1148/2019 ΔΠΡ ΑΘΗΝΩΝ
(Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Ακύρωση διοικητικής πράξεως. Η Διοίκηση έχει υποχρέωση να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής κατάστασης που προέκυψε από την πράξη αυτή. Το περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων συμμόρφωσης της Διοικήσεως προσδιορίζονται από το αντικείμενο της απαγγελθείσης ακυρώσεως. Ακυρωτικές αποφάσεις που έκριναν επί της τοποθέτησης συνυποψηφίου της ενάγουσας σε προκηρυχθείσα θέση και ανέπεμπαν την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση. Δεν γεννήθηκε υποχρέωση της τελευταίας να τοποθετήσει αποκλειστικά την ενάγουσα στην επίμαχη θέση και οι ακυρωθείσες πράξεις δεν συνδέονται αιτιωδώς με την ζημία που αυτή επικαλείται. Απόρριψη αίτησης ακυρώσεως. Δεν δύναται να θεμελιωθεί αξίωση αποζημίωσης κατά του Δημοσίου, ακόμα και εάν η απόρριψη αφορά σε τυπικό λόγο.
Αριθμός Απόφασης 1148/2019
Αρ.Εισ.: ………/2014
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 19ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ
Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Σεπτεμβρίου 2018 με δικαστές τους: Νικόλαο Πανταζή, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Ιωάννη Δροσόπουλο και Μαρία Παυλάκου (εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ., και γραμματέα την Αναστασία Κάππη, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει τη με ημερομηνία κατάθεσης 31-12-2014 αγωγή
της …………, κατοίκου ……… Ραφήνας (οδός …… αρ. ……), η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της ...,
κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 εδ. β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, της Δικαστικής Πληρεξούσιας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Επιστήμης - Μαρίας Μουστακάτου.
Κατά τη συζήτηση, η διάδικος που εμφανίστηκε και παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, το αίτημα της οποίας νομίμως μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση (σχ. τα πρακτικά της από 27-9-2018 δημόσιας συνεδρίασης), επιδιώκεται καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, παραδεκτώς, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση: α) το συνολικό ποσό των 275.998,36 ευρώ, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από παράνομες, κατά τους ισχυρισμούς της, πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου που είχαν ως συνέπεια τον μη διορισμό της στη θέση μόνιμου παρέδρου, με ειδικότητα μουσικής, στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων καθώς και β) το ποσό των 250.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, κατ’ άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, για την ηθική βλάβη που υπέστη από την ίδια αιτία.
2. Επειδή, με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α΄ 164, Εισ.Ν.Α.Κ.) θεσπίζεται η ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση για τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί. Όπως γίνεται παγίως δεκτό, στην εν λόγω αποζημίωση περιλαμβάνεται η αποκατάσταση τόσο της θετικής ζημίας που υπέστη η περιουσία του ζημιωθέντος όσο και της ζημίας αυτού από τη στέρηση παροχών τις οποίες με πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, θα αποκόμιζε, αν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη πράξη ή παράλειψη (βλ. ΣτΕ 850/2015, 3607/2013, 3520/2011, 100/2011 κ.ά.). Όπως έχει επίσης κριθεί, κατά την έννοια των διατάξεων του ως άνω άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου και του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, σε περίπτωση παράνομης πράξης ή παράλειψης δημοσίων οργάνων, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει στο ζημιωθέντα, κατόπιν αιτήσεώς του, και εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΣτΕ 3032/2014, 1072/2011, 1229, 1225/2010, 2559/2007 επτ. κ.ά.). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, κατά τα παγίως γινόμενα δεκτά, για να στοιχειοθετηθεί, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από πράξη ή παράλειψη των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ' αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη (ΣτΕ 983/2016, 2898/2014, 2622, 898/2014, 750/2011, 1512/2009, 1178/2008 κ.ά.).
