Με τα μεγάλα σου μάτια
μέθυσες και τα κλάματα
χαρμόλυπα έπνιγαν
τη μοναξιά μου
Σου έδωσα ένα τριαντάφυλλο
το πέταξες κάτω και το πάτησες
δεν ήσουν εσύ για ρομάντζα
Σαν η φώνη σου μου υπενθύμισε
το συνώνυμο του αισθησιασμού
άλλο τόσο το βλέμμα σου
υπηρέτης τυφλής συνουσίας
φως εκ φωτός
ψευδεπίγραφο για νοήμονες έρωτες
ανόητους, σαν το προστάζεις
και στάζεις, στάζεις, στάζεις...
μη μου τάζεις το ακατόρθωτο
σε ήθελα σκοτεινή, σε αδιόρατα βράδια
μη μου λες μη, και η ζωή μου άδεια
έτσι κατά κίνησιν η ηδονή σου
να πληρώνει κανείς για το φιλί σου
πόσο άλλο ν'αντέξω τον σαδισμό
πόσο να πληγώσω τον ανδρισμό
γιατί να μην είσαι η φωτεινή εξαίρεσή μου
γιατί τα μάτια σου να μην με κλείνουν μέσα τους
Γιατί να αιχμαλωτίζομαι απ'την αδιαφορία σου
σε τείχη χωρίς αύριο, χωρίς κλάματα
χωρίς, χωρίς, χωρίς...