Λησμονώ
Λησμόνησα
Λησμονημένος
Αλάνθαστη η λήθη
των πεπραγμένων
αιωνόβιων στιγμών
των ακατέργαστων εραστών
να κατεργάζονται
περί έρωτος, και άλλων δαιμονίων
στην ξεχασμένη επίστρωση του φιλιού
σαν από απέναντι απ'ένα καταρράκτη
που καταράστηκε το απέναντι
να μη γίνει δάκρυ
παρά φιλί χωρισμένο από νερό λησμονημένο
δύο αθώων ψυχών
που συναντήθηκαν ενήλικες σε κόσμο αξέχαστο
σε επίγειο ουρανό, εχθρικό και αγέλαστο
μα δε λησμονώ το σ'αγαπώ να στερέψω από γέλωτα
μα τι να σου πω δαιμονισμένος, ξανά, από έρωτα