3. Επειδή, όπως έχει κριθεί, από τις διατάξεις των άρθρων 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 50 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 συνάγεται ότι η Διοίκηση, συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή διοικητικού δικαστηρίου, υποχρεούται όχι μόνο να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφιστάμενη στο νομικό κόσμο τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε, αλλά και να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής κατάστασης που προέκυψε άμεσα ή έμμεσα από την πράξη αυτή, ανακαλώντας ή τροποποιώντας τις εκδοθείσες στο μεταξύ σχετικές πράξεις ή εκδίδοντας άλλες με αναδρομική ισχύ, προκειμένου να αποκαταστήσει τα πράγματα στη θέση στην οποία θα βρίσκονταν, αν από την αρχή δεν είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη ή δεν είχε λάβει χώρα η ακυρωθείσα παράλειψη (ΣτΕ 983/2016, 850/2015, 3704/2014, 2898, 2622/2014, 100/2011, 2854/1985 Ολομ. κ.ά.). Το ειδικότερο δε περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων συμμόρφωσης της Διοικήσεως προσδιορίζονται από το αντικείμενο της απαγγελθείσης ακυρώσεως, δηλαδή από τη φύση και το είδος της ακυρωθείσης πράξεως ή τα νόμιμα στοιχεία που συγκροτούν την παράλειψη, καθώς και από την κρίση ή τις κρίσεις επί των ζητημάτων που εξέτασε και για τα οποία αποφάνθηκε το δικαστήριο στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του, δημιουργώντας ως προς αυτά δεδικασμένο για τη συγκεκριμένη περίπτωση (ΣτΕ 983/2016, 3704/2014, 2898, 2622/2014, 3761/2013, 2854/1985 Ολομ. κ.ά.). Εξάλλου, η ακύρωση διοικητικής πράξης (και δη για τυπικούς λόγους, ΣτΕ 2309/2009, 1540/2007, 1552/1959 κ.ά.) επαναφέρει την υπόθεση στο χρόνο εκδόσεως της πράξης που έχει ακυρωθεί, η νέα δε πράξη που τυχόν εκδίδει η Διοίκηση ανατρέχει αναγκαίως στο χρόνο εκείνο και διέπεται, καταρχήν, από το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε τότε, και όχι από το ισχύον κατά το χρόνο κατά τον οποίο λαμβάνουν χώρα οι ενέργειες συμμόρφωσης προς την ακυρωτική απόφαση (ΣτΕ 2558/2009 επτ., 1871/2003, 2987/2002, 4932/1995 επτ. κ.ά.). Συναφώς δε, η Διοίκηση, επιλαμβανόμενη εκ νέου της υποθέσεως, πρέπει να κρίνει από του σημείου στο οποίο αναφέρεται η ακύρωση και εντεύθεν και να λάβει υπόψη μόνον εκείνα τα στοιχεία που είχε εκτιμήσει κατά την αρχική της κρίση (ΣτΕ 1871/2003, 4932/1995 επτ.).
4. Επειδή, περαιτέρω, o Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), ορίζει στο άρθρο 80 παρ. 2 ότι: «Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παρ. 4 του άρθρου 71 ή σε τυχόν άλλες ειδικές διατάξεις, αν η αξίωση θεμελιώνεται στο παράνομο εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, το δικαστήριο, εφόσον δεν υπάρχει δεδικασμένο, κρίνει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης αυτής», ενώ, στο δε άρθρο 197 παρ. 1 ότι: «Δεδικασμένο δημιουργείται από τις τελεσίδικες και τις ανέκκλητες αποφάσεις εφόσον οι τελευταίες δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, ως προς το, ουσιαστικό ή δικονομικό, διοικητικής φύσης ζήτημα που με αυτές κρίθηκε, εφόσον τούτο τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση προς το συμπέρασμα που με τις ίδιες έγινε δεκτό […]». Από τις ανωτέρω διατάξεις, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., συνάγεται ότι επί αγωγής αποζημίωσης προϋπόθεση του παρεμπίπτοντος ελέγχου, από τα διοικητικά δικαστήρια, της εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, επί της οποίας θεμελιώνεται η αξίωση προς αποζημίωση, είναι η απουσία δεδικασμένου ως προς τη νομιμότητα αυτής (πρβλ. ΣτΕ 1716/2013). Όταν, όμως, υφίσταται τέτοιο δεδικασμένο, όπως σε περίπτωση απόρριψης από το Συμβούλιο της Επικρατείας, αίτησης ακυρώσεως κατά της φερόμενης ως παράνομης πράξης ή παράλειψης, δεν δύναται να θεμελιωθεί αξίωση αποζημίωσης, ακόμα και αν, το απορρέον, από την απορριπτική αυτή δικαστική απόφαση, δεδικασμένο αφορά σε τυπικό λόγο (πρβλ. ΣτΕ 1716/2013, 2176/2012, 604/2005).
