Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άρειος πάγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άρειος πάγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 21 Ιουνίου 2025

Οι προϋποθέσεις για την αξιολόγηση των τυχαίων ευρημάτων κατόπιν άρσης του απορρήτου των συνομιλιών

 

 


582/2021 ΑΠ (ΠΟΙΝ) (ΣΥΜΒ)
  
Απαγόρευση αποδεικτικής αξιοποίησης «τυχαίων ευρημάτων» από την άρση απορρήτου των επικοινωνιών σε άλλη ποινική δίκη. Πρέπει οι δύο διαδικασίες, ήτοι αυτή κατά την οποία αποκτήθηκε νομίμως το αποδεικτικό μέσο και εκείνη στην οποία αξιοποιείται να είναι διακριτές, ήδη, κατά την άσκηση ποινικής δίωξης ή κατά την παραγγελία της προκαταρκτικής εξέτασης. Άρση του απορρήτου για τη διερεύνηση των πράξεων της εγκληματικής οργάνωσης, της δωροληψίας υπαλλήλου και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Τυχαία ευρήματα που αφορούσαν το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος. Εσφαλμένα το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έκρινε ως επιτρεπτή τη χρήση τους για το σχηματισμό νέας δικογραφίας για το τελευταίο αδίκημα. Η πρόβλεψη περί άρσης του αδίκου σε περίπτωση καταστάσεως ανάγκης δεν εφαρμόζεται επί παραβίασης διατάξεων δικονομικού δικαίου από τους εφαρμοστές του, με σκοπό να κριθούν σύννομες δικονομικές ενέργειες που έγιναν καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας τους και κατόπιν εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου. Η αρχή της αναλογικότητας δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής όταν δεν συμβιβάζεται με την συνταγματική απαίτηση της ασφάλειας και σταθερότητας των ποινικών ορισμών, που αποσκοπεί στην προστασία του πολίτη από τη δικαστική αυθαιρεσία.
Αναιρεί εν μέρει την 640/2020 ΠΛΗΜΜ ΠΕΙΡ (ΣΥΜΒ).

Αριθμός 582/2021

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε` Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βασδέκη και Μαρία Λεπενιώτη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ζαχαρία Κοκκινάκη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Απριλίου 2021, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, για αναίρεση του υπ` αριθμ. 640/2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Με κατηγορούμενους τους 1. ..... του ...., 2. ..... του ....., 3. ..... του ....., 4. ....... του ......, 5. ... του ...., 6. ..... του ...., 7. ...... του ...... και 8. ....... του .......

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτό, και η αναιρεσείουσα Εισαγγελέας, ζητάει την αναίρεση αυτού για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ` αριθ. ..../18.2.2021 αίτησή της, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό .../2021.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ζαχαρίας Κοκκινάκης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μαρίας Μαλλούχου, με αριθμό πρωτ. ..../25.2.2021 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

"Εισάγω στο Δικαστήριο Σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 εδ. α` Κ.Π.Δ., την υπ`αριθμ...../18-2-2021 αναίρεση κατά του υπ`αριθμ. 640/20 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιώς και εκθέτω τα ακόλουθα:

Η ανωτέρω αναίρεση ασκήθηκε σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και για τους διαλαμβανομένους σ` αυτή νόμιμους και βάσιμους λόγους, στους οποίους και αύθις αναφέρομαι. Επομένως η ως άνω αναίρεση πρέπει να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο αυτό συμβούλιο με άλλη σύνθεση, αφού αυτό είναι δυνατό."

Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου" Μαρία Μαλλούχου.

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 306, 479, 480, 483 παρ. 3εδ α και β, το οποίο ( εδ. β ) προσετέθη με την παρ. 44 του άρθρου 7 του Ν.4637/2019 , 484 παρ. 1 και 485 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΚΠοινΔ (βλ. άρθρ. 585 Ν.4620/2019 ) προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, παραπεμπτικού ή απαλλακτικού, για όλους τους λόγους αναίρεσης που αναφέρονται στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠοινΔ, με σχετική δήλωση στον Γραμματέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία του ενός μηνός που ορίζεται από το άρθρο 480, η οποία προθεσμία για την αίτηση αναίρεσης κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών αρχίζει από την λήξη της προθεσμίας έφεσης του Εισαγγελέα Εφετών, η οποία είναι επίσης προθεσμία ενός μηνός και αρχίζει από την έκδοση του βουλεύματος. Μετά την προθεσμία αυτή ο ίδιος ο Εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει αναίρεση του βουλεύματος υπέρ του νόμου και για οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων που αφορούν την προδικασία χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων (άρθρ. 483 παρ. 3 εδ. τελ. ΚΠοινΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη από 18/2/2021 και με αριθμό έκθεσης .../2021 αίτηση αναίρεσης που άσκησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, στρέφεται κατά του με αριθμό 640/14-10-2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το οποίο το ως άνω δικαστικό συμβούλιο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσία τις κατατεθείσες στις 30/9/2020 από 28 / 9 / 2020 και 29 / 9 / 2020 αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας πράξεων της προδικασίας επί της ΑΒΜ .../.... δικογραφίας, των: 1) .... του ...., κατοίκου ..., οδός ..., 2) .... του ....., , 3) ....του ....., 4) ......του ...., , 5) .... του ....., 6) ... του ....., 7) .... του ..... και 8) ..... του ...., κατοίκων ..., οδός ..., οι οποίοι με το υπ`αριθμ. ..../2020 κλητήριο θέσπισμα που τους επιδόθηκε στις 15/10/20 και στις 19/10/20 στον πρώτο, στις 16/10/20 στους δεύτερο, τρίτο , έκτο και στις 16/10/20 στους λοιπούς εξ αυτών, παραπέμφθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς για να δικαστούν ως υπαίτιοι παράβασης καθήκοντος από κοινού, που φέρεται ότι τέλεσαν στον Κορυδαλλό στις 30/10/2015.

Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός ενός μηνός από την λήξη της προθεσμίας έφεσης του Εισαγγελέα Εφετών, σύμφωνα και με τις υπ`αριθμ. 4899/6-11-20, 5255/28-11-20, 5350/7-12-20 , 5486/12-12-20 89/6-1-21 και 9147/10-2-21 Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις ,με τις οποίες, στο πλαίσιο λήψης προληπτικών μέτρων για την διασφάλιση της δημόσιας υγείας έναντι του COVID 19, ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες για την διενέργεια διαδικαστικών πράξεων ενώπιον των δικαστηρίων και των εισαγγελιών. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι λόγοι αυτής. 

Στο άρθρο 4 του Νόμου 2225/1994, ορίζεται: "1. Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από:

α) τα άρθρα 134, 135 παράγραφοι 1, 2, 135Α, 137Α, 137Β, 138, 139, 140, 143, 144, 146, 148 παρ. 2, 150, 151, 157 παρ. 1, 159, 159Α, 168 παρ. 1, 187 παράγραφοι 1, 2, 187Α παράγραφοι 1 και 4, 207, 208 παρ. 1, 235 παρ. 2, 236 παρ. 2, 237 παράγραφοι 2 και 3β`, 264 περιπτώσεις β` και γ`, 270, 272, 275 περίπτωση β`, 291 παρ. 1 περιπτώσεις β` και γ`, 292Α παρ. 4 εδάφιο β` και παρ. 5, 299, 322, 323A παράγραφοι 1, 2, 4, 5 και 6, 324 παράγραφοι 2 και 3, 336 σε βάρος ανηλίκου, 338 παρ. 1 σε βάρος ανηλίκου, 339 παράγραφοι 1 περιπτώσεις α` και β`, 342 παράγραφοι 1 και 2, 348Α παρ. 4, 348Γ παρ. 1 περιπτώσεις α` και β`, 349 παρ. 1 και 2, 351 παράγραφοι 1, 2, 4 και 5, 351Α παράγραφοι 1 περιπτώσεις α` και β` και 3, 370Α, 370Δ, 374, 380, 385 παρ. 1 περιπτώσεις α` και β` του Ποινικού Κώδικα, β) τα άρθρα 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 28, 29, 30, 46, 47, 59, 140 και 144 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, γ) το άρθρο 15 παρ. 1 του N. 2168/1993, δ) τα άρθρα 20, 22 και 23 του N. 4139/2013, ε) το άρθρο 157 παρ. 1γ του N. 2960/2001, στ) το άρθρο 3 περίπτωση ιε` του N. 3691/2008, σε συνδυασμό με το άρθρο δεύτερο του N. 2656/1998, ζ) το άρθρο 3 παρ. 2 του N. 2803/2000, η) το άρθρο 45 παρ. 1 περιπτώσεις α`, β` και γ` του N. 3691/2008, θ) το άρθρο 28 του N. 1650/1986.
Επίσης, επιτρέπεται η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των προπαρασκευαστικών πράξεων για το έγκλημα της παραχάραξης νομίσματος κατά το άρθρο 211 του Ποινικού Κώδικα, καθώς επίσης και για τα εγκλήματα των παραγράφων 1, 2, 3, 4 εδάφιο α` και 6 του άρθρου 292Α, του άρθρου 292Β, του άρθρου 292Γ, των παραγράφων 1 περίπτωση γ` και 4 του άρθρου 339, της παρ. 3 του άρθρου 342, του άρθρου 348, των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 348Α, του άρθρου 348Β, της παρ. 1 περιπτώσεις γ` και δ` του άρθρου 348Γ και της παρ. 1 περίπτωση γ` του άρθρου 351Α, των άρθρων 370Γ και 370Ε, του άρθρου 381Α, του άρθρου 381Β και του άρθρου 386Α του Ποινικού Κώδικα.
Επιπλέον, η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των εγκλημάτων που προβλέπονται από το άρθρο 11 του N. 3917/2011, το άρθρο 15 του N. 3471/2006 και το άρθρο 10 του N. 3115/2003".

"1α. Η άρση του απορρήτου είναι επίσης επιτρεπτή για τη διακρίβωση παραβάσεων των άρθρων 3 έως 7, 29 και 30 του ν. 3340/2005 (ΦΕΚ 112 Α`)." "1β. Επιτρέπεται, επίσης, η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από το ν. 3028/2002 "Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς" (ΦΕΚ 153 Α`), όπως ο νόμος αυτός εκάστοτε ισχύει." "1γ. Η άρση του απορρήτου είναι επίσης επιτρεπτή για τη διακρίβωση παραβάσεων του άρθρου 93α του ν. 4099/2012. (Α` 250)." "δ. Επιτρέπεται, επίσης, η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση της προσβολής που τελείται στο διαδίκτυο σε βαθμό κακουργήματος δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων που προβλέπονται στο ν. 2121/1993 (Α 25).".

2. Η άρση στις περιπτώσεις αυτές είναι επιτρεπτή μόνο αν αιτιολογημένα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο διαπιστώσει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν. 3. Η άρση στρέφεται μόνο κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων που έχουν σχέση με την υπόθεση που ερευνάται ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, προκύπτει ότι λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν ή προέρχονται από τον κατηγορούμενο ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοί του. 4. Η άρση του απορρήτου στις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου επιβάλλεται με διάταξη του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών στην καθ` ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η διακρίβωση του συγκεκριμένου εγκλήματος με το οποίο σχετίζεται η άρση. 5. Την αίτηση για την άρση υποβάλλει στο Συμβούλιο ο καθ` ύλη και κατά τόπο αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος εποπτεύει ή ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής, ο οποίος ενεργεί τακτική ανάκριση για τα πιο πάνω εγκλήματα. Το Συμβούλιο αποφασίζει μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου, με διάταξή του, στην οποία περιέχονται τα, κατά την παρ. 2 του άρθρου 5, στοιχεία. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1α και 1γ αυτού του άρθρου την άρση μπορεί να ζητήσει και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με απόφαση της Εκτελεστικής της Επιτροπής, η οποία υποβάλλεται στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών ή τον ανακριτή, οι οποίοι την υποβάλουν στο Συμβούλιο Εφετών. 6. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την άρση μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας που ενεργεί την προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής που ενεργεί την τακτική ανάκριση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής υποχρεούνται να εισαγάγουν το ζήτημα με σχετική αίτησή τους στο Συμβούλιο μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών. Η ισχύς της διάταξης του Εισαγγελέα ή του ανακριτή για την άρση παύει αυτοδικαίως με την λήξη της τριήμερης αυτής προθεσμίας ή, αν το ζήτημα εισαχθεί εμπροθέσμως, από την έκδοση της σχετικής διάταξης του Συμβουλίου. 7. Στις περιπτώσεις εγκλημάτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων την άρση του απορρήτου επιβάλλει, με απόφασή του, το δικαστικό συμβούλιο του καθ` ύλη και κατά τόπο αρμόδιου στρατιωτικού δικαστηρίου μετά από αίτηση του ασκούντος την ποινική δίωξη ή του ανακριτή που ενεργεί τακτική ανάκριση.

Περαιτέρω, στο άρθρο 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994, ορίζεται ότι: "10. Το περιεχόμενο της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, το οποίο έγινε γνωστό λόγω της άρσης του απορρήτου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό με αυτή στοιχείο απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, να χρησιμοποιηθεί και να ληφθεί υπόψη ως άμεση ή έμμεση απόδειξη σε άλλη ποινική, πολιτική, διοικητική και πειθαρχική δίκη και διοικητική διαδικασία, για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθορισθεί με τη διάταξη. Κατ` εξαίρεση η αρχή που εξέδωσε τη διάταξη μπορεί, κατά την αιτιολογημένη κρίση της, να επιτρέψει με νεώτερη διάταξή της, να χρησιμοποιηθούν και να ληφθούν υπόψη τα παραπάνω στοιχεία, αν χρησιμεύουν για τη διακρίβωση άλλου ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος από αυτά που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, καθώς και για υπεράσπιση κατηγορουμένου σε ποινική δίκη για πλημμέλημα ή κακούργημα".
Με τις διατάξεις αυτές ο νομοθέτης θέτοντας ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις για τη νόμιμη κτήση αποδεικτικών μέσων που ανάγονται στην σφαίρα του απορρήτου επικοινωνιών και θεσπίζοντας απαγορεύσεις αξιοποίησης νομίμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, προβαίνει σε στάθμιση ήδη σε νομοθετικό επίπεδο δύο συγκρουόμενων και δυσχερώς συμβιβάσιμων συμφερόντων στο πεδίο της ποινικής δίκης. Αφενός του δικαιώματος απορρήτου των επικοινωνιών του ατόμου, αφετέρου δε της αρχής της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας που συνιστά έναν από τους πυλώνες και βασικό ενδιάμεσο σκοπό της ποινικής δίκης, ως αναγκαίος όρος της πραγμάτωσης του δικαιώματος έννομης προστασίας των πολιτών και της αντίστοιχης υποχρέωσης του κράτους για αποτελεσματική λειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης. Εκκινώντας από την θέση ότι η αλήθεια δεν πρέπει να αναζητείται με οποιοδήποτε τίμημα, και δη με πλήρη κάμψη του δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας, αλλά και με δεδομένο ότι και η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας δεν πρέπει να υποχωρεί απολύτως έναντι του πιο πάνω ατομικού δικαιώματος (Ολ. Α.Π. 1/2001), αφού είναι δικαιοπολιτικά αυτονόητο, ότι το προστατευόμενο, με τις αποδεικτικές απαγορεύσεις, δικαίωμα δεν μπορεί να προβάλλει αξιώσεις υπεροχής σε όλες τις νοητές περιπτώσεις συγκρούσεων με την αντίρροπη, ομοίως, συνταγματικής περιωπής και άρα τυπικώς ισοδύναμη αρχή της αποτελεσματικής λειτουργίας της ποινικής δικαιοσύνης, ο νομοθέτης θέτει δια των αποδεικτικών απαγορεύσεων δικαιοπολιτικά επιβεβλημένους φραγμούς στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, με ταυτόχρονη, όμως, κάμψη και του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών κατά το μέτρο που επιτρέπεται η κτήση και χρήση αποδεικτικών μέσων που εμπίπτουν κατ` αρχήν στο πεδίο που καταλαμβάνει το δικαίωμα αυτό. Προς υλοποίηση της λεπτής αυτής στάθμισης, ο νομοθέτης θέσπισε με τις ως άνω παρατιθέμενες διατάξεις του Ν. 2225/94 κανόνες για τη νόμιμη κτήση αποδεικτικών μέσων που ανάγονται στην σφαίρα του απορρήτου επικοινωνιών και ταυτόχρονα αποδεικτικές απαγορεύσεις. Ειδικότερα, διά των ως άνω αναφερομένων διατάξεων ο νομοθέτης ρυθμίζει τις περιπτώσεις νόμιμης κτήσης και νόμιμης αξιοποίησης νομίμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, με κάμψη του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών και ταυτόχρονα, με τις ίδιες διατάξεις, υπό την αντίστροφη όψη τους, προβλέπονται αποδεικτικές απαγορεύσεις δύο ειδών. Απαγορεύσεις κτήσης και απαγορεύσεις αξιοποίησης ήδη κτηθέντων αποδεικτικών μέσων. Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 4 του Ν. 2225/94 προβλέπονται περιοριστικά οι προϋποθέσεις νόμιμης κτήσης αποδεικτικών μέσων που εμπίπτουν στο πεδίο του απορρήτου των επικοινωνιών. Εξ αντιδιαστολής, προκύπτει ότι η κτήση τέτοιων αποδεικτικών μέσων, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις που οι διατάξεις του άρθρου αυτού προβλέπουν, απαγορεύεται, και η κτήση τους κατά παράβαση αυτών τα καθιστά παράνομα αποδεικτικά μέσα. Στην περίπτωση, όμως, που το αποδεικτικό μέσο αποκτηθεί υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 4 Ν. 2225/1994, τότε αυτό έχει το χαρακτήρα του νομίμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου και μπορεί κατ` αρχήν ελεύθερα να αξιοποιηθεί σε κάθε ποινική διαδικασία, εκτός αν από το νόμο προβλέπεται κάποια ρητή απαγόρευση αξιοποίησής του. Εξάλλου, στο άρθρο 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994 προβλέπεται τέτοια ρητή απαγόρευση αξιοποίησης νομίμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου. Κρίσιμη είναι η οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω απαγόρευσης, καθώς για κάθε περίπτωση που εμπίπτει στη διάταξη αυτή απαγορεύεται η αξιοποίηση ενός αποδεικτικού μέσου παρά το γεγονός ότι αυτό αποκτήθηκε νομίμως, ενώ για κάθε περίπτωση που εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της συνεχίζει να ισχύει ο κανόνας ότι το νομίμως αποκτηθέν αποδεικτικό μέσο νομίμως αξιοποιείται ελεύθερα. Από τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994, στην οποίαν ορίζεται ότι: "Το περιεχόμενο της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, το οποίο έγινε γνωστό λόγω της άρσης του απορρήτου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό με αυτή στοιχείο απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, να χρησιμοποιηθεί και να ληφθεί υπόψη ως άμεση ή έμμεση απόδειξη σε άλλη ποινική, πολιτική, διοικητική και πειθαρχική δίκη και διοικητική διαδικασία για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθορισθεί με τη διάταξη. [...]" προκύπτει ότι η απαγόρευση αξιοποίησης θεμελιώνεται όταν συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) το αποδεικτικό μέσο πρόκειται να αξιοποιηθεί σε άλλη ποινική δίκη και β) το αποδεικτικό μέσο πρόκειται να αξιοποιηθεί για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθορισθεί με τη διάταξη. Ως άλλη ποινική δίκη νοείται στην ως άνω διάταξη η ποινική δίκη η οποία δεν ταυτίζεται με την δίκη στο πλαίσιο της οποίας αποκτήθηκε νομίμως το αποδεικτικό μέσο. Η ελληνική ποινική δίκη δε, και μάλιστα η stricto sensu ποινική δίκη αρχίζει με την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα. Ως εκ τούτου, η ποινική δίκη υφίσταται, και το εύρος του αντικειμένου της διαμορφώνεται ήδη κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης. Μάλιστα, υιοθετώντας μια διευρυμένη έννοια της ποινικής δίκης, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ποινική δίκη αρχίζει ήδη από την παραγγελία για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή από τη διενέργεια πράξεων της λεγομένης αστυνομικής προανάκρισης, ήτοι, ήδη, προ της ασκήσεως ποινικής δίωξης. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ακόμη και υπό την στενότερη θεώρηση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από την άσκηση της ποινικής δίωξης υφίσταται πια ποινική δίκη, η οποία ως δικονομικό μόρφωμα περιλαμβάνει όλα τα επιμέρους εγκλήματα του ιδίου ή περισσοτέρων προσώπων για τα οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη με την παραγγελία του Εισαγγελέα. Περαιτέρω, κατά το στάδιο της προδικασίας, αλλά και κατά το στάδιο της διαδικασίας στο ακροατήριο παρέχεται από το νόμο η δυνατότητα στα αρμόδια δικαστικά όργανα, να προβούν σε χωρισμό της υπόθεσης για λόγους που αφορούν στην ασφαλέστερη διάγνωση της αλήθειας ή την ταχύτερη εκδίκαση της υπόθεσης (άρθρο 130 παρ. 2 Κ.Π.Δ.). Στην περίπτωση δε που θεμελιώθηκε ποινική δίκη περιλαμβάνουσα περισσότερα εγκλήματα ενός ή περισσοτέρων κατηγορουμένων, με την άσκηση της ποινική δίωξης, ο μετέπειτα χωρισμός της υπόθεσης, είτε στο στάδιο της προδικασίας, είτε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, δεν αναιρεί τον ενιαίο χαρακτήρα της δίκης η οποία άρχισε ως τέτοια παρόλο που πλέον διασπάται σε περισσότερες διαδικαστικές εκφάνσεις, ενώ το αποδεικτικό υλικό που έχει συλλεγεί μέχρι τον χωρισμό της υπόθεσης αποτελεί ταυτόχρονα αποδεικτικό υλικό όλων των εν συνεχεία διακριτών δικογραφιών και όχι μόνον της πρώτης, αφού για τις χωρισθείσες δικογραφίες η μέχρι το χρονικό και διαδικαστικό αυτό σημείο διαδικασία παραμένει ενεργή, έγκυρη και τμήμα της διαδικαστικής τους πορείας, χωρίς να αποξενώνονται αναδρομικά από την μέχρι το σημείο αυτό διαδικασία και τα συλλεγέντα σε αυτήν αποδεικτικά μέσα. Για να πληρούται δηλαδή η προϋπόθεση του νόμου περί άλλης δίκης, πρέπει οι δύο διαδικασίες, ήτοι αυτή κατά την οποία αποκτήθηκε νομίμως το αποδεικτικό μέσο και εκείνη στην οποία αξιοποιείται να είναι διακριτές, ήδη, κατά την άσκηση ποινικής δίωξης ή κατά την παραγγελία της προκαταρκτικής εξέτασης κλπ, διότι διαφορετικά ιδρύεται μία ποινική δίκη η οποία διατηρεί το χαρακτήρα της ως τέτοια μέχρι το τέλος της, παρά τις όποιες διαδικαστικές διασπάσεις ήθελαν λάβουν χώρα κατά την εξέλιξή της. Ότι η έννοια της άλλης δίκης είναι αυτή που προεκτέθηκε, προκύπτει και από τον σκοπό του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε να αποκλείσει την αξιοποίηση ενός εντελώς τυχαίου ευρήματος σε υπόθεση που δεν έχει κανένα συνεκτικό δεσμό και δη διαδικαστικό με την αρχική υπόθεση, ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη τρώση του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών, και να αποφεύγονται φαινόμενα κατά τα οποία οι διωκτικές αρχές θα δημιουργούσαν μια δεξαμενή πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν σε οποιαδήποτε υπόθεση. Δεν θέλησε όμως ο νομοθέτης να αποκλείσει την χρήση των ήδη νομίμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων για τις περιπτώσεις εκείνες που αποκαλύφθηκαν ήδη στο πλαίσιο της αρχικής διαδικασίας για την οποία διατάχθηκε η άρση του απορρήτου, και μάλιστα όταν οι αξιόποινες συμπεριφορές που αποκαλύφθηκαν εκδηλώθηκαν στο πλαίσιο του ίδιου συνεκτικού ιστού βιοτικών εκδηλώσεων και συμβάντων παρουσιάζοντας έτσι φυσική συνεκτικότητα ως αντικοινωνικές και αξιόποινες συμπεριφορές συγκροτώντας ένα ενιαίο εγκληματικό φαινόμενο, ανεξαρτήτως της δικονομικής τους σχέσης ως συναφή εγκλήματα ή μη. Πάντως, ακόμα καθαρότερα είναι τα πράγματα όταν στο πλαίσιο των δικογραφιών που χωρίστηκαν υπάρχουν κοινοί κατηγορούμενοι, με αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση τα εγκλήματα που εντάσσονται στις δύο δικογραφίες και ακολουθούν από κάποιο σημείο και μετά διαφορετική διαδικαστική πορεία να εξακολουθούν να είναι συναφή, παρά τον χωρισμό της πορείας τους, για λόγους οικονομίας της δίκης. Η απαγόρευση αυτή του άρθρου 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994, ασφαλώς, δεν ισχύει στην περίπτωση, κατά την οποίαν στην ίδια ακριβώς υπόθεση, με την βοήθεια νόμιμων αποδεικτικών μέσων, πέραν των ήδη γνωστών εγκλημάτων, αποκαλύπτεται σταδιακά η τέλεση εκ μέρους των δραστών και άλλων πολλών, πάντοτε στο πλαίσιο της παράνομης δράσης της ίδιας εγκληματικής οργάνωσης. Η ως άνω ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994 ευθυγραμμίζεται πλήρως με τον σκοπό του νόμου για στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών αφενός και της αρχής αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας αφετέρου. Και τούτο διότι ο νομοθέτης με την συστηματική διάρθρωση των αποδεικτικών απαγορεύσεων στο Ν. 2225/1994, επιδεικνύει διάθεση διαβάθμισης της στάθμισης των ως άνω μεγεθών ανάλογα με τις περιστάσεις υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα η σύγκρουση των ως άνω συμφερόντων. Η προσαρμοσμένη αυτή στάθμιση υλοποιείται με την πρόβλεψη αυστηρότατων προϋποθέσεων τόσο εξ απόψεως ουσιαστικού δικαίου όσο και εξ απόψεως διαδικαστικής, προκειμένου να αναγορεύσει ως ανεκτή την αρχική τρώση του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών με την οριζόμενη ως νόμιμη κτήση του αποδεικτικού μέσου. Εν συνεχεία όμως, και εφόσον το δικαίωμα του ατόμου έχει ήδη δικαιολογημένα περιοριστεί συντρεχουσών των προϋποθέσεων του άρθρου 4 Ν. 2225/1994, δεν προβάλλει η ανάγκη διαφύλαξης του ως άνω δικαιώματος με την ίδια ένταση, και τούτο διότι αφενός αυτό έχει ήδη τρωθεί, με την κτήση του αποδεικτικού μέσου, αφετέρου διότι πλέον υπάρχει άμεση αντίληψη και όχι απλώς προσδοκία των αρχών για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο αποδεικνύει συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις, με αποτέλεσμα η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και η αρχή της νομιμότητας να διεκδικούν πολύ εντονότερα την εφαρμογή τους. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι δεν δημιουργούνται περισσότερες δίκες, ώστε μεταξύ τους να έχουν την σχέση άλλης δίκης, υπό την έννοια του νόμου, με την διαδικαστική-τεχνική διάσπαση μιας δικογραφίας σε περισσότερες, με την οποίαν υλοποιείται η διάταξη χωρισμού της υπόθεσης, η οποία λαμβάνει χώρα μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, για οποιονδήποτε λόγο και ιδίως, για λόγους που αφορούν στην ταχύτερη εκδίκαση της υπόθεσης ( ΑΠ 1518/2018 ) .
Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι "οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Με την νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η θεσπιζομένη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και "στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει", και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ` αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κλπ). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που όπως αναφέρθηκε απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκηση του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας.( Ολ. ΑΠ 9/2015 ) Κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, "δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος, για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε". Ανάλογου περιεχομένου είναι και η αντίστοιχη διάταξη του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019), ισχύοντος από 1-7-2019 (βλ. άρθ. 460 αυτού). Σύμφωνα με τη διατύπωση του προαναφερόμενου άρθρου απαιτείται στάθμιση μεταξύ της βλάβης που υπήρχε κίνδυνος να επέλθει και της βλάβης που προξενήθηκε, για να αποτραπεί αυτός ο κίνδυνος. Και μόνο τότε αποκλείεται το άδικο, όταν η στάθμιση αυτή οδηγεί στη διαπίστωση, ότι η βλάβη που προξενήθηκε ήταν όχι απλώς κατώτερη, αλλά σημαντικά κατώτερη από τη βλάβη που μ` αυτόν τον τρόπο εμποδίστηκε να επέλθει. Μόνο σ` αυτήν την περίπτωση αποκλείεται το άδικο. Αν η βλάβη που επάγεται στον άλλο είναι ανάλογη κατ` είδος και σπουδαιότητα προς αυτή που απειλήθηκε, τότε ο άδικος χαρακτήρας της πράξης παραμένει. Συγκεκριμένα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1 ΠΚ, για τον αποκλεισμό του άδικου χαρακτήρα της πράξης, απαιτείται να υπάρχει, εκτός άλλων, κίνδυνος παρών και αναπότρεπτος κατ` άλλο τρόπο, παρά μόνο με την προσβολή ξένου αγαθού. Αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας του κινδυνεύοντος αγαθού, χωρίς την προσβολή του ξένου αγαθού, δεν υφίσταται κατάσταση ανάγκης, είτε ως λόγος άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης, είτε ως λόγος άρσης του καταλογισμού. Επιπλέον, το προσβαλλόμενο με την πράξη ξένο έννομο αγαθό πρέπει να είναι μικρότερης κατ` είδος και σπουδαιότητα αξίας σε σχέση με το απειλούμενο (ΑΠ 659/20).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠοινΔ "αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 δ` ΚΠοινΔ (ΑΠ 171/2017, 277/2014). Κατά το άρθρο 174 παρ. 1 και 2 του ΚΠοινΔ, "1. Η απόλυτη ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας ακόμη και στον Άρειο Πάγο. Αν η απόλυτη ακυρότητα αναφέρεται σε πράξεις της προδικασίας μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως ή να προταθεί ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο. 2. Η σχετική ακυρότητα μπορεί να προταθεί από τον εισαγγελέα ή από τους διαδίκους που έχουν συμφέρον. Αν η σχετική ακυρότητα αναφέρεται σε πράξη της προδικασίας, πρέπει να προταθεί έως το τέλος της. Αν αναφέρεται σε πράξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, κύριας ή προπαρασκευαστικής, πρέπει να προταθεί ωσότου εκδοθεί για την κατηγορία οριστική απόφαση σε τελευταίο βαθμό". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, "1. Αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, κύριας και προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Αν κατά του βουλεύματος ή της απόφασης ασκήθηκε ένδικο μέσο η αρμοδιότητα για την κήρυξη της ακυρότητας ανήκει στο συμβούλιο ή στο δικαστήριο που αποφασίζει για το ένδικο μέσο ". Επίσης, στο άρθρο 322 παρ. 1 του εν λόγω Κώδικα ορίζεται, ότι "Ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου έχει δικαίωμα, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου, να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και, ειδικότερα, επί μεν παραπομπής με απευθείας κλήση μέχρι την πάροδο της προθεσμίας προσφυγής του άνω άρθρου 322 παρ. 1 ΚΠοινΔ, επί δε παραπομπής με βούλευμα, μέχρις ότου αυτό καταστεί αμετάκλητο, διαφορετικά καλύπτονται, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη αυτών είναι το δικαστικό συμβούλιο ( ΑΠ 1701/2019).

