Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα περιύβριση αρχής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα περιύβριση αρχής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 15 Ιουλίου 2025

Διατάραξη "διαταραγμένων" vs Περιύβρισης Αρχής (καταργημένου χουντικού εγκλήματος)

 

 


 1161/1986 ΠΛΗΜΜ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 


     ΑΡΜ/1987 (326)
      Έγκλημα διαταράξεως συνεδριάσεως του δικαστηρίου. Έγκλημα
      περιύβρισης αρχής. Στοιχεία που συγκροτούν αντικειμενικές υποστάσεις
      των δύο εγκλημάτων.

 
    ΒουλΣυμβΠλημΘεσ 1161/1986
 
    Πρόεδρος: Αλεξάνδρα Γαλάταλη.
    Δικαστές: Ν. Γραμματικούδης (εισηγητής), Γ. Μπατζαλέξης
    Εισαγγελέας: Γεώργιος Βραχάς.
 
      Το βούλευμα που δέχτηκε μερικά την αντίστοιχη εισαγγελική πρόταση
    έχει ως εξής:
 
      Από τη διάταξη του άρθρου 197 ΠΚ προκύπτει ότι προς στοιχειοθέτηση
    του εγκλήματος της διαταράξεως συνεδριάσεως δικαστηρίου, που
    προβλέπεται από αυτή και το οποίο συρρέει αληθινά με το αδίκημα της
    περιυβρίσεως της αρχής (ΑΠ 234/1957, ΠοινΧρον Ζύ 449), απαιτείται όπως
    ο δράστης, χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη, είτε εμποδίζει
    αυθαίρετα, δηλαδή χωρίς δικαίωμα που να του παρέχεται από τον νόμο,
    είτε διαταράσσει με διέγερση θορύβου ή αταξίας ή καθ' οιονδήποτε άλλο
    τρόπο την συνεδρίαση του δικαστηρίου, ήτοι νόμιμα συγκροτημένου οργάνου
    προς επίλυση διαφορών και παροχής έννομης προστασίας (σχετ. ΕφΑιγ
    4/1968
, ΠοινΧρον 18.623) καθώς και ο δόλος, ο οποίος συνίσταται στη
    γνώση ότι με την ενέργειά του παρεμποδίζεται η συνεδρίαση του
    δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 181
    παρ. 1 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν.δ. 2493/1953, το
    έγκλημα που με αυτή προβλέπεται, στρέφεται κατά του κύρους της αρχής,
    ήτοι αμέσου ή εμμέσου οργάνου το οποίο ασκεί με κυριαρχική βούληση
    εξουσία ταγμένη από τους οργανικούς νόμους για κρατικούς σκοπούς, όπως
    είναι και κάθε νόμιμα συνεστημένο δικαστήριο (ΑΠ 452/1967, ΠοινΧρον
    18.15). Τελείται δε με σαφείς εκδηλώσεις καταφρονήσεως, ονειδισμού ή
    διασυρμού αυτού τούτου του θεσμού, που γίνονται δημόσια, δηλαδή κατά
    τρόπο ώστε να είναι δυνατόν να υποπέσουν στην αντίληψη ενός αόριστου
    αριθμού προσώπων, είναι μειωτικές του κύρους του θεσμού, κείνται έξω
    από τον έλεγχο και την έντονη ή δριμεία έστω κριτική η οποία
    διασφαλίζεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος και πλήττουν ευθέως, κατά
    αντικείμενο και την πρόθεση του δράστη, την αρχή και όχι το πρόσωπο του
    φορέα αυτής ως άτομο
(βλ. αντί άλλων Ολ. ΑΠ 691/1985 ΝοΒ 33.1072).

