Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα επεξεργασία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα επεξεργασία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Το καθήκον της επιμελούς διαφύλαξης των αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

 

 

1662/2017 ΣΤΕ

Δικαίωμα πρόσβασης κάθε προσώπου σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν και αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει ιδιαίτερο καθήκον επιμελούς διαφυλάξεως του σχετικού αρχείου. Η αιτούσα τράπεζα ικανοποίησε τελικώς, πλην εν μέρει και με μεγάλη καθυστέρηση, το δικαίωμα πρόσβασης του υπαλλήλου στα κρίσιμα για την υπηρεσιακή εξέλιξή του στοιχεία του φακέλου του, εφόσον κάποια δελτία αξιολόγησης έχουν απολεσθεί, κατά παράβαση της υποχρέωσης φύλαξης αυτών. Αιτιολογημένη η επιβολή και η επιμέτρηση του προστίμου για παράβαση των άρθρων 10 παρ. 3 και 12 παρ. 1 του ν. 2472/1997. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ΄ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Μαΐου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Αντωνόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, του αναπληρωτή Προέδρου και της αρχαιοτέρας του Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Β. Κίντζιου, Ο. Παπαδοπούλου, Σύμβουλοι, Χρ. Μπολόφη, Ο. Νικολαράκου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Τσαπαρδώνη. Για να δικάσει την από 12 Ιανουαρίου 2015 αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «........» και το διακριτικό τίτλο «........», που εδρεύει στην Αθήνα (........), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Καστάνη (Α.Μ. 6757), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, που εδρεύει στην Αθήνα..., η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Χαράλαμπο Τσιλιώτη (Α.Μ. 16510), που τον διόρισε με εντολή του Προέδρου της. Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ'αριθμ. 170/2014 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Χρ. Μπολόφη. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο 1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο. 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως 170/10.11.2014 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την οποία επιβλήθηκε στην αιτούσα τράπεζα πρόστιμο 50.000 ευρώ για παράβαση διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 3 και 12 του ν. 2472/1997, περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. 3. Επειδή, στο άρθρο 12 («Δικαίωμα πρόσβασης») του ν. 2472/1997 (Α΄ 50) προβλέπονται τα εξής: «1. Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως. 2. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους. β) … 3. Το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου και τα δικαιώματα του άρθρου 13 [Δικαίωμα αντίρρησης] ασκούνται με την υποβολή της σχετικής αίτησης στον υπεύθυνο της επεξεργασίας … 4. Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν απαντήσει εντός δεκαπέντε (15) ημερών ή εάν η απάντησή του δεν είναι ικανοποιητική, το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προσφύγει στην Αρχή … .». Εξάλλου, στο άρθρο 10 («Απόρρητο και ασφάλεια της επεξεργασίας») ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «3. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας. Αυτά τα μέτρα πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας ανάλογο προς τους κινδύνους που συνεπάγεται η επεξεργασία και η φύση των δεδομένων που είναι αντικείμενο της επεξεργασίας...». Τέλος, στο άρθρο 21 του ίδιου νόμου, όπως ισχύει, προβλέπεται ότι η Αρχή επιβάλλει στους υπεύθυνους επεξεργασίας, για παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον νόμο αυτό ή από άλλες σχετικές ρυθμίσεις, τις διοικητικές κυρώσεις της προειδοποίησης, με αποκλειστική προθεσμία για άρση της παράβασης, του προστίμου, από 300.000 έως 50.000.000 δρχ., της προσωρινής και οριστικής ανάκλησης άδειας και της καταστροφής αρχείου ή διακοπής επεξεργασίας και καταστροφής, επιστροφής ή κλειδώματος των σχετικών δεδομένων. 