5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την 6140/08.10.1999 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προκηρύχθηκε, μεταξύ άλλων, η πλήρωση, για πρώτη φορά, μιας θέσης μονίμου παρέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (Π.Ι.), ειδικότητας μουσικής. Υποψηφιότητα για την πλήρωση της θέσης αυτής, υπέβαλαν μεταξύ άλλων, η ενάγουσα και ο κ. ……… . Για τον έλεγχο των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων συγκροτήθηκε από τον Υπουργό Παιδείας ομάδα εργασίας, η οποία του υπέβαλε την πρότασή της με το 12/07.01.2000 πρακτικό και ακολούθως, κατόπιν της πρότασης αυτής, ο Υπουργός Παιδείας εισηγήθηκε το διορισμό σε θέση μονίμου παρέδρου μουσικής του Π.Ι. του ………., ο οποίος διορίστηκε τελικά στη θέση αυτή, με την 06/04.02.2000 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Κατά της πράξης αυτής, η ενάγουσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο με την 56/2001 απόφασή του την ακύρωσε, κατά το μέρος της με το οποίο διορίστηκε στην ανωτέρω θέση ο ……… . Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι ο διορισμός του δεν ήταν νόμιμος, αφού αυτός δεν είχε διδακτορικό δίπλωμα ούτε μεταπτυχιακές σπουδές στην αντίστοιχη ειδικότητα, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 25 παράγραφοι 5 και 8 του ν. 1566/85, αφού ο τίτλος Master’s που κατέχει αφορά στον κλάδο της φιλοσοφίας και όχι στον κλάδο της μουσικής και δεν είναι αναγνωρισμένος από το ΔΙΚΑΤΣΑ. Εξάλλου, στη δίκη αυτή, άσκησε παρέμβαση υπέρ του κύρους της 06/04.02.2000 πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου ο ………, ο οποίος προέβαλε ότι η ενάγουσα δεν είχε έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της πράξης αυτής, επειδή αυτή δεν διέθετε το τυπικό προσόν της επταετούς υπηρεσίας στην εκπαίδευση. Το Διοικητικό Εφετείο όμως απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην 12/07.01.2000 πράξη της Ομάδας Εργασίας, η ενάγουσα είχε 24 χρόνια πραγματικής υπηρεσίας και ότι από τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 5 του ν. 1566/85 δεν προκύπτει ότι το τυπικό προσόν διορισμού της επταετούς πραγματικής υπηρεσίας πρέπει να είναι μόνο στη δημόσια και όχι στην ιδιωτική εκπαίδευση, αφού δεν γίνεται σε αυτές σχετική διάκριση. Έφεση που άσκησε ο ……… κατά της ανωτέρω απόφασης, έγινε δεκτή με την 2916/2002 απόφαση του Σ.τ.Ε., με την οποία κρίθηκε ότι θέση μόνιμου παρέδρου του Π.Ι. μπορούν να καταλάβουν και όσοι έχουν τριετή τουλάχιστον υπηρεσία ως σχολικοί σύμβουλοι, όπως ο ………, ανεξάρτητα αν είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος. Στη συνέχεια το Σ.τ.Ε. εξαφάνισε την 56/2001 απόφαση του Δ.Ε.Α. και προχώρησε το ίδιο στην εκδίκαση της αίτησης ακυρώσεως της ενάγουσας, την οποία έκανε τελικά δεκτή, για το λόγο ότι, ούτε από το πιο πάνω πρακτικό της ομάδας εργασίας, ούτε από την εισήγηση του Υπουργού Παιδείας προς το Υπουργικό Συμβούλιο, προέκυπτε ότι έγινε ειδική κρίση περί του μεταπτυχιακού χαρακτήρα του τίτλου σπουδών του ……… και συνεπώς, περί της πραγματοποίησης από αυτόν μεταπτυχιακών σπουδών, ούτε και περί του αν πράγματι ο εν λόγω τίτλος και οι σχετικές σπουδές του αφορούσαν τη μουσική και ότι, επομένως, είχε τα νόμιμα προσόντα διορισμού στην επίμαχη θέση κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 5 εδ. β΄ περ. β΄ και παρ. 8 του ν. 1566/1985. Ακολούθως, με την απόφαση αυτή αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή να κρίνει αιτιολογημένα περί του χαρακτήρα (ως μεταπτυχιακών) και του αντικειμένου των σπουδών του ……… στην αλλοδαπή, καλώντας τον τελευταίο να προσκομίσει ενδεχομένως συμπληρωματικά προς τούτο στοιχεία σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης (π.χ. σχετικά πιστοποιητικά ή βεβαιώσεις σπουδών, αντίγραφο του πιο πάνω τίτλου του σε επίσημη μετάφραση κ.λπ.). Εξάλλου, με την ως άνω 2916/2002 απόφαση του Σ.τ.Ε., έγινε δεκτό και ότι κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 25 του ν. 1566/1985, ως επταετής πραγματική υπηρεσία στην εκπαίδευση, προβλεπόμενη ως τυπικό προσόν για το διορισμό σε θέση μόνιμου παρέδρου του Π.