Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αποζημίωση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αποζημίωση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Η Google τιμωρείται με αποζημίωση από Ελληνικό Δικαστήριο


 


Ακολουθεί απόσπασμα της υπ'αριθμ. 457/2016 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Πρόεδρος Θεοδούλη Οικονόμου, Βασίλης Μαλάμος, Εισηγήτρια Μανουέλα Παντελιά), με την οποία η Google υποχρεώνεται σε αποζημίωση 100.000 ευρώ για την προσβολή της προσωπικότητας πασίγνωστου επιχειρηματία και εφοπλιστή, που προξενήθηκε από την παράλειψή της να διαγράψει τα αντίγραφα των αρχείων/σελίδων που περιλάμβαναν προσβλητική ανάρτηση άγνωστου blogger.


Τα ιστολογία είναι διαδικτυακά ημερολόγια που περιλαμβάνουν υπερζεύξεις και καταχωρήσεις απόψεων, έχουν δε ως «βασική μονάδα» τους τις καταχωρήσεις και όχι τις εκάστοτε «σελίδες», όπως συμβαίνει με τους ιστοτόπους. Ο κάτοχος-διαχειριστής του διαδικτυακού ημερολογίου, ο οποίος μπορεί να είναι επώνυμος, ανώνυμος ή με ψευδώνυμο, καταγράφει, ανακοινώνει και καταθέτει τις απόψεις του σ' αυτό για διάφορα ζητήματα, ενώ τα ιστολογία είναι δυνατό να συνδέονται με άλλους ιστοτόπους, ιστοσελίδες και να επιτρέπουν στους χρήστες-αναγνώστες τους να απαντήσουν στις απόψεις του γράφοντος, ανακοινώνοντας στο ίδιο ιστολόγιο τα δικά τους σχόλια, που είναι επίσης αναγνώσιμα από όλους τους τρίτους χρήστες του διαδικτύου. Τα ιστολογία συντηρούν οι χρήστες τους που ανταλλάσσουν απόψεις μέσω του ιστολογίου, το οποίο είναι διαδραστικό μέσο που διαφέρει από τις ιστοσελίδες που διατηρούν στο διαδίκτυο τα μέσα ενημέρωσης, γιατί η διαμόρφωση του περιεχομένου του δεν αποφασίζεται μόνο από τον κάτοχο - διαχειριστή του, αλλά από όλους τους χρήστες -αναγνώστες του ιστολογίου (βλ. Σ. Τάσση, Διαδίκτυο και ελευθερία έκφρασης - το πρόβλημα των blogs, ΔΙΜΕΕ, 2006.518 επ.). Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό, ότι ακόμη και στην περίπτωση που ο κάτοχος - διαχειριστής μπορεί, με τη χρήση στοιχείων πρόσβασης, να επιλέξει ποιοι από τους χρήστες - αναγνώστες επιτρέπεται να αναρτήσουν δικά τους σχόλια στο ιστολόγιό του, δεδομένου ότι η δυνατότητα αυτή εξαρτάται από το εκάστοτε λογισμικό που χρησιμοποιείται για κάθε ιστολόγιο, δεν είναι σε θέση να ελέγξει το αληθές ή όχι των χορηγουμένων από τον εκάστοτε αναγνώστη προσωπικών του δεδομένων, διότι είναι πολύ πιθανό ο αναγνώστης να χρησιμοποιεί ψευδώνυμο, οπότε είναι δυσχερέστατη η αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας. Έτσι, η επέμβαση του κατόχου-διαχειριστή είναι συνήθως κατασταλτική. Τα διαδικτυακά ημερολόγια συνδέονται μεταξύ τους στενά και έτσι έχουν αναπτύξει το δικό τους πολιτισμό. Στη συνείδηση των χρηστών του διαδικτύου, τα ιστολογία έχουν τη θέση του μέσου, όπου η ελευθερία της έκφρασης εφαρμόζεται στην απόλυτη μορφή της. Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, ο σκοπός της δημιουργίας και ο προορισμός της λειτουργίας των blogs και ιδίως μάλιστα όσων δεν έχουν ειδησεογραφικό περιεχόμενο, δεν είναι η διάδοση πληροφοριών με σκοπό τη μαζική ενημέρωση, στοιχείο απαραίτητο για το χαρακτηρισμό ενός εντύπου (γραπτού ή ηλεκτρονικού) ως τύπου αλλά η ανταλλαγή απόψεων, ιδεών, σκέψεων και αναλύσεων, μέσω ενός μηχανισμού δυναμικής επικοινωνίας και με τη χρήση ενός μέσου που λόγω της φύσεώς του έχει μεν πράγματι ως άμεσο και αναγκαίο επακόλουθο να καθίσταται το περιεχόμενο των κειμένων τους προσβάσιμο σε απεριόριστο αριθμό ατόμων, δίχως όμως αυτό να αποτελεί τον αυτοσκοπό του διαχειριστή και κατόχου τους ως και των αναγνωστών τους. Περαιτέρω, κατά το πδ 131/2003, το οποίο ενσωμάτωσε στο ημεδαπό δίκαιο την Οδηγία 2000/31 για το ηλεκτρονικό εμπόριο και την κοινωνία της πληροφορίας ορίζεται μεταξύ άλλων (άρθρο 1) «Φορέας παροχής υπηρεσιών : κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει μια υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, Αποδέκτης της υπηρεσίας : κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί, επαγγελματικώς ή άλλως, μια υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως για να αναζητήσει πληροφορίες ή για να προσφέρει πρόσβαση σε αυτές.», (άρθρο 11) «Απλή μετάδοση 1. Σε περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας συνισταμένης στη μετάδοση πληροφοριών που παρέχει ο αποδέκτης της υπηρεσίας σε ένα δίκτυο επικοινωνιών ή στην παροχή πρόσβασης στο δίκτυο επικοινωνιών, δεν υφίσταται ευθύνη του φορέα παροχής υπηρεσιών όσον αφορά τις μεταδιδόμενες πληροφορίες, υπό τους όρους ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών: α) δεν αποτελεί την αφετηρία της μετάδοσης των πληροφοριών, β) δεν επιλέγει τον αποδέκτη της μετάδοσης και γ) δεν επιλέγει και δεν τροποποιεί τις μεταδιδόμενες πληροφορίες. 2. Οι δραστηριότητες μετάδοσης και παροχής πρόσβασης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν την αυτόματη, ενδιάμεση και προσωρινή αποθήκευση των μεταδιδομένων πληροφοριών, στο βαθμό που η αποθήκευση εξυπηρετεί αποκλειστικά την πραγματοποίηση της μετάδοσης στο δίκτυο επικοινωνιών και η διάρκεια της δεν υπερβαίνει το χρόνο που είναι ευλόγως απαραίτητος για τη μετάδοση. 3. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τη δυνατότητα να επιβληθεί δικαστικά ή διοικητικά στον φορέα παροχής υπηρεσιών η παύση ή η πρόληψη της παράβασης», (άρθρο 12) «Αποθήκευση σε κρυφή μνήμη 1. Σε περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, η οποία συνίσταται στη μετάδοση πληροφοριών που παρέχει ένας αποδέκτης υπηρεσίας σε ένα δίκτυο επικοινωνιών, δεν υφίσταται ευθύνη του φορέα παροχής της  
υπηρεσίας, όσον αφορά την αυτόματη, ενδιάμεση και προσωρινή αποθήκευση των πληροφοριών, η οποία γίνεται με αποκλειστικά σκοπό να καταστεί αποτελεσματικότερη η μεταγενέστερη μετάδοση των πληροφοριών προς άλλους αποδέκτες της υπηρεσίας, κατ' αίτησή τους, υπό τους όρους ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών: (α) δεν τροποποιεί τις πληροφορίες, (β) τηρεί τους όρους πρόσβασης στις πληροφορίες, (γ) τηρεί τους κανόνες που αφορούν την ενημέρωση των πληροφοριών, οι οποίοι καθορίζονται κατά ευρέως αναγνωρισμένο τρόπο και χρησιμοποιούνται από τον κλάδο, (δ) δεν παρεμποδίζει τη νόμιμη χρήση της τεχνολογίας, η οποία αναγνωρίζεται και χρησιμοποιείται ευρέως από τον κλάδο, προκειμένου να αποκτήσει δεδομένα σχετικά με τη χρησιμοποίηση των πληροφοριών, και (ε) ενεργεί άμεσα προκειμένου να αποσύρει τις πληροφορίες που αποθήκευσε ή να καταστήσει την πρόσβαση σε αυτές αδύνατη, μόλις αντιληφθεί ότι οι πληροφορίες έχουν αποσυρθεί από το σημείο του δικτύου στο οποίο βρίσκονταν αρχικά ή η πρόσβαση στις πληροφορίες κατέστη αδύνατη ή μια δικαστική ή διοικητική αρχή διέταξε την απόσυρση των πληροφοριών ή απαγόρευσε την πρόσβαση σε αυτές. 2. Το παρόν άρθρο δεν θίγει την δυνατότητα να επιβληθεί δικαστικά ή διοικητικά στο φορέα παροχής υπηρεσιών η παύση ή η πρόληψη της παράβασης», (άρθρο 13) «Φιλοξενία 1. Σε περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας συνισταμένης στην αποθήκευση πληροφοριών παρεχομένων από ένα \^ αποδέκτη υπηρεσίας, δεν υφίσταται ευθύνη του φορέα παροχής της υπηρεσίας για τις πληροφορίες που αποθηκεύονται μετά από αίτηση αποδέκτη της υπηρεσίας, υπό τους όρους ότι: (α) ο φορέας παροχής της υπηρεσίας δεν γνωρίζει πραγματικά ότι πρόκειται για παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία και ότι, σε ό,τι αφορά αξιώσεις αποζημιώσεως, δεν γνωρίζει τα γεγονότα ή τις περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει η παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία, ή (β) ο φορέας παροχής της υπηρεσίας, μόλις αντιληφθεί τα προαναφερθέντα, αποσύρει ταχέως τις πληροφορίες ή καθιστά την πρόσβαση σε αυτές αδύνατη. 2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται όταν ο αποδέκτης της υπηρεσίας ενεργεί υπό την εξουσία ή υπό τον έλεγχο του φορέα παροχής της υπηρεσίας. 3. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τη δυνατότητα να επιβληθεί δικαστικά ή διοικητικά στο φορέα παροχής υπηρεσιών η παύση ή η πρόληψη της παράβασης», (άρθρο 14 παρ. 1) «Απουσία γενικής υποχρέωσης ελέγχου 1. Οι φορείς παροχής υπηρεσιών δεν έχουν, για την παροχή υπηρεσιών που αναφέρονται στα άρθρα 10, 11 και 12 του παρόντος γενική υποχρέωση ελέγχου των πληροφοριών που μεταδίδουν ή αποθηκεύουν ούτε γενική υποχρέωση δραστήριας αναζήτησης γεγονότων ή περιστάσεων που δείχνουν ότι πρόκειται για παράνομες δραστηριότητες». Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 17 του ιδίου πδ 131/2003, «εφόσον πιθανολογείται προσβολή δικαιωμάτων από τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, το Μονομελές Πρωτοδικείο διατάσσει ως ασφαλιστικό μέτρο οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο...Στην περίπτωση αυτή χορηγείται υποχρεωτικώς προσωρινή διαταγή κατά το άρθρο 691 παρ. 2 του ΚΠολΔ» (ΕφΘρ 91/2012 ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠειρ 4980/2009 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, οι μεσάζοντες παροχής υπηρεσιών διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη λειτουργία του, γιατί η δράση τους είναι απαραίτητη για την παρουσίαση και διάδοση των πληροφοριών στο internet. Ο δε συνταγματικός νομοθέτης, τους επεφύλαξε ειδική μεταχείριση, αφού το άρθρο 5Α του Συντάγματος προβλέπει ρητά την ελευθερία συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας, κατοχυρώνοντας παράλληλα υποχρέωση του κράτους περί διευκόλυνσης της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους (βλ. Κ. Χριστοδούλου, Προστασία της προσωπικότητας και της συμβατικής ελευθερίας στα κοινωφελή δίκτυα, σελ. 29 επ.). Πολλές φορές, όμως, οι πληροφορίες αυτές έχουν παράνομο περιεχόμενο και προσβάλλουν έννομα αγαθά τρίτων. Το παράνομο (του περιεχομένου) σχετίζεται με μια πληθώρα ζητημάτων όπως η διακίνηση πορνογραφικού υλικού ανηλίκων, η συκοφαντική δυσφήμηση, η παραβίαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, η παραβίαση της νομοθεσίας περί προσωπικών δεδομένων κτλ. Με τον όρο πάροχος υπηρεσιών internet αναφερόμαστε στην επιχείρηση που παρέχει στους απλούς χρήστες πρόσβαση σε διάφορες υπηρεσίες του internet, συνήθως έναντι συνδρομής. Εκτός από πρόσβαση οι εταιρίες αυτές παρέχουν επίσης και πρόσθετες υπηρεσίες, όπως διατήρηση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, φιλοξενία προσωπικών ιστοσελίδων, κλπ. Η τεχνολογία και λειτουργία του διαδικτύου καθιστά απαραίτητη τη διαμεσολάβηση των παροχών υπηρεσιών πρόσβασης για τη διενέργεια των συναλλαγών. Το internet αποτελεί ένα παγκόσμιο δίκτυο διασυνδεδεμένων υπολογιστών, όπου οι ψηφιακές πληροφορίες μεταφέρονται από τον έναν υπολογιστή στον άλλο, μέχρι να φτάσουν στον τελικό αποδέκτη. Η μεταφορά αυτή διενεργείται με την αντιγραφή των ψηφιακών πληροφοριών από υπολογιστή σε υπολογιστή. Ωστόσο, προβληματική και δυσχερής είναι η απόπειρα καταλογισμού ευθύνης στους παρόχους ακόμα και σε περιπτώσεις όπου έχουν δυνατότητα επέμβασης, έστω και περιορισμένη, στις πληροφορίες που διακινούν. Τούτο διότι για να επέμβουν πρέπει κατ' αρχάς να λάβουν γνώση της ύπαρξης παράνομου υλικού και για να λάβουν γνώση θα πρέπει να ελέγξουν τις πληροφορίες που διακινούν. Ωστόσο, δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί βάσιμα η επιβολή στους παρόχους υποχρέωσης ελέγχου του συνόλου των πληροφοριών που διακινούν ή ακόμα και αυτών που φιλοξενούν, των οποίων ο έλεγχος εκ πρώτης όψεως, ενδεχομένως να φαντάζει πιο εύκολος. Η υποχρέωση αυτή, πέραν του ότι θα τους επιβάρυνε με ένα πρόσθετο τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι και πρακτικώς αδύνατο να εκπληρωθεί, δεδομένου του όγκου των πληροφοριών που διαχειρίζεται ένας πάροχος. Περαιτέρω, εάν εναποτίθετο το βάρος αυτό στους παρόχους, θα περιοριζόταν σημαντικά η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών στο internet, το οποίο θεωρείται το πλέον αδέσμευτο και πιο εξελιγμένο παγκόσμιο επικοινωνιακό μέσο. Εξάλλου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ως άνω πδ, η απαλλαγή από την ευθύνη που προβλέπεται στα άρθρο 11 και 12 για τις δραστηριότητες της «απλής μετάδοσης» ή «αποθήκευσης σε κρυφή μνήμη» δεν ισχύει στην περίπτωση όπου ένας φορέας παροχής υπηρεσιών συνεργάζεται σκόπιμα με κάποιον από τους αποδέκτες της υπηρεσίας του με σκοπό τη διάπραξη παράνομων πράξεων. Η τελευταία εξαίρεση αναφέρεται στην περίπτωση της φιλοξενίας, ήτοι στην ευθύνη ενός φορέα παροχής υπηρεσιών για τις πληροφορίες που αποθηκεύονται κατόπιν αίτησης του αποδέκτη της υπηρεσίας. Οι προϋποθέσεις απαλλαγής του φορέα από την ευθύνη σε αυτή την τρίτη περίπτωση είναι δύο: (α) ο φορέας παροχής της υπηρεσίας να μην γνωρίζει πραγματικά ότι πρόκειται για παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία και σε ότι αφορά αξιώσεις αποζημίωσης, να μην γνωρίζει τα γεγονότα ή τις περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει η παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία, (β) μόλις αντιληφθεί τα προαναφερθέντα, να αποσύρει ταχέως τις πληροφορίες ή να καθιστά την πρόσβαση σε αυτές αδύνατη. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ο φορέας δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη, ακόμα και όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, εάν ο αποδέκτης της υπηρεσίας λειτουργεί υπό την εξουσία ή υπό τον έλεγχο του φορέα παροχής της υπηρεσίας. Η ρύθμιση αυτή είναι αυτονόητη καθώς σε μία τέτοια περίπτωση δύσκολα μπορεί ο φορέας παροχής να επικαλεστεί άγνοια του παράνομου περιεχομένου των αποθηκευμένων ή εν πάση περιπτώσει, εφόσον ο αποδέκτης τελεί υπό τον έλεγχο του, όφειλε να γνωρίζει το περιεχόμενο αυτό. Κατά δε τη γενική διατύπωση του άρθρου 14 του πδ, οι φορείς παροχής υπηρεσιών δεν έχουν, για την παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στα άρθρα 11, 12 και 13, γενική υποχρέωση ελέγχου των αποθηκευμένων ή μεταδιδομένων από αυτούς πληροφοριών, ούτε υποχρέωση δραστήριας αναζήτησης γεγονότων ή περιστάσεων που δείχνουν ότι πρόκειται για παράνομες δραστηριότητες. Ωστόσο στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου θεμελιώνεται υποχρέωση οι πάροχοι υπηρεσιών να ενημερώνουν πάραυτα τις αρμόδιες κρατικές αρχές για τυχόν υπόνοιες περί χορηγουμένων παράνομων πληροφοριών ή δραστηριοτήτων που επιχειρούν αποδέκτες των υπηρεσιών τους καθώς και να ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές, κατ' αίτηση τους, πληροφορίες, οι οποίες διευκολύνουν την εντόπιση αποδεκτών της υπηρεσίας τους, με τους οποίους έχουν συμφωνίες αποθήκευσης. Η εν λόγω διάταξη ισχύει μόνο για χρήστες με τους οποίους οι πάροχοι έχουν συμφωνίες αποθήκευσης και όχι για τρίτους χρήστες. Ο σκοπός της διάταξης αυτής είναι προφανής και αφορά στην προστασία των φορέων παροχής υπηρεσιών από την υποχρέωση διαρκούς ελέγχου και επαγρύπνησης προκειμένου να επωφεληθούν των απαλλαγών από την ευθύνη που προβλέπονται από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων. Η διάταξη δε αυτή θεμελιώνει νόμιμο λόγο απαλλαγής από την ευθύνη και όχι νόμιμο λόγο ευθύνης (βλ. Ε. Διαμαντή, Ευθύνη των μεσαζόντων παροχής υπηρεσιών στο διαδίκτυο κατά το πδ 131/2003, ΔΕΕ 2004.86 επ., Φ. Κατσανάκη, Ευθύνη παροχών υπηρεσιών internet κατά τη διαμεσολάβηση στη διακίνηση παράνομου υλικού, ΧρΙΔ 2008.271 επ.). Ο νόμιμος λόγος απαλλαγής (των παρόχων πρόσβασης) αφορά κάθε ευθύνη για συμπεριφορά που υπάγεται σε οποιαδήποτε απαγορευτική διάταξη νόμου, ανεξαρτήτως αν αυτή υπάγεται στο ποινικό ή το αστικό δίκαιο, το δίκαιο ανταγωνισμού ή το δίκαιο της πνευματικής ή/και βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Η ιδιότυπη όμως αυτή «ασυλία» των φορέων παροχής πρόσβοσης δεν είναι απόλυτη, καθώς ρητώς προβλέπεται ότι είναι δυνατή σε αυτούς η επιβολή με δικαστική απόφαση ή διοικητική πράξη για την παύση ή την πρόληψη τυχόν παραβάσεων σε σχέση με τη διαδικτυακά διακινούμενη πληροφορία. Τέτοια παύση δια της δικαστικής ή της διοικητικής οδού συγκεκριμένων και ειδικώς ορισμένων παραβάσεων αποτελεί σε σχέση με τους παρόχους πρόσβασης η απομάκρυνση παράνομων πληροφοριών, τις οποίες φιλοξενούν στα δίκτυά τους, ή η απενεργοποίηση της πρόσβασης σ'αυτές, εφόσον φιλοξενούνται σε άλλα δίκτυα. Ενώ, όμως, η δικαστική ή διοικητική επιβολή υποχρέωσης των παρόχων πρόσβασης για την παύση με δικές τους ενέργειες συγκεκριμένων παραβάσεων, που τελούνται στο διαδίκτυο, είναι απόλυτα σαφής στο νόμο, αντιθέτως δυσερμήνευτη είναι η έννοια της πρόληψης και στο τι μπορεί να συνίσταται αυτή στην πράξη. Η έννοια της πρόληψης παραπέμπει εννοιολογικά στην εφαρμογή τεχνολογικών μέτρων σχετικά με την αποτροπή παράνομων δραστηριοτήτων, όπως λόγου χάρη τεχνολογιών «φιλτραρίσματος» της διαμετακομιζόμενης πληροφορίας για την αποτροπή παράνομων πράξεων. Εντούτοις, η ρύθμιση του άρθρου 14 του πδ 131/2003 αποκλείει την, είτε με εθνικό νόμο είτε με δικαστική απόφαση ή διοικητική πράξη, επιβολή υποχρέωσης προς τους παρόχους πρόσβασης για την γενικευμένη εφαρμογή τέτοιων τεχνολογιών «φιλτραρίσματος». Μία τέτοια άλλωστε υποχρέωση θα ήταν ασύμβατη με βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η ελευθερία έκφρασης αλλά και το δικαίωμα πρόσβασης στην κοινωνία της πληροφορίας, που θεμελιώνονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Έτσι, γίνεται δεκτό ότι υποχρεώσεις - προληπτικού μεταξύ άλλων - ελέγχου για τους παρόχους πρόσβασης είναι δυνατές, μόνο αν αυτές αφορούν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και όχι αν εισάγουν γενικευμένο «φιλτράρισμα» πληροφοριών. Η θέση των παρόχων πρόσβασης στη λειτουργία του διαδικτύου είναι κεντρική, καθώς οι φορείς αυτοί εξασφαλίζουν τεχνικά την πρόσβαση των τελικών χρηστών στο διαδικτυακό περιβάλλον και αναλαμβάνουν τη διαμετακομιδή των ψηφιοποιημένων δεδομένων από και προς αυτούς. Ουσιαστικά, οι πάροχοι πρόσβασης παρέχουν μία κοινωφελή υπηρεσία ιδιαίτερης σπουδαιότητας τόσο για τα μεμονωμένα άτομα όσο και ευρύτερα για το κοινωνικό σύνολο, η παροχή της οποίας κρίνεται απαραίτητη όχι μόνο για την κάλυψη ατομικών αναγκών αλλά και για την κοινωνική πρόοδο (βλ. σχετ. Α. Μπρούμα, Ο Ρόλος των Παροχών Πρόσβασης στο Διαδίκτυο σε σχέση με την Εφαρμογή του Δικαίου Πνευματικής Ιδιοκτησίας, ΔΙΜΕΕ 2009.491, Γ. Γιαννόπουλο, Η ευθύνη των μηχανισμών αναζήτησης για τις υπηρεσίες υπόδειξης και αυτόματης συμπλήρωσης , ΔΙΜΕΕ 13/168, Φ. Κατσανάκη, Ευθύνη παρόχων υπηρεσιών internet κατά τη διαμεσολάβηση στη διακίνηση παράνομου υλικού, ΧρΙΔ 2008.271, Ε. Διαμαντή, Ευθύνη των μεσαζόντων παροχής υπηρεσιών στο διαδίκτυο κατά το ΠΔ 131/2003. Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2000/31 για το ηλεκτρονικό εμπόριο στο εθνικό δίκαιο, ΔΕΕ 2004.986, Κ. Χριστοδούλου, Ευθύνη του παρόχου δικτύου για προσβολές της ιδιωτικής σφαίρας, ΔΙΜΕΕ 2010.328). Επιπλέον, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων των όρθρων 57, 59, 914, 932 ΑΚ και των άρθρων 361, 362, 363 και 367 ΠΚ συνάγεται ότι εκείνος του οποίου προσβάλλεται η προσωπικότητα α) με τη διατύπωση γι' αυτόν, γραπτά ή προφορικό, λέξεων ή φράσεων που κατά την κοινή αντίληψη περιέχουν είτε αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του, είτε περιφρόνηση για το πρόσωπό του από το δράστη, ο οποίος γνωρίζει ότι με τέτοια οικειοθελή ενέργειά του προσβάλλεται η τιμή του άλλου και β) με ισχυρισμό ή διάδοση δυσφημιστικού γεγονότος, δηλαδή συμβάντος ή περιστατικού του παρόντος ή του παρελθόντος που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, το οποίο (δυσφημιστικό γεγονός) μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, δικαιούται, εκτός άλλων, και την καταδίκη του υπαιτίου της δυσφημιστικής διάδοσης ή του εξυβριστικού ισχυρισμού στην καταβολή χρηματικού ποσού προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή. Οταν ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες για αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη (ΑΠ 271/2012 ΝΟΜΟΣ). Τέτοιου είδους προσβολές μπορούν να προκληθούν και από δημοσίευμα στον τύπο ή από δηλώσεις σε ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή ή από αναρτήσεις στο διαδίκτυο, μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων ή άλλων ιστοτόπων, που λειτουργούν ως διεθνές μέσο διακίνησης πληροφοριών, με μεγάλη εμβέλεια δράσης, και μάλιστα παγκόσμια, και συνακόλουθα με αριθμό αποδεκτών όσων δια αυτού διαδίδονται, που μεγεθύνει την προβολή εκείνου που θίγεται από την διάδοση συκοφαντικών, δυσφημιστικών ή εξυβριστικών ισχυρισμών (ΕφΔωδ 220/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 36/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 680/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑΘ 8962/2006 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 26 ΑΚ οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Τόπος τέλεσης του αδικήματος - και ως τέτοιο εννοείται η αδικοπραξία υπό ευρεία έννοια - είναι τόσο ο τόπος που ενήργησε ή παρέλειψε να ενεργήσει ο υπαίτιος της αδικοπραξίας όσο και ο τόπος στον οποίο επήλθε η ζημία. Στην περίπτωση δε που τα πραγματικά περιστατικά που υλοποιούν την αδικοπραξία, μεταξύ των οποίων και η επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, συντελούνται στο έδαφος περισσοτέρων πολιτειών, στον ζημιωθέντα απόκειται η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου (ΑΠ 903/2010 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, με τη δημοσίευση πληροφοριών μέσω ιστοσελίδας του διαδικτύου, τόπος τέλεσης της αδικοπραξίας είναι και κάθε τόπος όπου υπάρχει ή υπήρξε πρόσβαση στο επίμαχο δημοσίευμα που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο και επήλθε η ζημία, ο τόπος δε της συνήθους διαμονής του προσβληθέντος είναι ο τόπος στον οποίο κατά κύριο λόγο επήλθε η ζημία. Κατά το δίκαιο δε που ορίζει η διάταξη αυτή κρίνονται, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα ζητήματα: Αν η συγκεκριμένη πράξη αποτελεί αδίκημα, αν η υπαιτιότητα αποτελεί προϋπόθεση του αδικήματος και της υποχρεώσεως για αποζημίωση, αν και βάσει ποίων προϋποθέσεων θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη σε βάρος κάποιου άλλου, ποια είναι το είδος και η έκταση της οφειλόμενης αποζημίωσης (άρθρα 914, 297, 298 για την περιουσιακή ζημία και 932 ΑΚ για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), πότε η πράξη είναι παράνομη, ποιος βαθμός υπαιτιότητας απαιτείται για τη θεμελίωση υποχρέωσης προς αποζημίωση, αν μεταξύ της πράξης και της ζημίας απαιτείται αιτιώδης συνάφεια, ποιες οι συνέπειες του συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, πότε παραγράφεται η σχετική αξίωση (ΑΠ 711/2011 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, για την εφαρμογή των διατάξεων του πδ τίθεται ως προϋπόθεση, σύμφωνα με την αρχή του κράτους προέλευσης, ο φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας να είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του πδ 131/2003, το εν λόγω προεδρικό διάταγμα εφαρμόζεται μόνον εφόσον ο φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα. Σύμφωνα δε με το ως άνω πδ, ως εγκατεστημένος φορέας παροχής υπηρεσιών ορίζεται ο φορέας, ο οποίος ασκεί ουσιαστικώς μια οικονομική δραστηριότητα μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης για αόριστη χρονική διάρκεια, ενώ η απλή παρουσία και η χρήση των τεχνικών μέσων και των τεχνολογιών που απαιτούνται για την παροχή της υπηρεσίας δεν συνιστούν εγκατάσταση του φορέα (βλ. Κ. Χριστοδούλου, Ευθύνη του παρόχου δικτύου για προσβολές της ιδιωτικής σφαίρας, ΔΙΜΕΕ 2010.328, Χ. Αποστολόπουλο, Η ερμηνεία της αρχής της χώρας προέλευσης στην οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο ως κανόνας σύγκρουσης του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ΔΕΕ 2004.266). 
