Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πειθαρχική ευθύνη δικηγόρων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πειθαρχική ευθύνη δικηγόρων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Πειθαρχική ευθύνη Δικηγόρων

207/2024 ΣΤΕ
 

(Α`  ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ,  ΝΟΒ 2024/1040)


Δικηγόροι. Πότε ο εισηγητής της πειθαρχικής υπόθεσης συντάσσει κατηγορητήριο. Ο πειθαρχικώς διωκόμενος καλείται ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, εφόσον προηγουμένως του έχει κοινοποιηθεί το κατηγορητήριο. Απευθείας κλήση αυτού το πρώτον ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου συνιστά πλημμέλεια της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης, η οποία πρέπει να εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό όργανο, ενώ δύναται να προβληθεί παραδεκτώς το πρώτον με την αίτηση ακυρώσεως. Αντίθετη μειοψηφία. Ο υποβαλών αναφορά κατά δικηγόρου στερείται εννόμου συμφέροντος για την άσκηση παρέμβασης υπέρ του κύρους της πειθαρχικής απόφασης. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.

Σχόλιο του Γεράσιμου Σ. Γκασούκα, ΝΟΒ 2024, 1045.
 
 

Αριθμός 207/2024

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Σεπτεμβρίου 2022, με την εξής σύνθεση: Γεώργιος Τσιμέκας, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Βασίλειος Ανδρουλάκης, Σταυρούλα Κτιστάκη, Σύμβουλοι, Τρισεύγενη Βαρουφάκη, Ευάγγελος Αργυρός, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κωνσταντίνα Γκιώκα, Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 4 Μαρτίου 2020 αίτηση:

του ………., κατοίκου………………. Αττικής (…………….), ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. …….) και διόρισε με πληρεξούσιο τον δικηγόρο Σπυρίδωνα Βλαχόπουλο (Α.Μ. 17001),

κατά του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος παρέστη με την Παρασκευή Μίληση, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

και κατά των παρεμβαινόντων: 1. Δικηγορικού Συλλόγου ……, που εδρεύει στην ….. (……………), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Βασιλική Ζυγούρη (Α.Μ. 20025), που τη διόρισε με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του και 2. ……….., κατοίκου ……… Αττικής (……………..), ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. ……).

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. …./2019 απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Τρισεύγενης Βαρουφάκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αιτούντα ως δικηγόρο και τον πληρεξούσιό του, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, την πληρεξούσια του παρεμβαίνοντος Συλλόγου, τον παρεμβαίνοντα ως δικηγόρο και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (…………/4.3.2020 ηλεκτρονικό παράβολο), ζητείται η ακύρωση της …………./30.10.2019 απόφασης του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, με την οποία επιβλήθηκε στον αιτούντα δικηγόρο η ποινή της προσωρινής παύσης ενός μηνός, μετά από αναφορά του …………..

2. Επειδή, ο Δικηγορικός Σύλλογος ….. παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης (ΣτΕ 941/ 2021, πρβλ. ΣτΕ 2029/2021, 2183/2019).

3. Επειδή, το γεγονός της υποβολής αναφοράς κατά δικηγόρου από οποιονδήποτε τρίτο, η οποία οδηγεί στην πειθαρχική δίωξη του δικηγόρου, δεν καθιστά τον τρίτο που υπέβαλε την αναφορά δημόσιο κατήγορο του δικηγόρου ούτε παράγοντα της περαιτέρω πειθαρχικής διαδικασίας. Κατόπιν τούτου, αλλά και της φύσης και του χαρακτήρα της πειθαρχικής διαδικασίας, ο υποβαλών τη σχετική αναφορά κατά δικηγόρου στερείται εννόμου συμφέροντος για την άσκηση παρέμβασης υπέρ του κύρους απόφασης του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, με την οποία επιβλήθηκε στον δικηγόρο ορισμένη πειθαρχική ποινή. Συνεπώς, με την ως άνω αναφορά του, ο …………… δεν κατέστη παράγοντας της πειθαρχικής διαδικασίας και, ως εκ τούτου, η παρέμβαση αυτού ασκείται χωρίς έννομο συμφέρον, πρέπει δε, για τον λόγο αυτόν, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου προβαλλόμενων ισχυρισμών αυτού (πρβλ. ΣτΕ 193/2020, 1704/2013, 2618/2012).