Ι., νοείται, εφόσον στη διάταξη αυτή δεν γίνεται σχετική διάκριση, η προϋπηρεσία όχι μόνο στη δημόσια, αλλά και στην ιδιωτική εκπαίδευση και ακολούθως, κρίθηκε ότι ορθά απορρίφθηκε από το Διοικητικό Εφετείο ο ισχυρισμός του ……… περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, εκ του λόγου ότι δεν διέθετε το τυπικό προσόν της επταετούς πραγματικής υπηρεσίας στη δημόσια εκπαίδευση για το διορισμό της στην επίδικη θέση. Στο μεταξύ, εκκρεμούσης της έκδοσης της ως άνω 2916/2002 απόφασης του Σ.τ.Ε. και σε εκτέλεση της 56/2001 απόφασης του Δ.Ε.Α., ο ΥΠ.Ε.Π.Θ. με την 10472/12.07.2001 απόφασή του προέβη σε συγκρότηση ομάδας εργασίας, προκειμένου να αξιολογηθούν και πάλι τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα μόνο της ενάγουσας, η δε ομάδα εργασίας με το 02/07.11.2001 πρακτικό της, εισηγήθηκε το μη διορισμό της στην ένδικη θέση, με την αιτιολογία ότι, η υποψηφιότητά της παρουσιάζει συνολικά σημαντικές ελλείψεις και ειδικότερα δεν διαθέτει αξιόλογο δημοσιευμένο έργο, αξιόλογη επιστημονική, ερευνητική δράση και την απαραίτητη από άποψη ουσιαστική, διδακτική και εκπαιδευτική εμπειρία στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ένσταση που άσκησε η ενάγουσα κατά του ως άνω 02/07.11.2001 πρακτικού της ομάδας εργασίας απορρίφθηκε με την 14455/11.12.2001 απόφαση του ΥΠ.Ε.Π.Θ. και κατά των πράξεων αυτών, η ενάγουσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου της Αθήνας, η οποία έγινε δεκτή με την 3459/2003 απόφασή του, ακυρώθηκαν οι πράξεις αυτές και αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση για να ενεργήσει τα νόμιμα, δηλ. να τεθούν σε νέα κρίση για επιλογή τόσο η ενάγουσα, όσο και ο συνυποψήφιός της ……… . Σε εκτέλεση δε της προαναφερόμενης 2916/2002 απόφασης του Σ.τ.Ε. και πριν από την έκδοση της 3459/2003 απόφασης του Δ.Ε.Α., συγκροτήθηκε το Συλλογικό Όργανο του Π.Ι. το οποίο με την 04/17.04.2003 πράξη του, αφού έκρινε συνολικά τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του ……… (και όχι μόνο σχετικά με τις μεταπτυχιακές σπουδές του), εισηγήθηκε κατά πλειοψηφία το μη διορισμό του τελευταίου και τη μη πλήρωση της θέσης μόνιμου παρέδρου ειδικότητας μουσικής στο Π.Ι.. Ακολούθως, εκδόθηκε η 8694/25.07.2003 πράξη του ΥΠ.Ε.Π.Θ., με την οποία, κατ’ αποδοχή του ανωτέρω πρακτικού, διαπιστώθηκε ότι δεν μπορεί να πληρωθεί η επίμαχη θέση. Στη συνέχεια, ο ……… υπέβαλε το από 26.04.2004 υπόμνημα ενώπιον του ΥΠ.Ε.Π.Θ., με το οποίο ανέφερε ότι το Συλλογικό Όργανο του Π.Ι. με την προαναφερόμενη 04/17.04.2003 πράξη του προέβη σε νέα αξιολόγηση, ενώ η 2916/2002 απόφαση του Σ.τ.Ε. απαιτούσε μόνο αιτιολογημένη κρίση περί του χαρακτήρα (ως μεταπτυχιακών) και του αντικειμένου των σπουδών του. Για το λόγο δε αυτό, ζήτησε την αναπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο Συλλογικό Όργανο. Κατόπιν των ανωτέρω, με την 5683/19.07.2004 απόφαση του ΥΠ.Ε.Π.Θ., ανακλήθηκε η προαναφερόμενη 8694/25.07.2003 διαπιστωτική πράξη και αναπέμφθηκε η υπόθεση στο αρμόδιο Συλλογικό Όργανο, για νέα νόμιμη κρίση. Έπειτα, το συλλογικό όργανο του Π.Ι., με την 01/16.09.2004 πράξη του, εισηγήθηκε στον ΥΠ.Ε.Π.Θ. κατά πλειοψηφία, την πλήρωση της θέσης μόνιμου παρέδρου ειδικότητας μουσικής στο Π.Ι., από τον ………, με την αιτιολογία ότι έχει τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα που προβλέπονται από τις διατάξεις του α. 25 του ν. 1566/1985 και υπερτερεί συγκριτικά της συνυποψηφίας του και στη συνέχεια, με την 9267/26.11.2004 (Γ’ 113/06.05.2005) απόφαση του ΥΠ.Ε.Π.Θ. διορίστηκε ο ……… στην επίμαχη θέση. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Δ.Ε.Α., η οποία έγινε δεκτή με την 2730/2006 απόφαση και αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση για να ενεργήσει τα νόμιμα, αφού κρίθηκε ότι η πλήρωση της επίμαχης θέσης είναι η πρώτη μετά τη θέσπιση αυτής με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1566/1985 και επομένως, έπρεπε να γίνει με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και όχι με απόφαση της ΥΠ.Ε.Π.