Με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι τον ... του 2012 αναρτήθηκε από αγνώστους στον ίδιο και μη δυνάμενους να εντοπισθούν διαχειριστές ιστολογίου ένα κείμενο με τίτλο ... με παράπλευρη φωτογραφία του ιδίου σε συγκεκριμένο ιστολόγιο (blog), όπου περιέχονται ψευδείς και συκοφαντικοί ισχυρισμοί εναντίον του ιδίου και της οικογένειάς του, τους οποίους οι συντάκτες του κειμένου δημοσίευσαν εν γνώσει της αναληθείας τους με σκοπό να πλήξουν την τιμή και την υπόληψή του και να προσβάλλουν την προσωπικότητά του. Ότι για το λόγο αυτό στις ...2012 επέδωσε στην εναγομένη, η οποία είναι πάροχος διαδικτυακών υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων και η παροχή σε χρήστες διαδικτύου της υπηρεσίας εκείνης, δια της οποίας οι τελευταίοι δημιουργούν και διαχειρίζονται ιστολόγια, δηλαδή διαδικτυακά ημερολόγια με καταχωρήσεις απόψεων, και τα οποία συνδέονται με άλλους ιστότοπους και επιτρέπουν στους αναγνώστες τους να καταχωρήσουν δικά τους σχόλια, ανώνυμα ή επώνυμα, τα οποία είναι αναγνώσιμα, εξώδικη δήλωση - πρόσκληση, με την οποία την ενημέρωσε για το παράνομο περιεχόμενο του εκεί αναφερόμενου κειμένου, το οποίο είχε αναρτηθεί σε blog, τις υπηρεσίες του οποίου παρέχει η ίδια στους διαχειριστές του, καλώντας την να προβεί στις κατάλληλες εκείνες ενέργειες προκειμένου το ως άνω συκοφαντικό κείμενο να αποσυρθεί από το blog στο οποίο αναρτήθηκε και από κάθε άλλο blog και ιστοσελίδα, στα οποία αναρτήθηκε. Ότι κατόπιν αδράνειας της εναγομένης, υπέβαλε αίτηση λήψης προσωρινών μέτρων προστασίας της προσωπικότητάς του από την προσβολή που επαγόταν η παραμονή του ως άνω κειμένου στο ιστολόγιο που είχε αναρτηθεί, την οποία το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτή, υποχρεώνοντας την εναγομένη να προβεί σε διαγραφή από το blog ... του κειμένου με το ως άνω περιεχόμενο συνοδευόμενο από τη φωτογραφία του ενάγοντος και να καταργήσει αντίγραφα αρχείων/σελίδων που περιλαμβάνουν το ως άνω κείμενο, καθώς είχε επακολουθήσει αναπαραγωγή του από άλλους αποδέκτες υπηρεσιών της. Ότι απόσπασμα της ως άνω απόφασης επέδωσε στην πληρεξούσια δικηγόρο και νόμιμη αντίκλητο της εναγομένης, ώστε να λάβει αυτή γνώση και να συμμορφωθεί στο διατακτικό της ως άνω απόφασης. Ότι η εναγομένη δεν συμμορφώθηκε στις επιταγές της ως άνω δικαστικής απόφασης κατά παράβαση των επιτακτικών διατάξεων του πδ 131/2003, όπου προβλέπεται υποχρέωση του παρόχου υπηρεσιών διαδικτύου, μόλις πληροφορηθεί παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία, να άρει την προσβολή, καθώς δεν απέσυρε ή και δεν κατέστησε ανέφικτη την πρόσβαση στο ως άνω κείμενο και τα αντίγραφα αυτού, με αποτέλεσμα από την υπαίτια και παράνομη αυτή συμπεριφορά της (τη διατήρηση δηλαδή της ανάρτησης του επίμαχου δημοσιεύματος), να υποστεί ο ίδιος μη περιουσιακή ζημία από την εξακολουθούμενη συκοφάντησή του και τη συνεχιζόμενη προσβολή της προσωπικότητάς του. Με βάση το ιστορικό αυτό, μετά και το νομότυπο περιορισμό του αιτήματός του αναφορικά με το κονδύλι της ηθικής βλάβης, το οποίο περιορίζει στο ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ, να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή 1) να απομακρύνει οριστικά το επίμαχο συκοφαντικό κείμενο από το ιστολόγιο στο οποίο έχει αναρτηθεί καθώς και από κάθε άλλο blog που φιλοξενεί στο δίκτυό της ή άλλο διαδικτυακό τόπο που φιλοξενεί ή στο οποίο παρέχει πρόσβαση και στο οποίο έχει αναπαραχθεί το κείμενο και να υποχρεωθεί να απενεργοποιήσει την πρόσβαση σε αυτό, εφόσον φιλοξενείται σε άλλα δίκτυα που δεν της ανήκουν ή δεν τα διαχειρίζεται, 2) να παρεμποδίζει μελλοντικά κάθε μελλοντική ανάρτηση ομοίου περιεχομένου με το επίμαχο δημοσίευμα και να απαγορευθεί να απονέμει σε αυτό νέα διεύθυνση «url», 3) να καταργήσει τα αποθηκευμένα αντίγραφα αρχείων/σελίδων που περιέχουν το επίμαχο συκοφαντικό κείμενο, υπό την απειλή χρηματικής ποινής 50.000 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής της προς το διατακτικό της απόφασης, 4) να καταχωρήσει στο ιστολόγιο (blog) όπου έχει αναρτηθεί το συκοφαντικό κείμενο το περιεχόμενο της παρούσας απόφασης, υπό την απειλή χρηματικής ποινής 50.000 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής της προς το διατακτικό της απόφασης, 5) να δημοσιεύσει με δικές της δαπάνες την απόφαση που θα εκδοθεί επί της αγωγής του σε δύο ημερήσιες και σε δύο οικονομικές εφημερίδες των Αθηνών, 6) να του καταβάλει το ποσό του 1.000.000 ευρώ για τη χρηματική του ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία της διατήρησης της ανάρτησης του επίμαχου δημοσιεύματος και να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική του δαπάνη. 
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο έχει δικαιοδοσία, καθώς από την μη προβολή σχετικής ένστασης από την παρισταμένη στη δίκη εναγόμενη, συνάγεται ύπαρξη σιωπηρής δικονομικής συμφωνίας δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων και είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 3, 7, 9 εδ. α', 10, 18 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία. Είναι δε ορισμένη (άρθρο 216 ΚΠολΔ), πλην του αιτήματος που αφορά στην υποχρέωση της εναγομένης να απομακρύνει το κείμενο με τίτλο από κάθε άλλο blog που φιλοξενεί στο δίκτυό της ή άλλο διαδικτυακό τόπο που φιλοξενεί ή στο οποίο παρέχει πρόσβαση και στο οποίο έχει αναπαραχθεί το ως άνω κείμενο, καθώς και να απενεργοποιήσει την πρόσβαση σε αυτό, εφόσον φιλοξενείται σε άλλα δίκτυα που δεν της ανήκουν ή δεν τα διαχειρίζεται, το οποίο κρίνεται απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, γενομένου δεκτού και του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης. Και τούτο διότι κάθε αναρτημένο στο διαδίκτυο κείμενο προσδιορίζεται και εξειδικεύεται από μία συγκεκριμένη διεύθυνση, από ένα συγκεκριμένο «url», το οποίο είναι μοναδικό. Έτσι, όταν ένα κείμενο εμφανίζεται περισσότερες από μία φορές στο διαδίκτυο, αυτό πραγματώνεται με διαφορετικές διευθύνσεις, ήτοι διαφορετικά «urls». Προκειμένου δε ο φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας να απομακρύνει ένα κείμενο με παράνομο περιεχόμενο, πρέπει αυτό να είναι ειδικά και συγκεκριμένα προσδιορισμένο, και δη να προσδιορίζεται η ακριβής διεύθυνση με την οποία έχει αναρτηθεί στο διαδίκτυο. Ειδικότερα, όταν ζητείται η διακοπή πρόσβασης ή η απομάκρυνση συγκεκριμένης ανάρτησης στο διαδίκτυο, πρέπει αυτή να εξειδικεύεται ως προς τη διεύθυνση με την οποία εμφανίζεται στο διαδίκτυο, ήτοι να αναφέρεται η συγκεκριμένη διεύθυνση διαδικτύου ή/και οι διαδικτυακοί τόποι με συγκεκριμένα ονόματα, των οποίων ζητείται η διακοπή πρόσβασης ή η απομάκρυνση, ώστε, μεταξύ άλλων, να αποφεύγεται ο κίνδυνος να απομακρυνθεί και ανάρτηση, της οποίας το περιεχόμενο δεν έχει κριθεί παράνομο. Διαφορετικά, ο φορέας παροχής υπηρεσιών θα ήταν υποχρεωμένος να προβεί σε ενεργή αναζήτηση στο σύνολο των πληροφοριών που έχουν αποθηκεύσει στους υπολογιστές της υπηρεσίας κοινωνικής δικτύωσης οι χρήστες, ώστε να εντοπίσει το συγκεκριμένο κείμενο και να το απομονώσει. Εν προκειμένω, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι καθίσταται τεχνικά δυνατό στην εναγομένη να εντοπίσει τους διαδικτυακούς τόπους όπου ευρίσκεται καταχωρημένο το επίμαχο δημοσίευμα και να το απομακρύνει ή να απενεργοποιήσει την πρόσβαση σε αυτό, χρησιμοποιώντας την μηχανή αναζήτησης που η ίδια διαθέτει και πληκτρολογώντας τον τίτλο του εν λόγω δημοσιεύματος. Η εναγόμενη από την άλλη πλευρά, προβάλει τη λειτουργική της αδυναμία να πράξει τα ανωτέρω προτεινόμενα, μη αρνούμενη την τεχνική της δυνατότητα προς τούτο. Ωστόσο, μία ενεργή δραστηριοποίηση της εναγομένης προς αυτή την κατεύθυνση, θα κατέληγε στο να επωμίζεται η τελευταία το βάρος μίας γενικευμένης, εν τέλει, παρακολούθησης όλων των μεταδιδόμενων πληροφοριών και να πραγματοποιεί έλεγχο αυτών (των μεταδιδόμενων πληροφοριών), με παρέμβαση ανθρώπινου παράγοντα, προκειμένου να διαπιστώσει εάν το επίμαχο δημοσίευμα έχει αναρτηθεί είτε στο σύνολό του, είτε απόσπασμα αυτού, είτε με τον προαναφερόμενο τίτλο, είτε χωρίς αυτόν, είτε με διάφορο τίτλο και να προβεί στην απομάκρυνση αυτού ή την απαγόρευση πρόσβασης σε αυτό. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν γίνεται αποδεκτό, δεδομένου και του σκοπού του προαναφερόμενου πδ, και συνεπώς, προκειμένου μία δικαστική απόφαση να υποχρεώσει έναν πάροχο πρόσβασης στο διαδίκτυο να απομακρύνει συγκεκριμένο κείμενο, δια του οποίου τελούνται άδικες πράξεις, πρέπει να προσδιορίζονται οι εξατομικευμένοι διαδικτυακοί τόποι, οι εξατομικευμένες ιστοσελίδες κάποιου ιστότοπου ή ιστολογίου, στις οποίες εμπεριέχεται το παράνομο αυτό περιεχόμενο, είτε στο σύνολό του, είτε απόσπασμα αυτού, ανεξάρτητα από την τεχνική δυνατότητα του φορέα παροχής υπηρεσιών διαδικτύου να το πράξει, καθώς θα τον υποχρέωνε να προβεί σε δραστήρια αναζήτηση, όχι μόνο των urls με τα οποία εντοπίζεται το επίμαχο κείμενο ως σύνολο και με βάση το συγκεκριμένο τίτλο, αλλά το σύνολο των διαδικτυακών τόπων όπου αυτό εμφανίζεται ως απόσπασμα και με διαφορετικό ή καθόλου τίτλο. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ενάγων όφειλε, προκειμένου το αίτημά του περί απομάκρυνσης του φερόμενου ως συκοφαντικού και παράνομου κειμένου να κριθεί ορισμένο, να εξατομικεύσει τις διευθύνσεις «urls», όπου εκείνος θεωρεί ότι αυτό εντοπίζεται, είτε ως σύνολο, είτε ως απόσπασμα, προκειμένου η εναγόμενη να προβεί, μέσω του εγκατεστημένου συστήματός της, λειτουργώντας με αυτοματοποιημένο τρόπο, στη διαγραφή ή κατάργηση του κειμένου που εμφανίζεται στο διαδίκτυο υπό συγκεκριμένο «url» και να μην προβεί σε έντονη και διαρκή δραστήρια αναζήτηση ιστοτόπων και ιστολογιών για τον εντοπισμό του. Κατά το μέρος δε που κρίθηκε ορισμένη, η υπό κρίση αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 71, 299, 914, 932 ΑΚ, 362, 363 ΠΚ, 1, 2, 11, 12, 13, 14 του πδ 131/2003, 176, 907, 908 παρ. 1, 947 ΚΠολΔ, έχοντος εφαρμογή του ελληνικού δικαίου ως προς την εναγόμενη εταιρία βάσει του άρθρου 26 ΑΚ, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στην ελληνική επικράτεια, όπου κατοικεί ο ενάγων, επήλθε (κατά κύριο μάλιστα λόγο) η ζημία, δηλαδή η επικαλούμενη συκοφαντική του δυσφήμηση και προσβολή της προσωπικότητάς του από την επικαλούμενη παράλειψη της εναγομένης να ενεργήσει κατά τις επιταγές του ως άνω πδ, ώστε να αφαιρεθεί δημοσίευμα αποδέκτη των υπηρεσιών της, ως το δίκαιο του τόπου όπου επήλθε η επικαλούμενη από την αδικοπραξία ζημία, ενώ παράλληλα η εναγόμενη εταιρία παροχής υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο έχει και παρουσία στην ελληνική επικράτεια, όπου διατηρεί εγκατάσταση δραστηριότητας, με έδρα στην Αθήνα, Λεωφ. Μεσογείων αριθμ. 2-4, όπως προκύπτει από τη σχετική από ... αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που κατέθεσε ο ενάγων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 10202/2012 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου αντιμωλία των διαδίκων, καθώς και την από ... εξώδικη δήλωση - πρόσκληση του ενάγοντος, και ασκεί οικονομική δραστηριότητα. Ωστόσο, απορριπτέο ως μη νόμιμο κρίνεται το αίτημα του ενάγοντος να υποχρεωθεί η εναγόμενη να παρεμποδίζει μελλοντικά κάθε μελλοντική ανάρτηση όμοιου περιεχομένου δημοσιεύματος και ειδικότερα να απαγορευθεί σε αυτή να απονέμει νέα διεύθυνση «url» στο επίμαχο αρχείο/κείμενο, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας θα έπρεπε να εφαρμόσει μία μέθοδο καθολικού φιλτραρίσματος, με σκοπό να εντοπίσει και να αποκλείσει την πρόσβαση στο περιεχόμενο των διαδικτυακών εκείνων τόπων, όπου θα ήταν αναρτημένο μέρος ή το σύνολο του επίμαχου δημοσιεύματος. Συγκεκριμένα, ο πάροχος θα ήταν υποχρεωμένος να εγκαταστήσει φίλτρο περιορισμού, προληπτικά, για απεριόριστο χρονικό διάστημα και με δικές του δαπάνες, παραβιάζοντας έτσι θεμελιώδη δικαιώματα όπως το δικαίωμα του παρόχου στην επιχειρηματικότητα και την ελευθερία διάδοσης πληροφοριών. Εν προκειμένω, ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να παρεμποδίζει μελλοντικά την ανάρτηση όμοιου περιεχομένου δημοσιεύματος, γεγονός, ωστόσο, που θα υποχρέωνε την τελευταία να θέσει σε λειτουργία, ως προαναφέρθηκε, σύστημα φιλτραρίσματος, ώστε να ελέγχει το σύνολο των πληροφοριών που έχουν αποθηκεύσει στους υπολογιστές της υπηρεσίας κοινωνικής δικτύωσης οι χρήστες, προληπτικά, με έξοδα που θα βάρυναν την ίδια, και χωρίς περιορισμό ως προς τη χρονική διάρκεια εφαρμογής του φίλτρου, γεγονός που θα ερχόταν σε αντίθεση με το σκοπό του ως άνω πδ, όπου τα μέτρα πρόληψης των προσβολών δεν πρέπει να είναι αδικαιολόγητα περίπλοκα και δαπανηρά. Επιπλέον, απορριπτέο ως μη νόμιμο κρίνεται και το αίτημα του ενάγοντος να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταχωρήσει στο ίδιο blog και με τα ίδια στοιχεία το περιεχόμενο της εκδοθησόμενης απόφασης, δοθέντος ότι, ως προκύπτει, η εναγόμενη δεν είναι η ίδια κάτοχος και διαχειριστής του εν λόγω ιστολογίου, στο οποίο αναρτήθηκε το επικαλούμενο παράνομο δημοσίευμα και, συνεπώς, δεν δύναται να διαταχθεί να καταχωρήσει η ίδια σε αυτό την παρούσα απόφαση. Συνεπώς, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. 
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενός από κάθε πλευρά, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο και περιέχονται στα υπ' αριθμ. ... πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον ενάγοντα υπ' αριθμ. ... και ... ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του, ..., αντίστοιχα, ληφθείσες ενώπιον ..., που λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης και του πληρεξουσίου δικηγόρου και αντικλήτου της (ΑΠ 319/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 229/2002 ΕΕργΔ 2003.1172, Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ I, εκδ. 2012, 270 αριθ. 18, για το παραδεκτό της κλήτευσης με τον τρόπο αυτό), όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες με επίκληση υπ' αριθμ. ... αντίστοιχα εκθέσεις   επίδοσης   του   δικαστικού   επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών..., από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη υπ' αριθμ. ... ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της, ..., ληφθείσες ενώπιον του ασκούντος συμβολαιογραφικά καθήκοντα σε αναπλήρωση του Γενικού Προξένου της Ελλάδας στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στον ... της πολιτείας ...των ΗΠΑ, ..., και της διευθύνουσας το Προξενικό Γραφείο στην Πρεσβεία της Ελλάδος στην ... και εκτελούσης συμβολαιογραφικά καθήκοντα, ..., αντίστοιχα, που λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του πληρεξουσίου δικηγόρου και αντικλήτου του ενάγοντος που υπογράφει το δικόγραφο της αγωγής, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες με επίκληση υπ' αριθμ. ... εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ..., από το σύνολο των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, τα οποία εκτιμώνται και προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, με τη διευκρίνιση ότι τα κείμενα που έχουν συνταχθεί στα αγγλικά και προσκομίζονται από τους διαδίκους αμετάφραστα, συνιστούν μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα και λαμβάνονται υπόψη «συμπληρωματικά» κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 270 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 949/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 242/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 884/2005 ΕλλΔνη 2006.1100), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Στις ...2012, αναρτήθηκε στο ιστολόγιο (blog) με την επωνυμία ..., το οποίο φιλοξενείται από την εναγομένη εταιρία, η οποία είναι φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και παρέχει στους χρήστες του διαδικτύου την υπηρεσία, δια της οποίας δύνανται να δημιουργήσουν και να διαχειρίζονται ιστολογία, ως το ανωτέρω, ένα κείμενο με τον τίτλο ..., έχοντας παραπλεύρως αυτού τη φωτογραφία του ενάγοντος, ο οποίος είναι επιχειρηματίας δραστηριοποιούμενος, μαζί με τα μέλη της οικογένειάς του, στο χώρο των πετρελαιοειδών, της εμπορικής ναυτιλίας και σε άλλους χώρους, διαθέτοντας εταιρίες, οι οποίες στο σύνολό τους συγκροτούν τον «Όμιλο ...». Στο ως άνω κείμενο αναφερόταν ότι ... . 
Ο ενάγων, μόλις διαπίστωσε την ανάρτηση του ως άνω δημοσιεύματος στον εν λόγω διαδικτυακό τόπο, επέδωσε την από ...2012 εξώδικη δήλωση -πρόσκληση προς την εναγομένη, δυνάμει της οποίας την ενημέρωνε για το παράνομο περιεχόμενο του κειμένου, το οποίο είχε αναρτηθεί στο ιστολόγιο, τις υπηρεσίες του οποίου η τελευταία παρέχει στους διαχειριστές του, καλώντας την παράλληλα να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες προκειμένου να αποσυρθεί από αυτό το συκοφαντικό και προσβλητικό για τον ίδιο ως άνω κείμενο, χωρίς, ωστόσο, η εναγόμενη να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια. Περαιτέρω, ο ενάγων κατέθεσε την από ...2012 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την από ...2012 αίτησή του, ζητώντας την απομάκρυνση του κειμένου, την κατάργηση των αποθηκευμένων αντιγράφων αυτής και την απαγόρευση απονομής νέας διεύθυνσης (url) στο ως άνω κείμενο. Επί των ως άνω αιτήσεων εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 10202/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), όπου αναφέρεται ότι το ως άνω κείμενο προσέβαλε την προσωπικότητα του αιτούντος (ήδη ενάγοντος), υποχρεώνοντας την καθ' ης η αίτηση (και ήδη εναγομένη) να διαγράψει από το blog ... το επίμαχο κείμενο και να καταργήσει τα αντίγραφα αρχείων/σελίδων που το περιλαμβάνουν, επιβάλλοντας χρηματική ποινή ποσού 20.000 ευρώ σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την απόφαση. Όπως δε προκύπτει από την υπ' αριθμ. ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ..., ακριβές αντίγραφο της ως άνω απόφασης επιδόθηκε στην ..., πληρεξούσια δικηγόρο της εναγομένης κατά τη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων και νόμιμη αντίκλητό της (άρθρα 143 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ ΑΠ 205/2008 ΕΦΑΔ 2008.572, ΑΠ 909/2004 ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια, η ως άνω απόφαση επιδόθηκε στην εναγομένη, δια του εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. ... έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, η οποία, παρελήφθη στις 7.12.2012. Τέλος, η ως άνω απόφαση επιδόθηκε στην εναγομένη και στις 9.11.2012, όπως προκύπτει από το από 12.11.2012 αποδεικτικό επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ, ... , ημερομηνία παραλαβής, την οποία επιβεβαιώνει και η μάρτυρας αυτής, ..., με την από ... ένορκη βεβαίωσή της, απορριπτομένου του ισχυρισμού του ενάγοντος ότι η ίδια είχε λάβει γνώση από τις 9.9.2012. Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι το επίμαχο δημοσίευμα που περιήλθε σε γνώση των αναγνωστών - χρηστών του διαδικτύου, είναι ψευδές και συκοφαντικό στο σύνολό του, ο δε διαχειριστής του εν λόγω ιστολογίου προέβη στη δημοσίευσή του εν γνώσει της αναλήθειάς του, σκοπεύοντας στην επιχειρηματική και ηθική εξόντωσή του και με τον τρόπο αυτό από υπαιτιότητα προσέβαλε παράνομα την τιμή, την υπόληψη καθώς και την προσωπικότητά του. Ειδικότερα, στο ως άνω κείμενο αναφερόταν ότι η οικογένεια ..., γεγονότα και ισχυρισμοί, οι οποίοι ουδόλως αποδεικνύονται και είναι ψευδείς. Εξάλλου, όπως αποδείχτηκε δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη στον ενάγοντα ή άλλο μέλος της οικογένειάς του για καμία από τις ανωτέρω αποδιδόμενες σε αυτούς αξιόποινες πράξεις, ούτε έχει κληθεί από τον αρμόδιο Εισαγγελέα για σχετικές εξηγήσεις. Όπως δε καταθέτει ο μάρτυρας του ενάγοντος, ... , ο διαχειριστής του εν λόγω ιστολογίου ανήρτησε το κείμενο αυτό, έχοντας γνώση της αναληθείας του και προέβη στη δημοσίευση των φερόμενων ως αληθινών περιστατικών έχοντας ως σκοπό να τον δυσφημίσει και να βλάψει την τιμή, την υπόληψη και την προσωπικότητα του ενάγοντος. Η γνώση του διαχειριστή του ιστολογίου περί της αναλήθειας των υποστηριζόμενων στο επίμαχο δημοσίευμα επιρρωνύεται από το γεγονός ότι τα όσα αναφέρονται εμφανίζονται ως πραγματικές καταστάσεις και γεγονότα, όχι δηλαδή ως φήμες ή απόψεις που διαδίδονται από τρίτους. Συνοψίζοντας, το Δικαστήριο οδηγείται στην παραδοχή ότι όλα τα ανωτέρω γεγονότα και οι αναφορές που αποτελούσαν το περιεχόμενο του επίμαχου κειμένου, που περιήλθε σε γνώση των χρηστών του διαδικτύου, ήταν ικανά, κατά τα διδάγματα κοινής πείρας που το Δικαστήριο λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη του (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), να επιφέρουν και πράγματι επέφεραν στη συγκεκριμένη περίπτωση βαρεία προσβολή της τιμής, της υπόληψης και της προσωπικότητας του ενάγοντος. Το προσβλητικό χαρακτήρα του ως άνω κειμένου διαπίστωσε και η προαναφερόμενη απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη υποχρεώθηκε να διαγράψει το κείμενο από το συγκεκριμένο ιστολόγιο. Όπως δε αποδείχτηκε, η εναγόμενη, πληροφορούμενη τον παράνομο χαρακτήρα της εν λόγω ανάρτησης, στις 9.11.2012, όπως προκύπτει τόσο από τη σχετική έκθεση επίδοσης που προαναφέρθηκε όσο και από την κατάθεση της μάρτυρος της εναγομένης, συμμορφώθηκε εν μέρει με το περιεχόμενο της ως άνω απόφασης, και κατέστησε την εν λόγω ανάρτηση μη διαθέσιμη. Τούτο δε αποδεικνύεται τόσο από τις καταθέσεις των μαρτύρων της, όσο και από το προσκομιζόμενο με επίκληση έγγραφο, το οποίο συνιστά εκτύπωση από την αντίστοιχη σελίδα στο διαδίκτυο και από το οποίο προκύπτει ότι η εναγόμενη, ανταποκρινόμενη σε νομικό αίτημα που της υποβλήθηκε κατήργησε την συγκεκριμένη κοινότητα. Πράγματι, η εναγόμενη, μόλις έλαβε γνώση της προαναφερόμενης απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων που έκρινε ως παράνομο το περιεχόμενο της ανάρτησης και την υποχρέωνε να το απομακρύνει, το έπραξε εντός ευλόγου χρόνου, απορριπτομένου του σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού του ενάγοντος. Ειδικότερα, αποδείχτηκε ότι η εναγόμενη, μόλις πληροφορήθηκε την ως άνω απόφαση, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της και αντικλήτου, προέβη στην απομάκρυνση αυτού εντός 17 ημερών, χρόνος ο οποίος κρίνεται, ενόψει όλων των συνθηκών, εύλογος, σε κάθε δε περίπτωση, όταν της επιδόθηκε η ως άνω απόφαση δια δικαστικού επιμελητή στην έδρα της στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ, στις 9.11.2012, απομάκρυνε την εν λόγω ανάρτηση αυθημερόν. Το γεγονός δε της μερικής κατάργησης της επίμαχης σελίδας του ιστολογίου συνομολογείται και από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του. Επιπλέον, η εναγόμενη, στις 12.5.2014, προέβη σε αποκλεισμό του επίμαχου δημοσιεύματος και από τρεις άλλες διευθύνσεις που της γνωστοποίησε ο ενάγων, ήτοι από τις ..., όπως προκύπτει από τη σχετική ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της εναγομένης. Ωστόσο, ουδόλως αποδείχτηκε ότι η εναγόμενη κατήργησε και τα αντίγραφα των αρχείων/σελίδων που περιλαμβάνουν το ανωτέρω κείμενο, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού της ότι ο ενάγων για πρώτη φορά ζήτησε την κατάργηση του αντιγράφου της επίμαχης διεύθυνσης στις 8.5.2014, καθώς ήδη δυνάμει της ως άνω απόφασης ασφαλιστικών μέτρων η εναγόμενη είχε υποχρεωθεί να προβεί σε κατάργηση αυτών. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από τις από 16.11.2012, 17.11.2012, 5.12.2012, 19.12.2012, 8.1.2013, 3.3.2013, 24.8.2013, 17.9.2013 και 4.5.2015 εκτυπώσεις της επίμαχης ηλεκτρονικής σελίδας πράγματι η προσωρινά αποθηκευμένη σελίδα του εν λόγω ιστολογίου εμφανιζόταν στο διαδίκτυο, χωρίς να έχει καταργηθεί, ως διέτασσε η προαναφερόμενη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων. Σύμφωνα δε με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η εναγόμενη, ως πάροχος υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, συνισταμένης στην αποθήκευση πληροφοριών παρεχομένων από ένα αποδέκτη υπηρεσίας, εν προκειμένω το διαχειριστή του ιστολογίου, ευθύς μόλις ενημερώθηκε για το παράνομο περιεχόμενο της ανάρτησης, όφειλε να απομακρύνει τόσο το επίμαχο κείμενο όσο και τα αντίγραφα αυτού, τα οποία το περιλαμβάνουν. Ειδικότερα, μόλις της γνωστοποιήθηκε η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων που διέτασσε τα ανωτέρω, όφειλε να διαγράψει όχι μόνο το ίδιο το κείμενο, όπως και έπραξε κατά τα προαναφερόμενα, αλλά και τα αποθηκευμένα αρχεία που το περιλαμβάνουν. Δοθέντος δε ότι η εναγόμενη δεν το έπραξε, καθώς ως αποδείχτηκε τα αποθηκευμένα αρχεία της εν λόγω ανάρτησης εντοπίστηκαν στο διαδίκτυο κατά τις προαναφερόμενες ημερομηνίες, ευθύνεται έναντι του ενάγοντος, η προσωπικότητα του οποίου επλήγη από την παράλειψη ενέργειας της εναγομένης προς αυτή την κατεύθυνση. Συνακόλουθα των ανωτέρω, δεδομένης της ως άνω αδράνειας της εναγομένης να αφαιρέσει το παράνομο δυσφημιστικό κείμενο, παρόλο που είχε λάβει πραγματική γνώση αυτού, η ίδια υπέχει έναντι του ενάγοντος ευθύνη, κατά το αναφερόμενο στη μείζονα σκέψη της παρούσας πδ, και συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που αυτός υπέστη. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη του το μέγεθος της προσβολής του ενάγοντος από τη δημοσίευση του επίμαχου δημοσιεύματος και τη διάδοση, μέσω αυτού, του ψευδούς περιεχομένου σε απροσδιόριστο αριθμό ατόμων, που έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο, τον βαθμό του πταίσματος που συντρέχει στο πρόσωπο της εναγομένης από την μη απομάκρυνση της ανάρτησης αφού η ίδια έλαβε γνώση του περιεχομένου της, το γεγονός ότι ο ενάγων δοκίμασε έντονη στενοχώρια και θλίψη, καθόσον δυσφημίστηκε και εκτέθηκε στον επαγγελματικό και κοινωνικό του περίγυρο, εξαναγκαζόμενος να υποβληθεί σε δικαστικούς αγώνες για την υπεράσπιση του προσώπου του καθώς και την κοινωνική και οικονομική θέση και κατάσταση των μερών κρίνει ότι εύλογο ποσό χρηματικής του ικανοποίησης, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προμνησθείσα παράνομη και υπαίτια πράξη της εναγομένης είναι το ποσό των 100.000 ευρώ. 
Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να απομακρύνει οριστικά (διαγράψει) το επίμαχο συκοφαντικό κείμενο με τίτλο ... από το ιστολόγιο στο οποίο έχει αναρτηθεί, και συγκεκριμένα από το ..., να καταργήσει τα αποθηκευμένα αντίγραφα του ως άνω ιστολογίου ..., τα οποία περιέχουν το ως άνω συκοφαντικό κείμενο με τίτλο ..., καθώς και να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αποζημίωση για την προσβολή της προσωπικότητάς του και την εντεύθεν προκληθείσα ηθική βλάβη του το συνολικό ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, χωρίς νόμιμο τόκο, ελλείψει σχετικού αιτήματος. Καθόσον δε η επιχείρηση της πράξη αυτής εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή της, αφού δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο, θα πρέπει να απειληθεί σε βάρος της χρηματική ποινή, για την περίπτωση που δεν το πράξει (άρθρο 946 ΚΠολΔ), η οποία ανέρχεται στο ποσό των 1.000 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης της απομάκρυνσης (κατάργησης - διαγραφής) των προαναφερόμενων σελίδων. Επιπλέον, το Δικαστήριο κρίνει η παρούσα απόφαση δεν πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, ενώ επίσης δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις προς τούτο.


Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Αποζημίωση 6.000 ευρώ σε βάρος τραπεζών και εισπρακτικών εταιρειών

Απόφαση-Σταθμό εξέδωσε το Εφετείο Αθηνών, υπό την Εφέτη, κ. Αικατερίνη Μουμουζιά, σε βάρος της πρακτικής των τραπεζών και των εισπρακτικών εταιρειών, να παρενοχλούν τους καταναλωτές για ληξιπρόθεσμες οφειλές δανείων, παραβιάζοντας τα δεδομένα προσωπικού τους χαρακτήρα.

 

1437/2014 ΕΦ ΑΘ (ΜΟΝ)

Προσωπικά δεδομένα. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων οφείλει να ενημερώνει τα υποκείμενα των δεδομένων για τη διαβίβαση και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων τους. Η σχετική ενημέρωση πρέπει να γίνεται πριν από τη μετάδοση των προσωπικών δεδομένων στους αποδέκτες. Ο τρίτος - αποδέκτης, που ασκεί και αυτός επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, οφείλει μόλις έλθει σε πρώτη επαφή με το υποκείμενο των δεδομένων να το ενημερώσει εγγράφως για την πρόθεσή του να κάνει χρήση των δεδομένων του, για το σκοπό της χρήσης και για τον υπεύθυνο επεξεργασίας αυτών, από το αρχείο του οποίου θα γίνει η άντληση των δεδομένων. Προσβολή προσωπικότητας. Αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης. Υπόχρεοι. Προϋποθέσεις. Η εναγομένη τραπεζική εταιρεία ανέθεσε την είσπραξη του καθυστερούμενου δανείου του ενάγοντα σε εισπρακτική εταιρεία διαβιβάζοντάς της τα προσωπικά δεδομένα του χωρίς να τον ενημερώσει προηγουμένως για την διαβίβαση αυτή. Υπάλληλοι της εισπρακτικής εταιρείας τηλεφωνώντας στο κινητό αλλά και στο κατάστημα της συζύγου του αιφνιδίασαν το υιό του και τον ίδιο αφού ζήτησαν επιβεβαίωση της ρύθμισης της οφειλής του προκαλώντας τους ψυχική αναστάτωση. Απορρίπτεται ισχυρισμός της τράπεζας ότι με όρο της σύμβασης είχε ενημερώσει για την διαβίβαση τον αντισυμβαλλόμενό της. Ορθά και νόμιμα επιδίκασε η εκκαλουμένη σε βάρος της τράπεζας 6 χιλ. ευρώ ως ηθική βλάβη. Απορρίπτει έφεση κατά της με αριθ. 1895/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Αριθμός Απόφασης 1437/2014 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα 5ο Αποτελούμενο από την Δικαστή Αικατερίνη Μουμουζιά, Εφέτη

 ...

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την από 25 Ιανουαρίου 2009 αγωγή του, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ..., ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ` αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ` αριθμ. 1895/2012 οριστική του απόφαση, με την οποία δέχεται εν μέρει την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα, με την από 2 Ιανουαρίου 2013, έφεσή της, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό ... Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ. 

 ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ 

Η υπό κρίση έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης κατά της υπ` αριθμ. 1895/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 664 - 676 ΚΠολΔ (άρθρο 23 παρ.3 ν.2472/1997), ασκήθηκε εμπρόθεσμα με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (άρθρα 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία. Ο ενάγων (ήδη εφεσίβλητος) με την αγωγή του, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εξέθετε ότι η εναγομένη (ήδη εκκαλούσα) τραπεζική εταιρία προέβη σε παράνομη επεξεργασία των συλλεγέντων από αυτήν -κατά την κατάρτιση δανειακής συμβάσεως - προσωπικών δεδομένων του, με τη διαβίβαση προς εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων στοιχείων τηλεφωνικών του συνδέσεων, καθώς και της πληροφορίας περί του χρέους του, παραλείποντας να τον ενημερώσει, όπως όφειλε, αφ` ενός κατ` άρθρο 11 παρ. 1 Ν.2472/1997 με τρόπο σαφή για τους σκοπούς της επεξεργασίας κατά το στάδιο συλλογής των δεδομένων αυτών κατά το χρόνο καταρτίσεως της επίδικης συμβάσεως δανείου, αφετέρου δε κατ` άρθρο 11 παρ. 3 του ιδίου νόμου, κατά το χρόνο πριν από τη διαβίβασή τους στην επικαλούμενη από τον ίδιο εισπρακτική εταιρία (αποδέκτρια) για τη μέλλουσα ανακοίνωση των προσωπικών του δεδομένων προς αυτήν. Ότι η εισπρακτική εταιρία παρανόμως επεξεργάσθηκε ως αποδέκτρια τα ως άνω προσωπικά του δεδομένα, τα οποία μη νομίμως συνέλεξε από την εναγομένη και καταχώρησε αυτά στο αρχείο της (ηλεκτρονικό υπολογιστή), ακολούθως δε τα χρησιμοποίησε δια της αναφερομένης στην αγωγή προστηθείσας υπαλλήλου της, η οποία τον κάλεσε τηλεφωνικώς στις 26-11-2008 στο κινητό του τηλέφωνο και στο τηλέφωνο της οικίας του και, αιφνιδιάζοντάς τον, του ζητούσε την επιβεβαίωση των γνωστών σε εκείνη προσωπικών του δεδομένων (στοιχεία ταυτότητας κ.λπ.), καθώς και του χρεωστικού υπολοίπου της δανειακής του σύμβασης, χωρίς να τον ενημερώνει για την επωνυμία της εταιρίας εκ μέρους της οποίας τον καλούσε. Ότι με τις παραπάνω παράνομες πράξεις και παραλείψεις η εναγομένη τραπεζική εταιρία του προκάλεσε μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή. Ζήτησε, δε, μετά νόμιμη μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει νομιμοτόκως το ποσό των 80.000 ευρώ για χρηματική του ικανοποίηση προς αποκατάσταση της προκληθείσης σ` αυτόν εκ της άνω αιτίας ηθικής βλάβης. Η υπόθεση εκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή εν μέρει. Την απόφαση αυτή προσβάλλει η εναγομένη με την έφεσή της και παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνισή της ώστε να απορριφθεί η αγωγή. Με το Ν.2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» - ο οποίος εκδόθηκε για την προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας, σύμφωνα με τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που κυρώθηκε με το Ν. 2068/1992) και την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης της 24-10-1995 «Για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών» - ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Στο άρθρο 1 ότι: «Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής», στο άρθρο 2, ότι: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως α) «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων...β)...γ) «υποκείμενο των δεδομένων» το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί... δ) « επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («επεξεργασία») κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώρηση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση..., ζ) «υπεύθυνος επεξεργασίας» οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός...η) «Εκτελών την επεξεργασία» οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) «τρίτος» κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας. 1) «Αποδέκτης», το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) «Συγκατάθεση» του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες των δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του...... Στο άρθρο 4 παρ.1 ορίζεται ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) να συλλέγονται κατά τρόπο θεματό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών, β)..., γ) Στο άρθρο 5 παρ.1 ορίζεται ότι επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του.... Με το άρθρο 11 παρ.1 ορίζεται ότι «ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) .... β) το σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων» και με την παρ.2 του εν λόγω άρθρου ορίζεται ότι «εάν κατά τη συλλογή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη συνδρομή του υποκειμένου, οφείλει να το ενημερώνει ειδικώς και εγγράφως, για τα στοιχεία της παρ.1 του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα δικαιώματα του, σύμφωνα με τα άρθρα 11 έως 13 του παρόντος νόμου....», ενώ με την παρ.3 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι «εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς». Με το άρθρο 23 παρ.1 ορίζεται ότι «φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεως όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον». Από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι η ρύθμιση του Ν.2472/1997 συμπληρώνει το προϋπάρχον αυτού νομικό πλαίσιο (άρθρα 2 παρ.1, 5 παρ.1, 9 παρ.1 εδ.2 και 19 του Συντάγματος, άρθρο 57 του ΑΚ κλπ.), συγκεκριμενοποιεί τον ευρύτερο κανόνα προστασίας της προσωπικότητας του άρθρου 57 του ΑΚ και διευρύνει την έννοια των παράνομων προσβολών της προσωπικότητας σε σχέση με το άρθρο 57 ΑΚ, ώστε να θεωρείται - κατ` αρχήν - απαγορευμένη κάθε επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα άλλου (ευμενή ή δυσμενή), χωρίς την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων που τάσσονται από τις διατάξεις του νόμου (βλ. μελέτη Μιχ. Σταθόπουλου σε ΝοΒ 48, σελ. 1-19). Ετσι, ο Ν.2472/1997 απαγορεύει την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων φυσικού προσώπου, όταν γίνεται, πλην άλλων περιπτώσεων, και χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, δικαίωμα που προστατεύεται αυτοτελώς, αλλά αποτελεί και την προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης και αντίρρησης του υποκειμένου των δεδομένων (βλ. εισηγ. έκθεση ν.2472/1997 στο ΝοΒ 1997. 505). Σύμφωνα, δε, με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει - μετά τη συλλογή των σχετικών δεδομένων και πριν από τη διαβίβασή τους σε τρίτους - να ενημερώνει για τη συλλογή και διαβίβαση τα υποκείμενα των δεδομένων, μεταξύ άλλων, και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων του (είτε πρόκειται για αποδέκτες στους οποίους προβλέπεται η μεταβίβαση των δεδομένων ήδη από το στάδιο της συλλογής, είτε πρόκειται για αποδέκτες που προστέθηκαν αργότερα). Η σχετική ενημέρωση πρέπει να γίνεται το αργότερο πριν από τη μετάδοση των προσωπικών δεδομένων στους αποδέκτες - τρόπους. Εξάλλου, ο τρίτος - αποδέκτης, ο οποίος κατά το ν. 2472/1997 (άρθρο 2 παρ. δ) ασκεί και αυτός επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, οφείλει μόλις έλθει σε πρώτη επαφή με το υποκείμενο των δεδομένων να το ενημερώσει εγγράφως για την πρόθεσή του να κάνει χρήση των δεδομένων του, για το σκοπό της χρήσης και για τον υπεύθυνο επεξεργασίας αυτών, από το αρχείο του οποίου θα γίνει η άντληση των δεδομένων (σύμφωνα με τις με αρ. 050/20-1-2000 και 109/31-3-1999 Αποφάσεις της Αρχής). Τέλος, εάν στο υποκείμενο των δεδομένων έχει προκληθεί ηθική βλάβη από πράξεις του υπευθύνου επεξεργασίας και του αποδέκτη αυτών (ή των οργάνων τους) κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 2472/1997 (παράνομα) και όταν αυτοί όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της βλάβης, τότε παρέχεται στον πρώτο η κατά το άρθρο 932 ΑΚ αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική του βλάβη, η οποία ορίζεται κατ` ελάχιστο όριο στο ποσό των 2.000.000 δρχ. (ή 5.869,61 ευρώ), εκτός αν ζητήθηκε μικρότερο ποσό ή η παράβαση που προκάλεσε την ηθική βλάβη οφείλεται σε αμέλεια (Εφ.Αθ. 3833/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ευθύνη εξάλλου του προκαλούντος ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του ν.2472/1997 ή (και) των κατ` εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων της Αρχής, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης, και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια, αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει η ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και ως εκ τούτου ο προκαλών την ηθική βλάβη, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος του πραγματικά γεγονότα (ΑΠ 1923/2006, ΕφΑθ 2887/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, και από την νομοτύπως και μετ` εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου, ενώπιον της συμβ/φου Νέας Ερυθραίας .................... ληφθείσης ενόρκου βεβαιώσεως του ..............., περί της οποίας η υπ` αριθμ. 22331/2010 πράξη της άνω συμβ/φου, απεδείχθησαν τ` ακόλουθα: Ο ενάγων είχε καταρτίσει με την εναγομένη στις 21-12- 2004 την υπ` αριθμ. ........... σύμβαση προσωπικού δανείου ποσού 25.000 ευρώ εξοφλητέου σε 48 μηνιαίες δόσεις. Κατά την κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως η εναγομένη τράπεζα συνέλεξε από τον ίδιο τον ενάγοντα τα αναγκαία προς τούτο απλά προσωπικά δεδομένα αυτού, όπως επώνυμο, όνομα, όνομα πατρός, ημερομηνία γέννησης, αριθμό ταυτότητας, διεύθυνση κατοικίας, αριθμό τηλεφώνου (σταθερού και κινητού), επάγγελμα (βλ. την από 16-2-2004 αίτηση για χορήγηση δανείου). Η αποπληρωμή του δανείου δεν εξελίχθηκε ομαλά, διότι ο ενάγων καθυστέρησε την καταβολή των τριών τελευταίων δόσεων συνολικού ύψους 1.865,83 ευρώ. Έχοντας αξίωση η εναγομένη τράπεζα από τις καθυστερούμενες δόσεις του δανείου, ανέθεσε την είσπραξη της οφειλής αυτής στην εταιρία με την επωνυμία «.....................», διαβιβάζοντας σ` αυτήν τα παραπάνω προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος, μεταξύ των οποίων το τηλέφωνο κατοικίας του ........, το κινητό ........................ και το σταθερό ....... που είχε ο ίδιος δηλώσει ως τηλέφωνο επικοινωνίας στην από 30-5-2007 αίτησή του στην εναγομένη για χορήγηση πιστωτικής κάρτας, καθώς επίσης και το δυσμενές οικονομικό δεδομένο της οφειλής, χωρίς προηγουμένως να έχει ενημερώσει τον ενάγοντα για τη διαβίβαση αυτή. Η εναγομένη με τις πρωτόδικες προτάσεις της ισχυρίσθηκε ότι κατά τη συλλογή των ως άνω προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος για τη σύμβαση του δανείου είχε προβεί σε σχετική ενημέρωση με την προαναφερθείσα υπ` αριθμ. ............... σύμβαση, με τον όρο 13 της οποίας ο ενάγων παρείχε στην Τράπεζα «την ρητή και ανεπιφύλακτη συγκατάθεση του και εξουσιοδότηση να τηρεί σε ηλεκτρονικό ή μη αρχείο και να επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία δηλώθηκαν στην Τράπεζα με την υποβολή της αίτησης για την χορήγηση του δανείου, τα οποία μπορούν να γνωστοποιούνται προς χρήση από συνεργαζόμενα με την Τράπεζα φυσικά και νομικά πρόσωπα, όπως και δεδομένα που προκύπτουν από τη λειτουργία της παρούσας σύμβασης». Το κείμενο όμως αυτό της προσκομιζόμενης ως άνω σύμβασης, της οποίας το περιεχόμενο είναι σαφές και αναμφίβολο, ουδόλως αποδεικνύεται από την εναγομένη - που έχει το βάρος απόδειξης της ενημέρωσης κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη - ότι αυτή κατά τον παραπάνω χρόνο της συλλογής των δεδομένων είχε ενημερώσει τον ενάγοντα κατά τρόπο σαφή για τον σκοπό της επεξεργασίας (διαβίβασης) και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες των αποδεκτών, όπως απαιτείτο κατ` άρθρο 11 παρ. 1 β, γ. Η εναγομένη εξάλλου δεν επικαλέσθηκε, ούτε απέδειξε ότι είχε προβεί σε τέτοια ενημέρωση μεταγενέστερα, μετά τη συλλογή των δεδομένων και πριν από τη διαβίβασή τους στην ως άνω εισπρακτική εταιρία. Η τελευταία προέβη σε περαιτέρω επεξεργασία (χρήση) των ως άνω παρανόμως διαβιβασθέντων σ` αυτήν από την εναγομένη προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, καλώντας αυτόν τηλεφωνικώς στο κινητό του στις 26-11-2008 και περί ώρα 12.30`, αλλά και στο σταθερό ............... (που είχε δηλωθεί από τον ίδιο και ανήκε στην επιχείρηση της συζύγου του) στις 26-11-2008 και περί ώρα 13.00`, δια προστηθείσης υπαλλήλου της, η οποία αιφνιδιάζοντας τον υιό του ενάγοντος του ζητούσε - χωρίς μάλιστα να τον ενημερώνει για λογαριασμό ποιας εταιρίας τον καλούσε - να της επιβεβαιώσει τα σχετικά με τη ρύθμιση της επίδικης οφειλής του, προκαλώντας τόσο στον ίδιο όσο και στον ενάγοντα μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή από το γεγονός ότι τα απόρρητα κατά τον ως άνω νόμο προσωπικά του δεδομένα είχαν ανακοινωθεί και διαρρεύσει χωρίς καμμιά δική του ενημέρωση σε τρίτους. Οι προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες (από πρόθεση) πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης (δια των προστηθέντων οργάνων της) προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος και προκάλεσαν σ` αυτόν σημαντική ηθική βλάβη, ενώ τα όργανα της εναγομένης, κατά την επεξεργασία (διαβίβαση, λήψη, καταχώρηση, χρήση) των προσωπικών δεδομένων αυτού, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση του, όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης. Ενόψει δε του είδους του θιγομένου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων της εναγομένης και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των διαδίκων μερών, η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να ορισθεί στο ποσό των 6.000 ευρώ. Η εκκαλουμένη, άρα, η οποία έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και καλώς τις αποδείξεις εκτίμησε, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα με τους λόγους της εφέσεως της εναγομένης είναι αβάσιμα και απορριπτέα, καθώς και η υπό κρίση έφεση στο σύνολο της. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας βαρύνουν την εναγομένη, επειδή ηττάται (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζει κατ` αντιμωλία των διαδίκων. Δέχεται τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ` ουσίαν. Καταδικάζει την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2014 στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι. 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Ν.Σ.

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Υπόδειγμα προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.)


Voir Note explicative                                            
See Explanatory Note
Βλ. επεξηγηματικό δελτίo
GRC


Numéro de dossier
File-number
Αριθμός φακέλου





COUR EUROPÉENNE DES DROITS DE L’ HOMME
EUROPEAN COURT OF HUMAN RIGHTS
ΕΥΡΩΠΑIΚΟ ΔIΚΑΣΤΗΡIΟ
ΤΩΝ ΔIΚΑIΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ



Conseil de l’Europe - Council of Europe
Strasbourg, France
Συμβoύλιo της Ευρώπης
Στρασβoύργo-Γαλλία




REQUÊTE
APPLICATION
ΠΡΟΣΦΥΓΗ



présentée en application de l’article 34 de la Convention européenne des Droits de l’Homme,
ainsi que des articles 45 et 47 du Règlement de la Cour

under Article 34 of the European Convention on Human Rights
and Rules 45 and 47 of the Rules of Court

σύμφωνα με τo άρθρo 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης τωv Δικαιωμάτωv
τoυ Αvθρώπoυ και τα άρθρα 45 και 47 τoυ Εσωτερικoύ Καvovισμoύ τoυ Δικαστηρίoυ







IMPORTANT: La présente requête est un document juridique et peut affecter vos droits et obligations.
This application is a formal legal document and may affect your rights and obligations.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Η παρoύσα πρoσφυγή είvαι έvα voμικό έγγραφo και μπoρεί vα έχει επιπτώσεις στα δικαιώματα και στις υπoχρεώσεις σας.



I -        LES PARTIES
THE PARTIES
ΟΙ ΔΙΑΔΙΚΟΙ
A.        LE REQUÉRANT/LA REQUÉRANTE
THE APPLICANT
Ο ΠΡΟΣΦΕΥΓΩΝ/Η ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΥΣΑ

(Renseignements à fournir concernant le/la requérant(e) et son/sa représentant(e) éventuel(le))
(Fill in the following details of the applicant and the representative, if any)
(Πληρoφoρίες πoυ αφoρoύv τov πρoσφεύγovτα / τηv πρoσφεύγoυσα και, εάv υπάρχει, τov/τηv εκπρόσωπό τoυ/της.

1.             Nom de famille / Surname / Επώvυμo
2.             Prénom (s) / First name (s) / Βαφτιστικό όvoμα/ovόματα
Sexe:      masculin/fιminin                Sex:        male/female          Φύλo:     αρσεvικό/θηλυκό
3.             Nationalité / Nationality / Εθvικότητα    ΕΛΛΗΝΙΚΗ
4. Profession / Occupation / Επάγγελμα
5.             Date et lieu de naissance / Date and place of birth / Ημερoμηvία και τόπoς γεvvήσεως
6.             Domicile / Permanent address / Μόvιμη διεύθυvση
7.             Tel. N° / Αριθμός τηλεφώvoυ
8.             Adresse actuelle (si diffιrente de 6.) ---------------------------------------------------------------------------------------------
Present address (if different from 6.)/Παρoύσα διεύθυvση (εάv είvαι άλλη από τηv αvαφερόμεvη υπό 6)

9.             Nom et prénom du/de la représentant(e) *
Name of representative*/Οvoμα εκπρoσώπoυ*

10.          Profession du/de la représentant(e)  ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Occupation of representative/Επάγγελμα εκπρoσώπoυ

11.          Adresse du/de la représentant(e)
Address of representative/Διεύθυvση εκπρoσώπoυ

12.          Tel. N° / Αριθμός τηλεφώvoυ
               Fax N° / Αριθμός Fax

B.        LA HAUTE PARTIE CONTRACTANTE
THE HIGH CONTRACTING PARTY
ΤΟ ΥΨΗΛΟ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟ ΜΕΡΟΣ
(Indiquer ci-après le nom de l’Etat/des Etats contre le(s)quel(s) la requête est dirigée)
(Fill in the name of the State(s) against which the application is directed)
(Σημειώστε τo όvoμα τoυ Κράτoυς (ή τωv Κρατώv) εvαvτίov τoυ oπoίoυ στρέφεται η πρoσφυγή)

13.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ




II -       EXPOSÉ DES FAITS
STATEMENT OF THE FACTS
ΕΚΘΕΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤIΚΩΝ ΠΕΡIΣΤΑΤIΚΩΝ

(Voir chapitre II de la note explicative)
(See Part II of the Explanatory Note)
(Βλ. κεφάλαιo II τoυ επεξηγηματικoύ δελτίoυ)

