Ήταν πεταμένα στον κάδο
για τα σκουπίδια
μα σαν λεπίδια πλήγωναν
το ζητιάνο που τα ανακάτευε
μήπως βρεί κάτι να φάει
στην μεταμεσονύχτια βόλτα του
εκεί που σουλάτσαρε, δίπλα στις αμαρτίες
με τι κακουχίες καμουφλαρίστηκε
και τον περνούσαν ζητιάνο
αυτός, ο ρακένδυτος που τρεφόταν
από τα ραβασάκια της αγάπης
των σκουπιδιών
και κάθε νύχτα διάβαζε ένα
στις αθώες υπάρξεις της νυχτόβιας
απερισκεψίας, να θυμάται το παρελθόν του
ποιός θα θυμάται ότι κάποτε δεν ήταν ζητιάνος
μόνο τα σκουπίδια που κατανάλωσε
κι όσο βρώμικο κι αν είναι το περιτύλιγμα
το δώρο ποτέ δεν πετάχτηκε στα σκουπίδια
το αναζητάει που και που στη νηστική θάλασσα
από τα σώματα που βυθίζονται χωρίς ηδονή
ξέρεις, τα παρθένα, που πρέπει να θυσιαστούν
προ της εκλείψεως, και σίγουρα όχι με πανσέληνο
οι άλλοι ζητιάνοι δεν ψάχνουν γράμματα
αυτός όμως πίστευε σε θαύματα
μπορεί τα σκουπίδια να μιλάνε;
μόνο τη φωνή όσων τα έριψαν
αλλά πόσο αρσιβαρίστας αλλότριας ψυχής να παραμένεις
και γιατί εάν αυτή στα σκουπίδια βρίσκεται;
ήταν δώρο από την πλήξη
ποιό αντίδωρο στη λήθη
σκουπίδια ήταν, μην τους δίνεις τόση σημασία.