Ρώτησα τον έρωτα
ε, ρω, τα
ψιλαφιστά
ανταγωνιζόμενη η πρόζα
τον ρόλο της ύπαρξής του
μ'απάντηση, καμία
καμιά φορά
δεν μετάλαβα τον ήχο
συλλαβιστά
στις σταγόνες
που έρρεαν εντός μου
κατακλυσμό στο μέσα σου
να προκαλέσουν
από τον απόηχο μίας τραγωδίας
αντικριστά μ'εμένα και τον σαδισμό σου
αχνιστά ψηνόταν
κι εκείνο το συναίσθημα
που δεν έβρισκε φως
στο σκοτάδι του εγκλεισμού του
μουντζούρωνα τα τζάμια
από τα υγρά της θυσίας για σένα
κλεισμένος μέσα στη βροχή
κρατώντας την αναπνοή μου
με την υποκρισία να αφήνει τα σημάδια της
στα βήματα, σε έναν δρόμο με λάσπη
κι εσένα, να ισχυρίζεσαι:
ο έρωτάς σου πλημμυρίζει τα πάθη
μ'εσένα να κυριεύεις ακόμη και τα όνειρά μου
να με αφήνεις να πιστεύω ότι δεν ήταν όνειρα
σαν έπιασες διάλογο με έναν διαβάτη
μην τολμήσεις να πουλήσεις
και αυτό το βράδυ
τόσα χρόνια λάθη
ε, ρω, τα
βαμμένη με γράμματα η βροχή
ξεθωριασμένη, από την υγρασία, η φωτογραφία σου
λουσμένος, με απόγνωση, ο εγωισμός μου
γραντζούνιζα ό,τι είχε απομείνει:
ε, ρω, τα