4. Επειδή, το γεγονός ότι η επιβληθείσα στον αιτούντα επίδικη πειθαρχική κύρωση έχει ήδη εκτελεσθεί δεν επηρεάζει το έννομο συμφέρον του για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, δεδομένου ότι διατηρείται η ηθική του μείωση από την επιβολή αυτής (βλ. ΣτΕ 2029/ 2021, 2069, 1444/2020 κ.ά.).

5. Επειδή, στο άρθρο 152 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, οριζόταν ότι «Προκαταρκτική πειθαρχική εξέταση 1. Ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου ευθύς ως λάβει αναφορά με την οποία καταγγέλλονται πειθαρχικά επιλήψιμες πράξεις δικηγόρου ή λάβει με οποιονδήποτε τρόπο γνώση από ανακοίνωση δικαστικής ή εν γένει δημόσιας αρχής σχετικά με την τέλεση τέτοιων πράξεων, παραγγέλλει τη διενέργεια προκαταρκτικής πειθαρχικής εξέτασης, αναθέτοντάς την σε μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου [...] 2. Η προκαταρκτική εξέταση είναι συνοπτική και κατά το δυνατόν σύντομη και σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται να διαρκέσει πέραν των τριάντα (30) ημερών. Περατώνεται είτε με γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις του προσώπου κατά του οποίου στρέφεται είτε με πράξη με την οποία τίθεται η υπόθεση στο αρχείο. 3. Το μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση μπορεί να εξετάζει μάρτυρες και να αναζητά κάθε άλλο πρόσφορο νόμιμο αποδεικτικό μέσο. Κατά τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης φροντίζει έτσι ώστε να μην προσβάλλεται δυσανάλογα η τιμή και η υπόληψη του δικηγόρου, του οποίου η συμπεριφορά ερευνάται. 4. [...]». Περαιτέρω, στα άρθρα 153 και 154 του ως άνω Κώδικα, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, οριζόταν ότι «Άσκηση πειθαρχικής δίωξης 1. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται ενώπιον του αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου από τον Πρόεδρο του οικείου δικηγορικού συλλόγου μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης και εφόσον προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος. 2. Το έγγραφο της πειθαρχικής δίωξης μαζί με το πόρισμα της προκαταρκτικής εξέτασης και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου αποστέλλονται αμέσως στον Πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου. Σε περίπτωση ύπαρξης περισσοτέρων τμημάτων στο πειθαρχικό συμβούλιο της έδρας του πολιτικού εφετείου, ο σχετικός φάκελος διαβιβάζεται στον Πρόεδρο του τμήματος που έχει τα περισσότερα χρόνια ενεργούς δικηγορίας. Ο τελευταίος διενεργεί κλήρωση ενώπιον των Προέδρων όλων των τμημάτων της ίδιας εφετειακής περιφέρειας για το ποιο τμήμα θα χρεωθεί την υπόθεση μεταξύ όλων των τμημάτων που έχουν συγκροτηθεί στην έδρα του πολιτικού εφετείου» (άρθρο 153)· «Διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων 1. Ο Πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου ή του τμήματος του πειθαρχικού συμβουλίου που έχει τελικά χρεωθεί την υπόθεση ορίζει εισηγητή της υπόθεσης. 2. Ο εισηγητής έχει όλες τις αρμοδιότητες και εξουσίες κάθε γενικού προανακριτικού υπαλλήλου. Εξετάζει τους μάρτυρες, συλλέγει το λοιπό αποδεικτικό υλικό, συντάσσει το κατηγορητήριο και καλεί τον πειθαρχικά διωκόμενο να λάβει γνώση του κατηγορητηρίου και της δικογραφίας και να απολογηθεί προφορικά ή γραπτά μέσα σε εύλογο χρόνο. Σε περίπτωση που ο διωκόμενος υποβάλει γραπτό απολογητικό υπόμνημα ο εισηγητής δύναται να διατυπώσει οποιανδήποτε κατά την κρίση του διευκρινιστική ή άλλη ερώτηση. 3. [...] 4. Αν ο εισηγητής μετά τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που να στηρίζουν πειθαρχική κατηγορία, παραδίδει το φάκελο στον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου με την πρόταση να μην γίνει κατηγορία και να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο. Ο πρόεδρος εισάγει την υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει, αν θα γίνει ή όχι η κατηγορία ή αν πρέπει να γίνει συμπληρωματική ανάκριση από τον εισηγητή. Αν το πειθαρχικό συμβούλιο δεχθεί ότι πρέπει να γίνει κατηγορία, συντάσσεται από τον εισηγητή κατηγορητήριο και εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους. 5. Μετά την ολοκλήρωση του έργου του εισηγητή, ολόκληρος ο φάκελος διαβιβάζεται στον Πρόεδρο του αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου για τον ορισμό της δικασίμου, μαζί με τον κατάλογο των μαρτύρων που πρέπει να κληθούν και το αποδεικτικό επίδοσης της πράξης αυτής στον πειθαρχικά διωκόμενο δικηγόρο. 6. Ο εισηγητής της υπόθεσης δύναται να συμμετάσχει στη συνεδρίαση του συμβουλίου. 7. [...]» (άρθρο 154). Τέλος, στο άρθρο 156 του Κώδικα Δικηγόρων ορίζεται ότι «1. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας και της απολογίας του πειθαρχικά διωκόμενου ακολουθεί η διάσκεψη των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου για τη λήψη οριστικής απόφασης [...]» και στο άρθρο 157 ότι «1.«Ο δικηγόρος στον οποίο επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, πλην της σύστασης ή της επίπληξης, έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση σε προθεσμία ενός μηνός από την επίδοση της απόφασης [όπως το εδάφιο αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 7 παρ. 12 του ν. 4205/2013, Α? 242] [...] 2. Μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεση της έφεσης, με επιμέλεια και ευθύνη του προέδρου του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου που εξέδωσε την απόφαση, ο φάκελος παραδίδεται στον πρόεδρο του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου. 3. Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζει ημέρα για την εκδίκαση της έφεσης και καλεί με κλήση που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή, στον εκκαλούντα δικηγόρο δέκα (10) ημέρες πριν από την ημέρα της συζήτησης. Ο εγκαλούμενος μπορεί αυτοπρόσωπα ή με πληρεξούσιο δικηγόρο να αναπτύξει έγγραφα ή προφορικά τις απόψεις του. 4. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να διατάξει τη συμπλήρωση της ανάκρισης, οφείλει όμως να εκδώσει την απόφασή του σε προθεσμία το πολύ δύο (2) μηνών από την ημέρα της κατάθεσης της έφεσης […]».

6. Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 154 του Κώδικα Δικηγόρων συνάγεται ότι ο εισηγητής της πειθαρχικής υπόθεσης συντάσσει κατηγορητήριο μετά από απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου μόνο στην περίπτωση κατά την οποία, ενώ ο ίδιος, μετά τη διερεύνηση της υπόθεσης, κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που να στηρίζουν την κατηγορία, το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίσει διαφορετικά, οπότε ο εισηγητής οφείλει να συντάξει κατηγορητήριο. Εξάλλου, ο πειθαρχικώς διωκόμενος τότε μόνον καλείται ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, εφόσον προηγουμένως του έχει κοινοποιηθεί το κατηγορητήριο που έχει συνταχθεί από τον εισηγητή με βάση τη διενεργηθείσα από τον ίδιο ανακριτική προδικασία και το οποίο περιλαμβάνει εκκαθαρισμένο το διωκόμενο παράπτωμα, ο δε διωκόμενος έχει απολογηθεί επ’ αυτού, αφού έχει λάβει γνώση του συνόλου της πειθαρχικής δικογραφίας. Επομένως, κλήση του πειθαρχικώς διωκόμενου το πρώτον ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, κατά παράλειψη των σταδίων της πειθαρχικής διαδικασίας που προηγούνται της εισαγωγής της υπόθεσης ενώπιόν του (διερεύνηση της υπόθεσης από τον εισηγητή, σύνταξη του κατηγορητηρίου και απολογία), συνιστά πλημμέλεια της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης, η οποία δεν μπορεί να καλυφθεί με τη διεξαγωγή αποδείξεων ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και τη μετά ταύτα σύνταξη κατηγορητηρίου από τον εισηγητή και μάλιστα μετά από σχετική απόφαση του εν λόγω Συμβουλίου, διότι κάτι τέτοιο θα συνιστούσε υπέρβαση της εξουσίας αυτού του τελευταίου (πρβλ. ΣτΕ 4055/2013, 4043/2008). Περαιτέρω, η πλημμέλεια αυτή δεν συνιστά απλή διαδικαστική πλημμέλεια του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου (όπως κακή σύνθεση αυτού), η οποία καλύπτεται με την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, στην οποία ενσωματώνεται η πρωτοβάθμια απόφαση (βλ. ΣτΕ 999/2020, 51/2019, 325/2018, 2037/2011 επτ.), αλλά, όπως και η αναρμοδιότητα του εκδόντος την πρωτοβάθμια πειθαρχική απόφαση οργάνου ή η μη νόμιμη συγκρότηση αυτού, είναι ριζική· λόγω, δε, της ιδιαίτερης σοβαρότητάς της, πρέπει να εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό όργανο. Για τον λόγο, άλλωστε, αυτόν η ως άνω πλημμέλεια δύναται να προβληθεί παραδεκτώς το πρώτον με την αίτηση ακυρώσεως που στρέφεται κατά της δευτεροβάθμιας πειθαρχικής απόφασης του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (πρβλ. ΣτΕ 2029/2021, 2816/2019, 364/2017, 2508/2016, 4859, 4062, 1087/2014, 4708, 4055/2013, 3733/2011, 1622/2011 επτ.). Μειοψήφησε ο Πάρεδρος Ευάγγελος Αργυρός, ο οποίος υποστήριξε ότι μετά την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης κατά δικηγόρου από τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου η πειθαρχική υπόθεση μεταφέρεται στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο του συλλόγου αυτού, το οποίο έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα για τη σύνταξη κατηγορητηρίου, στην περίπτωση που ο εισηγητής της υπόθεσης προτείνει να μη γίνει κατηγορία και να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο. Περαιτέρω, η κλήση του πειθαρχικώς διωκόμενου απευθείας ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου και η διενέργεια από το συμβούλιο αυτό ανακριτικών πράξεων, προκειμένου να διαπιστωθεί αν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις που να στηρίζουν πειθαρχική κατηγορία, δεν καθιστά την πειθαρχική διαδικασία πλημμελή, εφόσον ακολουθήσει η σύνταξη κατηγορητηρίου από το αρμόδιο όργανο, ήτοι από τον εισηγητή της υπόθεσης και κληθεί ο πειθαρχικά διωκόμενος να λάβει γνώση του κατηγορητηρίου και της πειθαρχικής δικογραφίας, δεδομένου, εξάλλου ότι, πάντως, η σύνταξη κατηγορητηρίου μετά από απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου παρέχει στην πειθαρχική διαδικασία μείζονες εγγυήσεις.

