Ψαχουλεύοντας κάτω από τα ερείπια
με οδηγό μου την πλήρη περιέργεια
βομβάρδισα ένα συναίσθημα που κοιμόταν
βουβό, κουφό, αφιονισμένο
στο λίγο δέρμα που του έμεινε
κατασπαραγμένο από την αγωνία
για το υπαρκτό ή την ύπαρξη
-μικρή σημασία-
κατάφερα να χαράξω με δύναμη
δύο κουβέντες για παρηγόρια
η αυθορμησία, τότε, με σκούντηξε
μη χαλαλίζεις τα γραμματόσημα
σε γράμματα που επιστρέφουν από ζόμπυ
και όμως εγώ πίστευα σ'εκείνο το σώμα
όταν επισκεπτόμουν την ψυχή του
στο σταυροδρόμι των ερειπίων
και πάνω εκεί με περίσσιο θράσος
επαναλάμβανα το ίδιο χάραγμα
στην ίδια επίσκεψη
υπό τις ίδιες συνθήκες
για απροσδιόριστα χρόνια
με απροσδιόριστη ένταση
και όταν επέστρεψα εκεί
μετά από ένα διάλειμμα αγάπης
τότε κατάλαβα ότι ήμουν το ερείπιό της
αφιερωμένο σε έναν εμφύλιο πόλεμο