρεμποδίζεται ή
    διαταράσσεται η συνεδρίαση του Δικαστηρίου. Η ιδιότητά τους ως
    δικηγόρων και , ως εκ τούτου, γνώση τους ότι η προσωπική αντιπαράθεσή
    τους με τον δικάζοντα δικαστή οπωσδήποτε δεν συντελεί στην ομαλή
    διεξαγωγή της δίκης, όπως και η φράση του πρώτου εξ αυτών "επιμένω να
    κρατηθεί η υπόθεση και θα μιλήσω μέχρι να έρθει ο πατέρας μου" δεν
    καταλείπουν καμία αμφιβολία γι' αυτό. Από όλα τα περιστατικά αυτά
    προκύπτουν πράγματι αποχρώσες ενδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν
    το αδίκημα του άρθρου 197 ΠΚ, ανεξάρτητα του αν η διατάραξη έγινε επ'
    ευκαιρία της παραστάσεώς τους ως δικηγόρων στην υπόθεση που
    προαναφέρθηκε (σχετ. ΑΠ 234/1957, ΠοινΧρον Ζύ 449). Απομένει, επομένως,
    η αξιολόγηση και εκτίμηση της συμπεριφοράς του δεύτερου κατηγορουμένου
    για να διαπιστωθεί αν πληρώνει την υπόσταση του άλλου εγκλήματος του
    άρθρου 181 ΠΚ. Όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε, ως περιύβριση αρχής δεν
    θεωρείται μόνο η υπό στενή έννοια εξύβριση ή δυσφήμηση, αλλά και η καθ' 

οιονδήποτε τρόπο έκφραση καταφρονήσεως, ονειδισμού ή διασυρμού ικανή να
    μειώσει τον σεβασμό και την εκτίμηση των πολιτών προς την αρχή
(ΑΠ
    96/1968, 87/1968
ΠοινΧρον ΙΗύ 278, 274). Οι φράσεις που ο εν λόγω
    κατηγορούμενος απηύθηνε προς τον δικάζοντα δικαστή, δημόσια ενώπιον του
    ακροατηρίου κατά τρόπο ώστε να μπορούν να υποπέσουν στην αντίληψη των
    παρευρισκομένων εκεί δικηγόρων (βλ. καταθέσεις μαρτύρων Β.Δ., Γ.Μ.,
    Α.Κ.)  και των διαδίκων, αντικειμενικά κρινόμενες, τόσο στο σύνολό
    τους, όσο και κατά τα επί μέρους σημεία τους "..,Ζητώ την εξαίρεσή σας
    διότι διαπίστωσα προκατάληψη υμών εναντίον εμού προσωπικώς ως
    δικηγόρου, των υποθέσεων της οικογενείας μου και όλων των πελατών όσων
    υποθέσεων χειρισθήκατε εσείς. Αναφέρομαι σε 10 υποθέσεις που δικάσατε
    εσείς και στις οποίες με κατατροπώσατε. Έχω υποβάλλει καταγγελία
    ενώπιον του Αρείου Πάγου και του κ. Εισαγγελέα εναντίον ωρισμένων
    δικαστών και εναντίον υμών..." σαφώς καταδηλώνουν καταφρόνιση και
    ονειδισμό. Δεν αποτελούν δε δριμεία, έστω, κριτική του δικαιοδοτικού
    έργου των φορέων της δικαστικής λειτουργίας κατά των οποίων, ειδικά
    αλλά και γενικά και αόριστα, καταφέρθηκε ο κατηγορούμενος, αφού αυτή θα
    μπορούσε να εκφρασθεί με άλλη φραστική διατύπωση και όχι, εκτός των