4. Επειδή, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2472/1997 κατοχυρώνεται το δικαίωμα πρόσβασης κάθε προσώπου σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν και τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας, και θεσπίζεται αντίστοιχη υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας να εξασφαλίζει την πρόσβαση του ενδιαφερομένου στα ανωτέρω δεδομένα (βλ. ΣτΕ 1851/2016). Εξ άλλου, κατά την έννοια των επίσης προπαρατεθεισών διατάξεων του άρθρου 10 του ίδιου ως άνω ν. 2472/1997, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει ιδιαίτερο καθήκον επιμελούς διαφυλάξεως αρχείου με δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τους καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και για την επιτρεπτή και θεμιτή επεξεργασία τους, καθώς και αποφυγής αμελών ενεργειών που έχουν αποτέλεσμα να θίγονται τα σχετικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων (βλ. ΣτΕ 749/2005). 5. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτουν τα εξής: Υπάλληλος της αιτούσας τράπεζας, προερχόμενος από την πρώην ... (η οποία συγχωνεύθηκε με την αιτούσα), υπέβαλε προς την τράπεζα την επιδοθείσα, την 3.11.2004, αίτηση, με την οποία, ασκώντας το δικαίωμα πρόσβασης, ζήτησε τη χορήγηση σε αυτόν επικυρωμένων αντιγράφων όλων των εγγράφων του υπηρεσιακού του φακέλου, που τηρούνται στο αρχείο της τράπεζας, εντός 15 ημερών από την επίδοση της αιτήσεως. Στις 2.12.2004 άσκησε προσφυγή ενώπιον της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, παραπονούμενος για τη μη ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης. Στις 10.2.2005 ο εν λόγω υπάλληλος παρέλαβε από τη Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού της τράπεζας 56 αντίγραφα των εγγράφων του υπηρεσιακού του φακέλου, και εσημείωσε στο σχετικό αποδεικτικό παραλαβής ότι δεν ανευρέθηκαν τα δελτία αξιολόγησης των ετών 2000, 2001 και 2004. Τα εν λόγω δε έγγραφα, όπως υποστήριξε ο υπάλληλος, ήταν ιδιαίτερα σημαντικά για την αιτιολόγηση της υπηρεσιακής του εξέλιξης στην ιεραρχία της τράπεζας, καθόσον από το 2000 έως το 2005 παραλείφθηκε σε πέντε προαγωγές στελεχών που έγιναν, αλλά και για την εξέλιξη εκκρεμούς δίκης για συκοφαντική δυσφήμιση μετά από μήνυση που υπέβαλε κατά διευθυντών της τράπεζας, οι οποίοι υπήρξαν αξιολογητές του. Κατά τους ισχυρισμούς της τράπεζας, τα μεν δελτία αξιολόγησης για τα έτη 2000 και 2001 δεν του παραδόθηκαν, γιατί δεν βρέθηκαν στον φάκελο του υπαλλήλου που τηρείται στη Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού της τράπεζας, πιθανώς λόγω της αναστάτωσης που υπήρξε εκείνο το χρονικό διάστημα από τη συγχώνευση της τράπεζας με την ... Τράπεζα, από την οποία προέρχεται, το δε δελτίο του 2004 δεν του παραδόθηκε, γιατί δεν είχε περιέλθει ακόμη στην εν λόγω Διεύθυνση. Επί της ανωτέρω προσφυγής εξεδόθη η .../16.6.2005 απόφαση της Αρχής, με την οποία, αφού ελήφθησαν υπόψη όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, κρίθηκε ότι, πιθανόν, τα επίμαχα έγγραφα, είτε να μην τοποθετήθηκαν, είτε να αφαιρέθηκαν από τον φάκελο του υπαλλήλου, είτε να απωλέσθηκαν και, συνεπώς, δεδομένης της κρισιμότητας που είχαν τα έγγραφα αυτά για τον προσφεύγοντα, ο οποίος παρελείφθη επί σειρά ετών από προαγωγές, αλλά και της αντιδικίας του με τους διευθυντές της τράπεζας, η τράπεζα υπέχει ευθύνη, διότι με ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων της δεν ικανοποίησε τελικώς το δικαίωμα πρόσβασής του, κατά παράβαση του άρθρου 12 του ν. 2472/1997. Περαιτέρω, με την ίδια ως άνω απόφαση κρίθηκε ότι η τράπεζα δεν απέδειξε ότι είχε λάβει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και τη προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη επεξεργασία, δεδομένου ότι το άρθρο 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997 θεσπίζει αυξημένη υποχρέωση επιμέλειας από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ακόμα και για τυχαία απώλεια. Κατόπιν τούτων, με την ανωτέρω 61/2005 απόφαση της Αρχής επιβλήθηκε στην αιτούσα τράπεζα πρόστιμο 60.000 ευρώ για παράβαση των άρθρων 10 παρ. 3 και 12 παρ.1 του ν. 2472/1997, αφού ελήφθη υπόψη η βαρύτητα της πράξης που αποδείχθηκε και της προσβολής που επήλθε από αυτή στον υπάλληλο, αφού τα επίδικα έγγραφα ήταν ιδιαίτερα κρίσιμα για την υπηρεσιακή του εξέλιξη. Ακολούθως, ο εν λόγω υπάλληλος, στις 23.9.2005, με δύο αιτήσεις του άσκησε και πάλι το δικαίωμα πρόσβασης και ζήτησε αντίγραφα των πρακτικών του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας, με τα οποία αποφασίσθηκε η παράλειψή του από τις προαγωγές των ετών 2000, 2001, 2002 2003 και 2004 και, περαιτέρω, επικυρωμένα αντίγραφα όλων των εγγράφων που τηρούνται στα αρχεία της τράπεζας με