7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο …………. υπέβαλε ενώπιον του Δικηγορικού Συλλόγου …… την ΒΔ …../15.12.2016 αναφορά κατά του αιτούντος. Σύμφωνα με την εν λόγω αναφορά, ο αιτών είχε διατελέσει συνεργάτης του ……………. και παρείχε τις υπηρεσίες του, μεταξύ άλλων, και στις υποθέσεις του ………….., ο οποίος ήταν εντολέας του ……………….. Το καλοκαίρι του 2015 παρουσιάστηκαν προβλήματα στη συνεργασία του ………….. με τον ………, για τον λόγο δε αυτόν, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους συνήφθη μεταξύ τους συμφωνία, η οποία αποτυπώθηκε σε e-mail του …………… προς τον ……………., κατά την οποία ο τελευταίος θα συνέχιζε να χειρίζεται μέρος των υποθέσεων του ……….., στην οφειλόμενη δε αμοιβή που εξακολουθούσε να οφείλει ο …….. στον …….., θα υπολογιζόταν και η αξία ενός αυτοκινήτου, του οποίου την κυριότητα θα μεταβίβαζε ο ………….. στον ……. Εξάλλου, περί τα τέλη Οκτωβρίου 2015, ο αιτών ζήτησε από τον ………… να του καταβληθεί τμήμα της αμοιβής που ο τελευταίος είχε λάβει ή επρόκειτο να λάβει από τον ………….., συνυπολογίζοντας σε αυτήν την αξία του ανωτέρω αυτοκινήτου. Ο ………… αρνήθηκε και τερμάτισε τη συνεργασία του με τον αιτούντα, οπότε ο τελευταίος έστειλε στον …………….. την από 1.11.2015 επιστολή, στην οποία επαναλάμβανε τις ανωτέρω αξιώσεις του, κάνοντας χρήση του περιεχομένου του ως άνω προσωπικού e-mail του ………………. προς τον …………….. Μετά την κατά τα ανωτέρω λήξη της συνεργασίας του με τον ……….., ο αιτών προσέφερε τις υπηρεσίες του στον ……………., αναλαμβάνοντας τον χειρισμό των υποθέσεών του (προσωπικών και υποθέσεων των εταιρειών του Ομίλου του). Μεταξύ των υποθέσεων που ανέλαβε, ήταν και η αντιδικία που είχε προκύψει μεταξύ του ……………. και του ………………. σχετικά με την κυριότητα και κατοχή του ανωτέρω αυτοκινήτου. Ειδικότερα, ο αιτών συνέταξε και υπέγραψε, ως πληρεξούσιος δικηγόρος εταιρείας του Ομίλου ……………., αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά του ……………… σχετικά με τη νομή και κατοχή του ως άνω αυτοκινήτου. Υποστήριξε δε, κατά τη συζήτηση της εν λόγω αιτήσεως ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών και παρά το ότι γνώριζε τη συμφωνία του ………… με τον ……… αναφορικά με την υποχρέωση του τελευταίου να μεταβιβάσει την κυριότητα του αυτοκινήτου στον ……….., ότι η παραχώρηση του εν λόγω αυτοκινήτου είχε γίνει προς τον …………… μόνον υπό τον όρο της συνέχισης της συνεργασίας του με τον ………….. και ότι, επομένως, μετά τη λήξη της εν λόγω συνεργασίας, ο ………………. όφειλε να το επιστρέψει. Κατόπιν της ανωτέρω αναφοράς του ………………., ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου …, με την από 27.12.2016 πράξη του, παρήγγειλε, σύμφωνα με το άρθρο 152 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων, τη διενέργεια προκαταρκτικής πειθαρχικής εξέτασης. Στο πλαίσιο της εν λόγω εξέτασης, ο αιτών υπέβαλε το από 23.3.2017 υπόμνημα προς αντίκρουση της ανωτέρω αναφοράς. Ακολούθως, με το από 15.5.2017 πόρισμα που συντάχθηκε επί της προκαταρκτικής εξέτασης, κρίθηκε ότι η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, προκειμένου να διερευνηθεί περαιτέρω. Κατόπιν αυτού, ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου ……, με την από 15.5.2017 πράξη του, κατ’ επίκληση της ανωτέρω (ΒΔ …../2016) αναφοράς του ……………., άσκησε πειθαρχική δίωξη κατά του αιτούντος, «διότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις τελέσεως πειθαρχικού παραπτώματος». Ο Πρόεδρος του ..... Τμήματος του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου ……….., στο οποίο χρεώθηκε η υπόθεση, όρισε εισηγητή της υπόθεσης τον………….. Στη