    άλλων με διατύπωση λέξεων όπως "... με κατατροπώσατε..." που μαρτυρούν
    μια προσωπική αντιπαράθεση και τάση αδικήσεως από μέρους των οργάνων
    αυτών, ούτε όμως και πλήττουν αυτά ως άτομα. Αντίθετα, η χρησιμοποίηση
    φράσεων όπως "...διαπίστωσα προκατάληψη εναντίον εμού... σε 10
    υποθέσεις που δικάσατε εσείς με κατατροπώσατε... έχω υποβάλλει
    καταγγελία... εναντίον ωρισμένων δικαστών και εναντίον υμών..." είναι
    κατάδηλο ότι πλήττουν κατ' αντικείμενο και την πρόθεση του
    κατηγορουμένου τα Δικαστήρια που οργανικά και λειτουργικά συγκροτούν
    την έννοια της πολιτειακής λειτουργίας της Δικαιοσύνης
(Δ. Τσάτσου,
    Εισηγ. Συντ. Δικ. 1980, σελ. 232, Α. Κανελλόπουλου, Γ.-Β. Μαγκάκη,
    Πρακτικά Εύ Αναθ. Βουλής Συντ. 10.5.75, σ. 613, 622) και είναι ικανές
    να μειώσουν τον σεβασμό και την εκτίμηση των πολιτών προς αυτά. Τούτο
    δε γιατί, χωρίς να στηρίζονται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά,
    που να τις δικαιολογούν αντικειμενικά
, αφενός εμφανίζουν τα άμεσα,
    κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού λειτουργήματος, όργανα που τα
    συγκροτούν ότι γίνονται επιλήσμονες της αποστολής τους που είναι η
    σύμφωνα με τη δική τους δικαστική συνείδηση, το Σύνταγμα και τους
    νόμους ιερουργία τους  στο ναό της Θέμιδας (Συντ. 88 παρ. 2) και ότι
    ενσυνείδητα παραβιάζουν την αρχή της ισότητας των διαδίκων και την κατ'
    ελεύθερη και δίκαιη, σύμφωνα με το νόμο, υποχρέωσή τους προς επίλυση
    των διαφορών, αφ' ετέρου εν αμφιβόλω το απροκατάληπτο και το αμερόληπτο
    αυτών, δημιουργώντας έτσι στους πολίτες δυσπιστία ως προς την ορθή
    απονομή της Δικαιοσύνης από εκείνα. Γίνεται, συνεπώς, φανερό από όλα
    αυτά ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις περί τελέσεως, από τον εν λόγω
    κατηγορούμενο, και του αδικήματος της περιυβρίσεως αρχής. Πρέπει, κατά
    συνέπεια, τόσο ο ίδιος, όσο και ο συγκατηγορούμενός του να παραπεμφθούν
    και δικασθούν για τις πράξεις αυτές, που προβλέπονται και τιμωρούνται
    από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18 περ. βύ, 26, 27, παρ. 1,
    51, 94 παρ. 2, 181 παρ. 1 και 197 παρ. 1, 2  του ΠΚ, ενώπιον του υλικά
    και τοπικά αρμόδιου Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (ΚΠοινΔ 1, 9 παρ. 1
    εδ. βύ, 111 παρ. 7, 122).