Θ., σύμφωνα με όσα ορίζονται στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 1566/1985. Σε συμμόρφωση προς την 2730/2006 απόφαση του Δ.Ε.Α., συγκροτήθηκε εκ νέου ομάδα εργασίας (1595/28.02.2007 απόφαση ΥΠ.Ε.Π.Θ.), προκειμένου να επαναξιολογήσει τα προσόντα των υποψηφίων για διορισμό στην επίμαχη θέση, η οποία με την 01/04.04.2007 πράξη της, αφού απέκλεισε από τη διαδικασία επιλογής την ενάγουσα με την αιτιολογία ότι δεν πληροί όλα τα τυπικά προσόντα, όπως αυτά ορίζονται στην παρ. 5 του άρ. 25 του ν. 1566/1985, διότι δεν συμπληρώνει επταετή πραγματική υπηρεσία στη δημόσια εκπαίδευση, εισηγήθηκε τελικά, μετά από εξέταση επιπρόσθετων – εκτός των τυπικών – κριτηρίων, την κατάληψη της εν λόγω θέσης από τον ………. Ακολούθως, ο ΥΠ.Ε.Π.Θ. εισηγήθηκε ομοίως (……/03.08.2007 εισήγηση) προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο με την 12/17.08.2007 απόφασή του, διόρισε τον ……… σε θέση μόνιμου παρέδρου ειδικότητας μουσικής στο Π.Ι., αναδρομικά από τις 17.02.2000 (Γ’ 648/17.08.2007). Κατά της ανωτέρω απόφασης, η ενάγουσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο με την 1441/2009 απόφασή του έκανε δεκτή την αίτηση και ακύρωσε την ανωτέρω πράξη, αναπέμποντας την υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου να ενεργήσει τα νόμιμα, με την αιτιολογία ότι παρανόμως αποκλείσθηκε η ενάγουσα από τη διαδικασία επιλογής στην επίμαχη θέση, εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν πληροί όλα τα τυπικά προσόντα που ορίζονται στην παρ. 5 του άρθρου 25 του ν. 1566/1985, ήτοι δεν συγκεντρώνει πραγματική επταετή υπηρεσία στην εκπαίδευση (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια), καθόσον αυτό έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου με την 2916/2002 απόφαση του Σ.τ.Ε.. Σε συμμόρφωση με την ως άνω απόφαση, συγκροτήθηκε εκ νέου Ομάδα Εργασίας, προκειμένου να επαναξιολογήσει τα προσόντα των δύο υποψηφίων και να εισηγηθεί σχετικά στην Υπουργό Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων. Το Υπουργικό Συμβούλιο με την 15/19-5-2010 πράξη του (Γ’ 459/9-6-2010) και ύστερα από την ……/28-4-2010 εισήγηση της Υπουργού Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, διόρισε τον κ. ……… στη θέση του μονίμου παρέδρου, ειδικότητας μουσικής, αναδρομικά από 17-02-2000 έως 18-09-2009, ημερομηνία λύσης της υπαλληλικής σχέσης του κ. ……… . Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών αίτηση ακυρώσεως κατά της 15/19-5-2010 πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου και της ……/28-4-2010 εισήγησης της Υπουργού Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και το Δ.Ε.Α με την 1735/2013 απόφασή του την απέρριψε, αφού μετά τη δημοσίευση του ν.3966/2011 καταργήθηκε το οργανωτικό σχήμα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, όπως είχε διαμορφωθεί με τον ν. 1566/1985. Εξάλλου, κατόπιν των οργανωτικών μεταβολών που επήλθαν με το νόμο αυτό, και ειδικότερα κατόπιν της μεταφοράς του κύριου προσωπικού του καταργηθέντος φορέα στο Υπουργείο και της τοποθετήσεώς του σε προσωποπαγείς θέσεις, δεν ισχύει πλέον ο τρόπος επιλογής και διορισμού σε θέση Συμβούλων, Μονίμων Παρέδρων ή επί θητεία υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος νόμου. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του γεγονότος ότι δεν συστήθηκε υπό το νέο καθεστώς προσωποπαγής θέση για τον παρεμβαίνοντα στη δίκη κ. ………, του οποίου η πράξη διορισμού έπαυσε να ισχύει από 18-09-
2009 με την αποχώρησή του από το Δημόσιο λόγω συνταξιοδοτήσεως, έκρινε ότι η ενάγουσα δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της επίμαχης αίτησης ακυρώσεως – τούτο δε, διότι ακόμη και σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξεως, η ενάγουσα δεν θα μπορούσε να καταλάβει την επίμαχη θέση, δεδομένου ότι αυτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν υφίστατο πλέον. Παράλληλα, το Τριμελές Συμβούλιο του Σ.τ.Ε., στο οποίο προσέφυγε η ενάγουσα με αίτησή της για άρνηση της Διοίκησης να συμμορφωθεί προς την 1441/2009 απόφαση του Δ.Ε.Α, διαπίστωσε τη συμμόρφωση της Διοικήσεως με την 90/2012 απόφασή του.
