Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ευάγγελος μπέης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ευάγγελος μπέης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Η πειθαρχική ευθύνη των Δικαστών και τα όριά της - Η κρίση του Δικαστή στην κρίση των θυμάτων του

Η πειθαρχική ευθύνη δικαστών και τα όριά της
του Κώστα Ε. Μπέη http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=3&mid=1096&mnu=1&id=22767
Ελευθεροτυπία, 7 Δεκεμβρίου 1976
Πριν ένα χρόνο ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κοινοποίησε στους εισαγ­γελείς εφετών εγκύκλιο (8/29.12.1975), στην οποία, μεταξύ άλλων, έγραφε και τα ακόλουθα:
«Οι τακτικοί δικασταί, εν τη ασκήσει του δικαιοδοτικού των έργου, είναι απολύτως ανεξάρτητοι, εν τη έννοια ότι οφείλουν ν'αποφασίζουν ή να ψηφίζουν κατά την ιδίαν αυτών κρίσιν, μη δεσμευόμενοι είτε εκ της επί του θέματος νομολογίας ανωτέρων δικαστηρίων, είτε εκ της γνώμης ανωτέρων των κατά βαθμόν μελών του δικαστηρίου, του οποίου μετέχουν, είτε εκ γινομένων αυτοίς υπό ιεραρχικώς ανωτέρων των υποδείξεων, είτε εκ γνωμοδοτήσεων, επί του υπό την κρίσιν των θέματος, νομικών ή του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.
Απόρροια της ανεξαρτησίας ταύτης είναι ότι η εκδοθείσα παρ'αυτών απόφασις ή δοθείσα ψήφος δεν συγχωρείται να γίνη αιτία παρατηρήσεων ή συστάσε­ων προς αυτούς ιεραρχικώς προϊσταμένων των ή καταλογισμού των εις βάρος της εν τω κλάδω εξελίξεως αυτών, επιφυλασσομένου μόνον του διά των ενδί­κων μέσων ελέγχου της κατά το Σύνταγμα και τους νόμους, ουσιαστικούς και δικονομικούς, εκδόσεως της αποφάσεώς των ή θέσεως της ψήφου των». Ήδη ο ίδιος ο εισαγγελέας άλλαξε γνώμη. Εγκαταλείποντας τη θέση ότι «οι τακτικοί δικασταί...είναι απολύτως ανεξάρτητοι... επιφυλασσομένου μόνον του διά των ενδίκων μέσων ελέγχου», δέχεται και άλλες επιφυλάξεις: την πειθαρχι­κή δίωξη του δικαστή για «προφανή παραγνώρισιν των επιστημονικών αρχών και των ερμηνευτικών κανόνων», καθώς και για την περίπτωση που "η ψήφος αντίκει­ται καταδήλως εις τους κανόνας λογικής και της κοινής πείρας" (βλ. επιστολή του στην «Ελευθεροτυπία»).
Μετά την εισαγγελική αυτή γνωσιμαχία, και χωρίς να ενημερωθούν προη­γουμένως οι δικαστές για τις κυρώσεις που ήδη απειλούν την εκάστοτε δικαιοδοτική κρίση τους, ασκήθηκε αναδρομική πειθαρχική δίωξη εναντίον τριών (3) εφε­τών, και μάλιστα εκείνων που έχουν καθιερωθεί από χρόνια στην κοινή συνείδη­ση ως το σύμβολο της δικαστικής ανεξαρτησίας στον τόπο μας.
Στην ταραχή του σεισμού που ακολούθησε δεν πρέπει να διαφύγουν απαρα­τήρητα δύο κρίσιμα προβλήματα:
α) Ο ανύποπτος πολίτης αναμένει από τον πολιτικό κόσμο να βρει και να δείξει, ποιο σύστημα λειτουργεί ενδεχομένως πίσω από την προθήκη των συντα­γματικών επιταγών και των ωραιολόγων διακηρύξεων, σε σημείο ώστε να εγκατα­λείπονται, ακόμη και από ανωτάτους δικαστικούς, αρχές που πανηγυρικά είχαν υμνηθεί λίγους μήνες νωρίτερα; Το άρθρο του Γ. Βότση για την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής («Ελευθεροτυπία») πιστεύω ότι μπορεί να είναι αφετηρία προς την κατεύθυνση αυτή.
