Είχε ξεχαστεί, αφοσιωμένος στα όνειρα
ενός καλύτερου αύριο, μιας δικαιοσύνης με δόντια
ο ήλιος ήταν απρόσφορος και νωχελικός
ξεβαμμένος από τόσα χρώματα
πίσω του μια φιγούρα έγνεφε στα γράμματα
να του κάνουν λίγη παρέα
να του μιλήσουν, να σχηματίσουν μια λέξη
μια λεξούλα για κατευόδιο, ένα κάτι τι για παρηγόρια
ποια η βούλα σου, Κύριε, σαν παρέκκλιση βουλευμάτων
χαμερπών από χαμαιλέοντες βασιλείς
δωρολάγνους
μα ο πρίγκηπας Άνταμ, ενηλικιωθείς,
πέριξ του ελαφρυντικού της μεταβρεφικής ηλικίας
από τη διπλανή κούνια, μιας ιδέας που εμμονικά φυτεύτηκε
ορκίστηκε, σε παντοδύναμη έφεση, με όλες τις θυσίες
μετά από εγρήγορση, μπουσουλώντας στην αδικία
πως σε ανεμοστρόβιλο άνεμο θα κατασπαράξει
τις δωροφάγες κουρούνες
γιατί σαν πουλί αποφάσισες να γίνεις
δεν υπάρχουν ημίμετρα, στο συμβούλιο τ'ουρανού μας
Χαίρε μικρέ Άνταμ!