Η ενάγουσα κατέθεσε, επίσης, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την με γενικό αριθμό κατάθεσης ………/6-8-2008 αγωγή αποζημίωσης κατά του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προαναφερθείσα 12/17-8-2007 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, παραβίασε το δεδικασμένο που πηγάζει από την 56/2001 απόφαση του Δ.Ε.Α., την 2916/2002 απόφαση του Σ.τ.Ε., καθώς και από τις 2459/2003 και 2730/2006 αποφάσεις του Δ.Ε.Α., ενώ περαιτέρω ισχυριζόταν ότι η ως άνω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του εναγομένου και ειδικότερα η εμμονή αυτών να τοποθετήσουν σε μια θέση έναν υποψήφιο, ακόμα και με παραβίαση δεδικασμένου δικαστικών αποφάσεων, την οδήγησε σε μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα, κλόνισε την εμπιστοσύνη της στη Διοίκηση και της προκάλεσε ψυχική ταλαιπωρία. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η 14187/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία επιδίκασε στην ενάγουσα το ποσό των 10.000 ευρώ, κατά μερική αποδοχή του αιτήματός της για ηθική βλάβη, διότι, όπως έκρινε, μη νομίμως με την 12/17.08.2007 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου αποκλείστηκε η ενάγουσα από τη διαδικασία επιλογής μονίμου παρέδρου του Π.Ι. ειδικότητας μουσικής, με την αιτιολογία ότι δεν πληροί όλα τα τυπικά προσόντα που ορίζονται στην ανωτέρω διάταξη, ήτοι ότι δεν συγκεντρώνει πραγματική επταετή υπηρεσία στην εκπαίδευση, και, συνεπώς, η παράνομη αυτή συμπεριφορά των οργάνων του εναγομένου, προκάλεσε πράγματι στην ενάγουσα ηθική βλάβη, συνεκτιμωμένου του αισθήματος αβεβαιότητας που υπέστη κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας καθώς και του γεγονότος ότι για τη δικαίωσή της αναγκάστηκε να προσφύγει στη δικαιοσύνη. Επισημαίνεται ότι η ενάγουσα κατέθεσε την ………/14-3-2014 αίτηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, με την οποία ζητούσε την καταβολή των αποδοχών που θα ελάμβανε, εάν είχε διοριστεί στη θέση του μονίμου παρέδρου μουσικής του Π.Ι. από 4-2-2000 μέχρι και την κατάθεση της εν λόγω αίτησης.
6. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το νομίμως κατατεθέν από 2-10-2018 υπόμνημα, η ενάγουσα προβάλλει ότι όλες οι πράξεις της Διοίκησης ήταν καθόλα παράνομες, γεγονός που διαπιστωνόταν κάθε φορά με αποφάσεις δικαστηρίων, και μολαταύτα η Διοίκηση ενέμενε να εκλέγει τον συνυποψήφιό της, παραβιάζοντας ακόμα και το δεδικασμένο, όπως έκρινε το Σ.τ.Ε. και το Δ.Ε.Α.. Ειδικότερα, μάλιστα, με την τελευταία κρίση του συλλογικού οργάνου (εννοώντας προφανώς την 15/19-5-2010 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου) εξελέγη εκ νέου ως επικρατέστερος υποψήφιος ο κ. …………, γεγονός που προκάλεσε και πάλι την από μέρους της άσκηση αίτησης ακυρώσεως, η οποία όμως απορρίφθηκε για λόγους τυπικούς. Τελικώς, όπως υποστηρίζει, με την πάροδο των ετών και παντελώς μεθοδευμένα απώλεσε τη δυνατότητα να διεκδικήσει την θέση που προκηρύχθηκε, αφού καταργήθηκε ο φορέας της προκήρυξης. Από τις παράνομες δε πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι προκειμένου να προασπίσει τα συμφέροντά της αναγκάστηκε να προβεί σε συνεχείς δαπανηρούς δικαστικούς αγώνες με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία, για την αποκατάσταση της οποίας ενέχεται το εναγόμενο, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 25.000 ευρώ που ξόδεψε για δικαστικά έξοδα και αμοιβές δικηγόρων σε χρονικό διάστημα 15 ετών. Περαιτέρω, η ενάγουσα διατείνεται ότι εάν τα όργανα του εναγομένου δεν προέβαιναν παρανόμως και αυθαιρέτως σε θετική υπέρ του συνυποψηφίου της κρίση παρά τις δικαστικές αποφάσεις, τότε αυτή θα είχε λάβει μετά βεβαιότητας την επίμαχη θέση για το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως και 31-12-2012, με αποτέλεσμα και εκ του λόγου αυτού να υποστεί ζημία συνιστάμενη στην απώλεια των αντίστοιχων αποδοχών, συνολικού ύψους 250.998,36 ευρώ, όπως αυτές ειδικότερα αναλύονται στο δικόγραφο της αγωγής. Τέλος, η ενάγουσα εκθέτει ότι υπέστη ηθική βλάβη, για την χρηματική ικανοποίηση της οποίας αξιώνει το ποσό των 250.000 ευρώ από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι οι ως άνω περιγραφόμενες παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου κλόνισαν την εμπιστοσύνη της στη Δημόσια Διοίκηση και προσέβαλαν την προσωπικότητά της, δεδομένου μάλιστα ότι απώλεσε το δικαίωμα της κατάληψης της επίμαχης θέσης, σε βάρος και των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της, και παραλλήλως υπέστη ψυχική ταλαιπωρία εν όψει του δεκαπενταετούς δικαστικού της αγώνα. Κατόπιν τούτων, η ενάγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να της καταβάλει νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση: α) το συνολικό ποσό των 275.998,36 ευρώ, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, κατά τα ανωτέρω, και β) το ποσό των 250.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, κατ’ άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, για την ηθική βλάβη που υπέστη από την ίδια αιτία.