β) Εξάλλου και ο νομικός κόσμος πρέπει να προσδιορίσει με σαφήνεια και να τεκμηριώσει με αναδρομή στις επιστημονικές πηγές και τη σύγχρονη νομολο­γία ποια είναι τα αληθινά όρια της πειθαρχικής ευθύνης των δικαστών;
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προσπάθησε να στηρίξει τη γνωσιμαχία του σε θέσεις του Δημητρακόπουλου και του Ρακτιβάν, καθώς και σε ορισμένες αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας και του Αρείου Πάγου. Όμως οι θέσεις και οι αποφάσεις αυτές στηρίζονται σε ένα νομικό καθεστώς που δεν ισχύει πια. Η πολιτική δικονομία που είχε καθιερωθεί από τον Μάουρερ το 1834 και ίσχυε μέχρι το 1968 όριζε (άρθρο 835) ότι ο Άρειος Πάγος, κάθε φορά που αναιρεί μια απόφαση, έχει την εξουσία να τιμωρήσει τους δικαστές που έβγαλαν την αναιρεθείσα απόφαση. Όμως, η ισχύουσα δικονομία δεν περιέχει πια αντίστοιχη διάταξη. Και τούτο ακριβώς γιατί στο σύγχρονο κράτος δικαίου ο δικαστής δεν είναι δημόσιος υπάλληλος (που μπορούν να τον ποδηγετήσουν οι ανώτεροί του), αλλά ανεξάρτητος λειτουργός που δικαιοδοτεί μόνος, δίχως τον προληπτικό ή κατασταλτικό έλεγχο του προσώπου του από προϊσταμένους. Εξάλλου, όταν εί­χαν διατυπωθεί οι αντίθετες γνώμες του Δημητρακόπουλου και του Ρακτιβάν, καθώς και οι επικαλούμενες από την εισαγγελική επιστολή αποφάσεις, ίσχυε το άρθρο 301 του οργανισμού των δικαστηρίων (που είχε καθιερώσει επίσης ο Μά­ουρερ το 1834), με το οποίο ο υπουργός δικαιοσύνης είχε εξουσία να επιβάλει μόνος του πειθαρχικές ποινές στους δικαστές (ακόμη και στους αρεοπαγίτες). Όμως, και το άρθρο αυτό δεν ισχύει πια μετά την καθιέρωση του δημοκρατικού Συντάγματος του 1975 (άρθρο 91). Η μεταβολή αυτή του νομικού καθεστώτος δεν ήταν άγνωστη στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος στην 8/1975 εγκύκλιό του (που σημείωσα πιο πάνω) ρητώς αναφέρει ότι «το νέον Σύνταγμα... περιλαμβάνει και διατάξεις το πρώτον εμφανιζόμενας ή ρητώς διατυπουμένας εις ελληνικόν Σύνταγμα, τονιζούσας ιδιαιτέρως την ανεξαρτησίαν των δικαστι­κών λειτουργών η τείνουσας εις την ενίσχυσιν του κύρους της Δικαιοσύνης».
Θα πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε νομολογία που στηρίζεται στο ισχύον νομικό καθεστώς. Και επειδή τέτοια ασφαλής νομολογία δεν έχει ακόμη διαμορ­φωθεί με το νέο Σύνταγμα, θα πρέπει να καταφύγουμε στην πρόσφατη νομολο­γία του γερμανικού Ακυρωτικού που στηρίζεται σε συνταγματικές διατάξεις αντί­στοιχες προς εκείνες που ισχύουν σήμερα.
Λοιπόν το γερμανικό Ακυρωτικό έχει δεχτεί (BGH 47, 286) ότι η δικαιοδοτική δραστηριότητα του δικαστή έχει εξαιρεθεί εντελώς από την υπηρεσιακή επο­πτεία προϊσταμένων αρχών. Ο γερμανικός νόμος των δικαστών ορίζει (DRG 26) ότι η πειθαρχική ευθύνη των δικαστών έχει ως όριο το απαραβίαστο της ανεξαρ­τησίας τους. Με άλλα λόγια: η πειθαρχική ευθύνη του δικαστή σταματάει εκεί όπου αρχίζει η δικαστική ανεξαρτησία του (Rosenberg - Schwab, σελ. 99). Γι'αυτό οι δικαστές δεν υπόκεινται σε οδηγίες, ούτε σε υποδείξεις και δεν επιτρέ­πεται να υποστούν δυσμενή μεταχείριση για το περιεχόμενο των αποφάσεών τους (Baumbach - Lauterbah, XPO § 26 DRG, σελ. 2029).
Το γερμανικό Ακυρωτικό δέχεται μια μόνο επιφύλαξη: Ο δικαστής έχει πει­θαρχική ευθύνη όταν διέπραξε πρόδηλο λάθος. Προς αποφυγή όμως παρανοή­σεων σπεύδει η ίδια απόφαση του γερμανικού Ακυρωτικού (BGH 46, 150) και διευκρινίζει ότι «πρόδηλο λάθος» υπάρχει αποκλειστικά στις ακόλουθες περι­πτώσεις: πρώτον, αν ο δικαστής εφάρμοσε ανύπαρκτο νόμο, όπως ένα νόμο που έχει καταργηθεί τυπικά, και δεύτερον, όταν δεν εφάρμοσε ένα νόμο που εξακο­λουθεί να ισχύει και είναι γενικώς γνωστός. Αντίθετα, η ερμηνεία του νόμου κα­θώς και η υπαγωγή σ'αυτόν της δικαζόμενης εμπειρικής πραγματικότητας, ακό­μη και όταν αποδοκιμάζεται από όλους τους άλλους, δεν μπορεί ποτέ να στηρί­ξει πειθαρχικό παράπτωμα του δικαστή.
