Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

"Γνωμοδότηση" της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα "σε βάρος" της Ελληνικής Αστυνομίας



ΘΕΜΑ: Χορήγηση αντιγράφου στοιχείων του φακέλου διενεργηθείσας Π.Δ.Ε. 
Σχετικό: Το με αριθμ. πρωτ. ... από ... .01.2018 (αριθμ. πρωτ. της Αρχής Γ/ΕΙΣ/.../... .01.2018) έγγραφό σας.

Με το ανωτέρω έγγραφό σας, ζητάτε τη γνώμη της Αρχής, σχετικά με τη νομιμότητα χορήγησης σε αιτούντα τρίτο, τον ... , αντιγράφων του φακέλου διενεργηθείσας Προκαταρκτικής Διοικητικής Εξέτασης (εφεξής, Π.Δ.Ε.), η οποία παραγγέλθηκε κατόπιν υποβολής έγκλησης του προαναφερθέντος αιτούντος κατά αστυνομικών της υπηρεσίας σας, και η οποία, εν τέλει, τέθηκε στο αρχείο με την επιφύλαξη του άρθρου 49 του Π.Δ. 120/2008. Ο αιτών ζητά τα στοιχεία αυτά για δικαστική χρήση.  
Ειδικότερα, ενημερώνετε την Αρχή, ότι έχετε ήδη κοινοποιήσει εγγράφως στον αιτούντα το αποτέλεσμα της Π.Δ.Ε., καθώς και ότι τα υπόλοιπα αιτούμενα στοιχεία του φακέλου περιλαμβάνουν, πλέον των απλών, και ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως ποινικές διώξεις, θέματα υγείας και θρησκευτικές πεποιθήσεις. Περαιτέρω, αναφέρετε ότι τα αιτούμενα στοιχεία ο αιτών τρίτος, ..., προτίθεται να τα χρησιμοποιήσει, τόσο σε προκαταρκτικές δικογραφίες, στο πλαίσιο εκκρεμών εκατέρωθεν μηνύσεων μεταξύ του ιδίου και των εμπλεκομένων στην Π.Δ.Ε. αστυνομικών, όσο και ενώπιον του Συνηγόρου του Πολίτη, καθώς και για την υποβολή έγκλησης, εις βάρος του ενεργήσαντος την Π.Δ.Ε. αξιωματικού και των συνυπογραφόντων το επίμαχο πόρισμα, με το οποίο αρχειοθετήθηκε η προαναφερθείσα Π.Δ.Ε..
Κατόπιν των ανωτέρω, η υπηρεσία σας, επικαλούμενη σχετικές προηγούμενες αποφάσεις της Αρχής, ζητά από την Αρχή να γνωμοδοτήσει επί της νομιμότητας χορήγησης των αιτουμένων. 
Σε απάντηση του ανωτέρω αιτήματός σας, σας γνωρίζουμε τα εξής: 
Οι πειθαρχικές διώξεις και κυρώσεις δεν αποτελούν κατ'αρχήν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, όπως προκύπτει από την αποκλειστική απαρίθμηση του άρθρου 2 στοιχ. β' του ν. 2472/1997. Η χορήγηση, συνεπώς, αντιγράφων από φάκελο διενεργηθείσας Προκαταρκτικής Διοικητικής Εξέτασης, βάσει του άρθρου 24 του Π.Δ. 120/2008 (Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού), αποτελεί επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, η οποία επιτρέπεται και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, εφόσον συντρέχει κάποια από τις εξαιρετικές βάσεις νομιμότητας της επεξεργασίας του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 2472/1997. 
Η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 4 του Π.Δ. 120/2008, η οποία ρυθμίζει ειδικά το δικαίωμα ενημέρωσης όσων καταγγέλλουν πειθαρχικά παραπτώματα αστυνομικών, ορίζει τα εξής: «Όποιος υποβάλλει καταγγελία εναντίον αστυνομικού, που δικαιολογεί σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις ενέργεια προκαταρκτικής έρευνας ή προφορικής ή ένορκης διοικητικής εξέτασης, δικαιούται ύστερα από αίτημά του να πληροφορείται για το αποτέλεσμα αυτών». Ως αποτέλεσμα της προκαταρκτικής έρευνας ή προφορικής ή ένορκης διοικητικής εξέτασης, που διενεργήθηκε, νοείται το πόρισμα που συντάσσεται για την ολοκλήρωση των διοικητικών εξετάσεων. Από το συνδυασμό της παραπάνω διάταξης με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 στοιχ. β' του ν. 2472/1997, προκύπτει ότι η χορήγηση αντιγράφου του πορίσματος της διοικητικής εξέτασης στον καταγγέλλοντα πειθαρχικό παράπτωμα αστυνομικού, συνιστά νόμιμη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, ακόμα και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων (βλ. Απόφαση της Αρχής 57/2009).  
Το υποκείμενο των δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρ. 13 του ν. 2472/1997, δικαιούται να προβάλει ενώπιον του υπεύθυνου επεξεργασίας έγγραφες αντιρρήσεις περί μη διαβίβασης των δεδομένων του. Το άρθρο αυτό, σαφώς ορίζει, ότι σε μη ικανοποιητική απάντηση του υπευθύνου επεξεργασίας στις έγγραφες αντιρρήσεις του υποκειμένου των δεδομένων, το υποκείμενο έχει δικαίωμα να προσφύγει στην Αρχή και να ζητήσει την εξέταση των αντιρρήσεών του. Συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της προαναφερθείσας αρμοδιότητας της Αρχής αποτελεί η προσφυγή του υποκειμένου των δεδομένων στην Αρχή με συγκεκριμένο αίτημα της εξέτασης των αντιρρήσεών του ή η τυχόν παρουσία ευαίσθητων δεδομένων στα αιτούμενα στοιχεία, που απαιτεί την έκδοση άδειας από την Αρχή, προκειμένου να χορηγηθούν τα στοιχεία στον αιτούντα τρίτο (βλ. σχετικά Απόφ. της Αρχής με αριθμ. 150/2014, 79/2015 διαθέσιμες στην ιστοσελίδα της Αρχής www.dpa.gr). 
Δεδομένου ότι, από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκαν ενώπιον της Αρχής έγγραφες αντιρρήσεις των εμπλεκομένων στην Π.Δ.Ε. προσώπων, απομένει προς εξέταση το ζήτημα της έκδοσης άδειας στον υπεύθυνο επεξεργασίας, ήτοι στην Αστυνομία, για την χορήγηση ευαίσθητων δεδομένων στον αιτούντα τρίτο. Πέραν του γεγονότος ότι από το έγγραφό σας δεν προκύπτει με σαφήνεια η αίτηση έκδοσης άδειας, σας ενημερώνουμε ότι σύμφωνα με την απόφαση της Αρχής με αριθμ. 46/2018 (διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της Αρχής: www.dpa.gr), οι διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2472/1997, κατά το μέρος που προβλέπουν άδεια της Αρχής, δεν έχουν πλέον εφαρμογή από 25.05.2018 ως αντίθετες προς τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 για την προστασία δεδομένων - ΓΚΠΔ, ο οποίος έχει άμεση εφαρμογή, δεδομένου, μάλιστα, ότι οι κατηγορίες δεδομένων, στις οποίες αφορά το άρθρο αυτό του εθνικού νόμου, δεν ταυτίζονται με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 9 παρ. 4 του Γ.Κ.Π.Δ.. Συνεπώς, η Αρχή δεν έχει πλέον αρμοδιότητα χορηγήσεως αδειών για την επεξεργασία και για την ίδρυση και λειτουργία αρχείου με βάση το άρθρο 7 του ν. 2472/1997. Τούτο ισχύει και για τις αιτήσεις οι οποίες είναι εκκρεμείς στην Αρχή κατά την ανωτέρω ημερομηνία, η αποδοχή των οποίων θα ήταν, άλλωστε, αλυσιτελής, αφού η χορήγηση αδείας της Αρχής δεν αποτελεί προϋπόθεση της επεξεργασίας. Κατά συνέπεια, η Αρχή δεν δύναται να εκδώσει σχετική άδεια.  
Αναφορικά με το αίτημά σας για την παροχή γνωμοδότησης από την Αρχή σχετικά με τη νομιμότητα χορήγησης των λοιπών στοιχείων του φακέλου της Π.Δ.Ε., σας γνωρίζουμε ότι η Αρχή έχει εκδώσει την σχετική με το θέμα αυτό - και νεότερη της επικαλούμενης από εσάς Γνωμοδότησης 3/2009 - Γνωμοδότηση με αριθμ. 6/2013 (διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της Αρχής: www.dpa.gr), η οποία αναλύει συνολικά το ζήτημα της πρόσβασης τρίτου σε δημόσια έγγραφα, που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
Σύμφωνα με την ως άνω αναφερόμενη γνωμοδότηση, η επεξεργασία των απλών προσωπικών δεδομένων, διέπεται από τη διάταξη του άρθρου 5 του ν. 2472/1997, σύμφωνα με την παράγραφο 1 της οποίας, επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται καταρχήν μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων τους, είναι κατ'εξαίρεση επιτρεπτή, μόνο στην περίπτωση που συντρέχει κάποια από τις εξαιρετικές βάσεις νομιμότητας της επεξεργασίας της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, η οποία μεταξύ άλλων ορίζει ότι: «Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: ... β) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόμο ...». Τέτοια υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 5 ΚΔΔιαδ για το δικαίωμα πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα, υπό τις προϋποθέσεις που η εν λόγω διάταξη θέτει. 
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 του ΚΔΔιαδ «κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις». Επίσης, ως διοικητικά έγγραφα γίνεται δεκτό ότι νοούνται και όσα δεν προέρχονται μεν από δημόσιες υπηρεσίες, αλλά χρησιμοποιήθηκαν ή ελήφθησαν υπόψη για τον καθορισμό της διοικητικής δράσης ή τη διαμόρφωση γνώμης ή κρίσης διοικητικού οργάνου (βλ. ενδεικτικά Γνωμοδότηση ΝΣΚ 436/1992, 482/1995, 665/1998, 243/2000). Όσον αφορά δε τα ιδιωτικά έγγραφα, τα οποία φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες, δικαίωμα πρόσβασης σε αυτά έχει σύμφωνα με την §2 του ανωτέρω άρθρου όποιος θεμελιώνει ειδικό έννομο συμφέρον (βλ. για την έννοια του ειδικού εννόμου συμφέροντος Γνωμοδότηση ΝΣΚ 413/2012).  
Σύμφωνα, περαιτέρω, με την υπ'αριθμ. 6/2013 Γνωμοδότηση της Ολομέλειας της Αρχής, η σχετική κρίση περί συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 5 ΚΔΔιαδ, όπως κατά λογική αναγκαιότητα και η ερμηνεία των σχετικών διατάξεών του, ανατίθεται από τον νομοθέτη του ν. 2472/1997 αποκλειστικά στον υπεύθυνο επεξεργασίας, ο οποίος θα ερμηνεύσει τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 5 ΚΔΔιαδ και του άρθρου 5 του ν. 2472/1997 με βάση τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 94/2013, 1590/2012, 3308/2007, καθώς και 1214/2000 και 1397/1993, Διοικ. Εφετείου 368/2011) και τις γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (βλ. ενδεικτικά Γνμδ. ΝΣΚ 413/2012, 150/2012, 396/2011, 266/2011, 256/2011, 138/2010 και εκεί παραπομπές σε αποφάσεις του ΣτΕ), στο οποίο, αν είναι δημόσια αρχή ή ν.π.δ.δ. μπορεί και να προστρέξει.
Ως εκ τούτων, στην κρινόμενη περίπτωση, θα πρέπει ως υπεύθυνος επεξεργασίας να σταθμίσετε, εάν ο αιτών δικαιούται, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 5 του ΚΔΔιαδ και του άρθρου 5 του ν. 2472/1997, να λάβει γνώση των αιτούμενων στοιχείων που τηρούνται στο αρχείο της υπηρεσίας σας, και γενικότερα να εξετάσετε τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων, ενόψει των ειδικών ισχυρισμών που προβάλλει ο αιτών, σε περίπτωση, δε, σοβαρών αμφιβολιών ως προς τη στάθμιση περί του αν συντρέχει στον αιτούντα το στοιχείο του ευλόγου ενδιαφέροντος ή εννόμου συμφέροντος και γενικότερα περί της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων μπορείτε να απευθύνετε σχετικό ερώτημα στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. 
Επίσης, ενημερωτικά αναφέρουμε ότι πλέον με τη θέση σε ισχύ του ΓΚΠΔ από 25.05.2018, με τον οποίο καθιερώνεται η αρχή της λογοδοσίας για τον υπεύθυνο επεξεργασίας και ο υποχρεωτικός ορισμός του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων για τον δημόσιο τομέα, και σύμφωνα με την με αριθμ. 52/2018 απόφαση της Αρχής (διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της Αρχής: www.dpa.gr), η Αρχή δεν έχει πλέον υποχρέωση να απαντά στα ερωτήματα και αιτήματα των υπευθύνων επεξεργασίας, των υποκειμένων των δεδομένων και τρίτων σχετικά με ζητήματα επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, που δεν εμπίπτουν στις προβλεπόμενες με τις διατάξεις του ΓΚΠΔ αρμοδιότητές της, δεδομένου, ιδίως, του γεγονότος ότι η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 περ. ιγ' του ν. 2472/1997 αρμοδιότητά της να εξετάζει αιτήσεις των υπευθύνων επεξεργασίας, με τις οποίες ζητείται ο έλεγχος και η εξακρίβωση της νομιμότητας της επεξεργασίας, δεν συνάδει με την αρχή της λογοδοσίας που καθιερώνεται με τον ΓΚΠΔ.  
Τέλος, επικουρικά επισημαίνεται, ότι σε περίπτωση που αποφανθείτε θετικά (για την χορήγηση απλών προσωπικών δεδομένων), οφείλετε να ενημερώσετε σχετικά τα υποκείμενα των δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 3 του ν. 2472/1997 και με τα ισχύοντα άρθρα 13 παρ. 3 και 14 παρ. 4 του ΓΚΠΔ.
Παραμένουμε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε συμπληρωματική πληροφορία.

Το μέλος της Αρχής
Σπυρίδων Βλαχόπουλος Καθηγητής Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Με εντολή Αν. Προέδρου Η Ελέγκτρια Έλενα Μαραγκού ΕΕΠ - Δικηγόρος, ΔΝ

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Η πειθαρχική ευθύνη των Δικαστών και τα όριά της - Η κρίση του Δικαστή στην κρίση των θυμάτων του

Η πειθαρχική ευθύνη δικαστών και τα όριά της
του Κώστα Ε. Μπέη http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=3&mid=1096&mnu=1&id=22767
Ελευθεροτυπία, 7 Δεκεμβρίου 1976
Πριν ένα χρόνο ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κοινοποίησε στους εισαγ­γελείς εφετών εγκύκλιο (8/29.12.1975), στην οποία, μεταξύ άλλων, έγραφε και τα ακόλουθα:
«Οι τακτικοί δικασταί, εν τη ασκήσει του δικαιοδοτικού των έργου, είναι απολύτως ανεξάρτητοι, εν τη έννοια ότι οφείλουν ν'αποφασίζουν ή να ψηφίζουν κατά την ιδίαν αυτών κρίσιν, μη δεσμευόμενοι είτε εκ της επί του θέματος νομολογίας ανωτέρων δικαστηρίων, είτε εκ της γνώμης ανωτέρων των κατά βαθμόν μελών του δικαστηρίου, του οποίου μετέχουν, είτε εκ γινομένων αυτοίς υπό ιεραρχικώς ανωτέρων των υποδείξεων, είτε εκ γνωμοδοτήσεων, επί του υπό την κρίσιν των θέματος, νομικών ή του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.
Απόρροια της ανεξαρτησίας ταύτης είναι ότι η εκδοθείσα παρ'αυτών απόφασις ή δοθείσα ψήφος δεν συγχωρείται να γίνη αιτία παρατηρήσεων ή συστάσε­ων προς αυτούς ιεραρχικώς προϊσταμένων των ή καταλογισμού των εις βάρος της εν τω κλάδω εξελίξεως αυτών, επιφυλασσομένου μόνον του διά των ενδί­κων μέσων ελέγχου της κατά το Σύνταγμα και τους νόμους, ουσιαστικούς και δικονομικούς, εκδόσεως της αποφάσεώς των ή θέσεως της ψήφου των». Ήδη ο ίδιος ο εισαγγελέας άλλαξε γνώμη. Εγκαταλείποντας τη θέση ότι «οι τακτικοί δικασταί...είναι απολύτως ανεξάρτητοι... επιφυλασσομένου μόνον του διά των ενδίκων μέσων ελέγχου», δέχεται και άλλες επιφυλάξεις: την πειθαρχι­κή δίωξη του δικαστή για «προφανή παραγνώρισιν των επιστημονικών αρχών και των ερμηνευτικών κανόνων», καθώς και για την περίπτωση που "η ψήφος αντίκει­ται καταδήλως εις τους κανόνας λογικής και της κοινής πείρας" (βλ. επιστολή του στην «Ελευθεροτυπία»).
Μετά την εισαγγελική αυτή γνωσιμαχία, και χωρίς να ενημερωθούν προη­γουμένως οι δικαστές για τις κυρώσεις που ήδη απειλούν την εκάστοτε δικαιοδοτική κρίση τους, ασκήθηκε αναδρομική πειθαρχική δίωξη εναντίον τριών (3) εφε­τών, και μάλιστα εκείνων που έχουν καθιερωθεί από χρόνια στην κοινή συνείδη­ση ως το σύμβολο της δικαστικής ανεξαρτησίας στον τόπο μας.
Στην ταραχή του σεισμού που ακολούθησε δεν πρέπει να διαφύγουν απαρα­τήρητα δύο κρίσιμα προβλήματα:
α) Ο ανύποπτος πολίτης αναμένει από τον πολιτικό κόσμο να βρει και να δείξει, ποιο σύστημα λειτουργεί ενδεχομένως πίσω από την προθήκη των συντα­γματικών επιταγών και των ωραιολόγων διακηρύξεων, σε σημείο ώστε να εγκατα­λείπονται, ακόμη και από ανωτάτους δικαστικούς, αρχές που πανηγυρικά είχαν υμνηθεί λίγους μήνες νωρίτερα; Το άρθρο του Γ. Βότση για την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής («Ελευθεροτυπία») πιστεύω ότι μπορεί να είναι αφετηρία προς την κατεύθυνση αυτή.
β) Εξάλλου και ο νομικός κόσμος πρέπει να προσδιορίσει με σαφήνεια και να τεκμηριώσει με αναδρομή στις επιστημονικές πηγές και τη σύγχρονη νομολο­γία ποια είναι τα αληθινά όρια της πειθαρχικής ευθύνης των δικαστών;
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προσπάθησε να στηρίξει τη γνωσιμαχία του σε θέσεις του Δημητρακόπουλου και του Ρακτιβάν, καθώς και σε ορισμένες αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας και του Αρείου Πάγου. Όμως οι θέσεις και οι αποφάσεις αυτές στηρίζονται σε ένα νομικό καθεστώς που δεν ισχύει πια. Η πολιτική δικονομία που είχε καθιερωθεί από τον Μάουρερ το 1834 και ίσχυε μέχρι το 1968 όριζε (άρθρο 835) ότι ο Άρειος Πάγος, κάθε φορά που αναιρεί μια απόφαση, έχει την εξουσία να τιμωρήσει τους δικαστές που έβγαλαν την αναιρεθείσα απόφαση. Όμως, η ισχύουσα δικονομία δεν περιέχει πια αντίστοιχη διάταξη. Και τούτο ακριβώς γιατί στο σύγχρονο κράτος δικαίου ο δικαστής δεν είναι δημόσιος υπάλληλος (που μπορούν να τον ποδηγετήσουν οι ανώτεροί του), αλλά ανεξάρτητος λειτουργός που δικαιοδοτεί μόνος, δίχως τον προληπτικό ή κατασταλτικό έλεγχο του προσώπου του από προϊσταμένους. Εξάλλου, όταν εί­χαν διατυπωθεί οι αντίθετες γνώμες του Δημητρακόπουλου και του Ρακτιβάν, καθώς και οι επικαλούμενες από την εισαγγελική επιστολή αποφάσεις, ίσχυε το άρθρο 301 του οργανισμού των δικαστηρίων (που είχε καθιερώσει επίσης ο Μά­ουρερ το 1834), με το οποίο ο υπουργός δικαιοσύνης είχε εξουσία να επιβάλει μόνος του πειθαρχικές ποινές στους δικαστές (ακόμη και στους αρεοπαγίτες). Όμως, και το άρθρο αυτό δεν ισχύει πια μετά την καθιέρωση του δημοκρατικού Συντάγματος του 1975 (άρθρο 91). Η μεταβολή αυτή του νομικού καθεστώτος δεν ήταν άγνωστη στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος στην 8/1975 εγκύκλιό του (που σημείωσα πιο πάνω) ρητώς αναφέρει ότι «το νέον Σύνταγμα... περιλαμβάνει και διατάξεις το πρώτον εμφανιζόμενας ή ρητώς διατυπουμένας εις ελληνικόν Σύνταγμα, τονιζούσας ιδιαιτέρως την ανεξαρτησίαν των δικαστι­κών λειτουργών η τείνουσας εις την ενίσχυσιν του κύρους της Δικαιοσύνης».
Θα πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε νομολογία που στηρίζεται στο ισχύον νομικό καθεστώς. Και επειδή τέτοια ασφαλής νομολογία δεν έχει ακόμη διαμορ­φωθεί με το νέο Σύνταγμα, θα πρέπει να καταφύγουμε στην πρόσφατη νομολο­γία του γερμανικού Ακυρωτικού που στηρίζεται σε συνταγματικές διατάξεις αντί­στοιχες προς εκείνες που ισχύουν σήμερα.
Λοιπόν το γερμανικό Ακυρωτικό έχει δεχτεί (BGH 47, 286) ότι η δικαιοδοτική δραστηριότητα του δικαστή έχει εξαιρεθεί εντελώς από την υπηρεσιακή επο­πτεία προϊσταμένων αρχών. Ο γερμανικός νόμος των δικαστών ορίζει (DRG 26) ότι η πειθαρχική ευθύνη των δικαστών έχει ως όριο το απαραβίαστο της ανεξαρ­τησίας τους. Με άλλα λόγια: η πειθαρχική ευθύνη του δικαστή σταματάει εκεί όπου αρχίζει η δικαστική ανεξαρτησία του (Rosenberg - Schwab, σελ. 99). Γι'αυτό οι δικαστές δεν υπόκεινται σε οδηγίες, ούτε σε υποδείξεις και δεν επιτρέ­πεται να υποστούν δυσμενή μεταχείριση για το περιεχόμενο των αποφάσεών τους (Baumbach - Lauterbah, XPO § 26 DRG, σελ. 2029).
Το γερμανικό Ακυρωτικό δέχεται μια μόνο επιφύλαξη: Ο δικαστής έχει πει­θαρχική ευθύνη όταν διέπραξε πρόδηλο λάθος. Προς αποφυγή όμως παρανοή­σεων σπεύδει η ίδια απόφαση του γερμανικού Ακυρωτικού (BGH 46, 150) και διευκρινίζει ότι «πρόδηλο λάθος» υπάρχει αποκλειστικά στις ακόλουθες περι­πτώσεις: πρώτον, αν ο δικαστής εφάρμοσε ανύπαρκτο νόμο, όπως ένα νόμο που έχει καταργηθεί τυπικά, και δεύτερον, όταν δεν εφάρμοσε ένα νόμο που εξακο­λουθεί να ισχύει και είναι γενικώς γνωστός. Αντίθετα, η ερμηνεία του νόμου κα­θώς και η υπαγωγή σ'αυτόν της δικαζόμενης εμπειρικής πραγματικότητας, ακό­μη και όταν αποδοκιμάζεται από όλους τους άλλους, δεν μπορεί ποτέ να στηρί­ξει πειθαρχικό παράπτωμα του δικαστή.
Όλοι οι συγγραφείς είναι σύμφωνοι ότι μια απόφαση που «αφίσταται των κανόνων της νομικής διδασκαλίας και της νομολογίας» δεν μπορεί να στηρίξει ποτέ πειθαρχικό παράπτωμα. Σχετικά γράφει ο καθηγητής Γ. Μητσόπουλος (Πο­λιτική δικονομία, σελ. 71 και 75) ότι «η ανεξαρτησία των πολιτικών δικαστηρίων υφίσταται και εντός αυτής της δικαιοδοτικής λειτουργίας... Όθεν είναι ελεύθε­ρον το δικαστήριον να ερμηνεύση τον νόμον και να προσδώση εις αυτόν το κατά την κρίσιν του εκ της ερμηνείας πηγάζον νόημα». Ακόμη πιο αναλυτικά γράφει ο καθηγητής Κ. Κεραμεύς (Αστικόν δικονομικόν δίκαιον, σελ. 72) ότι «αι γνώμαι των ανωτέρων δικαστών ή αι αποφάσεις των ανωτέρων δικαστηρίων δεν δεσμεύ­ουν την κρίσιν των κατωτέρων... Οιονδήποτε δικαστήριον έχει την νομικήν ευχέρειαν να απομακρύνη και παγίας ακόμη νομολογίας του Αρείου Πάγου... Επί πλέ­ον, οιονδήποτε δικαστήριον δύναται ν'αποστή και της ιδικής του παγίας νομολο­γίας». Και εγώ έχω διδάξει (Πολιτική Δικονομία, σελ. 1321 - 1322) ότι «η ερμη­νεία που έδωσε εις τον νόμον ο δικάσας δικαστής, καθώς και η εκτίμησης των αποδείξεων που έκανε (κατά κανόνα ελευθέρως και κατά συνείδησιν) δεν είναι νοητόν να δεσμεύη ούτε άλλους δικαστάς, αλλ'ούτε και τον ίδιον, αν κατά συνείδησιν πείθεται εις νέα δίκην πως άλλη είναι η ουσιαστική αλήθεια, των αυ­τών πραγματικών γεγονότων ή άλλη ερμηνεία προσήκει δογματικώς εις τον αυ­τόν κανόνα δικαίου».
Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δε στηρίζει καν αναιρετικό λόγο, παρά μόνο στην περιορισμένη έκταση που η παράβαση αυτή οδήγησε σε εσφαλμένη ερμηνεία του ουσιαστικού νόμου (ΠΔ 559 αρ. 1 και 560 αρ. 1). Αφού λοιπόν η εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου δε στηρίζει, όπως είδαμε, πειθαρχικό παράπτωμα, πολύ περισσότερο δεν υπάρχει πειθαρχική ευθύνη του δικαστή για την παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας.
Εκείνο που συζητείται είναι μήπως συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα του δικα­στή η παράλειψή του να μνημονεύσει στην απόφασή του την τυχόν αντίθετη νομολογία των ανωτέρων δικαστηρίων και να την αντικρούσει με επιχειρήματα. Όμως, το γερμανικό Ακυρωτικό έχει αποκρούσει και το ενδεχόμενο αυτό (BGH 46, 150), με την παρατήρηση ότι η αντίθετη εκδοχή συναντάει σημαντικές αμφι­βολίες.
Ομοφωνία υπάρχει ότι συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση των δικαστικών καθηκόντων. Ακόμη γίνεται δεκτό ότι συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα εκείνη η εξωδικαστική (κοινωνική) συμπερι­φορά του δικαστή (και μόνον αυτή) που κλονίζει την εμπιστοσύνη του κόσμου στην αμερόληπτη και δίκαιη κρίση του.
Ο τυχόν πειθαρχικός έλεγχος του δικαστή, πέρα από τα όρια αυτά τον φέρ­νει στην ίδια μοίρα με τους δημόσιους υπαλλήλους. Όμως, ο δικαστής δεν είναι δημόσιος υπάλληλος αλλά λειτουργός, δηλαδή ασκεί τη δικαιοδοτική εξουσία ελεύθερα, δίχως τον προληπτικό ή κατασταλτικό έλεγχό του εκ μέρους προϊστα­μένων αρχών (Lent - Jauernlg, σελ. 23). Και τα δικαστήρια όταν συγκροτούνται από δημοσίους υπαλλήλους και όχι από ανεξάρτητους δικαστές (Lent - Jauernig, ο.π. BVerfG 4, 344). Σε άλλες χώρες τονίζουν ιδιαίτερα ότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει ο κίνδυνος να μη λειτουργούν πια δικαστήρια, αλλά εκδικαστικές επιτροπές που συγκροτούνται από τη διοίκηση με ενδικοφανή σκηνοθεσία.

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...