ιδιαίτερη μνεία στο δελτίο αξιολόγησης του έτους 2004. Κατόπιν επιστολής (στις 4.11.2005) εκ μέρους της τράπεζας και της από 14.11.2005 εξώδικης δήλωσης του υπαλλήλου, στις 18.11.2005 τού παραδόθηκε πίνακας 230 εγγράφων, στον οποίο, κατά την άποψη της Τράπεζας, εκ παραδρομής δεν περιελήφθησαν 3 έγγραφα, τα οποία και απεστάλησαν στις 24.11.2005 μαζί με την αίτηση συμμετοχής του προσωπικού σε εκπαιδευτικά προγράμματα, την οποία ο υπάλληλος είχε κατ'επανάληψη ζητήσει. Ακολούθως, η ανωτέρω 61/2005 απόφαση της Αρχής ανακλήθηκε (λόγω κακής σύνθεσης της Αρχής, κατ’επίκληση νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας), κατόπιν τούτου δε, η Αρχή, επιληφθείσα εκ νέου της υποθέσεως, εκάλεσε τόσο τον υπάλληλο, όσο και τον υπεύθυνο επεξεργασίας, σε νέα ακρόαση. Τελικώς, η Αρχή, με την προσβαλλόμενη απόφαση 170/2014 επέβαλε στην αιτούσα τράπεζα πρόστιμο ύψους 50.000 ευρώ, επιμεριζόμενο σε 10.000 ευρώ για την παράβαση του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997 και σε 40.000 ευρώ για την παράβαση του άρθρου 12 του νόμου αυτού, με την εξής αιτιολογία: «...Η τράπεζα, μετά την πάροδο του 15νθήμερου, καθυστερημένα τον Φεβρουάριο του 2005, ικανοποίησε εν μέρει το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος, το οποίο ικανοποίησε κατά τρόπο πληρέστερο μετά την εκ νέου αίτησή του τον Σεπτέμβριο του 2005 και ενώ είχε προηγηθεί η επιβαλούσα το πρόστιμο απόφαση της Αρχής. Όμως, όπως δεν αμφισβητείται, δεν παρεδόθησαν στον προσφεύγοντα τα δελτία αξιολογήσεως των ετών 2000 και 2001 και αμφισβητείται από τον προσφεύγοντα η ακρίβεια και πληρότητα του δελτίου αξιολογήσεως 29.8.2002-29.8.2003. Από την τράπεζα δεν αμφισβητείται η ετήσια κατάρτιση δελτίων αξιολογήσεως, όπως ορίζεται στον Κανονισμό, αλλά αποδίδεται η μη ανεύρεσή τους σε τυχαία απώλεια λόγω της αναστατώσεως των φακέλων που προήλθε από την συγχώνευση των τραπεζών ... . Συνεπώς, συντρέχει περίπτωση επιβολής προστίμου λόγω καθυστέρησης ικανοποίησης του δικαιώματος πρόσβασης και τυχαίας απώλειας στοιχείων του φακέλου, τα οποία, όπως δεν αμφισβητείται, καταρτίζονται κάθε χρόνο και έχουν επιπτώσεις στη σταδιοδρομία του υπαλλήλου». 6. Επειδή, από το ιστορικό που έχει εκτεθεί ανωτέρω στην τρίτη σκέψη και, ιδίως, τα διαλαμβανόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι η τράπεζα ικανοποίησε τελικώς, πλην εν μέρει και με μεγάλη καθυστέρηση (και αφού είχε προηγουμένως χωρήσει η αρχική απόφαση 61/2005 περί επιβολής σε βάρος της προστίμου) το κατά το άρθρο 12 του ν. 2472/1997 δικαίωμα πρόσβασης του υπαλλήλου στα κρίσιμα για την υπηρεσιακή εξέλιξή του στοιχεία του φακέλου του, καθ'όσον, όπως προεκτέθηκε, και δεν αμφισβητείται από την αιτούσα, από το τηρούμενο στην τράπεζα αρχείο είχαν απολεσθεί συγκεκριμένα δελτία αξιολογήσεως του υπαλλήλου, τα οποία η τράπεζα έχει κατά τον κανονισμό της υποχρέωση να καταρτίζει ετησίως. Η απώλεια δε αυτή των επίμαχων εγγράφων οφείλεται, κατά τα προεκτεθέντα, στην πλημμελή εκ μέρους της τράπεζας φύλαξη του αρχείου της, κατά παράβαση της κατά το άρθρο 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997 υποχρέωσης που υπέχει για τη λήψη των κατάλληλων οργανωτικών και τεχνικών μέτρων για την ασφάλεια και προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τυχαία, μεταξύ άλλων, απώλεια ή καταστροφή. Δεν υποχρεούτο δε η Αρχή να προσδιορίσει ειδικότερα ποια θα ήταν τα ενδεδειγμένα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για τη διαφύλαξη και προστασία του αρχείου της τράπεζας από τυχαία απώλεια, αλλά απόκειται στην τράπεζα να επιλέξει και υιοθετήσει τα κατάλληλα προς τον σκοπό αυτό μέτρα. Ενόψει τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση, με το ανωτέρω παρατιθέμενο περιεχόμενο, αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς ως προς τη διαπίστωση ότι εχώρησε παράβαση των προαναφερθεισών διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 3 και 12 του ν. 2472/1997. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη: α/ διότι “δεν καθίσταται σαφές το νομικό έρεισμα αυτής (...), δεδομένου ότι γίνεται αόριστα αναφορά σε όλες τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2472/1997, παράλληλα δε ουδόλως καθίσταται σαφές εάν έχει διαπιστωθεί η συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων (...), ούτε ποια επακριβώς είναι τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έχουν διαπιστωθεί και εκτιμηθεί (...)”, β/ διότι η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ικανοποιήθηκε το δικαίωμα πρόσβασης του υπαλλήλου εν μέρει και μεταγενέστερα κατά τρόπο πληρέστερο, είναι αντιφατική με την παραδοχή περί τυχαίας απώλειας στοιχείων του φακέλου, και γ/ διότι η Αρχή δεν αναφέρει ποια είναι τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων, τα οποία παρέλειψε να λάβει η τράπεζα. 7. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και ως προς την επιμέτρηση του προστίμου, δεδομένου ότι η Αρχή έλαβε υπ'όψιν, κατά τα ιστορηθέντα, όλα τα στοιχεία του φακέλου και, ιδίως, τη βαρύτητα της παράβασης (βλ. ΣτΕ 95/2003, 4158/2000), που συνίσταται, όπως προεκτέθηκε, στην καθυστερημένη και ελλιπή ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης, καθώς και στην μη τήρηση εκ μέρους της αιτούσας των κατάλληλων μέτρων ασφαλείας και προστασίας των προσωπικών δεδομένων, με συνέπεια την απώλεια ορισμένων κρίσιμων εγγράφων για την υπηρεσιακή σταδιοδρομία του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, χωρίς να επιβάλλεται από τον νόμο, ως τυπικό στοιχείο του κύρους της πράξης επιβολής της κύρωσης, η περαιτέρω εξειδίκευση της βαρύτητας της παράβασης (βλ. ΣτΕ 150/2017). Περαιτέρω, υπό τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, η έστω και “τυχαία απώλεια” (υπό την έννοια της μη ηθελημένης εξαφάνισης) των στοιχείων του υπηρεσιακού φακέλου του υπαλλήλου, οφειλόμενη, κατά τους ισχυρισμούς της τράπεζας, σε αναστάτωση “των φακέλων που προήλθε από την συγχώνευση των τραπεζών ...”, στοιχειοθετεί υπαίτια συμπεριφορά της τράπεζας, συνιστάμενη στην πλημμελή τήρηση του αρχείου της, κατά παράβαση του κατά το άρθρο 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997 καθήκοντος για τη λήψη των κατάλληλων οργανωτικών μέτρων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εξ άλλου, όπως προεκτέθηκε, από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει σαφώς ότι ελήφθη υπόψη και συνεκτιμήθηκε το γεγονός ότι υπήρξε εκ μέρους της τράπεζας εν μέρει ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης του υπαλλήλου στα επίμαχα έγγραφα, ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι τα έγγραφα αυτά του χορηγήθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση και αφού είχε χωρήσει, με την απόφαση 61/2005, η επιβολή προστίμου σε βάρος της αιτούσας. Τέλος, λαμβανομένου υπόψη ότι, ανεξαρτήτως του ότι για τη στοιχειοθέτηση της παράβασης δεν απαιτείται η επέλευση βλάβης του υποκειμένου των δεδομένων (βλ. Ολ. ΣτΕ 1622/2012, 150/2017), πάντως, εν προκειμένω με την προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη υπόψη και η προσβολή που επήλθε στον υπάλληλο από τις ενέργειες και παραλείψεις των οργάνων της τράπεζας, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, τα ανωτέρω έγγραφα ήταν κρίσιμα για την υπηρεσιακή εξέλιξη του υπαλλήλου, ο οποίος παρελείπετο επί πενταετία από τις προαγωγές και ευρίσκετο εξ αυτού του λόγου σε δικαστική αντιδικία με τους διευθυντές της τράπεζας. Συνεπώς, το επιβληθέν πρόστιμο, το οποίο, σημειωτέον, κατά τα προεκτεθέντα, επιβλήθηκε συνολικώς, δηλαδή ως άθροισμα δύο αυτοτελών προστίμων, ευρίσκεται μέσα στα νόμιμα όρια και μάλιστα εγγύτερα προς το κατώτερο όριο, σύμφωνα με την ανωτέρω παρατεθείσα διάταξη του άρθρου 21 του ν. 2472/1997. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι το ύψος του προστίμου κείται εκτός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής και είναι δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον εν προκειμένω έπρεπε να ληφθεί υπ'όψιν ότι δεν απεδείχθη υπαιτιότητα της τράπεζας, ότι ουσιαστικώς η τράπεζα ικανοποίησε τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο κατά το μεγαλύτερο μέρος, ότι επέδειξε καλόπιστη συμπεριφορά και ενδιαφέρον για την υπόθεση, καθώς και ότι ουδεμία ζημία υπέστη ο εν λόγω από την συμπεριφορά της τράπεζας. 8. Επειδή, κατόπιν τούτων, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Δ ι ά  τ α ύ τ α Απορρίπτει την αίτηση. Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου. Επιβάλλει στην αιτούσα τη δικαστική δαπάνη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2017 Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας Ε. Αντωνόπουλος Μ. Τσαπαρδώνη και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 20ης Ιουνίου 2017. 