14.
 Μετά από ιδιαίτερα σοβαρό ατύχημα που μου συνέβη στις 18-2-1998 σε κτήριο του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (Ο.Λ.Π.), που βρίσκεται στην «Ελεύθερη Ζώνη Πειραιά» στο Κερατσίνι, όπου στεγάζεται η Διεύθυνση ΣΕΜΠΟ του Ο.Λ.Π. και το Ε΄ Τελωνείο Πειραιά, και ειδικότερα στα κοινόχρηστα αποχωρητήρια του εν λόγω κτηρίου, όπου είχα μεταβεί, κατά την εκτέλεση πάντοτε των εργασιών μου ως εκτελωνιστής, υπέστην βαρύτατο τραυματισμό της σπονδυλικής μου στήλης με συντριπτικό κάταγμα πρώτου οσφυϊκού Ο1 και κάκωση μυελικού κώνου, με συνέπεια να υποστώ πλήρη αισθητικοκινητική παραπληγία. Σημειώνω ότι έκτοτε έχω ολική κινητική αναπηρία, λόγω της οποίας έλαβα μειωμένη σύνταξη από το ΤΕΒΕ λόγω πλήρους ανικανότητας με ποσοστό αναπηρίας 86%.
 Για το ατύχημα αυτό άσκησα ένδικα μέσα κατά του Ο.Λ.Π., ως άνω, υπολαμβάνοντας ότι έχει την αποκλειστική υπαιτιότητα για τον βαρύτατο τραυματισμό μου, που είχε τις ύπερθεν τραγικές συνέπειες για εμένα και τη ζωή μου. Εξαιτίας του ατυχήματος αυτού υπέστην πλήρη ανατροπή στη ζωή μου, καθόσον έκλεισα την επιχείρησή μου (εκτελωνιστικό γραφείο στον Πειραιά), αδυνατούσα να βοηθήσω τα τρία (3) ανήλικα παιδιά μου, σταμάτησα κάθε κοινωνική και συνδικαλιστική μου δραστηριότητα και συσσωρεύτηκαν τεράστια οικονομικά μου προβλήματα λόγω του αυξημένου κόστους για την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας μου, παράλληλα δε έπεσα σε πλήρη κατάθλιψη αντιμετωπίζοντας σοβαρά ψυχικά προβλήματα.
 Ο βαρύτατος τραυματισμός μου προκλήθηκε από τον εγκλωβισμό μου στην τουαλέτα του κτηρίου, λόγω του χαλασμένου πόμολου της πόρτας. Όταν προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα, για να εξέλθω, το πόμολο αποσπάστηκε από τη βάση του, και σε συνδυασμό με την πλημμελή συντήρηση και ρυπαρότητα του ολισθηρού δαπέδου, έχασα την ισορροπία μου, πέφτοντας προς τα πίσω, και χτυπώντας τη μέση μου στην σκληρή επιφάνεια της λεκάνης της τουαλέτας, που –σημειωτέον- δεν είχε το απαραίτητο προστατευτικό κάλυμμα.
 Για το παραπάνω συμβάν άσκησα αγωγή κατά του Ο.Λ.Π. στο αρμόδιο Δικαστήριο. Το Εφετείο Πειραιώς με την υπ’αριθμ. 506/2004, ήδη αμετάκλητη, απόφασή Του, δέχτηκε υπαιτιότητα της εναγομένης κατά ποσοστό 50%, και μου επιδίκασε για την υπάρχουσα τότε βλάβη μου το ποσόν των 106.456,71 ευρώ και δικαστική δαπάνη 5.500,00 ευρώ.
 Εν συνεχεία, άσκησα δεύτερη αγωγή κατά του Ο.Λ.Π. Α.Ε., με την οποία ζήτησα την επιδίκαση εξόδων πραγματοποιηθεισών θεραπειών μου για το μεταγενέστερο διάστημα, δηλ. από τον Ιανουάριο του 2002 έως και 3-1-2003, καθώς και εφ’άπαξ αποζημίωσή μου κατ’άρθρο 931 Α.Κ.. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’αριθμ. 189/2005 οριστική απόφασή Του, μου επιδίκασε το ποσόν των 15.386,68 ευρώ για τα παραπάνω έξοδα πραγματοποιηθεισών θεραπειών μου, και το ποσόν των 100.000 ευρώ για εφ’άπαξ αποζημίωσή μου κατ’άρθρο 931 Α.Κ.. Το ίδιο Δικαστήριο δεν υπολόγισε στην αποζημίωσή μου τις μελλοντικές δαπάνες που θα απαιτηθούν για τις θεραπείες μου, για απαραίτητα ιατροφαρμακευτικά υλικά και για τα αναπηρικά βοηθήματα, επειδή δεν ήταν κατά την απόφαση αυτή δυνατόν να προσδιοριστούν ούτε κατά προσέγγιση, λόγω του ότι εξαρτώνται από την μελλοντική και άρα απρόβλεπτη εξέλιξη της υγείας μου, και τις διαρκώς εξελισσόμενες μεθόδους και μέσα για την αντιμετώπιση των επιπλοκών που δημιουργούνται στους πάσχοντες από κακώσεις του νωτιαίου μυελού, που δεν περιορίζονται μόνον στο εμφανές κινητικό πρόβλημα, αλλά και στις δυσλειτουργίες στην ούρηση και αφόδευση, και σε πολλές επιπλοκές που επιβαρύνουν τη σωματική και την ψυχική τους κατάσταση. Κατόπιν δε άσκησης αντίθετων εφέσεων, κατά της παραπάνω αποφάσεως, τόσο εκ μέρους μου, όσο και από τον Ο.Λ.Π., εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 293/2006 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία, αφού εξαφάνισε την ως άνω απόφαση, υποχρέωσε τον Ο.Λ.Π. στην καταβολή αποζημιώσεως ύψους 215.386,68 ευρώ, ποσό στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και αποζημίωση ύψους 15.386,68 ευρώ για θετικές ζημίες, που αφορούσε απαίτηση, ως άνω, που επιδικάστηκε με την υπ’αριθμ. 189/2005 απόφαση, και δεν επλήγη με λόγο εφέσεως.
 Εν συνεχεία, άσκησα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την τρίτη κατά σειρά αγωγή μου, με την οποία, επικαλούμενος μη προβλεφθείσες εξακολουθητικές επιζήμιες για την κατάσταση της υγείας μου συνέπειες από τον τραυματισμό μου, ζήτησα να υποχρεωθεί ο Ο.Λ.Π. να μου καταβάλει 46.194,85 ευρώ για δαπάνες αγοράς υλικών καθετηριασμού, 254,10 ευρώ για δαπάνες φυσιοθεραπείας, 700 ευρώ για έξοδα ουρολογικού ελέγχου και κηδεμόνων γόνατος και 34.650 ευρώ για δαπάνη αμοιβής βοηθού-νοσηλεύτριας, που αφορούσαν το χρονικό διάστημα των μηνών Φεβρουαρίου 2003 έως και Φεβρουαρίου 2006. Επί της αγωγής μου αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 5016/2006, ήδη αμετάκλητη, απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία, αφού απέρριψε την προβληθείσα από τον Ο.Λ.Π. ένσταση παραγραφής του άρθρου 937 του ΑΚ, με την αιτιολογία ότι οι αξιώσεις που ήχθησαν προς ουσιαστική κρίση με την αγωγή μου αφορούσαν απρόβλεπτη ζημία μου, εκτός από εκείνη που αφορούσε τη δαπάνη καταβολής αμοιβής στην οικιακή βοηθό για το από 30-11-2005 έως και τον μήνα Φεβρουάριο 2006 χρονικό διάστημα, την οποία απέρριψε ως παραγεγραμμένη, κρίνοντας ότι αφορούσε σε εξ αρχής προβλεπτή ζημία, μου επιδίκασε αποζημίωση ποσού 34.444,97 ευρώ. Μάλιστα, η αιτιολογία της παραπάνω αποφάσεως, ως προς την απόρριψη της ενστάσεως παραγραφής, κατ’άρθρο 937 ΑΚ, που αβάσιμα είχε υποβάλει ο Ο.Λ.Π., έχει ως εξής: «…Εξάλλου, η ένσταση περί παραγραφής της απαίτησης του ενάγοντος, που προβάλλει η εναγομένη, είναι ουσιαστικά αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον οι ανωτέρω δαπάνες αφορούν απρόβλεπτη ζημία του ενάγοντος, που συνέχεται με την αδικοπραξία της εναγομένης. Ειδικότερα, οι μεν αναφερόμενες συνεδρίες φυσικοθεραπείας εντάσσονται στο επιβαλλόμενο από την εξέλιξη της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος εντατικό πρόγραμμα αποκατάστασής του προς αποφυγή χειροτέρευσης της ήδη βεβαρημένης κατάστασης της υγείας του, για το οποίο αποφάνθηκαν οι θεράποντες ιατροί μετά την εξέταση αυτού στις 10-5-2002, 6-5-2003 και 18-6-2004, σε συνδυασμό περαιτέρω και με τις νέες τεχνικές φυσικοθεραπείας που συνιστώνται και εφαρμόζονται παγκοσμίως σε παρόμοιες με τη δική του περιπτώσεις (THERASUIT METHOD), η δε αγορά νέων υλικών καθετηριασμού (αυτολιπαινόμενων καθετήρων) κρίθηκε αναγκαία από τους θεράποντες ιατρούς του ενάγοντος με τις σχετικές συστάσεις τους στις 8-8-2002, 4-8-2003 και 28-4-2004 ενόψει και του γεγονότος της πρόσφατης διάθεσης τέτοιων καθετήρων στο εμπόριο, προς αποφυγή ουρολοιμώξεων. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω απαιτήσεις, για τις οποίες η πενταετής παραγραφή αρχίζει από τότε που ο ενάγων έλαβε γνώση των νέων αυτών ζημιών (δυσμενών συνεπειών) και της αιτιώδους συνάφειάς τους με το ατύχημα, ήτοι μετά τις σχετικές συστάσεις των θεραπόντων ιατρών, δεν έχουν υποπέσει εισέτι σε παραγραφή, δεδομένου ότι η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε στις 26-9-2005 (βλ. την με αριθμό 42488/26-9-2005 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Αριστείδη Πετρίδη)…».
 Εν συνεχεία, άσκησα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την τέταρτη κατά σειρά από 20-2-2007 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1574/2007 ΕΝΔΙΚΗ αγωγή μου, με την οποία, επικαλούμενος μη προβλεφθείσες εξακολουθητικές επιζήμιες για την κατάσταση της υγείας μου συνέπειες από τον τραυματισμό μου, και συγκεκριμένα ότι από τον μήνα Μάρτιο του 2006 και εντεύθεν η κατάσταση της υγείας μου παρουσίασε επιδείνωση, στο πλαίσιο απρόβλεπτης εξέλιξης μιας τραυματικής βλάβης του νωτιαίου μυελού, η οποία επιβάλλει τη διενέργεια περαιτέρω φυσικοθεραπειών προς αποκατάσταση, καθημερινών διαλειπόντων καθετηριασμών με αυτολιπαινόμενους καθετήρες τύπου lofric από ειδικευμένη και έμπειρη νοσηλεύτρια και τη χρήση ειδικών αναπηρικών βοηθημάτων, ζήτησα να υποχρεωθεί, ο Ο.Λ.Π., να μου καταβάλει το ποσόν των 50.558,95 ευρώ για τις δαπάνες μου από 1-3-2006 έως και 31-12-2007 (για φυσικοθεραπείες, υλικά καθετηριασμών, νοσηλεύτρια, αναπηρικά βοηθήματα), και να αναγνωριστεί ομοίως ότι, για τις συγκεκριμένες ως άνω δαπάνες μου, που μετά βεβαιότητος και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας θα υφίσταμαι τουλάχιστον μέχρι το 75ο έτος της ηλικίας μου (προσδόκιμο ζωής), μου οφείλει 847.869,72 ευρώ (όπως εξειδικεύτηκαν στην αγωγή μου, κατά κάθε μήνα), και να αναγνωριστεί ότι οφείλει να μου καταβάλει εφάπαξ το ποσόν των 700.000 ευρώ για τις παραπάνω μελλοντικές ζημίες μου, όπως ορισμένα εξειδικεύτηκαν στο κείμενο της αγωγής μου.
 Επί της παραπάνω (από 20-2-2007 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1574/2007) αγωγής μου εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 1385/2008 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), με την οποία απορρίφθηκε εν συνόλω αυτή, με την εξής, συνοπτικά, κρίσιμη αιτιολογία: «…Είναι δε ορισμένη, μόνον κατά το κεφάλαιο που αφορά την αποζημίωση για τις πράγματι πραγματοποιηθείσες από τον ενάγοντα δαπάνες, δηλαδή αυτές του χρονικού διαστήματος από τον μήνα Μάρτιο 2006 μέχρι το χρόνο συζήτησης της αγωγής (14-11-2007), ενώ είναι αόριστη, σύμφωνα και με όσα αναλυτικά προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, και ως εκ τούτου απορριπτέα ως απαράδεκτη κατά το μέρος που με αυτή ζητείται αποζημίωση προς αποκατάσταση των μελλοντικών ζημιών δαπανών που ο ενάγων φέρεται ότι θα υποστεί εξ αιτίας του τραυματισμού του και της βλάβης της υγείας του από το ένδικο ατύχημα, καθόσον αυτές αναφέρονται κατά τρόπο ασαφή, αφού προσδιορίζονται κατά μέσο όρο μηνιαίως και με βάση υπολογισμού τις ετήσιες δαπάνες του προηγουμένου του προς επιδίκαση έτους, όπως αυτές προκύπτουν από το άθροισμα των επί μέρους αποδείξεων εισπράξεως υλικών και παροχής υπηρεσιών που προσκομίζονται, χωρίς ουδεμία περαιτέρω εξειδίκευση, ως προς τον αριθμό και το είδος των φυσικοθεραπειών, ιατρικών εξετάσεων και επισκέψεων, υλικών νοσηλείας, αναπηρικών βοηθημάτων και αμοιβών ιατρικού προσωπικού και του κόστους ενός εκάστου που θα απαιτηθούν στο μέλλον, με αποτέλεσμα η επέλευση των επικαλούμενων ως άνω μελλοντικών ζημιών να εκτίθεται ως ενδεχόμενη και υποθετική…Από τα παραπάνω δημόσια ιατρικά πιστοποιητικά και τις γνωματεύσεις ιδιωτών ιατρών, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, δεν αποδείχθηκε αφενός μεν ότι η επιδείνωση της υγείας του ενάγοντος προέκυψε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν οι ένδικες αγωγικές αξιώσεις και δη αιφνιδίως, καθόσον ήδη από το έτος 1999 η υγεία του ενάγοντος έβαινε επιδεινούμενη, γεγονός που έγινε δεκτό και με τη με αριθμό 506/2004 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, αφετέρου δε η επιδείνωση αυτή δεν υπήρξε με προβλέψιμη εξ αρχής κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και τούτο διότι δεν παρίσταται αυτή ασυνήθης. Πλέον συγκεκριμένα, η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος και οι εξ αυτής μεταγενέστερες επιζήμιες συνέπειες πρόδηλο είναι ότι μπορούσαν να προβλεφθούν κατά το χρόνο που αυτός έλαβε γνώση της ζημίας ως δυνατή συνέπεια της ένδικης αδικοπραξίας, δηλαδή αμέσως μετά το επισυμβάν στις 18.2.1998 ατύχημα…Συνεπώς προς τα ανωτέρω, εφόσον αποδείχθηκε ότι οι επιζήμιες για την κατάσταση της υγείας του ενάγοντος συνέπειες παράγονται εξακολουθητικώς με την πάροδο του χρόνου, η αξίωση για την αποκατάστασή τους, έστω και μελλουσών, εφόσον αποδείχθηκε ότι οι τελευταίες ήσαν προβλεπτές κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, δεν αναγεννάται κάθε φορά που επέρχονται οι συνέπειες αυτές, αλλά γεννήθηκε άπαξ, όταν άρχισαν να αναδύονται οι πρώτες από αυτές (ΟλΑΠ 40/1996) και συνεπώς, έχει παρέλθει από την ημερομηνία του ατυχήματος (18.2.1998) οπότε και η γνώση της ζημίας, μέχρι την επίδοση της υπό κρίση από 20.2.2007 αγωγής, που έγινε στις 5.3.2007…χρόνος μεγαλύτερος της πενταετίας, γεγονός που έχει ως συνέπεια οι ένδικες αξιώσεις να έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή…Σημειώνεται ότι η προηγούμενη με αριθμό 5016/2006 τελεσίδικη απόφαση αυτού του δικαστηρίου, δεν παρήγαγε δεδικασμένο ως προς το ζήτημα του «απρόβλεπτου ή μη» των περαιτέρω ζημιών του ενάγοντος, διότι κατά τα προεκτεθέντα, το προβλεπτόν των επιζημίων συνεπειών είναι στοιχείο της ενστάσεως παραγραφής, και οι ενστάσεις, πλην της ενστάσεως συμψηφισμού δεν παράγουν δεδικασμένου. Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει κατά παραδοχή της ενστάσεως παραγραφής που προέβαλε η εναγομένη, ως βάσιμης και από ουσιαστική άποψη, να απορριφθεί η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη…».

 Κατόπιν δε άσκησης της από 26-11-2008 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 1340/2008 εφέσεώς μου κατά της παραπάνω αποφάσεως, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 666/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία, αφού έγινε αυτή τυπικά δεκτή, απορρίφθηκε τελεσίδικα ως προς το κατά το σκεπτικό σκέλος της (της αοριστίας), και κατά τα λοιπά αναβλήθηκε η απόφασή Του, και διετάχθη, με μέριμνα του επιμελέστερου διαδίκου, πραγματογνωμοσύνη από ένα πραγματογνώμονα, προκειμένου, αφού λάβει γνώση της από το ατύχημα προκληθείσας βλάβης της υγείας μου και των εν γένει συνεπειών της και της τυχόν έκτοτε διαχρονικής εξέλιξης της πάθησής μου, και αφού με εξετάσει, να γνωμοδοτήσει επί των εξής θεμάτων: Αν η στην αγωγή περιγραφόμενη κατά τον Μάρτιο 2006 ως και κατά το χρόνο της άσκησής της κατάσταση της υγείας μου αποτελεί αναμενόμενη και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων προβλέψιμη επιδείνωση και σταδιακή δυσμενή εξέλιξη της αρχικής πάθησής μου, ή, αντιθέτως, πρόκειται για απρόβλεπτη, ασυνήθιστη και αναπάντεχη επιδείνωσή της, συνεκτιμώντας προς τούτο και το είδος και το περιεχόμενο της κατά την ένδικη αγωγή ακολουθούμενης συγκεκριμένης θεραπείας και εφαρμοζόμενης υποστήριξης και φροντίδας μου. Συγκεκριμένα δε, ορίστηκε ως πραγματογνώμονας ο ιατρός-νευροχειρουργός, κ. Δημήτριος Αντωνίου.
 Το παραπάνω Δικαστήριο, ως προς το σκέλος της εφέσεώς μου, που αφορούσε στην «αοριστία» της αγωγής μου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, ως άνω, έκρινε τα εξής: «Στην προκείμενη περίπτωση από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου προκύπτει ότι τα αποζημιωτικά κονδύλια ως προς τις πέραν του χρόνου της συζήτησής της (αγωγής) αξιούμενες μελλοντικές μέχρις το έτος 2028 δαπάνες (αμοιβών φυσικοθεραπευτηρίων και νοσηλεύτριας ως και κόστους αγοράς υλικών καθετηριασμών και αναπηρικών βοηθημάτων), παρατίθενται συγκεφαλαιωτικώς και μόνο εξαγόμενα βάσει της αντίστοιχης κατηγορίας δαπάνης του προηγούμενου έτους και κατά μέσο μηνιαίο όρο αυτής, χωρίς καμιά περαιτέρω ανάλυση κατ’είδος και ποσό. Συνεπώς κατά το μέρος της αυτό η αγωγή ήταν απορριπτέα ως αόριστη, δεν έσφαλε δε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια, απορριπτόμενου ως αβάσιμου κατ’ουσία του αντίστοιχου σκέλους της εφέσεως». Σύμφωνα δε με τα κρατούντα νομολογιακά στην Ελλάδα, θα μπορούσα να επαναφέρω ορισμένα ενώπιον Δικαστηρίου το συγκεκριμένο τμήμα της αγωγής μου. Ως προς δε το σκέλος των πραγματοποιηθεισών δαπανών μου το ίδιο Δικαστήριο, με την ίδια απόφαση, έκρινε ότι αδυνατούσε να καταλήξει σε ασφαλή δικανική πεποίθηση, και γι’αυτό ανέβαλε, διατάσσοντας πραγματογνωμοσύνη, ως άνω. Συγκεκριμένα δε η αιτιολογία του ως προς το κρίσιμο αυτό σημείο έχει συνοπτικά ως εξής: «…Όπως γίνεται φανερό, κρίσιμο ζήτημα για την παραδοχή ή μη της ένστασης παραγραφής της εναγόμενης και συνακόλουθα της κρίσης των αγωγικών αξιώσεων ως παραγεγραμμένων ή μη και της περαιτέρω τύχης της έφεσης (ουσιαστικής ή μη παραδοχής της κατά το οικείο σκέλος της), είναι το αν οι βλάβες και οι δυσμενείς συνέπειες και εν γένει η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν εξ υπαρχής προβλεπτές κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή αντιθέτως απρόβλεπτες, αναπάντεχες και ασυνήθεις, όπως το τελευταίο τούτο (απρόβλεπτο) προβάλει, κατ’άρνηση (της ένστασης παραγραφής), ο ενάγων και καθ’υποφορά με την αγωγή του (ΑΠ 940/2001 ΕλΔικ 42.940). Από τις προσκομισθείσες αποδείξεις δεν μπορεί να σχηματισθεί πλήρης και ασφαλής δικανική πεποίθηση για τα ουσιώδη αυτά εριστά ζητήματα, ενόψει δε του ότι απαιτούνται για τα θέματα αυτά ειδικές γνώσεις επιστήμης, κρίνεται αναγκαία από το Δικαστήριο η διεξαγωγή, πριν την ουσιαστική έρευνα του σχετικού σκέλους της έφεσης, ιατρικής πραγματογνωμοσύνης από ένα πραγματογνώμονα, κατά το διατακτικό (368 επ. ΚΠολΔ)…».
 Εν συνεχεία, ο διορισθείς από το δικαστήριο πραγματογνώμονας, κ. Δημήτριος Αντωνίου, αφού έδωσε στις 23-11-2009 τον προσήκοντα όρκο ενώπιον της Προέδρου Εφετών Πειραιώς, συνταγείσης της υπ’αριθμ. 29/2009 έκθεσης όρκισης πραγματογνώμονα, ολοκλήρωσε και ενεχείρισε στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου την από 23-12-2009 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του, συνταγείσης της από 28-12-2009 υπ’αριθμ. 30/2009 εκθέσεως εγχειρίσεως.
 Αμέσως μετά, με την υπ’αριθμ. 36/13-1-2010 κλήση μου κατά του Ο.Λ.Π., ζήτησα να οριστεί νέα δικάσιμος για τη συζήτηση της από 26-11-2008 ως άνω εφέσεώς μου, επί τω τέλει όπως αυτή γινόταν δεκτή, και ωσαύτως και η αγωγή μου.
 Επί της κλήσεώς μου αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 832/2010 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία, αφενός απέρριψε αναιτιολόγητα και contra στην από 23-12-2009 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του κ. Δημήτριου Αντωνίου, την έφεσή μου και ως προς το σκέλος που εκκρεμούσε (και επί του οποίου είχε διαταχθεί από την προηγούμενη απόφαση η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης), αφετέρου απέρριψε επί της ουσίας την έφεσή μου και ως προς το σκέλος της αοριστίας, ως άνω, ανατρέποντας ανεπίτρεπτα την υπ’αριθμ. 666/2009 απόφαση, ως άνω (ως προς το οριστικό σκέλος της), και εμποδίζοντάς με ούτως να επαναφέρω ορισμένα την αγωγή μου, δεχόμενο ότι η αγωγή μου και ως προς το κομμάτι αυτό ήταν ορισμένη, πλήν όμως αβάσιμη επί της ουσίας (λόγω υποτιθέμενης παραγραφής των αξιώσεών μου).
 Η παραπάνω απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κατά τις κρίσιμες εν προκειμένω παραδοχές της, ως προς την ένσταση παραγραφής, έχει ως επί λέξει ως εξής: «…Στην προκειμένη περίπτωση, σχετικά με την παραδεκτά, τόσο στον πρώτο, όσο και στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας προβληθείσα με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις της εναγομένης, νόμιμη ένσταση πενταετούς παραγραφής των αγωγικών αξιώσεων κατ’άρθρο 937 ΑΚ, οι οποίες αφορούν πραγματοποιηθείσες από τον ενάγοντα δαπάνες του χρονικού διαστήματος από 3/2006 έως 14.11.2007, σύμφωνα με την οποία η εναγομένη ισχυρίστηκε ότι ήδη από του χρόνου του ατυχήματος ο ενάγων είχε λάβει γνώση των επιζήμιων συνεπειών του ατυχήματος και της υπόχρεου προς αποζημίωσή του εναγομένης, από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύονται τα εξής: Κατά την εξέτασή του από τον ιατρό Κωνσταντίνο Κουζέλη του Γ.Ν. «Ασκληπιείο Βούλας» στις 30.5.2006 (σχετ. προσκομ. από 30/5/2006 ιατρική γνωμάτευση του άνω ιατρού) ο ενάγων βρέθηκε να πάσχει από «υπολειμματική μετατραυματική παραπληγία», ενώ σύμφωνα με τη με αυτή ημερομηνία βεβαίωση εξέτασης των τακτικών εξωτερικών ιατρείων του άνω νοσοκομείου, υπογεγραμμένη από τον ίδιο ιατρό που προσκομίζεται, βεβαιώνεται ότι υπάρχει «…προοδευτική επιδείνωση της κλινικής εικόνας του ενάγοντος στα πλαίσια και της απρόβλεπτης εξέλιξης μιας τραυματικής βλάβης του νωτιαίου μυελού…», ενώ, σύμφωνα με το από 9.3.2006 προσκομιζόμενο ιατρικό πιστοποιητικό του θεραπευτηρίου «Ευαγγελισμός» υπογραφόμενο από τον ιατρό-επίκουρο καθηγητή του άνω ΓΝΑ Στάθη Μποβιάτση, ο ενάγων πάσχει από «υπολειμματική μη λειτουργική χαλαρή τετραπληγία επί χειρουργηθέντος συντριπτικού κατάγματος 01 σπονδύλου (οπίσθια διαυχενική σπονδυλοδεσία Θ12-01) με ορθοκυστικές διαταραχές (άτονη κύστη) και χρόνιο άλγος συνεπεία εκτεταμένου τραυματισμού του θωρακοοσφυϊκού νωτιαίου σωλήνα και έντονη αδυναμία ορθοστάτησης λόγω ατροφίας μυών άκρου ποδός άμφω». Στο ίδιο πιστοποιητικό βεβαιώνεται ότι «…η κατάσταση της υγείας του (ενάγοντος) παρουσιάζει επιδείνωση και τούτο διότι ο  εν λόγω τραυματισμός του νωτιαίου σωλήνα προκαλεί διαταραχές στην αισθητικότητα και κινητικότητα των κάτω άκρων καθώς και στις λειτουργίες της ούρησης και αφόδευσης του ασθενούς». Περαιτέρω, στην προσκομιζόμενη από 5.3.2006 βεβαίωση του ιατρού-ουρολόγου Χαρίλαου Μπαλιάκου αναφέρεται ότι ο ενάγων «…πάσχει από χαλαρή τετραπληγία και έχει υποστεί μόνιμη βλάβη του ουροποιητικού με άτονη κύστη…Λόγω απροβλέπτων επιπλοκών της υγείας του ασθενούς συνιστάται να πραγματοποιούνται οι δύο εκ των έξι καθημερινών διαλειπόντων καθετηριασμών (ο πρωινός και ο νυκτερινός), από την νοσηλεύτρια Τεοντόροβα Ελεάνα…». Τέλος, με την προσκομιζόμενη από 3.7.2006 ιατρική γνωμάτευσή του ο παραπάνω ιατρός ουρολόγος Χαρ. Μπαλιάκος, αφού γνωματεύει περί της προοδευτικής επιδεινώσεως της κλινικής εικόνας του ενάγοντος, σχετικώς προς τις κυστικές του διαταραχές και την αναγκαιότητα να χρησιμοποιούνται από αυτόν αυτολιπαινόμενοι και προλιπασμένοι καθετήρες για την πραγματοποίηση της μεθόδου των διαλειπόντων καθετηριασμών, εκθέτει ότι «…κατά συνέπεια οι τρόποι, τα μέσα και οι δαπάνες για την αντιμετώπιση του ουροποιητικού προβλήματος του κ. …δεν θα μπορούσαν να είναι γνωστά εκ των προτέρων, ούτε μπορούν να προσδιορισθούν, επακριβώς για το μέλλον». Ακόμη στην έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε από το Δικαστήριο αυτό, ο προς τούτο διορισμένος ιατρός, νευροχειρουργός στην ειδικότητα Δημήτριος Αντωνίου, αφού έλαβε υπόψη του και παρέθεσε σ’αυτήν το περιεχόμενο όλων των ιατρικών βεβαιώσεων, πιστοποιητικών και ιατρικών γνωματεύσεων, που συντάχθηκαν για την περίπτωση του ενάγοντος από την ημέρα του τραυματισμού του μέχρι και τη συζήτηση στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά και άλλες, που συντάχθηκαν μετά την έκδοση της εκκαλουμένης μέχρι τη συζήτηση της έφεσής του στις 28-5-2009, έδωσε στα ερωτήματα που τέθηκαν με την ως άνω 666/2009 εν μέρει οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού σχετικά με το προβλεπτό ή μη της επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος, τις εξής απαντήσεις: «Η τραυματική βλάβη του νωτιαίου μυελού εγκαταλείπει στον ασθενή μία πληθώρα νευρολογικών προβλημάτων και συνακόλουθα διαταραχών από τα άλλα συστήματα του οργανισμού, αφού το κεντρικό νευρικό σύστημα είναι το σύστημα που εφορεύει-προΐσταται των υπολοίπων. Η έκταση, το μέγεθος, η ένταση και ο χρόνος εμφάνισης ή επιδείνωσης των δυσλειτουργιών των υπολοίπων συστημάτων, ως συνέπεια της αρχικής βλάβης είναι αδύνατο να καθορισθούν. Υπάρχουν βλάβες του νωτιαίου μυελού που δεν επιτρέπουν στον ασθενή καμία κινητικότητα ή αισθητικότητα από το επίπεδο της βλάβης και κάτω αλλά και άλλες στις οποίες ο ασθενής έχει μειωμένη κινητικότητα (παραπάρεση) και μερική λειτουργικότητα της ουροδόχου κύστεως, των γεννητικών οργάνων και του ορθού. Στην περίπτωση του ενάγοντος οι επιπλοκές που παρουσιάσθηκαν το 2006 όπως βεβαιώνεται από τα ιατρικά πιστοποιητικά ήταν μη προβλέψιμες ή αναμενόμενες και σε πληθώρα άλλων ασθενών με νευρολογική βλάβη δεν έχουν συμβεί. Εν ολίγοις κάθε ασθενής μετά από τραυματισμό του νωτιαίου μυελού αποτελεί μία ξεχωριστή μονάδα. Σήμερα η υποτυπώδης βάδιση του ενάγοντος καταπονεί το δεξιό του ισχίο. Ενδεχομένως στο μέλλον να χρειασθεί αλλαγή της δεξιάς κατ’ισχίον άρθρωσης χωρίς όμως αυτό να μπορεί να το βεβαιώσει κανείς, όπως δεν ήταν βέβαιο όταν επήλθε ο αρχικός τραυματισμός εάν θα έφθανε ποτέ στο σημείο να βαδίσει έστω και λίγο με βοήθεια. Οι απροσδόκητες επιπλοκές ενός σοβαρού τραυματισμού της σπονδυλικής στήλης (π.χ. σχηματισμός συριγγομυελίας, χαλάρωση υλικών σπονδυλοδεσίας κ.λπ.) αναφέρονται και στο έγκυρο αγγλόφωνο σύγγραμμα νευροχειρουργικής του Youmans. Επομένως οι επιπλοκές της υγείας του ενάγοντος που εμφανίσθηκαν το 2006 ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, προκάλεσαν νέες χρόνιες παθήσεις με αιτιώδη συνάφεια του αρχικού τραυματισμού του. Οι θεραπευτικές αγωγές που ακολουθήθηκαν με την υπόδειξη και την στενή παρακολούθηση από τους θεράποντες ιατρούς του ήταν οι ενδεδειγμένες και πρέπει να συνεχίζονται εφ’όρου ζωής με έξι διαλείποντες καθετηριασμούς ημερησίως και νοσηλευτική φροντίδα, καθώς και εξατομικευμένο πρόγραμμα αποκατάστασης για την συντήρηση της όποιας μυϊκής ισχύος διαθέτει στα κάτω άκρα, αφού ο ίδιος μόνος του δεν είναι σε θέση να σταθεί και να βαδίσει αυτόνομα». Ωστόσο όμως, από τα παραπάνω δημόσια ιατρικά πιστοποιητικά και τις γνωματεύσεις ιδιωτών ιατρών, οι οποίες άλλωστε μνημονεύονται στην έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, δεν αποδείχθηκε αφενός μεν ότι η επιδείνωση της υγείας του ενάγοντος προέκυψε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, στο οποίο αφορούν οι ένδικες αγωγικές αξιώσεις και μάλιστα αιφνιδίως, καθόσον ήδη από το έτος 1999 η υγεία του ενάγοντος επιδεινωνόταν συνεχώς και βαθμιαία, γεγονός που έγινε δεκτό και με τη με αριθμό 506/2004 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, αφετέρου δε η επιδείνωση αυτή ήταν εξ αρχής, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, προβλέψιμη. Οι δυσμενείς εξελίξεις που παρουσίασε η υγεία του ενάγοντος οφείλονται αποκλειστικά στην τραυματική βλάβη του νωτιαίου μυελού και δεν ήσαν ασυνήθεις. Η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος και οι εξ αυτής μεταγενέστερες επιζήμιες συνέπειες μπορούσαν να προβλεφθούν αμέσως μετά το επισυμβάν στις 18.2.1998 ατύχημα, χρόνος που συμπίπτει με την από μέρους του γνώση της ζημίας ως δυνατή συνέπεια της ένδικης αδικοπραξίας, καθόσον: α) το αργότερο από τον μήνα Σεπτέμβριο του ιδίου έτος (1998) έγινε γνωστό στον τελευταίο και μάλιστα με δημόσιο έγγραφο (4870/8.9.1998 ιατρική γνωμάτευση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής Αθηνών) ότι έπασχε από ολική παράλυση αμφοτέρων των κάτω άκρων και ολική κινητική αναπηρία 100%, β) ο εκτεταμένος τραυματισμός του νωτιαίου θωρακοοσφυϊκού νευρικού σωλήνα διαπιστώθηκε ήδη από το έτος 1998, όπως τούτο διαλαμβάνεται στη με αριθμό 506/2004 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και γ) ήδη από το έτος 1999 ο ενάγων παρουσίασε ορθοκυστικές διαταραχές (σχ. από 9.12.1999 γνωμάτευση Υγειονομικής Επιτροπής Ταμείου Αλληλοβοήθειας και Ασφαλίσεως Εκτελωνιστών Πειραιώς), ενώ έκτοτε κρίθηκε αναγκαία για την αποθεραπεία του η διενέργεια τακτικών φυσικοθεραπειών, καθημερινών διαλειπόντων καθετηριασμών με αυτολιπαινόμενους καθετήρες κύστης τύπου Loffic, χρήση κηδεμόνων γονάτων και υποδημάτων και άλλων αναπηρικών βοηθημάτων, καθώς και η ανάγκη συνδρομής του από συνοδό άτομο…Σε επίρρωση της κρίσεως αυτής του Δικαστηρίου πρέπει αναφερθεί ότι σύμφωνα και με την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εναγομένη ΑΕ με ημεροχρονολογία 20-12-2009 γνωμάτευση του τεχνικού συμβούλου της ιατρού νευροχειρουργού Δημητρίου Ράδου, οι επιπλοκές της υγείας του ενάγοντος, που εμφανίσθηκαν το έτος 2006, δεν ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες με την έννοια, ότι η βλάβη του νωτιαίου μυελού, που υπέστη αυτός, είναι δυνατόν να επιφέρει βλάβες που εκδηλώνονται άμεσα μετά την κάκωση (διαταραχές κίνησης και σφιγκτήρων), αλλά και βλάβες που μπορεί να εκδηλωθούν στο απώτερο μέλλον (βλάβες στα οστά και στις αρθρώσεις από την κακή στάση και βάδιση, αλλά και βλάβες στην κύστη και στο έντερο από την κακή λειτουργία τους), χωρίς τούτο να σημαίνει ότι αυτές δεν είναι προβλέψιμες και αναμενόμενες, αλλά ότι η έκταση αυτών και ο χρόνος που θα εκδηλωθούν δεν είναι προβλέψιμος. Συμπερασματικά επομένως η ζημία του ενάγοντος δεν οφείλεται σε μεταγενέστερη απροσδόκητη, κατά τα ιατρικά δεδομένα, δυσμενή εξέλιξη των, ως άνω, σωματικών του βλαβών και σε απρόβλεπτη επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του, αλλά ενόψει του είδους και της εκτάσεως του τραυματισμού του, ήταν προβλεπτή, αναμενόμενη, κατά τους κοινούς κανόνες και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και γνωστή στον ενάγοντα από το χρόνο του τραυματισμού του, καθώς επίσης και ο περαιτέρω προσδιορισμός και υπολογισμός της εκτάσεως της (ζημίας του). Κατά συνέπεια η αξίωση για την αποκατάσταση των ως άνω εξακολουθητικώς παραγομένων επιζημίων για την κατάσταση της υγείας του ενάγοντος συνεπειών, έστω και μελλουσών, εφόσον αποδείχθηκε ότι ήσαν προβλεπτές κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, γεννήθηκε άπαξ, όταν άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες από αυτές (ΟλΑΠ 40/1996) και συνεπώς από την ημερομηνία του ατυχήματος (18.2.1998), μέχρι την επίδοση της υπό κρίση από 20.2.2007 (αρ. εκθ. Κατ. 1574/2007) αγωγής, στις 5.3.2007..., οπότε και η γνώση της ζημίας, έχει παρέλθει χρόνος που υπερβαίνει την πενταετία και ως εκ τούτου οι ένδικες αξιώσεις έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή…».

 Η παραπάνω απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κατά τις κρίσιμες εν προκειμένω παραδοχές της, ως προς την ένσταση αοριστίας, [ανατρέποντας ανεπίτρεπτα την υπ’αριθμ. 666/2009 απόφαση, ως άνω (ως προς το οριστικό σκέλος της), και εμποδίζοντάς με ούτως να επαναφέρω ορισμένα την αγωγή μου, δεχόμενο ότι η αγωγή μου και ως προς το κομμάτι αυτό ήταν ορισμένη, πλήν όμως αβάσιμη επί της ουσίας (λόγω παραγραφής των αξιώσεών μου)], έχει ως επί λέξει ως εξής: «…Στην υπό κρίση περίπτωση ο ενάγων προς θεμελίωση του αγωγικού μέρους της αξιώσεώς του για αποκατάσταση των θετικών ζημιών, που με βεβαιότητα θα υποστεί μελλοντικά για τα επόμενα 21 έτη της πιθανής διάρκειας ζωής του, επικαλέσθηκε εκτός των άλλων ότι τα, κατά το έτος 2006-2007, αναφερόμενα αναλυτικά στην αγωγή κατ’είδος επί μέρους ποσά, αποτελούν σταθερό ποσοτικά μέγεθος των δαπανών και κατ’επέκταση της ζημίας που συνεπάγονται οι παγιωμένες πλέον, εξαιτίας των συνεχώς υποτροπιαζόντων επιπλοκών της υγείας του, ανάγκες του ετησίως. Ότι το κόστος των λεπτομερώς απαριθμούμενων στην αγωγή αναλώσιμων ειδών και παροχών υπηρεσιών ιατρικής φύσεως, αποκατάστασης και υποκατάστασης των σωματικών του λειτουργιών, τα οποία θα είναι δια βίου αναγκαία σ’αυτόν για την αντιμετώπιση της αναπηρίας του και την ανακούφισή του από τις επώδυνες καταστάσεις που δημιουργούν οι εξ αυτής προερχόμενες υποτροπιάζουσες επιπλοκές, θα αυξάνεται κατ’έτος αντίστοιχα με τον τιμάριθμο κατά ποσοστό 3,5 %. Βάσει των περιστατικών αυτών όμως η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, καθώς η επαναληπτική παράθεση των κατ’είδος προς κάλυψη των αναγκών του ποσών στο δικόγραφο για κάθε ένα από τα επόμενα έτη χωριστά, δεν ήταν-ενόψει της επίκλησης της παγίωσής τους για το μέλλον-αναγκαία για την εγκυρότητα της ένδικης αγωγής, αφού τα περιστατικά που εκτίθεται στο δικόγραφό της, καθιστούν δυνατή και για το μέρος αυτό των αγωγικών αξιώσεων την από μέρους της αντιδίκου του, ανταπόδειξη…Επειδή όμως εκτέθηκε παραπάνω, αφενός ότι οι επικαλούμενες για το έτος 2006-2007 βλάβες της υγείας του ενάγοντος ενεμφανίσθησαν εξ αρχής ως συνέπειες της βλάβης του νωτιαίου μυελού που υπέστη από το ένδικο ατύχημα και αφετέρου, ότι οι υποτροπιάζουσες επιπλοκές του κατωτέρου ουροποιητικού συστήματος (ορχεοεπιδιδυμίτιδες, υδροκήλες) συνιστούν στην ένδικη περίπτωση ιατρικά αναμενόμενη προοδευτική επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του, άλλως ότι, σε κάθε περίπτωση, η εμφάνισή τους αποτελεί σύνηθες και προβλεπτό φαινόμενο για τα άτομα που έχουν το συγκεκριμένο είδος και βαθμό αναπηρίας, πρέπει  η ένδικη αγωγή να απορριφθεί και κατά το μέρος αυτό ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά παραδοχή ως βάσιμης κατ’ουσίαν της ως άνω ένστασης παραγραφής που παραδεκτά προτείνεται στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και περιλαμβάνει εκτός των άλλων και σαφές αίτημα κατάλυσης των συγκεκριμένων αξιώσεων, οι οποίες, δεν διαφέρουν νομικά και πραγματικά από εκείνες που αφορούν τα έτη 2006-2007, αλλά αντιθέτως πρόκειται για τις ίδιες επαναλαμβανόμενες εξακολουθητικά για τα υπόλοιπα 21 έτη αξιώσεις…».
 Στη συνέχεια, άσκησα την από 3-6-2011 αίτηση αναιρέσεως κατά της παραπάνω τελεσίδικης αποφάσεως, ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, επί τω τέλει όπως αναιρεθεί η υπ’αριθμ. 832/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, και αναπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Η υπόθεσή μου συζητήθηκε στις 14-5-2012, ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, οπότε και αναγνώστηκε η από 4-5-2012 έκθεση εισήγησης του Εισηγητή Αρεοπαγίτη, κ. Εμμανουήλ Κλαδογένη, με την οποία εισηγείτο την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αναιρέσεως, και την απόρριψη των λοιπών λόγων αυτής.
  Επί της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεώς μου εκδόθηκε η ΕΝΔΙΚΗ υπ’αριθμ. 1431/2012 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Α2΄ Πολιτικό Τμήμα), με την οποία αυτή απορρίφθηκε συλλήβδην, και δή εντελώς αναιτιολόγητα, και αυθαίρετα contra στην από 4-5-2012 έκθεση εισήγησης του Εισηγητή Αρεοπαγίτη, κ. Εμμανουήλ Κλαδογένη, ως άνω.
  Επί του στηριζομένου στο άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεώς μου, αφού το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου παρέθεσε αυτούσια την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τον απέρριψε εντελώς συνοπτικά, αναιτιολόγητα και αυθαίρετα, με την εξής αιτιολογία:
 «Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες όσον αφορά την κατάσταση και την εξέλιξη της υγείας του αναιρεσείοντος, αλλά και όσον αφορά το γεγονός ότι ήταν αναμενόμενη και προβλέψιμη η δυσμενής εξέλιξη της αρχικής παθήσεώς του και ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ αντίθετος δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος».
 Επί του στηριζομένου στο άρθρο 559 αριθ. 15 ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεώς μου, το Δικαστήριο τον απέρριψε εντελώς συνοπτικά, αναιτιολόγητα και αυθαίρετα, με την εξής αιτιολογία:
 «…Ο λόγος αυτός της αναιρέσεως προτείνεται αλυσιτελώς, καθόσον και αν ακόμη ήθελε κριθεί βάσιμος και ανεπέμπετο ως προς το αναφερθέν κεφάλαιο η υπόθεση στο Εφετείο, η σχετική απαίτηση θα απερρίπτετο κατ’ουσίαν λόγω πενταετούς παραγραφής, αφού για τον ίδιο λόγο απερρίφθη από το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση ομοία απαίτηση του αναιρεσείοντος, η οποία αφορούσε προγενέστερο, εκτεινόμενο από τον μήνα Μάρτιο 2006 και μέχρι της συζητήσεως της αγωγής, χρονικό διάστημα».
 Επί του στηριζομένου στο άρθρο 559 αριθ. 11γ΄ ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεώς μου, το Δικαστήριο τον απέρριψε εντελώς συνοπτικά, αναιτιολόγητα και αυθαίρετα, με την εξής αιτιολογία:
 «…Από την βεβαίωση αυτήν του Εφετείου, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως προκύπτει, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και εκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα από τον αναιρεσείοντα αναφερόμενα έγγραφα, ήτοι α) την από 12-3-2007 ιατρική γνωμάτευση της ψυχιάτρου Χρυσούλας Διαμαντοπούλου, β) την υπ’αριθ. Πρωτ. 25241/Φ206/13-9-2010 βεβαίωση του ιατρού Κων/νου Κουζέλη, γ) το από 10-12-2003 σημείωμα του ιατρού Νικολάου Τσιλιμιγκάκη, δ) τα υπ’αριθ. Πρωτ. 1884/β/10-5-1999, 8099/β/2-11-1999 και 865/γ/10-5-2002 πιστοποιητικά νοσηλείας του νοσοκομείου «ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ» και ε) την υπ’αριθ. 5016/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την οποία μάλιστα μνημονεύει ειδικώς. Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 559 αριθ.11γ΄ ΚΠολΔ αντίθετος τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος».
 Μάλιστα, καταδικάστηκα στα δικαστικά έξοδα του Ο.Λ.Π., σύμφωνα με την υπ’αριθμ. 832/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, σε 3.000 ευρώ και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο είχε συμψηφίσει αυτά, και με την υπ’αριθμ. 1431/2012 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου σε επιπλέον 2.700 ευρώ. Εν συνόλω δηλαδή υποχρεώθηκα να καταβάλω δικαστικά έξοδα 5.700 ευρώ, κι ενώ ως παθών διεκδικούσα την αποζημίωσή μου βρέθηκα να οφείλω ποσά και να ζημιώνομαι περαιτέρω στην περιουσία μου.
 Συνέπεια των ανωτέρω είναι η ανυπολόγιστη ψυχική ταλαιπωρία και ηθική βλάβη που υφίσταμαι τα τελευταία δεκαπέντε έτη, από τότε που υπέστην το σοβαρότατο αυτό ατύχημα, που παραλίγο να μου στοιχίσει την ίδια μου τη ζωή, και ειδικότερα από το 2007 όταν δηλ. κατέθεσα την με αριθμό καταθέσεως 1574/21-2-2007 αγωγή μου, που απορρίφθηκε και στους τρείς (3) βαθμούς δικαιοδοσίας. Τραγική συνέπεια της απόρριψης της ένδικης αγωγής μου είναι το γεγονός ότι αφενός δεν αποζημιώθηκα για πραγματοποιηθείσες δαπάνες μου, με το πρόσχημα-πρόφαση-άλλοθι της παραγραφής των αξιώσεών μου, αφετέρου ότι απορρίφθηκε οριστικά, τελεσίδικα και αμετάκλητα, το δικαίωμά μου να αποζημιωθώ για μελλοντικές δαπάνες μου τις οποίες εφ’όρου ζωής θα υφίσταμαι, λόγω της μη αναστρέψιμης κατάστασης της υγείας μου. Μάλιστα δε, η αγωγή μου απορρίφθηκε, διότι τα Ελληνικά Δικαστήρια δέχθηκαν, εντελώς αναιτιολόγητα, και τυπολατρικά, ότι τάχα οι αξιώσεις μου είχαν υποπέσει σε παραγραφή, ενώ τα ίδια Δικαστήρια, σε προηγούμενα στάδια του δικαστικού μου αγώνα, ως άνω, είχαν δεχθεί ότι δεν συνέτρεχε παραγραφή των αξιώσεών μου, κι ενώ πρωτίστως η πραγματογνωμοσύνη που διατάχθηκε από το Εφετείο Πειραιώς, ως άνω, κατέληξε σε αντίθετο συμπέρασμα από το αιτιολογικό και διατακτικό της αποφάσεως. Το γεγονός αυτό έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ήδη βεβαρημένη υγεία μου, και καθιστά αβέβαιη αυτή την ίδια μου τη ζωή και επιβίωση.
            Με την παρούσα προσφυγή μου ζητώ την αποκατάσταση της νομιμότητας και την απονομή δικαιοσύνης, καθώς και την αποκατάσταση της περιουσιακής και ηθικής μου βλάβης, καθόσον οι ανωτέρω περιγραφείσες ενέργειες του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, αλλά εν συνόλω και των προηγούμενων Δικαστηρίων (Πρωτοδικείου Πειραιώς, Εφετείου Πειραιώς) συνιστούν ευθείες παραβιάσεις των άρθρων 6 §§ 1, 2 και 2, αλλά και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, της Συμβάσεως.




