Λυσιτελώς αναφέρομαι στον Ύψιστο
και σου λέω, αυτή τη φορά εισακούστηκα
πολύ γενναιόδωρος να με ακούει
και να ανταποκρίνεται
Και τι διέταξε, ψιθύρισε συνωμοτικά ο δικέρατος
επάρατος νόσος η μητέρα καχυποψία
Μα να μην πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός κατ'ανάγκη;
δεν είχα ποτέ μου τέτοια αφοσίωση στα θαύματα
εγκαταλελειμμένη σαν ήταν η ειδωλολάτρισσα φύση μου
από στέρηση σε είδωλα και ιδεώδη
είπα να προσποριστώ λίγη ματαιότητα
από τη ματαιόδοξη φύση του έκπτωτου
έτσι για λίγο αλατοπίπερο στις πλήγες μου
που θυσίασα, μήπως έρθει η σειρά μου
όταν έπρεπε να τις προσφέρω, καθημερινά
στα αζήτητα, όνειρα ή πτώματα
μα δεν ζήτησα τίποτε
παρά μόνο να γίνω και γω λίγο μάγος