Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα συμφέρον του τέκνου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα συμφέρον του τέκνου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

Μία απόφαση του Αρείου Πάγου σε βάρος του νόμου της συνεπιμέλειας, υπό το βάρος των αστυνομικών της προσωπικής φρουράς μέλους της Κυβέρνησης

 

 


Όταν ο Άρειος Πάγος πρωτοτυπεί... εν αντιθέσει με τόσες άλλες περιπτώσεις, όπου πολύ χειρότερες, κακοποιητικές, συμπεριφορές, από τις περιγραφόμενες, δεν αρκούν ούτε καν για την αποφυγή της ισότιμης συνεπιμέλειας 

 

156/2023 ΑΠ 
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Ελάχιστο τεκμήριο χρόνου επικοινωνίας ανηλίκου τέκνου με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει. Δυνατή η απόκλιση από αυτό για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, αφορώντες το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου. Επίδειξη βλαπτικής συμπεριφοράς από τον πατέρα προς το τέκνο. Μεταρρύθμιση απόφασης με την οποία ρυθμιζόταν η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας. Επιβολή περιορισμών. Ορθή εφαρμογή του Νόμου από το Εφετείο. Απορρίπτει αναίρεση κατά της 3442/2021 ΕΦ ΑΘ (ΜΟΝ).
 
 

Αριθμός 156 / 2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1` Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευδοξία Κιουπτσίδου - Στρατουδάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή - Εισηγήτρια και Κανέλλα Τζαβέλλα - Δημαρά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ...... του ....., κατοίκου ...... Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μαρίνο Παπαδόπουλο με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: ....... του ....., κατοίκου ...... Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Αθανασία Βαζάκα και Ανδρέα Γαβαλά και κατέθεσε προτάσεις.
 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/7/2019 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 17/10/2019 ανταγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3833/2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3442/2021 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18/8/2021 αίτησή του.
 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσιβλήτου ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
 

Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών υπ' αριθμό 3442/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και ανταγωγή και ρύθμισε το δικαίωμα επικοινωνίας του αναιρεσείοντος με το ανήλικο τέκνο του. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της ( άρθρο 577 αρ.3 ΚΠολΔ).
 

Κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο και όχι το ουσιαστικό δίκαιο, δικονομικές δηλαδή ενέργειες που ρυθμίζουν την έναρξη και εξέλιξη της έννομης σχέσεως της δίκης και κατατείνουν στην έκδοση δικαστικής αποφάσεως επί της αιτουμένης έννομης προστασίας (ΟλΑΠ 12/2000). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 562 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως, που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε ή δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημοσία τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των λόγων αναιρέσεως, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει τον προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως, είχε προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να καθορίζεται τόσο το περιεχόμενό του, όσο και ο νόμιμος τρόπος που προτάθηκε ή επαναφέρθηκε στο δικαστήριο της ουσίας. Το γεγονός δε ότι ο σχετικός ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο δεν σημαίνει και ότι ο κανόνας είναι δημοσίας τάξεως, διότι ναι μεν η εφαρμογή του νόμου είναι έργο αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστή, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλοι οι νόμοι είναι δημοσίας τάξεως, αφού στην έννοια της δημοσίας τάξεως περιλαμβάνονται οι κανόνες με τους οποίους η πολιτεία προστατεύει θεμελιώδεις αξίες και αντιλήψεις του εννόμου βίου, πολιτειακές, ηθικές, οικονομικές και κοινωνικές, η προσβολή των οποίων δεν είναι ανεκτή από την κρατούσα γενική περί δικαίου συνείδηση. Αλλά και οι λόγοι που ανάγονται στη δημόσια τάξη είναι παραδεκτοί το πρώτον στον Άρειο Πάγο, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που τους στηρίζουν προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας και αυτό προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του (ΑΠ 654/2007, ΑΠ827/2002).
 

