Στη βιτρίνα γαντζωμένο
κορμί αποφυλακισμένο
κραυγάζει τον απόηχο
στον ήχο του αφέντη
του νταβατζή ατζέντη
του τζάμπα μάγκα
της νύχτας των μαγικών
των ακατέργαστων υλικών
του ανήκειν σε όλους
σε έωλους θόλους
θολούς στη βιτρίνα
τα χέρια ανοίχτηκαν
τα δάκρυα κρύφτηκαν
το σώμα σε πάει
η νύχτα μεθάει
κυρία του κύριου
αυτού εξοχότης
τι ψέμα, αβρότης
να χαθεί η αγνότης
πρωί και θυμήθηκα
το ήθος της πρώτης
σε σχολείο εξατάξιο
της ηθικής σου αντάξιο
και ο ιστός απροσπέλαστος
παρθενικός και αγέλαστος
να παγιδεύει το τέλος
μιας αρχής το βέλος
που πληγώνει τ'αμόλυντο, του κορμιού τ'ακρογιάλι
σε αμέθυστη ζάλη
στη βιτρίνα σε βρήκανε
υποψίες τους μπήκανε
η ελπίδα δεν χάθηκε
το κορμί δεν μαράθηκε
η ψυχή σου υπάρχει
χωρίς ίχνος αγάπη
η σκληρότητα σε παγίδευσε
η γενναιότητα δε λύγισε
το εντός της καρδιάς σου
τ'όνομά σου μολύνθηκε
με διάταξη του ομοίου
του αφέντη σου νταβατζή
του εισαγγελέα του λίγου
του τρωκτικού του αχρείου
πάλι πίσω από βιτρίνα
ν'ανιχνεύεις κάθε ίνα
μήπως και μολύνεις
της κοινωνίας την πείνα
αγαπήθηκες παράφορα
από την αδικία
γεννήθηκες να κατοικείς
στου φθόνου την αδημονία
στη διασταύρωση εξουσία και αναισχυντία