Εξάλλου σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 484 ΚΠοινΔ . Λόγοι για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι μόνο: α) η απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 αριθ. 1), β) η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε στο βούλευμα, γ) η παραβίαση του δεδικασμένου ή της εκκρεμοδικίας (άρθρο 57), δ) η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρο 139), ε) η παράνομη απόρριψη της έφεσης κατά του βουλεύματος ως απαράδεκτης (άρθρο 476) και στ) η υπέρβαση εξουσίας. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά τα άρθρα 307, 310 και 318 ή, τέλος, παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για τον οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη για την ποινική δίωξη αίτηση ή έγκληση (άρθρα 41 και 53) ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης (άρθρο 56) ή για το οποίο δεν έχει επιτραπεί ρητά η έκδοση (άρθρο 438) .

Στην προκειμένη περίπτωση στο σκεπτικό του προσβαλλομένου υπ`αριθμ. 640/2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με βάση το οποίο απέρριψε κατ`ουσία τις κατατεθείσες στις 30/9/2020 από 28/9/2020 και 29/9/2020 ως άνω αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας πράξεων της προδικασίας επί της ΑΒΜ .../.... δικογραφίας, αναφέρονται πλην άλλων και τα ακόλουθα: "Περαιτέρω στο πλαίσιο της ανωτέρω με ΑΒΜ .../..... ποινικής δικογραφίας που εκκρεμεί ενώπιον της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς, διαπιστώθηκε (από την τελευταία) ότι: "όπως προκύπτει από την σελίδα 34 της σχετικής Αναφοράς της ΕΥΠ, ο ..... επιτρέπει στον ......... κάθε είδους διασκέδαση με τους κρατουμένους, ακόμα και την είσοδο γυναικών στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού". Έτσι, με την αιτιολογία ότι η ανωτέρω αναφερόμενη εγκληματική δράση των ανωτέρω προσώπων δεν εντάσσεται στο πλαίσιο δράσης της υπό διερεύνηση από την Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς εγκληματικής οργάνωσης, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς (Επίκουρος Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς), διαβίβασε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς (κατόπιν της από 5-3-2020 σύμφωνης γνώμης της Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς) τα επέχοντα θέση ανακοίνωσης αξιόποινης πράξης κατ` άρθρο 38 ΚΠοινΔ/2019 με υπ` αριθμ. πρωτ. ..../9-3-2020 και ....-12-3-2020 έγγραφά του με συνημμένα τα σχετιζόμενα με τα ανωτέρω καταγγελλόμενα πραγματικά περιστατικά υπηρεσιακώς εξαχθέντα αντίγραφα από την με ΑΒΜ ...../..... ποινική δικογραφία λόγω τοπικής αρμοδιότητας της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ως εκ του τόπου τέλεσης προς εξακρίβωση της βασιμότητας των προαναφερθεισών καταγγελιών. Ειδικότερα, ως συνημμένα στα επέχοντα θέση ανακοίνωσης αξιόποινης πράξης με αριθμό πρωτοκόλλου ..../9-3-2020 και ...../12-3-2020 έγγραφα του Επίκουρου Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, διαβιβάσθηκαν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς αντίγραφα των σχετικών με τα προεκτεθέντα καταγγελλόμενα πραγματικά περιστατικά αποσπασμάτων της υπ` αριθμ. πρωί. .../9-12-2016 αναφοράς της ΕΥΠ και του υπ` αριθμ. ../.../.. πληροφοριακού Δελτίου της ΕΥΠ, όλων των διατάξεων κατ` άρθρα 3 και 5 του Ν. 2225/1994 του Εισαγγελέα της ΕΥΠ και των συναφών εγκρίσεων κατ` άρθρα 5§1 περ. β του Ν. 3649/2008 του αρμοδίου Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, των υπ` αριθμ. 31/2016, 11/2017 και 18/2017 προτάσεων κατ` άρθρα 4 και 5 του Ν. 2225/1994 της Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς, των υπ` αριθμ. 2116/2016, 380/2017 και 694/2017 βουλευμάτων του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με αφορμή τα με αριθμ. πρωτ. ..../9-3-2020 και .../12-3-2020 έγγραφα του Επίκουρου Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς σχηματίσθηκε η προκείμενη προκαταρκτική δικογραφία με ΑΒΜ: ..../.... Εν συνεχεία με τις από 6-5-2020, 14-7-2020 και 9-9-2020 παραγγελίες της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς, διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση προς εξακρίβωση της βασιμότητας των ανωτέρω καταγγελλομένων και συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων. Ειδικότερα παραγγέλθηκε προκαταρκτική εξέταση για την διερεύνηση των αδικημάτων της ενεργητικής και παθητικής δωροδοκίας για μη νόμιμες ενέργειες (κακουργήματα) καθώς και της παράβασης καθήκοντος (πλημμέλημα). Σε εκτέλεση των ανωτέρω παραγγελιών λήφθηκαν ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, συλλέχθηκαν έγγραφα ενώ τέλος, κατ` εφαρμογή των άρθρων 243, 244 §1 ΚΠονΔ/2019 οι ανευρεθέντες ύποπτοι κλήθηκαν προς παροχή ανωμοτί εξηγήσεων. Εμφανισθέντες οι εν λόγω ύποπτοι (ο 1ος εξ` αυτών ……… αυτοπροσώπως και οι λοιποί δια πληρεξουσίου δικηγόρου) ενώπιον των επιληφθέντων προανακριτικών υπαλλήλων της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας (Τμήμα Ερευνών και Δίωξης), αφού προηγουμένως τους γνωστοποιήθηκε η σε βάρος τους υπό διερεύνηση κατηγορία, έλαβαν προθεσμία καθώς και αντίγραφα της δικογραφίας. Εν συνεχεία, μετά τη λήξη της προθεσμίας, οι ανωτέρω ύποπτοι και τώρα αιτούντες εγχείρησαν υπομνήματα παροχής εξηγήσεων καθώς και τις προκείμενες αιτήσεις (με τα συνοδεύοντα αυτών υπομνήματα) για κήρυξη ακυρότητας της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης... Με τις υπό κρίση αιτήσεις (όμοιες κατά περιεχόμενο) οι αιτούντες - προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι κατά τη διάρκεια της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης στο πλαίσιο της με ΑΒΜ: ..../.... δικογραφίας για τα αδικήματα της παράβασης καθήκοντος κατ` εξακολούθηση (πλημμέλημα), ηθικής αυτουργίας στο εν λόγω αδίκημα κατ` εξακολούθηση: α) έχει εμφιλοχωρήσει απόλυτη ακυρότητα (171§1δ ΚΠοινΔ) καθόσον παραβιάστηκε το κατά το άρθρο 100 ΚΠοινΔ/2019 δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της προκείμενης δικογραφίας, επειδή δεν τους χορηγήθηκαν τα ακόλουθα έγγραφα: i) αντίγραφα των ψηφιακών δίσκων, στους οποίους είναι καταγεγραμμένες οι απομαγνητοφωνημένες τηλεφωνικές συνομιλίες με στοιχεία: "........... - 30-10-2015", ........ 1-11-2015", "...., 15-1-2016" και ".............., 3-3-2016" ii) αντίγραφα των εκθέσεων απομαγνητοφώνησης των εν λόγω τηλεφωνικών συνομιλιών, iii) αντίγραφα του βουλεύματος που διέταξε αρμοδίως την άρση του (τηλεφωνικού) απορρήτου για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο φέρονται ότι έλαβαν χώρα οι τηλεφωνικές συνομιλίες, οι οποίες αποτέλεσαν αφετηρία για την σε βάρος τους ποινική έρευνα, ήτοι 30-10-2015, 15-1-2016 και 3-3-2016, iv) αντίγραφο του βουλεύματος που επιτρέπει να χρησιμοποιηθεί το περιεχόμενο των με στοιχεία "...... - 30-10-2015", ......., 1- 11-2015", "........ 15-1-2016" και "........, 3-3-2016" τηλεφωνικών συνομιλιών προκειμένου να χρησιμοποιηθούν και να ληφθούν υπόψη για τη διακρίβωση άλλου εγκλήματος που αφορά άλλη υπόθεση και δη (μεταξύ άλλων) και για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος, ν) αντίγραφο της "αναφοράς της ΕΥΠ" το οποίο να συνιστά έκθεση κατ` άρθρο 148 και 153 ΚΠοινΔ." β) έχει εμφιλοχωρήσει απόλυτη ακυρότητα (171§1δ ΚΠοινΔ) λόγω μη νόμιμης αποδεικτικής αξιοποίησης κατ` άρθρο 177§2 ΚΠοινΔ των ανωτέρω με στοιχεία "....... - 30-10-2015", ......, 1-11-2015", "...., 15-1-2016" και "......, 3-3-2016" απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών, καθόσον κατά πρώτον το διερευνώμενο αδίκημα, το οποίο τυγχάνει πλημμέλημα, δεν εμπίπτει στα περιοριστικώς αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 4§1 Ν. 2225/1994 εγκλήματα, για τα οποία επιτρέπεται η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, κατά δεύτερον (διότι) τυγχάνει τυχαίο εύρημα υπό την έννοια του άρθρου 10§5 Ν. 2225/1994 και επομένως δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες στις προαναφερθείσες διατάξεις προϋποθέσεις νόμιμης αποδεικτικής αξιοποίησης των, αφού αφενός η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών έλαβε χώρα στο πλαίσιο έτερης με στοιχεία ΑΒΜ .../.....ποινικής (προκαταρκτικής) δικογραφίας που εκκρεμεί ενώπιον της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς ενώ παράλληλα δεν προκύπτει ότι έχει εκδοθεί προηγουμένως η αξιούμενη διάταξη της αίρουσας το απόρρητο Αρχής περί του επιτρεπτού της αποδεικτικής αξιοποίησής τους σε έτερη ποινική δίκη αφετέρου και σε κάθε περίπτωση δεν εμπίπτει στα περιοριστικώς απαριθμούμενα στη διάταξη του άρθρου 4§1 Ν. 2225/1994 εγκλήματα (πρόκειται για πλημμέλημα), για τα οποία επιτρέπεται η άρση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών και γ) έχει εμφιλοχωρήσει σχετική ακυρότητα κατά τα άρθρα 170, 172§1 ΚΠοιν/2019 καθόσον: i) τα εμπεριεχόμενα στη δικογραφία ως συνημμένα με αριθμούς πρωτοκόλλου ...../9-3-2020 και ..../12-3-2020 έγγραφα της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς επίμαχα αποσπάσματα των υπηρεσιακών σημειωμάτων της ΕΥΠ μολονότι σύμφωνα με τα άρθρα 5§5 Ν. 2225/1994 και 148 ΚΠοινΔ πρέπει να έχουν το χαρακτήρα έκθεσης, δεν φέρουν τον οριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 153 ΚΠοινΔ τύπο αλλά αντιθέτως πρόκειται για ανυπόγραφα χειρόγραφα σημειώματα (εν είδει γραπτών σημειώσεων), στα οποία δεν αποτυπώνεται το περιεχόμενο των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών αυτούσιο αλλά περιγραφικά με βάση τα όσα κατανόησε ο ενεργήσας την απομαγνητοφώνηση προανακριτικός υπάλληλος, τα στοιχεία ταυτότητας του οποίου δεν προκύπτουν και ii) το εμπεριεχόμενο στη δικογραφία ως συνημμένο στα με αριθμ. πρωτ. ..../9-3-2020 και ..../12-3-2020 έγγραφα της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς έγγραφο με τίτλο "Αναφορά ΕΥΠ" (διαβιβαστικό έγγραφο) τυγχάνει ανυπόγραφο και δεν φέρει εξώφυλλο, αριθμό πρωτοκόλλου ή οιοδήποτε άλλο διακριτικό εγγράφου γνώρισμα, με αποτέλεσμα να μην δύναται να ελεγχθεί ο εκδότης του, η πηγή προέλευσής του, η γνησιότητά του και η εγκυρότητά του. Ενόψει αυτών οι αιτούντες ζητούν την παραδοχή των αιτήσεών τους και ειδικότερα να κηρυχθεί άκυρη όλη η διεξαχθείσα διαδικασία της προκαταρκτικής εξέτασης και όλες οι προανακριτικές πράξεις που έχουν διενεργηθεί στο πλαίσιο αυτής.
{Σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της προκείμενης προκαταρκτικής δικογραφίας, μετά τη διαβίβασή της από την Εισαγγελία Διαφθοράς, δυνάμει των με αριθμό ../9-3-2020 και ...../12-3-2020 διαβιβαστικών της εγγράφων προς την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς, η αρμόδια Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με την με ημερομηνία 6/5/2020 παραγγελία της απευθυνόμενη προς την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας (Τμήμα Ερευνών και Δίωξης), παρήγγειλε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για το αδίκημα (πλημμέλημα) της παράβασης καθήκοντος κατ` εξακολούθηση (259, 98 ΠΚ) και για ηθική αυτουργία στην εν λόγω πράξη (46 §1, 98§1 ΠΚ). Εν συνεχεία η ως άνω Εισαγγελέας με την με ημερομηνία 14-7-2020 νέα (συμπληρωματική) παραγγελία της ζήτησε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης όχι μόνο για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος αλλά και για τα κακουργήματα της δωροληψίας και δωροδοκίας για ενέργειες που αντίκεινται στα καθήκοντα του υπαλλήλου κατ` εξακολούθηση. Τέλος με την με ημερομηνία 9-9-2020 νέα παραγγελία της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς προς την ως άνω υπηρεσία, παραγγέλθηκε συμπληρωματική (3η κατά σειρά) προκαταρκτική εξέταση για το αδίκημα (πλημμέλημα) της παράβασης καθήκοντος. Οι κατά τα ως άνω παραγγελίες για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αφορούν όλο το συμβάν σαν ιστορικό γεγονός (είσοδος του ..... στις φυλακές), αδιαφόρως του νομικού χαρακτηρισμού της πράξης, ήτοι 259 ΠΚ ή 235, 236§2 ΠΚ που ανήκει βεβαίως στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών εφόσον ασκηθεί ποινική δίωξη. Δηλαδή το αντικείμενο της προκαταρκτικής εξέτασης οριοθετείται από το βιοτικό συμβάν, idem factum όχι idem crimen, (ασχέτως της παράθεσης κατά το στάδιο αυτό των νομικών διατάξεων των άρθρων 259, 235§2, 236§2 ΠΚ, η οποία (ενν. παράθεση) επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 244§1 εδ. γ ΚΠοινΔ/2019 για λόγους πληρέστερης ενημέρωσης του υπόπτου και όχι εν είδει θεματικού προσδιορισμού του αντικειμένου της ποινικής δίκης, προσδιορισμός ο οποίος λαμβάνει χώρα μόνο από και δια της κίνησης της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα" ο δε τελευταίος δεν δεσμεύεται από την παράθεση των διατάξεων ή εν γένει από τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης που έδωσε κατά την παραγγελία για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης καθότι μια τέτοια ενέργεια, μη συνιστώσα κίνηση ποινικής δίωξης, είναι αρκετά πρώιμη. Πάντως από τα μέχρι τούδε προκύψαντα στοιχεία και εν γένει από την όλη εκτίμηση του υλικού της δικογραφίας, συνάγεται ότι το θεματικό αντικείμενο της παρούσας προκαταρκτικής εξέτασης αφορά το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος. Αναφορικά με το σκέλος των αιτήσεων που αφορά την παραβίαση του υπερασπιστικού τους δικαιώματος και δη για το ότι κατά παράβαση του κατά το άρθρο 100 ΚΠοινΔ/2019 δικαιώματός τους για πρόσβαση στο έγγραφο υλικό της δικογραφίας δεν χορηγήθηκαν στους αιτούντες τα προαναφερθέντα αντίγραφα των ψηφιακών δίσκων, των εκθέσεων απομαγνητοφώνησης, των βουλευμάτων που διέταξαν την άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων καθώς και των βουλευμάτων (εφόσον υπήρξαν) τα οποία επέτρεψαν τη χρησιμοποίησή τους, ως τυχαίων ευρημάτων στην παρούσα διαδικασία, οι υπό κρίση αιτήσεις θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Και τούτο διότι, όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχεία I μείζονα σκέψη του παρόντος βουλεύματος, εν προκειμένω, όπως άλλωστε συνομολογούν και οι ίδιοι οι αιτούντες στις κρινόμενες αιτήσεις και στα υπομνήματά τους, δεν πρόκειται για έγγραφα τα οποία υπήρχαν εντός της προκείμενης προκαταρκτικής δικογραφίας και τα οποία δεν χορηγήθηκαν από τους διενεργήσαντες την προκαταρκτική εξέταση, οπότε τότε μόνο υφίσταται παραβίαση του κατά το άρθρο 100 ΚΠοινΔ/2019 υπερασπιστικού τους δικαιώματος αλλά αντιθέτως για έγγραφα τα οποία υπάρχουν σε άλλη δικογραφία και συγκεκριμένα στην με στοιχεία ΑΒΜ ..../..... προκαταρκτική δικογραφία η οποία εκκρεμεί στην Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας και ιδίως από τις με ημερομηνία 24-9-2020 εκθέσεις εξέτασης χωρίς όρκο και εκθέσεις εμφάνισης πληρεξουσίου ή εξουσιοδοτημένου συνηγόρου - γνωστοποίηση της πράξης, οι προσελθόντες, ο μεν πρώτος των αιτούντων αυτοπροσώπως, οι δε λοιποί δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, ενώπιον των επιληφθέντων προανακριτικών υπαλλήλων, αφού τους γνωστοποιήθηκαν τα δικαιώματά τους, ζήτησαν και έλαβαν προθεσμία. Παράλληλα χορηγήθηκαν στους ανωτέρω και αντίγραφα της δικογραφίας. Στα δε έγγραφα (αντίγραφα) που τους χορηγήθηκαν δεν περιλαμβάνονται τα αντίγραφα των ψηφιακών δίσκων, στους οποίους φέρονται καταγεγραμμένες οι τηλεφωνικές συνομιλίες με στοιχεία "....... - 30-10-2015", ...1-11-2015", "...., 15-1- 2016" και "......, 3-3-2016" ούτε τα αντίγραφα των εκθέσεων απομαγνητοφώνησης των εν λόγω τηλεφωνικών συνομιλιών, ούτε ακόμη τα αντίγραφα του βουλεύματος που διέταξε αρμοδίως την άρση του (τηλεφωνικού) απορρήτου για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο φέρονται ότι έλαβαν χώρα οι τηλεφωνικές συνομιλίες, οι οποίες αποτέλεσαν αφετηρία για την σε βάρος τους ποινική έρευνα, ήτοι με ημερομηνίες 30-10-2015, 15-1- 2016 και 3-3-2016 αλλά ούτε και αντίγραφο του βουλεύματος που επιτρέπει να χρησιμοποιηθεί το περιεχόμενο των με στοιχεία "..... - 30- 10-2015", ......, 1-11-2015", "....., 15-1-2016" και "..........., 3-3-2016" τηλεφωνικών συνομιλιών προκειμένου να χρησιμοποιηθούν και να ληφθούν υπόψη για τη διακρίβωση άλλου εγκλήματος που αφορά άλλη υπόθεση σε άλλη δίκη. Τα έγγραφα αυτά, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, φέρονται ότι υπήρχαν σε άλλη δικογραφία. Τα δε υπόλοιπα έγγραφα, μεταξύ δε αυτών τα εμπεριεχόμενα στην προκείμενη δικογραφία ως συνημμένα με αριθμούς πρωτοκόλλου ..../9-3-2020 και .../12-3-2020 έγγραφα της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς επίμαχα αποσπάσματα των υπηρεσιακών σημειωμάτων της ΕΥΠ, το εμπεριεχόμενο στη δικογραφία ως συνημμένο στα με αριθμ. πρωτ. .../9-3-2020 και .../12-3-2020 έγγραφο της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς με τίτλο: "Αναφορά ΕΥΠ" (διαβιβαστικό έγγραφο), καθώς και οι ιδιόγραφες σημειώσεις του ανακριτικού υπαλλήλου ο οποίος αποδίδει περιληπτικά το νόημα των αναφερόμενων σε αυτές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, (πληροφοριακό δελτίο της ΕΥΠ) λήφθηκαν από τους αιτούντες - υπόπτους σε αντίγραφα όπως και τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας (ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις και λοιπά αποδεικτικά και διαδικαστικά έγγραφα). Επομένως ό,τι έγγραφο υπήρχε στην προκείμενη προκαταρκτική δικογραφία λήφθηκε από τους αιτούντες και άρα καμία παραβίαση του κατά το άρθρο 100 ΚΠοινΔ/2019 υπερασπιστικού δικαιώματος δεν έλαβε χώρα. Από εκεί και ύστερα το γεγονός ότι οι αιτούντες δεν έλαβαν τους προαναφερθέντες ψηφιακούς δίσκους καθώς και τις σχετικές εκθέσεις απομαγνητοφώνησης, όπως ακόμη και τα σχετικά βουλεύματα των αρμοδίων δικαστικών συμβουλίων για το λόγο ότι αυτά δεν υπήρχαν εντός της προκείμενης δικογραφίας αλλά σε προγενέστερη, τούτο δεν αφορά την, κατά τα ως άνω, παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης στο υλικό της παρούσας δικογραφίας. Το δε αίτημα των νυν προσφευγόντων για χορήγηση αυτών των εγγράφων (σε αντίγραφα) δεν συνυφαίνεται με το (κατά το άρθρο 100 ΚΠοινΔ/2019) δικαίωμα αλλά αποτελεί αποδεικτικής φύσης αίτημα. Η δε μη ικανοποίησή του από τον διευθύνοντα την προκαταρκτική εξέταση εισαγγελέα δίδει το δικαίωμα προσφυγής στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο (πλημμελειοδικών εν προκειμένω), (245§5 ΚΠοινΔ/2019). Επομένως το ρητώς διατυπωμένο στις υπό κρίσεις αιτήσεις αίτημα για χορήγηση (σε αντίγραφα) των προαναφερθέντων εγγράφων που υπάρχουν στην από έτους 2016 προκαταρκτική δικογραφία ενώπιον της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς (ψηφιακοί δίσκοι, εκθέσεις απομαγνητοφώνησης κτλ), εκτιμάται ως το κατά το άρθρο 244§5 ΚΠοινΔ/2019 αποδεικτικό αίτημα στρεφόμενο κατά της σιωπηρής άρνησης του εισαγγελέα που εποπτεύει την προκαταρκτική εξέταση να χορηγήσει (προσκομίσει) τα εν λόγω αντίγραφα από έτερη δικογραφία. Ωστόσο το εν λόγω αίτημα [εντασσόμενο στην κατά το άρθρο 244§5 ΚΠοινΔ/2019 επίλυση της αμφισβήτησης μεταξύ υπόπτου και εισαγγελέα (ως προς το οποίο η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιώς έχει τοποθετηθεί αρνητικά στην κατά τα ως άνω πρότασή της], θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Κατά πρώτον διότι για τα επίμαχα και ενδιαφέροντα για την παρούσα υπόθεση χρονικά διαστήματα η άρση του απορρήτου έχει διαταχθεί για λόγους εθνικής ασφάλειας (άρθρο 3, 5 Ν. 2225/1994) και ως εκ τούτου το αποδεικτικό υλικό της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να επισυναφθεί σε οποιαδήποτε (αρχική ή μεταγενέστερη) ποινική δικογραφία σύμφωνα με το άρθρο 5§9 Ν. 2225/1994, δοθέντος ότι, όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχ. II μείζονα σκέψη του παρόντος βουλεύματος, η άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας αποτελεί μια εξωποινική - διοικητική διαδικασία για την πρόληψη και όχι για την ποινική διερεύνηση του εγκλήματος και γι` αυτό άλλωστε δεν επιτρέπεται το υλικό των συνδιαλέξεων να αποτελέσει μέρος της ποινικής δικογραφίας (Τσόλιας σε Σ. Παύλου/Θ. Σάμιος, Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, 2η ενημέρωση Ιούνιος 2013, Απόρρητο ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τεύχος II, σελ. 22 αριθμ. 28, σελ. 23 αριθμ. 31). Αλλά ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι οι επίμαχες συνομιλίες είναι ενταγμένες στο πλαίσιο άρσης απορρήτου του άρθρου 4 (προς διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων) με το ενδεχόμενο επιχείρημα ότι η εξιχνίαση της προαναφερθείσας εγκληματικής οργάνωσης (κύκλωμα εκβιαστών), δεν αφορά την εθνική ασφάλεια και πάλι το εν λόγω αίτημα θα πρέπει να απορριφθεί καθόσον μολονότι, όπως οι ίδιοι οι αιτούντες συνομολογούν άλλωστε, η προκείμενη δικογραφία αφορά έτερη υπόθεση (έτερη υπό ευρεία έννοια ποινική δίκη) σε σχέση με την υπόθεση που εκκρεμεί στην Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς, θα πρέπει (ακόμη και όταν πρόκειται για άδεια χρησιμοποίησης των τυχαίων ευρημάτων σε άλλη δίκη προς υπεράσπιση του κατηγορουμένου για οποιοδήποτε κακούργημα ή πλημμέλημα, (όπως οι ίδιοι ζητούν με τις αιτήσεις τους), όπως ορίζει το άρθρο 5§10 Ν. 2225/1994, να προηγηθεί η έκδοση νεότερης διάταξης από την αρχή που εξέδωσε την αρχική διάταξη για άρση του απορρήτου με βάση την οποία θα επιτρέπεται η χρήση των ως άνω ευρημάτων σε άλλη δίκη. Υπό τα δεδομένα αυτά, χωρίς προηγούμενη έκδοση τέτοιου βουλεύματος από την εκδώσασα την αρχική διάταξη περί άρσης του απορρήτου αρχή, δεν δύναται το παρόν Συμβούλιο να διατάξει την προσκόμιση των εν λόγω εγγράφων (σε αντίγραφα), ικανοποιώντας τα αντίστοιχα αποδεικτικά αιτήματα των νυν αιτούντων. Σε κάθε περίπτωση οι αιτούντες και μόνο εφόσον ήθελε γίνει δεκτό ότι η προηγηθείσα διαδικασία άρσης του απορρήτου αφορούσε τη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων και όχι την εθνική ασφάλεια, έχουν την από, την ως άνω διάταξη, δυνατότητα να ζητήσουν από την αρμόδια αρχή που εξέδωσε τη διάταξη που επέτρεψε την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, να εκδοθεί νεότερη διάταξη η οποία να επιτρέπει τη λήψη, χρήση και αξιοποίηση των ως άνω τυχαίων ευρημάτων στην παρούσα διαδικασία, επικαλούμενοι μάλιστα το ότι επιθυμούν να τα χρησιμοποιήσουν για την υπεράσπισή τους (για οποιοδήποτε κακούργημα ή πλημμέλημα). Αναφορικά τώρα με το σκέλος των αιτήσεων που σχετίζεται με την κήρυξη απόλυτης ακυρότητας της προκείμενης προκαταρκτικής εξέτασης, λόγω παράνομης αξιοποίησης του περιεχομένου των τηλεφωνικών συνομιλιών σε προκαταρκτική διαδικασία που αφορά τη διερεύνηση του αδικήματος (πλημμελήματος) της παράβασης καθήκοντος (177§2 ΚΠοινΔ), λεκτέα τα ακόλουθα:

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η προκείμενη υπό στοιχεία ΑΒΜ: ..../.... προκαταρκτική δικογραφία σχηματίσθηκε κατόπιν των με υπ` αριθμ. πρωτ. .../9-3-2020 και ...../12-3-2020 διαβιβαστικών εγγράφων της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς (λόγω αναρμοδιότητας) με τα συνημμένα αντίγραφα, εξαχθέντα από την με στοιχεία ΑΒΜ ΕΔ ..../.... ποινική προκαταρκτική δικογραφία που εκκρεμεί ενώπιον της ανωτέρω εισαγγελίας για τη διερεύνηση άλλης υπόθεσης και συγκεκριμένα για τη διερεύνηση των πράξεων της εγκληματικής οργάνωσης, της δωροδοκίας υπαλλήλου κατ` εξακολούθηση και κατ` επάγγελμα, δωροληψίας υπαλλήλου κατ` εξακολούθηση και κατ` επάγγελμα, συνέργειας σε δωροληψία υπαλλήλου κατ` εξακολούθηση και κατ` επάγγελμα και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Στα συνημμένα αντίγραφα που απεστάλησαν από την Εισαγγελία Διαφθοράς περιλαμβάνονται η με αριθμό ..../9-12-2016 αναφορά της ΕΥΠ, το με αριθμό .../../... πληροφοριακό δελτίο της ΕΥΠ, όλες οι διατάξεις κατ` άρθρα 3 και 5 του Ν. 2225/1994 του Εισαγγελέα της ΕΥΠ καθώς και οι συναφείς εγκρίσεις κατά τα άρθρα 5§1 περ. β Ν. 3649/2008 του αρμοδίου Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, οι υπ` αριθμ. 31/2016, 11/2017, 18/2017 προτάσεις, κατ` άρθρο 4 και 5 Ν. 2225/1994, της Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς, τα με αριθμό 2116/2016, 380/2017 και 694/2017 βουλεύματα (κατ` άρθρα 4 και 5 του Ν. 2225/1994) του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το με αριθμ. πρωτ. .../22-3-2017 έγγραφο του Διοικητή της ΕΥΠ. Με αφορμή επομένως τα με αριθμό ..../9-3-2020 και .../12-3-2020 έγραφα του Επίκουρου Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς σχηματίσθηκε η προκείμενη προκαταρκτική δικογραφία. Οι τώρα αιτούντες - προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι παρανόμως, ήτοι κατά παράβαση του άρθρου 177§2 ΚΠοινΔ και άρα ακύρως (171§1δ ΚΠοινΔ) λήφθηκαν υπόψη (υπό την έννοια ότι έδωσαν αφορμή για να παραγγελθεί από την αρμόδια Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιά προκαταρκτική εξέταση) τόσο η προαναφερθείσα αναφορά της ΕΥΠ (διαβιβαστικό έγγραφο) στην οποία περιγράφεται η μέθοδος δράσης (modus openandi) του κυκλώματος εκβιαστών και στη σελίδα 34 της οποίας αναφέρεται (περιγράφοντας το περιεχόμενο των συνομιλιών) ότι ο ένας από τους τώρα αιτούντες - προσφεύγοντες (....) επιτρέπει στον μετέπειτα θανόντα ......... (ο οποίος "φωτογραφίζεται" ως κεντρικός ταμίας της όλης εγκληματικής οργάνωσης - σπείρας εκβιαστών), κάθε είδους διασκεδάσεις (γυναίκες κτλ) να εισέρχεται εντός των χώρων κράτησης των φυλακών Κορυδαλλού, χωρίς να είναι κρατούμενος σε αυτές για κάποια αιτία. Επίσης ότι ακύρως λήφθηκαν υπόψη το ως άνω πληροφοριακό δελτίο της ΕΥΠ και τα πρόχειρα ιδιόγραφα σημειώματα άγνωστου ανακριτικού υπαλλήλου ο οποίος, περιγράφοντας το περιεχόμενο των συνομιλιών, αναφέρει ότι ο ..... δέχεται τηλεφώνημα (από καρτοτηλέφωνο των φυλακών) από κάποιον ........ (κρατούμενο εντός των φυλακών Κορυδαλλού) και ότι ο ανωτέρω (ενν. ο ....) του ανέφερε ότι θα τους επισκεφθεί στις φυλακές ημέρα Δευτέρα ή Τρίτη. Οι αιτιάσεις των προσφευγόντων συνίστανται στο ότι τα ως άνω τυχαία ευρήματα που εξήχθησαν από την άρση απορρήτου τηλεφωνικών επικοινωνιών και συγκεκριμένα από την ως άνω προγενέστερη προκαταρκτική δικογραφία, δεν μπορούν να αξιοποιηθούν αποδεικτικά στην παρούσα διαδικασία καθότι η προκαταρκτική εξέταση αφορά το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος και παρεκτός του ότι δεν υπάρχει (κατά τη διάταξη του άρθρου 5§10 Ν. 2225/1994) νεότερη διάταξη της αρχής που να επιτρέπει τη χρήση τους σε άλλη ποινική διαδικασία, σε κάθε περίπτωση το αδίκημα αυτό δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο του άρθρου 4 Ν. 2225/1994 και επομένως είναι άκυρη η διαδικασία (προκαταρκτική εξέταση) που κινήθηκε με βάση τα έγγραφα αυτά. Καταρχάς η προκείμενη ποινική προκαταρκτική διαδικασία (243-244 ΚΠοινΔ/2019) αφορά στη διερεύνηση διαφορετικής υπόθεσης σε σχέση με την προγενέστερη υπό στοιχεία ΑΒΜ ΕΔ.../... διαδικασία (προκαταρκτική εξέταση διενεργηθείσα από την Εισαγγελία Διαφθοράς). Η προηγούμενη υπόθεση αφορούσε την εξιχνίαση κυκλώματος το οποίο φέρεται ότι πουλούσε προστασία σε επιχειρήσεις διασκέδασης, μπαρ, strip show κτλ, μέλη του οποίου φέρονται (μεταξύ άλλων) πρόσωπα τα οποία προέρχονται από τους κόλπους της ελληνικής αστυνομίας, της δημοσιογραφίας, της δικηγορίας αλλά και μέσα από το χώρο των φυλακών, (γίνεται αναλυτική περιγραφή του τρόπου δράσης των) ενώ η προκείμενη (ενν. υπόθεση) αφορά το ότι ο ......., φέρων τότε την ιδιότητα του αρχιφύλακα στο κατάστημα κράτησης Κορυδαλλού, επέτρεπε στον ....... (φερόμενο από τους βασικούς εμπλεκόμενους στο κατά τα ως άνω κύκλωμα εκβιαστών) να εισέρχεται ανενόχλητος, χωρίς τήρηση νομίμων διατυπώσεων εντός των χώρων των φυλακών, σε ώρες εκτός επισκεπτηρίου και μάλιστα να διασκεδάζει ο τελευταίος με κρατουμένους, με γυναίκες κτλ. Από τα μέχρι στιγμής συλλεχθέντα στοιχεία δεν φαίνεται να προκύπτει κάποια συμμετοχή, έστω και με την μορφή της διευκόλυνσης (συνέργεια) του ανωτέρω καθώς και των υπολοίπων σωφρονιστικών υπαλλήλων στην έκνομη δραστηριότητα του ....... και των υπολοίπων μελών του κυκλώματος, ώστε λόγω πιθανής συμμετοχής να τίθεται ζήτημα συνάφειας αυτών των υποθέσεων και επομένως να μην πρόκειται για τυχαία ευρήματα. Ούτε επίσης φαίνεται να προέκυψε κάποια άλλη, υπό ευρεία έννοια, εμπλοκή των τώρα υπόπτων - προσφευγόντων με το προαναφερθέν κύκλωμα που διερευνούσε η Εισαγγελία Διαφθοράς. Δεν προέκυψε ότι υφίσταται το αναφερόμενο στην υπό στοιχ. II μείζονα σκέψη του παρόντος βουλεύματος απαραίτητο minimum συνεκτικού δεσμού μεταξύ των ως άνω υποθέσεων. Εκ των πραγμάτων αυτές απαιτούσαν και απαιτούν χωριστή (προκαταρκτική) αποδεικτική διερεύνηση. Τα ευρήματα τα οποία εξήχθησαν από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου στην από έτους 2016 δικογραφία και τα οποία αφορούν τους υπαλλήλους του καταστήματος κράτησης Κορυδαλλού είναι πράγματι τυχαία, υπό την έννοια ότι αν οι διωκτικές αρχές που επελήφθησαν της υπόθεσης που αφορούσε την εξιχνίαση του κυκλώματος εκβιαστών, αξιοποιούσαν το εύρημα αυτό, ασχολούμενες παράλληλα και με το ζήτημα της "ελεύθερης εισόδου" του .... στις φυλακές με την ανοχή του ............ ή/και των λοιπών σωφρονιστικών υπαλλήλων, τότε θα αποπροσανατολιζόταν η αρχική έρευνα και θα παρέκκλινε ουσιωδώς από τον αρχικό της στόχο (εξάρθρωση κυκλώματος). Όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχ. II μείζονα σκέψη του παρόντος βουλεύματος, το στοιχείο (τυχαίο εύρημα) το οποίο εξήχθη από τις άρσεις των τηλεφωνικών συνομιλιών και το οποίο αφορά, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, τις επισκέψεις του ............ στις φυλακές Κορυδαλλού και τις διασκεδάσεις του με κρατουμένους και με γυναίκες κοκ, ουσιαστικά εγκαινιάζει μια νέα αποδεικτική διαδρομή (άλλως μια νέα αποδεικτική - διερευνητική αφετηρία), εντελώς διαφορετική σε σχέση με την πρώτη, με κατάληξη αυτής έναν εντελώς διαφορετικό αποδεικτικό - διερευνητικό προορισμό. Μόνο αν από τα συλλεχθέντα στοιχεία σε αμφότερες τις δικογραφίες αποδεικνυόταν ότι οι τώρα προσφεύγοντες συνεργούν - συνδράμουν (ακριβέστερα διευκολύνουν εν είδει διευκολυντικής αιτιότητας) κατά τρόπο συγκεκριμένο και εξωτερικά διαπιστώσιμο στη δραστηριότητα του ανωτέρω κυκλώματος εκβιαστών, τότε (και μόνο τότε) δεν θα επρόκειτο για άλλη υπόθεση και τα ευρήματα δεν θα ήταν τυχαία. Όμως κάτι τέτοιο δεν προέκυψε. Τα ευρήματα αυτά επομένως είναι πράγματι τυχαία. Ωστόσο διαπιστώνεται ότι εν προκειμένω, καίτοι πρόκειται για τυχαία ευρήματα, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 5§10 του Ν. 2225/1994 και των προϋποθέσεων που αυτό τάσσει" και τούτο διότι, όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχ. II μείζονα σκέψη του παρόντος βουλεύματος, η διάταξη αυτή με τις προϋποθέσεις που θέτει (ουσιαστικές και διαδικαστικές), εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου στην αρχική υπόθεση το απόρρητο ήρθη για τη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων, ήτοι με τη διαδικασία των άρθρων 4 και 5 του Ν. 2225/1994 και όχι για λόγους εθνικής ασφάλειας, όπως εν προκειμένω, ήτοι με τη διαδικασία του άρθρου 3 του νόμου αυτού. Το τυχαίο αυτό εύρημα, όπως προκύπτει από τις ενυπάρχουσες στην παρούσα δικογραφία Διατάξεις των Εισαγγελέων Εφετών Αθηνών, ευρέθη κατά την διαδικασία άρσης της τελευταίας αυτής κατηγορίας και όχι για την διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων. Στη διαδικασία άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας (3, 5 Ν. 2225/1994), επειδή ακριβώς τα στοιχεία που προκύπτουν από την άρση του απορρήτου δεν επιτρέπεται να αποτελέσουν στοιχείο οποιασδήποτε ποινικής δικογραφίας, (προκειμένου να μην διαρρεύσουν στοιχεία που αφορούν την εθνική ασφάλεια), τότε δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ούτε και σε άλλη ποινική δικογραφία που αφορά άλλη υπόθεση. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, ακόμη δηλαδή και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η άρση του απορρήτου που αφορούσε την προκαταρκτική δικογραφία που εκκρεμεί στην Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς, δεν σχετίζεται με λόγους εθνικής ασφάλειας αλλά με τη διερεύνηση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων (4 Ν. 2225/1994) και πάλι καταρχήν, με βάση το γράμμα του άρθρου 5§10 Ν. 2225/1994, τα εν λόγω τυχαία ευρήματα δεν θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τις διωκτικές αρχές στην παρούσα έτερη ποινική προκαταρκτική διαδικασία. Και τούτο διότι, όπως ορίζει η ως άνω διάταξη, απαιτείται η έτερη ποινική διαδικασία να αφορά αδικήματα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 4 Ν. 2225/1994, ήτοι τα αναφερόμενα σε αυτό κακουργήματα και όχι τα πλημμελήματα` επομένως ούτε και για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος. [Τούτο δεν θα πρέπει να συγχέεται με την προβλεπόμενη από το ίδιο άρθρο (5§10 Ν. 2225/1994) δυνατότητα του ίδιου του κατηγορουμένου να αιτηθεί από την εκδώσασα την αρχική διάταξη περί άρσης του απορρήτου αρχή, την έκδοση νέας διάταξης που να του επιτρέπει τη χρήση των τυχαίων ευρημάτων προς υπεράσπισή του σε μεταγενέστερη έτερη δίκη που αφορά οποιοδήποτε κακούργημα ή πλημμέλημα. Εδώ γίνεται λόγος για τη δυνατότητα των διωκτικών αρχών]. Για τις τελευταίες και με την αυτονόητη προϋπόθεση (που δεν συντρέχει εν προκειμένω) ότι η αρχική διαδικασία άρσης του απορρήτου διατάχθηκε για τη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων και όχι για λόγους εθνικής ασφάλειας, θα πρέπει η έτερη δίκη στην οποία πρόκειται να γίνει η χρησιμοποίηση και αξιοποίηση των τυχαίων ευρημάτων να αφορά μόνο τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 του εν λόγω νόμου κακουργήματα. Ουδέποτε όμως για πλημμέλημα. Άρα, δοθέντος ότι η παρούσα προκαταρκτική διαδικασία, με βάση τα μέχρι στιγμής συλλεχθέντα αποδεικτικά στοιχεία, αφορά τη διερεύνηση του πλημμελήματος της παράβασης καθήκοντος, καταρχήν η αξιοποίηση των εν λόγω τυχαίων ευρημάτων αφού αυτά αποτέλεσαν το αποδεικτικό έναυσμα για να δοθεί η εισαγγελική παραγγελία για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, (χωρίς αυτά ουδέποτε θα κινείτο υποψία στις αρχές για το εδώ ερευνώμενο πλημμέλημα), είναι ανεπίτρεπτη (177§2 ΚΠοινΔ). Σημειωτέον ότι, όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχ. Ill μείζονα σκέψη του παρόντος βουλεύματος, η κατά την προαναφερθείσα διάταξη αποδεικτική απαγόρευση δεν αφορά μόνο την άμεση κτήση και αξιοποίηση των απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων αλλά και την έμμεση αξιοποίηση αυτών. Έτσι, στην (επίδικη) περίπτωση των τυχαίων ευρημάτων που προέκυψαν από την προγενέστερη διαδικασία άρσης απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, δεν απαγορεύεται καταρχήν μόνο η αξιοποίηση σε έτερη ποινική δίκη των ψηφιακών δίσκων στους οποίους καταγράφηκαν οι συνομιλίες ή/και των εκθέσεων απομαγνητοφώνησης αυτών αλλά και η έμμεση αξιοποίησή τους μέσω άλλων αποδεικτικών μέσων τα οποία στηρίζονται στα πρώτα, όπως λχ η μαρτυρική κατάθεση του προσώπου που προφορικοποιεί το περιεχόμενο των ως άνω συνομιλιών ή αντίστοιχα η λήψη υπόψη περιληπτικών εγγράφων (σημειωμάτων - γραπτών) ή και διαβιβαστικών εγγράφων στα οποία αποτυπώνεται με τη μορφή περίληψης (σταχυολόγηση) το περιεχόμενο των εν λόγω συνομιλιών. Prima facie σε ποινική διαδικασία που αφορά πλημμέλημα, όπως εν προκειμένω, τα ως άνω τυχαία ευρήματα δεν μπορούν να αξιοποιηθούν. Ωστόσο εγγύτερη εξέταση του όλου ζητήματος οδηγεί στην αποδοχή της θέσης ότι εν τέλει (κατ; αποτέλεσμα δηλαδή) καλώς αξιοποιήθηκαν στην παρούσα διαδικασία τα ως άνω τυχαία ευρήματα, έστω και αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών (απαγόρευση αξιοποίησης τυχαίων ευρημάτων σε έτερη δίκη για πλημμέλημα, 4, 5§10 Ν.2225/1994 εφόσον βέβαια και πάλι ήθελε γίνει δεκτό ότι η αρχική διαδικασία άρσης απορρήτου δεν έγινε για λόγους εθνικής ασφάλειας αλλά για διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων του καταλόγου του άρθρου αυτού), και ως εκ τούτου τελικά δεν τίθεται ζήτημα απόλυτης ακυρότητας.

Ειδικότερα: κρίσιμα εν προκειμένω έγγραφα τα οποία έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο στην παρούσα προκαταρκτική διαδικασία, υπό την έννοια ότι αποτέλεσαν το αποδεικτικό έναυσμα της παραγγελίας προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, είναι: 1) η σχετική έγγραφη αναφορά της ΕΥΠ (κυρίως η σελίδα 34 αυτής που αναφέρεται στον τώρα προσφεύγοντα .....) στην οποία γίνεται σταχυολόγηση του σχετικού αποδεικτικού υλικού στο οποίο περιλαμβάνονται και τηλεφωνικές συνομιλίες οι οποίες προέκυψαν από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου σε προγενέστερη δικογραφία" 2) οι σχετικές ιδιόγραφες σημειώσεις (γραπτά) αγνώστου ανακριτικού υπαλλήλου οι οποίες και αυτές με τη σειρά τους περιγράφουν το περιεχόμενο τηλεφωνικών συνομιλιών μεταξύ του ...... και μίας αλλοδαπής γυναίκας επ` ονόματι ...... του ........... (σχ. η ένορκη μαρτυρική της κατάθεση δια της οποίας επιβεβαιώνεται ότι συναντήθηκε με τον ....... στις φυλακές περί τον Οκτώβριο 2015). Το διαβιβαστικό αυτό έγγραφο της ΕΥΠ, επέχον θέση αναφοράς αξιόποινης πράξης από υπάλληλο (38 ΚΠοινΔ/2019), όπως άλλωστε και οι υπόλοιπες ιδιόγραφες σημειώσεις των ανακριτικών υπαλλήλων (δελτίο αναφοράς) οι οποίες περιγράφουν περιληπτικά το περιεχόμενο των συνομιλιών ορθώς κατ` αποτέλεσμα αξιοποιήθηκαν από τις διωκτικές αρχές. Το διερευνώμενο αδίκημα για το οποίο διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση (παράβαση καθήκοντος), καίτοι πλημμέλημα, ενέχει μία ιδιαίτερη βαρύτητα και απαξία, ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη (απαραίτητη εξάλλου και η in cocreto κρίση καθότι η παράβαση καθήκοντος, λόγω της γενικότητας στη διατύπωση του νόμου, διαφέρει ποσοτικά και ποιοτικά κατά περίπτωση και από υπάλληλο σε υπάλληλο) ότι αφορά όχι οποιονδήποτε δημόσιο υπάλληλο αλλά σωφρονιστικούς υπαλλήλους που υπηρετούν μάλιστα σε ένα από τα κεντρικότερα στην Επικράτεια σωφρονιστικά καταστήματα (Κορυδαλλός). Λαμβάνεται υπόψη ότι η ευκολία με την οποία τρίτα άτομα, με επικίνδυνη ποινική δραστηριότητα, εισέρχονται στους χώρους των φυλακών με τέτοια άνεση και συχνότητα ωσάν να πρόκειται για κατάστημα διασκέδασης ή εστιατόριο, δημιουργεί εύλογες υπόνοιες ότι ενδέχεται να λαμβάνουν χώρα και σοβαρότερες παραβάσεις όπως πχ εμπόριο ναρκωτικών, οργάνωση εγκλημάτων ιδία "ξεκαθάρισμα λογαριασμών" μέσα από τις φυλακές. Συνεκτιμάται ότι η παραβίαση των υπηρεσιακών καθηκόντων εκ μέρους σωφρονιστικών υπαλλήλων είθισται να πραγματοποιείται εν κρυπτώ και απαραβύστω και για το λόγο τούτο η διερεύνηση των σχετικών αδικημάτων είναι δυσεξιχνίαστη ενώ (το σπουδαιότερο) στην προκείμενη περίπτωση από κανένα απολύτως άλλο αποδεικτικό μέσο δεν θα μπορούσε να διερευνηθεί η υπό κρίση υπόθεση, ούτε καν σε επίπεδο προκαταρκτικής διερεύνησης, παρά μόνο με την (έστω και χωρίς του όρους του Ν. 2225/1194) χρήση των τυχαίων ευρημάτων στην παρούσα διαδικασία. Υπό τα δεδομένα αυτά πράγματι οι ανακριτικές αρχές βρίσκονται σε μία είδους αποδεικτική κατάσταση ανάγκης (25 ΠΚ), τουλάχιστον για το παρόν προκαταρκτικό στάδιο, η οποία (ενν. κατάσταση ανάγκης), εκ των πραγμάτων, δικαιολογεί τη χρήση και αξιοποίηση ανεπίτρεπτων αποδεικτικών μέσων. Και τούτο διότι υφίσταται δικαιολογημένο προς τούτο ενδιαφέρον (εξιχνίαση σοβαρών υπηρεσιακών εγκλημάτων τα οποία φέρονται ότι έχουν τελεσθεί από σωφρονιστικούς υπαλλήλους), το οποίο δεν μπορεί να διαφυλαχθεί διαφορετικά ενόψει του ανωτέρω αποδεικτικού αδιεξόδου. Πράγματι, το ότι ο ..... (ύποπτος τότε για ηγετική συμμετοχή σε κύκλωμα εκβιαστών στο οποίο μάλιστα συμμετείχαν στελέχη της ελληνικής αστυνομίας τα οποία φέρονται ότι δωρωδοκούντο και από τον ίδιο για να παράσχουν προστασία σε πολυπληθή αριθμό καταστημάτων σε όλη την Αττική, κύκλωμα στο οποίο φέρεται ότι συμμετείχαν δικηγόροι, εν ενεργεία και πρώην αξιωματικοί της ΕΛΑΣ, εν ενεργεία πολιτικοί κτλ), ανενόχλητος επισκεπτόταν "φίλους του" (πιθανόν συνεργάτες του στη διάπραξη των έκνομων πράξεών του) εντός των φυλακών Κορυδαλλού, με την ανοχή αν όχι συγκατάθεση των σωφρονιστικών υπαλλήλων (σε ένα κατάστημα κράτησης, ως γνωστό, ουδείς μπορεί να εισέλθει σε ώρες εκτός επισκεπτηρίου, όπως εν προκειμένω, αν οι ίδιοι οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι δεν συνεργήσουν σ` αυτό), δεν θα μπορούσε να αποδειχθεί με κανένα απολύτως άλλο τρόπο αν δεν διατασσόταν η άρση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων στις οποίες ως τυχαίο εύρημα ανακαλύφθηκαν και τηλεφωνικές συνομιλίες μεταξύ ....... και κρατουμένων καθώς και μεταξύ αυτού και της συντρόφου του, η οποία επισκέφτηκε τις φυλακές Κορυδαλλού στις 30-10-2015 όπου βρισκόταν ο ανωτέρω, μη κρατούμενος, σε ώρα εκτός επισκεπτηρίου, να διασκεδάζει με κρατουμένους. Άλλωστε το αποδεικτικό αυτό αδιέξοδο φάνηκε ξεκάθαρα και από τις μετέπειτα από την άρση του απορρήτου, ληφθείσες ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των σωφρονιστικών υπαλλήλων οι οποίοι στις κρίσιμες ημερομηνίες φέρονται να είχαν βάρδια. Ουδείς εξ` αυτών ανέφερε ότι υπέπεσε κάτι στην αντίληψή του, μολονότι από τις τηλεφωνικές συνομιλίες προκύπτει σαφώς το αντίθετο. Από εκεί και ύστερα το αν οι εν λόγω μαρτυρικές καταθέσεις είναι αληθείς ή αντιθέτως συγκαλυπτικές της αλήθειας, ως απόρροια κακώς νοούμενης συναδελφικής αλληλεγγύης, συντηρούσας ωστόσο την ανομία και τη διαφθορά στο δημόσιο βίο (ιδία μάλιστα στον ευαίσθητο χώρο των καταστημάτων κράτησης), είναι κάτι το οποίο ανήκει στην κρίση των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών οι οποίες θα επιληφθούν, εφόσον βεβαίως κριθεί αρμοδίως ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ενοχής για να κινηθεί ποινική δίωξη. Όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχεία III μείζονα σκέψη του παρόντος βουλεύματος, παρά την ανεξαίρετη και ενίοτε αφοριστική απαγόρευση αξιοποίησης απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων (177§2 ΚΠοινΔ, όπως έχει διαμορφωθεί από το έτος 2008 και ισχύει σήμερα υπό τον νέο ΚΠοινΔ/2019), η αρχή της αναλογικότητας (25 Συντ.), εκ των πραγμάτων επιβάλλει τη στάθμιση των αντιπαρατιθέμενων έννομων και μάλιστα εξίσου συνταγματικά προστατευόμενων έννομων αγαθών. Από το ένα μέρος αντιπαρατίθεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του απαραβίαστου του απορρήτου των επικοινωνιών και από το άλλο το δικαίωμα της Πολιτείας και εμμέσως του κάθε πολίτη, να παρασχεθεί αποτελεσματική δικαστική προστασία (ποινικής μάλιστα φύσεως) ιδίως όταν πρόκειται για διερευνώμενες αξιόποινες πράξεις οι οποίες συνδέονται με φαινόμενα διαφθοράς στο δημόσιο τομέα και ακόμη περισσότερο στον χώρο των σωφρονιστικών καταστημάτων τα οποία, όταν οι υπηρετούντες σε αυτά παραβιάζουν το καθήκον τους, αποτελούν σοβαρές και κυρίως επικίνδυνες εστίες ανεξιχνίαστης (στις περισσότερες περιπτώσεις) εγκληματικότητας. Σε τελική ανάλυση με ένα διάτρητο σωφρονιστικό σύστημα καταρρέει ο λόγος ύπαρξης και ο σκοπός λειτουργίας του ποινικού μηχανισμού της Πολιτείας. Ο τελευταίος κυριολεκτικά θα έχει αποτύχει αν στα καταστήματα κράτησης όλα θεωρούνται επιτρεπτά, διαψεύδοντας εν τέλει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς της Πολιτείας και καλλιεργώντας εν γένει μία αίσθηση ανασφάλειας, ατιμωρησίας και επικίνδυνης ανομίας. Έτσι λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία και δη: α) τη βαρύτητα και σπουδαιότητα των διερευνώμενων αξιόποινων παραβάσεων, κρινόμενη in concreto [είναι ζήτημα απόδειξης εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής το αν η παροχή αδείας για ανεξέλεγκτη είσοδο άσχετων προσώπων σε χώρους φυλακών γίνεται έναντι ανταλλαγμάτων ή όχι, οπότε πιθανότατα στην πρώτη περίπτωση θα στοιχειοθετείται το αδίκημα - κακούργημα της δωροληψίας υπαλλήλου καθώς και αυτό της δωροδοκίας υπαλλήλου για μη νόμιμη ενέργεια" ας μην λησμονείται ότι ο νομικός χαρακτηρισμός του διερευνηθέντος συμβάντος δεν έχει λάβει χώρα από τον εισαγγελέα, πράγμα που σημαίνει ότι, κατά την κρίση του, το ως άνω συμβάν δύναται να λάβει ακόμη και βαρύτερο χαρακτηρισμό αν βέβαια αποφασισθεί από τον ανωτέρω να ασκήσει ποινική δίωξη, πάντως ακόμη και με την, από την μέχρι στιγμής αποδεικτική διερεύνηση της υπόθεσης, σαφή εκδοχή ότι πρόκειται για παράβαση καθήκοντος, και πάλι η διερευνώμενη παραβατικότητα είναι σοβαρή] β) την αδυναμία απόδειξης τέλεσης της ανωτέρω αξιόποινης πράξης (σε όποια ποινική διάταξη και αν υπαχθεί η διερευνώμενη συμπεριφορά, σχετιζόμενη με ενδοϋπηρεσιακό αδίκημα καθόσον άλλωστε δεν θα πρέπει να αγνοείται ότι η διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ περιέχει ρήτρα απόλυτης επικουρικότητας με τις οικείες έννομες συνέπειες) με άλλα αποδεικτικά μέσα χωρίς να προσβληθεί το έννομο αγαθό του τηλεφωνικού απορρήτου, (ουδείς μάρτυρας είτε από την πλευρά των υπόλοιπων κρατουμένων, εφόσον γνωρίζουν σχετικά, είτε από την πλευρά των λοιπών σωφρονιστικών υπαλλήλων θα είχε το θάρρος να καταθέσει, οι μεν κρατούμενοι για ευνόητους λόγους, οι δε λοιποί σωφρονιστικοί υπάλληλοι από "συναδελφική αλληλεγγύη", ενώ εξάλλου και η μαρτυρική κατάθεση της ανωτέρω αλλοδαπής η οποία επιβεβαιώνει το περιεχόμενο των συνομιλιών δεν θα υπήρχε καν αν προηγουμένως δεν δινόταν η αφορμή για τη διερεύνηση της υπόθεσης με βάση τις επίμαχες συνομιλίες, όταν μάλιστα οι συνθήκες κάτω από τις οποίες λαμβάνει χώρα η τέλεση αξιόποινων πράξεων εντός φυλακών είναι σκοτεινές και απροσπέλαστες γ) την εκ του άρθρου 25 Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας και της απαγόρευσης καταχρηστικής άσκησης ατομικού δικαιώματος (δεν μπορεί το, κατά τα λοιπά, καταρχήν απαραβίαστο και σεβαστό ατομικό δικαίωμα του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών να παρέχει κάλυψη στην εγκληματική δράση αυτών που επικαλούνται προσχηματικά την προστασία του), τότε, εκ των πραγμάτων, θα υπερισχύσει η προστασία της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας η οποία έχει κάθε λόγο και ενδιαφέρον να καταπολεμεί φαινόμενα διαφθοράς στο δημόσιο τομέα. Όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχεία III μείζονα σκέψη του παρόντος βουλεύματος, η κάμψη της απόλυτης απαγόρευσης του άρθρου 177§2 ΚΠοινΔ αρύεται από την κατά το άρθρο 25 Συντ. αρχή της αναλογικότητας και εν τέλει από την, εν είδει καταστατικού χάρτη, διάταξη του άρθρου 2§1 Συντ. για την προστασία της ανθρώπινης αξίας, η οποία αναδεικνύει άλλωστε και τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα οποιουδήποτε ατομικού δικαιώματος. Η προστασία της ανθρώπινης αξίας επιβάλλει ενίοτε τη χρήση απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων όχι μόνο υπέρ του κατηγορουμένου αλλά και σε βάρος αυτού, όταν τα τελευταία αποτελούν το μοναδικό μέσο απόδειξης των καταγγελλομένων εκ μέρους του θύματος ("θύμα" βέβαια από φαινόμενα διαφθοράς στον δημόσιο τομέα είναι η ίδια η Πολιτεία και έμμεσα οι πολίτες της), ιδίως αν αναλογισθεί κανείς ότι υφίσταται ορατός κίνδυνος, αν δεν καταστεί εφικτό, λόγω του ανωτέρω νομικού και αποδεικτικού αδιεξόδου, να διαλευκανθεί το καταγγελλόμενο έγκλημα, είτε ο καταγγέλλων να διωχθεί για τα αδικήματα των άρθρων 224 ή 229 ΠΚ/2019 είτε (αν "καταγγέλλων" είναι η ίδια η Πολιτεία μέσω του αυτεπαγγέλτως ενεργοποιούμενου διωκτικού μηχανισμού της), να αχρηστευθεί στην πράξη η συνταγματικά κατοχυρωμένη υποχρέωσή της να επιτελέσει τον προστατευτικό, υπέρ των πολιτών της, από φαινόμενα διαφθοράς, ρόλο. Σταθμίζοντας τα ανωτέρω δεδομένα η αποδεικτική αξιοποίηση των επίμαχων τυχαίων ευρημάτων τα οποία αποτέλεσαν το έναυσμα προκειμένου να δοθεί παραγγελία για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, έστω και αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Ν. 2225/1994, ήταν τελικά (ήτοι κατ` αποτέλεσμα) θεμιτή και επιτρεπτή, με βάση τις σταθμιστικές αξιολογήσεις που προηγήθηκαν, τουλάχιστον για την παρούσα προκαταρκτική εισέτι διαδικασία διερεύνησης του προαναφερθέντος συμβάντος, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως ορίζει και το άρθρο 243§1εδ.α ΚΠοινΔ/2019, η προκαταρκτική εξέταση διατάσσεται προκειμένου να αποφασισθεί, αφού συλλεχθεί το απαραίτητο αποδεικτικό υλικό, για το αν θα πρέπει να κινηθεί ή όχι ποινική δίωξη` δηλαδή διενεργείται για να διαπιστωθεί όχι το αν υφίστανται ή όχι επαρκείς ενδείξεις ενοχής (τούτο αφορά το στάδιο της ποινικής δίωξης) αλλά προς διαπίστωση ενδεχόμενης τέλεσης αδικήματος και προς τεκμηρίωση ενδεχομένης τέλεσης αδικήματος.

Συνεπώς, υπό το πρίσμα των ανωτέρω σταθμιστικών αξιολογήσεων και του πρώιμου εισέτι δικονομικού σταδίου της προκείμενης ποινικής υπόθεσης, οι αιτιάσεις περί απόλυτης ακυρότητας της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης λόγω αξιοποίησης ανεπίτρεπτων αποδεικτικών μέσων κρίνονται αβάσιμες. Αναφορικά, τώρα, με τις αιτιάσεις των αιτούντων περί εμφιλοχώρησης σχετικής ακυρότητας, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η σχετική αναφορά της ΕΥΠ, επέχουσα θέση αναφοράς αξιόποινης πράξης (διαδικαστικό - διαβιβαστικό έγγραφο) δεν απαιτείται να φέρει τον τύπο της έκθεσης (148 ΚΠοινΔ). (Βλ. Μ. Γεωργιάδου σε Λ. Μαργαρίτη, ερμηνεία κατ` άρθρο 2η έκδοση 2018, άρθρο 148 αριθμ. 1, σελ. 895).