Συνεπώς, ο ισχυρισμός που στηρίζει τον λόγο αναιρέσεως πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος προτάσεως ή επαναφοράς του στο εφετείο, ώστε να μπορεί να κριθεί από το αναιρετήριο αν αυτός ήταν νόμιμος και παραδεκτός, αφού μη νόμιμοι, αόριστοι και απαράδεκτοι ισχυρισμοί δεν είναι για τους λόγους αυτούς ουσιώδεις και δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1399/2017, ΑΠ 1401/2008, ΑΠ 1334/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο το αίτημα της ένδικης αγωγής της αναιρεσίβλητης για ανάκληση άλλως μεταρρύθμιση της υπ`αριθμ.9780/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ώστε να ρυθμισθεί το δικαίωμα επικοινωνίας του αναιρεσείοντος με το ανήλικο τέκνο του μέχρι τη συμπλήρωση του έκτου έτους της ηλικίας του, αντί μέχρι τη συμπλήρωση του τρίτου έτους της ηλικίας αυτού, που είχε ορισθεί με την ως άνω απόφαση. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι το απαράδεκτο αυτό το πρότεινε ο αναιρεσείων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθορίζοντας και τον νόμιμο τρόπο προτάσεώς του και ότι το επανέφερε νόμιμα στο Εφετείο, ώστε βάσει του αναιρετηρίου να μπορεί να κριθεί το παραδεκτό της προτάσεώς του, ενόψει και του ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν υπάγεται στις προβλεπόμενες από το άρθρο 562 αριθ.2 ΚΠολΔ εξαιρέσεις.
 

Οι διατάξεις του άρθρου 1520 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 13 του Ν. 4800/21.05.2021 και οι οποίες (διατάξεις), δυνάμει του άρθρου 18 του ίδιου Νόμου, εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος (16.09.2021), αμετάκλητη δικαστική απόφαση, όπως στην προκειμένη υπόθεση, ορίζουν τα εξής: " Ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της, κατά το δυνατό, ευρύτερης επικοινωνίας με αυτό, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο η φυσική παρουσία και επαφή του με το τέκνο, όσο και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλο γονέα σε τακτή χρονική βάση. Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου. Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίον δεν διαμένει το τέκνο, κριθεί ακατάλληλος να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας. Για τη διαπίστωση της ακαταλληλότητας του γονέα το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως την εκπόνηση εμπεριστατωμένης έκθεσης κοινωνικών λειτουργών ή ψυχιάτρων ή ψυχολόγων. Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τους ανώτερους ανιόντες και τους αδελφούς του, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τρίτους που έχουν αναπτύξει μαζί του κοινωνικοσυναισθηματική σχέση οικογενειακής φύσης, εφόσον με την επικοινωνία εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου. Τα σχετικά με την επικοινωνία ζητήματα καθορίζονται ειδικότερα είτε με έγγραφη συμφωνία των γονέων είτε από το δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται και η παρ. 4 του άρθρου 1511. Όταν συντρέχει περίπτωση κακής ή καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας, ο άλλος γονέας ή κάθε ένας από τους γονείς, αν πρόκειται για επικοινωνία με τρίτο, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τη μεταρρύθμιση της επικοινωνίας.". Με τις ανωτέρω διατάξεις καθιερώνεται ελάχιστο τεκμήριο χρόνου επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, που συμβάλλει στην ενίσχυση των μεταξύ τους δεσμών και σχέσεων, στην ομαλή ψυχική και πνευματική ανάπτυξη του τέκνου και στην ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του. Η ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας από το δικαστήριο γίνεται με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου. Τούτο αποτελεί αόριστη νομική έννοια και γενική ρήτρα, που εξειδικεύεται ανάλογα με τις συνθήκες κάθε περιπτώσεως. Για να κριθεί τι αποτελεί συμφέρον του ανηλίκου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα εκτιμηθούν τα περιστατικά που διαπιστώθηκαν βάσει αξιολογικών κριτηρίων που αντλεί το δικαστήριο από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας και σχετικά με το πρόσωπο του ανηλίκου, θα ληφθούν υπόψη και τα πορίσματα της εξελικτικής ψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής. Για τη διαπίστωσή του δε, θα ληφθούν υπόψη και θα αξιολογηθούν όλα τα επωφελή για το ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις, χωρίς να επιδρά στην απόφαση κανένας από τους διαφορετικούς παράγοντες που συνοδεύουν το πρόσωπο κάθε γονέα, η τυχόν υπαιτιότητα του γονέα στη διακοπή της συμβιώσεως, οι προκύπτουσες συντρέχουσες συνθήκες και περιστάσεις κάτω από τις οποίες θα ασκείται αυτή η προσωπική επικοινωνία. Το δικαστήριο, επίσης, με την απόφασή του μπορεί να επιβάλει, εφόσον είναι αναγκαίο για την προστασία του συμφέροντος του τέκνου, περιορισμούς στην άσκηση της επικοινωνίας, οι οποίοι μπορούν να αναφέρονται στον τόπο και τον χρόνο της επικοινωνίας, την παρουσία τρίτων προσώπων κατά τη διάρκειά της ή ακόμη να συνίστανται στη λήψη μέτρων που διαμορφώνουν την επικοινωνία με ιδιαίτερο τρόπο, λόγω ειδικών περιστάσεων (ΑΠ 1023/2020, ΑΠ1286/2018, ΑΠ 58/2017). Κατά δε το άρθρο 1536 ΑΚ, αν από τότε που εκδόθηκε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα μεταβλήθηκαν οι συνθήκες, το δικαστήριο οφείλει, ύστερα από αίτηση ενός ή και των δύο γονέων, των πλησιέστερων συγγενών του τέκνου ή του εισαγγελέα, να προσαρμόσει την απόφασή του στις νέες συνθήκες ανακαλώντας ή μεταρρυθμίζοντας αυτήν, σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου, και ιδίως να αποδώσει στους γονείς την άσκηση της γονικής μέριμνας που τους είχε αφαιρεθεί (ΑΠ1589/2011, ΑΠ1166/2010).
 