 
 

Διατάραξη Συνεδρίασης Δικαστηρίου για "διαταραγμένους": Ο Άρειος Πάγος αναιρεί

 


 

389/1991 ΑΠ 

(ΝΟΒ 1991/1130, ΠΟΙΝΧΡ 1991/983)


Διατάραξη συνεδριάσεων δικαστηρίων. Στοιχεία. Άρθρο 197 ΠΚ. Πρόβλεψη δύο σωρευτικώς τελουμένων εγκλημάτων: αυθαίρετη παρεμπόδιση και διατάραξη συνεδριάσεως. Περίπτωση δικηγόρου που υπέβαλε ένσταση εξαιρέσεως διαμαρτυρόμενος ταυτόχρονα για προκατάληψη του δικαστή σε βάρος του. Δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα. Αναίρεση για εσφαλμένη ερμηνεία.  
 
 

    ΑΠ Αριθμ. 389/1991

     Προεδρεύων ο αντιπρόεδρος Χ. Χριστοφορίδης
    Εισηγητής ο αρεοπαγίτης Γ. Παπαγεωργίου

    Επειδή κατά τη διάταξη του  άρθρου  197  του  ΠΚ  "όποιος  χωρίς  να
 διαταράξει   την   κοινή  ειρήνη  εμποδίζει  αυθαίρετα  τη  συνεδρίαση
 δικαστηρίου ή τη διαταράσσει σοβαρά με διέγερση θορύβου ή αταξίας ή με
 οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι  μηνών".
 Η  διάταξη  αυτή  προβλέπει δύο σωρευτικώς τελούμενα εγκλήματα, αφενός
 την αυθαίρετη παρεμπόδιση της συνεδρίασης του δικαστηρίου και αφετέρου
 τη διατάραξη αυτής, κάθε ένα δε από αυτά μπορεί  να τελεστεί με τη
 διέγερση  θορύβου, αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Η παρεμπόδιση
 τελείται όταν δε κατέστη από την ενέργεια του υπαιτίου εφικτή η έναρξη
 ή η εξακολούθηση της  συνεδριάσεως
,  με  αποτέλεσμα  να  ματαιωθεί,  η
 διατάραξη δε όταν δυσχεραίνεται η κανονική διεξαγωγή της αρξαμένης ήδη
 συνεδρίασης ή διακόπτεται αυτή
. Για τη συγκρότηση της αντικειμενικής
 υπόστασης του εγκλήματος της  διατάραξης  των  συνεδριάσεων  πρέπει  η
 παρεμπόδιση  ή διατάραξη  να γίνεται αυθαίρετα, δηλαδή χωρίς δικαίωμα
 του ενεργούντος
. Υποκειμενικώς απαιτείται  δόλος  που  συνίσταται  στη
 θέληση  παραγωγής των πραγματικών περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την
 έννοια της πιο πάνω πράξης και ενδεχόμενος δόλος αρκεί. ...

 Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση  του
 Πενταμελούς    Εφετείου    Θεσσαλονίκης,   ο   αναιρεσείων   δικηγόρος
 Θεσσαλονίκης  καταδικάστηκε  για  διατάραξη   της   συνεδριάσεως   του
 Μονομελούς  Πρωτοδικείου  Θεσσαλονίκης  που δίκαζε, κατά τη διαδικασία
 των ασφαλιστικών μέτρων, της πράξης του αυτής συνιστάμενης  ειδικότερα
 στο   ότι: "Στη  Θεσσαλονίκη  την  30.4.1984  κατά  τη  συνεδρίαση  του
 Μονομελούς  Πρωτοδικείου  που   δίκαζε   κατά   την   διαδικασία   των
 ασφαλιστικών  μέτρων,  κατά  την  οποία δικαζόταν η υπόθεση μεταξύ της
 αιτούσης Ε.  συζύγου  P.M.  (θυγατρός  και  πελάτιδός  του)  κατά  της
 ομορρύθμου   εταιρείας   "Δ.Μ.Κ.Β.   και  Δ.Μ.Ο.Ε."  που  εδρεύει  στη
 Θεσσαλονίκη, όταν εκφωνήθηκε από το Δικαστή η υπόθεση εμφανίστηκε  και
 απευθυνόμενος  στον  Πρόεδρο  του  Δικαστηρίου (Δικαστή) αναφέρθηκε σε
 άσχετα με την υπόθεση θέματα και σε  παρατήρηση  να  περιοριστεί  στην
 υπόθεση,  συνέχισε  διαμαρτυρόμενος  λέγοντας: "δεν μπορείτε εσείς να
 μου στερήσετε το δικαίωμα του  αναφέρεσθαι  εις  τας  άρχας  το  οποίο
 προβλέπεται  από  το άρθρο 3 του Συντάγματος σε προσωπική μου υπόθεση"