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

Παραβίαση προσωπικών δεδομένων η κλοπή αρχείων από το κινητό τηλέφωνο




Προσωπικά δεδομένα, και δη παραβίαση προσωπικών δεδομένων. Ποινική ευθύνη. Στοιχεία του εγκλήματος. Ευαίσθητα δεδομένα και έννοια αυτών. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και αυτά που αφορούν στην ερωτική ζωή του ατόμου. Αρχείο και έννοια αυτού. Αρχείο προσωπικών δεδομένων αποτελεί και το σύγχρονο "έξυπνο" τηλέφωνο, το οποίο διαθέτει λογισμικό πρόγραμμα στο οποίο καταχωρίζονται βίντεο, μηνύματα κλπ. Πραγματικά περιστατικά. Αθωωτική απόφαση για το ως άνω έγκλημα και δη για τις πράξεις της γνώσης και ανακοίνωσης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της ερωτικής ζωής της εγκαλούσας, οι οποίες τελέστηκαν διά της κλοπής βίντεο από το κινητό της εγκαλούσας και εν συνεχεία αντιγραφής του στον Η/Υ του πρώτου κατηγορουμένου και ανακοίνωση και διάδοση με αντιγραφή στο κινητό τηλέφωνο του έτερου κατηγορουμένου. Αθώωση με την αιτιολογία ότι τα καταχωρισμένα στο κινητό δεν αποτελούν αρχείο προσωπικών δεδομένων. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση Εισαγγελέως κατά της αθωωτικής αποφάσεως. Λόγοι. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία. Εσφαλμένα το Δικαστήριο δέχτηκε ότι το βίντεο αυτό δεν αποτελούσε αρχείο. Αναιρεί την υπ'αριθ. 237/2015 απόφαση του Τριμ. Εφ. Καλαμάτας. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για δύο από τις τρεις πράξεις. Παραπέμπει για την μη παραγραφείσα πράξη.
  
Αριθμός 474/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Δημήτριο Χονδρογιάννη, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεώργιου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ’αριθμ. 237/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Με κατηγορούμενους τους: 1. Χ. Η. του Ι., κάτοικο ..., ο οποίος δεν παρέστη. 2. Β. Γ. του Κ., κάτοικο ..., ο οποίος δεν παρέστη. 3. Μ. Κ. του Χ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ... και πολιτικώς ενάγουσα την: Π. Λ. του Ι., κάτοικο ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της...
Το Τριμελές Εφετείο Καλαμάτας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’αυτή, και η αναιρεσείουσα Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία ../30-11-2015 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεώργιου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1268/2015.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση αίτηση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως της υπ’αριθμ. 237/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Καλαμάτας, με την οποία οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν για τις πράξεις της κατ’εξακολούθηση παραβιάσεως αρχείου προσωπικών δεδομένων (άρθρα 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98 παρ. 1 του Π.Κ., 1, 2 και 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997), έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως (άρθρα 473 παρ. 1 και 3, 479 εδ. α, 483 παρ. 3, 504 παρ.1, 505 παρ. 2 εδ. α του Κ.Ποιν.Δ.). Επομένως, αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί κατ’ουσίαν, παρά την απουσία των κατηγορουμένων Χ. Η. του Ι. και Β. Γ. του Κ., οι οποίοι, όπως προκύπτει από τα (δύο 2) από 7-1-2016 αποδεικτικά επιδόσεως του Υπαρχ. Α. Π. του Α.Τ. ... κλήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστούν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά την ανωτέρω δικάσιμο (άρθρα 513 παρ. 1, 515 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ.), ο μεν Χ. Η. με επίδοση της υπ’αριθμ. …/17.12.2015 κλήσεως της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, στον σύνοικο ενήλικο πατέρα του Ι. Η., ο δε Β. Γ. με επίδοση της κλήσεως αυτής στον επίσης σύνοικο ενήλικο πατέρα του Κ. Γ. και συνεπώς ως εκ περισσού επεδόθη η κλήση και στους αντικλήτους δικηγόρους αυτών, όπως προκύπτει από τα από 7/1/2016 και 4/1/2016 αποδεικτικά επιδόσεως της Επιμελήτριας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Καλαμάτας Μ. Δ.