    Στην προκειμένη περίπτωση, από το αποδεικτικό υλικό που υπάρχει στην
    δικογραφία, ήτοι τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και τις
    απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψε ότι κατά την συνεδρίαση της 30
    Απριλίου 1984 του νόμιμα συγκροτημένου, χωρίς την σύμπραξη γραμματέα,
    για εκδίκαση υποθέσεων ασφαλιστικών μέτρων Μονομελούς Πρωτοδικείου
    Θεσσαλονίκης  (ΚΠολΔ 683 παρ. 1, 690 παρ. 2),  καταρχάς ο πρώτος
    κατηγορούμενος, ύστερα δε ο δεύτερος, αμφότεροι δικηγόροι Θεσσαλονίκης
    (βλ. τα 4813, 4814/4.6.1984 έγγραφα του Δικηγορικού Συλλόγου
    Θεσσαλονίκης), αφορμή  λαβόντες από το γεγονός ότι απορρίφθηκε, από τον
    συγκροτούντα το παραπάνω δικαστήριο Πρόεδρο Πρωτοδικών, αίτημά τους για
    προσωρινή διακράτηση υποθέσεως που ήδη εκφωνήθηκε και αφορούσε
    συγγενικό τους πρόσωπο, απηύθυναν προς τον Δικαστή τις φράσεις που
    αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση και των οποίων επανάληψη κρίνεται
    περιττή, σε ύφος και κατά τρόπο που εκεί αναφέρεται
, χωρίς να έχουν
    τέτοιο δικαίωμα από καμία νομική διάταξη. Αποτέλεσμα των ενεργειών των
    αυτών ήταν να παρεμποδισθεί και να διακοπεί, προσωρινά, η συζήτηση της
    υποθέσεως που θα εκδικαζόταν, ώστε να προσληφθεί γραμματέας για να
    τηρήσει πρακτικά,  κάτι που δεν θα συνέβαινε χωρίς το περιστατικό αυτό.
    Γνώριζαν δε οι κατηγορούμενοι ότι με την ενέργειά τους παρεμποδίζεται ή
    διαταράσσεται η συνεδρίαση του Δικαστηρίου. Η ιδιότητά τους ως
    δικηγόρων και , ως εκ τούτου, γνώση τους ότι η προσωπική αντιπαράθεσή
    τους με τον δικάζοντα δικαστή οπωσδήποτε δεν συντελεί στην ομαλή
    διεξαγωγή της δίκης, όπως και η φράση του πρώτου εξ αυτών "επιμένω να
    κρατηθεί η υπόθεση και θα μιλήσω μέχρι να έρθει ο πατέρας μου" δεν
    καταλείπουν καμία αμφιβολία γι' αυτό. Από όλα τα περιστατικά αυτά
    προκύπτουν πράγματι αποχρώσες ενδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν
    το αδίκημα του άρθρου 197 ΠΚ, ανεξάρτητα του αν η διατάραξη έγινε επ'
    ευκαιρία της παραστάσεώς τους ως δικηγόρων στην υπόθεση που
    προαναφέρθηκε (σχετ. ΑΠ 234/1957, ΠοινΧρον Ζύ 449). Απομένει, επομένως,
    η αξιολόγηση και εκτίμηση της συμπεριφοράς του δεύτερου κατηγορουμένου
    για να διαπιστωθεί αν πληρώνει την υπόσταση του άλλου εγκλήματος του
    άρθρου 181 ΠΚ. Όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε, ως περιύβριση αρχής δεν
    θεωρείται μόνο η υπό στενή έννοια εξύβριση ή δυσφήμηση, αλλά και η καθ' 