 και σε ερώτηση του Προέδρου,  γιατί  τα  αναφέρει  αυτά  απάντησε  ότι
 προβάλλει   την  ένσταση  εξαιρέσεως  του  Δικαστή,  διότι: "διαπίστωσα
 προκατάληψή σας ενώπιον εμού προσωπικά ως δικηγόρου, των υποθέσεων της
 οικογενείας μου και όλων των πελατών μου, όσων υποθέσεων  χειριστήκατε
 εσείς.  Αναφέρομαι  σε 10 υποθέσεις που δικάσατε εσείς και στις οποίες
 με κατατροπώσατε
. Έχω υποβάλλει καταγγελία ενώπιον  του  Αρείου  Πάγου
 και  του  κ. Εισαγγελέα εναντίον ορισμένων δικαστών και εναντίον σας".
 Με αυτά τα πραγματικά περιστατικά που περιλαμβάνονται  στο  διατακτικό
 της  απόφασης  και  αναφέρονται  στις  παραδοχές του αιτιολογικού της,
 έκρινε το Εφετείο ότι στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά
 η  υπόσταση  του  εγκλήματος  της  διατάραξης  της   συνεδρίασης   του
 Δικαστηρίου. Έτσι όμως όπως έκρινε το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και
 εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 197  του  ΠΚ,  καθόσον  τα  πραγματικά
 περιστατικά,   για   τα  οποία  κηρύχθηκε  ένοχος  ο  αναιρεσείων  δεν
 συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση  του  πιο  πάνω
 εγκλήματος αφού: α) Η διαμαρτυρία του αναιρεσείοντος για τη μη στέρηση
 του  δικαιώματος του αναφέρεσθαι και η υποβολή της ένστασης εξαιρέσεως
 δεν  αποτελούν  διέγερση  θορύβου  ή  αταξίας  ώστε  να  εμποδισθεί  ή
 διαταραχθεί  η  συνεδρίαση  του  δικαστηρίου, β) δεν επήλθε εμπόδιση ή
 διατάραξη της συνεδριάσεως με την έννοια που  αναφέρθηκε  στη  μείζονα
 σκέψη,  γ)  η  διαμαρτυρία  του  αναιρεσείοντος,  συνοδευόμενη από την
 υποβολή ενστάσεως εξαιρέσεως του Δικαστή, δεν  έγινε  χωρίς  δικαίωμα,
 δηλαδή  δεν  ήταν  αυθαίρετη,  ενόψει  του  ότι  η  υποβολή  ενστάσεως
 εξαιρέσεως αποτελεί δικαίωμα του διαδίκου και προβλέπεται από τα άρθρα
 52 επόμ. του ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων παρίστατο ως  δικηγόρος  σε  υπόθεση
 στην  οποία  διάδικος  ήταν  η  θυγατέρα του Ε.Μ. και δ) από τα ως άνω
 πραγματικά  περιστατικά  δεν   προκύπτει   η   δολία   προαίρεση   του
 αναιρεσείοντος  με  τη  μορφή,  είτε  του αμέσου, είτε του ενδεχόμενου
 δόλου, ώστε να  στοιχειοθετείται  και  το  υποκειμενικό  στοιχείο  του
 εγκλήματος.  Συνεπώς  πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο από το άρθρο
 510 παρ. 1 εδ. Ε του ΚΠΔ τέταρτος  λόγος  αναίρεσης,  να  αναιρεθεί  η
 προσβαλλόμενη απόφαση και, εν όψει του ότι δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη
 και  ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης προς
 νέα συζήτηση σύμφωνα με τα άρθρο 519  του  ΚΠΔ,  να  κηρυχθεί  από  το
 Δικαστήριο τούτο αθώος ο αναιρεσείων κατά το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠΔ.
 
 

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

Περί Διατάραξης συνεδριάσεως Δικαστηρίου και άλλων δαιμονίων

 


 

Μία απόφαση - κόσμημα της ελληνικής δικαιοσύνης, η οποία τέμνει ορθά και δίκαια το θέμα της διατάραξης συνεδριάσεως δικαστηρίου, χωρίς στεγανά, αγκυλώσεις και προκαταλήψεις.

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ: .../2020

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (Γ' ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜ/ΤΩΝ) Συνεδρίαση της ...-...-2017 σε συνέχεια της ...-...-2020

 

Σύνθεση Δικαστηρίου

Κατηγορούμενος

Πράξη

Ευαγγελία ΣΤΕΡΓΙΟΥ

... ... του ...

Παράβαση άρθρων

Προεδρεύουσα Εφέτης

, Δικηγόρος, κάτοικος

197 παρ. 2,1 ΠΚ

Κωνσταντίνος

Αθηνών, οδός...

 

ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Χριστίνα ΛΙΜΟΥΡΑ

 

 

Εφέτες

 

 

Μαρία ΣΟΥΚΑΡΑ-

ΠΑΡΩΝ

 

ΚΑΤΣΙΚΑΔΗ

 

 

Αντεισαγγελέας Εφετών


Ψ        α                          ™ ι

...

 

 

Γραμματέας

 

 

 

 

 

ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η συνεδρίαση έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.

Η Πρόεδρος εκφώνησε το όνομα του κατηγορουμένου, ο οποίος εμφανίστηκε και όταν η Πρόεδρος τον ρώτησε για την ταυτότητά του κ.τ.λ., απάντησε ότι ονομάζεται όπως αναφέρεται παραπάνω και παρίσταται αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του ως Δικηγόρος.