7. Επειδή, το εναγόμενο, με την ………/1-8-2018 έκθεση των απόψεών του και το από 2-10-2018 υπόμνημά του, προβάλλει ένσταση αοριστίας της αγωγής, καθώς, όπως υποστηρίζει, δεν εκτίθενται στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής και ειδικότερα σε τι συνίσταται η παρανομία των οργάνων του Δημοσίου, ούτε όμως και προσδιορίζεται με συγκεκριμένα στοιχεία το ύψος της θετικής ζημίας που υπέστη, αφού η ενάγουσα ούτε επικαλείται ούτε προσκομίζει παραστατικά για το κόστος των διαδικαστικών πράξεων εκάστης υπόθεσης και των αντίστοιχων δικηγορικών αμοιβών. Επίσης, το εναγόμενο αποκρούει τον ισχυρισμό της ενάγουσας περί αποθετικής ζημίας, διατεινόμενο ότι η ακύρωση του διορισμού ενός υποψηφίου δεν σήμαινε άνευ άλλου τινός ότι η αρμόδια Επιτροπή επρόκειτο να διορίσει τον έτερο υποψήφιο, αν αυτός δεν κρινόταν κατάλληλος και πληρών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις από την εν λόγω Επιτροπή. Περαιτέρω, το εναγόμενο διατείνεται ότι η αξίωση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας έχει ικανοποιηθεί από την 14187/2017 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείο Αθηνών. Τέλος, το εναγόμενο υποστηρίζει ότι άπασες οι αξιώσεις της ενάγουσας για το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως και 31-12-2012 είχαν υποκύψει σε παραγραφή ήδη κατά το χρόνο κατάθεσης της κρινόμενης αγωγής (31-12-2014) και συνεπώς η κρινόμενη αγωγή είναι απορριπτέα.
8. Επειδή, η ένσταση του εναγομένου περί αοριστίας του δικογράφου είναι αβάσιμη, διότι σε αυτό περιγράφονται τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, εκτίθενται επαρκώς οι αποδιδόμενες ως παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου, στις οποίες θεμελιώνονται κατά την αγωγή οι ένδικες αξιώσεις και περιέχεται σαφώς καθορισμένο αίτημα.