οιονδήποτε τρόπο έκφραση καταφρονήσεως, ονειδισμού ή διασυρμού ικανή να
    μειώσει τον σεβασμό και την εκτίμηση των πολιτών προς την αρχή
(ΑΠ
    96/1968, 87/1968
ΠοινΧρον ΙΗύ 278, 274). Οι φράσεις που ο εν λόγω
    κατηγορούμενος απηύθηνε προς τον δικάζοντα δικαστή, δημόσια ενώπιον του
    ακροατηρίου κατά τρόπο ώστε να μπορούν να υποπέσουν στην αντίληψη των
    παρευρισκομένων εκεί δικηγόρων (βλ. καταθέσεις μαρτύρων Β.Δ., Γ.Μ.,
    Α.Κ.)  και των διαδίκων, αντικειμενικά κρινόμενες, τόσο στο σύνολό
    τους, όσο και κατά τα επί μέρους σημεία τους "..,Ζητώ την εξαίρεσή σας
    διότι διαπίστωσα προκατάληψη υμών εναντίον εμού προσωπικώς ως
    δικηγόρου, των υποθέσεων της οικογενείας μου και όλων των πελατών όσων
    υποθέσεων χειρισθήκατε εσείς. Αναφέρομαι σε 10 υποθέσεις που δικάσατε
    εσείς και στις οποίες με κατατροπώσατε. Έχω υποβάλλει καταγγελία
    ενώπιον του Αρείου Πάγου και του κ. Εισαγγελέα εναντίον ωρισμένων
    δικαστών και εναντίον υμών..." σαφώς καταδηλώνουν καταφρόνιση και
    ονειδισμό. Δεν αποτελούν δε δριμεία, έστω, κριτική του δικαιοδοτικού
    έργου των φορέων της δικαστικής λειτουργίας κατά των οποίων, ειδικά
    αλλά και γενικά και αόριστα, καταφέρθηκε ο κατηγορούμενος, αφού αυτή θα
    μπορούσε να εκφρασθεί με άλλη φραστική διατύπωση και όχι, εκτός των
    άλλων με διατύπωση λέξεων όπως "... με κατατροπώσατε..." που μαρτυρούν
    μια προσωπική αντιπαράθεση και τάση αδικήσεως από μέρους των οργάνων
    αυτών, ούτε όμως και πλήττουν αυτά ως άτομα. Αντίθετα, η χρησιμοποίηση
    φράσεων όπως "...διαπίστωσα προκατάληψη εναντίον εμού... σε 10
    υποθέσεις που δικάσατε εσείς με κατατροπώσατε... έχω υποβάλλει
    καταγγελία... εναντίον ωρισμένων δικαστών και εναντίον υμών..." είναι
    κατάδηλο ότι πλήττουν κατ' αντικείμενο και την πρόθεση του
    κατηγορουμένου τα Δικαστήρια που οργανικά και λειτουργικά συγκροτούν
    την έννοια της πολιτειακής λειτουργίας της Δικαιοσύνης
(Δ. Τσάτσου,
    Εισηγ. Συντ. Δικ. 1980, σελ. 232, Α. Κανελλόπουλου, Γ.-Β. Μαγκάκη,
    Πρακτικά Εύ Αναθ. Βουλής Συντ. 10.5.75, σ. 613, 622) και είναι ικανές
    να μειώσουν τον σεβασμό και την εκτίμηση των πολιτών προς αυτά. Τούτο
    δε γιατί, χωρίς να στηρίζονται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά,
    που να τις δικαιολογούν αντικειμενικά
, αφενός εμφανίζουν τα άμεσα,
    κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού λειτουργήματος, όργανα που τα
    συγκροτούν ότι γίνονται επιλήσμονες της αποστολής τους που είναι η
    σύμφωνα με τη δική τους δικαστική συνείδηση, το Σύνταγμα και τους
    νόμους ιερουργία τους  στο ναό της Θέμιδας (Συντ. 88 παρ. 2) και ότι
    ενσυνείδητα παραβιάζουν την αρχή της ισότητας των διαδίκων και την κατ'
    ελεύθερη και δίκαιη, σύμφωνα με το νόμο, υποχρέωσή τους προς επίλυση
    των διαφορών, αφ' ετέρου εν αμφιβόλω το απροκατάληπτο και το αμερόληπτο
    αυτών, δημιουργώντας έτσι στους πολίτες δυσπιστία ως προς την ορθή
    απονομή της Δικαιοσύνης από εκείνα. Γίνεται, συνεπώς, φανερό από όλα
    αυτά ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις περί τελέσεως, από τον εν λόγω
    κατηγορούμενο, και του αδικήματος της περιυβρίσεως αρχής. Πρέπει, κατά
    συνέπεια, τόσο ο ίδιος, όσο και ο συγκατηγορούμενός του να παραπεμφθούν
    και δικασθούν για τις πράξεις αυτές, που προβλέπονται και τιμωρούνται
    από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18 περ. βύ, 26, 27, παρ. 1,
    51, 94 παρ. 2, 181 παρ. 1 και 197 παρ. 1, 2  του ΠΚ, ενώπιον του υλικά
    και τοπικά αρμόδιου Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (ΚΠοινΔ 1, 9 παρ. 1
    εδ. βύ, 111 παρ. 7, 122).

