Και η ώρα θαρρώ πήγε δώδεκα
και οι χτύποι αφηνιασμένοι
καμία απάντηση στο ερώτημα
εάν η επόμενη ημέρα αρχίζει με σένα
κάθε βράδυ έσκιζα την καρδιά μου
έβαζα μέσα λίγο από το δικό σου χρώμα
μα το πρωί ξεθώριαζε στα μάτια μου
και περνούσαν οι ώρες, ραντεβού την ίδια ώρα
στην ίδια ιεροτελεστία, με την ίδια ελπίδα
πως την επόμενη ημέρα
θα συναντήσω τα μάτια σου
η εγκατάλειψή σου μου έδινε
αναπάντεχο οίστρο
σε αυτήν την κούρσα του θανάτου σου
να σε σκοτώσω, και ας ζήσω
χωρίς άλογο, ο πιστός αναβάτης σου
χωρίς τύψεις, μηδέ με παράπονο
με αυτό το βλέμμα σου το άπονο
στοιχειώνεις τα βράδια μου
αμετανόητος στόχος η επανεμφάνισή σου