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 27/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 1186/2021).

 Με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1536 και 1520 ΑΚ, ρυθμίζοντας την επικοινωνία του αναιρεσείοντος με το ανήλικο τέκνο του, το πρώτον, για χρονικό διάστημα διπλάσιο από εκείνο της υπό μεταρρύθμιση αποφάσεως. Από την παραδεκτή, κατ`άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα : Οι διάδικοι από τον γάμο τους απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο που γεννήθηκε στις 2-1-2017. Η έγγαμη συμβίωση δεν εξελίχθηκε ομαλά και από τις 18-7-2017 διασπάστηκε με την αποχώρηση της ενάγουσας από την οικογενειακή στέγη, η οποία έκτοτε διαμένει στην πατρική της οικία μαζί με το ανήλικο τέκνο της.... Με την 9780/2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ανατέθηκε οριστικά η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου στην ενάγουσα και ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου με το ανήλικο μέχρι αυτό να συμπληρώσει το τρίτο έτος της ηλικίας του ως εξής.... Με την 4878/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών πιθανολογήθηκε ότι από τον Ιανουάριο του 2018 καθώς και μετά την έκδοση της υπ`αριθμ.9780/2018 αποφάσεως ο εναγόμενος κατά τις ημέρες και ώρες επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο του εμφανίζει προς αυτό πιεστική και εριστική συμπεριφορά με εξάρσεις βίας, απευθύνει προς αυτό μειωτικούς χαρακτηρισμούς και απαξιωτικές εκφράσεις σε βάρος της μητέρας του και των γονέων της, πετάει σκουπίδια, νερά, σαπουνάδες στο πάτωμα της οικίας της ενάγουσας όπου επικοινωνεί με το ανήλικο, χτυπάει τα πόδια του στο πάτωμα και τα χέρια του στο τραπέζι, προκαλεί κρότο με διάφορα παιχνίδια, προκαλεί τον ανήλικο να βγάζει τα μάτια από τα παιχνίδια.... Επίσης με την ίδια απόφαση πιθανολογήθηκε ότι ο εναγόμενος, ενώ από τον Δεκέμβριο του 2017 ονόμαζε το ανήλικο με το όνομα ........, το οποίο ο ίδιος είχε επιλέξει, ένα χρόνο αργότερα κατά τις ημέρες και ώρες επικοινωνίας του με το ανήλικο, αρχικά το προσφωνούσε με διπλή ονομασία .......... και στη συνέχεια μόνο με το όνομα ......., το οποίο με επιτακτικό τόνο ζητούσε να επαναλάβει το τέκνο, οπότε και το επιβράβευε, ενώ αντίθετα συνιστούσε επιτακτικά στο ανήλικο να μην αποκρίνεται στο όνομα ......... Ότι εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς του εναγομένου πιθανολογήθηκε ότι έχει δημιουργηθεί ανασφάλεια ως προς τις σχέσεις του ανηλίκου με τον πατέρα του, τα συναισθήματά του απέναντί του, φόβος και πανικός σε σχέση με τις αντιδράσεις του εναγομένου, με αποτέλεσμα να δυσανασχετεί έντονα να συναντήσει τον πατέρα του, αλλά και τα άτομα του οικογενειακού περιβάλλοντος αυτού, διακατεχόμενο το ανήλικο από έντονα συναισθήματα φόβου και υποταγής, παραμένοντας προσκολλημένο σε μεγάλο βαθμό στη μητέρα του, με την οποία έχει αναπτύξει ισχυρότατους δεσμούς, αφού δεν την έχει αποχωριστεί από τη γέννησή του... Κατά την κρίση αυτού του δικαστηρίου, αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος εκδήλωνε μέχρι τον Μάρτιο του 2020, οπότε διέκοψε κάθε επικοινωνία με τον ανήλικο, κατά τον χρόνο επικοινωνίας του με αυτόν την παρακάτω βλαπτική για τον ανήλικο συμπεριφορά, η οποία συνίστατο σε ύβρεις, υπονόμευση, έλλειψη σεβασμού, περιφρόνηση, σε απειλές και χρησιμοποίηση του ανήλικου για την μετάδοση εκφοβιστικών μηνυμάτων, σε έμμεση βία κατά πραγμάτων, σε απεύθυνση στο παιδί με διαφορετικό όνομα (........) από το όνομα που το ονομάζουν οι υπόλοιποι (........). Οι προσβλητικές της προσωπικότητας της ενάγουσας και της πατρικής της οικογένειας εκφράσεις και χαρακτηρισμοί, όπως φίδια, απατεώνες, ξεφτίλες, κακοί, ψεύτες, κλέφτες, χαζοί, τσιγκούνηδες, τσιγκουναριά, γέροι, μπάτσος, η κακιά γριά, ξεδιάντροπη, οι ψεύτες που πάνε εκκλησία, παλιόγρια, η γριά το τίποτα. Οι περιφρονητικοί χαρακτηρισμοί, όπως η χαζή μαμά που φοράει γυαλιά, η μαμά η θεούσα, οι προτροπές δεν ακούμε τη μαμά, μόνο τον μπαμπά, μη λες μαμά, μπαμπά να λες, οι χαζοί λένε μαμά , οι εκφοβισμοί και οι απειλές, όπως η μαμά σου λέει ψέματα, η μαμά σε πήρε από τον μπαμπά, η μαμά δεν σε αγαπάει, δεν ξέρω καμία μαμά, η κακιά γριά και ο μπάτσος που σε πήραν από το σπίτι του μπαμπά, η κακιά γριά και η μαμά που θέλουν να σε πάρουν από τον μπαμπά, η κακιά γριά, ο λύκος, ΟΞΩ, ΟΞΩ ΟΙ ΜΠΑΤΣΟΙ, αν πάω κάτω θα δεις τι θα γίνει, θα δεις τι θα πάθει η γριά , η έμμεσα βίαιη συμπεριφορά εκδηλούμενη με έντονα νευρικά γέλια, με προτροπές, όπως βαράμε, ρίχνουμε φάπα, σβήσε το καντήλι του μπάτσου, πυροβόλησε το πορτραίτο του μπάτσου, με χτυπήματα στο πάτωμα και στο τραπέζι, με καταστροφή του χώρου επικοινωνίας (σκουπίδια, χαρακές σε έπιπλα, πέταγμα νερών στο πάτωμα), η αλλαγή του ονόματος και η αμφισβήτηση της υπάρξεως του ανηλίκου με το όνομα αυτό με εκφράσεις, όπως ποιος είναι ο ......, δεν ξέρω εγώ κανέναν ......., ..... σε λένε, όταν σε ρωτάνε τα παιδιά πως σε λένε τι λες; ......... Γιατί λες ......., δεν έχω πει θα λες μόνο ......, μην μπερδεύεσαι, δεν υπάρχει ......., οι συγκρίσεις χρησιμοποιώντας το δίπολο καλός-κακός και η απαξίωση άλλων ανθρώπων προσδιοριζομένων από το επάγγελμά τους, όπως ο καλός παππούς, η καλή γιαγιά, η καλή θεία και στον αντίποδα η κακιά γριά, ο κακός μπάτσος, έξω οι μπάτσοι, ο μπαμπάς που είναι αφεντικό και έχει υπαλλήλους που κάνουν ότι τους διατάξει, η μαμά που είναι χαζή γιατί φοράει γυαλιά , η απόρριψη των ανθρώπων που είναι υπάλληλοι, γεωργοί, σερβιτόροι και τέλος η εκμάθηση όλων αυτών στον ανήλικο με τη μορφή επίμονων επαναλήψεων σε συνδυασμό με την επανειλημμένη και αναιτιολόγητη αφαίρεση των παιχνιδιών από το ανήλικο κατά την αποχώρηση του εναγομένου, μετά τη λήξη του χρόνου επικοινωνίας, συνιστούν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, βλαπτικές συμπεριφορές που αυταπόδεικτα δημιούργησαν στο νηπιακής ηλικίας παιδί ανασφάλεια ως προς τις σχέσεις και τα συναισθήματα προς τον πατέρα του, αλλά και αισθήματα φόβου, πανικού και υποταγής που σχετίζονται άμεσα με τις αντιδράσεις του εναγομένου, έχοντας δε όλα αυτά σαν αποτέλεσμα ο ανήλικος