 
 

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

Περιύβριση αρχής: Ένα λησμονημένο αδίκημα για τους υβριστές της Δικαιοσύνης

 


65/1989 ΑΠ

(ΠΟΙΝΧΡ 1989/706) Περιύβριση αρχής. Ορθή και αιτιολογημένη η καταδίκη του αναιρεσείοντος δικηγόρου. Σε υπόμνημά του απευθυνόμενο στο Συμβούλιο Εφετών περιέλαβε υβριστικές φράσεις για το Συμβούλιο Πλημ/κών με πρόθεση την προσβολή του ως δημοσίας αρχής.

Προεδρεύων ο αντιπρόεδρος Ι. Γρίβας Εισηγητής ο αρεοπαγίτης Γ. Αντωνόπουλος Στο 5ο κεφάλαιο του Ποιν. Κώδικος (προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας) περιλαμβάνεται το άρθρο 181, το οποίο προβλέπει το έγκλημα της περιυβρίσεως της αρχής και συμβόλων. Στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, όπως είχε τούτο μέχρι της αντικαταστάσεώς του υπό του άρθρου 4 παρ. 3 ν. 1738/1987, ορίζεται ότι "Με φυλάκιση μέχρι τριών ετών τιμωρείται όποιος δημοσίως περιυβρίζει δημόσια αρχή ...". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το έγκλημα στρέφεται κατά της δημοσίας αρχής ως πολιτειακού θεσμού, απαιτούντος τον σεβασμό των πολιτών, και συνίσταται σε εκδηλώσεις καταφρονήσεως, ονειδισμού ή διασυρμού αυτού τούτου του θεσμού και όχι του φορέως της αρχής φυσικού προσώπου, οι οποίες υπερβαίνουν τα επιβαλλόμενα διά του άρθρου 14 του Συντάγματος στον καθένα όρια κριτικής κατά την έκφραση και διάδοση προφορικά ή γραπτά των στοχασμών του. Τούτο ρητά πλέον ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρ. 181 (άρθρ. 4 παρ. 3 ν. 1738/87) ως εξής: "Η άσκηση κριτικής ουδέποτε συνιστά μόνη περιυβριση αρχής". Δημοσίως τελούνται οι εκδηλώσεις περιυβρίσεως αρχής όταν με τον τρόπο που γίνονται είναι δυνατό να υποπέσουν στην αντίληψη αόριστου αριθμού προσώπων (Ολ. ΑΠ 691/1985). Δημόσια αρχή αποτελούν και οι δικασταί κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτούς δικαστικής λειτουργίας (άρθρ. 26 παρ. 3 Συντάγματος), με την τροποποίηση δε (ως άνω) του άρθρου 181 Π.Κ. οι δικαστικές αρχές προστατεύονται ρητά. Με την προσβαλλομένη απόφαση (υπ'αριθ. 711 της 21ης Οκτωβρίου 1987 του 5μελούς Εφετείου Αθηνών), διά της οποίας καταδικάστηκε ο αναιρεσείων (με μειοψηφία ενός μέλους) για περιύβριση της αρχής σε φυλάκιση 5 μηνών, δέχεται το δικάσαν Εφετείο τα εξής: Την 29η Νοεμβρίου 1982 ο αναιρεσείων με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και προς υποστήριξη εφέσεώς του κατά του υπ'αριθμ. 