Έρεβος στα μάτια σου
και κάθε τόσο και λίγο
κλείναν οι βλεφαρίδες
Μέδουσα γαρ η φήμη σου
και ο απόηχος της ματιάς σου
περπάτησαν με νοητό άνεμο
στα χέρια οι στυμφαλίδες
μεταμορφώθηκα σε δούρρειο ίππο
να συγκατοικήσω στο πνεύμα σου
μα τούτη η ματιά δεν άφηνε περιθώρια
στην εξοικείωση με το κρύο
κόχλαζαν κάποια ψήγματα του σ'αγαπώ
σ'έναν σκάρτο βγαλμένο από όνειρα ύπνο
και ποια ανάμνηση να μείνει για ερωμένη
προσεύχομαι στον δήμιο της αμνησίας σου,
μην καρατομήσει το τελευταίο αντίο
και ίσως, που ξέρεις, σαν αγνοείς,
το πόσο σ'αγάπησα λυτρώσει το δύο
μονόφθαλμος σαν έγινα από το σκότος
της ύπαρξής σου