Συνεπώς η έλλειψη αυτής δεν επάγεται ακυρότητα κατ` άρθρο 153 ΚΠοινΔ. Σε κάθε δε περίπτωση, εξαιτίας του ότι στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα αρκεί και οποιαδήποτε είδηση (πληροφορία) προκειμένου να κινηθεί ο ποινικός δικαιοδοτικός μηχανισμός (36 ΚΠοινΔ/2019), ακόμη και ένα έγγραφο το οποίο είτε δεν φέρει τον τύπο της έκθεσης είτε δεν περιέχει τα απαιτούμενα από το άρθρο 153 ΚΠοινΔ στοιχεία, (μολονότι πρέπει φέρει τον τύπο της έκθεσης), είναι αρκετό προκειμένου να δώσει την απαραίτητη αφορμή ώστε, πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης, να παραγγελθεί προκαταρκτική εξέταση, κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο μία παράτυπη έγκληση ή μήνυση ισχύει ως είδηση (πληροφορία) για πιθανή διάπραξη αυτεπαγγέλτως διωκόμενων εγκλημάτων. Έκθεση, ως το αποτέλεσμα έγγραφης αποτύπωσης διενεργηθείσας προανακριτικής πράξης, συντάσσεται μόνο για τα απομαγνητοφωνημένα κείμενα από τις αρθείσες του απορρήτου συνομιλίες, οπότε πράγματι αυτές θα πρέπει να φέρουν τον τύπο της έκθεσης, όχι όμως για τα διαβιβαστικά έγγραφα. Πέραν τούτου και οι προαναφερθείσες ιδιόχειρες σημειώσεις αγνώστων ανακριτικών υπαλλήλων οι οποίες περιγράφουν το περιεχόμενο των συνομιλιών (δεν τις παραθέτουν αυτούσιες) αποτελούν έγγραφα ανυπόγραφα τα οποία στην ποινική διαδικασία, λόγω της αρχής της ηθικής απόδειξης, εκτιμώνται ελεύθερα (177§1 ΚΠοινΔ). Μπορεί βέβαια το περιεχόμενο αυτών των εγγράφων να έχει βασισθεί στις επίμαχες συνομιλίες, ωστόσο, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, εν προκειμένω, έστω και αν δεν πληρούνται οι όροι του νόμου περί απορρήτου των επικοινωνιών, λόγω της προαναφερθείσας αποδεικτικής κατάστασης ανάγκης, με βάση μία σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία του άρθρου 177§2 ΚΠοινΔ και σύμφωνα με την επιχειρούμενη κατά τα ως άνω στάθμιση, καλώς εν τέλει λήφθηκαν υπόψη στο παρόν προκαταρκτικό στάδιο. Κατά τα λοιπά το παρόν Συμβούλιο αναφέρεται στις ορθές και νόμιμες σκέψεις της εισαγγελικής πρότασης, προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων (ΟλΑΠ 1227/1979, ΑΠ 12/2011, ΑΠ 1332/2010 ΤΝΠ Nomos). Επομένως οι υπό κρίση αιτήσεις θα πρέπει να απορριφθούν κατ` ουσίαν".

Στο προσβαλλόμενο αυτό βούλευμα καίτοι υφίστανται σαφείς παραδοχές ότι :

1) η δικογραφία ΑΒΜ ../.., ( στην οποία αφορούσαν οι υποβληθείσες από τους προαναφερθέντες αιτούντες σωφρονιστικούς υπαλλήλους ..... κλπ και απορριφθείσες με το βούλευμα αιτήσεις ) σχηματίσθηκε, κατόπιν των υπ`αριθμ. πρωτ. .../9-3-2020 και ..../12-3-2020 διαβιβαστικών εγγράφων της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς, με υπηρεσιακά αντίγραφα που εξήχθησαν από την ΑΒΜ .../... προκαταρκτική δικογραφία της Εισαγγελίας Διαφθοράς, που αφορά διερεύνηση διαφορετικής υπόθεσης και συγκεκριμένα πράξεων εγκληματικής οργάνωσης, δωροληψίας υπαλλήλου κατ`εξακολούθηση και κατ`επάγγελμα, συνέργειας στην άνω πράξη και νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.

2) στα αντίγραφα που χορηγήθηκαν στους αιτούντες δεν περιλαμβάνονται αντίγραφα των λεπτομερώς αναφερομένων ψηφιακών δίσκων όπου καταγράφηκαν συνομιλίες ούτε οι εκθέσεις απομαγνητοφώνησης αυτών κλπ....ούτε αντίγραφο του βουλεύματος που επιτρέπει να χρησιμοποιηθεί το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνομιλιών, που αφορούν στην διακρίβωση άλλου εγκλήματος άλλης υπόθεσης σε άλλη δίκη, ήτοι αυτής με τα στοιχεία ΑΒΜ ..../.....

3) για να χορηγηθούν τα αιτούμενα αντίγραφα των εγγράφων που περιέχονται στην ΑΒΜ .../.... δικογραφία απαιτείται η έκδοση νεότερης εισαγγελικής διάταξης και βουλεύματος για την άρση του απορρήτου, γεγονός που δεν συντρέχει στην παρούσα περίπτωση

4) μεταξύ των δύο αυτών υποθέσεων (ΑΒΜ .../... και ΑΒΜ ..../..... ) δεν υφίσταται συνάφεια ούτε ο "minimum" συνεκτικός δεσμός

5) η δικογραφία ΑΒΜ .../.... αφορά την διερεύνηση του πλημμελήματος της παράβασης καθήκοντος.

6) τα ευρήματα τα οποία εξήχθησαν από την άρση του απορρήτου στην από του έτους 2016 δικογραφία ( ΑΒΜ .../.... ) και αφορούν τους υπαλλήλους του καταστήματος κράτησης Κορυδαλλού είναι πράγματι τυχαία ευρήματα.

7) η αξιοποίηση των εν λόγω τυχαίων ευρημάτων είναι ανεπίτρεπτη, ως και η έμμεση αξιοποίησή τους μέσω άλλων αποδεικτικών μέσων, εν τούτοις στην συνέχεια, με την επίκληση ως δικαιολογητικής βάσης της αρχής της Αναλογικότητας και της από το άρθρο 25 του ΠΚ κατάστασης ανάγκης που αίρει το άδικο, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με το προσβαλλόμενο βούλευμα ανέτρεψε και ακύρωσε τα ανωτέρω με τις παραδοχές ότι επειδή η συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος ενέχει ιδιαίτερη απαξία και βαρύτητα, συντρέχει δε δυσχέρεια ως προς την απόδειξη της τέλεσής του με άλλο τρόπο , η αποδεικτική αξιοποίηση των επίμαχων τυχαίων ευρημάτων τυγχάνει θεμιτή και επιτρεπτή έστω και αν δεν πληρούνται οι προυποθέσεις του Ν. 2225/1994. Με βάση δε τις σταθμιστικές αυτές αξιολογήσεις απέρριψε ως αβάσιμες τις αιτιάσεις των αιτούντων περί απόλυτης ακυρότητας της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης λόγω αξιοποίησης ανεπίτρεπτων αποδεικτικών μέσων.

Μετά από αυτά και δεδομένου ότι α) πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 25 του ΠΚ περί καταστάσεως ανάγκης που αίρει το άδικο δεν υφίσταται επί παραβίασης διατάξεων δικονομικού δικαίου από τους εφαρμοστές του με σκοπό να κριθούν σύννομες ενέργειες δικονομικές που έγιναν καθ` υπέρβαση της δικαιοδοσίας τους και κατόπιν εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου και β) η αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 Σ) με την οποία στενά συνδεδεμένη είναι και η αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου ( άρθρ. 2 παρ.1 Σ ), δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής όταν δεν συμβιβάζεται με την συνταγματική απαίτηση της ασφάλειας και σταθερότητας των ποινικών ορισμών, που αποσκοπεί στην προστασία του πολίτη από την δικαστική αυθαιρεσία, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς με την ένταξη των επιμάχων τυχαίων ευρημάτων στην σχηματισθείσα για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος ΑΒΜ .../... δικογραφία, τα οποία είχαν προκύψει από την άρση απορρήτου άλλης, διαφορετικής και μη συναφούς δικογραφίας ( ΑΒΜ .../.... ) και συνακόλουθα με την αποδεικτική αξιοποίηση αυτών παρά τον νόμο, αφού δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Ν.2225/1994, άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από τον νόμο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 25 του Συντάγματος και 25 του ΠΚ και προσέβαλε το δικαίωμα υπεράσπισης των αιτούντων αφού παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 1,3 του Συντάγματος που απαγορεύει τη χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α του Σ και 6 παρ 1α της ΕΣΔΑ περί δικαίας δίκης.

Κατ` ακολουθία των ανωτέρω το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς με το προσβαλλόμενο βούλευμα υπέπεσε στις αναιρετικές πληµµέλειες: α) Της απόλυτης ακυρότητας, (άρθρα 484 α - 171 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), β) της υπέρβασης εξουσίας, (άρθρο 484 παρ. 1 στ. Κ.Ποιν.Δ.) και γ) της εσφαλµένης ερµηνείας και εφαρµογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 25 Π. Κ. (άρθρο 484 παρ. 1β ΚΠοιν.Δ. ). Πρέπει επομένως να αναιρεθεί εν μέρει και δη κατά το μέρος που απέρριψε κατ`ουσία τις ως άνω απο 28/9/2020 και 29/9/2020 αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας πράξεων της προδικασίας που διενεργήθηκε επί της ΑΒΜ ..../....... δικογραφίας, κατά το σκέλος τους που αναφέρεται στο ότι "Εµφιλοχώρησε απόλυτη ακυρότητα κατ` άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ` ΚΠοινΔ, λόγω µη νόµιµης αποδεικτικής αξιοποίησης κατ` άρθρο 177 παρ. 2 ΚΠοινΔ των ανωτέρω µε στοιχεία "....., 30.10.2015", ...., 1.11 .. 2015", "......., 15.1.2016" και ".............., 3.3.2016" αποµαγνητοφωνηµένων συνοµιλιών", και να παραπεµφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συµβούλιο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που συµµετείχαν για την έκδοση αυτού, άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει το υπ`αριθμ. 640/2020 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς κατά το μέρος που απέρριψε κατ`ουσία τις από 28/9/2020 και 29/9/2020 αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας πράξεων της προδικασίας που διενεργήθηκε επί της ΑΒΜ .../..... δικογραφίας, κατά το σκέλος τους που αναφέρεται στο ότι "Εµφυλοχώρησε απόλυτη ακυρότητα κατ` άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ` ΚΠοινΔ, λόγω µη νόµιµης αποδεικτικής αξιοποίησης κατ` άρθρο 177 παρ. 2 ΚΠοινΔ των ανωτέρω µε στοιχεία "....., 30.10.2015", ......, 1.11. 2015", "...., 15.1.2016" και "........, 3.3.2016" αποµαγνητοφωνηµένων συνοµιλιών".

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συµβούλιο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που συµµετείχαν για την έκδοση αυτού.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Μαΐου 2021.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΚΔΟΘΗΚΕ στην Αθήνα στις 15 Ιουλίου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ν.Σ. - Α.Σ.
 
 

  

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Μία ελαστική απόφαση-"ελατήριο" του Αρείου Πάγου

 

Σημείωση

Με την υπ'αριθμ. 51/2015 απόφαση του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με αντίθετη εισαγγελική πρόταση, σχεδόν για πρώτη φορά γίνεται δεκτή αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, προς όφελος καταδικασμένου, για σοβαρά κακουργήματα, με το πρόσχημα των "νέων αποδείξεων", ενώ στην πραγματικότητα γίνεται νέα αξιολόγηση του ήδη υπάρχοντος αποδεικτικού υλικού, αφού τα έγγραφα που προσκόμισε ο κατηγορούμενος δεν συνιστούν "νέες αποδείξεις" σύμφωνα με το άρθρο 525 παρ. 1 Κ.Π.Δ.

Θα περιοριστούμε να επισημάνουμε ότι η υπέρβαση του νόμου, και ουχί η παραβίασή του, και μάλιστα με οδηγό την αρχή της επιείκειας, και την "μετενέργεια" (ας ονομαστεί έτσι) του τεκμηρίου της αθωότητας, ακόμη και μετά την αμετάκλητη καταδίκη του κατηγορουμένου, είναι ευχής έργον, και ίδιον γενναίων και μη φοβισμένων δικαστών.

Όμως, με την επιφύλαξη της ουσίας της εν λόγω υπόθεσης, δηλαδή ποια θα ήταν η κρίση μας σχετικά με την ενοχή ή την αθωότητα του εν λόγω κατηγορουμένου, και λαμβανομένου υπ'όψιν ότι η εν λόγω απόφαση, όλως αντιφατικά, ενώ δέχεται την ενοχή του κατηγορουμένου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το αδίκημα που τέλεσε είναι αυτό της ηθικής αυτουργίας σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη (και όχι σε απόπειρα ανθρωποκτονίας), χωρίς να παραθέτει τις νέες αποδείξεις που αξιολόγησε, και βάσει ποιου σκεπτικού αυτές κάνουν φανερό, ότι αυτός καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε, αφού η εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού ανήκει στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (εν προκειμένω του Μ.Ο.Ε.), και -όπερ και το σημαντικότερο- με δεδομένο ότι η Νομολογία του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου είναι παντελώς διαφορετική σε άλλες περιπτώσεις, και άκρως ανελαστική, και τυπολατρική, γεννάται το ερώτημα γιατί σε αυτή την υπόθεση "μετεστράφη, χωρίς νομικό σκεπτικό, η αιτιολογία του".

51/2015 ΑΠ (ΠΟΙΝ) ( 647453)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Ποινική Δικονομία. Αίτηση επανάληψης της διαδικασίας. Καταδίκη για ηθική αυτουργία σε απόπειρα δύο ανθρωποκτονιών με πρόθεση, για ηθική αυτουργία σε απλή συνέργεια απόπειρας δύο ανθρωποκτονιών, για ηθική αυτουργία οπλοχρησίας κατά συρροή στις ως άνω απόπειρες ανθρωποκτονιών κλπ. Πραγματικά περιστατικά. Εκφοβισμός και εκβίαση του πρώτου παθόντος, προκειμένου να τον αποστρέψουν από κάθε δικαστική κίνηση, σφράγιση ακάλυπτων επιταγών σε τράπεζες και επιδίωξη ικανοποίησης των απαιτήσεών του. Νέες αποδείξεις: α) διάφορα έγγραφα που αφορούν στις σπουδές του κατηγορουμένου, β) διάφορα έγγραφα που καταδεικνύουν την εγκληματική προσωπικότητα του παθόντος και γ) δύο (2) ένορκες καταθέσεις νέων μαρτύρων. Από τα ως άνω προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για εγκλήματα βαρύτερα εκείνων που διέπραξε και πιο συγκεκριμένα έπρεπε να καταδικαστεί για τα ελαφρότερα εγκλήματα της ηθικής αυτουργίας σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη κατά συρροή και της ηθικής αυτουργίας σε απλή συνέργεια βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης κατά συρροή. Δέχεται εν μέρει την αίτηση επανάληψης της διαδικασίας κατά τις διατάξεις που κήρυξε ένοχο τον αιτούντα για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονιών με πρόθεση κ.λπ. Επεκτείνει το ακυρωτικό αποτέλεσμα και στους φυσικούς αυτουργούς των πράξεων. Βλ. αντίθετη εισαγγελική πρόταση. 

Αριθμός 51/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Δεκεμβρίου 2014, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Σ. Π. του Α., κατοίκου ..... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μιχαλόπουλο για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την υπ` αριθμ. 372-390/2009 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιουλίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 798/2014. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη με αριθμό 108/25.9.2014, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "-Εισάγοντας, ενώπιον Σας, κατά τα άρθρα 527 § 3 εδ. β`, 528 § 1 εδ. α` και 529 ΚΠΔ, την από 4- 7- 2014 αίτηση Σ. Π. του Α., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, την οποίαν υπέβαλε δια της Γραμματείας του παραπάνω Καταστήματος- περί επαναλήψεως προς το συμφέρον αυτού της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ` αριθ. 372, 373, 374, 375, 380-387, 388, 389, 390/2009, αμετάκλητη ήδη, καταδικαστική απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών (καθόσον η ασκηθείσα κατ` αυτής αναίρεσή του, απορρίφθηκε με την 779/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου)-, εκθέτουμε τ` ακόλουθα: Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 525 § 1 ΚΠΔ, "Η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα μόνο στις εξής περιπτώσεις 1)....2) αν ύστερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις τα οποία μόνα τους, ή σε συνδυασμό με εκείνα, που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος, ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο, που πραγματικά τέλεσε" (Α.Π. 1277/2008). -"Νέα γεγονότα ή αποδείξεις", που είναι ταυτόσημες έννοιες, είναι εκείνα που, είτε προϋπήρχαν της καταδίκης, αλλά ήσαν άγνωστα, είτε ανακαλύφθηκαν μετά την καταδίκη . Στην κατηγορία αυτή υπάγονται καταθέσεις νέων μαρτύρων ή συμπληρωματικές και διευκρινιστικές καταθέσεις όσων έχουν καταθέσει, νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως τα οποία (νέα στοιχεία ) είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό με όσα προϋπήρχαν είναι βέβαιο, και όχι πιθανό, ότι οδηγούν στην αθώωση του κατ/νου . Αν όμως τα νέα γεγονότα ή αποδείξεις υποβλήθηκαν ρητά ή έμμεσα, στην κρίση του δικαστηρίου που καταδίκασε τον αιτούντα και απορρίφθηκαν από αυτό, έστω και εσφαλμένα, τότε δεν θεωρούνται νέα και κατά συνέπεια δεν μπορεί να αποτελέσουν την βάση για επανάληψη της διαδικασίας (ΑΠ 1300/2009, ΑΠ 444/2009, ΑΠ 263/2009, ΑΠ 1094/2006, ΑΠ 1139/2003, Π. Τσιρίδης: "Η επανάληψη της διαδικασίας προς όφελος του καταδικασθέντος (Νοβ. 44. 778 και επ., Δαλακούρας: "Περί των νέων και άγνωστων γεγονότων ή αποδείξεων στην επανάληψη της διαδικασίας " Υπερ. 1995/673, Δαλακούρας: "Η επανάληψη διαδικασίας 2007, σελ. 214 και 215 ). -Είναι όμως, ανεπίτρεπτη -μέσω της διαδικασίας της επαναλήψεως της διαδικασίας- η επιδίωξη του καταδικασθέντος να υπάρξει απλά ένας νέος ουσιαστικός επανέλεγχος της κατηγορίας (ΑΠ 2482/2008, ΑΠ 788/08). ΙΙ. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση με την οποία ο αιτών ζητεί την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την, αμετάκλητη ήδη, υπ` αριθ. 372, 373, 374, 375, 380-387, 388, 389, 390/2009, του ΜΟΕ Αθηνών, γιατί -κατά τα λεγόμενά του- μετά την καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν " νέες αποδείξεις", που καθιστούν φανερό ότι αυτός, είναι αθώος των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε, είναι νόμιμη -σύμφωνα με τις προμνησθείσες διατάξεις, των άρθρων 527 §3 και 528 § 1 του ΚΠΔ- αρμοδίως δε και παραδεκτώς, εισάγεται ενώπιον Σας, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσία. ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το ΜΟΕ Αθηνών με την ανωτέρω απόφασή του, κήρυξε ενόχους τους: 1) Ι. Σ. απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή σε βάρος των Α. Τ. και Δ. Ν., απόπειρας κακουργηματικής εκβιάσεως κατά συναυτουργία και κατ` εξακολούθηση, από κοινού, σε βάρος του Π. Μ., συμμορίας, παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας κατά συρροή, 2) Ε. Κ. απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή σε βάρος των ανωτέρω, απόπειρας κακουργηματικής εκβιάσεως κατά συναυτουργία και κατ` εξακολούθηση, από κοινού, σε βάρος του Π. Μ., συμμορίας και παράνομης οπλοφορίας και 3) Σ. Π. ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή σε βάρος των ανωτέρω, ηθικής αυτουργίας σε απλή συνέργεια σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή σε βάρος των ανωτέρω, απόπειρας πλημμεληματικής εκβιάσεως σε βάρος του Α. Τ., κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση κατ` εξακολούθηση, ηθικής αυτουργίας σε παράνομη οπλοφορία κατά συρροή και ηθικής αυτουργίας σε οπλοχρησία κατά συρροή και τους καταδίκασε σε συνολική ποινή καθείρξεως 21 ετών και 10 μηνών, 17 ετών και 29 ετών και 1 μηνός (με εκτιτέα 25 έτη), αντιστοίχως, και χρηματική 1.000, 1.000 και 1.500 ευρώ, αντιστοίχως(αρθ. 1, 13γ`-στ`, 14, 16, 17, 18, 26§1α`, 27§1α`-, 42, 45, 46§1α`, 47§1α, 94§1, 96§1, 98, 187§3, 216§§1-3β, 299§1, 385§1β`- γ`του ΠΚ και άρθρ.1§1 α`- δ`, 10§§1-2, 13α, 14 ν.2168/1993, ως ισχύουν). -Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Μικτό Ορκωτό Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, μετά την παράθεση νομικής σκέψεως, ανελέγκτως, τα εξής: ".....Στις 31-1-2003 και ώρα 00.45` περίπου ο μάρτυρας κατηγορίας Π. Μ., ο οποίος διατηρούσε στην οδό ... αριθ. . , στην Αθήνα (περιοχή ...), κατάστημα (μπαρ) με το διακριτικό τίτλο "...", δέχθηκε στο πιο πάνω κατάστημά του την επίσκεψη του πρώτου κατηγορουμένου Ι. Σ., τον οποίο γνώριζε από διετίας ως εργαζόμενο στην είσοδο του μπαρ "..." και μάλιστα όχι μόνο κατ` όψιν αλλά και ονομαστικά. Κατά την επίσκεψή του αυτή ο πρώτος κατηγορούμενος συνοδευόταν από το δεύτερο Ε. Κ., τον οποίο ο Π. Μ., δεν γνώριζε μέχρι τότε και οποίος του συστήθηκε ως "Μ.", αλλά και από άλλα σωματώδη άτομα (περίπου δέκα), η ταυτότητα των οποίων δεν κατέστη δυνατό να διακριβωθεί και με τα οποία είχαν ενωθεί για να διαπράξουν σε βάρος του Π. Μ. το αδίκημα της εκβιάσεως. Ειδικότερα και οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι δήλωσαν στον Π. Μ., ότι εφεξής θα αναλάβουν την προστασία της επιχειρήσεώς του για την αποτροπή προκλήσεως βλάβης αυτής από τρίτα πρόσωπα. Του δήλωσαν δε ότι "έχουν γνωστούς στο Εκβιαστών να μην κάνει το λάθος να μιλήσει στην αστυνομία", ενώ η όλη στάση και παρουσία τους και ιδίως το γεγονός ότι συνοδεύονταν από σωματώδη άτομα καθιστούσε σαφές ότι η μη συμμόρφωσή του θα επέφερε βλάβη στην επιχείρησή του και στον ίδιο. Ο Π. Μ. αρχικά προσπάθησε να αρνηθεί αλλά στη συνέχεια, φοβούμενος τις συνέπειες, δέχθηκε να τους δώσει τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου, όπως του ζήτησαν. Στο διάστημα που επακολούθησε και μέχρι τις 13-2-2003 ο δεύτερος κατηγορούμενος τηλεφωνούσε επανειλημμένα στον Π. Μ. και του ζητούσε να του καταβάλει για την προστασία της επιχειρήσεώς του το ποσό των 200 ευρώ εβδομαδιαίως. Επειδή δε εκείνος αρνούνταν, τηλεφώνησε στη σύζυγό του και της είπε "πες στον άντρα σου να μας δώσει αυτά που θέλουμε, διαφορετικά θα έχει πρόβλημα η οικογένειά του". Στις 13-2-2003 ο δεύτερος κατηγορούμενος τηλεφώνησε στον Π. Μ. και του ζήτησε να συναντηθούν στη ... . Ο τελευταίος δέχθηκε και, συνοδευόμενος από το γιο του ..., το βράδυ της ίδιας ημέρας συναντήθηκε με τους δύο πρώτους κατηγορουμένους σε ένα ζαχαροπλαστείο στη ..., όπου αυτοί επανέλαβαν τις προαναφερθείσες εκβιαστικές αξιώσεις τους. Όμως ο Π. Μ. δεν υπέκυψε στις αξιώσεις αυτές αλλά αντίθετα στις 18-2-2003 τους κατήγγειλε στην αστυνομία και ειδικότερα τον μεν πρώτο ονομαστικά διότι, όπως προαναφέρθηκε τον γνώριζε από διετίας, τον δε δεύτερο αναγνώρισε από φωτογραφίες προσεσημασμένων προσώπων, οι οποίες του επιδείχθηκαν από τους αστυνομικούς. Εν τούτοις οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι συνέχισαν τις πιέσεις προς αυτόν μέχρι τις 25-5-2003, μάλιστα δε ο δεύτερος του τηλεφώνησε απειλητικά, λέγοντάς του "θα σε γαμήσω όταν σε πετύχω, θα έρθω στο σπίτι σου και θα δεις τι θα πάθεις". Από δε την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος της εκβιάσεως, προϋπόθεση που συντρέχει και επί εγκλήματος κατ` εξακολούθηση, όπως στην προκειμένη περίπτωση (...), αλλά και από την υποδομή που οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως αυτής, όπως το γεγονός ότι είχαν μεριμνήσει να συνοδεύονται από μεγάλο αριθμό σωματωδών ατόμων, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος αλλά και σταθερή ροπή τους για τη διάπραξη του εγκλήματος της εκβιάσεως ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Για τα πιο πάνω με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα είχε καταθέσει κατά την προδικασία ο Π. Μ., ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, κατονόμασε τον πρώτο κατηγορούμενο, αναγνώρισε δε ανεπιφύλακτα το δεύτερο από φωτογραφίες οι οποίες του επιδείχθηκαν από τους αστυνομικούς. Όμως με τις καταθέσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του παρόντος δικαστηρίου αναίρεσε πλήρως εκείνες της προδικασίας, όταν δε του υποδείχθηκε τούτο με την ανάγνωση σχετικών περικοπών των προηγούμενων καταθέσεών του, προέβαλε διάφορες ασαφείς και μη πειστικές δικαιολογίες. Η πλήρης μεταστροφή των καταθέσεων του πιο πάνω μάρτυρα, που είναι συνήθης σε θύματα τέτοιου είδους πράξεων, μπορεί να αποδοθεί στο φόβο που αισθάνεται, ενόψει και του γεγονότος ότι συνεχίζει την επαγγελματική του δραστηριότητα σε νυκτερινά κέντρα, σε συνδυασμό με το ότι κατηγορούμενοι έδρασαν από κοινού με άλλα άτομα, τα οποία παραμένουν άγνωστα και ακόμα ελεύθερα. Η κρίση του δικαστηρίου για τα πιο πάνω δεν αναιρείται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η μεν μάρτυρας υπερασπίσεως Χ. Σ., μητέρα του πρώτου κατηγορουμένου, δεν καταθέτει ο,τιδήποτε σχετικά με την πιο πάνω κατηγορία, οι ίδιοι δε οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι με τις απολογίες τους δεν έδωσαν εύλογες και πειστικές εξηγήσεις για τις πιο πάνω πράξεις τους, επωφελούμενοι της μεταστροφής της καταθέσεως του Π. Μ.. Περαιτέρω ... αποδείχτηκαν ... τα εξής πραγματικά περιστατικά: Το καλοκαίρι του έτους 2001 ο μάρτυρας κατηγορίας και πρωτοδίκως παραστάς ως πολιτικώς ενάγων Α. Τ., ο οποίος διατηρούσε επιχείρηση εμπορίας χρωμάτων, ξυλείας και επίπλων στην οδό ... αριθ. . και ... στην Αθήνα (περιοχή ...), ανέλαβε εργολαβικά την εκτέλεση ξυλουργικών εργασιών και εργασιών διακοσμήσεως στο γυμναστήριο που διατηρούσε στη ... αριθ. .. , στα ..., ο τρίτος κατηγορούμενος Σ. Π., υπό τη μορφή ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ".........................". Τα συνεργεία του Α. Τ., συνέχισαν να εργάζονται στο πιο πάνω γυμναστήριο του τρίτου κατηγορουμένου και το επόμενο καλοκαίρι του έτους 2002 ενώ ήδη λειτουργούσε το γυμναστήριο, διότι ο τρίτος κατηγορούμενος του ανέθεσε και πρόσθετες εργασίες. Παράλληλα ο τρίτος κατηγορούμενος είχε αναθέσει στο Χ. Μ., εργολάβο οικοδομών, την εκτέλεση διάφορων οικοδομικών εργασιών στον ίδιο χώρο. Η συμφωνημένη αμοιβή για τις εργασίες που εκτέλεσε ο Χ. Μ. ανήλθε στο ποσό των 156.000 ευρώ και για εκείνες που εκτέλεσε ο Α. Τ. στο ποσό των 45.000 ευρώ περίπου. Εν τω μεταξύ ο τρίτος κατηγορούμενος, για να πραγματοποιήσει τα επιχειρηματικά του σχέδια, είχε προσφύγει σε δανεισμό από Τράπεζες, όμως δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. Για το λόγο αυτό, επωφελούμενος της συνεργασίας του με τον Α. Τ., ζήτησε από τον τελευταίο να ανταλλάσσουν επιταγές ευκολίας προκειμένου, καταθέτοντας αυτές που του έδινε ο τελευταίος στις Τράπεζες με τις οποίες είχε συναλλαγή, να εξασφαλίζει τη συνέχιση του δανεισμού του. Η οφειλή του από την αιτία αυτή, ενόψει του ότι όσες επιταγές δόθηκαν από αυτόν στον Α. Τ. δεν καλύφθηκαν και κάθε φορά τις αντικαθιστούσε με νέες, ανήλθε στο ποσό των 70.000 ευρώ. Εξάλλου, για να καλύψει την οφειλή του προς το Χ. Μ., ο τρίτος κατηγορούμενος παρέδωσε και σ` αυτόν μεταχρονολογημένες επιταγές, τις οποίες στη συνέχεια δεν μπορούσε να καλύψει. Στην προσπάθειά του να μην εμφανιστούν αυτές στην πληρώτρια Τράπεζα, πρότεινε στο Χ. Μ. και αυτός το δέχθηκε, να καταθέσει σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε ο τελευταίος στην Τράπεζα "............" το ποσό των 5.000 ευρώ. Όμως, χωρίς να ενημερώσει σχετικά το Χ. Μ., κατέθεσε σε μετρητά μόνο 1.000 ευρώ, έναντι δε των υπολοίπων 4.000 ευρώ κατέθεσε στο λογαριασμό του Χ. Μ. με τον αριθμό ... μία ισόποση επιταγή της Τράπεζας ".............." με τον αριθμό ... που φερόταν ότι είχε εκδοθεί στην Αθήνα στις 14-2-2003 σε διαταγή του Χ. Μ. και έφερε μία δυσανάγνωστη υπογραφή στη θέση του εκδότη, ως προερχόμενη από αυτόν (τον τρίτο κατηγορούμενο). Τα στοιχεία αυτής της επιταγής τέθηκαν από τον τρίτο κατηγορούμενο, ο οποίος μάλιστα στη συνέχεια, αφού την οπισθογράφησε, θέτοντας απομίμηση της υπογραφής του φερόμενου, ως λήπτη Χ. Μ., στη θέση της πρώτης οπισθογραφήσεως, εμφάνισε αυτήν στην πιο πάνω Τράπεζα και παραπλανώντας τους υπαλλήλους ως προς τη γνησιότητά της, πέτυχε να κατατεθεί το προϊόν της στον πιο πάνω λογαριασμό του, επ` ονόματι του. Η επιταγή αυτή, όπως εκ των υστέρων πληροφορήθηκε τηλεφωνικά ο Χ. Μ. από το ΣΤ, δικαιούχο του λογαριασμού, όπου συρόταν η επιταγή, είχε κλαπεί λευκή, από την κατοχή του και ήταν πλαστή, ως προς όλα τα στοιχεία της, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχαν τεθεί από τον τρίτο κατηγορούμενο. Στη συνέχεια ο τρίτος κατηγορούμενος, προκειμένου να κατασιγάσει τις εύλογες ανησυχίες του Χ. Μ. (τόσο για την εξόφληση της προς αυτόν οφειλής όσο και για την τυχόν δικαστική εμπλοκή του, δεδομένου ότι φαινόταν να έχει καταθέσει στο λογαριασμό του κλεμμένη και πλαστογραφημένη επιταγή), αφού ισχυρίστηκε, ότι δεν γνώριζε τίποτα για την προέλευση της επιταγής, του έδωσε έναντι της οφειλής του άλλες δύο επιταγές της ............. Τράπεζας, ήτοι μία με τον αριθμό ..., στην οποία είχε συμπληρώσει αριθμητικά το ποσό των 7.000 ευρώ και είχε θέσει την υπογραφή του εκδότη και μία με τον αριθμό ... την οποία του παρέδωσε μόνο με την υπογραφή του εκδότη, αφήνοντας ασυμπλήρωτο το ποσό για να δείξει στο Χ. Μ. ότι τον εμπιστεύεται και ότι πρέπει και αυτός να τον εμπιστευθεί και να δεχθεί τις νέες επιταγές. Πράγματι ο Χ. Μ., μη έχοντας και άλλη επιλογή για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του, πήρε τις επιταγές. Όμως, επειδή η εμπιστοσύνη του προς τον τρίτο κατηγορούμενο είχε πλέον κλονισθεί, φρόντισε να ελέγξει ποιος ήταν ο δικαιούχος των λογαριασμών στους οποίους σύρονταν. Έτσι διαπίστωσε ότι η μεν πρώτη επιταγή προερχόταν από στέλεχος επιταγών που είχε αφαιρεθεί με ληστεία στις 20-12-2002 από τον κατασκευαστή πολυκατοικιών ΣΤ μαζί με τις σφραγίδες των επιχειρήσεων με τις επωνυμίες "........" και ".. ..............", των οποίων ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, η δε δεύτερη επιταγή προερχόταν από στέλεχος επιταγών που ανήκε στον επιχειρηματία Σ. Π., από τον οποίο είχε κλαπεί κατά το διάστημα από 30-11-2002 έως 1-12-2002. Τις επιταγές αυτές ο Χ. Μ., τις φωτοτύπησε και τις επέστρεψε στον τρίτο κατηγορούμενο στις 5-3-2003, αφού προηγουμένως ζήτησε από τον τελευταίο να δηλώσει ενυπόγραφα πάνω στη φωτοτυπία ότι παρέλαβε τα σώματα των εν λόγω επιταγών που τα είχε δώσει στις 25-2-2003 έναντι λογαριασμού για τις εργασίες που είχαν γίνει στην επιχείρηση του, γιατί ύστερα από έλεγχο που έκανε ο Χ. Μ., "ευρέθησαν μη νόμιμες". Περαιτέρω για την κάλυψη της οφειλής του προς τον Α. Τ. ο τρίτος κατηγορούμενος είχε μεταβιβάσει σ` αυτόν πολλές επιταγές του που δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων. Μεταξύ αυτών έδωσε στον Α. Τ., τις προαναφερθείσες επιταγές με τους αριθμούς ... και ... τις οποίες του είχε επιστρέψει ο Χ. Μ., αλλά τώρα είχε προσθέσει και πάλι αυθαίρετα στη μεν πρώτη ως τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ως ημερομηνία εκδόσεως την 15-3-2003, το ποσό των 7.000 ευρώ που υπήρχε αριθμητικώς τώρα και ολογράφως και ως λήπτη τον Α. Τ., στη δε δεύτερη που ήταν λευκή ως προς όλα τα στοιχεία της πλην της φερόμενης ως υπογραφής του εκδότη, πρόσθεσε ως τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ως ημερομηνία εκδόσεως την 30-4-2003, ως ποσό αριθμητικώς και ολογράφως αυτό των 13.000 ευρώ και ως λήπτη τον Α. Τ.. Ακόμα του έδωσε και τις επιταγές με τους αριθμούς ... και ... επίσης της ............. Τράπεζας, που είχαν αφαιρεθεί και αυτές η πρώτη από τον Μ. Κ. και η δεύτερη από το Σ. Π.. Ειδικότερα στην επιταγή με τον αριθμό ... έθεσε ως τόπο εκδόσεως την ... ως ημερομηνία εκδόσεως την 10-3-2003, το ποσό των 13.500 ευρώ αριθμητικώς και ολογράφως, στην ένδειξη "πληρώστε με την επιταγή αυτή σε διαταγή" τη φράση "εμού του ιδίου" και τέλος στη θέση του εκδότη και του πρώτου οπισθογράφου δυσανάγνωστη υπογραφή, ως προερχόμενη από το δικαιούχο του λογαριασμού όπου συρόταν η εν λόγω επιταγή, δηλαδή το Μ. Κ., εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση αυτού, αφού όπως προαναφέρθηκε ήταν προϊόν ληστείας. Εξάλλου στην επιταγή με τον αριθμό ... έθεσε ως τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ως ημερομηνία εκδόσεως την 30-3-2003, ως ποσό, αριθμητικώς και ολογράφως, αυτό των 14.637 ευρώ, στην ένδειξη "πληρώστε με την επιταγή αυτή σε διαταγή" τη φράση "εμού του ιδίου" και στη θέση του εκδότη αλλά και του πρώτου οπισθογράφου την υπογραφή του Μ. Κ. κάτω από τη σφραγίδα της εταιρείας "....................", ως νομίμου εκπροσώπου αυτής, εν αγνοία του βέβαια και χωρίς τη συναίνεσή του και στη συνέχεια έθεσε απομιμήσεις των υπογραφών των νομίμων εκπροσώπων των εταιρειών με τις επωνυμίες ".............." και ".............." ως διαδοχικών οπισθογράφων, χωρίς αυτοί να το γνωρίζουν και χωρίς τη συναίνεσή τους. Εξάλλου τον Ιανουάριο του έτους 2003 ο τρίτος κατηγορούμενος παρέδωσε στον παλαιό του γνώριμο Β. Π. την επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας με τον αριθμό ..., για να την προεξοφλήσει μέσω των συναλλαγών του με τη δική του Τράπεζα. Και η επιταγή αυτή ήταν από εκείνες που είχαν αφαιρεθεί με ληστεία από το Μ. Κ. σ` αυτήν δε ο τρίτος κατηγορούμενος συμπλήρωσε παράνομα ως τύπο εκδόσεως την Αθήνα, ως ημερομηνία εκδόσεως την 30-5-2003, ως ποσό αυτό των 6.875 ευρώ αριθμητικώς και στη θέση του εκδότη, κατ` απομίμηση, την υπογραφή του Μ. Κ. ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας "....", Εν τω μεταξύ ο κατηγορούμενος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με το Β. Π., για την πώληση σ` αυτόν της επιχειρήσεως του γυμναστηρίου και για το λόγο αυτό το Φεβρουάριο του έτους 2003 ο τελευταίος του κατέβαλε το ποσό των 150.000 ευρώ. Στη συνέχεια όμως ο κατηγορούμενος δεν προχώρησε στη μεταβίβαση του γυμναστηρίου προς το Β. Π. και δεν του απέδωσε το προαναφερθέν ποσό των 150.000 ευρώ. Το Μάρτιο του έτους 2003 ο Β. Π. προσπάθησε να εισπράξει το ποσό της επιταγής με τον αριθμό ... για την εν μέρει απόσβεση της απαιτήσεως του προς απόδοση του ποσού των 150.000 ευρώ. Τότε όμως διαπίστωσε και αυτός ότι η επιταγή είχε εκφύγει από την κατοχή του Μ. Κ. με ληστεία και είχε πλαστογραφηθεί από τον τρίτο κατηγορούμενο. Στις πιο πάνω πράξεις του προέβη ο τρίτος κατηγορούμενος με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος συνολικού ύψους 59.048 ευρώ, όσο και το ποσό των επιταγών, βλάπτοντας αντίστοιχα τους κομιστές των επιταγών. Από την επανειλημμένη δε τέλεση της πιο πάνω αξιόποινης πράξεως της πλαστογραφίας, προϋπόθεση που συντρέχει και επί εγκλήματος κατ` εξακολούθηση, όπως προαναφέρθηκε, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος αλλά και σταθερή ροπή του για τη διάπραξη του εγκλήματος της πλαστογραφίας ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Περαιτέρω ο Α. Τ. περί τις 17-3-2003 μετέβη στην πληρώτρια Τράπεζα με μία από τις προαναφερθείσες επιταγές που του είχε μεταβιβάσει ο τρίτος κατηγορούμενος προκειμένου να την εμφανίσει προς πληρωμή, εκεί όμως πληροφορήθηκε την παράνομη προέλευσή της. Αφού προέβη σε σχετικό έλεγχο και για τις άλλες επιταγές και διαπίστωσε ότι όλες ήταν προϊόντα κλοπής ή ληστείας και πλαστογραφημένες, επικοινώνησε με τη δικηγόρο του προκειμένου να επιδιώξει δικαστικά την είσπραξή τους. Την ίδια ημέρα (17-3-2003) τηλεφώνησε στον τρίτο κατηγορούμενο, στον οποίο διαμαρτυρήθηκε έντονα, ανακοινώνοντάς του την πρόθεσή του να προσφύγει στο δικαστήριο για την ικανοποίηση των αξιώσεών του. Τότε ο τρίτος κατηγορούμενος, επιχειρώντας να τον εξαναγκάσει να μην προχωρήσει στη σφράγιση των επιταγών, του απηύθυνε την απειλητική φράση "αν τολμήσεις να μου σφραγίσεις μια επιταγή, θα φύγεις από τη ζωή. Πάρε την οικογένειά σου και φύγε με το πρώτο αεροπλάνο μακριά από την Ελλάδα". Όμως η πράξη του αυτή (της απλής εκβιάσεως) δεν ολοκληρώθηκε από λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους της θελήσεώς του και συγκεκριμένα διότι ο Α. Τ. δεν παραιτήθηκε από τη δικαστική επιδίωξη της απαιτήσεώς του. Στις 18:00` περίπου της επομένης (18-3-2003) ο Α. Τ., βρισκόταν στο πιο πάνω κατάστημα του στην οδό ... αριθ. . και ... και συγκεκριμένα καθόταν σε ένα γραφείο που υπήρχε πίσω από τον πάγκο του καταστήματος, μπροστά δε από το γραφείο, με γυρισμένη την πλάτη του προς τον πάγκο αλλά και προς την είσοδο του καταστήματος, καθόταν ο Δ. Ν., πωλητής χρωμάτων, με τον οποίο εκείνη την ώρα συνεργαζόταν. Την ίδια ώρα ερχόταν προς το κατάστημα ο μάρτυρας κατηγορίας K. J., αδελφός και συνεργάτης του Α. Τ., ο οποίος, όταν στάθμευσε το αυτοκίνητό του, διαπίστωσε ότι στο πεζοδρόμιο έξω από το κατάστημα στέκονταν δύο άγνωστα άτομα, καθώς και οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, τους οποίους αναγνώρισε, διότι τους έβλεπε στο γυμναστήριο του τρίτου κατηγορουμένου, όπου είχε εργασθεί και ο ίδιος ως συνεργάτης του αδελφού του. Επειδή γνώριζε τη διένεξη του αδελφού του με τον τρίτο κατηγορούμενο και επειδή, όπως ήδη έχει εκτεθεί, αναγνώρισε τους δύο πρώτους κατηγορουμένους, μπήκε γρήγορα στο κατάστημα φωνάζοντας στον αδελφό του "ο Π. σου έστειλε μπράβους". Ο Α. Τ. στράφηκε προς την πόρτα, απ` όπου είδε να μπαίνουν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, κρατώντας ο καθένας από ένα πιστόλι, το οποίο έφεραν μαζί τους παράνομα, δηλαδή χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, ενώ τα δύο άγνωστα άτομα έμειναν στην είσοδο του καταστήματος. Ο δεύτερος κατηγορούμενος στάθηκε στο μέσο του πάγκου του καταστήματος με το πιστόλι στο χέρι, χωρίς να κάνει χρήση του και χωρίς να μιλήσει καθόλου, ενθαρρύνοντας έτσι με την παρουσία του τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος, προβλέποντας ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα της κατωτέρω πράξεως του την πρόκληση του θανάτου του Α. Τ. και του Δ. Ν., αποτέλεσμα το οποίο επιδοκίμαζε, κινήθηκε προς το άκρο του πάγκου κρατώντας το πιστόλι και μόλις έφθασε εκεί, αφού απηύθυνε στο μηνυτή τη φράση "έλα βγες έξω μαλάκα, θα ξαναπάς στην Τράπεζα;", ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση που επέτρεπε την πλήρη σκέψη, έστρεψε το πιστόλι του κατά του Α. Τ. και, σκοπεύοντας, πυροβόλησε κατ` αυτού τη στιγμή που ο τελευταίος πεταγόταν από την καρέκλα του φωνάζοντας "όπλα". Έτσι ο πρώτος κατηγορούμενος αστόχησε και η βολίδα κτύπησε κάποιους υαλοπίνακες που ήταν ακουμπισμένοι στον τοίχο πίσω από το γραφείο. Στη συνέχεια ο πρώτος κατηγορούμενος, σκοπεύοντας και πάλι από μικρή απόσταση, πυροβόλησε για δεύτερη φορά τον Α. Τ., τον οποίο αυτή τη φορά τραυμάτισε. Εν τω μεταξύ ο μεν K. J. είχε πέσει στο έδαφος για να καλυφθεί, ο δε Δ. Ν., ο οποίος δεν είχε δει από την αρχή τους δύο πρώτους κατηγορουμένους και δεν είχε αντιληφθεί μέχρι τότε τι συνέβαινε, πετάχτηκε όρθιος και στράφηκε προς αυτούς, σηκώνοντας ψηλά τα χέρια του. Τότε ο πρώτος κατηγορούμενος, βρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και σκοπεύοντας ακόμα μία φορά από κοντινή απόσταση κατά του Δ. Ν., τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε. Όμως το πιο πάνω αποτέλεσμα, το οποίο ο πρώτος κατηγορούμενος προέβλεψε ως ενδεχόμενο και το οποίο αυτός επιδοκίμαζε, δηλαδή η θανάτωση των πιο πάνω παθόντων, δεν επήλθε για λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους της θελήσεώς του και συγκεκριμένα επειδή οι παθόντες τραυματίστηκαν αλλά δεν επλήγησαν σε καίρια σημεία του σώματος τους. Ειδικότερα ο μεν Α. Τ. τραυματίστηκε στο μηρό του δεξιού του ποδιού και του προκλήθηκε διαμπερές τραύμα, ήτοι κυκλικό τραύμα διαμέτρου 1, 4 εκατοστών στην έσω επιφάνεια του δεξιού μηρού (κάτω τριτημόριο) με την είσοδο της βολίδας του όπλου και τραύμα διαμέτρου 2 εκατοστών στην έξω επιφάνεια του δεξιού μηρού (κάτω τριτημόριο), όπου η πύλη εξόδου της βολίδας του όπλου, ο δε Δ. Ν. τραυματίστηκε στους γλουτούς και του προκλήθηκε τυφλό τραύμα με πύλη εισόδου της βολίδα του πυροβόλου όπλου τον αριστερό γλουτό και σημείο ενσφηνώσεως τον δεξιό γλουτό και ειδικότερα κυκλικό τραύμα διαμέτρου εκατοστού περίπου κατά το έξω τριτημόριο του αριστερού γλουτού, όπου η πύλη εισόδου της βολίδας του όπλου και τραύμα κατά το έξω τεταρτημόριο του δεξιού γλουτού απ` όπου αφαιρέθηκε χειρουργικά η βολίδα του όπλου. Το γεγονός ότι ο πρώτος κατηγορούμενος προέβλεψε ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα των πυροβολισμών κατά των παθόντων το θάνατο τους, καθώς και το ότι επιδοκίμαζε το αποτέλεσμα αυτό προκύπτει ιδίως από το ότι: α) πυροβόλησε κατά του Ψ ενώ ο τελευταίος βρισκόταν εν κινήσει (σηκωνόταν από την καρέκλα του), τούτο δε σημαίνει ότι η βολίδα μπορούσε να τον πλήξει οπουδήποτε και να επιφέρει το θάνατό του, β) πυροβόλησε και δεύτερη φορά κατ` αυτού μετά την πρώτη άστοχη βολή και γ) πυροβόλησε στο κέντρο του σώματος του ΑΑ, τον οποίο, λόγω του ότι και αυτός κινούνταν (σηκωνόταν από την καρέκλα του και στρεφόταν προς το μέρος του), η βολίδα μπορούσε να είχε πλήξει στην κοιλιακή χώρα. Εξάλλου από το γεγονός ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος πήγε μαζί με τον πρώτο στο κατάστημα του Α. Τ. και από το ότι στεκόταν δίπλα του εποπτεύοντας το χώρο και κρατώντας εμφανώς το όπλο που έφερε μαζί του ενώ ο πρώτος σκόπευε και πυροβολούσε τους παθόντες, προκύπτει σαφώς ότι ο δεύτερος παρείχε τη βοήθεια αυτή υποστηρίζοντας τουλάχιστον ψυχικά τον πρώτο στην τέλεση της αξιόποινης πράξεως της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με ενδεχόμενο δόλο. Τέλος την απόφαση στους δύο πρώτους κατηγορουμένους να τελέσουν τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή (ο πρώτος), της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή (ο δεύτερος), της παράνομης οπλοφορίας (και οι δύο) και της οπλοχρησίας κατά συρροή (ο πρώτος), προκάλεσε με πειθώ και φορτικότητα και με την υπόσχεση αμοιβής, ο τρίτος κατηγορούμενος Σ. Π., ο οποίος: α) γνώριζε τους δύο πρώτους κατηγορουμένους πριν από την τέλεση των πιο πάνω αξιόποινων πράξεών τους, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι ο ΚΚ τους είχε δει στο γυμναστήριό του, β) είχε έλθει σε ρήξη με τον Α. Τ. εξαιτίας της δηλωμένης προθέσεως του τελευταίου να εμφανίσει στις πληρώτριες Τράπεζες τις πλαστές επιταγές που του είχε μεταβιβάσει, γ) την προηγουμένη είχε απευθύνει τηλεφωνικά στον Α. Τ. την απειλητική φράση "αν τολμήσεις να μου σφραγίσεις μια επιταγή, θα φύγεις από τη ζωή. Πάρε την οικογένειά σου και φύγε με το πρώτο αεροπλάνο μακριά από την Ελλάδα", έτσι δε δικαιολογείται και η φράση του πρώτου κατηγορουμένου "θα ξαναπάς στην Τράπεζα;". Ειδικότερα ο τρίτος κατηγορούμενος προέτρεψε τους δύο πρώτους να μεταβούν φέροντας παράνομα όπλα στο κατάστημα του Α. Τ., δίνοντάς τους και τις αναγκαίες πληροφορίες, εφόσον αυτοί δεν είχαν προηγουμένως σχέση με αυτόν, επί πλέον δε προέτρεψε τον πρώτο να πυροβολήσει κατά του Α. Τ., αποδεχόμενος τη σοβαρή πιθανότητα να θανατωθεί αυτός αλλά και κάποιος άλλος από τους ευρισκόμενους τυχαία στο κατάστημα, όπως ήταν ο Δ. Ν., αποτέλεσμα το οποίο επιδοκίμαζε, ανεξάρτητα από το ότι τελικά ο πρώτος δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει την πράξη της ανθρωποκτονίας και ο δεύτερος εκείνη της απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία από λόγους που δεν ανάγονται στην πραγματική τους βούληση κατά τ` ανωτέρω. Για όλα τα πιο πάνω σαφείς και κατηγορηματικές είναι οι καταθέσεις των προαναφερθέντων μαρτύρων κατηγορίας Α. Τ. και K. J., οι οποίες ενισχύονται από: α) τις αναγνωσθείσες ιατροδικαστικές εκθέσεις, β) την αναγνωσθείσα έκθεση αυτοψίας και τις επισκοπηθείσες φωτογραφίες του χώρου του συμβάντος, γ) την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Μ. Κ., ο οποίος κατέθεσε ότι άγνωστοι αλλοδαποί με ένοπλη ληστεία του αφαίρεσαν μεταξύ άλλων ένα μπλοκ επιταγών της ............ Τράπεζας και τις σφραγίδες των εταιρειών των οποίων ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, ότι μετά τη ληστεία την οποία κατήγγειλε νόμιμα ειδοποιήθηκε από την Τράπεζα ότι ο Α. Τ. εμφανίστηκε ως κομιστής μιας από τις επιταγές, σε επικοινωνία του δε με τον τελευταίο, αυτός του είπε ότι την επιταγή του είχε μεταβιβάσει κάποιος Π. από τα ..., δ) την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Η. Ξ., πεθερού του προηγουμένου μάρτυρα, ο οποίος κατέθεσε ότι στις 18-3-2003 κατά τις απογευματινές ώρες πήγε στο κατάστημα του Α. Τ., προκειμένου να ζητήσει εξηγήσεις από αυτόν για τον τρόπο που περιήλθε στην κατοχή του η επιταγή του γαμβρού του και πριν εισέλθει στο κατάστημα είδε τους δράστες της επιθέσεως σε βάρος του και άκουσε τους πυροβολισμούς. Και ναι μεν και ο μάρτυρας αυτός στην προανακριτική του κατάθεση είχε καταθέσει ότι οι δράστες της επιθέσεως, τους οποίους τότε είχε χαρακτηρίσει ως "μπράβους", ήταν τέσσερις και ότι οι δύο έμειναν εκτός του καταστήματος και οι δύο, τους οποίους περιέγραψε, μπήκαν μέσα, ήδη δε ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου κατέθεσε ότι οι δράστες ήταν δύο και ότι δεν τους είδε καλά. Όμως αυτή η μεταστροφή της καταθέσεως του μάρτυρα μπορεί να αποδοθεί στους λόγους που προαναφέρθηκαν για τον Π. Μ., ενόψει του ότι και ο ίδιος παραδέχεται ότι από μετά τα πιο πάνω συμβάντα ο ίδιος και η οικογένειά του τελούν υπό καθεστώς φόβου. Τα πιο πάνω δεν αναιρούνται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ενόψει και του ότι η μεν μάρτυρας υπερασπίσεως Χ. Σ. δεν έχει ιδία αντίληψη για το συμβάν και η κατάθεσή της στηρίζεται αποκλειστικά σε διηγήσεις του γιου της πρώτου κατηγορουμένου, οι δε πρώτος και δεύτερος κατηγορούμενοι με τις απολογίες τους δεν έδωσαν εύλογες και πειστικές εξηγήσεις για το συμβάν αυτό. Ειδικότερα ο πρώτος κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι είχε μεταβεί με ένα φίλο του (και όχι τον συγκατηγορούμενό του) στο κατάστημα του Α. Τ., διότι είχε πληροφορίες ότι αυτός πωλούσε ναρκωτικά στην ήδη αποβιώσασα αδελφή του Ε. Σ., ότι ο Α. Τ., φώναξε "βγάλτε τα όπλα" και ο Δ. Ν. κινήθηκε απειλητικά κατ` αυτού, με αποτέλεσμα να φοβηθεί και να πυροβολήσει, όμως ο ισχυρισμός του αυτός δεν επιβεβαιώνεται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Ούτε άλλωστε αντέχει στη βάσανο της λογικής να φοβάται ο αιφνιδιάζων και ένοπλος τους αιφνιδιαζόμενους και άοπλους. Εξάλλου ο δεύτερος κατηγορούμενος τηρεί αρνητική στάση, ισχυριζόμενος ότι δεν ήταν παρών στο συμβάν, επωφελούμενος του γεγονότος ότι ο μάρτυρας K. J., όταν αρχικά τον αναγνώρισε με την επίδειξη φωτογραφιών, είχε εκφράσει "μικρή επιφύλαξη". Όμως ο μάρτυρας αυτός, όταν στη συνέχεια είδε τον ανωτέρω κατηγορούμενο στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου και του παρόντος δικαστηρίου, τον αναγνώρισε ανεπιφύλακτα. Τέλος ο τρίτος κατηγορούμενος, εκπροσωπηθείς δια πληρεξουσίου συνηγόρου και μη εμφανισθείς αυτοπροσώπως στο παρόν δικαστήριο, όπως άλλωστε έπραξε και πρωτοδίκως, δεν εξέθεσε ο ίδιος τις απόψεις του ενώπιον του δικαστηρίου, για να εκτιμηθεί η ειλικρίνεια και η βασιμότητά τους. Ενόψει όλων των ανωτέρω πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των αποδιδόμενων σ` αυτούς αξιόποινων πράξεων, ... απορριπτομένου ... του αυτοτελούς ισχυρισμού του τρίτου κατηγορουμένου ότι η τελεσθείσα από τον πρώτο κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη έπρεπε, κατ` επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να χαρακτηρισθεί ως σκοπούμενη σωματική βλάβη και του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρώτου κατηγορουμένου ότι η πράξη αυτή έπρεπε, κατ` επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να χαρακτηρισθεί ως επικίνδυνη σωματική βλάβη ...". ΙV. -Ως "νέες δε αποδείξεις" για την ευδοκίμηση της κρινόμενης αιτήσεώς του, ο αιτών ισχυρίζεται και επικαλείται τα ακόλουθα: "1. ... υπ` αριθμ. 372-390/2009 απόφαση του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών στερείται παντάπασιν της κατ` επιταγήν του Συντάγματος άρθρον. 93 παρ. 3 και του άρθρου 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας η έλλειψις της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρου 510 παρ. 1. Ήτοι εν προκειμένω, ουδαμώς αναφέρεται εις την προσβαλλομένη απόφαση, εκ ποίων στοιχείων το δικαστήριο επείσθει, ότι εγώ ετέλεσα τα εγκλήματα τα οποία μου αποδίδονται, αφού εξ ουδενός απολύτως στοιχείου ή εξ ουδεμίας απολύτως καταθέσεως, προέκυψεν η αποδιδόμενη εις εμέ ηθική αυτουργία εις απόπειραν ανθρωποκτονίας αφού ουδέ και η ελάχιστη κατάθεσις αναφέρει τοιούτον τι. Πιο συγκεκριμένα: 1. Ουδείς κατέθεσεν ότι είχα σχέσεις με τους φερόμενους δύο δράστας της απόπειρας ανθρωποκτονίας. 