Κατά τη διάταξη του άρθρου 197 του ΠΚ, "1. Όποιος χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη εμποδίζει αυθαίρετα τις συνεδριάσεις υπηρεσιακού συλλόγου συγκροτημένου σύμφωνα με το νόμο για την διεξαγωγή δημοσίων υποθέσεων ή πολιτικού κόμματος που λειτουργεί νόμιμα ή σωματείου αναγνωρισμένου σύμφωνα με το νόμο ή των αρχών τους ή των αρχών και συμβουλίων κάποιου καθιδρύματος ή τις διαταράσσει σοβαρά με διέγερση θορύβου ή αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

2. Αν η πράξη που τελέστηκε αφορά συνεδρίαση δικαστηρίου, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών».

Η διάταξη αυτή προβλέπει δύο σωρευτικώς τελούμενα εγκλήματα, αφενός την αυθαίρετη παρεμπόδιση της συνεδρίασης του δικαστηρίου και αφετέρου την διατάραξη αυτής, κάθε ένα δε από αυτά μπορεί να τελεστεί με τη διέγερση θορύβου, αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της διατάραξης των συνεδριάσεων πρέπει η παρεμπόδιση ή η διατάραξη να γίνεται αυθαίρετα, δηλαδή χωρίς δικαίωμα του ενεργούντος. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος που συνίσταται στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την έννοια της πιο πάνω πράξης δηλαδή περιλαμβάνει τη γνώση της παρεμπόδισης ή της διατάραξης και την αντίστοιχη θέληση (ΑΠ 389/1991 ΤΝΠ Νόμος, Μ. Μαργαρίτης, Ποινικός Κώδικας, 2η έκδοση, άρθρ. 197 αρ. 2 επ., Τούσης / Γεωργίου άρθρ. 197 αρ. 3, Μπουρόπουλος άρθρ. 197 σ. 181). Το «αυθαίρετο» της παρεμπόδισης είναι στοιχείο του αδίκου και συνεπώς η εσφαλμένη γνώση του μπορεί να θεμελιώσει νομική πλάνη (Μ. Μαργαρίτης όπ.π. αρ. 5β).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία απεδείχθη ότι ο κατηγορούμενος, Δικηγόρος Αθηνών, κατά την ποινική συνεδρίαση της ... του Β' Μονομελούς Αυτοφώρου Πλημμελειοδικείου Αθηνών, συμπαρήστατο ως συνήγορος υπεράσπισης της κατηγορουμένης δημοσιογράφου ... στην υπόθεση με αριθμό πινακίου ..., μαζί με την επίσης δικηγόρο Αθηνών .... Κατά την έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης, υπέβαλε προφορικά αίτηση εξαίρεσης της Εισαγγελέως της έδρας ασκώντας νόμιμο δικαίωμά του. Ο Προεδρεύων Πλημμελειοδίκης ζήτησε να υποβληθεί το αίτημα αυτό εγγράφως και για την σύνταξη της έγγραφης αίτησης εξαίρεσης διέκοψε την συνεδρίαση για 15 λεπτά, κατά τα οποία ο κατηγορούμενος εξήλθε της αιθούσης του ακροατηρίου, προκειμένου να συντάξει το έγγραφο. Ήδη όμως η συμπαριστάμενη μαζί του Δικηγόρος, εν αγνοία του, παραμένοντας εντός της αιθούσης, είχε συντάξει εγγράφως την αίτηση εξαίρεσης και κατά την επάνοδο του Δικαστηρίου παρέδωσε την αίτηση αυτή στο Δικαστήριο. Ο κατηγορούμενος αντιλαμβανόμενος την επάνοδο του Δικαστηρίου εισήλθε ταχέως  εντός της αιθούσης και αιτήθηκε την παραλαβή της έγγραφης αίτησής του από τον Προεδρεύοντα, πλην όμως εκείνος αρνήθηκε να την παραλάβει λέγοντας ότι ήδη είχε αποφανθεί το Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση. Κατόπιν της αρνήσεως αυτής δημιουργήθηκε ένταση μεταξύ της έδρας και του κατηγορουμένου, ο οποίος, διαμαρτυρόμενος για τον τρόπο λήψης της απορριπτικής απόφασης του Δικαστηρίου, αιτήθηκε, προφορικά, την εξαίρεση και του Προεδρεύοντος Πλημμελειοδίκου. Στη συνέχεια κλήθηκε και από τα δύο μέρη η αστυνομία προκειμένου να επιβληθεί η τάξη. Τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου 197 παρ. 2 ΠΚ, καθόσον: α) Η διαμαρτυρία του κατηγορουμένου για την μη στέρηση του δικαιώματος του αναφέρεσθαι και την υποβολή της ένστασης εξαιρέσεως, δεν αποτελούν διέγερση θορύβου ή αταξίας, ώστε να εμποδισθεί ή διαταραχθεί η συνεδρίαση του δικαστηρίου, β) δεν επήλθε εμπόδιση ή διατάραξη της συνεδριάσεως με την έννοια που αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, καθόσον το Δικαστήριο είχε διακόψει για την παραλαβή της έγγραφης αίτησης εξαίρεσης, γ) η διαμαρτυρία του κατηγορουμένου, συνοδευόμενη από την υποβολή ενστάσεως εξαιρέσεως του Δικαστή, δεν έγινε χωρίς δικαίωμα, δηλαδή δεν ήταν αυθαίρετη, ενόψει του ότι η υποβολή ενστάσεως εξαιρέσεως αποτελεί δικαίωμα του διαδίκου και προβλέπεται από τα άρθρα 16 επόμ. του ΚΠΔ, ο δε κατηγορούμενος, όπως προαναφέρθηκε, παρίστατο ως συνήγορος υπεράσπισης της κατηγορουμένης δημοσιογράφου, με εγκαλούσα υπηρετούσα στο Πρωτοδικείο Αθηνών Πρόεδρο Πρωτοδικών, στην υπόθεση με αρ. πινακίου ..., που εκδικαζόταν και η οποία είχε διακοπεί ακριβώς για να εγχειρίσει ο κατηγορούμενος εγγράφως την αίτηση εξαίρεσης που υπέβαλε και δ) από τα ως άνω πραγματικά περιστατικά δεν προκύπτει η δολία προαίρεση του κατηγορουμένου με τη μορφή, είτε του αμέσου, είτε του ενδεχόμενου δόλου, ώστε να στοιχειοθετείται και το υποκειμενικό στοιχείο του εγκλήματος. Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί αθώος για την ανωτέρω αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη. Επιπλέον, τα αιτήματα του κατηγορουμένου α) κλητεύσεως των μαρτύρων που αναφέρει, ήτοι της Εισαγγελέως της έδρας και του Προεδρεύοντος Πλημμελειοδίκη και β) προσκομιδής των σχετικών εγγράφων, είναι απορριπτέα, καθόσον τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία αρκούν για τον σχηματισμό, στο Δικαστήριο, πλήρους δικανικής πεποίθησης για την κατηγορία

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Λ                                                                                                                                                                              ί       .*:                                                                                                                                                                                                                                                  "Τ *

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντα τον κατηγορούμενο ...

ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο αθώο, του ότι:

Στην Αθήνα, στις ..., χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη, με

πρόθεση διατάραξε σοβαρά με διέγερση θορύβου και αταξίας την συνεδρίαση Δικαστηρίου και συγκεκριμένα κατά τη συνεδρίαση της ... του Β΄ Αυτοφώρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά την συζήτηση της υπ' αριθμ. πινακίου ... υποθέσεως, όντας συνήγορος υπερασπίσεως της κατηγορούμενης ..., αφού υπέβαλε αίτηση εξαίρεσης στο πρόσωπο του Προεδρεύοντος Πλημμελειοδίκη, λέγοντας «Θέλω να υποβάλω αίτηση εξαιρέσεως, σας μηνύω», αφού αρχικώς ο Προεδρεύων Πλημμελειοδίκης διέκοψε την εκδίκαση της εν λόγω υποθέσεως για διάστημα δεκαπέντε (15) λεπτών, ήτοι από ώρα 10:15 έως 10:30, προκειμένου να υποβληθεί εγγράφως η αίτηση εξαίρεσης στο πρόσωπό του, ενώ το Δικαστήριο εξακολουθούσε να είναι συγκροτημένο και να συνεδριάζει προς εκδίκαση των άλλων υποθέσεων του πινακίου ο κατηγορούμενος έχοντας προσεγγίσει την έδρα αρνήθηκε να αποχωρήσει και με έντονο ύφος και φωνασκίες προκάλεσε θόρυβο και αταξία στην αίθουσα, σε δε κλήση του Προέδρου του Δικαστηρίου προς την αστυνομική φρουρά του ακροατηρίου για απομάκρυνση του κατηγορούμενου συνηγόρου υπεράσπισης από την αίθουσα, καθόσον η εκδίκαση της συγκεκριμένης υπόθεσης (αριθμ. πινακίου ...) διεκόπη τελικώς μέχρι ώρα 11:20, αυτός εξακολουθούσε να αρνείται να απομακρυνθεί, ενώ τέλος καθ' ον χρόνο το Δικαστήριο εκδίκαζε άλλη υπόθεση, ο κατηγορούμενος συνήγορος υπεράσπισης, συνοδευόμενος από δύο αστυνομικούς της πεζής περιπολίας του Α.Τ. Κυψέλης στην Ευελπίδων, κατόπιν κλήσης του ιδίου προς στο Κέντρο Άμεσης Δράσης Αττικής, εισήλθε στη δικαστική αίθουσα και με την διέγερση εκ νέου θορύβου και αταξίας διέκοψε την συνεδρίαση καθόσον υπέβαλε (προφορικά) μήνυση κατά του Προέδρου και της Εισαγγελέως και κάλεσε τους αστυνομικούς να προβούν στη σύλληψη αυτών στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας, με αποτέλεσμα να διαταράξει σοβαρά την συνεδρίαση του Δικαστηρίου. 

Κρίθηκε,  αποφασίστηκε  και  δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριό του.



Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

Διατάραξη Συνεδριάσεως Δικαστηρίου

Πότε τα Δικαστήρια διαταράσσονται και πότε είναι διαταραγμένα

Απόφαση 389/1991 Αρείου Πάγου

Διατάραξη συνεδριάσεων δικαστηρίων. Στοιχεία. Αρθρο 197 ΠΚ. Πρόβλεψη δύο σωρευτικώς τελουμένων εγκλημάτων: αυθαίρετη παρεμπόδιση και διατάραξη συνεδριάσεως. Περίπτωση δικηγόρου, που υπέβαλε αίτηση εξαιρέσεως, διαμαρτυρόμενος ταυτόχρονα για προκατάληψη του δικαστή σε βάρος του. Δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα. Αναίρεση για εσφαλμένη ερμηνεία.

Προεδρεύων ο Αντιπρόεδρος Χ. Χριστοφορίδης - Εισηγητής ο Αρεοπαγίτης Γ. Παπαγεωργίου 

Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 197 του ΠΚ "όποιος χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη εμποδίζει αυθαίρετα την συνεδρίαση δικαστηρίου ή τη διαταράσσει σοβαρά με διέγερση θορύβου ή αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών". Η διάταξη αυτή προβλέπει δύο σωρευτικώς τελούμενα εγκλήματα, αφενός την αυθαίρετη παρεμπόδιση της συνεδρίασης του δικαστηρίου και αφετέρου την διατάραξη αυτής, κάθε ένα δε από αυτά μπορεί να τελεστεί με την διέγερση θορύβου, αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Η παρεμπόδιση τελείται όταν δεν κατέστη από την ενέργεια του υπαιτίου εφικτή η έναρξη ή η εξακολούθηση της συνεδριάσεως, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί, η διατάραξη, δε, όταν δυσχεραίνεται η κανονική διεξαγωγή της αρξαμένης ήδη συνεδρίασης ή διακόπτεται αυτή. Για την συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της διατάραξης των συνεδριάσεων πρέπει η παρεμπόδιση ή διατάραξη να γίνεται αυθαίρετα, δηλαδή χωρίς δικαίωμα του ενεργούντος. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που συνίσταται στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την έννοια της πιο πάνω πράξης, και ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 εδ. ε΄ του ΚΠΔ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά τους τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν, αλλά σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στην συγκεκριμένη υπόθεση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων Δικηγόρος Θεσσαλονίκης καταδικάστηκε για διατάραξη της συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκαζε, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, της πράξης του αυτής συνιστάμενης ειδικότερα στο ότι:"Στη Θεσσαλονίκη την 30.4.1984 κατά τη συνεδρίαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου που δίκαζε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά την οποία δικαζόταν η υπόθεση μεταξύ της αιτούσης Ε. συζύγου P.M. (θυγατρός και πελάτιδός του) κατά της ομορρύθμου εταιρείας "Δ.Μ.Κ.Β. και Δ.Μ.Ο.Ε.", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, όταν εκφωνήθηκε από το Δικαστή η υπόθεση, εμφανίστηκε και απευθυνόμενος στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου (Δικαστή) αναφέρθηκε σε άσχετα με την υπόθεση θέματα και σε παρατήρηση να περιοριστεί στην υπόθεση, συνέχισε διαμαρτυρόμενος λέγοντας: "δεν μπορείτε εσείς να μου στερήσετε το δικαίωμα του αναφέρεσθαι εις τας αρχάς, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 3 του Συντάγματος σε προσωπική μου υπόθεση", και σε ερώτηση του Προέδρου, γιατί τα αναφέρει αυτά, απάντησε ότι προβάλλει την αίτηση εξαιρέσεως του Δικαστή, διότι: "διαπίστωσα προκατάληψή σας ενώπιον εμού προσωπικά ως δικηγόρου, των υποθέσεων της οικογενείας μου και όλων των πελατών μου, όσων υποθέσεων χειριστήκατε εσείς. Αναφέρομαι σε 10 υποθέσεις που δικάσατε εσείς και στις οποίες με κατατροπώσατε. Έχω υποβάλει καταγγελία ενώπιον του Αρείου Πάγου και του κ. Εισαγγελέα, εναντίον ορισμένων δικαστών και εναντίον σας". Με αυτά τα πραγματικά περιστατικά που περιλαμβάνονται στο διατακτικό της απόφασης και αναφέρονται στις παραδοχές του αιτιολογικού της, έκρινε το Εφετείο ότι στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά η υπόσταση του εγκλήματος της διατάραξης της συνεδρίασης του Δικαστηρίου. Έτσι, όμως, όπως έκρινε το Εφετείο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 197 του ΠΚ, καθόσον τα πραγματικά περιστατικά, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, δεν συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, αφού: α) Η διαμαρτυρία του αναιρεσείοντος για την μη στέρηση του δικαιώματος του αναφέρεσθαι και η υποβολή της αίτησης εξαιρέσεως δεν αποτελούν διέγερση θορύβου ή αταξίας, ώστε να εμποδισθεί ή διαταραχθεί η Συνεδρίαση του Δικαστηρίου, β) δεν επήλθε εμπόδιση ή διατάραξη της συνεδριάσεως με την έννοια που αναφέρθηκε στην μείζονα σκέψη, γ) η διαμαρτυρία του αναιρεσείοντος, συνοδευόμενη από την υποβολή αιτήσεως εξαιρέσεως του Δικαστή, δεν έγινε χωρίς δικαίωμα, δηλαδή δεν ήταν αυθαίρετη, ενόψει του ότι η υποβολή αιτήσεως εξαιρέσεως αποτελεί δικαίωμα του διαδίκου και προβλέπεται από τα άρθρα 52 επόμ. του ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων παρίστατο ως δικηγόρος σε υπόθεση στην οποία διάδικος ήταν η θυγατέρα του Ε.Μ., και δ) από τα ως άνω πραγματικά περιστατικά δεν προκύπτει η δολία προαίρεση του αναιρεσείοντος με την μορφή, είτε του αμέσου, είτε του ενδεχόμενου δόλου, ώστε να στοιχειοθετείται και το υποκειμενικό στοιχείο του εγκλήματος. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Ε΄ του ΚΠΔ τέταρτος λόγος αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και, εν όψει του ότι δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη και ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης προς νέα συζήτηση, σύμφωνα με τα άρθρο 519 του ΚΠΔ, να κηρυχθεί από το Δικαστήριο τούτο αθώος ο αναιρεσείων κατά το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠΔ.

Must red-read

Άτιτλο κι αγγελικό

    Άτιτλο κι Αγγελικό     Μου ' χαν πει πως η αναισθησία ανήκει στα συναισθήματα που εκδικούνται την έπαρση Μου ' χαν δώσει κι ευχή...