να δυσανασχετεί έντονα να συναντήσει τον πατέρα του, αλλά και τα άτομα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος αυτού, διακατεχόμενος από έντονα συναισθήματα φόβου και υποταγής, παραμένοντας προσκολλημένος, σε μεγάλο βαθμό στη μητέρα του, με την οποία έχει αναπτύξει ισχυρότατους δεσμούς. Μάλιστα ο ίδιος ο εναγόμενος δεν αρνείται ορισμένα περιστατικά, στα οποία αναφέρεται και περιγράφει, όπως σβήσιμο καντηλιού από τον ανήλικο με πιστόλι που εκτοξεύει νερό, πυροβολισμός από τον ανήλικο πορτραίτου με πιστόλι που εκτοξεύει φούσκες, ούτε αρνήθηκε ότι ονομάζει το παιδί μόνον αυτός με άλλο όνομα.... Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ανήλικος εκδήλωσε άρνηση να επικοινωνήσει με τον πατέρα του και τους γονείς αυτού, την οποία εκδήλωσε και ενώπιον των αστυνομικών οργάνων στις 23-5-2020, ο δε εναγόμενος, θεωρώντας ότι παραβιάστηκε από δόλο της ενάγουσας το δικαίωμα της επικοινωνίας των γονέων του, την επομένη (24-5-2020) ενέμεινε στη σύλληψη της ενάγουσας με την αυτόφωρη διαδικασία, με αλλεπάλληλες κλήσεις στην άμεση δράση και αναμένοντας τη σύλληψη αρκετές ώρες παραμένοντας έξω από την οικία που διαμένει το ανήλικο με την ενάγουσα. Παρόμοιο επεισόδιο δημιουργήθηκε στις 28-6-2020 όταν ο ανήλικος αρνήθηκε να επικοινωνήσει με τον πατέρα του, να τον ακολουθήσει και να απομακρυνθεί από τη μητέρα του και η αστυνομία μετά από κλήση του εναγομένου συνέλαβε την ενάγουσα για παραβίαση δικαστικής αποφάσεως στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας. Εκείνη την ημέρα ο ανήλικος, αντιλαμβανόμενος την ένταση και την απομάκρυνση της μητέρας του, εκδήλωσε έντονη ανησυχία. Την άρνηση του ανηλίκου να επικοινωνήσει με τον εναγόμενο, δηλ. να τον ακολουθήσει και να απομακρυνθεί από τη μητέρα του επιρρωνύει και το γεγονός ότι ο εναγόμενος στη συνέχεια συμφωνεί να επικοινωνεί με τον ανήλικο σε δημόσιους χώρους, παρουσία της ενάγουσας, σε χρόνους που θα ορίζονται από κοινού, στάση που δεν θα είχε λόγο να τηρήσει αν η μέχρι τότε επικοινωνία του με το ανήλικο ήταν ομαλή και αβίαστη... Περαιτέρω προς το συμφέρον του ανηλίκου είναι η δυνατότητα της προσωπικής επικοινωνίας του με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και η δημιουργία ισχυρών δεσμών υπό την προϋπόθεση ότι η επικοινωνία αυτή θα διεξάγεται με ομαλό τρόπο και θα συνεισφέρει στην υγιή ψυχοσωματική ανάπτυξη αυτού. Υπό τα δεδομένα της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να διασφαλισθεί η ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας του ...... σε περιβάλλον που δεν θα είναι χειριστικό και εντασιακό σε βάρος του. Μια τέτοια διασφάλιση του ανηλίκου από την επανάληψη των άνω περιγραφόμενων και εκδηλούμενων σε βάρος του συμπεριφορών πρέπει να διαρκεί μέχρι την ηλικία που ο ανήλικος θα μπορεί να εκδηλώνει και εκφράζει τα συναισθήματά του και αυτή η ηλικία κρίνεται ότι είναι το έκτο (6ο) έτος της ηλικίας του συμπληρωμένο. Πρέπει επομένως ο ανήλικος, ενόψει και του ισχυρού δεσμού με τη μητέρα του, να βρίσκεται καθημερινά σε επαφή με το περιβάλλον στο οποίο αισθάνεται ασφάλεια και προστασία, ενόψει των πιεστικών καταστάσεων στις οποίες έχει υποβληθεί, διότι η ηλικία του δεν βοηθά στον μεταβολισμό τέτοιων συμπεριφορών και καταστάσεων, οι οποίες υπάρχει κίνδυνος να επαναληφθούν. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι όλες οι προαναφερόμενες αποφάσεις ρύθμιζαν το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου με το ανήλικο στο σταθερό και ασφαλές περιβάλλον της μητέρας στο οποίο η επικοινωνία διεξαγόταν ή έστω στο οποίο επέστρεφε ο ανήλικος μετά από λίγες ώρες απομάκρυνσης. ...Πρέπει επομένως να διασφαλιστεί το δικαίωμα του ανηλίκου για την ελεύθερη και υγιή ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, στην οποία αρρήκτως περιλαμβάνεται η ομαλή επικοινωνία και η δημιουργία ισχυρών δεσμών με τον πατέρα του, σε ένα υγιές, ήπιο, συναισθηματικά ομαλό και ασφαλές περιβάλλον, με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται το δικαίωμα του ανηλίκου για ισορροπημένη ψυχολογική ανάπτυξη ως μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα . Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1536 και 1520 ΑΚ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με τον Ν 4800/2021, κατά την εξειδίκευση της, αποτελούσας στοιχείο εφαρμογής των διατάξεων αυτών, αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, σε σχέση με τη γενόμενη μεταρρύθμιση της αποφάσεως που είχε ρυθμίσει το δικαίωμα επικοινωνίας του αναιρεσείοντος με το ανήλικο τέκνο του μέχρι αυτό να συμπληρώσει το τρίτο έτος της ηλικίας του. Τούτο δε διότι οι προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου πληρούσαν το πραγματικό των εν λόγω διατάξεων και δικαιολογούσαν την εφαρμογή τους και την απόκλιση για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, αφορώντες το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, και από την κατ` αρχήν προβλεπόμενη ρύθμιση του νέου άρθρου 1520 εδ. γ ΑΚ. Ειδικότερα, το Εφετείο, με βάση τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σε βάρος του ανηλίκου συμπεριφορές του αναιρεσείοντος πατέρα του, που έλαβαν χώρα μετά τη δημοσίευση της υπ`αριθμό 9780/2018 αποφάσεως του ΜΠΑθ, με την οποία είχε ρυθμισθεί το δικαίωμα επικοινωνίας του αναιρεσείοντος με το ανήλικο μέχρι αυτό να συμπληρώσει το τρίτο έτος της ηλικίας του, έκρινε ότι το καλώς εννοούμενο συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να γίνεται η επικοινωνία του με τον πατέρα του κατά τον ορισθέντα τρόπο, ώστε να μην διαταραχθεί η καθημερινότητά του και να διασφαλισθεί η ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανηλίκου, σε περιβάλλον που δεν θα είναι χειριστικό και εντασιακό σε βάρος του, η διασφάλισή του δε από την επανάληψη των προαναφερόμενων και εκδηλούμενων σε βάρος του συμπεριφορών πρέπει να διαρκέσει μέχρι την ηλικία που ο ανήλικος θα μπορεί να εκδηλώνει και εκφράζει τα συναισθήματά του και αυτή η ηλικία έκρινε ότι είναι το έκτο έτος της ηλικίας του συμπληρωμένο. Επομένως, ο δεύτερος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.

 Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. α` του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο το αποδεικτικό αυτό μέσο, που παρανόμως λήφθηκε υπόψη και ο λόγος για τον οποίο δεν έπρεπε να ληφθεί, ο ισχυρισμός προς απόδειξη του οποίου έχει ληφθεί υπόψη το αποδεικτικό μέσο που δεν επιτρέπει ο νόμος, να προβάλλεται δε ισχυρισμός ότι το απαράδεκτο αυτό προτάθηκε από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ εξαιρετικές περιπτώσεις (ΑΠ 873/2019, ΑΠ 374/2019, ΑΠ 1017/2018, ΑΠ 809/2017).

 Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τις υπ`αριθ. ........ και ...../8-11-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ....... και ......., αστυνομικών της προσωπικής φρουράς του πατέρα της αναιρεσίβλητης, οι οποίοι βρίσκονταν παράνομα στο χώρο, όπου γινόταν η επικοινωνία του αναιρεσείοντος με το ανήλικο τέκνο του. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος, διότι, ενώ ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το μη επιτρεπτό των ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, από την επισκόπηση των προτάσεών του στο Εφετείο προκύπτει ότι δεν προτάθηκε τέτοιος ισχυρισμός, αφού αμφισβήτησε την αξιοπιστία των μαρτυρικών καταθέσεων που περιέχονται σε άλλες ένορκες βεβαιώσεις και δη στις υπ`αριθ. ........ και ......./29-8- 2019.

 Κατ`ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται ελλείψει σχετικού αιτήματος της αναιρεσίβλητης. Τέλος δεν γίνεται λόγος περί του κατ`άρθρο 495 αριθ.3 ΚΠολΔ παραβόλου, διότι πρόκειται για οικογενειακή διαφορά του άρθρου 592 αριθ.3 ΚΠολΔ και ο αναιρεσείων απαλλάσσεται από την καταβολή του.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Απορρίπτει την από 18-8-2021 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθ. 3442/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

 ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2022.

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Ιανουαρίου 2023.

 H ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                                                                                                  Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



 Α.Σ.-Ρ.Κ.
 
 


Must red-read

Επικοινωνία γονέα-τέκνου, υπό τα "μάτια" του Υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη

    3442/2021 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ (ΜΟΝ) (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Μεταρρύθμιση απόφασης με αίτημα τον περιορισμό του χρόνου της επικοινωνίας του πατέρα με...