συνέχεια, ο αιτών κλήθηκε να παραστεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, κατά τη συνεδρίαση της 14.12.2017, προκειμένου «να δώσει προφορικές εξηγήσεις σχετικά με την αίτηση του …………….». Κατά την εν λόγω συνεδρίαση, η υπόθεση, η οποία εισήχθη «προς συζήτηση και έκδοση απόφασης», αναβλήθηκε για τις 25.1.2018, λόγω κωλύματος του εισηγητή αυτής. Κατά τη συνεδρίαση της 25.1.2018, η υπόθεση αναβλήθηκε εκ νέου για τις 19.4.2018, προκειμένου να εξετασθεί το αίτημα του αιτούντος για συνεκδίκαση της υπόθεσης αυτής με άλλη συναφή, η οποία στηρίχθηκε σε αναφορά του κατά του ………………... Ακολούθως, ο αιτών κλήθηκε εκ νέου να παραστεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, κατά τη συνεδρίαση της 19.3.2018 (αντί της αρχικώς ορισθείσας 19.4.2018), για «να δώσει προφορικές εξηγήσεις» στην επίδικη υπόθεση. Εν τω μεταξύ, πριν τη νεότερη αυτή συνεδρίαση της 19.3.2018, ο κατά τα ανωτέρω ορισθείς εισηγητής της υπόθεσης αντικαταστάθηκε από τον …………….. Στη συνεδρίαση της 19.3.2018, αφού απορρίφθηκε το κατά τα ανωτέρω υποβληθέν αίτημα συνεκδίκασης και αφού ελήφθησαν οι καταθέσεις του αιτούντος, του εγκαλούντος, ……………., και ενός προταθέντος από τον αιτούντα μάρτυρα, το Πειθαρχικό Συμβούλιο χορήγησε προθεσμία στους διαδίκους, προκειμένου να προσκομίσουν τα επικληθέντα από αυτούς σχετικά έγγραφα. Μετά την υποβολή των εν λόγω εγγράφων, κατά τη συνεδρίαση της 14.5.2018, το Πειθαρχικό Συμβούλιο «αποφάσισε μετ’ εκτίμηση των δοθεισών καταθέσεων και των προσκομισθέντων εγγράφων στοιχείων, ότι πρέπει να συνταχθεί κατηγορητήριο σε βάρος του εγκαλουμένου». Ακολούθως, μετά τη χρέωση της επίδικης υπόθεσης στο ..ο Τμήμα του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου …., το οποίο συγκροτήθηκε μετά την από 30.3.2018 (και τη συμπληρωματική αυτής από 23.4.2018) κλήρωση τακτικών και αναπληρωματικών μελών των Τμημάτων του εν λόγω Πειθαρχικού Συμβουλίου, εισηγητής της επίδικης υπόθεσης ορίσθηκε ο …………….., ο οποίος συνέταξε το από 13.11.2018 κατηγορητήριο. Σύμφωνα με το εν λόγω κατηγορητήριο ο αιτών, με τη συμπεριφορά του, έδωσε αφορμή για σχόλια σε βάρος του Δικηγορικού Σώματος, υποπίπτοντας σε μια σειρά παραπτωμάτων, κλήθηκε δε, μετά ταύτα, να λάβει γνώση του κατηγορητηρίου καθώς και της πειθαρχικής δικογραφίας, προκειμένου να υποβάλει γραπτή απολογία. Επί του ως άνω κατηγορητηρίου, ο αιτών υπέβαλε την από 3.12.2018 απολογία του. Εν συνεχεία, με την …………/15.1.2019 απόφαση του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, αφού ελήφθη υπόψη ότι «ολοκληρώθηκε η προδικασία», κρίθηκε ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας, το σύνολο των αναφορών και εγγράφων, τα υποβληθέντα κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας υπομνήματα του εγκαλούντος και του αιτούντος, την από 3.12.2018 απολογία του τελευταίου καθώς και «την ενώπιον του Συμβουλίου ακροαματική διαδικασία», ο αιτών, με τη συμπεριφορά του, έδωσε αφορμή για σχόλια σε βάρος του Δικηγορικού Σώματος, υπέπεσε δε στα παραπτώματα των διατάξεων των άρθρων 5 περ. β΄, γ΄ και δ΄, 41 περ. α΄, 140 παρ. 1 και 2 περ. γ΄ του Κώδικα Δικηγόρων και 20, 21, 27 περ. β΄, 37 περ. ζ΄ και 39 παρ. 1 του Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος. Επιβλήθηκε δε, για τον λόγο αυτόν, στον αιτούντα η ποινή της προσωρινής παύσης τριών μηνών. Έφεση του αιτούντος κατά της ανωτέρω πρωτοβάθμιας απόφασης, έγινε εν μέρει δεκτή με την ήδη προσβαλλόμενη …………/30.10.2019 απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, το οποίο επέβαλε στον αιτούντα την ποινή της προσωρινής παύσης ενός μηνός.