2. Εξ ουδενός ετέρου στοιχείου απεδείχθει τοιούτον τι, οποιαδήποτε σχέσις μου με τους ως άνω συγκατηγορούμενούς μου. 3. Οι καταθέσεις των δύο αδελφών Τ. αντιφατικαί εις πλείστα όσα σημεία αλλήλων αλλά και προς τας προανακριτικάς και ανακριτικάς των ιδίων, ουδέν στοιχείον δίδουν περί της συμμετοχής μου υπό την ιδιότητα του ηθικού αυτουργού. Συνεχείς αντιφάσεις ως προς τον αριθμόν των συναντήσεων των μετά των δραστών εις το αθλητικό μου κέντρο. Συνεχείς αντιφάσεις ως προς τον αριθμόν των συναντήσεών των και την ιδιότητα των δραστών εις το αθλητικόν μου κέντρο, πελάται εργαζόμενοι ή άλλο τι. Συνεχείς αντιφάσεις ως προς τον τρόπο διά του οποίου αντελήφθη ο αδελφός του παθόντος Α. Τ. ότι οι δύο συγκατηγρούμενοί μου Σ. και Κ. είναι μπράβοι και ανεφώνησεν έρχονται οι μπράβοι του Π.. Η εξήγησις την οποία έδωσεν προκλητική του κοινού νοός είναι ότι επειδή εφορούσαν κοστούμια και ήσαν καλοντυμένοι και γεροδεμένοι!! Ουδείς κατέθεσεν ότι συνεφώνησα μεθ` οιουδήποτε, να μεταβεί ο Ι. Σ. εις το κατάστημα του Α. Τ. και να διαπράξει το έγκλημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας. Ουδείς κατέθεσεν ότι διέπραξα το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας εις την πράξη της παρανόμου οπλοφορίας του Ι. Σ. που έλαβε χώρα εις Αθήνας την 18-3-2003. Ουδείς κατέθεσεν ότι διέπραξα το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας του Ι. Σ. εις την πράξιν της οπλοχρησίας κατά συρροήν που έλαβε χώραν εις Αθήνας την 18-3-2003. Ουδείς απολύτως κατέθεσε ότι προεκάλεσα εις τους δύο ανωτέρω συγκατηγορουμένους μου, την απόφασιν τελέσεως των προπεριγραφέντων εγκλημάτων. Πέραν όμως των αποδιδομένων εις εμέ περιπτώσεων της ηθικής αυτουργίας εις τις πέντε περιγραφείσες περιπτώσεις και διά τα έτερα δύο εγκλήματα αναφέρω ότι: Ουδείς κατέθεσεν και εξ ουδενός στοιχείου προέκυψεν ότι διέπραξα το έγκλημα της απόπειρας εκβιάσεως εις βάρος του Α. Τ. την 17-3-2003. Ουδείς κατέθεσεν και εξ ουδενός στοιχείου προέκυψεν ότι διέπραξα το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από μηνός Δεκεμβρίου 2002 έως και μηνός Μαρτίου 2003. Ούτε πανηγυρική είναι η ανούσια οποιουδήποτε στοιχείου, συνηγορούντος εις την εκ μέρους εμού τέλεσιν των αποδιδομένων εις εμέ εγκλημάτων. Όθεν πάντα αναιτιολογήτως η προσβαλλομένη περιέλαβεν πάντα τα ανωτέρω επιβαρυντικά στοιχεία εις βάρος εμού και αναιρετέα τυγχάνει εξ αυτού του λόγου και μόνον. Εν προκειμένω εις πάσαν περίπτωσιν, πρόκειται περί του εγκλήματος της εκαλουμένης σωματικής βλάβης. Και ουχί της απόπειρας ανθρωποκτονίας. Διότι οι φερόμενοι δράσται εστερούντο ανθρωποκτόνου προθέσεως διά τους εξής λόγους: Μολονότι το περίστροφον ήτο πλήρες, ως προέκυψεν εκ της διαδικασίας εις το ακροατήριον, ο δράστης Ι. Σ. επυροβόλησεν μόνο από μία φορά εναντίον εκάστου των παθώντων Α. Τ. και Δ. Ν. πλήττοντάς τους εξ επαφής στα κάτω άκρα. Μολονότι ευρίσκετο ο δράστης Ι. Σ. εις απόστασιν μικράν ενός, έως ενός και ημίσεως μέτρου από τους δύο παθόντες και ηδύνατο ευχερώς να πυροβολήσει τούτους εις τη κεφαλήν ή έτερον καίριον σημείον απέφυγεν να κάμει τούτο και επυροβόλησεν χαμηλά προκαλώντας επιπόλαια τραύματα στους παθόντες στα κάτω άκρα. Διότι ο αδελφός του παθόντος J. K. έχει καταθέσει προανακριτικές ότι δεν είχαν σκοπόν να μας σκοτώσουν οι δράσται παρά μόνον να μας φοβίσουν. Ο ως άνω τυγχάνει κρίσιμος αυτόπτης μάρτυρας του συμβάντος του πυροβολισμού. 2. Νέα στοιχεία που προέκυψαν μετά την έκδοση της 372-390/09 ή δεν ελήφθησαν υπ` όψη. Α. Υποδομή προσωπικότητας - βιογραφικό σημείωμα Σ. Π.. Τυγχάνω διαπρεπής οικονομολόγος - χρηματιστής με τις ακόλουθες σπουδές και επαγγελματική εμπειρία: Σπουδές Πρότυπος Σχολή Αναβρύτων- Γενικό Λύκειο - 18/20 (σχετικό (1)). Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΑΣΟΕΕ) -Τμήμα Οργάνωσης Διοίκησης 8.2 Άριστα (σχετικό (2)). 1992-1993 Μanchester Business School-Master in Business Administration (Hons) (σχετικό (3)). 1993 Insead-Executive Certificate in advanced corporate stratedy. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ 1993-1995 ... - ΑΣΟΕΕ -Διευθυντής προγράμματος. 1995/1997 Γενικό Επιτελείο Ναυτικού-ΓΕΕΘΑ -Διεύθυνση Εξοπλισμών-Ειδικός Σύμβουλος (σχετικό 4). 1997-1999 ........ ... Διευθυντής ανάλυσης. 1999-2002 .............- Αντιπρόεδρος-Διευθυντής Ανάπτυξης (σχετικό 5). 2002-2004 ... - ..Χρηματιστηριακή- Διευθυντής Αναπτ. 2004-2009 ..- Διευθύνων Σύμβουλος (σχετικό 6). 2007-2009 . .... ΞΕΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ : `Απταιστα Αγγλικά Cambridge Proficiency . Απταιστα Γαλλικά - Sorbonne II. ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ: Ελληνική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς- Χρηματιστής Διευθυντής. Βρετανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (Financial Services Authority) Registeres Financial Director. Το Σύνολο των εταιρειών που διεύθυνα είχαν σαν αντικείμενο την παροχή πιστοποιημένων χρηματοοικονομικών χρηματιστηριακών υπηρεσιών στις επιφανέστερες ελληνικές και ευρωπαϊκές επιχειρήσεις όπως: `Ομιλος ........... σχετικό 7). `Ομιλος .... (σχετικό 8). .... (σχετικό 9). .... (σχετικό 10). .... (σχετικό 11). .... (σχετικό 12). `Ομιλος ........ (σχετικό 13). Ενώ διατηρώ στρατηγικές συμμαχίες με τα ακόλουθα τραπεζικά ιδρύματα και οργανισμούς. `Ομιλος ... (σχετικό 14). ..... ..(σχετικό 15). ..... ΤΡΑΠΕΖΑ (σχετικό 16). . (σχετικό 17). .. .. (σχετικό 18). . (σχετικό19). ... (σχετικό 20). Το 2004 ίδρυσα τον όμιλο ......αποτελούμενο από τις εξής εταιρείες : Α) ....... -Χρηματιστηριακή (σχετικό 21). Β) ....- Τραπεζικής Διαμεσολάβησης. Οι εταιρείες σε ενοποιημένη βάση είχαν έσοδα για την χρήση 2012 που ξεπερνούσαν τα 7, 5 εκατομμύρια euro (σχετικό 23). Από την εργασία μου και μόνο εισπράττω ανελλειπώς εισοδήματα που ξεπερνούν τα 150.000 euro ετησίως από το 1998 έως και σήμερα (σχετικό 24). Από τα έσοδα των εργασιών μου αγόρασα κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας τα εξής ακίνητα: Α) Ακίνητο διαμέρισμα 75 τμ. MONACO .... Β) Ακίνητο 120 τμ. ΚΑΝΝΕΣ ... (σχετικό 25). Γ. Ακίνητο 180 τμ. ITALIAS (σχετικό 26). Τον Ιανουάριο του 2001 αποφάσισα να επενδύσω στον χώρο εκμετάλλευσης Αθλητικών κέντρων εκτιμώντας ότι το κλίμα ήταν πρόσφορο. Αγόρασα έτσι τη πρώτη μου επιχείρηση στην … (...) η οποία ήταν ένα πολυτελές αθλητικό κέντρο 1500 τ.μ. το οποίο απασχολούσε 27 νέους επιστήμονες. Η επιχείρηση ήταν επικερδής και αποφάσισα να επενδύσω περαιτέρω στην ανακαίνισή της όπως και έγινε. Τον Φεβρουάριο του 2001 αποφάσισα να επεκτείνω την ως άνω δραστηριότητά του και στην αγορά του … μισθώνοντας ακίνητο εμβαδού 1000 τμ. Επί της οδού ... του … . Λόγω κεκτημένης ταχύτητας κατά τον έλεγχο των νομιμοποιητικών της συγκεκριμένης μίσθωσης έπεσα θύμα απάτης από τον ιδιοκτήτη του ακινήτου κο Μ. ο οποίος μου απέκρυπτε επιμελώς σοβαρές πολεοδομικές παραβάσεις του κτιρίου. Για τον ως άνω σκοπό ίδρυσα την εταιρεία ....... της οποίας το αρχικό αντικείμενο ήταν η εκμετάλλευση του νέου αθλητικού κέντρου του … και μεταγενέστερα αυτή όπως εξελίχθει στην εταιρεία ...... του Ομίλου που σχεδίασα για την εκμετάλλευση του ως άνω αντικειμένου (σχετικό 27). Ενεκα των πολεοδομικών προβλημάτων του κτιρίου του … η συγκεκριμένη επένδυση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ παρά το γεγονός ότι είχε προπληρωθεί το σύνολο του εξοπλισμού της. Προκειμένου να απορροφήσω την τεράστια ζημιά που θα υφιστάμουν ένεκα της επενδύσεως στο Βόλο και προκειμένου να απορροφηθεί και να αξιοποιηθεί ο ήδη παραγγελθής εξοπλισμός, μίσθωσα ένα πολυτελές ακίνητο επί της ... στο … Αττικής το οποίο έμενε να γίνει το καλύτερο αθλητικό κέντρο της Ελλάδας ( και ένα από τα καλύτερα στην Ευρώπη) έχοντας δαπανήσει για την αποπεράτωση και τον εξοπλισμό του ποσό που υπερέβαινε τα 1,5 εκατομμύρια euro, στο οποίο αθλούσαν 3.500 πελάτες και απασχολούσε 65 εργαζόμενους. Η επένδυση καλύφθηκε από ίδια κεφάλαιά μου αποκτηθέντα από την εργασία μου ως χρηματιστή και από δανεικά κεφάλαια από την ..... και ....... με την εγγύηση της πατρικής περιουσίας μου (σχετικό 28). Το σύνολο του κατασκευαστικού έργου επί του συγκεκριμένου κτιρίου ανήλθε στο ποσό των 780.000 Ευρώ το οποίο κατεβλήθηκε σε μετρητά και επιταγές, εκδόσεώς μου μεταχρονολογημένες στον εργολάβο του έργου κο Μ.. Το σύνολο της ως άνω εξοφλήθηκε ολοσχερώς. Μέρος των συνεργείων του κου Μ. ήταν και το συνεργείο του Τ. ο οποίος κατασκεύασε ξύλινα ερμάρια για τα αποδυτήρια του Γυμναστηρίου συνολικής αξίας 16.800 ευρώ ποσό για το οποίο εξοφλήθηκε ολοσχερώς. Μετά το πέρας των αρχικών εργασιών κατασκευής και την θέση σε λειτουργία αυτού του μεγαθηρίου των 2.500 τ.μ. τον Τ. δεν τον ξαείδα μέχρι το Φεβρουάριο του 2003 που ένεκα της εξαιρετικής πορείας της επιχειρήσεως μου αποφάσισα την επέκταση της αποφασίζοντας να κατασκευάσω πισίνα και Roof-Garden. Για την κατασκευή του δεύτερου εκάλεσα απευθείας τον Τ. προκειμένου να μου τοποθετήσει ξύλινο πάτωμα επί του δαπέδου της οροφής του κτιρίου εκτιμώμενου προϋπολογισμού 7.800 ευρώ. Για την συγκεκριμένη εργασία εξόφλησα προκαταβολικά τον Τ. με μετρητά και επιταγές μεταχρονολογημένες και πελατείας μου. Το ως άνω έργο ενώ ξεκίνησε ουδέποτε ολοκληρώθηκε από τον Τ. ο οποίος και δεν έλαβε οποιαδήποτε περαιτέρω ανάθεση από εμένα αφήνοντας μου χρέος το υπόλοιπο του έργου που πληρώθηκε και δεν εκτέλεσε. Ξαφνικά και ενώ ο Τ. και το συνεργείο του είχε εξαφανισθεί από το κτίριο μου την 15η Μαρτίου 2003 δέχτηκα τηλεφώνημα από την υποδιευθύντρια της .......... ................. εις την οποία διατηρούσα λογαριασμό, ότι έχει εμφανισθεί ένας Τ. στο ταμείο και ζητάει την είσπραξη επί τη εμφανίσει επιταγών εκδόσεώς μου ύψους 43.000 ευρώ ειδάλως απειλούσε με την σφράγισή τους παρά το γεγονός ότι ήταν μεταχρονολογημένες . Ευθύς αντιλήφθηκα ότι σκοπός του Τ. ήταν να με εκβιάσει με την κατάρρευση των επιχειρήσεών μου που θα είχε σαν συνέπεια η σφράγιση των επιταγών μου και ότι ενεργούσε ως εντολοδόχος και παρένθετο πρόσωπο οργανωμένου κυκλώματος τοκογλύφων και εκβιαστών (σχετικό 2α), καθ `ότι ο ίδιος δεν ήταν δικαιούχος των προς σφράγιση επιταγών (καθ` ότι το κατασκευαστικό του αντικείμενο δεν ξεπερνούσε τα 8.000 ευρώ). Τον εκάλεσα στο τηλέφωνο απεγνωσμένα προκειμένου να βρεθεί λύση και τον εκάλεσα να έρθει στο γραφείο μου. Εκείνος απάντησε αρνητικά και ότι "θα σε καταστρέψω". Στην συνέχεια ήρθα σε επαφή με τις τράπεζες μου και ειδικά με την .......... " κατάστημα ................. (...............) και τον διευθυντή του καταστήματος κύριο Κ. όπου μετά από εκτενή διαβούλευση μαζί του αποφασίστηκε η συνέχιση χρηματοδότησης της επιχειρήσεως μου ευ πλαθειν μέσω του συστήματος προεξόφλησης πιστωτικών καρτών των πελατών μου όπως και πράγματι έγινε συντηρώντας έτσι στο ακέραιο τις δανειακές μου συμβάσεις (...............) των οποίων γινόταν με προσημείωση επί της πατρικής περιουσίας μου (Σχετικό 3α). Τις επόμενες ημέρες έμαθα τυχαία από τον εργολάβο του έργου του αθλητικού μου κέντρου κ.κ. Μ. ότι ο Τ. είχε πυροβοληθεί στο πόδι από άλλους τοκογλύφους με τους οποίους είχε δοσοληψίες. Παρά την ως άνω κρίση που οργανωμένο κύκλωμα τοκογλυφίας επιχείρησε να φέρει στην επιχείρησή μου αυτή με την αγωγή της ..... .... στάθηκε όρθια συνεχίζοντας να έχει 3.500 μέλη (20 νέες εγγραφές ημερησίως) και να απασχολεί 65 υπαλλήλους. Νέα στοιχεία που προέκυψαν μετά την έκδοση της υπ` αριθμό 372- 390/2009 αποφάσεως του μεικτού ορκωτού εφετείου Αθηνών, που αφορούν στην εγκληματική δράση Τ.. Από την έρευνα που διενήργησα μαζί με τις ελληνικές και αμερικανικές υπηρεσίες μετά την έκδοση της υπ` αριθμό 372-390/2009 που αφορούν στο ποιόν του Τ. Α. προέκυψαν τα ακόλουθα συνταρακτικά στοιχεία: Α. Ο Τ. Α. (J. F.) γεννημένος στο Χαλέπι της Συρίας στις 13.11.1970 κάτοικος ... - ... 10, συμμετέχει σε ευρωπαϊκό δίκτυο οργανωμένης μουσουλμανικής τρομοκρατίας (.) και είναι πρώτος εξάδερφος του J. I., ο οποίος κρατείται σε ισπανικές φυλακές, ως ο ηθικός αυτουργός της βομβιστικής επίθεσης στον σιδηροδρομικό σταθμό ATTOCHA της Μαδρίτης (15.3.2004) με 165 νεκρούς όλοι αθώοι ισπανοί εργαζόμενοι πολίτες (σχετικό 31). Β. Έχει συλληφθεί επανειλλημένα να οπλοφορεί και να πυροβολεί σε δημόσιους χώρους σε ένοπλη συμμορία με τα αδέλφια του Α) J. K. του A. G. και της A. γεννήθηκε 13/2/1973 στο Χαλέπι της Συρίας (σχετικό 32 Β) J. T. Γ. Την 11.6.2012 αστυνομικοί της διεύθυνσης ασφαλείας Αττικής επιχείρησαν να τον συλλάβουν δυνάμει εντάλματος της ανακρίτριας Αθηνών. Εκείνος αδίστακτα πυροβόλησε και τραυμάτισε αμφοτέρους τους αστυνομικούς πράξη για την οποία καταδικάστηκε από το μεικτό ορκωτό δικαστήριο Αθηνών συνεδριάζον την 3η Δεκεμβρίου 2013 σε κάθειρξη 18 ετών για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά ελλήνων αστυνομικών (υπ` αριθμό 833, 894, 895, 928, 929, 930/2013 Μ.Ο.Ε. Αθηνών) (σχετικό 33). Δ .Συνελήφθη επανειλημμένα να πλαστογραφεί και να εκβιάζει επιφανείς έλληνες πολίτες πλαστογραφώντας επιταγές τους (σχετικό 34). Γ. Νέα στοιχεία που προέκυψαν μετά την έκδοση της 372-390 Μ.Ο.Ε. Αθηνών και αφορούν αμιγώς το συμβάν της 18.3.2003. Γ.1. Ο ίδιος ο Τ. δηλώνει στα ακόλουθα έγγραφα: Γ.1.ι. Ιδιωτικό συμφωνητικό ενώπιον του δικηγόρου Αθηνών Δημητρίου Μπαλέρμπα (..., ... ...) της 16 Δεκεμβρίου 2006 ότι: "Ουδεμία σχέση έχει ο Π. με το συμβάν της 18.3.2003" (σχετικό 35). Γ.1.ιι. Απόδειξη είσπραξης δήλωση Τ. 17.1.2007 δηλώνει: "πιστεύω ότι ο Π. δεν έχει ουδεμία σχέση με όσα κατηγορείται" (σχετικό 36). Γ.1.ιιι. Απόδειξη - Δήλωση 21/1/2007 δηλώνει "Κατόπιν νεότερης ερεύνης μου διεπίστωσα ότι ο κος Π. ουδεμία σχέση έχει με όσα κατηγορείτε και παραπέμπεται να δικάσει ενώπιον του τριμελούς ορκωτού δικαστηρίου την 9η Φεβρουαρίου 2007". (σχετικό 37). Γ2. Ο κρίσιμος μάρτυρας Ν. (δεύτερος βληθείς στα πόδια) κατά το συμβάν της 18.3.2003 δηλώνει: (Σελίς 38 πρακτικών 84-130/2007 Μ.Ο.Ε. Αθηνών) "Ακούω τον Τ. να λέει ώχ με πυροβόλησαν στα πόδια, πρέπει να ήταν όρθιος ο Τ., δεν αντιλήφθηκα τον πυροβολισμό. (Σελίς 38 πρακτικών 84- 130/2007 Μ.Ο.Ε. Αθηνών) "Δεν άκουσα πυροβολισμό καν, ακούω "ωχ το πόδι μου" κι εκεί σηκώθηκα και είδα τον Τ. που είχε πέσει στην καρέκλα κάτω και έπιανε το πόδι του". "Αν έκανε αυτή την κίνηση (Σ.) αν δηλαδή έσκυβε πάνω από τον πάγκο θα μπορούσε να τον δεί". " Ο Τ. (μετά τον πυροβολισμό) και ο αδελφός του βγαίνουν έξω από το μαγαζί και εμένα δεν με πήραν είδηση που ήμουν πεσμένος. (Σελίς (40) πρακτικών 84-130/2007 Μ.Ο.Ε. Αθηνών " Δεν έχω συναλλαγές με τον κο Π., δεν τον ξέρω, εγώ δεν άκουσα "έρχονται οι μπράβοι του Π." μίλαγαν αραβικά μεταξύ τους δεν άκουσα το όνομα Π.". Από τα παραπάνω προκύπτει περίτρανα ότι ο πυροβοληθείς μάρτυρας Ν. ο οποίος δεν είχε καμία οικονομική συναλλαγή μαζί μου και ως εκ τούτου καμία πρόθεση εκβιάσεως μου δηλώνει απερίφραστα: Α. `Ότι ο Τ. κατά και μετά τον πυροβολισμό που δέχθηκε επιπολαίως στα πόδια ήταν όρθιος και εξήλθε του καταστήματος του μετά τον πυροβολισμό που εδέχθηκε μαζί με τον αδερφό του ως να μην συνέβαινε τίποτα. Μάλιστα συμφώνως των πληροφοριών μου ο Τ. εθεάθη σε κέντρο νυχτερινής διασκέδασης την επόμενη του πυροβολισμού του εορτάζοντας προφανώς την ευκαιρία που του δόθηκε να με εκβιάζει. Β. `Ότι ο Ν. ουδέποτε άκουσε κατά το συμβάν τους δράστες ή τον ίδιο τον Τ. να αναφέρει το όνομα Π.. Γ. Εκ της φυσικής περιγραφής του χώρου του συμβάντος εκ της ώρας του συμβάντος 16.00 και εκ του πλήθους των πελατών εντός του καταστήματος του Τ. προκύπτει: Ότι δύο καλοντυμένοι άντρες εισήλθαν περί ώρα 16.15 (εργάσιμη ώρα) σε ένα μικρό μαγαζάκι με διαθέσιμο χώρο περίπου 2.5 τ.μ. εις τον οποίο βρισκόντουσαν εκτός από τα δύο αδέρφια Τ., ο πωλητής χρωμάτων Ν. και πελάτες κυριολεκτικά δηλαδή σε απόλυτο συνωστισμό. Πως ευσταθεί η κατηγορία περί ανθρωποκτόνου προθέσεως των δραστών εν μέσω τόσων μαρτύρων με τα χαρακτηριστικά τους ακάλυπτα; Πως ευσταθεί η κατηγορία περί ανθρωποκτόνου προθέσεως των δραστών ως άνω οι οποίοι ενώ είναι άριστοι σκοπευτές πυροβολούν τον παθόντα εξ επαφής (στα 1, 5 μέτρα) και τον βάλουν στην άκρη του ποδιού του επιπολαίως καθ`ότι αυτός συνεχίζει να περπατάει και να εξέρχεται του καταστήματος του συζητώντας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με τον αδερφό τους. Να περπατάει και να εξέρχεται ήρεμος του καταστήματος του (διασκεδάζοντας μάλιστα την επομένη σε νυχτερινό κέντρο); Είναι προφανές ότι αν οι δράστες είχαν ανθρωποκτόνο πρόθεση δεν θα επισκέπτονταν το Τ. στις 16.00 (εργάσιμη ώρα) στο μικροσκοπικό κατάστημά του το οποίο κατά την ώρα του συμβάντος ήταν γεμάτο πελάτες (άρα δυνητικούς μάρτυρες) και δεν θα τον πυροβολούσαν όπως έκαναν εξ επαφής (1, 5 μέτρα). στην άκρη του ποδιού του αλλά σε ζωτικά σημεία του σώματος του (κεφάλι-θώρακας). Είναι καταλυτική εξάλλου η ένορκη κατάθεση του αδερφού Τ. (J. K.) στην αστυνομία κατά την προανάκριση αμέσως μετά το συμβάν ότι "πιστεύω ότι οι δράστες ήθελαν να τρομάξουν και όχι να σκοτώσουν τον αδερφό μου". Είναι τελικώς προφανής η προσπάθεια του Τ. να με εμπλέξει στην ως άνω υπόθεση αποσπώντας μου εκβιαστικά χρήματα που δεν δικαιούταν 16 Δεκεμβρίου 2006 (ως άνω) 21 Ιανουαρίου 2007 (ως άνω) και 17 Ιανουαρίου 2007 (ως άνω). Ο Τ. είναι πρόσωπο που εμπλέκεται σε οργανωμένη τρομοκρατική δράση στην Ευρώπη (S. J.). `Εχει σχηματίσει ένοπλη ομάδα με τους αδελφούς του η οποία επιτήθετο κατά ελλήνων πολιτών σε δημόσιο χώρο φτάνοντας μάλιστα στο αποκορύφωμα να επιχειρήσει να σκοτώσει έλληνες αστυνομικούς 11/6/2012 πράξη για την οποία καταδικάστηκε σε κάθειρξη 18 ετών για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά ελλήνων αστυνομικών (833-930/13) μεικτό ορκωτό εφετείο Αθηνών (σχετικό 38). `Εχει πυροβοληθεί τουλάχιστον άλλες δύο φορές προφανώς από ανθρώπους με τους οποίους σχετίζεται δια της τρομοκρατικής δράσης του (σελίς 36 της 84- 130/2007 Μ.Ο.Ε. Αθηνών (σχετικό 39). Οι δράστες του συμβάντος της 17.3.2003 όπως προκύπτει από την αναλυτική κατάσταση εργαζομένων στην εταιρεία ............... υποβληθείσα στο Ι.Κ.Α. ουδέποτε εργάζονταν για την εταιρεία μου ή εμέ προσωπικώς και ούτε επισκεπτόταν τον χώρο του αθλητικού μου κέντρου ως πελάτες όπως προκύπτει εκ της αναλύσεως του βιβλίου πελατών της επιχειρήσεως και του ηλεκτρονικού συστήματος παρακολούθησης του (σχετικό 40). Εκ των ως άνω δεν υφίσταται οποιοσδήποτε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ εμού και των δραστών. Επιπλέον δε τούτου προκύπτει ότι ο Τ. είναι διεθνής τρομοκράτης με οργανωμένη ένοπλη δράση ο οποίος δεν διαστάζει να πυροβολήσει κατά ελλήνων αστυνομικών πόσω δε μάλλον κατά οποιουδήποτε έμπαινε στο μαγαζί του με απειλητικές διαθέσεις. Εκ των ως άνω (ώρα, τοποθεσία συμβάντος) είναι προφανές ότι οι δράστες της επιθέσεως της 17.3.2003 κατά του ...... πήγαν να του μιλήσουν και βρέθηκαν εν αμύνει με τον Τ. να οπλοφορεί και να τους απειλεί. Παρά την δυσμενή θέση εις την οποία βρέθηκαν είχαν την ψυχραιμία προκειμένου να τον αναχαιτίσουν να τον πυροβολήσουν στην άκρη του ποδιού του εξ` επαφής και ουχί σε ζωτικό σημείο του σώματός του (κεφάλι ή θώρακα) που αποδεικνύει και την έλλειψη ανθρωποκτόνου πρόθεσής τους. Είναι καταλυτική εξάλλου η κατάθεση του αδερφού Τ. (J. K.) ο οποίος ισχυρίζεται ενώπιον της αστυνομίας ότι "πιστεύω ότι οι δράστες δεν είχαν σκοπό να σκοτώσουν τον αδερφό μου αλλά να τον φοβίσουν". Προς επίρρωση του ως άνω ισχυρισμού ο μάρτυς Ν. ισχυρίζεται "δεν άκουσα κανένα πυροβολισμό- είδα τον Τ. να βγαίνει του καταστήματος του μετά τον πυροβολισμό και να συζητάει εν ηρεμία με τον αδερφό του - και ουδείς εκ των δραστών ή των παθόντων- ανέφερε κατά την διάρκεια του συμβάντος το όνομα Π.". Τέλος είναι δεδομένο ότι ο Τ. πέραν της οργανωμένης τρομοκρατικής δράσης εις την οποία συμμετέχει, συμμετέχει και σε οργανωμένο κύκλωμα τοκογλυφίας, εκβίασης και πλαστογραφίας για την οποία έχει συλληφθεί επανειλημμένα στο παρελθόν και καταδικασθεί. Τέλος εκ της συνολικής πορείας του προσωπικού και επαγγελματικού μου βίου ο οποίος παραμένει άμεμπτος (σχετικό 41) έχοντας αθωωθεί στο σύνολο των κατηγοριών εις βάρος μου που προέκυψαν από την ενορχηστρωμένη κατάρρευση της επιχειρήσεως μου ................ θα πρέπει να πιθανολογείται από εσάς ότι και στην υπόθεση Τ. κατηγορούμαι παντελώς αδίκως και μάλιστα δεν παρέστει ποτέ ο ίδιος ενώπιον τόσο του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου Αθηνών της 26ης Φεβρουαρίου 2007 όσο και στην εκδίκαση της εφέσεώς μου ενώπιον του μικτού ορκωτού εφετείου Αθηνών συνεδριάζον την 17ην Ιουνίου 2009. Το άδικο και ανυπόστατο των ως άνω καταδικών μου σε αντιδιαστολή με τον άμεμπτο και επιφανή επαγγελματικό μου βίο είχαν συνέπεια να καταστρέψουν πλήρως την υγεία μου αφού ξαφνικά (10.5.2011) έπαθα βαρειά καρδιακή προσβολή χωρίς κανένα κληρονομικό ή επιβαρυντικό παράγοντα και να υποβληθώ σε εγχείριση ανοικτής καρδιάς-τριπλής αρτηριακής μεταμόσχευσης 10.5.2011 Π.Γ.Ν. .) υφιστάμενος διαρκούς επιδείνωσης έκτοτε (σχετικό 42). Το Α` τριμελές πλημμελειοδικείο Χαλκίδας αναγνωρίζοντας την βαρύτητα της καταστάσεως της υγείας μου διέκοψε δια της 178/2013 αποφάσεως του την ποινή μου για λόγους ανήκεστου βλάβης της υγείας μου προκειμένου να νοσηλευθώ για πέντε μήνες στο Π.Γ.Ν. και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αιφνιδίου θανάτου μου (σχετικό 43). Η ως άνω απόφαση όλως παρανόμως δεν εκτελείται παρά το γεγονός ότι αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη, αναντίρρητη και εκτελεστή και παρά το γεγονός ότι το ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει καταδικάσει δια της 63054/13 αποφάσεως του την ΕΛΛΑΣ για την καθυστέρηση εκτελέσεώς της (σχετικό 44). Αξιότιμε κύριε Εισαγγελέα Επειδή κατά το δικαστήριο μετά την καταδίκη μου από το Μ.Ο.Ε. Αθηνών της 17ης Ιουλίου 2009 προέκυψαν νέα άγνωστα στους δικαστές που καταδίκασαν - γεγονότα και αποδείξεις, τα οποία μόνα τους και σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό, ότι αυτός που καταδικάστηκε (εγώ) είναι αθώος. Επειδή όπως προκύπτει εκ της στοιχειώδους αναλύσεως των καταθέσεων των αδερφών Τ. (J. F. KAI J. K.) αποδεικνύεται περίτρανα ότι αυτοί ψεύδονται προκειμένου και μόνο να με εκβιάσουν για να μου αποσπάσουν παράνομο περιουσιακό όφελος. Επειδή ο συνολικός επαγγελματικός και προσωπικός βίος μου έχει υπάρξει επιφανής και άμεμπτος ως άνω, γεγονός που δεν συνάδει με το είδος και την φύση του αποδιδομένου εις εμέ αδικήματος της απόπειρας ανθρωποκτονίας. Επειδή ο ψευδομηνυτής μου Τ. συμμετέχει ενεργά σε διεθνές κύκλωμα τρομοκρατίας με διακεκριμένη τρομοκρατική δράση (βομβιστική επίθεση στο σταθμό ATTOCHA της Μαδρίτης με 146 νεκρούς 15.3.2004) ως άνω. Επειδή ο ψευδομηνυτής μου Τ. καταδικάστηκε την 3η Δεκεμβρίου 2013/930/13 από το μεικτό ορκωτό δικαστήριο Αθηνών σε κάθειρξη 18 ετών για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά των ελλήνων εκείνων αστυνομικών που επιχείρησαν να τον συλλάβουν δυνάμει σχετικού εντάλματος της κας ανακρίτριας Αθηνών το οποίο εκδόθηκε κατόπιν των μηνύσεων μου εναντίον του για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, απόπειρας ανθρωποκτονίας, εκβίασης, πλαστογραφίας και τοκογλυφίας ως άνω. Επειδή ο ψευδομηνυτής Τ. έχει πυροβοληθεί άλλες δύο φορές προφανώς από εγκληματίες και τρομοκράτες που συνανατρέφεται. Επειδή ο ψευδομηνυτής Τ. έχει συλληφθεί και καταδικασθεί επανειλημμένα στο παρελθόν για ένοπλη επίθεση σε δημόσιους χώρους ως άνω. Επειδή ο ψευδομηνυτής Τ. έχει συλληφθεί επανειλημμένα να πλαστογραφεί και να εκβιάζει ευυπόληπτους έλληνες επιχειρηματίες. Επειδή ο ψευδομηνυτής Τ. δηλώνει σε ιδιωτικό συμφωνητικό της 16ης Δεκεμβρίου 2006 και σε πλήθος δηλώσεων αποδείξεων 21.1.2007, 2.1.2007 και 11.1.2007 ότι ο Π. ουδεμία σχέση έχει με τον πυροβολισμό που δέχθηκε στις 17.3.2003, στοιχεία που ουδέποτε παρουσιάστηκαν στο προσβαλλόμενο δικαστήριο. Επειδή ο κρίσιμος μάρτυρας (παθών) Ν. ο οποίος δεν είχε καμία σχέση η συναλλαγή μαζί μου δηλώνει ότι κατά την διάρκεια του συμβάντος της 17.3.2003 δεν άκουσε κανέναν εκ των δραστών ή εκ των παθόντων και αναφέρει το όνομα Π. . Είναι δε ιδιαίτερα αποκαλυπτικός στην περιγραφή των κινήσεων τόσο των αδερφών Τ. λέγοντας ότι δεν άκουσε κάν πυροβολισμό, είδε τον Τ. να σηκώνεται ανενόχλητος και να εξέρχεται του καταστήματος του με τον αδερφό του, όσο και των δραστών λέγοντας ότι περί ώρα 16.00 με πλήθος δεμάτων μέσα στο μικρό κατάστημα του Τ. δύο ευπαρουσίαστοι ζήτησαν να του μιλήσουν. Περιγράφει ότι ο Τ. αντέδρασε επιθετικά απέναντι τους κάνοντας κίνηση να πιάσει το όπλο του. Περιγράφει δε αποκαλυπτικά τις κινήσεις των δραστών οι οποίοι σε απόσταση εξ` επαφής (1,5 μέτρα) πυροβόλησαν τον Τ. στην άκρη της κνήμης του στεκόμενοι μάλιστα από επάνω του. Είναι προφανές εκ των ως άνω οι δράστες δεν είχαν ανθρωποκτόνο πρόθεση. Επειδή ο μάρτυρας J. K. (αδερφός του ψευδομηνυτή) δηλώνει απερίφραστα ενώπιον αστυνομικών οργάνων ότι πιστεύει ότι οι δράστες της ως άνω επιθέσεως ήθελαν να φοβίσουν και όχι να σκοτώσουν τον αδερφό του. Επειδή οι δράστες της ως άνω επιθέσεως ουδέποτε εργάζονταν ή βρίσκονταν εντός του χώρου του αθλητικού μου κέντρου καθότι τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι 3.500 πελάτες καταγραφόντουσαν αναλυτικά τόσο στις μισθολογικές καταστάσεις του ΙΚΑ, το βιβλίο πελατών και το ηλεκτρονικό σύστημα καταγραφής. Επειδή δεν είχαν κίνητρο για την ως άνω επίθεση κατά του Τ. καθότι ευρέθει εναλλακτικός τρόπος χρηματοδοτήσεως της εταιρείας μου ............ από την .......... κατάστημα Αμαρουσίου παρά την ενορχηστρωμένη προσπάθεια οργανωμένου κυκλώματος τοκογλύφων με παρένθετο πρόσωπο τον Τ. να μου αρπάξουν την επιχείρηση και την πατρώα περιουσία μου με την δόλια μαζική σφράγιση μεταχρονολογημένων επιταγών μου. Επειδή έχω αθωωθεί πανηγυρικά στο σύνολο των κακουργηματικών κατηγοριών που με βάραιναν ένεκα της δόλιας κατάρρευσης της κορυφαίας για τα ελληνικά δεδομένα επιχειρήσεώς μου ......... .. . Από το ως άνω οργανωμένο κύκλωμα τοκογλύφων με παρένθετο πρόσωπο τον Τ.. Επειδή ένεκα του αδίκου της ως άνω καταδίκης μου ως πρωτοφανούς και πλήρως ασυμβίβαστης με τον έντιμο και επιφανή βίο και επαγγελματική μου πορεία καθώς και των αρχών ήθους και συννομίας της οικογενείας μου, υπέστη ανήκουστο βλάβη στην υγεία μου αφού πάσχω πλέον όλως απροειδοποιήτως από βαρειά στεφανιαία νόσο κεντρικού αρτηριακού στελέχους καρδιάς έχοντας υποβληθεί ως κρατούμενος σε εγχείριση ανοικτής καρδιάς- τριπλής αρτηριακής παράκαμψης- μεταμόσχευσης (10.5.2011 Π.Γ.Ν. ) και υφιστάμενος διαρκούς επιδείνωσης έκτοτε. Επειδή το Α` Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας δια της 178/2013 αποφάσεως του διέταξε την διακοπή της ποινής μου για λόγους βλάβης της υγείας μου για πέντε (5) μήνες προκειμένου να μεταφερθώ στο Π.Γ.Ν. .., απόφαση που παρ`όλο που έχει καταστεί αμετάκλητη, αναντίρρητη και εκτελεστή αυτή δεν εκτελείται όλως παρανόμως προφανώς επηρεαζόμενη από την βαρύτατη παρότι άδικη καταδίκη μου από το Μ.Ο.Ε. Αθηνών δυνάμει της 372-390/09 αποφάσεώς του. Επειδή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δια της 63054/14 αποφάσεως του καταδίκασε την ΕΛΛΑΣ για την μη εκτέλεση της 178/2013 Α` Τριμελούς Χαλκίδας ως γεγονός που με εκθέτει σε θανάσιμο κίνδυνο και συνιστά κατάφορη παραβίαση του άρθρου (2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. ..." V. -Όμως τα ανωτέρω βιογραφικά του στοιχεία, που επικαλείται ο αιτών -ως "νέα γεγονότα - αποδείξεις"-, πέραν του ότι λήφθηκαν υπόψη και συναξιολογήθηκαν από το δικαστήριο (ίδετε: σελίδα 62, υπό στοιχ. 43 των πρακτικών), από μόνα τους, ή συνεκτιμώμενα, με τα στοιχεία που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο, που εξέδωσε την ως άνω -υπ` αριθ. 372, 373, 374, 375, 380- 387, 388, 389, 390/2009, απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών -της οποίας ζητείται η ακύρωση με την κρινόμενη αίτηση, δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν λόγο, που μπορεί να δικαιολογήσει την αιτούμενη επανάληψη διαδικασίας, αφού δεν καθιστούν φανερό, δηλαδή σε σημείο που να εγγίζει την βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό, ότι ο αιτών δεν τέλεσε τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε. Εξάλλου, όλοι οι ισχυρισμοί του, τα επιχειρήματα και οι αιτιάσεις του, που περιέχονται στην υπό κρίση αίτηση, αναμφίβολα, εστιάζονται γύρω, από την αξιοπιστία των κατατεθέντων από τους μάρτυρες, και γενικά γύρω από την μη ορθή αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων κατά την διάρκεια της δίκης, κατά την οποία καταδικάσθηκε, έτσι ώστε να σηματοδοτείται η επιδίωξή του -δια της ως άνω διαδικασίας- να υπάρξει, ένας νέος ουσιαστικός επανέλεγχος της κατηγορίας, ο οποίος κατά τα προεκτεθέντα είναι ανεπίτρεπτος. VI. -Ως εκ τούτου, θα πρέπει να απορριφθεί, η υπό κρίση αίτησή του για επανάληψη της διαδικασίας, -ως κατ` ουσίαν αβάσιμη-, και να επιβληθούν τα εκ διακοσίων πενήντα (250) € δικαστικά έξοδα σε βάρος του (άρθ. 583 §1 ΚΠΔ, σε συνδ. με το αρθρ. 3 §3 του Ν. 773/1977 και την 123827/23-12- 2010 Απόφαση Υπουργών Οικονομικών Δικαιοσύνης ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνουμε: 1) Να γίνει τυπικά δεκτή και ν` απορριφθεί στην ουσία της, η από 4-7-14 αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, του Σ. Π., περί επαναλήψεως, προς το συμφέρον αυτού, της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την με την έκδοση της αριθ. 372, 373, 374, 375, 380-387, 388, 389, 390/2009, απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών. 2) Να επιβληθούν τα εκ διακοσίων είκοσι (250) € δικαστικά έξοδα, σε βάρος του. Γεώργιος Μπόμπολης Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 525 παρ.1 περ. 2 του ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός των άλλων περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο αυτό περιοριστικά, και όταν, μετά την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία, μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός είναι αθώος ή καταδικάσθηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Υπάρχει δε βαρύτερο έγκλημα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, όταν τροποποιείται ουσιωδώς ο χαρακτήρας της πράξεως και μεταβάλλεται το είδος αυτής, όχι δε όταν παρέχεται η δυνατότητα επιεικέστερης μεταχειρίσεως του υπαίτιου, λόγω συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων ή άλλου λόγου μειώσεως της ποινής. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής "νέα γεγονότα ή αποδείξεις" είναι εκείνα που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και έτσι ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, ανεξαρτήτως αν υπήρχαν πριν από την καταδίκη ή προέκυψαν μεταγενέστερα. Τέτοιες αποδείξεις που μπορούν να στηρίξουν αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, αλλά και καταθέσεις ήδη εξετασθέντων, συμπληρωματικές ή τροποποιητικές ή διευκρινιστικές εκείνων που είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα, δικαστικές αποφάσεις ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Τα νέα, άγνωστα στους καταδικάσαντες δικαστές, γεγονότα ή αποδείξεις, πρέπει να αφορούν τα πραγματικά στοιχεία της υποθέσεως, τα οποία συγκροτούν το συλλογισμό του δικαστηρίου με τον οποίο δέχεται ότι συντρέχουν οι αντικειμενικοί ή υποκειμενικοί όροι τελέσεως ορισμένου εγκλήματος. Αντιθέτως, δεν περιλαμβάνονται στα άγνωστα στους δικάσαντες δικαστές γεγονότα, α) όσα είχαν τεθεί υπόψη ρητά ή εμμέσως στο δικαστήριο και απορρίφθηκαν από αυτό, ή δεν εκτιμήθηκαν προσηκόντως και β) όσα αναφέρονται στο μέρος εκείνο του συλλογισμού του δικαστηρίου, το οποίο αφορά στην ερμηνεία και την εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία καθιερώνει τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους του εγκλήματος. Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 528 παρ.1 εδ. α` και 527 παρ. 3 ΚΠΔ, αρμόδιο να αποφασίσει επί της αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας είναι το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, αν η αμετάκλητη καταδίκη απαγγέλθηκε από Εφετείο ήτοι και από ΜΟΕ. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της κρινόμενης δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την προσβαλλόμενη για επανάληψη αμετάκλητη με αρ. 372-390/2009 απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών, ο αιτών Σ. Π., απών, αλλά εκπροσωπηθείς νόμιμα από δικηγόρο, κηρύχθηκε, σε δεύτερο βαθμό, ένοχος κατά πλειοψηφία (5-2), 1) Ηθικής αυτουργίας σε δύο απόπειρες ανθρωποκτονίας, 2). Ηθικής αυτουργίας σε απλή συνέργεια Ι. Σ. στις ίδιες δύο απόπειρες ανθρωποκτονίας, 3). Ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα πλημμεληματικής εκβίασης, 4). Κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση κατ` εξακολούθηση επιταγών, 5). Ηθικής αυτουργίας σε οπλοφορία και 6). Ηθικής αυτουργίας σε οπλοχρησία σε δύο απόπειρες ανθρωποκτονίας, κατά συρροή, με χρόνο τελέσεως την 18-3-2003 και καταδικάστηκε, κατά συγχώνευση, σε συνολική ποινή καθείρξεως 29 ετών και ενός μηνός. Κατά τη γνώμη των δύο μειοψηφούντων μελών του άνω μικτού ορκωτού Εφετείου, ο αιτών έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος, κατά επιτρεπτή μεταβολή των κατηγοριών, ηθικής αυτουργίας σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη κατά συρροή και ηθικής αυτουργίας σε απλή συνέργεια σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη κατά συρροή, αντί της απόπειρας ανθρωποκτονιών που καταδικάστηκε. Οπως από την παραπάνω με αρ. με αρ. 372-390/2009 απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών και τα πρακτικά της προκύπτει, ο αιτών, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες, αναγνωσθέντα έγγραφα), κηρύχθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων, με το εξής αιτιολογικό: "Στην προκειμένη περίπτωση από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπερασπίσεως οι οποίοι εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο και αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα έγγραφα τα οποία ανεγνώσθησαν και επίσης αναφέρονται στα πρακτικά, τα πρακτικά της εκκαλούμενης αποφάσεως τα οποία ανεγνώσθησαν, τις απολογίες των αυτοπροσώπως παρισταμένων πρώτου και δευτέρου κατηγορουμένων και όλη γενικά τη διαδικασία αποδείχτηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Στις 31-1-2003 και ώρα 00:45` περίπου ο μάρτυρας κατηγορίας Π. Μ., ο οποίος διατηρούσε στην οδό … αριθ. ., στην Αθήνα (περιοχή ...), κατάστημα (μπαρ) με το διακριτικό τίτλο "...", δέχθηκε στο πιο πάνω κατάστημα του την επίσκεψη του πρώτου κατηγορουμένου Ι. Σ., τον οποίο γνώριζε από διετίας ως εργαζόμενο στην είσοδο του μπαρ "..." και μάλιστα όχι μόνο κατ` όψιν αλλά και ονομαστικά. Κατά την επίσκεψη του αυτή ο πρώτος κατηγορούμενος συνοδευόταν από το δεύτερο Ε. Κ., τον οποίο ο Π. Μ. δεν γνώριζε μέχρι τότε και οποίος του συστήθηκε ως "Μ." αλλά και από άλλα σωματώδη άτομα (περίπου δέκα), η ταυτότητα των οποίων δεν κατέστη δυνατό να διακριβωθεί και με τα οποία είχαν ενωθεί για να διαπράξουν σε βάρος του Π. Μ. το αδίκημα της εκβιάσεως. Ειδικότερα και οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι δήλωσαν στον Π. Μ. ότι εφεξής θα αναλάβουν την προστασία της επιχειρήσεως του για την αποτροπή προκλήσεως βλάβης αυτής από τρίτα πρόσωπα. Του δήλωσαν δε ότι "έχουν γνωστούς στο Εκβιαστών να μην κάνει το λάθος να μιλήσει στην αστυνομία", ενώ η όλη στάση και παρουσία τους και ιδίως το γεγονός ότι συνοδεύονταν από σωματώδη άτομα καθιστούσε σαφές ότι η μη συμμόρφωση του θα επέφερε βλάβη στην επιχείρηση του και στον ίδιο. Ο Π. Μ. αρχικά προσπάθησε να αρνηθεί αλλά στη συνέχεια, φοβούμενος τις συνέπειες, δέχθηκε να τους δώσει τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου, όπως του ζήτησαν. Στο διάστημα που επακολούθησε και μέχρι τις 13-2-2003 ο δεύτερος κατηγορούμενος τηλεφωνούσε επανειλημμένα στον Π. Μ. και του ζητούσε να του καταβάλει για την προστασία της επιχειρήσεως του το ποσό των 200 ευρώ εβδομαδιαίως. Επειδή δε εκείνος αρνούνταν, τηλεφώνησε στη σύζυγο του και της είπε "πες στον άντρα σου να μας δώσει αυτά που θέλουμε, διαφορετικά θα έχει πρόβλημα η οικογένεια του". Στις 13-2-2003 ο δεύτερος κατηγορούμενος τηλεφώνησε τον Π. Μ. και του ζήτησε να συναντηθούν στη Γλυφάδα. Ο τελευταίος δέχθηκε και, συνοδευόμενος από το γιο του Α., το βράδυ της ίδιας ημέρας συναντήθηκε με τους δύο πρώτους κατηγορουμένους σε ένα ζαχαροπλαστείο στη Γλυφάδα, όπου αυτοί επανέλαβαν τις προαναφερθείσες εκβιαστικές αξιώσεις τους. Όμως ο Π. Μ. δεν υπέκυψε στις αξιώσεις αυτές αλλά αντίθετα στις 18-2-2003 τους κατήγγειλε στην αστυνομία και ειδικότερα τον μεν πρώτο ονομαστικά διότι, όπως προαναφέρθηκε τον γνώριζε από διετίας, τον δε δεύτερο αναγνώρισε από φωτογραφίες προσεσημασμένων προσώπων, οι οποίες του επιδείχθηκαν από τους αστυνομικούς. Εν τούτοις οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι συνέχισαν τις πιέσεις προς αυτόν μέχρι τις 25-5-2003, μάλιστα δε ο δεύτερος του τηλεφώνησε απειλητικά, λέγοντας του "θα σε γαμήσω όταν σε πετύχω, θα έρθω στο σπίτι σου και θα δεις τι θα πάθεις". Από δε την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος της εκβιάσεως, προϋπόθεση που συντρέχει και επί εγκλήματος κατ` εξακολούθηση, όπως στην προκειμένη περίπτωση (Α.Π. 1074/2006 σε συμβούλιο Π.Χρ .ΝΖ.405, Α.Π.1174/ 2005 σε συμβούλιο Π.Χρ. ΝΣΤ.155), αλλά και από την υποδομή που οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως αυτής, όπως το γεγονός ότι είχαν μεριμνήσει να συνοδεύονται από μεγάλο αριθμό σωματωδών ατόμων, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος αλλά και σταθερή ροπή τους για τη διάπραξη του εγκλήματος της εκβιάσεως ως στοιχείο της προσωπικότητας τους. Για τα πιο πάνω με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα είχε καταθέσει κατά την προδικασία ο Π. Μ., ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, κατονόμασε τον πρώτο κατηγορούμενο, αναγνώρισε δε ανεπιφύλακτα το δεύτερο από φωτογραφίες οι οποίες του επιδείχθηκαν από τους αστυνομικούς. Όμως με τις καταθέσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του παρόντος δικαστηρίου αναίρεσε πλήρως εκείνες της προδικασίας, όταν δε του υποδείχθηκε τούτο με την ανάγνωση σχετικών περικοπών των προηγούμενων καταθέσεων του, προέβαλε διάφορες ασαφείς και μη πειστικές δικαιολογίες. Η πλήρης μεταστροφή των καταθέσεων του πιο πάνω μάρτυρα, που είναι συνήθης σε θύματα τέτοιου είδους πράξεων, μπορεί να αποδοθεί στο φόβο που αισθάνεται, ενόψει και του γεγονότος ότι συνεχίζει την επαγγελματική του δραστηριότητα σε νυκτερινά κέντρα, σε συνδυασμό με το ότι κατηγορούμενοι έδρασαν από κοινού με άλλα άτομα, τα οποία παραμένουν άγνωστα και ακόμα ελεύθερα. Η κρίση του δικαστηρίου για τα πιο πάνω δεν αναιρείται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η μεν μάρτυρας υπερασπίσεως Χ. Σ., μητέρα του πρώτου κατηγορουμένου, δεν καταθέτει οτιδήποτε σχετικά με την πιο πάνω κατηγορία, οι ίδιοι δε οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι με τις απολογίες τους δεν έδωσαν εύλογες και πειστικές εξηγήσεις για τις πιο πάνω πράξεις τους, επωφελούμενοι της μεταστροφής της καταθέσεως του Π. Μ.. Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη αυτής της αποφάσεως αποδείχτηκαν (κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο όσον αφορά τις αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους αξιόποινες πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή και της ηθικής αυτουργίας σε απλή συνεργεία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, παμψηφεί δε κατά τα λοιπά) τα εξής πραγματικά περιστατικά: Το καλοκαίρι του έτους 2001 ο μάρτυρας κατηγορίας και πρωτοδίκως παραστάς ως πολιτικώς ενάγων Α. Τ., ο οποίος διατηρούσε επιχείρηση εμπορίας χρωμάτων, ξυλείας και επίπλων στην οδό ... αριθ. . και ... στην Αθήνα (περιοχή ...), ανέλαβε εργολαβικά την εκτέλεση ξυλουργικών εργασιών και εργασιών διακοσμήσεως στο γυμναστήριο που διατηρούσε στη ... αριθ. 106, στα ... , ο τρίτος κατηγορούμενος Σ. Π., υπό τη μορφή ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "......". Τα συνεργεία του Α. Τ. συνέχισαν να εργάζονται στο πιο πάνω γυμναστήριο του τρίτου κατηγορουμένου και το επόμενο καλοκαίρι του έτους 2002 ενώ ήδη λειτουργούσε το γυμναστήριο, διότι ο τρίτος κατηγορούμενος του ανέθεσε και πρόσθετες εργασίες. Παράλληλα ο τρίτος κατηγορούμενος είχε αναθέσει στο Χ. Μ., εργολάβο οικοδομών, την εκτέλεση διάφορων οικοδομικών εργασιών στον ίδιο χώρο. Η συμφωνημένη αμοιβή για τις εργασίες που εκτέλεσε ο Α. Τ. ανήλθε στο ποσό των 156.000 ευρώ και για εκείνες που εκτέλεσε ο Χ. Μ. στο ποσό των 45.000 ευρώ περίπου. Εν τω μεταξύ ο τρίτος κατηγορούμενος, για να πραγματοποιήσει τα επιχειρηματικά του σχέδια, είχε προσφύγει σε δανεισμό από Τράπεζες, όμως δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. Για το λόγο αυτό, επωφελούμενος της συνεργασίας του με τον Α. Τ., ζήτησε από τον τελευταίο να ανταλλάσσουν επιταγές ευκολίας προκειμένου, καταθέτοντας αυτές που του έδινε ο τελευταίος στις Τράπεζες με τις οποίες είχε συναλλαγή, να εξασφαλίζει τη συνέχιση του δανεισμού του. Η οφειλή του από την αιτία αυτή, ενόψει του ότι όσες επιταγές δόθηκαν από αυτόν στον Α. Τ. δεν καλύφθηκαν και κάθε φορά τις αντικαθιστούσε με νέες, ανήλθε στο ποσό των 70.000 ευρώ. Εξάλλου, για να καλύψει την οφειλή του προς το Χ. Μ., ο τρίτος κατηγορούμενος παρέδωσε και σ` αυτόν μεταχρονολογημένες επιταγές, τις οποίες στη συνέχεια δεν μπορούσε να καλύψει. Στην προσπάθεια του να μην εμφανιστούν αυτές στην πληρώτρια Τράπεζα, πρότεινε στο Χ. Μ. και αυτός το δέχθηκε, να καταθέσει σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε ο τελευταίος στην Τράπεζα "....." το ποσό των 5.000 ευρώ. Όμως, χωρίς να ενημερώσει σχετικά το Χ. Μ., κατέθεσε σε μετρητά μόνο 1.000 ευρώ, έναντι δε των υπολοίπων 4.000 ευρώ κατέθεσε στο λογαριασμό του Χ. Μ. με τον αριθμό ... μία ισόποση επιταγή της Τράπεζας "......" με τον αριθμό ... που φερόταν ότι είχε εκδοθεί στην Αθήνα στις 14-2-2003 σε διαταγή του Χ. Μ. και έφερε μία δυσανάγνωστη υπογραφή στη θέση του εκδότη, ως προερχόμενη από αυτόν (τον τρίτο κατηγορούμενο). Τα στοιχεία αυτής της επιταγής τέθηκαν από τον τρίτο κατηγορούμενο, ο οποίος μάλιστα στη συνέχεια, αφού την οπισθογράφησε, θέτοντας απομίμηση της υπογραφής του φερόμενου ως λήπτη Χ. Μ. στη θέση της πρώτης οπισθογραφήσεως, εμφάνισε αυτήν στην πιο πάνω Τράπεζα και παραπλανώντας τους υπαλλήλους ως προς τη γνησιότητα της, πέτυχε να κατατεθεί το προϊόν της στον πιο πάνω λογαριασμό του, επ` ονόματι του. Η επιταγή αυτή, όπως εκ των υστέρων πληροφορήθηκε τηλεφωνικά ο Χ. Μ. από το Χ. Δ., δικαιούχο του λογαριασμού όπου συρόταν η επιταγή, είχε κλαπεί λευκή από την κατοχή του και ήταν πλαστή ως προς όλα τα στοιχεία της, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχαν τεθεί από τον τρίτο κατηγορούμενο. Στη συνέχεια ο τρίτος κατηγορούμενος, προκειμένου να κατασιγάσει τις εύλογες ανησυχίες του Χ. Μ. (τόσο για την εξόφληση της προς αυτόν οφειλής όσο και για την τυχόν δικαστική εμπλοκή του, δεδομένου ότι φαινόταν να έχει καταθέσει στο λογαριασμό του κλεμμένη και πλαστογραφημένη επιταγή), αφού ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε τίποτα για την προέλευση της επιταγής, του έδωσε έναντι της οφειλής του άλλες δύο επιταγές της ........... Τράπεζας, ήτοι μία με τον αριθμό ..., στην οποία είχε συμπληρώσει αριθμητικά το ποσό των 7.000 ευρώ και είχε θέσει την υπογραφή του εκδότη και μία με τον αριθμό ..., την οποία του παρέδωσε μόνο με την υπογραφή του εκδότη, αφήνοντας ασυμπλήρωτο το ποσό για να δείξει στο Χ. Μ. ότι τον εμπιστεύεται και ότι πρέπει και αυτός να τον εμπιστευθεί και να δεχθεί τις νέες επιταγές. Πράγματι ο Χ. Μ., μη έχοντας και άλλη επιλογή για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του, πήρε τις επιταγές. Όμως, επειδή η εμπιστοσύνη του προς τον τρίτο κατηγορούμενο είχε πλέον κλονισθεί, φρόντισε να ελέγξει ποιος ήταν ο δικαιούχος των λογαριασμών στους οποίους σύρονταν. Έτσι διαπίστωσε ότι η μεν πρώτη επιταγή προερχόταν από στέλεχος επιταγών που είχε αφαιρεθεί με ληστεία στις 20-12-2002 από τον κατασκευαστή πολυκατοικιών Μ. Κ. μαζί με τις σφραγίδες των επιχειρήσεων με τις επωνυμίες "....." και ".... ......", των οποίων ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, η δε δεύτερη επιταγή προερχόταν από στέλεχος επιταγών που ανήκε στον επιχειρηματία Σ. Π., από τον οποίο είχε κλαπεί κατά το διάστημα από 30-11-2002 έως 1-12-2002. Τις επιταγές αυτές ο Χ. Μ. τις φωτοτύπησε και τις επέστρεψε στον τρίτο κατηγορούμενο στις 5-3-2003, αφού προηγουμένως ζήτησε από τον τελευταίο να δηλώσει ενυπόγραφα πάνω στη φωτοτυπία ότι παρέλαβε τα σώματα των εν λόγω επιταγών που τα είχε δώσει στις 25-2-2003 έναντι λογαριασμού για τις εργασίες που είχαν γίνει στην επιχείρηση του, γιατί ύστερα από έλεγχο που έκανε ο Χ. Μ. "ευρέθησαν μη νόμιμες". Περαιτέρω για την κάλυψη της οφειλής του προς τον Α. Τ. ο τρίτος κατηγορούμενος είχε μεταβιβάσει σ` αυτόν πολλές επιταγές του που δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων. Μεταξύ αυτών έδωσε στον Α. Τ. τις προαναφερθείσες επιταγές με τους αριθμούς ... και ... τις οποίες του είχε επιστρέψει ο Χ. Μ., αλλά τώρα είχε προσθέσει και πάλι αυθαίρετα στη μεν πρώτη ως τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ως ημερομηνία εκδόσεως την 15-3-2003, το ποσό των 7.000 ευρώ που υπήρχε αριθμητικώς τώρα και ολογράφως και ως λήπτη τον Α. Τ., στη δε δεύτερη που ήταν λευκή ως προς όλα τα στοιχεία της πλην της φερόμενης ως υπογραφής του εκδότη, πρόσθεσε ως τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ως ημερομηνία εκδόσεως την 30-4-2003, ως ποσό αριθμητικώς και ολογράφως αυτό των 13.000.......... Τράπεζας, που είχαν αφαιρεθεί και αυτές η πρώτη από τον Μ. Κ. και η δεύτερη από το Σ. Π.. Ειδικότερα στην επιταγή με τον αριθμό ... έθεσε ως τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ως ημερομηνία εκδόσεως την 10-3-2003, το ποσό των 13.500 ευρώ αριθμητικώς και ολογράφως, στην ένδειξη "πληρώστε με την επιταγή αυτή σε διαταγή" τη φράση "εμού του ιδίου" και τέλος στη θέση του εκδότη και του πρώτου οπισθογράφου δυσανάγνωστη υπογραφή, ως προερχόμενη από το δικαιούχο του λογαριασμού όπου συρόταν η εν λόγω επιταγή, δηλαδή το Μ. Κ., εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση αυτού, αφού όπως προαναφέρθηκε ήταν προϊόν ληστείας. Εξάλλου στην επιταγή με τον αριθμό ... έθεσε ως τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ως ημερομηνία εκδόσεως την 30-3-2003, ως ποσό, αριθμητικώς και ολογράφως, αυτό των 14.637 ευρώ, στην ένδειξη "πληρώστε με την επιταγή αυτή σε διαταγή" τη φράση "εμού του ιδίου" και στη θέση του εκδότη αλλά και του πρώτου οπισθογράφου την υπογραφή του Μ. Κ. κάτω από τη σφραγίδα της εταιρείας "............." ως νομίμου εκπροσώπου αυτής, εν αγνοία του βέβαια και χωρίς τη συναίνεση του και στη συνέχεια έθεσε απομιμήσεις των υπογραφών των νομίμων εκπροσώπων των εταιρειών με τις επωνυμίες "................" και "............" ως διαδοχικών οπισθογράφων, χωρίς αυτοί να το γνωρίζουν και χωρίς τη συναίνεση τους. Εξάλλου τον Ιανουάριο του έτους 2003 ο τρίτος κατηγορούμενος παρέδωσε στον παλαιό του γνώριμο Β. Π. την επιταγή της ........ Τράπεζας με τον αριθμό ..., για να την προεξοφλήσει μέσω των συναλλαγών του με τη δική του Τράπεζα. Και η επιταγή αυτή ήταν από εκείνες που είχαν αφαιρεθεί με ληστεία από το Μ. Κ., σ` αυτήν δε ο τρίτος κατηγορούμενος συμπλήρωσε παράνομα ως τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ως ημερομηνία εκδόσεως την 30-5-2003, ως ποσό αυτό των 6.875 ευρώ αριθμητικώς και στη θέση του εκδότη, κατ` απομίμηση, την υπογραφή του Μ. Κ. ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας ".........". Εν τω μεταξύ ο κατηγορούμενος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με το Β. Π. για την πώληση σ` αυτόν της επιχειρήσεως του γυμναστηρίου και για το λόγο αυτό το Φεβρουάριο του έτους 2003 ο τελευταίος του κατέβαλε το ποσό των 150.000 ευρώ. Στη συνέχεια όμως ο κατηγορούμενος δεν προχώρησε στη μεταβίβαση του γυμναστηρίου προς το Β. Π. και δεν του απέδωσε το προαναφερθέν ποσό των 150.000 ευρώ. Το Μάρτιο του έτους 2003 ο Β. Π. προσπάθησε να εισπράξει το ποσό της επιταγής με τον αριθμό ... για την εν μέρει απόσβεση της απαιτήσεως του προς απόδοση του ποσού των 150.000 ευρώ. Τότε όμως διαπίστωσε και αυτός ότι η επιταγή είχε εκφύγει από την κατοχή του Μ. Κ. με ληστεία και είχε πλαστογραφηθεί από τον τρίτο κατηγορούμενο. Στις πιο πάνω πράξεις του προέβη ο τρίτος κατηγορούμενος με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος συνολικού ύψους 59.048 ευρώ, όσο και το ποσό των επιταγών, βλάπτοντας αντίστοιχα τους κομιστές των επιταγών. Από την επανειλημμένη δε τέλεση της πιο πάνω αξιόποινης πράξεως της πλαστογραφίας, προϋπόθεση που συντρέχει και επί εγκλήματος κατ` εξακολούθηση, όπως προαναφέρθηκε, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος αλλά και σταθερή ροπή του για τη διάπραξη του εγκλήματος της πλαστογραφίας ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Περαιτέρω ο Α. Τ. περί τις 17-3-2003 μετέβη στην πληρώτρια Τράπεζα με μία από τις προαναφερθείσες επιταγές που του είχε μεταβιβάσει ο τρίτος κατηγορούμενος προκειμένου να την εμφανίσει προς πληρωμή, εκεί όμως πληροφορήθηκε την παράνομη προέλευση της. Αφού προέβη σε σχετικό έλεγχο και για τις άλλες επιταγές και διαπίστωσε ότι όλες ήταν προϊόντα κλοπής ή ληστείας και πλαστογραφημένες, επικοινώνησε με τη δικηγόρο του προκειμένου να επιδιώξει δικαστικά την είσπραξη τους. Την ίδια ημέρα (17-3-2003) τηλεφώνησε στον τρίτο κατηγορούμενο, στον οποίο διαμαρτυρήθηκε έντονα, ανακοινώνοντας του την πρόθεση του να προσφύγει στο δικαστήριο για την ικανοποίηση των αξιώσεων του. Τότε ο τρίτος κατηγορούμενος, επιχειρώντας να τον εξαναγκάσει να μην προχωρήσει στη σφράγιση των επιταγών, του απηύθυνε την απειλητική φράση "αν τολμήσεις να μου σφραγίσεις μια επιταγή, θα φύγεις από τη ζωή. Πάρε την οικογένεια σου και φύγε με το πρώτο αεροπλάνο μακριά από την Ελλάδα". Όμως η πράξη του αυτή (της απλής εκβιάσεως) δεν ολοκληρώθηκε από λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους της θελήσεως του και συγκεκριμένα διότι ο Α. Τ. δεν παραιτήθηκε από τη δικαστική επιδίωξη της απαιτήσεως του. Στις 18:00` περίπου της επομένης (18-3-2003) ο Α. Τ. βρισκόταν στο πιο πάνω κατάστημα του στην οδό ... αριθ.. και ... και συγκεκριμένα καθόταν σε ένα γραφείο που υπήρχε πίσω από τον πάγκο του καταστήματος, μπροστά δε από το γραφείο, με γυρισμένη την πλάτη του προς τον πάγκο αλλά και προς την είσοδο του καταστήματος, καθόταν ο Δ. Ν., πωλητής χρωμάτων, με τον οποίο εκείνη την ώρα συνεργαζόταν. Την ίδια ώρα ερχόταν προς το κατάστημα ο μάρτυρας κατηγορίας K. J., αδελφός και συνεργάτης του Α. Τ., ο οποίος, όταν στάθμευσε το αυτοκίνητο του, διαπίστωσε ότι στο πεζοδρόμιο έξω από το κατάστημα στέκονταν δύο άγνωστα άτομα καθώς και οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, τους οποίους αναγνώρισε διότι τους έβλεπε στο γυμναστήριο του τρίτου κατηγορουμένου, όπου είχε εργασθεί και ο ίδιος ως συνεργάτης του αδελφού του. Επειδή γνώριζε τη διένεξη του αδελφού του με τον τρίτο κατηγορούμενο και επειδή, όπως ήδη έχει εκτεθεί, αναγνώρισε τους δύο πρώτους κατηγορουμένους, μπήκε γρήγορα στο κατάστημα φωνάζοντας στον αδελφό του "ο Π. σου έστειλε μπράβους". Ο Α. Τ. στράφηκε προς την πόρτα, απ` όπου είδε να μπαίνουν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, κρατώντας ο καθένας από ένα πιστόλι, το οποίο έφεραν μαζί τους παράνομα, δηλαδή χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, ενώ τα δύο άγνωστα άτομα έμειναν στην είσοδο του καταστήματος. Ο δεύτερος κατηγορούμενος στάθηκε στο μέσο του πάγκου του καταστήματος με το πιστόλι στο χέρι, χωρίς να κάνει χρήση του και χωρίς να μιλήσει καθόλου, ενθαρρύνοντας έτσι με την παρουσία του τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος, προβλέποντας ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα της κατωτέρω πράξεως του την πρόκληση του θανάτου του Α. Τ. και του Δ. Ν., αποτέλεσμα το οποίο επιδοκίμαζε, κινήθηκε προς το άκρο του πάγκου κρατώντας το πιστόλι και μόλις έφθασε εκεί, αφού απηύθυνε στο μηνυτή τη φράση "έλα βγες έξω μαλάκα, θα ξαναπάς στην Τράπεζα;", ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση που επέτρεπε την πλήρη σκέψη, έστρεψε το πιστόλι του κατά του Α. Τ. και, σκοπεύοντας, πυροβόλησε κατ` αυτού τη στιγμή που ο τελευταίος πεταγόταν από την καρέκλα του φωνάζοντας "όπλα". Έτσι ο πρώτος κατηγορούμενος αστόχησε και η βολίδα κτύπησε κάποιους υαλοπίνακες που ήταν ακουμπισμένοι στον τοίχο πίσω από το γραφείο. Στη συνέχεια ο πρώτος κατηγορούμενος, σκοπεύοντας και πάλι από μικρή απόσταση, πυροβόλησε για δεύτερη φορά τον Α. Τ., τον οποίο αυτή τη φορά τραυμάτισε. Εν τω μεταξύ ο μεν K. J. είχε πέσει στο έδαφος για να καλυφθεί, ο δε Δ. Ν., ο οποίος δεν είχε δει από την αρχή τους δύο πρώτους κατηγορουμένους και δεν είχε αντιληφθεί μέχρι τότε τι συνέβαινε, πετάχτηκε όρθιος και στράφηκε προς αυτούς, σηκώνοντας ψηλά τα χέρια του. Τότε ο πρώτος κατηγορούμενος, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και σκοπεύοντας ακόμα μία φορά από κοντινή απόσταση κατά του Δ. Ν., τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε. Όμως το πιο πάνω αποτέλεσμα, το οποίο ο πρώτος κατηγορούμενος προέβλεψε ως ενδεχόμενο και το οποίο αυτός επιδοκίμαζε, δηλαδή η θανάτωση των πιο πάνω παθόντων, δεν επήλθε για λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους της θελήσεως του και συγκεκριμένα επειδή οι παθόντες τραυματίστηκαν αλλά δεν επλήγησαν σε καίρια σημεία του σώματος τους. Ειδικότερα ο μεν Α. Τ. τραυματίστηκε στο μηρό του δεξιού του ποδιού και του προκλήθηκε διαμπερές τραύμα, ήτοι κυκλικό τραύμα διαμέτρου 1,4 εκατοστών στην έσω επιφάνεια του δεξιού μηρού (κάτω τριτημόριο) με την είσοδο της βολίδας του όπλου και τραύμα διαμέτρου 2 εκατοστών στην έξω επιφάνεια του δεξιού μηρού (κάτω τριτημόριο), όπου η πύλη εξόδου της βολίδας του όπλου, ο δε Δ. Ν. τραυματίστηκε στους γλουτούς και του προκλήθηκε τυφλό τραύμα με πύλη εισόδου της βολίδα του πυροβόλου όπλου τον αριστερό γλουτό και σημείο ενσφηνώσεως τον δεξιό γλουτό και ειδικότερα κυκλικό τραύμα διαμέτρου εκατοστού περίπου κατά το έξω τριτημόριο του αριστερού γλουτού, όπου η πύλη εισόδου της βολίδας του όπλου και τραύμα κατά το έξω τεταρτημόριο του δεξιού γλουτού απ` όπου αφαιρέθηκε χειρουργικά η βολίδα του όπλου. Το γεγονός ότι ο πρώτος κατηγορούμενος προέβλεψε ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα των πυροβολισμών κατά των παθόντων το θάνατο τους, καθώς και το ότι επιδοκίμαζε το αποτέλεσμα αυτό προκύπτει ιδίως από το ότι: α) πυροβόλησε κατά του Α. Τ. ενώ ο τελευταίος βρισκόταν εν κινήσει (σηκωνόταν από την καρέκλα του), τούτο δε σημαίνει ότι η βολίδα μπορούσε να τον πλήξει οπουδήποτε και να επιφέρει το θάνατο του, β) πυροβόλησε και δεύτερη φορά κατ` αυτού μετά την πρώτη άστοχη βολή και γ) πυροβόλησε στο κέντρο του σώματος του Δ. Ν., τον οποίο, λόγω του ότι και αυτός κινούνταν (σηκωνόταν από την καρέκλα του και στρεφόταν προς το μέρος του), η βολίδα μπορούσε να είχε πλήξει στην κοιλιακή χώρα. Εξάλλου από το γεγονός ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος πήγε μαζί με τον πρώτο στο κατάστημα του Α. Τ. και από το ότι στεκόταν δίπλα του εποπτεύοντας το χώρο και κρατώντας εμφανώς το όπλο που έφερε μαζί του ενώ ο πρώτος σκόπευε και πυροβολούσε τους παθόντες, προκύπτει σαφώς ότι ο δεύτερος παρείχε τη βοήθεια αυτή υποστηρίζοντας τουλάχιστον ψυχικά τον πρώτο στην τέλεση της αξιόποινης πράξεως της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με ενδεχόμενο δόλο. Τέλος την απόφαση στους δύο πρώτους κατηγορουμένους να τελέσουν τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή (ο πρώτος), της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή (ο δεύτερος), της παράνομης οπλοφορίας (και οι δύο) και της οπλοχρησίας κατά συρροή (ο πρώτος), προκάλεσε με πειθώ και φορτικοτητα και με την υπόσχεση αμοιβής, ο τρίτος κατηγορούμενος Σ. Π., ο οποίος: α) γνώριζε τους δύο πρώτους κατηγορουμένους πριν από την τέλεση των πιο πάνω αξιόποινων πράξεων τους, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι ο K. J. τους είχε δει στο γυμναστήριό του, β) είχε έλθει σε ρήξη με τον Α. Τ. εξαιτίας της δηλωμένης προθέσεως του τελευταίου να εμφανίσει στις πληρώτριες Τράπεζες τις πλαστές επιταγές που του είχε μεταβιβάσει, γ) την προηγουμένη είχε απευθύνει τηλεφωνικά στον Α. Τ. την απειλητική φράση "αν τολμήσεις να μου σφραγίσεις μια επιταγή, θα φύγεις από τη ζωή. Πάρε την οικογένεια σου και φύγε με το πρώτο αεροπλάνο μακριά από την Ελλάδα", έτσι δε δικαιολογείται και η φράση του πρώτου κατηγορουμένου "θα ξαναπάς στην Τράπεζα;". Ειδικότερα ο τρίτος κατηγορούμενος προέτρεψε τους δύο πρώτους να μεταβούν φέροντας παράνομα όπλα στο κατάστημα του Α. Τ., δίνοντας τους και τις αναγκαίες πληροφορίες, εφόσον αυτοί δεν είχαν προηγουμένως σχέση με αυτόν, επί πλέον δε προέτρεψε τον πρώτο να πυροβολήσει κατά του Α. Τ., αποδεχόμενος τη σοβαρή πιθανότητα να θανατωθεί αυτός αλλά και κάποιος άλλος από τους ευρισκόμενους τυχαία στο κατάστημα, όπως ήταν ο Δ. Ν., αποτέλεσμα το οποίο επιδοκίμαζε, ανεξάρτητα από το ότι τελικά ο πρώτος δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει την πράξη της ανθρωποκτονίας και ο δεύτερος εκείνη της απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία από λόγους που δεν ανάγονται στην πραγματική τους βούληση κατά τ` ανωτέρω. Για όλα τα πιο πάνω σαφείς και κατηγορηματικές είναι οι καταθέσεις των προαναφερθέντων μαρτύρων κατηγορίας Α. Τ. και K. J., οι οποίες ενισχύονται από: α) τις αναγνωσθείσες ιατροδικαστικές εκθέσεις, β) την αναγνωσθείσα έκθεση αυτοψίας και τις επισκοπηθείσες φωτογραφίες του χώρου του συμβάντος, γ) την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Μ. Κ., ο οποίος κατέθεσε ότι άγνωστοι αλλοδαποί με ένοπλη ληστεία του αφαίρεσαν μεταξύ άλλων ένα μπλοκ επιταγών της ......... Τράπεζας και τις σφραγίδες των εταιρειών των οποίων ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, ότι μετά τη ληστεία την οποία κατήγγειλε νόμιμα ειδοποιήθηκε από την Τράπεζα ότι ο Α. Τ. εμφανίστηκε ως κομιστής μιας από τις επιταγές, σε επικοινωνία του δε με τον τελευταίο, αυτός του είπε ότι την επιταγή του είχε μεταβιβάσει κάποιος Π. από τα ..., δ) την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Η. Ξ., πεθερού του προηγουμένου μάρτυρα, ο οποίος κατέθεσε ότι στις 18-3-2003 κατά τις απογευματινές ώρες πήγε στο κατάστημα του Α. Τ. προκειμένου να ζητήσει εξηγήσεις από αυτόν για τον τρόπο που περιήλθε στην κατοχή του η επιταγή του γαμβρού του και πριν εισέλθει στο κατάστημα είδε τους δράστες της επιθέσεως σε βάρος του και άκουσε τους πυροβολισμούς. Και ναι μεν και ο μάρτυρας αυτός στην προανακριτική του κατάθεση είχε καταθέσει ότι οι δράστες της επιθέσεως, τους οποίους τότε είχε χαρακτηρίσει ως "μπράβους", ήταν τέσσερις και ότι οι δύο έμειναν εκτός του καταστήματος και οι δύο, τους οποίους περιέγραψε, μπήκαν μέσα, ήδη δε ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου κατέθεσε ότι οι δράστες ήταν δύο και ότι δεν τους είδε καλά. Όμως αυτή η μεταστροφή της καταθέσεως του μάρτυρα μπορεί να αποδοθεί στους λόγους που προαναφέρθηκαν για τον Π. Μ., ενόψει του ότι και ο ίδιος παραδέχεται ότι από μετά τα πιο πάνω συμβάντα ο ίδιος και η οικογένεια του τελούν υπό καθεστώς φόβου. Τα πιο πάνω δεν αναιρούνται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ενόψει και του ότι η μεν μάρτυρας υπερασπίσεως Χ. Σ. δεν έχει ιδία αντίληψη για το συμβάν και η κατάθεση της στηρίζεται αποκλειστικά σε διηγήσεις του γιου της πρώτου κατηγορουμένου, οι δε πρώτος και δεύτερος κατηγορούμενοι με τις απολογίες τους δεν έδωσαν εύλογες και πειστικές εξηγήσεις για το συμβάν αυτό. Ειδικότερα ο πρώτος κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι είχε μεταβεί με ένα φίλο του (και όχι τον συγκατηγορούμενό του) στο κατάστημα του Α. Τ. διότι είχε πληροφορίες ότι αυτός πωλούσε ναρκωτικά στην ήδη αποβιώσασα αδελφή του Ε. Σ., ότι ο Α. Τ. φώναξε "βγάλτε τα όπλα" και ο Δ. Ν. κινήθηκε απειλητικά κατ` αυτού, με αποτέλεσμα να φοβηθεί και να πυροβολήσει, όμως ο ισχυρισμός του αυτός δεν επιβεβαιώνεται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Ούτε άλλωστε αντέχει στη βάσανο της λογικής να φοβάται ο αιφνιδιάζων και ένοπλος τους αιφνιδίαζα μένους και άοπλους. Εξάλλου ο δεύτερος κατηγορούμενος τηρεί αρνητική στάση, ισχυριζόμενος ότι δεν ήταν παρών στο συμβάν, επωφελούμενος του γεγονότος ότι ο μάρτυρας K. J., όταν αρχικά τον αναγνώρισε με την επίδειξη φωτογραφιών, είχε εκφράσει "μικρή επιφύλαξη". Όμως ο μάρτυρας αυτός, όταν στη συνέχεια είδε τον ανωτέρω κατηγορούμενο στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου και του παρόντος δικαστηρίου, τον αναγνώρισε ανεπιφύλακτα. Τέλος ο τρίτος κατηγορούμενος, εκπροσωπηθείς δια πληρεξουσίου συνηγόρου και μη εμφανισθείς αυτοπροσώπως στο παρόν δικαστήριο, όπως άλλωστε έπραξε και πρωτοδίκως, δεν εξέθεσε ο ίδιος τις απόψεις του ενώπιον του δικαστηρίου, για να εκτιμηθεί η ειλικρίνεια και η βασιμότητα τους. Ενόψει όλων των ανωτέρω πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των αποδιδόμενων σ` αυτούς αξιόποινων πράξεων, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό, κατά τη γνώμη μεν που επικράτησε στο δικαστήριο όσον αφορά τις πράξεις που αναφέρονται πιο κάτω με τα στοιχεία 1α, 2α, 3α και 3β, παμψηφεί δε όσον αφορά τις λοιπές και ειδικότερα: 1) ο πρώτος εξ αυτών Ι. Σ.: α) της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή, β) της απόπειρας εκβιάσεως κατά συναυτουργία και κατ` εξακολούθηση με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος και ζωής κατά του ίδιου του παθόντος και της οικογενείας του και με απειλή βλάβης της επιχειρήσεως του, καθώς και με προσφορά παροχής προστασίας για την αποτροπή προκλήσεως τέτοιας βλάβης από τρίτα πρόσωπα, κατά συνήθεια και κατ` επάγγελμα, γ) της συμμορίας, δ) της παράνομης οπλοφορίας και ε) της οπλοχρησίας κατά συρροή, 2) ο δεύτερος εξ αυτών Ε. Κ.: α) της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή, β) της απόπειρας εκβιάσεως κατά συναυτουργία και κατ` εξακολούθηση με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος και ζωής κατά του ίδιου του παθόντος και της οικογενείας του και με απειλή βλάβης της επιχειρήσεως του, καθώς και με προσφορά παροχής προστασίας για την αποτροπή προκλήσεως τέτοιας βλάβης από τρίτα πρόσωπα, κατά συνήθεια και κατ` επάγγελμα, γ) της συμμορίας και δ) της παράνομης οπλοφορίας και 3) ο τρίτος εξ αυτών Σ. Π.: α) της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή, β) της ηθικής αυτουργίας σε απλή συνεργεία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή, γ) της απόπειρας εκβιάσεως δ) της πλαστογραφίας με χρήση κατ` εξακολούθηση κατ` επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, ε) της ηθικής αυτουργίας σε παράνομη οπλοφορία κατά συρροή και στ) της ηθικής αυτουργίας σε οπλοχρησία κατά συρροή, απορριπτόμενου κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο του αυτοτελούς ισχυρισμού του τρίτου κατηγορουμένου ότι η τελεσθείσα από τον πρώτο κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη έπρεπε, κατ` επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να χαρακτηρισθεί ως σκοπούμενη σωματική βλάβη και του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρώτου κατηγορουμένου ότι η πράξη αυτή έπρεπε, κατ` επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας να χαρακτηρισθεί ως επικίνδυνη σωματική βλάβη. Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών του δικαστηρίου, των ενόρκων.., από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν προηγουμένως δεν αποδείχτηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είχε πρόθεση να σκοτώσει τους Α. Τ. και Δ. Ν. ούτε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος παρέσχε στον πρώτο απλή συνεργεία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση ούτε ότι ο τρίτος προέτρεψε με πειθώ και φορτικότητα τους δύο πρώτους να τελέσουν τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή ο πρώτος και της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συρροή ο δεύτερος, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, ενόψει και του ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν άριστος σκοπευτής και αν είχε ανθρωποκτόνο πρόθεση εύκολα μπορούσε να επιτύχει το σκοπό του. Αντίθετα, κατά τη γνώμη των πιο πάνω μειοψηφούντων μελών του δικαστηρίου, έπρεπε, κατά παραδοχή της σχετικής προτάσεως του Εισαγγελέως και του σχετικού ισχυρισμού του τρίτου κατηγορουμένου, να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι ένοχοι: 1) ο πρώτος εξ αυτών Ι. Σ. βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης κατά συρροή κατ` επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή, 2) ο δεύτερος εξ αυτών Ε. Κ. απλής συνέργειας σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη κατά συρροή κατ` επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή και 3) ο τρίτος εξ αυτών Σ. Π. α) ηθικής αυτουργίας σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη κατά συρροή κατ` επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή και β) ηθικής αυτουργίας σε απλή συνεργεία σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη κατά συρροή κατ` επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας της ηθικής αυτουργίας σε απλή συνεργεία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή, απορριπτόμενου και κατά τη γνώμη των μειοψηφούντων μελών του δικαστηρίου του ισχυρισμού του πρώτου κατηγορουμένου ότι η τελεσθείσα από αυτόν αξιόποινη πράξη έφερε τα χαρακτηριστικά της επικίνδυνης σωματικής βλάβης. Τέλος ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου ότι βρισκόταν σε άμυνα, πέρα από την αοριστία του, η οποία έγκειται στο ότι αυτός δεν ισχυρίζεται καν ότι υπήρχε άδικη και παρούσα επίθεση που στρεφόταν εναντίον του, είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέος ως κατ` ουσίαν αβάσιμος, αφού, με βάση τα παραπάνω γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα ως προς τις συνθήκες τελέσεως των αξιόποινων πράξεων του δεν αποδείχτηκε ότι αυτός δέχθηκε τέτοια επίθεση." 