Κατά το άρθρο 1 του Ν. 2472/1997, "Προστασία ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" (όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του στο άρθρο 6 και την προσθήκη άρθρου 7Α με το άρθρο 8 του Ν. 2819/2000 και στα άρθρα 7, 7Α, 11, 19 με το άρθρο 34 του Ν. 2915/2001 περί των οποίων δεν πρόκειται εδώ, ως κατωτέρω θα εκτεθεί) αντικείμενο αυτού του νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του ίδιου νόμου, "Όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις". Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 στοιχ. α’ , β’ , γ’ , δ’ , ε’ και ι’ του ίδιου νόμου, για τους σκοπούς αυτού νοούνται ως: α) "Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα", κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων, β) "Ευαίσθητα δεδομένα", τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, και στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων (όπως η περ. αυτή β’ αντικ/θη με την παρ. 1 άρθρου 18 Ν. 3471/2006 και εν συνεχεία αντ/θη ως ανωτ. με την παρ. 3 αρθρ. 8 Ν. 3625/2007), γ) "Υποκείμενο των δεδομένων", το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("επεξεργασία"), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) "αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο"), σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας, και τα οποία τηρούνται είτε από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο, κατά δε τη διατύπωση της παρ. 2 του άρθρου 18 του Ν. 3471/2006, με την οποία αντικαταστάθηκε το εδάφιο αυτό, κατά την έννοια του νόμου νοείται ως "αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια" ... και ι) "αποδέκτης" το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 2472/1997, οι διατάξεις αυτού "εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο". Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 εδ. β’ του Ν. 3471/2006 "προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τροποποίηση του Ν. 2472/1997", "για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται στο πλαίσιο μη διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εφαρμόζεται ο Ν. 2472/1997, όπως ισχύει". Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι οι κυρώσεις που προβλέπονται στο Ν. 2472/1997, ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεών του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Με εξαίρεση δε τις περιπτώσεις του άρθρου 22 παρ. 5, η οποία ποινικοποιεί τις παραβάσεις συγκεκριμένων αποφάσεων της Αρχής προσωπικών δεδομένων, το κοινό συνδετικό γνώρισμα των ειδικών ποινικών προβλέψεων του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997 και εκείνο που προσδίδει βαρύτητα στις σχετικές πράξεις είναι η αναφορά τους στην τήρηση "αρχείων προσωπικών δεδομένων".
Συνεπώς, για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, απαιτείται: α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε "αρχείο", ως τέτοιο δε θεωρείται κατά τον προϊσχύσαντα ορισμό του άρθρου 2 περ. ε’ του Ν. 2472/1997, το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελούν αντικείμενο "επεξεργασίας" και τηρούνται κατά τα οριζόμενα στην πιο πάνω διάταξη ενώ υπό την νέα του μορφή ως άνω απαιτείται επιπλέον "διάρθρωση του συνόλου" και "το προσιτό των δεδομένων με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια", β) υποκείμενο των δεδομένων, δηλαδή το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, και γ) να πρόκειται για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτά ορίζονται με τις πιο πάνω διατάξεις. Έτσι, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997. Τούτο συνάγεται επίσης ευθέως και από τη διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 4, 5 και 6 του ως άνω νόμου, με τις οποίες απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επεμβάσεως σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποιήσεως του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως, όχι όμως και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, αφού στην περίπτωση αυτή δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα. Τέτοιο αρχείο προσωπικών δεδομένων κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων αποτελούν και τα σύγχρονα "έξυπνα" τηλέφωνα, τα οποία διαθέτουν λογισμικά προγράμματα και στα οποία ο κάτοχος και ιδιοκτήτης τους καταχωρεί σε ξεχωριστά μικρότερα αρχεία τα προσωπικά δεδομένα του που αναφέρονται στις επαφές του, στις φωτογραφίες του, στα βίντεό του (ταινίες του), στα μηνύματα (mails) κ.λ.π., τα οποία αρχεία είναι διαρθρωμένα σε φακέλλους και υποφακέλλους, όπως και στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, δηλαδή τα αρχεία του σύγχρονου κινητού τηλεφώνου αποτελούν διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια και τα οποία μπορούν να τύχουν επεξεργασίας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ’αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ’άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση υπ’αριθμ. 