8. Επειδή, με το κατατεθέν στις 23.4.2021 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ο αιτών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων πρέπει να ακυρωθεί, διότι η από 15.5.2017 πράξη του Προέδρου του Δ.Σ......., με την οποία ασκήθηκε η επίδικη πειθαρχική δίωξη, δεν αναφέρει τα σχετικά πειθαρχικά παραπτώματα. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, διότι από την κρίσιμη αναφορά του εγκαλούντος, …………….., μνεία της οποίας γίνεται στην ως άνω από 15.5.2017 πράξη, προκύπτουν κατά τόπο και χρόνο τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του επίδικου πειθαρχικού παραπτώματος, ο δε αιτών είχε αποδεδειγμένα λάβει πλήρη γνώση αυτών των περιστατικών, όπως προκύπτει από την υποβολή του από 23.3.2017 υπομνήματός του στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης.

9. Επειδή, με έτερο πρόσθετο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος περιλαμβάνεται στο ως άνω από 23.4.2021 δικόγραφο, ο αιτών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί, διότι, κατά παράβαση της περιγραφόμενης στο άρθρο 154 του Κώδικα Δικηγόρων διαδικασίας, μετά τον ορισμό του εισηγητή της πειθαρχικής υπόθεσης, κλήθηκε απευθείας ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, κατά την ακροαματική διαδικασία αυτού της 19.3.2018, κατά την οποία εξετάσθηκαν και μάρτυρες, χωρίς προηγουμένως να έχει συνταχθεί κατηγορητήριο, χωρίς να έχει λάβει γνώση των στοιχείων του φακέλου και χωρίς να έχει απολογηθεί· το δε Πειθαρχικό Συμβούλιο αναρμοδίως αποφάσισε να συνταχθεί κατηγορητήριο μετά την κατά τα ανωτέρω ακροαματική διαδικασία, επί του οποίου ο αιτών κλήθηκε για πρώτη φορά να απολογηθεί, αφού λάβει γνώση των στοιχείων της πειθαρχικής δικογραφίας.

10. Επειδή, κατά τα ήδη εκτεθέντα, μετά την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά του αιτούντος και τον ορισμό εισηγητή της πειθαρχικής υπόθεσης, η τελευταία εισήχθη απευθείας ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου «προς συζήτηση και έκδοση απόφασης». Μετά, δε, τη διεξαχθείσα ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου αποδεικτική διαδικασία (μαρτυρικές καταθέσεις, υποβολή εγγράφων εκ μέρους του εγκαλούντος και του εγκαλουμένου-αιτούντος), το εν λόγω Συμβούλιο αποφάσισε ότι έπρεπε να συνταχθεί κατηγορητήριο σε βάρος του αιτούντος. Περαιτέρω, μετά τη σύνταξη του κατηγορητηρίου από τον εισηγητή της υπόθεσης και την απολογία του αιτούντος, το ίδιο ως άνω Πειθαρχικό Συμβούλιο, αφού θεώρησε ότι «ολοκληρώθηκε η προδικασία», έκρινε ότι ο αιτών υπέπεσε στο αποδιδόμενο σε αυτόν πειθαρχικό παράπτωμα και του επέβαλε την ποινή της προσωρινής παύσης τριών μηνών. Με τον τρόπο, όμως, αυτόν, παραλείφθηκαν, εν προκειμένω, τα κατά νόμον προβλεπόμενα στάδια της πειθαρχικής διαδικασίας που προηγούνται της εισαγωγής της υπόθεσης ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και δη τα στάδια της ανακριτικής προδικασίας, της σύνταξης κατηγορητηρίου και της επ’ αυτού απολογίας του πειθαρχικώς διωκόμενου. Η εν λόγω, δε, παράλειψη δεν μπορούσε, κατά τα ήδη εκτεθέντα, να αναπληρωθεί από τη διεξαγωγή αποδείξεων το πρώτον ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και τη σύνταξη κατηγορητηρίου από τον εισηγητή της υπόθεσης μετά από απόφαση του εν λόγω Συμβουλίου, δεδομένου, άλλωστε, ότι δυνατότητα για την έκδοση τέτοιας απόφασης υπάρχει μόνον σε περίπτωση διαφωνίας του Πειθαρχικού Συμβουλίου με τον εισηγητή της υπόθεσης για το εάν θα πρέπει να γίνει κατηγορία. Κατά τα ήδη δε γενόμενα δεκτά, η ως άνω παράλειψη συνιστά ριζική πλημμέλεια της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης και, ως εκ τούτου, προβάλλεται παραδεκτώς το πρώτον με την κρινόμενη αίτηση. Επομένως, για τον λόγο αυτόν, ο οποίος προβάλλεται και βασίμως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, στην οποία ενσωματώθηκε η ληφθείσα, κατά παντάπασιν παράλειψη σταδίων της πειθαρχικής διαδικασίας, πρωτοβάθμια απόφαση, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου προβαλλόμενων ισχυρισμών του παρεμβαίνοντος Δικηγορικού Συλλόγου ........ . Υπό τα δεδομένα αυτά, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή να προβεί στις νόμιμες ενέργειες, ώστε να κριθεί εκ νέου, νομίμως στον πρώτο βαθμό, ο αιτών· παρέλκει δε, κατόπιν τούτου, ως αλυσιτελής, η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως. Μειοψήφησε ο Πάρεδρος Ευάγγελος Αργυρός, ο οποίος υποστήριξε ότι ο ως άνω λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, προεχόντως διότι το από 13.11.2018 κατηγορητήριο κοινοποιήθηκε στον αιτούντα δικηγόρο, αυτός κλήθηκε να λάβει γνώση του κατηγορητηρίου και της πειθαρχικής δικογραφίας προκειμένου να υποβάλει γραπτή απολογία, εμφανίσθηκε, στη συνέχεια, ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ΔΣ…, κατά την συζήτηση της πειθαρχικής του υπόθεσης, όπου δεν προέβαλε πλημμέλεια της διαδικασίας που είχε προηγηθεί πριν από τη σύνταξη του ως άνω κατηγορητηρίου, περαιτέρω δε, δεν προέβαλε σχετική αιτίαση ούτε με την από 10.4.2019 έφεση κατά της ………./2019 απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ΔΣ…., ούτε ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά τη συζήτηση της ως άνω έφεσης, αλλά το πρώτον με την κρινόμενη αίτηση ακύρωσης (πρβλ. ΣτΕ 487/2023, 2030, 1353, 1349, 590, 571, 177/2021, 3009/2017, 1718, 1644/2016, 4333, 131/2014, 1925/2013, 1613/2012, 2320/2009, 3461/2007, 2364/2006). Εξάλλου, το πειθαρχικό συμβούλιο, στο οποίο είχε εισαχθεί η υπόθεση με την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά του αιτούντος από τον Πρόεδρο του ΔΣ…, προέβη σε ανακριτικές πράξεις, καθόσον κάλεσε σε ακρόαση τον πειθαρχικώς διωκόμενο και τον καταγγείλαντα δικηγόρο, έλαβε υπόψιν μαρτυρικές καταθέσεις και εξέτασε έγγραφα, ακολούθως δε αποφάσισε τη σύνταξη του κατηγορητηρίου. Συνεπώς, ο αιτών δεν υπέστη καμία δικονομική βλάβη από το ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο του ΔΣ…. τον κάλεσε απευθείας ενώπιόν του και προέβη στις ανωτέρω ανακριτικές πράξεις, καθόσον, στη συνέχεια, ο εισηγητής της υπόθεσης συνέταξε αρμοδίως το από 13.11.2018 κατηγορητήριο και κάλεσε τον αιτούντα να απολογηθεί επ’ αυτού καθώς και επί του συνόλου της πειθαρχικής δικογραφίας (πρβλ. ΣτΕ 2572/2020, 1578/2018 επτ., 3009/2017).

Δ ι ά τ α ύ τ α

Δέχεται την αίτηση.

Ακυρώνει την ………./2019 απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων.

Απορρίπτει τις παρεμβάσεις.

Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση, σύμφωνα με το αιτιολογικό.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

Επιβάλλει συμμέτρως στο Δημόσιο, στον Δικηγορικό Σύλλογο …… και στον ……………. τη δικαστική δαπάνη του αιτούντος, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 Οκτωβρίου 2022 και στις 21 Ιουνίου 2023


Ο Πρόεδρος του Γ? Τμήματος                 Η Γραμματέας

Γεώργιος Τσιμέκας                                   Κωνσταντίνα Γκιώκα


και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 15ης Φεβρουαρίου 2024.


Ο Πρόεδρος του Γ? Τμήματος                 Ο Γραμματέας

Διομήδης Κυριλλόπουλος                        Αντώνιος Γεωργακόπουλος


ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.

Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.

Αθήνα, ..............................................


Ο Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος                 Η Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος



Ρ.Κ. - Π.Κ.

Must red-read

Επικοινωνία γονέα-τέκνου, υπό τα "μάτια" του Υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη

    3442/2021 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ (ΜΟΝ) (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Μεταρρύθμιση απόφασης με αίτημα τον περιορισμό του χρόνου της επικοινωνίας του πατέρα με...