Με την κρινόμενη αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας ο αιτών, ισχυριζόμενος ότι είναι αθώος και άδικα καταδικάστηκε από δικαστική πλάνη για έγκλημα που δεν διέπραξε, άλλως, κατ`εκτίμηση, ότι καταδικάστηκε για εγκλήματα βαρύτερα εκείνων που τέλεσε, επικαλείται και προσκομίζει ως νέες αποδείξεις, μεταγενέστερες του χρόνου διεξαγωγής της δίκης του στο άνω ΜΟΕ Αθηνών(Ιούνιο 2009), α) διάφορα έγγραφα που αφορούν τις σπουδές του, την επαγγελματική - οικονομική του πορεία και επενδύσεις του για εκτίμηση της προσωπικότητάς του, που φανερώνουν ότι δε μπορούσε να δώσει εντολή ανθρωποκτονιών στους φυσικούς αυτουργούς με αμοιβή, β) διάφορα έγγραφα (σχετικά της αιτήσεώς του με αρ. 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37), που καταδεικνύουν την εγκληματική προσωπικότητα και διεθνή και εσωτερική εγκληματική δράση του πρώτου εκ των παθόντων την απόπειρα ανθρωποκτονίας, του Σύριου Α. Τ. και έγγραφες δηλώσεις του ιδίου, αλλά και του αδελφού του K. Τ., ότι ο αιτών την επανάληψη δεν έχει σχέση με τα συμβάντα της 18-3- 2003 και με όσα κατηγορείται και ότι οι δύο δράστες της ως άνω επιθέσεως ήθελαν απλώς να φοβίσουν και όχι να φονεύσουν τον Α. Τ., γ) την με αρ. 833-930/2013 απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών, που καταδίκασε τον παθόντα Α. Τ. σε κάθειρξη 18 ετών, για απόπειρα ανθρωποκτονίας αστυνομικών της ΕΛΑΣ, που επιχείρησαν να τον συλλάβουν, σε εκτέλεση εντάλματος σύλληψης του Ανακριτή Αθηνών, για διωχθείσες κακουργηματικές πράξεις εγκληματικής οργάνωσης, απόπειρας ανθρωποκτονίας, εκβίασης και τοκογλυφίας, κατόπιν μηνύσεων του αιτούντος, που αναδεικνύουν και την προσωπικότητα του πρώτου παθόντος, δ) Δύο ένορκες καταθέσεις νέων μαρτύρων στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου, ήτοι επικαλείται νέα έγγραφα και εμμάρτυρα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία ομού με τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας, εξετασθέντες μάρτυρες, αναγνωσθέντα έγγραφα, καταδεικνύουν με βεβαιότητα την αθωότητά του, άλλως την ευθύνη του για ηθική αυτουργία σε απόπειρα σκοπούμενης σωματικής βλάβης, όπως έκρινε η μειοψηφούσα γνώμη δύο μελών του ΜΟΕ και όχι για ηθική αυτουργία σε απόπειρα τέλεσης δύο ανθρωποκτονιών. Από τα παραπάνω νέα αποδεικτικά στοιχεία σε συνδυασμό με όλα τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, που προκύπτουν από τα πρακτικά της με αρ. 372-390/2009 αποφάσεως του ΜΟΕ Αθηνών, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο καταδικασθείς αιτών την επανάληψη της διαδικασίας Σ. Π., μετά την άνω καταδίκη του, στις 10-5-2011 υπέστη καρδιακή προσβολή και υποβλήθηκε σε εγχείρηση ανοικτής καρδιάς, τριπλής αρτηριακής μεταμόσχευσης στο ΠΓΝ .., λόγος για τον οποίον, με τη με αρ. 178/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδος, διεκόπη η έκτιση της άνω επιβληθείσας σε αυτόν ποινής καθείρξεως 29 ετών και ενός μηνός, λόγω ανήκεστης βλάβης της υγείας του και μάλιστα, με τη με αρ. 63054/2013 απόφαση του ΕΔΔΑ, κατόπιν προσφυγής του, καταδικάστηκε η Ελλάδα, για καθυστέρηση εκτέλεσης της παραπάνω απόφασης διακοπής της έκτισης της ποινής του. Από το σύνολο των παραπάνω αποδεικτικών στοιχείων, συνάγεται ότι ο παθών Α. Τ., είχε οικονομικές αξιώσεις κατά του αιτούντος από εκτέλεση εργολαβίας σε κατασκευαζόμενο στα ... Γυμναστήριο του αιτούντος και από τοκογλυφικά δάνεια και από κατοχή πλαστών επιταγών σε βάρος του αιτούντος, τον οποίο, βρισκόμενο σε αδυναμία πληρωμών και εκβίαζε για να πληρωθεί, ενώ ο αιτών βρισκόταν υπό χρεωκοπία και αδιέξοδα, γιαυτό και με εντολή του (του αιτούντος), με υπόσχεση αμοιβής, πείστηκαν και κινήθηκαν οι δύο δράστες των πυροβολισμών, Ι. Σ. και Ε. Κ., με σκοπό να απειλήσουν, να εκβιάσουν και να αποτρέψουν τον Α. Τ. από κάθε δικαστική κίνηση, σφράγιση ακάλυπτων επιταγών σε τράπεζες και επιδίωξη ικανοποίησης των απαιτήσεών του, και έτσι αυτοί οι ανωτέρω δύο, κατ`εντολή του αιτούντος, μετέβησαν την 18-3-2003, στο μικρό κατάστημα χρωμάτων- επίπλων του Α. Τ., χωρίς καλυμμένα τα πρόσωπά τους και οπλοφορούντες, κρατώντας ανά χείρας πιστόλια, ενώ δύο ακόμα άλλα άγνωστα συνεργά πρόσωπα, στάθηκαν στην είσοδο του καταστήματος για υποστήριξη, εισήλθαν στο κατάστημα, μπροστά σε πελάτες, όπως του τυχαία παρευρισκόμενου και μη έχοντος σχέση με την υπόθεση και τη διαφορά του αιτούντος, του παθόντος Δ. Ν., και ο από αυτούς Ι. Σ., λέγοντας στον Α. Τ. " έλα βγες έξω μαλάκα, θα ξαναπάς στην τράπεζα .. ", πυροβόλησε πρώτα κάποιους υαλοπίνακες που ήταν στον τοίχο, πάνω και πίσω από το γραφείο που καθόταν ο Α. Τ. και με δεύτερη σφαίρα κτύπησε αυτόν, που κινήθηκε να τραβήξει πιστόλι, στον μηρό δεξιού ποδιού, προκαλώντας του διαμπερές τραύμα. Στη συνέχεια, ο Ι. Σ., επειδή ο παθών παρευρισκόμενος πελάτης Δ. Ν., μετά τους άνω δύο πυροβολισμούς, σηκώνοντας τα χέρια του στράφηκε με σηκωμένα τα χέρια κατά του πυροβολήσαντος Ι. Σ., πυροβόλησε και αυτόν ρίχνοντας μία ακόμα σφαίρα και τον τραυμάτισε στον αριστερό γλουτό, προκαλώντας του διαμπερές τραύμα από κοντινή απόσταση. Οι εξετασθέντες στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου μάρτυρες κατέθεσαν ότι ο αιτών σε καμία περίπτωση δεν έβαλε τους δύο αυτουργούς να αποπειραθούν την ανθρωποκτονία του Α. Τ., αλλά απλώς να τον απειλήσουν. Ενόψει όλων των εν γένει συνθηκών τελέσεως των παραπάνω αδικημάτων, με συμμετοχή τεσσάρων ανδρών με πιστόλια για εκβίαση του Α. Τ., μέσα στο κατάστημά του σε ώρα κίνησης, χωρίς κάλυψη των προσώπων τους και με πυροβολισμούς μόνον από τον ένα από αυτούς, τον Ι. Σ., με πυροβολισμούς από πολύ κοντινή απόσταση 1,5 μέτρου, από έμπειρους πληρωμένους οπλοφόρους, συνάγεται η κρίση, ότι σκοπός αυτών και του ηθικού αυτουργού αιτούντος δεν ήταν η ανθρωποκτονία ή η απόπειρα ανθρωποκτονίας, την οποία αν είχαν αποφασίσει και θελήσει, ασφαλώς εύκολα θα είχαν επιτύχει από τόση κοντινή απόσταση και δεν θα αστοχούσε ο Ι. Σ., όπως δέχθηκε το ΜΟΕ, αλλά σκοπός των δραστών ήταν να εκφοβίσουν και να εκβιάσουν τον πρώτο παθόντα Α. Τ. και να τον αποτρέψουν από κάθε δικαστική κίνηση, σφράγιση ακάλυπτων επιταγών σε τράπεζες και επιδίωξη ικανοποίησης των απαιτήσεών του, ήτοι διάπραξης απόπειρας σκοπούμενης σωματικής βλάβης, για την οποία και τους είχεν παρακινήσει και προκαλέσει την απόφαση ο νυν αιτών Σ. Π.. Κατ` ακολουθία των παραπάνω, από τα άνω επικαλούμενα ως νεότερα ως παραπάνω στοιχεία, αποτελούντα νέα άγνωστα στοιχεία στους δικαστές και στους ενόρκους που τον καταδίκασαν, από μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, που είχαν προσκομισθεί και συνεκτιμηθεί προηγουμένως από τους δικαστές στο δικάσαν την εν λόγω υπόθεση δευτεροβάθμιο ΜΟΕ Αθηνών, γίνεται φανερό ότι ο καταδικασθείς αιτών, δεν είναι αθώος, πλην καταδικάστηκε για εγκλήματα βαρύτερα εκείνων που διέπραξε και δη καταδικάστηκε για την άνω αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα δύο ανθρωποκτονιών με πρόθεση, ηθικής αυτουργίας σε απλή συνέργεια απόπειρας δύο ανθρωποκτονιών και ηθικής αυτουργίας οπλοχρησίας κατά συρροή στις άνω απόπειρες ανθρωποκτονιών, ενώ έπρεπε να καταδικαστεί για ελαφρότερα εγκλήματα ηθικής αυτουργίας σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη κατά συρροή και ηθικής αυτουργίας σε απλή συνέργεια βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης κατά συρροή (άρθρου 310 παρ.3 ΠΚ) και για ηθική αυτουργία σε οπλοχρησία για τέλεση των παραπάνω πράξεων, όπως έκρινε και η μειοψηφούσα γνώμη δύο μελών του άνω ΜΟΕ Αθηνών. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ` ουσίαν βάσιμη, αφού τροποποιείται ουσιωδώς ο χαρακτήρας των πράξεων που τέλεσε ο αιτών και μεταβάλλεται το είδος και η απειλούμενη ποινή αυτών και πρέπει να ακυρωθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, για τα εγκλήματα μόνον που επηρεάζονται από την παραπάνω διαφορετική εκτίμηση, όπως στο διατακτικό. Λόγω δε παραδοχής της κρινόμενης αίτησης επανάληψης, το κατά την παρ. 6 του άρθρου 527 ΚΠΔ προβλεπόμενο επεκτατικό αποτέλεσμα, θα ισχύσει για όλους όσους καταδικάστηκαν ως φυσικοί αυτουργοί, αφού οι λόγοι για τους οποίους έχει ζητηθεί και έγινε δεκτή η αίτηση, δεν αφορούν και δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του αιτήσαντος την επανάληψη ηθικού αυτουργού. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται εν μέρει την από 4-7-2014 αίτηση του Σ. Π. του Α. περί επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας η οποία περατώθηκε με την έκδοση της αμετάκλητης με αρ. 372-390/2009 αποφάσεως του ΜΟΕ Αθηνών, κατά τις διατάξεις της που κήρυξε ένοχο τον αιτούντα, για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα δύο ανθρωποκτονιών με πρόθεση, ηθικής αυτουργίας σε απλή συνέργεια απόπειρας δύο ανθρωποκτονιών και ηθικής αυτουργίας οπλοχρησίας κατά συρροή και κατά τις διατάξεις που επέβαλε ποινές για τις άνω ακυρούμενες πράξεις και συνολική ποινή. Επεκτείνει το άνω ακυρωτικό αποτέλεσμα και στους φυσικούς αυτουργούς των ανωτέρω μόνον αξιοποίνων πράξεων Ι. Σ. και Ε. Κ. και ακυρώνει την απόφαση και κατά τις ανωτέρω μόνον πράξεις και ως προς αυτούς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2014. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Ρ.Κ.

Must red-read

Ενδοοικογενειακή παράνομη βία vs Αυτοδικία

    Μία ενδιαφέρουσα αίτηση αναίρεσης της Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, Χριστιάνας Φραγκιά   607/2024 ΑΠ (ΠΟΙΝ)  (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Ενδο...