202/1982 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Ηρακλείου, κατέθεσε στον Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών έγγραφο υπόμνημα απευθυνόμενο διά του Εισαγγελέως Εφετών Κρήτης στο Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, στο οποίο περιέλαβε τις εξής προσβλητικές για το Συμβούλιο Πλημ/κών φράσεις: "α) το προσβαλλόμενον βούλευμα, εκδοθέν την 2-11-1982 μετά κυοφορίαν 7 μηνών και 7 ημερών από της κατά την 26-3-1982 εις το Συμβούλιον υποβολής της προτάσεως του Εισαγγελικού Παρέδρου Α.Φ., είναι αναμφισβητήτως προϊόν πρωτοφανούς αυθαιρεσίας και ετσιθελισμού και δη αφ'ενός μεν εσκεμμένης διαστροφής των εκ της ανακρίσεως προκυψάντων, σαφεστάτων διά πάντα καλόπιστον κριτήν, πραγματικών περιστατικών. β) το κατάπτυστον και εξοργιστικόν βούλευμα τούτο, αποτελούν δεινήν πρόκλησιν του κοινού περί δικαίου αισθήματος..., διότι τούτο εκδοθέν εν καιρώ γενικού σάλου περί την Δικαιοσύνην και επιχειρουμένης καθάρσεως αυτής, αποτελεί εν εισέτι καίριον πλήγμα κατά του κύρους αυτής, κλονίζον έτι περαιτέρω την προς αυτήν εμπιστοσύνην των πολιτών. γ) εις την τελείως ακατανόητον και ασυνάρτητον αιτιολογίαν ταύτην, αρμόζει απολύτως το κοινώς σιγόμενον "από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα". Διότι προκειμένου το Συμβούλιον να καταλήξει εις την προδήλως, προαποφασισθείσαν ετσιθελικήν απαλλαγήν των κατηγορουμένων με απροσδόκητον αντίστοιχον στιγματισμόν εμού ως μοιχού, δεν διστάζει ποσώς να εμφανίσει αυτό, γενικότερον δε την Δικαιοσύνην, ως στερούμενον και αυτής έτσι της στοιχειώδους λογικής, την οποίαν ακόμη και τα μικρά παιδιά διαθέτουν...δ) όμως παρά πάντα ταύτα, τα μέχρις ουρανού βοώντα, οι εκδόντες το προσβαλλόμενον βούλευμα Δικασταί, δεν εδίστασαν ποσώς, προτείνοντος και του Εισαγγελικού Παρέδρου, να χωρήσουν εις απαλλαγήν των κατηγορουμένων αποτολμώντες να είπουν το μεν ότι ουδόλως προέκυψεν πρόθεσίς των προς δυσφήμισίν μου, το δε ότι τα κατατεθέντα υπ'αυτών περιστατικά δεν αφίσταται της πραγματικότητος... Δια να δικαιολογήσουν δε την τοιαύτην κρίσιν καταφεύγουν και χρησιμοποιούν καταγέλαστα επιχειρήματα, προκαλούντα εναλλάξ αισθήματα ότε μεν αγανακτήσεως, ότε δε θυμηδίας. ε) Θυμηδίαν προκαλεί το γεγονός ότι μεταφέρουν και εφαρμόζουν εις το πεδίον της ποινικής δικονομίας και διαδικασίας τα όσα γνωρίζουν εκ της πολιτικής Δικονομίας (άρθρ. 261)... οι ειρημένοι δικασταί μη δυνάμενοι να απαλλάξουν κατ'άλλον τρόπον τους κατηγορουμένους αποδέχονται τελείως αβασανίστους και ετσιθελικούς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων...". Δέχεται επίσης το Εφετείο ότι οι ως άνω φράσεις απευθύνονται κατά του Συμβουλίου Πλημ/κών Ηρακλείου ως δημοσίας αρχής και προσβάλλουν το κύρος αυτής, δημοσίως δε διότι έλαβον γνώση αυτών, πλην των Γραμματείων του Ειρηνοδικείου και Εισαγγελίας Εφετών και αόριστος αριθμός προσώπων, δηλαδή τα πρόσωπα του