9. Επειδή, άπασες οι αναφερθείσες στο ιστορικό μέρος της παρούσας ακυρωτικές αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, εκτός της τελευταίας 1735/2013 απόφασής του, έκριναν επί της τοποθέτησης του ……… και όχι επί της μη τοποθέτησης της ενάγουσας στη θέση του μόνιμου παρέδρου στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, κι εν συνεχεία ανέπεμπαν την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση. Ήτοι, τα αρμόδια όργανα του εναγομένου, σε συμμόρφωση προς τις ανωτέρω ακυρωτικές αποφάσεις - μεταξύ των οποίων και η 1441/2009 απόφαση του Δ.Ε.Α., που έκρινε παράνομο τον «αποκλεισμό της ενάγουσας από τη διαδικασία επιλογής με την αιτιολογία ότι δεν πληροί όλα τα τυπικά προσόντα που ορίζονται στην παρ. 5 του άρθρου 25 του ν. 1566/1985» - υποχρεούνταν, απλώς, κάθε φορά, να εκδώσουν νεώτερη, νομίμως αιτιολογημένη πράξη, προβαίνοντας σε επανάκριση των υποψηφίων, έχοντας ακόμα και τη δυνατότητα να αποκλείουν εκ νέου την ενάγουσα (σχ. και η 90/2012 απόφαση του Τριμελούς Συμβουλίου του Σ.τ.Ε. περί διαπίστωσης της συμμόρφωσης της Διοίκησης με την 1441/2009 απόφαση του Δ.Ε.Α.), απορριπτομένου του ισχυρισμού της ενάγουσας περί παράνομης εμμονής της Διοίκησης να επιλέγει τον συνυποψήφιό της έναντι αυτής (πρβλ. 1763/2006, 2423/2017 κ.α.). Ανεξαρτήτως λοιπόν, τυχόν παραγραφής των επιμέρους αξιώσεων της ενάγουσας, εφόσον από το περιεχόμενο των ανωτέρω ακυρωτικών αποφάσεων δεν προκύπτει ότι γεννήθηκε υποχρέωση της Διοικήσεως να τοποθετήσει αποκλειστικά την ενάγουσα στην επίμαχη θέση, δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα μη συμμόρφωσης της υπηρεσίας προς τις αποφάσεις αυτές, ενώ οι διοικητικές πράξεις που κρίθηκαν από τις ακυρωτικές αποφάσεις ως παράνομες δεν συνδέονται αιτιωδώς με την αποθετική ζημία που επικαλείται η ενάγουσα ότι υπέστη (πρβλ. ΣτΕ 2898/2014), και συνεπώς, εξ αυτού του λόγου, δεν στοιχειοθετείται αστική ευθύνη του Δημοσίου. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί της ενάγουσας περί θετικής ζημίας της, εξαιτίας της εμπλοκής της σε μακροχρόνιο δαπανηρό δικαστικό αγώνα με στόχο την προάσπιση των συμφερόντων της, είναι απορριπτέοι προεχόντως ως αναπόδεικτοι.
10. Επειδή, περαιτέρω, προϋπόθεση του παρεμπίπτοντος ελέγχου από το παρόν Δικαστήριο της νομιμότητας της 15/19-5-2010 πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία ολοκληρώθηκε η σύνθετη διοικητική ενέργεια της διαδικασίας επιλογής και διορισμού του κ. ……… στο Π.Ι. σε θέση μονίμου παρέδρου, ειδικότητας μουσικής, κατά παράλειψη της ενάγουσας, σύμφωνα και με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 4, είναι η απουσία δεδικασμένου ως προς την νομιμότητα αυτής. Εν προκειμένω, όμως, από την 1735/2013 απορριπτική λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών πηγάζει δεδικασμένο ως προς τη νομιμότητα της ως άνω πράξης και επομένως δεν δύναται να θεμελιωθεί από την πράξη αυτή αξίωση αποζημιώσεως, ακόμα και αν η απορριπτική απόφαση στηρίζεται σε τυπικό λόγο (ΣτΕ 1716/2013). Συνεπώς, οι ισχυρισμοί της ενάγουσας σχετικά με τις προβαλλόμενες παρανομίες της τελευταίας αυτής πράξης διορισμού του συνυποψηφίου της έναντι αυτής, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους ως αβάσιμοι, διότι καλύπτονται από το δεδικασμένο που απορρέει από την προμνησθείσα 1735/2013 απόφαση του Δ.Ε.Α.. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υφίσταται, εν προκειμένω, παράνομη πράξη ή παράλειψη του Δημοσίου, από την οποία να θεμελιώνεται αξίωση της ενάγουσας προς αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., και, συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου Δημοσίου, απορριπτομένων ως αβασίμων όλων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της ενάγουσας. Τέλος, η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που διατείνεται ότι υπέστη η ενάγουσα από τις ως άνω αιτίες, ανεξαρτήτως του κατά πόσο η κρινόμενη αγωγή αποτελεί, κατά το μέρος τούτο, δεύτερη αγωγή, κατά την έννοια του άρθρου 76 παρ.1 του Κ.Δ.Δ., μετά την κατάθεση και εκδίκαση της από 6-8-2008 αγωγής της ενάγουσας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, είναι απορριπτέα για τους λόγους που εκτέθηκαν στην προηγούμενη και την παρούσα σκέψη και, ως εκ τούτου, η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα στο σύνολό της.
11. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί, ενώ, τέλος, πρέπει να απαλλαγεί η ενάγουσα από τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων (άρθρο 275 παρ.1 τελευταίο εδάφιο του Κ.Δ.Δ.).
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Απορρίπτει την αγωγή.
Απαλλάσσει την ενάγουσα από τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 28 Ιανουαρίου 2019.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
Νικόλαος Πανταζής Μαρία Παυλάκου
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο στις 31 Ιανουαρίου 2019, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με πρόεδρο τον Κωνσταντίνο Ζουρνατζή, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., λόγω εκλογής του Προέδρου που μετείχε στη σύνθεση στη θέση του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κωνσταντίνος Ζουρνατζής Αναστασία Κάππη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου