Ντύθηκα μαύρα μεσάνυχτα
στο φως του νυχτολούλουδου
με λίγα σάπια όνειρα
Έβαλα πανοπλία τα συναισθήματα
Για πανωφόρι, λίγη δόση αδιαφορίας
Στο περιβόλι της ψυχής
ζούσαν ούτως ή άλλως
παγωμένα τα έσω βρέχει
Περπάτησα υπό την βοή της βροχής
Να σχίζει την σάρκα
Ανατρίχιασα σαν έγιναν σταλακτίτες
τα αισθήματα, μείον αγάπης αρνητικά
Έμπηξα τα νύχια στο μετέωρο σώμα
Είχα γίνει φονιάς από κούνια
Ο Θάνατος αγαπήθηκε από τη Ζωή
Σε θυσίες πέριξ του μεταθανάτιου ρόγχου