να πάρω προφυλάξεις
να βάλω το κασκόλ
να μην αναγνωρίζομαι από τα πνεύματα
Εναπόθεσα μία ελπίδα στο επόμενο βράδυ
την ίδια ώρα, δηκτικά οι δείκτες συναντήθηκαν
Πήγε 12 και το βράδυ βγαίνουν τα φαντάσματα
κι εσύ χαμένος στα παραπετάσματα
Ώθησα την μνήμη να προσεταιριστεί την επιθυμία
και έπλασα ένα γυάλινο όνειρο
Από τα κομμάτια σου έμπηξα βαθιά το πιο θορυβώδες
Έσχισα τη μέρα, σ' ένα διηνεκές σκοτάδι
Και αντελήφθην ότι αμάρτησα
Ήταν καταδικασμένη να μην διερμηνεύεται η νύχτα
Γιατί δεν ήταν φυσικό φαινόμενο το σκοτάδι σου