237/2015 και τα πρακτικά της, το δικάσαν κατ’έφεση Τριμελές Εφετείο Καλαμάτας, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, ότι: "Από την χωρίς όρκο κατάθεση της εξετασθείσας πολιτικώς ενάγουσας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο καθώς και από τις απολογίες των παρόντων κατ/νων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, (μετά την παράθεση νομικών σκέψεων, σχετικά με τα άρθρα 1, 2, 22 Ν. 2472/1997 και του τι συνιστά "αρχείο" με την παραπομπή σε νομολογία του ΑΠ ειδικότερα για τις φωτογραφίες και πότε συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα), στη συγκεκριμένη περίπτωση: Στους κατηγορουμένους είχε αποδοθεί ότι στην Καλαμάτα το χρονικό διάστημα, από τον 1° του 2008 μέχρι τον 4° του 2008 τέλεσαν τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από το Νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές. Ειδικότερα: Α) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο χωρίς δικαίωμα έλαβαν γνώση ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αφορούσαν στην ερωτική ζωή προσώπου, προσέτι, στον πιο πάνω τόπο προέβησαν σε ανακοίνωση προς μη δικαιούμενα πρόσωπα των δεδομένων αυτών, ήτοι πληροφοριών που αναφέρονται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή, χωρίς τη συγκατάθεση του τελευταίου. Ειδικότερα, στον πιο πάνω τόπο και χρόνο, τον Ιανουάριο του 2008, ο πρώτος κατηγορούμενος έκλεψε από το κινητό τηλέφωνο της εγκαλούσας Π. Λ. του Ι. και της Κ., ερωτικές της στιγμές, που είχε βιντεοσκοπήσει εκείνη με το κινητό της τηλέφωνο κατά τη διάρκεια ερωτικής της συνεύρεσης τον Νοέμβριο του 2007 στην οικία του με συμμαθητή της στο Λύκειο ..., τις οποίες πέρασε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του. Ακολούθως, ο πρώτος κατηγορούμενος, προέβη σε ανακοίνωση προς μη δικαιούμενα πρόσωπα των δεδομένων αυτών και ειδικότερα, στον πιο πάνω τόπο και χρόνο, διέδωσε τις ανωτέρω ερωτικές στιγμές της εγκαλούσας στον 3° κατηγορούμενο, ο οποίος τις αντέγραψε από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του 1ου κατηγορούμενου. Β) Ο 2ος κατηγορούμενος στον ανωτέρω τόπο και χρόνο χωρίς δικαίωμα έλαβε γνώση ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αφορούσαν στην ερωτική ζωή προσώπου, προσέτι, στον πιο πάνω τόπο, προέβηκε σε ανακοίνωση προς μη δικαιούμενα πρόσωπα των δεδομένων αυτών, ήτοι πληροφοριών που αναφέρονται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή, χωρίς τη συγκατάθεση του τελευταίου. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, μετέφερε στο κινητό του τηλέφωνο τις ερωτικές στιγμές της εγκαλούσας από το κινητό τηλέφωνο του 3ου κατηγορούμενου, για τις οποίες έλαβε γνώση, καθόσον τις παρακολούθησε, στη συνέχεια προέβη σε ανακοίνωση προς μη δικαιούμενα πρόσωπα των δεδομένων αυτών και ειδικότερα, στον πιο πάνω τόπο και χρόνο, 26-3-2008, διέδωσε τις ανωτέρω ερωτικές στιγμές της εγκαλούσας στον Γ. Κ., κάτοικο ..., με το να του δείξει τις εικόνες και ερωτικές σκηνές από το κινητό του. Γ) Ο 3ος κατηγορούμενος στον ανωτέρω τόπο και χρόνο χωρίς δικαίωμα έλαβε γνώση ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αφορούσαν στην ερωτική ζωή προσώπου, προσέτι, στον πιο πάνω τόπο, προέβη σε ανακοίνωση προς μη δικαιούμενα πρόσωπα των δεδομένων αυτών, ήτοι πληροφοριών που αναφέρονται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή, χωρίς τη συγκατάθεση του τελευταίου. Ειδικότερα, αντέγραψε στο κινητό του, από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του 1ου κατηγορούμενου τις ερωτικές στιγμές της εγκαλούσας με τον συμμαθητή της, για τις οποίες έλαβε γνώση, στη συνέχεια τις μετέφερε στο κινητό τηλέφωνο του 2ου κατηγορούμενου. Περαιτέρω η εγκαλούσα κατέθεσε μεταξύ άλλων κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, ότι το 2007 είχε βιντεοσκοπήσει μια ερωτική της σκηνή με τον σύντροφό της... Ο δε ΑΠ, όπως ήδη ελέχθη αναλυτικά πιο πάνω, έχει αποσαφηνίσει ότι οι φωτογραφίες που περιέχονται σε κάποιο αποθηκευτικό μέσο και δεν είναι ομαδοποιημένες και ταξινομημένες με συγκεκριμένα κριτήρια, όπως εν προκειμένω, δεν συνιστούν αρχείο. Επομένως, εφόσον δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 2 περ. ε του Ν. 2472/1997, οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι." Με το ως άνω αιτιολογικό (σκεπτικό), το Τριμελές Εφετείο Καλαμάτας, με την προσβαλλόμενη 237/2015 απόφασή του, κήρυξε αθώους τους κατηγορουμένους των αξιόποινων πράξεων του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997. Όμως, με αυτά που δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του το Τριμελές Εφετείο Καλαμάτας, δηλαδή ότι δεν αποτελούν αρχείο προσωπικών δεδομένων τα καταχωρημένα και αρχειοθετημένα σε κινητό τηλέφωνο βίντεο (ταινίες), εσφαλμένα ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 2 περ. ε του Ν. 2472/1997, αφού το βίντεο εντός του κινητού τηλεφώνου της εγκαλούσας σε συγκεκριμένο διαρθρωμένο φάκελλο, εντός της μνήμης αυτού, συνιστά αρχείο και όχι αταξινόμητο προσωπικό δεδομένο που απλά περιέχεται σε κάποιο αποθηκευτικό μέσο, και στη συνέχεια εσφαλμένα εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 του ίδιου νόμου. Επομένως, κατά παραδοχή ως βασίμου του μοναδικού λόγου της κρινόμενης αναιρέσεως της Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση.