Si nécessaire, continuer sur une feuille séιparée
Continue on a separate sheet if necessary
Εάv χρειαστεί, συvεχίστε σε χωριστό φύλλo χαρτιoύ
III -     EXPOSÉ DE LA OU DES VIOLATION(S) DE LA CONVENTION ET/OU DES
PROTOCOLES ALLÉGUÉE(S), AINSI QUE DES ARGUMENTS À L-APPUI
STATEMENT OF ALLEGED VIOLATION(S) OF THE CONVENTION AND/OR
PROTOCOLS AND OF RELEVANT ARGUMENTS
ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ Ή ΤΩΝ ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΒIΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΚΑI /Η
ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΩΝ ΤΗΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑI ΤΩΝ ΕΠIΧΕIΡΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΒΑΛΕΤΕ ΠΡΟΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ IΣΧΥΡIΣΜΩΝ ΣΑΣ

(Voir chapitre III de la note explicative)
(See Part III of the Explanatory Note)
(Βλ. κεφάλαιo III τoυ επεξηγηματικoύ δελτίoυ)

15.

Α. ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΧΡΗΣΤΗ ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (άρθρο 6 ΕΣΔΑ)

Δίκαια Δίκη (άρθρο 6 § 1)

«Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση (…) επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως (…)».
 Ο όρος «δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσεως» έχει δημιουργήσει στο παρελθόν προβλήματα ως προς την ερμηνεία του. Ωστόσο, το ΕΔΔΑ ήδη από τη δεκαετία του 1970 προέκρινε την τελολογική – λειτουργική ερμηνεία του όρου, αποφαινόμενο ότι «η διατύπωση του άρθρου 6, παράγραφος 1 (άρθρο 6-1) είναι πολύ ευρύτερη: η γαλλική διατύπωση "contestations sur (des) droits et obligations de caractère civil" καλύπτει όλες τις διαδικασίες το αποτέλεσμα των οποίων είναι καθοριστικό για ιδιωτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Το αγγλικό κείμενο “determination of … civil rights and obligations” επιβεβαιώνει αυτήν την ερμηνεία. Ο χαρακτήρας της νομοθεσίας που ορίζει πώς θα επιλυθεί η υπόθεση (αστικού, εμπορικού, διοικητικού δικαίου, κ.λπ.) και αυτός της αρχής που έχει δικαιοδοσία επί της υποθέσεως (τακτικό δικαστήριο, διοικητικό σώμα κ.λπ.) είναι γι’αυτό τον λόγο μικρής σημασίας (Βλ. inter alia απόφαση Ringeisen v. Austria, 16.7.1971).
 Με άλλα λόγια, προκειμένου να τύχει εφαρμογής το άρθρο 6 § 1, όσον αφορά στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις αστικής φύσεως, πρέπει να υπάρχει «αμφισβήτηση» επί «δικαιώματος» «ιδιωτικής φύσεως» που να μπορεί να υποστηριχθεί, τουλάχιστον κατά τρόπο βάσιμο, ότι αναγνωρίζεται από το εθνικό δίκαιο. Περαιτέρω, πρέπει να πρόκειται για πραγματική και σοβαρή «αμφισβήτηση», αφορώσα τόσο την ίδια την ύπαρξη ενός δικαιώματος, όσο και την έκταση ή τον τρόπο άσκησής του. Η δε έκβαση της διαδικασίας πρέπει να είναι καθοριστική για το εν λόγω δικαίωμα αστικής φύσεως (Βλ. Frydlender κατά Γαλλίας, απόφαση της 27.6.2000, αριθ. 30979/96, σκ. 27), αφού ένας αμυδρός δεσμός ή μακρινές επιπτώσεις δεν επαρκούν για την εφαρμογή του άρθρου 6 § 1 (Βλ. Balmer – Schafroth κατά Ελβετίας, απόφαση της 26.8.97, σκ. 32, Le Compte, Van Leuven και De Meyere κατά Βελγίου, απόφαση της 23.6.81, σκ. 47).
 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στην έννοια των δικαιωμάτων αστικής φύσεως εντάσσονται και οι αστικές αξιώσεις μου κατά του Ο.Λ.Π., που στηρίζονται στην τέλεση σε βάρος μου αδικοπραξίας.

1.                  Δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο

Βασικό και πρωταρχικό εννοιολογικό περιεχόμενο της «δίκαιας δίκης» είναι σαφέστατα το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο. Η εφαρμογή, ωστόσο, από τα εθνικά δικαστήρια διατυπώσεων οι οποίες πρέπει να τηρούνται για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος και ανάγονται στο παραδεκτό αυτού, είναι δυνατόν να θίγει το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο. Αυτό συμβαίνει, όταν η εξαιρετικά φορμαλιστική ερμηνεία της κοινής νομιμότητας από δικαστήριο εμποδίζει, εν τοις πράγμασιν, την επί της ουσίας εξέταση του ασκηθέντος από τον ενδιαφερόμενο ενδίκου βοηθήματος (Běleš κ.λπ. κατά της Δημοκρατίας της Τσεχίας, § 69, Zvolský και Zvolská κατά της Δημοκρατίας της Τσεχίας, n 46129/99, § 55, CEDH 2002-IX). Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, το «δικαίωμα σε δικαστήριο» (right to a court) υπόκειται σε εμμέσως αποδεκτούς περιορισμούς, ιδία δε όσον αφορά στις σχετικές προς το παραδεκτό προσφυγής προϋποθέσεις. Εν τούτοις, οι περιορισμοί αυτοί δεν θα έπρεπε να εμποδίζουν την πρόσβαση πολίτη κατά τρόπο ή σε σημείο που να θίγεται ουσιαστικά το δικαίωμά του σε δικαστήριο. Παρόμοιος περιορισμός του δικαιώματος προσβάσεως σε δικαστήριο δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 6 § 1, παρά μόνον εάν έχει θεμιτό στόχο και υφίσταται εύλογη σχέση αναλογικότητας ανάμεσα στα χρησιμοποιούμενα μέσα και στον επιδιωκόμενο σκοπό (Βλ., μεταξύ πολλών άλλων, Συγγελίδης κατά Ελλάδος, απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2010,  Τσαλκιτζής κατά  Ελλάδος, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2006, Edificaciones March Gallego S.A. κατά της Ισπανίας, απόφαση από 19 Φεβρουαρίου 1998, Recueil des arrêts et décisions 1998-I, σελ. 290, παρ. 34).

Επομένως, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, αλλά εν γένει και τα προηγούμενα δικαστήρια (Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, Εφετείο Πειραιώς) αρνήθηκαν ουσιαστικά να δικάσουν την υπόθεσή μου, δεχόμενα την ένσταση παραγραφής του δικαιώματός μου, που προέβαλε ο Ο.Λ.Π., εντελώς αβάσιμα, αναιτιολόγητα, αυθαίρετα και προεχόντως φορμαλιστικά. Μάλιστα, δεν αξιολόγησαν τα υπάρχοντα εντός του φακέλου αποδεικτικά στοιχεία, και δή την παραπάνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, απλά και μόνον προκειμένου να στηρίξουν την κρίση τους ότι τάχα το δικαίωμά μου είχε παραγραφεί. Με τον τρόπο, όμως, αυτό προσέβαλαν βάναυσα το δικαίωμά μου προσβάσεως σε δικαστήριο, και κρίσεως επί της ουσίας της υποθέσεώς μου.

2.                  Αιτιολογία

 Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 6 § 1 της Συμβάσεως υποχρεώνει τα εθνικά δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένων και των Εισαγγελέων, να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους (Βλ. Van de Hunk v. Netherlands, απόφαση της 19.4.1994, série A, no 288, p. 20, § 61), αν και δεν δύναται να εκληφθεί ως άρθρο με το οποίο απαιτείται λεπτομερής απάντηση σε κάθε επιχείρημα, καθώς η έκταση της υποχρέωσης αυτής δύναται να διαφέρει αναλόγως του είδους της αποφάσεως (Βλ. Νάστος κατά Ελλάδος, απόφαση της 30.3.2006, σκ. 26). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η απουσία οιασδήποτε αιτιολογίας ως προς τους λόγους απόρριψης της αιτήσεως είναι ικανή κατά το Δικαστήριο να χαρακτηρίσει την απόφαση ως αυθαίρετη (Βλ. ad hoc, Γώρου κατά Ελλάδος (4), απόφαση της 11.1.2007, Νο 9747/04, § 22).
 Ειδικότερα:
Κατόπιν άσκησης της από 26-11-2008 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 1340/2008 εφέσεώς μου κατά της 1385/2008 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 666/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία, αφού έγινε αυτή τυπικά δεκτή, απορρίφθηκε τελεσίδικα ως προς το κατά το σκεπτικό σκέλος της (της αοριστίας), και κατά τα λοιπά αναβλήθηκε η απόφασή Του, και διετάχθη, με μέριμνα του επιμελέστερου διαδίκου, πραγματογνωμοσύνη από ένα πραγματογνώμονα, προκειμένου, αφού λάβει γνώση της από το ατύχημα προκληθείσας βλάβης της υγείας μου και των εν γένει συνεπειών της και της τυχόν έκτοτε διαχρονικής εξέλιξης της πάθησής μου, και αφού με εξετάσει, να γνωμοδοτήσει επί των εξής θεμάτων: Αν η στην αγωγή περιγραφόμενη κατά τον Μάρτιο 2006 ως και κατά το χρόνο της άσκησής της κατάσταση της υγείας μου αποτελεί αναμενόμενη και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων προβλέψιμη επιδείνωση και σταδιακή δυσμενή εξέλιξη της αρχικής πάθησής μου, ή, αντιθέτως, πρόκειται για απρόβλεπτη, ασυνήθιστη και αναπάντεχη επιδείνωσή της, συνεκτιμώντας προς τούτο και το είδος και το περιεχόμενο της κατά την ένδικη αγωγή ακολουθούμενης συγκεκριμένης θεραπείας και εφαρμοζόμενης υποστήριξης και φροντίδας μου. Συγκεκριμένα δε, ορίστηκε ως πραγματογνώμονας ο ιατρός-νευροχειρουργός, κ. Δημήτριος Αντωνίου, όπως προανέφερα.
Εν συνεχεία, ο διορισθείς από το δικαστήριο πραγματογνώμονας, κ. Δημήτριος Αντωνίου, αφού έδωσε στις 23-11-2009 τον προσήκοντα όρκο ενώπιον της Προέδρου Εφετών Πειραιώς, συνταγείσης της υπ’αριθμ. 29/2009 έκθεσης όρκισης πραγματογνώμονα, ολοκλήρωσε και ενεχείρισε στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου την από 23-12-2009 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του, συνταγείσης της από 28-12-2009 υπ’αριθμ. 30/2009 εκθέσεως εγχειρίσεως.
 Αμέσως μετά, με την υπ’αριθμ. 36/13-1-2010 κλήση μου κατά του Ο.Λ.Π., ζήτησα να οριστεί νέα δικάσιμος για τη συζήτηση της από 26-11-2008 ως άνω εφέσεώς μου, επί τω τέλει όπως αυτή γινόταν δεκτή, και ωσαύτως και η αγωγή μου.
 Στη συνέχεια, το Εφετείο Πειραιώς εξέδωσε την υπ’αριθμ. 832/2010 απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή μου λόγω παραγραφής, μη δεχόμενο ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ τη γνωμοδότηση του ειδικού ως άνω πραγματογνώμονος.
 Εν συνεχεία, άσκησα αίτηση αναίρεσης κατά της παραπάνω απόφασης, και επί της αιτήσεώς μου αυτής εκδόθηκε η ΕΝΔΙΚΗ υπ’αριθμ. 1431/2012 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Α2΄ Πολιτικό Τμήμα), με την οποία αυτή απορρίφθηκε συλλήβδην, και δή εντελώς αναιτιολόγητα, και αυθαίρετα, contra στην από 4-5-2012 έκθεση εισήγησης του Εισηγητή Αρεοπαγίτη, κ. Εμμανουήλ Κλαδογένη, ως άνω.
  Επί του στηριζομένου στο άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεώς μου, αφού το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου παρέθεσε αυτούσια την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τον απέρριψε εντελώς συνοπτικά, αναιτιολόγητα και αυθαίρετα, με την εξής αιτιολογία:
 «Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες όσον αφορά την κατάσταση και την εξέλιξη της υγείας του αναιρεσείοντος, αλλά και όσον αφορά το γεγονός ότι ήταν αναμενόμενη και προβλέψιμη η δυσμενής εξέλιξη της αρχικής παθήσεώς του και ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ αντίθετος δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος».
 Επί του στηριζομένου στο άρθρο 559 αριθ. 11γ΄ ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεώς μου, το Δικαστήριο τον απέρριψε εντελώς συνοπτικά, αναιτιολόγητα και αυθαίρετα, με την εξής αιτιολογία:
 «…Από την βεβαίωση αυτήν του Εφετείου, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως προκύπτει, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και εκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα από τον αναιρεσείοντα αναφερόμενα έγγραφα, ήτοι α) την από 12-3-2007 ιατρική γνωμάτευση της ψυχιάτρου Χρυσούλας Διαμαντοπούλου, β) την υπ’αριθ. Πρωτ. 25241/Φ206/13-9-2010 βεβαίωση του ιατρού Κων/νου Κουζέλη, γ) το από 10-12-2003 σημείωμα του ιατρού Νικολάου Τσιλιμιγκάκη, δ) τα υπ’αριθ. Πρωτ. 1884/β/10-5-1999, 8099/β/2-11-1999 και 865/γ/10-5-2002 πιστοποιητικά νοσηλείας του νοσοκομείου «ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ» και ε) την υπ’αριθ. 5016/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την οποία μάλιστα μνημονεύει ειδικώς. Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 559 αριθ.11γ΄ ΚΠολΔ αντίθετος τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος».
 ΟΜΩΣ, η από 23-12-2009 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία ως έγγραφο παραμορφώθηκε πλήρως από τα Ελληνικά Δικαστήρια, και υποτιμήθηκε σε τέτοιο βαθμό που προκαλείται βεβαιότητα ότι ουδόλως ελήφθη υπόψη, αν και πρόκειται περί γνώμης του ΠΛΕΟΝ ΕΙΔΙΚΟΥ, έχει επί λέξει ως εξής:
«Η τραυματική βλάβη του νωτιαίου μυελού εγκαταλείπει στον ασθενή μία πληθώρα νευρολογικών προβλημάτων και συνακόλουθα διαταραχών από τα άλλα συστήματα του οργανισμού, αφού το κεντρικό νευρικό σύστημα είναι το σύστημα που εφορεύει-προΐσταται των υπολοίπων. Η έκταση, το μέγεθος, η ένταση και ο χρόνος εμφάνισης ή επιδείνωσης των δυσλειτουργιών των υπολοίπων συστημάτων, ως συνέπεια της αρχικής βλάβης είναι αδύνατο να καθορισθούν. Υπάρχουν βλάβες του νωτιαίου μυελού που δεν επιτρέπουν στον ασθενή καμία κινητικότητα ή αισθητικότητα από το επίπεδο της βλάβης και κάτω αλλά και άλλες στις οποίες ο ασθενής έχει μειωμένη κινητικότητα (παραπάρεση) και μερική λειτουργικότητα της ουροδόχου κύστεως, των γεννητικών οργάνων και του ορθού. Στην περίπτωση του ενάγοντος οι επιπλοκές που παρουσιάσθηκαν το 2006 όπως βεβαιώνεται από τα ιατρικά πιστοποιητικά ήταν μη προβλέψιμες ή αναμενόμενες και σε πληθώρα άλλων ασθενών με νευρολογική βλάβη δεν έχουν συμβεί. Εν ολίγοις κάθε ασθενής μετά από τραυματισμό του νωτιαίου μυελού αποτελεί μία ξεχωριστή μονάδα. Σήμερα η υποτυπώδης βάδιση του ενάγοντος καταπονεί το δεξιό του ισχίο. Ενδεχομένως στο μέλλον να χρειασθεί αλλαγή της δεξιάς κατ’ισχίον άρθρωσης χωρίς όμως αυτό να μπορεί να το βεβαιώσει κανείς, όπως δεν ήταν βέβαιο όταν επήλθε ο αρχικός τραυματισμός εάν θα έφθανε ποτέ στο σημείο να βαδίσει έστω και λίγο με βοήθεια. Οι απροσδόκητες επιπλοκές ενός σοβαρού τραυματισμού της σπονδυλικής στήλης (π.χ. σχηματισμός συριγγομυελίας, χαλάρωση υλικών σπονδυλοδεσίας κ.λπ.) αναφέρονται και στο έγκυρο αγγλόφωνο σύγγραμμα νευροχειρουργικής του Youmans. Επομένως οι επιπλοκές της υγείας του ενάγοντος που εμφανίσθηκαν το 2006 ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, προκάλεσαν νέες χρόνιες παθήσεις με αιτιώδη συνάφεια του αρχικού τραυματισμού του. Οι θεραπευτικές αγωγές που ακολουθήθηκαν με την υπόδειξη και την στενή παρακολούθηση από τους θεράποντες ιατρούς του ήταν οι ενδεδειγμένες και πρέπει να συνεχίζονται εφ’όρου ζωής με έξι διαλείποντες καθετηριασμούς ημερησίως και νοσηλευτική φροντίδα, καθώς και εξατομικευμένο πρόγραμμα αποκατάστασης για την συντήρηση της όποιας μυϊκής ισχύος διαθέτει στα κάτω άκρα, αφού ο ίδιος μόνος του δεν είναι σε θέση να σταθεί και να βαδίσει αυτόνομα».
 Ακόμη δε και ο ίδιος ο τεχνικός σύμβουλος του αντιδίκου μου, Ο.Λ.Π., κ. Δημήτριος Ράδος, ως άνω, που εκ του νόμου δύναται να ψεύδεται υπέρ του εντολέα του, βεβαίωσε τα εξής:
«…οι επιπλοκές της υγείας του ενάγοντος, που εμφανίσθηκαν το έτος 2006, δεν ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες με την έννοια, ότι η βλάβη του νωτιαίου μυελού, που υπέστη αυτός, είναι δυνατόν να επιφέρει βλάβες που εκδηλώνονται άμεσα μετά την κάκωση (διαταραχές κίνησης και σφιγκτήρων), αλλά και βλάβες που μπορεί να εκδηλωθούν στο απώτερο μέλλον (βλάβες στα οστά και στις αρθρώσεις από την κακή στάση και βάδιση, αλλά και βλάβες στην κύστη και στο έντερο από την κακή λειτουργία τους), χωρίς τούτο να σημαίνει ότι αυτές δεν είναι προβλέψιμες και αναμενόμενες, αλλά ότι η έκταση αυτών και ο χρόνος που θα εκδηλωθούν δεν είναι προβλέψιμος…».
 Δηλαδή είναι πρόδηλο, πασιφανές και πασίδηλο ότι από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία, και δή από την ύπερθεν έκθεση πραγματογνωμοσύνης, προέκυπτε υποχρέωση των Ελληνικών Δικαστηρίων να δεχτούν ότι οι επιπλοκές της υγείας μου, που εμφανίσθηκαν το 2006, ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, και προκάλεσαν νέες χρόνιες παθήσεις με αιτιώδη συνάφεια του αρχικού τραυματισμού μου, και ως εκ τούτου δεν συνέτρεχε παραγραφή των δικαιωμάτων μου, άλλως έπρεπε να αιτιολογήσουν ειδικά με πειστικά επιχειρήματα και εμπεριστατωμένα την αντίθετη «άκριτη» άποψή τους, contra στην ιατρική πραγματογνωμοσύνη που τα ίδια διέταξαν, διότι έτσι κατέστησαν τις αποφάσεις τους αναιτιολόγητες ως αυθαίρετες, και πρωτίστως άδικες για το άτομό μου.
 Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Συμβάσεως λόγω ελλείψεως νομίμου αιτιολογίας, για θέμα που ήταν ιδιαίτερα κρίσιμο για την ευδοκίμηση της αγωγής μου, και που καθιστά ωσαύτως τις αποφάσεις των Ελληνικών Δικαστηρίων άδικες ως προδήλως αυθαίρετες.