Όλοι οι συγγραφείς είναι σύμφωνοι ότι μια απόφαση που «αφίσταται των κανόνων της νομικής διδασκαλίας και της νομολογίας» δεν μπορεί να στηρίξει ποτέ πειθαρχικό παράπτωμα. Σχετικά γράφει ο καθηγητής Γ. Μητσόπουλος (Πο­λιτική δικονομία, σελ. 71 και 75) ότι «η ανεξαρτησία των πολιτικών δικαστηρίων υφίσταται και εντός αυτής της δικαιοδοτικής λειτουργίας... Όθεν είναι ελεύθε­ρον το δικαστήριον να ερμηνεύση τον νόμον και να προσδώση εις αυτόν το κατά την κρίσιν του εκ της ερμηνείας πηγάζον νόημα». Ακόμη πιο αναλυτικά γράφει ο καθηγητής Κ. Κεραμεύς (Αστικόν δικονομικόν δίκαιον, σελ. 72) ότι «αι γνώμαι των ανωτέρων δικαστών ή αι αποφάσεις των ανωτέρων δικαστηρίων δεν δεσμεύ­ουν την κρίσιν των κατωτέρων... Οιονδήποτε δικαστήριον έχει την νομικήν ευχέρειαν να απομακρύνη και παγίας ακόμη νομολογίας του Αρείου Πάγου... Επί πλέ­ον, οιονδήποτε δικαστήριον δύναται ν'αποστή και της ιδικής του παγίας νομολο­γίας». Και εγώ έχω διδάξει (Πολιτική Δικονομία, σελ. 1321 - 1322) ότι «η ερμη­νεία που έδωσε εις τον νόμον ο δικάσας δικαστής, καθώς και η εκτίμησης των αποδείξεων που έκανε (κατά κανόνα ελευθέρως και κατά συνείδησιν) δεν είναι νοητόν να δεσμεύη ούτε άλλους δικαστάς, αλλ'ούτε και τον ίδιον, αν κατά συνείδησιν πείθεται εις νέα δίκην πως άλλη είναι η ουσιαστική αλήθεια, των αυ­τών πραγματικών γεγονότων ή άλλη ερμηνεία προσήκει δογματικώς εις τον αυ­τόν κανόνα δικαίου».
Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δε στηρίζει καν αναιρετικό λόγο, παρά μόνο στην περιορισμένη έκταση που η παράβαση αυτή οδήγησε σε εσφαλμένη ερμηνεία του ουσιαστικού νόμου (ΠΔ 559 αρ. 1 και 560 αρ. 1). Αφού λοιπόν η εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου δε στηρίζει, όπως είδαμε, πειθαρχικό παράπτωμα, πολύ περισσότερο δεν υπάρχει πειθαρχική ευθύνη του δικαστή για την παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας.
Εκείνο που συζητείται είναι μήπως συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα του δικα­στή η παράλειψή του να μνημονεύσει στην απόφασή του την τυχόν αντίθετη νομολογία των ανωτέρων δικαστηρίων και να την αντικρούσει με επιχειρήματα. Όμως, το γερμανικό Ακυρωτικό έχει αποκρούσει και το ενδεχόμενο αυτό (BGH 46, 150), με την παρατήρηση ότι η αντίθετη εκδοχή συναντάει σημαντικές αμφι­βολίες.
Ομοφωνία υπάρχει ότι συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση των δικαστικών καθηκόντων. Ακόμη γίνεται δεκτό ότι συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα εκείνη η εξωδικαστική (κοινωνική) συμπερι­φορά του δικαστή (και μόνον αυτή) που κλονίζει την εμπιστοσύνη του κόσμου στην αμερόληπτη και δίκαιη κρίση του.
Ο τυχόν πειθαρχικός έλεγχος του δικαστή, πέρα από τα όρια αυτά τον φέρ­νει στην ίδια μοίρα με τους δημόσιους υπαλλήλους. Όμως, ο δικαστής δεν είναι δημόσιος υπάλληλος αλλά λειτουργός, δηλαδή ασκεί τη δικαιοδοτική εξουσία ελεύθερα, δίχως τον προληπτικό ή κατασταλτικό έλεγχό του εκ μέρους προϊστα­μένων αρχών (Lent - Jauernlg, σελ. 23). Και τα δικαστήρια όταν συγκροτούνται από δημοσίους υπαλλήλους και όχι από ανεξάρτητους δικαστές (Lent - Jauernig, ο.π. BVerfG 4, 344). Σε άλλες χώρες τονίζουν ιδιαίτερα ότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει ο κίνδυνος να μη λειτουργούν πια δικαστήρια, αλλά εκδικαστικές επιτροπές που συγκροτούνται από τη διοίκηση με ενδικοφανή σκηνοθεσία.

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...