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του Π.Κ., το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου περί πλημμελημάτων, είναι πέντε έτη, αρχομένη από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κυρία διαδικασία και ώσπου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν από τα τρία έτη για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β, 370 εδ. β’ , 511 εδ. α και γ’ του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά τη δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως ή την άσκηση της αναιρέσεως, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ’αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., ο οποίος κρίθηκε και βάσιμος, οφείλει να αναιρέσει την απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη (Ολ. ΑΠ 7/2005). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του Π.Κ. ως χρόνος τελέσεως της πράξεως θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και ιδίως της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Καλαμάτας, (που δίκασε σε δεύτερο βαθμό) οι πράξεις, για τις οποίες κατηγορούνται οι κατηγορούμενοι συνίστανται στο ότι: "Στην Καλαμάτα το χρονικό διάστημα, από τον 1° του 2008 μέχρι τον 4° του 2008 τέλεσαν τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από το Νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές. Έτσι, οι αξιόποινες πράξεις της γνώσης και ανακοίνωσης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων που αφορούσαν στην ερωτική ζωή της εγκαλούσας, οι οποίες φέρονται ότι τελέσθηκαν από τον πρώτο κατηγορούμενο Χ. Η. τον Ιανουάριο του έτους 2008, δηλαδή η κλοπή του σχετικού βίντεο από τα αρχεία του κινητού τηλεφώνου της εγκαλούσας, η αντιγραφή του στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του πρώτου κατηγορουμένου και η ανακοίνωση και διάδοση τούτων στον τρίτο κατηγορούμενο με αντιγραφή από τον ηλεκτρονικό του υπολογιστή στο κινητό τηλέφωνο του τελευταίου, που τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος (άρθρα 12, 98 του Π.Κ. και 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997), αφού από τον ανωτέρω χρόνο της τελέσεώς τους (Ιανουάριος 2008) μέχρι και την συζήτηση της αναιρέσεως (5-2-2016) παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της οκταετίας, έχουν υποπέσει σε παραγραφή και έχει εξαλειφθεί το αξιόποινό τους. Επίσης και οι μερικότερες αξιόποινες πράξεις της γνώσης των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων που αφορούσαν στην ερωτική ζωή της εγκαλούσας, οι οποίες φέρονται ότι τελέσθηκαν από τον τρίτο κατηγορούμενο Μ. Κ. τον Ιανουάριο του έτους 2008, δηλαδή η από μέρους του γνώση του κλαπέντος κατά τα ανωτέρω βίντεο από τα αρχεία του κινητού τηλεφώνου της εγκαλούσας και η αντιγραφή του από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του πρώτου κατηγορουμένου στο κινητό του τηλέφωνο, ως και η μεταφορά του στο κινητό τηλέφωνο του δευτέρου κατηγορουμένου Β. Γ., που τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος (άρθρα 12, 98 του Π.Κ. και 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997), αφού από τον ανωτέρω χρόνο της τελέσεώς τους (Ιανουάριος 2008) μέχρι και την συζήτηση της αναιρέσεως (5-2-2016) παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της οκταετίας έχουν υποπέσει σε παραγραφή και έχει εξαλειφθεί το αξιόποινό τους. Τέλος οι μερικότερες αξιόποινες πράξεις της γνώσης και μεταφοράς ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων που αφορούσαν στην ερωτική ζωή της εγκαλούσας, οι οποίες φέρονται ότι τελέσθηκαν από τον δεύτερο κατηγορούμενο Β. Γ. τον Ιανουάριο 2008 δηλαδή η από μέρους του γνώση του σχετικού βίντεο και η μεταφορά στο κινητό του τηλέφωνο από το κινητό τηλέφωνο του τρίτου κατηγορουμένου, που τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος κατά τ’άνω, αφού από τον ανωτέρω χρόνο της τελέσεώς τους (Ιανουάριος 2008) μέχρι και τη συζήτηση της αναιρέσεως (5/2/2016) παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της οκταετίας έχουν υποπέσει σε παραγραφή. Κατά συνέπεια, αφού η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της ως παραδεκτού και βάσιμου, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά των ως άνω κατηγορουμένων για τις ανωτέρω πράξεις τους και κατά τα λοιπά, δηλαδή για την μη παραγραφείσα πράξη της 26/3/2008 του δευτέρου κατηγορουμένου Β. Γ. να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 237/9-6-2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Καλαμάτας.
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του πρώτου κατηγορουμένου Χ. Η. του Ι.... Παύει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του τρίτου κατηγορουμένου Μ. Κ. του Χ.... Και
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά τα λοιπά, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτηθησόμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Φεβρουαρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.
 

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...