         3. Εύλογος χρόνος της διαδικασίας

 Σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, προκειμένου να έχει πραγματικό αντίκρισμα η ζητούμενη έννομη προστασία, πρέπει η δικαστική επίλυση της διαφοράς να λάβει χώρα μέσα σε εύλογο κατά τις περιστάσεις χρόνο. Ο δε εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας μίας διαδικασίας εκτιμάται ειδικώτερα υπό το φως της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος και των αρμοδίων αρχών, καθώς και του αντικειμένου της διαφοράς για τον ενδιαφερόμενο (βλ. Frydlender κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 30979/96, § 43, CEDH 2000-VII) και σύμφωνα με τις συνθήκες της υπόθεσης, οι οποίες επιβάλλουν μία συνολική αξιολόγηση (βλ. Piccolo κατά Ιταλίας, αριθ. 45891/99, § 10, απόφαση της 7.11.2000). Εξάλλου, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο (βλ. Richert – Luna κατά Γαλλίας, αριθ. 48566/99, §47, 8.4.2003, Signe κατά Γαλλίας, αριθ. 55875/2000, § 37, απόφαση της 14.10.2003), τα συμβαλλόμενα Κράτη έχουν την ευθύνη να οργανώσουν το δικαστικό σύστημά τους κατά τρόπον, ώστε να μπορούν να εγγυηθούν σε όλους το δικαίωμα να δικαστούν μέσα σε λογική προθεσμία. Ωστόσο, η ακολουθούμενη στην Ελλάδα πρακτική σχετικά με την απονομή της δικαιοσύνης αντιβαίνει συνολικά στις επιταγές της Συμβάσεως ως προς τον εύλογο χρόνο εκδίκασης των υποθέσεων, κάτι που έχει διαγνώσει πολλάκις το Δικαστήριο κατά το πρόσφατο παρελθόν (βλ., μεταξύ πολλών άλλων, Πασχαλίδης κλπ. κατά Ελλάδος, απόφαση της 12.3.1997, Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος, απόφαση της 22.10.1997, Αναγνωστόπουλος κατά Ελλάδος, απόφαση της 7.11.2000, Ασημομύτης κατά Ελλάδος, απόφαση της 14.10.2004, Παγώνης κατά Ελλάδος, απόφαση της 13.1.2011, Νάκα κατά Ελλάδος, απόφαση της 7.6.2011, Αγγελάκης κ.λπ. κατά Ελλάδος, απόφαση της 18.10.2011).
 Εν προκειμένω, η αγωγή μου ασκήθηκε στις 21-2-2007 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και η αμετάκλητη απόφαση του Αρείου Πάγου δημοσιεύτηκε στις 6-9-2012 και καθαρογράφηκε στις 5-11-2012. Δηλαδή η συνολική δικαστική εκκρεμότητα κράτησε επί 5 χρόνια και εννέα (9) μήνες, που συνιστά ανεπίτρεπτα μη εύλογο χρόνο διάρκειας της διαδικασίας, εάν ληφθεί –εκτός των άλλων – υπόψη ότι τα επιληφθέντα δικαστήρια απέρριψαν την αγωγή μου, για τυπικούς λόγους, ήτοι αφενός ως τάχα αόριστη, αφετέρου ως τάχα εκπρόθεσμη.
 Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Συμβάσεως αναφορικά με την εκδίκαση της υποθέσεώς μου μέσα σε λογική προθεσμία.


Β. ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΕΒΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ (άρθρο 1 Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου)

«Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, όρους.
Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγωσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ Νόμους, ους ήθελε κρίνει αναγκαίον, προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων».
 Σύμφωνα με την νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 περιέχει τρεις χωριστούς κανόνες: Ο πρώτος κανόνας, ο οποίος διατυπώνεται στην πρώτη φράση του πρώτου εδαφίου και είναι γενικής φύσεως, θεσπίζει την αρχή του σεβασμού της ιδιοκτησίας. Ο δεύτερος κανόνας, ο οποίος περιέχεται στην δεύτερη φράση του ιδίου εδαφίου, αφορά την στέρηση της ιδιοκτησίας και την υπάγει σε ορισμένους περιορισμούς. Ο τρίτος κανόνας, ο οποίος διατυπώνεται στο δεύτερο εδάφιο, αναγνωρίζει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν την εξουσία, μεταξύ άλλων, να ρυθμίζουν την χρήση της περιουσίας κατά το γενικό συμφέρον. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για κανόνες που στερούνται σχέσης μεταξύ τους. Ο πρώτος και δεύτερος κανόνας, οι οποίοι αφορούν ειδικές περιπτώσεις επέμβασης στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως της γενικής αρχής που καθιερώνει ο πρώτος κανόνας (βλ. Μεϊδάνης κατά Ελλάδος, αριθ. 33977/06, απόφαση της 22.5.2008, § 26). Η δε έννοια της «περιουσίας», όπως αυτή διατυπώνεται στο πρώτο τμήμα του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1, έχει μία αυτόνομη έννοια, η οποία δεν περιορίζεται στην κυριότητα ενσώματης περιουσίας (βλ. Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος (αριθ. 2), αριθ. 36963/06, απόφαση της 25.6.2009, § 27). Μπορεί να είναι είτε «υφιστάμενη περιουσία» ή περιουσιακές αξίες, συμπεριλαμβανομένων των αξιώσεων, δυνάμει των οποίων ο προσφεύγων δύναται να υποστηρίξει ότι έχει τουλάχιστον «νόμιμη προσδοκία» να αποκτήσει την πραγματική απόλαυση ενός δικαιώματος ιδιοκτησίας (βλ. Μεϊδάνης κατά Ελλάδος, ό.π., Malhous κατά Δημοκρατίας της Τσεχίας (déc.) [GC], αριθ. 33071/96, CEDH 2000-ΧΙΙ, Kopecký κατά Σλοβακίας [GC], αριθ. 44912/98, § 35, CEDH 2004-IX). Έτσι, σε κάθε υπόθεση πρέπει να εξετάζεται, εάν οι συνθήκες, κρινόμενες στο σύνολό τους, κατέστησαν τον προσφεύγοντα κύριο ενός ουσιαστικού συμφέροντος που προστατεύει το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 (βλ. Ιατρίδης κατά Ελλάδας [GC], no 31107/96, § 54, CEDH 1999-II, Beyeler κατά Ιταλίας [GC], no 33202/96, § 100, CEDH-2000-I, Broniowski κατά Πολωνίας [GC], no 31443/96, § 129, CEDH 2004-V).

 Εν προκειμένω, είναι προφανές, ότι από τις παράνομες και αντιβαίνουσες προς τις επιταγές της Συμβάσεως διαδικασίες ενώπιον του Αρείου Πάγου, αλλά και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και του Εφετείου Πειραιώς, προσεβλήθη το δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας μου, καθόσον όπως αναφέρω στον προηγούμενο λόγο παραβίασης της Σύμβασης, χωρίς να επαναλάβω τα προλεχθέντα, προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, με τις παραπάνω αποφάσεις απώλεσα, αφενός την περιουσία μου, συνιστάμενη στα έξοδα που είχα ήδη πραγματοποιήσει για την ιατροφαρμακευτική μου περίθαλψη, αφετέρου την προσδοκία δικαιώματός μου στην εφ’όρου ζωής αποζημίωσή μου.


Γ. ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ (άρθρο 2 ΕΣΔΑ)

«Τo δικαίωμα εκάστoυ πρoσώπoυ εις τηv ζωήv πρoστατεύεται υπό τoυ vόμoυ»
Εν προκειμένω, είναι προφανές, ότι από τις παράνομες και αντιβαίνουσες προς τις επιταγές της Συμβάσεως διαδικασίες ενώπιον του Αρείου Πάγου, αλλά και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και του Εφετείου Πειραιώς, προσεβλήθη το δικαίωμα της ζωής μου, καθόσον όπως αναφέρω στον προπροηγούμενο λόγο παραβίασης της Σύμβασης, χωρίς να επαναλάβω τα προλεχθέντα, προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, με τις παραπάνω αποφάσεις απώλεσα την προσδοκία δικαιώματός μου στην εφ’όρου ζωής αποζημίωσή μου, και κινδυνεύω στη ζωή μου, και την σωματική μου ακεραιότητα, καθόσον ελλείψει των αναγκαίων οικονομικών πόρων δε δύναμαι να παράσχω στον εαυτό μου την προσήκουσα ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, και μάλιστα επειδή τα Ελληνικά Δικαστήρια έκριναν αβάσιμα και αναιτιολόγητα ότι παρεγράφησαν οι αξιώσεις μου, και ουχί ότι δεν είχα τέτοιες αξιώσεις. Με μία δε δογματική και φορμαλιστική θεώρηση των πραγμάτων, ουδόλως πειστική σε μία δημοκρατική κοινωνία, προσβλήθηκε το δικαίωμά μου στη ζωή, που συνίσταται στο δικαίωμά μου να έχω την καλύτερη δυνατή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, για την αντιμετώπιση των σοβαρών και ανίατων άμα προβλημάτων υγείας μου.


IV -     EXPOSÉ RELATIF AUX PRESCRIPTIONS DE L’ARTICLE 35 § 1 DE LA
CONVENTION
STATEMENT RELATIVE TO ARTICLE 35 § 1 OF THE CONVENTION
ΕΚΘΕΣΗ ΣΧΕΤIΚΗ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 35 ΠΑΡ. 1 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

(Voir chapitre IV de la note explicative. Donner pour chaque grief, et au besoin sur une feuille séparée, les renseignements demandιs sous les
points 16 à 18 ci-après)
(See Part IV of the Explanatory Note. If necessary, give the details mentioned below under points 16 to 18 on a separate sheet for each separate
complaint)
(Βλ. κεφάλαιo IV τoυ επεξηγηματικoύ δελτίoυ. Εάv χρειαστεί, για τις πληρoφoρίες πoυ σας ζητoύvται πιo κάτω στα σημεία 16 έως 18, μπoρείτε vα χρησιμoπoιήσετε για κάθε παράπovo χωριστό φύλλo χαρτιoύ)


16.          Décision interne définitive (date et nature de la dιcision, organe - judiciaire ou autre - l’ayant rendue)
Final decision (date, court or authority and nature of decision)
Εσωτερική τελεσίδικη απόφαση (vα αvαφέρετε τηv ημερoμηvία, τηv φύση και τo όργαvo - δικαστικό ή άλλo - πoυ
εξέδωσε τηv απόφαση)


Υπ’αριθμ. 1431/2012 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Α2΄ Πολιτικό Τμήμα), ημερομηνία δημοσίευσης: 6-9-2012, ημερομηνία λήψης αντιγράφου: 5-11-2012, αναιρετική διαδικασία



17.          Autres décisions (énumérées dans l’ordre chronologique en indiquant, pour chaque décision, sa date, sa nature et
l’organe - judiciaire ou autre – l’ayant rendue)
Other decisions (list in chronological order, giving date, court or authority and nature of decision for each of them)
Αλλες απoφάσεις (vα τις παραθέσετε με χρovoλoγική σειρά και vα αvαφέρετε τηv ημερoμηvία, τηv φύση και τo
όργαvo -δικαστικό ή άλλo- πoυ εξέδωσε τηv κάθε απόφαση)

1.      Υπ’αριθμ. 2582/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία)
2.      Υπ’αριθμ. 506/2004 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς.
3.      Υπ’αριθμ. 189/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία)
4.      Υπ’αριθμ. 5016/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία)
5.      Υπ’αριθμ. 1385/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία)
6.      Υπ’αριθμ. 293/2006 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς
7.      Υπ’αριθμ. 666/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς
8.      Υπαριθμ. 832/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς




18.          Dispos(i)ez-vous d’un recours que vous n'avez pas exercé? Si oui, lequel et pour quel motif n’a-t-il pas été exercé?
Is there or was there any other appeal or other remedy available to you which you have not used? If so, explain why
you have not used it.
Υπάρχει ή υπήρχε στη διάθεσή σας άλλo έvδικo μέσo τo oπoίo δεv ασκήσατε; Εάv vαι, vα αvαφέρετε τoυς λόγoυς για τoυς oπoίoυς δεv ασκήσατε τo συγκεκριμέvo έvδικo μέσo.

Όχι, δεν υπήρχε στη διάθεσή μου άλλο ένδικο μέσο, το οποίο να μην άσκησα.





Si nécessaire, continuer sur une feuille séιparée
Continue on a separate sheet if necessary
Εάv χρειαστεί, συvεχίστε σε χωριστό φύλλo χαρτιoύ
V -       EXPOSÉ DE L’ OBJET DE LA REQUÊTE
STATEMENT OF THE OBJECT OF THE APPLICATION
ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤIΚΕIΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ

(Voir chapitre V de la note explicative)
(See Part V of the Explanatory Note)
(Βλ. κεφάλαιo V τoυ επεξηγηματικoύ δελτίoυ)

19.

Με την παρούσα προσφυγή μου επιδιώκω την αποκατάσταση της νομιμότητας και την απονομή δικαιοσύνης, καθώς και την αποκατάσταση της περιουσιακής και ηθικής μου βλάβης, καθόσον οι ανωτέρω περιγραφείσες ενέργειες του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, αλλά εν συνόλω και των προηγούμενων Δικαστηρίων (Πρωτοδικείου Πειραιώς, Εφετείου Πειραιώς) συνιστούν ευθείες παραβιάσεις των άρθρων 6 §§ 1, 2 και 2, αλλά και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, της Συμβάσεως.
 Ειδικότερα:
Α. Ως προς την περιουσιακή μου βλάβη επιδιώκω: α) την αποζημίωσή μου με το ποσόν των 50.558,95 ευρώ, νομιμοτόκως, για πραγματοποιηθείσες δαπάνες μου (όπως ακριβώς αναφέρεται στην από 20-2-2007 αγωγή μου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), και β) την αποζημίωσή μου με το ποσόν των 847.869,72 ευρώ, νομιμοτόκως, για τις μελλοντικές δαπάνες μου, τις οποίες εφ’όρου ζωής θα υφίσταμαι, λόγω της μη αναστρέψιμης κατάστασης της υγείας μου (όπως ακριβώς αναφέρεται στην από 20-2-2007 αγωγή μου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς).
Β. Ως προς την ηθική μου βλάβη επιδιώκω: την αποζημίωσή μου με το ποσόν των 200.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστην συνολικά από τις παραβιάσεις των άρθρων της Συμβάσεως που παραπάνω αναφέρω αναλυτικά.
Γ. Ως προς τα δικαστικά μου έξοδα επιδιώκω: 5.000 ευρώ για τα εν γένει δικαστικά μου έξοδα και την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου μου ενώπιον του Δικαστηρίου Σας (για τη σύνταξη της παρούσας προσφυγής, αλλά κι εν γένει για κάθε επιμέρους πράξη που απαιτείται).



VI -     AUTRES INSTANCES INTERNATIONALES TRAITANT OU AYANT TRAITÉ
L’AFFAIRE
STATEMENT CONCERNING OTHER INTERNATIONAL PROCEEDINGS
ΑΛΛΑ ΔΙΕΘΝΗ ΟΡΓΑΝΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΕΠΙΛΗΦΘΕΙ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΑΣ

(Voir chapitre VI de la note explicative)
(See Part VI of the Explanatory Note)
(Βλ. κεφάλαιo VI τoυ επεξηγηματικoύ δελτίoυ)

20.          Avez-vous soumis à une autre instance internationale d’enquête ou de règlement les griefs énoncés dans la présente
requête? Si oui, fournir des indications dιtaillées à ce sujet.
Have you submitted the above complaints to any other procedure of international investigation or settlement? If so,
give full details.
Εχετε υπoβάλει τα ως αvωτέρω παράπovά σας σε άλλη διεθvή διαδικασία διερεύvησης ή επίλυσης διαφορών; Εάv vαι, δώστε πλήρεις λεπτομέρειες για τo θέμα αυτό.

Όχι, δεν έχω υποβάλει τα ανωτέρω παράπονά μου σε άλλη διεθνή διαδικασία διερεύνησης ή επίλυσης διαφορών.



VII.     PIÈCES ANNEXÉES
(PAS D’ORIGINAUX,
UNIQUEMENT DES COPIES ;
PRIÈRE DE N’ UTILISER NI AGRAFE,
NI ADHÉSIF, NI LIEN D'AUCUNE SORTE)
LIST OF DOCUMENTS
(NO ORIGINAL DOCUMENTS,
ONLY PHOTOCOPIES,
DO NOT STAPLE, TAPE OR BIND DOCUMENTS)
ΕΠIΣΥΝΑΠΤΟΜΕΝΑ ΕΓΓΡΑΦΑ
(ΟΧI ΤΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΕΓΓΡΑΦΑ,
ΜΟΝΟ ΑΝΤIΓΡΑΦΑ.
ΜΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΊΤΕ ΣΥΡΡΑΠΤΙΚΌ,
ΑΥΤΟΚΌΛΛΗΤΗ ΤΑΙΝΙΑ Ή ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ
ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΔΕΣΕΤΕ ΤΑ ΦΥΛΛΑ)

(Voir chapitre VII de la note explicative. Joindre copie de toutes les décisions mentionnées sous ch. IV et VI ci-dessus. Se procurer, au besoin, les copies nécessaires, et, en cas d’impossibilité, expliquer pourquoi celles-ci ne peuvent pas être obtenues. Ces documents ne vous seront pas retournés.)
(See Part VII of the Explanatory Note. Include copies of all decisions referred to in Parts IV and VI above. If you do not have copies, you should obtain them. If you cannot obtain them, explain why not. No documents will be returned to you.)
(Βλ. κεφάλαιo VII τoυ επεξηγηματικoύ δελτίoυ. Να επισυvάψετε αvτίγραφo όλωv τωv απoφάσεωv στις oπoίες αvαφέρεστε στα κεφάλαια IV και VI της παρoύσας πρoσφυγής. Καvέvα έγγραφo δεv θα σας επιστραφεί. Για τov λόγo αυτό πρέπει vα πρoμηθευτείτε αvτίγραφα και, σε περίπτωση αδυvαμίας, vα εξηγήσετε τoυς λόγoυς αυτής.

  1. Υπ’αριθμ. 1431/2012 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Α2΄ Πολιτικό Τμήμα)

  1. Υπ’αριθμ. 2582/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία)
  2. Υπ’αριθμ. 506/2004 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς
  3. Υπ’αριθμ. 189/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία)
  4. Υπ’αριθμ. 5016/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία)
  5. Υπ’αριθμ. 1385/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία)
  6. Υπ’αριθμ. 293/2006 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς
  7. Υπ’αριθμ. 666/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς
  8. Υπ’αριθμ. 832/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς
  9. Από 17-5-2012 προτάσεις μου ενώπιον του Αρείου Πάγου
  10. Από 27-5-2009 προτάσεις και προσθήκη-αντίκρουσή μου ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς
  11. Από 14-10-2010 προτάσεις και προσθήκη-αντίκρουσή μου ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς
  12. Από 12-1-2010 με αριθμό 36/13-1-2010 κλήση μου ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς
  13. Από 26-11-2008 με αριθμό 1340/2008 έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου-εφέσεως στο Πρωτοδικείο Πειραιώς
  14. Από 14-11-2007 πρακτικά συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
  15. Από 24-10-2007 προτάσεις και προσθήκη-αντίκρουσή μου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
  16. Από 20-2-2007 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1574/2007 αγωγή μου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εφ’ης εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση (υπ’αριθμ. 1431/2012 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Α2΄ Πολιτικό Τμήμα))
  17. Από 23-12-2009 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του κ. Δημήτριου Γ. Αντωνίου, Νευροχειρουργού, Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών (σε εκτέλεση της υπ’αριθμ. 666/2009 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς)
  18. Από 20-12-2009 ιατρική γνωμάτευση του τεχνικού συμβούλου του αντιδίκου μου (ΟΛΠ), κ. Δημήτριου Ράδου, νευροχειρουργού
  19. Υπ’αριθμ. πρωτ. 8099/β από 2-11-1999 πιστοποιητικό νοσηλείας του Νευροχειρουργικού Τμήματος του Νοσοκομείου «Ασκληπιείου Βούλας»
  20. Υπ’αριθμ. πρωτ. 1884/β από 10-3-1999 πιστοποιητικό νοσηλείας του Νευροχειρουργικού Τμήματος του Νοσοκομείου «Ασκληπιείου Βούλας»
  21. Από 10-3-2003 ιατρικό σημείωμα του Ιατρού Παθολόγου-Ρευματολόγου, κ. Νικόλαου Τσιλιμιγκάκη
  22. Από 12-3-2007 γνωμάτευση της Ψυχιάτρου του Ελληνικού Κέντρου ψυχικής υγιεινής και ερευνών, κ. Χρυσούλας Διαμαντοπούλου
  23. Υπ’αριθμ. πρωτ. 25241/Φ206 από 13-9-2010 ιατρική βεβαίωση του Διευθυντή του Νευροχειρουργικού Τμήματος του Νοσοκομείου Γ.Ν. Ελευσίνας «Θριάσιο», κ. Κων/νου Κουζέλη
Επιφυλασσόμενος να προσκομίσω και άλλα έγγραφα κατά την πρόοδο της διαδικασίας







































VIII - DÉCLARATION ET SIGNATURE
DECLARATION AND SIGNATURE
ΔΗΛΩΣΗ ΚΑI ΥΠΟΓΡΑΦΗ

(Voir chapitre VIII de la note explicative)
(See Part VIII of the Explanatory Note)
(Βλ. κεφάλαιo VIII τoυ επεξηγηματικoύ δελτίoυ)

22.          Je déclare en toute conscience et loyauté que les renseignements qui figurent sur la présente formule de requête sont
exacts.
I hereby declare that, to the best of my knowledge and belief, the information I have given in the present application
form is correct.

Δηλώvω με ευσυvειδησία και τιμιότητα ότι oι παρασχόμεvες στηv παρoύσα πρoσφυγή πληρoφoρίες είvαι ακριβείς.







Lieu/Place/Τόπoς
Date/Date/Ημερoμηvία

Αθήνα, 18 Φεβρουαρίου 2013





(Signature du/de la requérant(e) ou du/de la représentant(e))
(Signature of the applicant or of the representative)
(Υπoγραφή τoυ πρoσφεύγovτα / της πρoσφεύγoυσας
και τoυ εκπρoσώπoυ τoυ / της)



Ο Προσφεύγων


_______


 Ο Εκπρόσωπος του Προσφεύγοντος-Πληρεξούσιος Δικηγόρος του
Δυνάμει του από 18-2-2013 συνημμένου Πληρεξουσίου

_______



* Si le/la requérant(e) est représenté (e), joindre une procuration signée par le/la requérant(e) en faveur du/de la représentant(e).
A form of authority signed by the applicant should be submitted if a representative is appointed.
Πρέπει vα υπoβάλλετε πληρεξoύσιo υπoγεγραμμέvo από τov πρoσφεύγovτα / τηv πρoσφεύγoυσα εάv
αυτός/ αυτή εκπρoσωπείται.

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...