Συμβουλίου Εφετών, υπάλληλοι του Εφετείου Κρήτης και άλλα πρόσωπα. Ότι οι παραπάνω φράσεις εκδηλώνουν καταφρόνηση προς το Συμβούλιο Πλημ/κών, μειώνουν το κύρος αυτού, εγένοντο με πρόθεση προσβολής τούτου ως δημοσίας αρχής και δεν αποτελούν άσκηση κριτικής δριμείας, ούτε προσβολή μόνο των προσώπων των δικαστών που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο απαλλακτικό βούλευμα. Στο αιτιολογικό της αποφάσεως αναφέρονται ακόμη οι αποδείξεις από τις οποίες συνάγονται τα παραπάνω περιστατικά καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες αυτά υπήχθησαν στις διατάξεις του άρθρου 181 ΠΚ, οι οποίες ερμηνεύθηκαν και εφαρμόστηκαν ορθά χωρίς να παραβιασθούν ούτε εκ πλαγίου, διότι τα διαλαμβανόμενα ως άνω στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως περιστατικά συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων. Συνεπώς οι λόγοι της αναιρέσεως: α) για έλλειψη της κατ'άρθρον 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν περιέχονται στην απόφαση με πληρότητα και σαφήνεια τα στοιχεία του εγκλήματος, αντικειμενικά και υποκειμενικά (1ος λόγος αναιρέσεως) και β) για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 181 παρ. 1 ΠΚ, διότι δεν συνάγεται με τα γενόμενα δεκτά υπό του δικάσαντος εφετείου περιστατικά ότι έγινε δημοσίως περιύβριση του Συμβουλίου Πλημ/κών ως δημοσίας αρχής (2ος λόγος αναιρέσεως) είναι αβάσιμοι. Κατά τη γνώμη ενός μέλους η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει κατά το κεφάλαιο αυτής περί δικαστικής επιμέτρησης της ποινής να αναιρεθεί αυτεπαγγέλτως, κατ'εφαρμογή των άρθρων 511 εδαφ. γ` ΚΠΔ, 2 παρ. 1 ΠΚ, διότι το έγκλημα περιυβρίσεως της αρχής τιμωρείται ήδη διά φυλακίσεως μέχρι δύο ετών (ενώ πρότερον τιμωρείτο διά φυλακίσεως μέχρι τριών ετών), η δε επιμέτρηση της ποινής έγινε διά της προσβαλλομένης αποφάσεως βάσει των ορίων (άρθρ. 79 παρ. 1 ΠΚ, του προηγουμένου ισχύοντος μέχρι 20.11.1987) αυστηρότερου νόμου, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο για την επιμέτρηση της ποινής βάσει της διατάξεως του άρθρου 181 παρ. 1, όπως αντικαταστάθηκε διά του άρθρου 4 παρ. 3 ν. 1738/20.11.1987. Κατά τη γνώμη των λοιπών μελών δεν είναι αναιρετέα εν μέρει η απόφαση, διότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής αυτεπαγγέλτως του νεωτέρου νόμου, ενόψει του ότι η επιβληθείσα στον αναιρεσείοντα ποινή (10 μηνών) δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο των δύο ετών φυλακίσεως.

Must red-read

Άτιτλο κι αγγελικό

    Άτιτλο κι Αγγελικό     Μου ' χαν πει πως η αναισθησία ανήκει στα συναισθήματα που εκδικούνται την έπαρση Μου ' χαν δώσει κι ευχή...