Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα: Πότε δεν προστατεύονται


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Δικαστήριο: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 509
Ετος: 2014

Περίληψη

Προστασία προσωπικών δεδομένων που αφορούν ποινικές διώξεις και καταδίκες - Αποζημίωση λόγω παράβασης προσωπικών δεδομένων, λόγω προσβολής της προσωπικότητας -. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος επιτρέπεται μόνον, όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει την συγκατάθεσή του, κατ’ εξαίρεση δε και χωρίς την συγκατάθεσή του, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων και όταν η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας που επιβάλλεται από τον νόμο. Η συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δεδομένα που αφορούν ποινικές διώξεις ή καταδίκες, απαγορεύεται κατά κανόνα και κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στις αναφερόμενες από τον νόμο περιπτώσεις, εφόσον προηγηθεί πάντοτε άδεια της Αρχής. Περίπτωση Διευθυντή ΠεΣΥ που υπέβαλε αναφορά προς τον εισαγγελέα και ζητούσε τη διαγραφή από τον κατάλογο πραγματογνωμόνων ιατροδικαστή, συνυποβάλλοντας αντίγραφα αναφορών και δικαστικών αποφάσεων, καθώς και δημοσιεύματα κατά του ιατροδικαστή. Το εφετείο απέρριψε την αγωγή, λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του εναγομένου για την εύρυθμη λειτουργία των νοσοκομείων της περιοχής του.


Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 509/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ο. Π. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κωνσταντίνα Χόρτη.
Του αναιρεσιβλήτου: Β. Τ. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Φωτεινή Κανέτη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-11-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαμίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 16/2008 μη οριστική και 148/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 85/2012 του Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 5-9-2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Εμμανουήλ Κλαδογένης διάβασε την από 13-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 περ.α' ΚΠολΔ: " Αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών...". Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ'ουσίαν. Εξάλλου, κατά την έννοια των άρθρων 57 και 59 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, το δε δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Τέτοιο προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι και η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 ΑΚ: "'Οποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει". Κατά δε το άρθρο 932 AK: "Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του". Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Το άδικο των προβλεπομένων στα άρθρα 361 επ. Π.Κ. πράξεων αίρεται σύμφωνα με το άρθρο 367 παρ.1 περ.α'-δ' Π.Κ., μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων,την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ' και δ'). Η τελευταία αυτή διάταξη (ΠΚ 367) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο το ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη της ΠΚ 367 § 2) αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 § 1 του ΠΚ, αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της προσβολής, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κλπ. και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά το νόμο υπευθύνων, άρα και η υποχρέωση τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της ΠΚ 367 § 2, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης των άρθρων 363-362 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου (Α.Π.121/2012, Α.Π. 109/2012). Τέλος, 1) από το άρθρο 2 παρ.5 Ν.2889/2001 (Εθνικό Σύστημα Υγείας και άλλες διατάξεις), όπως ίσχυε μέχρι της κατά την 3-5-2005 καταργήσεώς του με το άρθρο 42 παρ.1 Ν.3329/2005, προκύπτει ότι ο πρόεδρος του Πε.Σ.Υ.Π. (Περιφερειακού Συστήματος Υγείας), το όποιο ήταν Ν.Π.Δ.Δ., είχε, μεταξύ των άλλων, τις αρμοδιότητες να "Εποπτεύει και εξασφαλίζει την ορθή και αποτελεσματική λειτουργία τόσο της Κεντρικής Υπηρεσίας του Πε.Σ.Υ. όσο και των αποκεντρωμένων μονάδων"και να "Συγκαλεί το Δ.Σ. του Πε.Σ.Υ. και διευθύνει τις συνεδριάσεις του". Και 2) από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 περ.α' και β', 4, 5 παρ.παρ.1, 2 περ.β' και 7 Ν.2472/1997 (Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων) συνάγεται, ότι α) η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει την συγκατάθεσή του, κατ' εξαίρεση δε και χωρίς την συγκατάθεσή του, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων και όταν η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από τον νόμο, β) ότι η συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δεδομένα τα οποία αφορούν ποινικές διώξεις ή καταδίκες, απαγορεύεται κατά κανόνα και κατ'εξαίρεση επιτρέπεται στις αναφερόμενες από τον νόμο περιπτώσεις, εφόσον προηγηθεί πάντοτε άδεια της Αρχής. Από την διάταξη δε του άρθρου 23 παρ.1 Ν.2472/1997 η οποία ορίζει: "Φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον", σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 Α.Κ. συνάγεται, ότι σε περίπτωση κατά την οποία ο υπεύθυνος επεξεργασίας προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του ν.2472/1977 ή (και) των κατ'εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται, και ως εκ τούτου ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος του πραγματικά γεγονότα. Για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης επιδικάζεται, κατ'ελάγχιστο όριο, ποσό 2.000.000 δραχμών, εκτός αν ζητήθηκε μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου 23 Ν.2472/1997 (Α.Π. 1923/2006).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του τα ακόλουθα: " Ο εναγόμενος, κατά το χρονικό διάστημα 5/1/2004 μέχρι 14/5/2005 εκτελούσε τα καθήκοντα του Προέδρου-Γενικού Διευθυντή του Περιφερειακού Συστήματος Υγείας (Πε.Σ.Υ.) της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, που αποτελεί ΝΠΔΔ, στο οποίο υπάγονται όλες οι Νοσοκομειακές Μονάδες, τα Κέντρα Υγείας και τα Περιφερειακά Ιατρεία της άνω Περιφέρειας ....Ο ενάγων, ο οποίος είναι ιατροδικαστής (από το έτος 1994) και διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών (από το έτος 1997), ασκεί τα καθήκοντα του ιατροδικαστή, ως ελεύθερος επαγγελματίας, έχοντας την επαγγελματική του έδρα στην Αττική. Με την ειδικότητα του αυτή παρείχε τις υπηρεσίες, διενεργώντας νεκροψίες και νεκροτομές, κατόπιν, πολλές φορές, παραγγελιών της Αστυνομίας, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων, πριν το έτος 2004, και στη Στερεά Ελλάδα (στη Λαμία, στη Λιβαδειά κλπ.). Ειδικότερα, με σχετικές παραγγελίες, τα έτη 2000-2005 διενεργούσε ιατροδικαστικές πράξεις (νεκροψίας και νεκροτομής) μέσα στα νοσοκομεία της άνω Περιφέρειας.... Κατά την εκτέλεση ιατροδικαστικών πράξεων στο νοσοκομείο Λιβαδειάς, από το έτος 2001 δεν υπήρχε καλή συνεργασία μεταξύ αυτού και του τότε διοικητή του νοσοκομείου Ν.Ρ.....Στις αρχές του έτους 2004, ο ως άνω Ν.Ρ., έχοντας γνώση της όλης συμπεριφοράς του ενάγοντος σε άλλα νοσοκομεία, των εις βάρος του ποινικών διώξεων για πράξεις που είχαν σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του και δημοσιευμάτων σε εφημερίδες που αφορούσαν τον ενάγοντα, επειδή θεωρούσε ότι, στα πλαίσια της εύρυθμης λειτουργίας του νοσοκομείου Λιβαδειάς, έπρεπε, εξαιτίας των ως άνω, ο ενάγων να μη παρέχει ιατροδικαστικές υπηρεσίες στο νοσοκομείο, προσέφυγε στην αρμόδια διοίκηση του Πε.Σ.Υ. Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συγκεντρώνοντας πολλές δικαστικές αποφάσεις (ποινικών Δικαστηρίων) ή και αναφορές υπηρεσιών και δημοσιεύματα εφημερίδων που αφορούσαν τον ενάγοντα (και είχαν σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων κατά την περίοδο 1995-2001 σε πολλές περιοχές της Ελλάδας) τα απέστειλε στον εναγόμενο, ως πρόεδρο του Δ.Σ. του άνω Πε.Σ.Υ.....Ο εναγόμενος, ενεργώντας με την άνω ιδιότητα και ως είχε υποχρέωση να διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία όλων των νοσοκομειακών (και όχι μόνο) μονάδων, ενημέρωσε το ΔΣ του Πε.Σ.Υ. για τα ως άνω στοιχεία και ζήτησε την εξουσιοδότηση του (του ΔΣ του Πε.Σ.Υ.) να καταθέσει σχετική αναφορά στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ο οποίος, αφού λάβει γνώση και αυτός των στοιχείων που έλαβε από τον άνω Ν.Ρ. (πρώην, τότε, προέδρου του άνω νοσοκομείου Λιβαδειάς), να εξετάσει τη δυνατότητα διαγραφής του ενάγοντος από τον κατάλογο των ιατροδικαστών και πραγματογνωμόνων των Δικαστηρίων Λαμίας και αποκλεισμού του από κάθε μελλοντικό κατάλογο. Το ΔΣ παρείχε την άνω εξουσιοδότηση .... και στη συνέχεια ο εναγόμενος, ενεργώντας ως πρόεδρος του ΔΣ., σε εκτέλεση της άνω αποφάσεως του Συμβουλίου του Πε.Σ.Υ., συνέταξε και απέστειλε στον Εισαγγελέα Πλημ/κών Λαμίας την από 9-3-2004 αίτηση-αναφορά, η οποία, κατά περιεχόμενο, έχει επακριβώς ως εξής: "ΠΡΟΣ Την κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΛΑΜΙΑΣ Αίτηση-Αναφορά Β. Τ., Προέδρου του Δ.Σ.-Γεν: Διευθυντή του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία Πε.Σ.Υ.Π. Στερεάς Ελλάδας ....Κυρία Εισαγγελεύ, Σας Γνωρίζω ότι σε βάρος του Ο. Π., ιατροδικαστή της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, εκδόθηκαν Καταδικαστικές Αποφάσεις, Βουλεύματα Δικαστικών Συμβουλίων, Αποφάσεις- Πράξεις των Δ.Σ. ΝΠΔΔ/Συλλόγων, καθώς επίσης και Δημοσιεύματα σε Πανελλαδικής και Τοπικής κυκλοφορίας Ημερήσιο Τύπο, τα οποία με υποχρεώνουν ως εκ της ιδιότητας μου να ζητήσω την διαγραφή του από τον κατάλογο ιατροδικαστών και πραγματογνωμόνων που τηρείται στην Εισαγγελία Λαμίας, καθόσον, όπως και η ίδια θα διαπιστώσετε από τον φάκελο που σας προσκομίζω, η συμπεριφορά του δεν είναι η προσήκουσα και δημιουργεί προβλήματα στα Νοσοκομεία της Περιφέρειάς μας, οι Διοικητές δε των Νοσοκομείων δεν έχουν την δυνατότητα να απαγορεύσουν την είσοδό του σε αυτά, αφού λαμβάνει σχετική παραγγελία από το Αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα, προκειμένου να προβεί σε νεκροτομή μέσα στα Νοσοκομεία της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συγκεκριμένα: Α. Καταδικαστικές αποφάσεις: 1)Υπ' αρ. 872/15-06-2001 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η ασκηθείσα έφεση του κατά των 4036, 4037, 4038, 4039, 4040/23-11-1997 αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. 2) Υπ' αρ. 4036, 4037, 4038, 4039, 4040/23-11-1997 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος Ο. Π. του Κ. για τις αξιόποινες πράξεις : α) της εκβίασης κατ' εξακολούθηση (Π.Κ. 385 παρ. 1 περ. β' γ') και β) της απειλής κατ' εξακολούθηση (Π.Κ. 386) 3) Υπ' αρ. 198/27-01-1999 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Τριπόλεως, με την οποία καταδικάστηκε ερήμην ο κατηγορούμενος Ο. Π. του Κ. για τις αξιόποινες πράξεις: α) της παράβασης καθήκοντος (Π.Κ. 259) και β) της απείθειας πραγματογνώμονα (Π.Κ. 169), που έλαβαν χώρα στην Τρίπολη στις 23-09-1996 και 21-09-1996 αντίστοιχα. Β. Βουλεύματα των αρμοδίων Δικαστικών Συμβουλίων με αριθμό: 1) 103/1997 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, με το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος Ο. Π. του Κ. ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστεί για τις αξιόποινες πράξεις: α) της εκβίασης σε βαθμό πλημμελήματος και β) της εκβίασης σε βαθμό κακουργήματος, αμφοτέρων κατ' εξακολούθηση. 2) 104/1997 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, με το οποίο απορρίφθηκε η από 08-04-1997 αίτηση του κατηγορουμένου Ο. Π. του Κ. για αυτοπρόσωπη εμφάνιση. 3) 2969/1997 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσία οι υπ' αριθμ. 26 και 27/1997 εφέσεις του κατηγορουμένου Ο. Π. του Κ. κατά των ανωτέρω βουλευμάτων (103 και 104/1997) του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας. 4) 45/2001 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λιβαδειάς, με το οποίο απορρίπτεται αίτηση περί διορισμού του ιατροδικαστή Ο. Π. του Κ. ως πραγματογνώμονα για το έτος 2002. Γ. Αποφάσεις-Πράξεις των Δ.Σ. ΝΠΔΔ/Συλλόγων με αριθμό: 1) 15/29-10-1996 απόφαση του Δ.Σ. του Νομαρχιακού Παναρκαδικού Γενικού Νοσοκομείου Τριπόλεως "Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ" που κοινοποιήθηκε προς τον Εισαγγελέα Τριπόλεως με την υπ' αριθμ. πρωτ. 17/12-11-1996 πράξη και αφορά την αποστολή επικυρωμένων φωτοαντιγράφων: της αρ.8202/8-10-1996 αναφοράς του κυρίου Χ. Π. Μ., κατοίκου ..., της αρ. 7742/24-09-1996 διαμαρτυρίας των γραφείων τελετών του Ι. και Μ. Μ. και του Α. Τ. που βρίσκονται στην Τρίπολη και κοινοποιήθηκε στο ανωτέρω Νοσοκομείο με το υπ' αριθμ. 230/25-09-1996 έγγραφο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Γραφείων Τελετών (Π.Ο.ΓΡΑ.ΤΕ), της αρ.7743/24-09-1996 διαμαρτυρίας- καταγγελίας του κυρίου Ι. Δ. του Δ.., κατοίκου ... 2) 16/25-11-1996 συνεδρίαση του ΔΣ του Νομαρχιακού Παναρκαδικού Νοσοκομείου Τριπόλεως "Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ", κατά την οποία αποφασίστηκε η διακοπή της συνεργασίας μεταξύ του ανωτέρω Νοσοκομείου και του Ιατροδικαστή Ο. Π. του Κ., απόφαση που κοινοποιήθηκε προς την Ελληνική Αστυνομία (Α.Τ. Τριπόλεως) με την υπ' αριθ. πρωτ. 98481/29-11-1996 πράξη και προς τον ίδιο τον κ.Ο. Π. του Κ. με την υπ' αριθμ. πρωτ. 9796/28-11-1996. 3) 76/26-01-1996 απόφαση του Ιατρικού Συλλόγου Μεσσηνίας (Ν.Π.Δ.Δ.), η οποία ελήφθη κατόπιν συνεδριάσεως του Δ.Σ. του ανωτέρω οργάνου την 23-01-2002, βάσει της οποίας ανακαλείται ομόφωνα η με αριθμ. πρωτ. 534/13-06-2000 απόφαση του Ιατρικού Συλλόγου Μεσσηνίας περί αδείας εκτελέσεως καθηκόντων Ιατροδικαστή στον κ. Ο. Π. του Κ.. 4) 229/25-09-1996 έγγραφο-καταγγελία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Γραφείων Τελετών (Π.Ο.ΓΡΑ.ΤΕ). Δ) Δημοσιεύματα σε βάρος του Ιατροδικαστή Ο. Π. του Κ. σε Πανελ/αδικής και Τοπικής κυκλοφορίας Ημερήσιο Τύπο: "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ", που κυκλοφόρησε την Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2001, "ΕΥΒΟΪΚΗ ΓΝΩΜΗ", που κυκλοφόρησε στην Χαλκίδα την Παρασκευή 30 Ιουνίου 1995 (αρ. φύλ/ου: 962), "ΕΥΒΟΪΚΗ ΓΝΩΜΗ", που κυκλοφόρησε στην Χαλκίδα την Παρασκευή 7 Ιουλίου 1995 (αρ. φυλ/ου: 963), "ΕΥΒΟΪΚΗ ΓΝΩΜΗ", που κυκλοφόρησε στην Χαλκίδα την Παρασκευή 16 Μαΐου 1997, "ΕΥΒΟΪΚΗ ΓΝΩΜΗ", που κυκλοφόρησε στην Χαλκίδα την Παρασκευή 29 Ιουνίου 2001 (αρ. φυλ/ου: 1254), "Η ΕΥΒΟΪΚΗ", που κυκλοφόρησε στην Εύβοια την Παρασκευή 14 Ιουλίου 1995 (αρ. φύλ/ου: 3), "ΤΟΛΜΗ", που κυκλοφόρησε στην Εύβοια την Πέμπτη 20 Ιουλίου 1995 (αρ. φύλ/ου: 49). Κατόπιν τούτων, παρακαλώ να εξετασθεί η δυνατότητα διαγραφής από τον κατάλογο ιατροδικαστών και πραγματογνωμόνων που τηρείται στην Εισαγγελία Λαμίας ο ιατροδικαστής Ο. Π. και να μην περιλαμβάνεται το όνομα του στην κατάρτιση κάθε μελλοντικού πίνακα κατά το άρθρο 185 Κ.Π.Δ. Με εκτίμηση (υπογραφή) Β. Τ.. ΠΡΟΕΔΡΟΣ-ΓΕΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΟΥ Πε.Σ.Υ.Π. ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ". Ο εναγόμενος, μαζί με την άνω αίτηση-αναφορά, υπέβαλε και φάκελο που περιείχε όλα τα ως άνω στοιχεία (αποφάσεις, βουλεύματα, αποφάσεις-πράξεις ΔΣ ΝΠΔΔ ή ιδιωτών και δημοσιεύματα). Με βάση την άνω αναφορά διενεργήθηκε από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λαμίας προκαταρκτική εξέταση κατά τη διάρκεια της οποίας ο ενάγων, με την από 12-8-2004 κλήση, που θυροκολλήθηκε στην οικία του, κλήθηκε για εξηγήσεις, τις οποίες και υπέβαλε στον πταισματοδίκη Αθηνών με το από 21-9-2004 έγγραφο υπόμνημα του. Με την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης ο άνω Εισαγγελέας, με την από 28-2-2005 (ΑΜΜ 2004 ΕΓΧ/1703) διάταξη του (η οποία επικυρώθηκε από τον Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας), έθεσε την αναφορά στο αρχείο, κατ' αρθρ. 43 του ΚΠΔ, ως ουσιαστικά αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι ο ενάγων δεν συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο των ιατροδικαστών πραγματογνωμόνων (αρθρ. 185 του ΚΠΔ), σύμφωνα με τα υπ'αριθμ. 200/2003 και 86/2004 βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημ/κων Λαμίας και σε κάθε περίπτωση γιατί δεν προέκυψε σε βάρος του ενάγοντος αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ώστε να συντρέχει λόγος απαλλαγής του από τα καθήκοντα του πραγματογνώμονα (αρθρ. 188 περ. γ', σε συνδ. με 186 παρ. 1 και 190 του ΚΠΔ). Αποδείχθηκε δε περαιτέρω ότι ο εναγόμενος στην άνω αναφορά του, για να δικαιολογήσει το αίτημα του για την εκ μέρους του, αρμοδίου Εισαγγελέα διερεύνηση της δυνατότητας διαγραφής του ενάγοντος από τον κατάλογο των ιατροδικαστών και πραγματογνωμόνων ή και της μη εγγραφής του στο μέλλον: α) εκθέτει: 1) συγκεκριμένες δικαστικές αποφάσεις (καταδικαστικές) ή βουλεύματα (παραπεμπτικά), με αναφορά μόνο των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε ή παραπέμφθηκε, αντίστοιχα, 2)αποφάσεις-πράξεις του ΔΣ του Νομαρχιακού Νοσοκομείου Τριπόλεως, του ιατρικού συλλόγου Μεσσηνίας, του ΔΣ της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας γραφείων τελετών και καταγγελίες τρίτων (ιδιωτών και επαγγελματιών) που αφορούσαν το πρόσωπο του ενάγοντος (σε σχέση με την άσκηση της άνω επαγγελματικής του δραστηριότητας) και 3) δημοσιεύματα σε βάρος του ενάγοντος εφημερίδων τοπικής και πανελλαδικής κυκλοφορίας (στις "ΕΥΒΟΪΚΗ ΓΝΩΜΗ" και "ΤΟΛΜΗ" της Χαλκίδας και στην "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ"), χωρίς αναφορά του περιεχομένου της. Όλα τα παραπάνω στοιχεία (αποφάσεις, πράξεις και δημοσιεύματα) τα υπέβαλε σε φάκελο μαζί με την αίτηση-αναφορά (όπως χαρακτηριστικά εκτίθεται σ' αυτή). Στη δε αίτηση δεν γίνεται καμία αξιολογική κρίση εκ μέρους του εναγομένου παρά μόνο παρατίθενται οι αριθμοί των αποφάσεων ή βουλευμάτων, με τις αποδιδόμενες πράξεις του ενάγοντος, οι καταγγελίες και αναφορές των άνω φυσικών ή νομικών προσώπων και τα στοιχεία των εφημερίδων (όνομα, αριθμός φύλλου και ημερομηνία κυκλοφορίας), χωρίς, όπως αναφέρθηκε το περιεχόμενο τους. Και β) (αναφέρει στην αίτηση) ότι η συμπεριφορά του ενάγοντος δεν είναι η προσήκουσα και δημιουργεί προβλήματα στα νοσοκομεία της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, οι διοικητές δε των νοσοκομείων δεν έχουν τη δυνατότητα να απαγορεύσουν την είσοδο του, σ' αυτά, αφού λαμβάνει σχετική παραγγελία από τον αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα. Αποδείχθηκε δε, περαιτέρω, ότι ο εναγόμενος, καταρχήν, στην άνω αίτηση-αναφορά προς τον Εισαγγελέα, διατυπώνει γεγονότα, περιστατικά και καταστάσεις που, ως εκ της ιδιότητας του, ως προέδρου-γενικού διευθυντή του Πε.Σ.Υ. Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, περιήλθαν σε γνώση του και αφορούσαν τη λειτουργία νοσοκομειακών μονάδων της Περιφέρειας του. Ειδικότερα εκθέτει συγκεκριμένες καταδικαστικές αποφάσεις ή παραπεμπτικά βουλεύματα, με αναφορά μόνο των αποδιδόμενων αξιόποινων πράξεων. Όλες δε οι αποφάσεις και όλα τα βουλεύματα αφορούν πράγματι τον ενάγοντα και για πράξεις αυτού κατά τη εκτέλεση των καθηκόντων του ως ιατροδικαστή σε περιοχές της Ελλάδας. Και είναι αλήθεια ότι οι καταδικαστικές αποφάσεις δεν ήταν αμετάκλητες ή και κάποιες απ' αυτές, κατά την υποβολή της αιτήσεως, δεν ήταν εκκρεμείς, καθόσον ήδη είχαν εξαφανιστεί με νεότερες αποφάσεις Δικαστηρίων .... Ωστόσο, ο εναγόμενος στην αίτηση του προς τον Εισαγγελέα εξέθετε μόνο τις αποφάσεις, χωρίς να ισχυρίζεται ότι αυτές είναι αμετάκλητες. Δεν γνώριζε την εξέλιξη όλων των δικαστικών εκκρεμοτήτων του ενάγοντος, ούτε μπορούσε να γνωρίζει αυτές, καθόσον ο ίδιος δεν συνέλεξε τις άνω αποφάσεις ή βουλεύματα ούτε επιδίωξε να συλλέξει, αλλά αρκέστηκε, λαμβάνοντας γνώση αυτών από τον άνω διοικητή (πρώην) του νοσοκομείου Λιβαδειάς Ν. Ρ., να ενημερώσει σχετικά (με την αναφορά του) τον Εισαγγελέα Πλημ/κών Λαμίας. Ακόμη, ο εναγόμενος στην αναφορά του εκθέτει δημοσιεύματα εφημερίδων, αλλά και αποφάσεις των άνω νομικών προσώπων (νοσοκομείου ή ιατρικού συλλόγου κλπ.) ή και αναφορές και καταγγελίες ιδιωτών, χωρίς να παραθέτει και το περιεχόμενο τους ή και κυρίως να διατυπώνει αξιολογικές κρίσεις Και είναι, επίσης, αλήθεια ότι ο ενάγων με πολλούς από τους άνω καταγγέλοντες ήταν τότε (και στη συνέχεια) σε δικαστική διένεξη με αφορμή όσα εις βάρος του κατήγγειλαν ή αποφάσισαν (ως μέλη ΔΣ των άνω νομικών προσώπων) και ότι στην εξέλιξη αυτής της διένεξης υπήρξε και δικαστική δικαίωση του ενάγοντος (με έκδοση αποφάσεων ποινικών ή και πολιτικών Δικαστηρίων), πλην όμως ο εναγόμενος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να γνωρίζει, την μετέπειτα εξέλιξη των άνω αναφορών ή αποφάσεων, καθόσον, όπως και για τις καταδικαστικές αποφάσεις, δεν συνέλεξε ο ίδιος τις άνω αναφορές ή δημοσιεύματα, αλλά αρκέστηκε, μόλις έλαβε γνώση και αυτών από τον ως άνω Ν.Ρ., να ενημερώσει σχετικά (με την αναφορά του) τον Εισαγγελέα Πλημ/κών Λαμίας. Ο εναγόμενος με την αναφορά του, διατυπώνει αξιολογική κρίση μόνο για τη συμπεριφορά του ενάγοντος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (ως ιατροδικαστή) στα νοσοκομεία της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, με την ειδικότερη αναφορά ότι "....η συμπεριφορά του δεν είναι προσήκουσα και δημιουργεί προβλήματα στα Νοσοκομεία της Περιφέρειας μας...". Αλλά και την κρίση του αυτή ο εναγόμενος στήριξε σε ενημέρωση του από τον άνω διοικητή του νοσοκομείου Λιβαδειάς...την ειλικρίνεια του οποίου, τότε, παρά τη δικαστική διένεξη αυτού (του διοικητή) με τον ενάγοντα, δεν μπορούσε να αμφισβητήσει εκείνη την περίοδο (κατά την υποβολή της αναφοράς). Αλλά και αν ή άνω αξιολογική κρίση (περί της συμπεριφοράς του ενάγοντος), η οποία συνδεόμενη και σχετιζόμενη με συγκεκριμένα περιστατικά κατά την εκτέλεση των καθηκόντων αυτού, αποτελεί γεγονός, κατά την έννοια του αρθρ. 362 του Π.Κ.... είναι ψευδής, ο εναγόμενος δεν γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα ως αληθή ή και σε κάθε περίπτωση χωρίς τη γνώση ότι αυτά είναι ψευδή δεν στοιχειοθετείται η άδικη πράξη (και αξιόποινη) της συκοφαντικής δυσφημήσεως, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο ενάγων. Σε κάθε δε περίπτωση ο εναγόμενος δεν ενήργησε από πρόθεση ή υπαίτια (και από αμέλεια) άγνοια, προκειμένου καταστήσει τον ενάγοντα ύποπτο ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και να δυσφημήσει και μάλιστα συκοφαντικά, τον ενάγοντα, ή και ακόμη με σκοπό εξύβρισης αυτού, καθόσον ο εναγόμενος, λαμβάνοντας γνώση από τον άνω πρώην διοικητή του νοσοκομείου Λιβαδειάς όλων των περιλαμβανόμενων στην αναφορά του στοιχείων, πίστευε καλόπιστα, ενόψει ότι σε βάρος του ενάγοντος υπήρχαν πολλές έγγραφες καταγγελίες, πολλά δημοσιεύματα και πολλές καταδικαστικές (έστω και μη αμετάκλητες) δικαστικές αποφάσεις, ότι όσα δήλωνε σ' αυτόν ο άνω διοικητής ήταν αληθή, ότι η συμπεριφορά του ενάγοντος δημιουργούσε προβλήματα στο νοσοκομείο Λιβαδειάς (τουλάχιστον) και ότι τα δημοσιεύματα, οι αναφορές και οι δικαστικές αποφάσεις ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Ο εναγόμενος ήταν, τότε, όπως αναφέρθηκε, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Πε.Σ.Υ.Π. Στερεάς Ελλάδας, έχοντας, κατ' αρθρ. 2 παρ. 5 εδ. γ' του ισχύοντος τότε ν. 2889/2001, την εποπτεία και την ευθύνη της ορθής λειτουργίας τόσο της Κεντρικής Υπηρεσίας του Πε.Σ.Υ. όσο και των αποκεντρωμένων νοσοκομειακών μονάδων. Αυτός, λαμβάνοντας, κατά τα παραπάνω, γνώση των άνω στοιχείων, τα οποία και σαφώς είχαν σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων, του ως ιατροδικαστή, ενήργησε με την άνω ιδιότητα του. Δεν δημοσιοποίησε ο ίδιος τα άνω στοιχεία, παρά μόνο θεώρησε σκόπιμο, μέσα στα πλαίσια του φανερού δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του προς αποτελεσματική διασφάλιση της ορθής λειτουργίας των νοσοκομειακών μονάδων της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, να ενημερώσει αρχικά το Δ.Σ. του άνω Πε.Σ.Υ.Π. (ώστε να λάβει τη σχετική εξουσιοδότηση υποβολής αναφοράς) και στη συνέχεια να προσφύγει στην αρμόδια δικαστική αρχή, υποβάλλοντας την άνω αναφορά. Ο ενάγων, δεν ήταν μεν στον κατάλογο των πραγματογνωμόνων (ως ιατροδικαστής) των ετών 2003 και 2004 της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Λαμίας ....όμως αυτός (ενάγων) ενεργούσε (και στη Λαμία) ιατροδικαστικές πράξεις (νεκροψίας-νεκροτομής), μετά από παραγγελίες των αρμόδιων αστυνομικών τμημάτων ..... Είχε, συνεπώς, εύλογο και δικαιολογημένο ενδιαφέρον να διερευνηθεί από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λαμίας η δυνατότητα διαγραφής του ενάγοντος από τον κατάλογο ιατροδικαστών και πραγματογνωμόνων και του αποκλεισμού του από κάθε μελλοντικό πίνακα. Ακόμη, μπορεί αφενός οι καταδικαστικές αποφάσεις να αποτελούν προσωπικά δεδομένα και μάλιστα ευαίσθητο κατά την έννοια του άρθρου 2 περ. β' του ν. 2472/1997 .... και αφετέρου τα αρχεία των εφημερίδων (με τα δημοσιεύματα τους) να συνιστούν αρχεία προσωπικών δεδομένων ....πλην όμως ο εναγόμενος υπήρξε απλός αποδέκτης όλων των άνω στοιχείων (αποφάσεων, δημοσιευμάτων κλπ.), δεν τα συνέλεξε ο ίδιος και ιδίως δεν τα επεξεργάστηκε αυτός, αλλά, έχοντας, κατά τα άνω, το καθήκον της εποπτείας και ορθής λειτουργίας του άνω Πε.Σ.Υ.Π. τα υπέβαλε (με την αναφορά) στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λαμίας, ο οποίος ως αρμόδια δικαστική αρχή, είχε δικαίωμα να λάβει γνώση και να διερευνήσει τη συνδρομή των λόγων εγγραφής ή μη του ενάγοντος στον πίνακα πραγματογνωμόνων, αλλά και εν γένει του αποκλεισμού αυτού από τη διενέργεια ιατροδικαστικών πράξεων. Η υποβολή, συνεπώς, της άνω αναφοράς από τον εναγόμενο, με την άνω ιδιότητα του, σε βάρος του ενάγοντος, για ενέργειες και παραλείψεις αυτού (όπως εκτίθενται στις αναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις, καταγγελίες και δημοσιεύματα) που άπτονται της αρμοδιότητας του (ως ιατροδικαστή) και ασκούν ουσιώδη επιρροή στην εκπλήρωση των καθηκόντων του και στην ορθή λειτουργία των νοσοκομειακών μονάδων του άνω Πε.Σ.Υ.Π, ήταν επιτρεπτή και κατά το ν. 2472/1997.... και επιβεβλημένη από τις διατάξεις των άρθρων 1 επ. του ν. 2889/2001 (για την ίδρυση και λειτουργία των Πε.Σ.Υ.Π.). Με την αναφορά, ο εναγόμενος, δεν υπερέβη το υποβαλλόμενο και αντικειμενικώς αναγκαίο μέσο για την ικανοποίηση του άνω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και την προάσπιση των συμφερόντων του Πε.Σ.Υ.Π., που εκπροσωπούσε, δεν ενήργησε υπαίτια και παράνομα και δεν παραβίασε τις διατάξεις του άνω ν. 2472/1997. Επομένως, κατ'αποδοχή και της προτεινόμενης παραδεκτά (επικουρικά) πρωτόδικα ενστάσεως του άνω άρθρου 367 Π.Κ. την οποία ο εναγόμενος (εφεσίβλητος) επαναφέρει προς απόκρουση της εφέσεως (αρθρ. 527 ΚΠολΔ), δεν στοιχειοθετείται, με τα ως άνω, αδικοπραξία του εναγομένου με βάση τις διατάξεις των άρθρων 914, 919 και 920 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 361-363 του Π.Κ. και συνεπώς ο ενάγων δεν δικαιούται την αιτούμενη, κατ' άρθρο 932 ΑΚ, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και η αγωγή του πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη...". Με αυτά τα οποία δέχθηκε το Εφετείο, το οποίο και απέρριψε ως αβάσιμη κατ'ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, με την οποία είχε απορριφθεί κατ'ουσίαν η αγωγή του, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.1 Κ.Πολ.Δ., καθόσον ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερθείσες στην αρχή διατάξεις και ειδικότερα αυτές των άρθρων αι) 2 παρ.5 Ν.2889/001, βι) 4,5 παρ.1, 7 Ν.2472/1997, γι) 914 Α.Κ. και δι) 361-363, 367 Π.Κ., αφού το δικαστήριο δέχθηκε, ότι ο αναιρεσίβλητος δεν προσέβαλε την προσωπικότητα του αναιρεσείοντος, δεν ετέλεσε αδικοπραξία σε βάρος του ιδίου και ειδικότερα τις πράξεις της δυσφημήσεως, της συκοφαντικής δυσφημήσεως ή της εξυβρίσεως, αλλά ούτε και παράβαση του Ν.2472/1997, επειδή δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αναιρεσιβλήτου τα στοιχεία της υπαιτιότητος (δόλος ή αμέλεια) και ενήργησε με καλή πίστη στα πλαίσια των καθηκόντων του ως προέδρου και γενικού διευθυντού του Περιφερειακού Συστήματος Υγείας της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος. Συνεπώς, ο τα αντίθετα υποστηρίζων μοναδικός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση, να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.4 Κ.Πολ.Δ., η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5 Σεπτεμβρίου 2012 αίτηση για αναίρεση της υπ'αριθμ. 85/2012 αποφάσεως του Εφετείου Λαμίας.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου το Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

15/2007 Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου-Απόρρητο στοιχείων ταυτότητας νεκρών

Σημείωση:
Από τις διατάξεις του ανωτέρω Ν.2472/97, και ιδίως από το άρθρο 2 περ. α και γ, προκύπτει ότι τα προσωπικά δεδομένα αφορούν φυσικά πρόσωπα, δηλ. εκείνα τα οποία βρίσκονται εν ζωή. Στην ελληνική έννομη τάξη δεν υπάρχει ειδική προστασία δεδομένων νεκρών.

Δικαστήριο: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 15
Ετος: 2007

Όροι θησαυρού: ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΑΠΟΡΡΗΤΩΝ
Περίληψη

Ιατρικό απόρρητο - Ανάκριση -. Η γνωστοποίηση των στοιχείων ταυτότητας αναγνωρισθέντων πτωμάτων των ανθρώπων που κάηκαν από πυρκαγιές εκ μέρους των ιατροδικαστών, ήτοι στοιχείων που άντλησαν από τις ιατρικές και ανακριτικές πράξεις που διενήργησαν, επιτρέπεται να γίνει απ' αυτούς μόνο με τη συνδρομή των προϋποθέσεων που αίρουν το ιατρικό ή το ανακριτικό απόρρητο, δηλαδή, εφόσον εξασφαλισθεί η συγκατάθεση των κληρονόμων των θανόντων, όσον αφορά το ιατρικό απόρρητο, και η έγκριση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, εάν πρόκειται για προανάκριση, ή η σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και του ανακριτή, εάν πρόκειται για κύρια ανάκριση, όσον αφορά το ανακριτικό απόρρητο.


Κείμενο Απόφασης

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Ο ΕΙΣΑΓΓΈΛΕΥΣ
ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Αθήνα 31 Οκτωβρίου 2007 Αριθ. Πρωτ 4686 Αριθμ. Γνωμ. 15
Προς
Υπουργείο Δικαιοσύνης
Γεν. Δ. Διοικ. Δικαιοσύνης
Δ/νση Διοίκησης και Ανάπτυξης
Ανθρώπινου Δυναμικού
Τμήμα Διοίκησης Προσωπικού
Θέμα: Γνωστοποίηση από τους ιατροδικαστές αναγνωρίσιμων στοιχείων των ταυτοποιημένων πτωμάτων των καέντων από πυρκαγιές ανθρώπων.
1-Σ' απάντηση του ερωτήματος σας,[1086/4-9-07] αναφορικά με το εάν υπάρχει νομικό κώλυμα για την αποστολή εκ μέρους των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών Πατρών και Ναυπλίου προς το Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεως Υγείας [ΕΚΕΠΥ] ονομαστικού καταλόγου των ταυτοποιημένων πτωμάτων των καέντων από τις πυρκαγιές ανθρώπων, και δη λόγω του ιατρικού ή του ανακριτικού απορρήτου ή του απορρήτου των προσωπικών δεδομένων, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα.
2-Η δέσμευση από το ιατρικό απόρρητο.
α-Έννοια. Σύμφωνα με την Ελληνική Νομοθεσία, όλα τα στοιχεία που αφορούν τους ασθενείς είναι εμπιστευτικά. Το Ελληνικό Δίκαιο προστατεύει το ιατρικό απόρρητο ως μερικότερη έκφραση του απαραβίαστου της προσωπικότητας και του δικαιώματος σεβασμού του ασθενούς, μέσα από το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία ισχύει και ως εθνικό δίκαιο από το 1974 (ΝΔ 53/1974), τον Ποινικό (371) και τον Αστικό Κώδικα (57 επ., 914 επ., 932 επ.), την ισχύουσα Ιατρική Δεοντολογία (άρθρα 22 και 23 του προϊσχύοντος ΑΝ 1565/1939 και 13 του ισχύοντος Ν.3418/05), το Νόμο 2071/1992, καθώς και από τους πειθαρχικούς κανονισμούς των Ιατρικών Συλλόγων και Νοσοκομείων.
Πρώτο ιστορικό κείμενο που προστατεύει το ιατρικό απόρρητο αποτέλεσε ο Ιπποκράτειος Όρκος. Σύμφωνα με τον όρκο του Ιπποκράτη ο ιατρός ορκίζεται ότι "όσα κατά τη διάρκεια της θεραπείας θα δω ή θα ακούσω ή, πέρα από τις ασχολίες μου στην καθημερινή ζωή, όσα δεν πρέπει ποτέ να κοινολογούνται στους έξω, θα τα αποσιωπώ, θεωρώντας αυτά ως μυστικά".
Κατά το άρθρο 13 παρ.13 του Ν.3418/05 "Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας", ο ιατρός οφείλει να τηρεί αυστηρά απόλυτη εχεμύθεια για οποιοδήποτε στοιχείο υποπίπτει στην αντίληψη του ή του αποκαλύπτει ο ασθενής ή τρίτοι, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του, και το οποίο αφορά στον ασθενή ή τους οικείους του, ενώ κατά την παρ.6 του ίδιου άρθρου η υποχρέωση τήρησης και διαφύλαξης του ιατρικού απορρήτου δεν παύει να ισχύει με το θάνατο του ασθενή. Όσον αφορά τους ιατρούς που ασκούν δημόσια υπηρεσία ελέγχου, επιθεώρησης ή πραγματογνωμοσύνης, [στους οποίους συγκαταλέγονται και οι ιατροδικαστές], απαλλάσσονται από την υποχρέωση τήρησης του ιατρικού απορρήτου μόνο έναντι των εντολέων τους και μόνο ως προς το αντικείμενο της εντολής και τους λοιπούς όρους της χορήγησης της.[άρθρο 13 παρ.5 του Ν.3418/05 Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας].
Περιεχόμενο, επομένως, του ιατρικού απορρήτου αποτελεί: -καθετί που ο ασθενής εμπιστεύθηκε στο γιατρό ή στο νοσηλευτή. -Καθετί που ο γιατρός ή ο νοσηλευτής πληροφορήθηκε, συνήγαγε, υπέθεσε ή αντιλήφθηκε κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή έπ' ευκαιρία αυτής. -Καθετί που είτε είναι μειωτικό είτε όχι. -Η θετική ή αρνητική ακόμη διαπίστωση του γιατρού ή του νοσηλευτή. -Κάθε πληροφορία που ο ασθενής επιθυμεί να θεωρείται ως απόρρητη, ακόμη και αν αυτό ήδη φημολογείται. -Ακόμη και η είσοδος στο ιατρείο ή τη νοσηλευτική μονάδα.[Ιατρικό απόρρητο-Οι «κατά συνθήκη» παραβιάσεις. Κ. ΜΕΡΑΚΟΥ,Α. ΔΑΛΑΑ,Δ. ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ].
Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας με τη Διακήρυξη για την προαγωγή των δικαιωμάτων των ασθενών στην Ευρώπη το 1994 σχετικά με το δικαίωμα της εμπιστευτικότητας και προστασίας της ιδιωτικής ζωής ορίζει τα εξής: "Κάθε πληροφορία που αναφέρεται στην κατάσταση της υγείας του ασθενούς αλλά και κάθε άλλη πληροφορία προσωπικής φύσης πρέπει να κρατούνται εμπιστευτικές ακόμη και μετά το θάνατο του. Εμπιστευτική πληροφορία μπορεί να αποκαλυφθεί μόνο αν ο ασθενής δώσει ρητά τη συναίνεση του ή αν ο Νόμος σαφώς παρέχει το δικαίωμα αυτό. Όλα τα στοιχεία αναγνώρισης του ασθενούς πρέπει να προστατεύονται, καθώς επίσης και ανθρώπινες ουσίες, από τις οποίες είναι δυνατό να προκύψουν στοιχεία αναγνώρισης»
β-Ποινική προστασία. Το επαγγελματικό απόρρητο προστατεύεται διττώς, ποινικά και δικονομικά.
1) Ποινικά. Η αποκάλυψη πληροφοριών που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος ως παραβίαση της επαγγελματικής εχεμύθειας. Κατά το άρθρο 371 ΠΚ οι ιατροί, δικηγόροι και κάθε είδους νομικοί παραστάτες, συμβολαιογράφοι, γιατροί, μαίες, νοσοκόμοι, φαρμακοποιοί και άλλοι, στους οποίους κάποιοι εμπιστεύονται συνήθως λόγω του επαγγέλματος τους ή της ιδιότητας τους ιδιωτικά απόρρητα, καθώς και οι βοηθοί των προσώπων αυτών, αν φανερώσουν ιδιωτικά απόρρητα που τους εμπιστεύθηκαν ή που τα έμαθαν λόγω του επαγγέλματος τους ή της ιδιότητας τους, τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους και με χρηματική ποινή, Με το αδίκημα αυτό προστατεύεται όχι μόνο το ιδιωτικό απόρρητο, αλλά και η εμπιστοσύνη του κοινού σε ορισμένα επαγγέλματα, όπως λ.χ. το ιατρικό επάγγελμα, με την έννοια ότι με την ποινική προστασία του ιατρικού απορρήτου εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον της υγείας των ανθρώπων, πράγμα αδύνατο χωρίς την ύπαρξη σχέσης εμπιστοσύνης ανάμεσα στον ιατρό και τον ασθενή. [Αγγ. Κωνσταντινίδης, το ιατρικό απόρρητο, Π01Ν.Λ0Γ 06/352].
2) Δικονομικά. Η δικονομική προστασία παρέχεται με την απαγόρευση των ανωτέρω προσώπων να εξετασθούν ως μάρτυρες στην ποινική διαδικασία για θέματα σχετικά με το επαγγελματικό απόρρητο,[άρθρο 212 ΚΠΔ], και με την απαγόρευση της κατάσχεσης εγγράφων που περιέχουν μυστικά που σχετίζονται με το λειτούργημα ή το επάγγελμα τους.[άρθρα 261,262 ΚΠΔ]. Η κατά παράβαση των ανωτέρω αποδεικτικών απαγορεύσεων χρήση και αξιοποίηση των απαγορευμένων τούτων αποδεικτικών μέσων,[καταθέσεων μαρτύρων και κατασχεμένων εγγράφων] τίκτει σχετική ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία, κατά το άρθρο 173 παρ.1 ΚΠΔ μπορεί να προταθεί από τον εισαγγελέα ή από το διάδικο που έχει έννομο συμφέρον.[άρθρα 212,170 παρ.1 ΚΠΔ].
γ-0 θάνατος ασθενούς-γιατρού. Ο θάνατος είτε του βαρυνομένου με τη διαφύλαξη του ιατρικού απορρήτου ιατρού, είτε του φορέα του, δηλ. του ίδιου του ασθενούς, δεν καταλύει τη δέσμευση που πηγάζει από το ιατρικό απόρρητο, αλλά τούτο εξακολουθεί να ισχύει και μετά θάνατο.[άρθρο 13 τταρ.6 Κωδ. Ιατρ. Δεοντ.].
Μετά το θάνατο του βαρυνομένου με τη διαφύλαξη του ιατρικό απορρήτου ιατρού η ευθύνη για την τήρηση του μεταβαίνει σε εκείνους που αποκτούν τα έγγραφα ή τις σημειώσεις του. Κατά το άρθρο 371 παρ.2 ΠΚ. όμοια τιμωρείται όποιος, μετά το θάνατο ενός από τα ανωτέρω πρόσωπα της παρ.1,και απ' αυτή την αιτία γίνεται κάτοχος εγγράφων ή σημειώσεων του νεκρού, σχετικών με την άσκηση του επαγγέλματος του ή της ιδιότητας του, και από αυτά φανερώνει ιδιωτικά απόρρητα.
Μετά το θάνατο του ασθενούς το δικαίωμα να συναινέσουν στην άρση του ιατρικού απορρήτου του θανόντος περιέρχεται στους κληρονόμους του, εφόσον είναι συγγενείς μέχρι του τετάρτου βαθμού, οι οποίοι κατά το άρθρο 14 παρ.8 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, έχουν το δικαίωμα πρόσβασης στα ιατρικά αρχεία του θανόντος, καθώς και λήψης αντιγράφων του φακέλου του. Έτσι, η απαγόρευση της φανέρωσης του ιατρικού απορρήτου ισχύει και μετά το θάνατο του ασθενούς και περιλαμβάνει και τις συνθήκες του θανάτου.[Μ.Μαργαρίτης ΠΟΙΝ.Κ.2003 σελ.1028].
δ-Η άρση του απορρήτου. Η προστασία του ιατρικού απορρήτου δεν είναι απόλυτη, αλλά υποχωρεί όταν συντρέχουν λόγοι υπέρτερου δημοσίου ή ατομικού συμφέροντος. Σύμφωνα με το άρθρο 371 παρ.3 ΠΚ. η ανακοίνωση γεγονότος που καλύπτεται από το ιατρικό απόρρητο δεν είναι άδικη και παραμένει ατιμώρητη, αν ο υπαίτιος απέβλεπε στην εκπλήρωση καθήκοντος του ή στη διαφύλαξη έννομου ή για άλλο λόγο δικαιολογημένου ουσιώδους συμφέροντος δημόσιου ή του ίδιου ή κάποιου άλλου, το οποίο δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Επίσης, η υποχρέωση τήρησης του ιατρικού απορρήτου αίρεται, κατά το άρθρο 13 παρ. του Ν. 3418/05 "Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας", εάν συναινεί σε αυτό εκείνος στον οποίο αφορά, εκτός εάν η σχετική δήλωση του δεν είναι έγκυρη, όπως στην περίπτωση, που αυτή είναι προϊόν πλάνης, απάτης, απειλής, σωματικής ή ψυχολογικής βίας, ή εάν η άρση του απορρήτου συνιστά προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Στη θεωρία επικρατεί η άποψη ότι η συναίνεση του ασθενούς, που έχει εμπιστευθεί το απόρρητο, είτε αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης,[Α. Κωνσταντινίδης ό.π.], είτε την αποκλείει, [Χωραφάς Ποιν.Δ.Α/186,Συμεωνίδου-Καστανίδου Δίκαιο και Πολιτική σ.124].Το απόρρητο είναι απόρρητο όσο ο ασθενής επιθυμεί να είναι απόρρητο, [Χ. Πολίτης Ιατρικό απόρρητο Πρακτικά ημερίδας Διάδοσης Ιπποκράτειου Πνεύματος Η/17]. Παράδειγμα ανακοίνωσης του ιατρικού απορρήτου που δεν συνιστά άδικη πράξη και παραμένει ατιμώρητη, αποτελεί η έκδοση από τον ιατρό των πιστοποιητικών υγείας του ασθενή, που γίνεται με την αίτηση του ίδιου του ασθενή ή κάποιου συγγενή του. Η πράξη αυτή δεν συνιστά παραβίαση της επαγγελματικής εχεμύθειας, διότι γίνεται με τη συναίνεση του φορέα του απορρήτου και εξυπηρετεί το συμφέρον του.
ε-Συνεπώς, η αποδέσμευση του ιατρού από το ιατρικό απόρρητο του θανόντος από οποιαδήποτε αιτία, είτε από αιφνίδιο, είτε από βίαιο θάνατο, π.χ. από καρδιακή ανακοπή, από ηλεκτροπληξία, από πυρκαγιές κλπ, και δη η αποκάλυψη στοιχείων της ταυτότητας και της αιτίας του θανάτου του, πληροφορίες που περιήλθαν στη γνώση του κατά την άσκηση του ιατρικού του επαγγέλματος και εμπίπτουν στο περιεχόμενο ιατρικού απορρήτου, μπορεί να επέλθει με τη συναίνεση των κληρονόμων του θανόντος.
2-Το ανακριτικό απόρρητο.
α-Έννοια. Σύμφωνα με το άρθρο 239 παρ.1 ΚΠΔ. σκοπός της ανάκρισης είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η τέλεση ορισμένου εγκλήματος και να αποφασισθεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη. Κατά την παρ.2,κατά την ανάκριση γίνεται καθετί που μπορεί να βοηθήσει την εξακρίβωση της αλήθειας, εξετάζεται και βεβαιώνεται αυτεπαγγέλτως όχι μόνον η ενοχή, αλλά και η αθωότητα του κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητα του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής. Κατά το άρθρο 241 ΚΠΔ η ανάκριση γίνεται πάντοτε εγγράφως και χωρίς δημοσιότητα. Διενεργείται δε με την παρουσία δικαστικού γραμματέα ή δεύτερου ανακριτικού υπαλλήλου ή αν δεν υπάρχουν αυτοί με παρουσία δυο μαρτύρων που έχουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 150.Από τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της μυστικότητας της ανάκρισης, που σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια της ανάκρισης δεν επιτρέπεται σε οποιονδήποτε πολίτη να παρίσταται και να παρακολουθεί τη διενέργεια των επί μέρους ανακριτικών πράξεων ή να λαμβάνει γνώση του περιεχομένου τους. Η μυστικότητα της ανάκρισης διασφαλίζει τόσο τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, να μην υπάρξει δημόσια διαπόμπευση του προτού αποφασισθεί εάν υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ή όχι για την παραπομπή του σε δίκη,[τεκμήριο αθωότητας],όσο και την απρόσκοπτη και αποτελεσματικότερη συλλογή του αποδεικτικού υλικού. [Α. Καρράς Ποιν. Δικ.Δ. 98/366, Στ. Γονατά Η νέα δημοσιότητα της ποινικής δίκης. ΠΟΙΝ.ΔΙΚ.06/595].
β-Προστασία. Η ποινική προστασία του ανακριτικού απορρήτου παρέχεται με το άρθρο 252 ΠΚ. Κατά το άρθρο 252 ΠΚ τιμωρείται για παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών ο υπάλληλος που, εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 248,249,250 και 251, [παραβίαση δικαστικού απορρήτου], παραβαίνοντας τα καθήκοντα του γνωστοποιεί σε άλλον: α) πράγμα το οποίο γνωρίζει μόνο λόγω της υπηρεσίας του ή β) έγγραφο που του είναι εμπιστευμένο ή προσιτό λόγω της υπηρεσίας του, αν τέλεσε κάποια από τις πράξεις αυτές με σκοπό να ωφεληθεί ο ίδιος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο.
γ-Άρση του απορρήτου. Η μυστικότητα της ανάκρισης υποχωρεί χάρη προστασίας των δικαιωμάτων των διαδίκων και της εξυπηρέτησης υπέρτερου συμφέροντος τρίτων. Πράγματι, κατά το άρθρο 147 ΚΠΔ. κατά τη διάρκεια της ανάκρισης επιτρέπεται να χορηγηθούν αντίγραφα των ανακριτικών πράξεων ή να γίνει γνωστοποίηση του περιεχομένου τους στους μεν διαδίκους σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 101,104,107 και 108,σε οποιονδήποτε δε τρίτο, εάν έχει έννομο συμφέρον με ομόφωνη έγκριση του ανακριτή και του εισαγγελέα. Εάν δε πρόκειται για προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση, η χορήγηση των προδικαστικών πράξεων ή η γνωστοποίηση του περιεχομένου τους γίνεται από τον Εισαγγελέα Πλημμ/κών, ο οποίος κατά τα άρθρα 31 παρ.1 και 33 παρ.1 ΚΠΔ. τις παραγγέλλει και τις διευθύνει.
Από την τελολογική ερμηνεία των διατάξεων που θεσπίζουν τη μυστικότητα της προδικασίας συνάγεται ότι η γνωστοποίηση του περιεχομένου των προδικαστικών πράξεων σε οποιοδήποτε τρίτο, πολίτη ή αρχή, επιτρέπεται μόνο εφόσον δεν δυσχεραίνεται ο σκοπός της ανάκρισης, που από το άρθρο 239 τάσσεται ότι είναι η συλλογή του αποδεικτικού υλικού.
Τούτο ρητά ορίζεται από το έχοντα γενική εφαρμογή άρθρο 5 παρ.3 ,του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας,[Ν 2690/99],σύμφωνα με το οποίο το δικαίωμα πρόσβασης του πολίτη στα διοικητικά έγγραφα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου, ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος τούτου, αν το έγγραφο αναφέρεται στις συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, ή αν η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών, "διοικητικών," [που προστ. με το άρθρο 8 παρ.2 του Ν.2880/01], αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης.
3-Το απόρρητο των προσωπικών δεδομένων.
α-Έννοια. Η συγκέντρωση και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους επέμβασης στην προσωπική σφαίρα και στην ιδιωτική ζωή του ατόμου. Κάθε δραστηριότητα του σύγχρονου ανθρώπου γίνεται καθημερινά αντικείμενο επεξεργασίας και ανάλυσης, γεγονός που χρήζει αντιμετώπισης και νομική κατοχύρωσης, πράγμα που έγινε με άρθρο 9Α του ισχύοντος Συντάγματος και του εκτελεστικού αυτού Ν.2472/97.Από το άρθρο 9Α του Συντάγματος ορίζεται ότι «Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει.»
Ο συνταγματικός νομοθέτης θέλησε να προστατεύσει τα πρόσωπα-φορείς του δικαιώματος, έναντι της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων. Η προστασία που εισάγεται, αφορά όχι μόνον την επεξεργασία, αλλά και την συλλογή προσωπικών δεδομένων.
Στον εκτελεστικό του Συντάγματος Ν.2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (Φ.Ε.Κ. Α' 50), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής.: Αντικείμενο του νόμου Ν.2472/1997 είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής.[άρθρο 1]. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) "Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων, "β.[όπως αντικατ. με το άρθρο 18 παρ.1 του Ν.3471/06], "Ευαίσθητα δεδομένα", τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων", γ) "Υποκείμενο των δεδομένων", το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("επεξεργασία"), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή." ε.[όπως αντικατ. με το άρθρο 18 παρ.2 του Ν.3471/06]. "Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια".
Κατά το άρθρο 10 παρ.1, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο κατ' εντολή του.
β-Ποινική προστασία. Κατά το άρθρο 22 παρ.4 του Ν.2472/97 όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται. μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και, αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις. Κατά την παρ.6 τού ίδιου άρθρου, αν ο υπαίτιος των πράξεων των παρ. 1 έως 5 του παρόντος άρθρου είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ή να βλάψει τρίτον, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα(10) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δύο εκατομμυρίων (2.000.000)δραχμών έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών.
Τέλος, όταν τα προσωπικά δεδομένα έχουν προσκομισθεί σε δικαστική ή εισαγγελική αρχή και ευρίσκονται στον φάκελο της δικογραφίας, ή, αποτελούν μέρος προανακριτικού ή ανακριτικού υλικού η Αρχή Προστασίας Δεδομένων δεν έχει αρμοδιότητα γιατί ο φάκελος της δικογραφίας εκκρεμούς δίκης και κατ' αναλογία το ανακριτικό /προανακριτικό υλικό, δεν αποτελεί αρχείο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2472/97.[ΑΑΔ 49/05,147/01].
γ-Υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων. Από τις διατάξεις του ανωτέρω Ν.2472/97, και ιδίως από το άρθρο 2 περ. α και γ, προκύπτει ότι τα προσωπικά δεδομένα αφορούν φυσικά πρόσωπα, δηλ. εκείνα τα οποία βρίσκονται εν ζωή. Στην ελληνική έννομη τάξη δεν υπάρχει ειδική προστασία δεδομένων νεκρών.[Απόφ. Αρχής 19/07,3963/3-5-07 έγγραφο της Αρχής].
3-Συμπέρασμα. Κατ' ακολουθία των εκτεθέντων, η γνωστοποίηση των στοιχείων ταυτότητας των αναγνωρισθέντων πτωμάτων των ανθρώπων που κάηκαν από πυρκαγιές εκ μέρους των ιατροδικαστών,[των Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας, των ΑΕΙ, των Εργαστηρίων των Πανεπιστημιακών Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων ή του ΕΣΥ. -Γνωμ.Αντ.ΑΠ. 3065/96 Η. Σπυρόπουλου Π.ΧΡ.ΜΖ/713],ήτοι στοιχείων που άντλησαν από τις ιατρικές και ανακριτικές πράξεις που διενήργησαν, επιτρέπεται να γίνει απ' αυτούς μόνο με τη συνδρομή των προϋποθέσεων που αίρουν το ιατρικό ή το ανακριτικό απόρρητο, ήτοι, εφόσον εξασφαλισθεί η συγκατάθεση των κληρονόμων των θανόντων, όσον αφορά το ιατρικό απόρρητο, και η έγκριση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, εάν πρόκειται για προανάκριση, ή η σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και του ανακριτή, εάν πρόκειται για κύρια ανάκριση, όσον αφορά το ανακριτικό απόρρητο.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Φώτιος Μακρής
Ε.Θ.


Εισηγητές: Φώτιος Μακρής
Λήμματα: Ιατρικό απόρρητο ,Ανάκριση

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
 
Δημοσίευση: ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ




































Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Οδηγία 95/46/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Επεξεργασία και κυκλοφορία φορολογικών στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα – Προστασία των φυσικών προσώπων – Ελευθερία λόγου-Δημοσιογραφικός σκοπός-Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Υπόθεση C-73/07
Tietosuojavaltuutettu
κατά
Satakunnan Markkinapörssi Oy
και
Satamedia Oy
(αίτηση του Korkein hallinto-oikeus
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)


1. Περίληψη

1) Tο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια δραστηριότητα που συνίσταται:
–        στη συλλογή από τα δημόσια έγγραφα των φορολογικών αρχών στοιχείων σχετικών με τα εισοδήματα από την εργασία και την εκμετάλλευση κεφαλαίου, καθώς και με την περιουσία φυσικών προσώπων, και η περαιτέρω επεξεργασία τους προκειμένου τα στοιχεία αυτά να δημοσιευθούν,
–        στη δημοσίευσή τους με αλφαβητική σειρά και ανά κατηγορία εισοδημάτων, με τη μορφή ονομαστικών καταλόγων ανά δήμο ή κοινότητα κατοικίας,
–        στην περαιτέρω παράδοσή τους με τη μορφή ψηφιακών δίσκων CD-ROM προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για εμπορικό σκοπό,
–        στην επεξεργασία τους στο πλαίσιο υπηρεσίας σύντομων γραπτών μηνυμάτων (SMS) η οποία παρέχει τη δυνατότητα στους χρήστες κινητών τηλεφώνων να πληροφορούνται τα εισοδήματα από την εργασία και την εκμετάλλευση κεφαλαίου, καθώς και την περιουσιακή κατάσταση κάποιου ατόμου, αποστέλλοντας ένα τέτοιο μήνυμα με το όνομα και τον δήμο κατοικίας του
πρέπει να θεωρηθεί ως «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» υπό την έννοια της διατάξεως αυτής.
2)      Το άρθρο 9 της οδηγίας έχει την έννοια ότι οι δραστηριότητες που απαριθμεί το πρώτο ερώτημα, στοιχεία α) έως δ), όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, αφορώσες δεδομένα που προέρχονται από δημόσια έγγραφα κατά την εθνική νομοθεσία, πρέπει να θεωρούνται ως δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ασκούμενες «αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς», υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, αν με αυτές σκοπείται αποκλειστικά να ανακοινώνονται στο κοινό πληροφορίες, απόψεις ή ιδέες, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει.
3)      Δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όπως εκείνες περί των οποίων γίνεται λόγος στο πρώτο ερώτημα, στοιχεία γ) και δ), σχετικές με αρχεία δημοσίων αρχών περιλαμβάνοντα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχουν μόνον πληροφορίες οι οποίες έχουν ήδη δημοσιευθεί αυτούσιες στα μέσα μαζικής ενημερώσεως, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46.

2. Ενδιαφέρουσες σκέψεις

54      Το άρθρο 9 της οδηγίας αφορά έναν τέτοιο συμβιβασμό. Όπως προκύπτει ιδίως από την τριακοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, σκοπός του άρθρου 9 αυτής είναι να συμβιβάσει δύο θεμελιώδη δικαιώματα: αφενός, της προστασίας του ιδιωτικού απορρήτου και, αφετέρου, της ελευθερία του λόγου. Το έργο αυτό πρέπει να φέρουν εις πέρας τα κράτη μέλη.
55      Προκειμένου να επιτευχθεί ο συμβιβασμός μεταξύ των δύο αυτών θεμελιωδών δικαιωμάτων υπό την έννοια της οδηγίας 95/46, τα κράτη μέλη καλούνται να προβλέψουν ορισμένες παρεκκλίσεις ή ορισμένους περιορισμούς όσον αφορά την προστασία δεδομένων και, επομένως, όσον αφορά το θεμελιώδες δικαίωμα στο ιδιωτικό απόρρητο, το οποίο προβλέπουν τα κεφάλαια II, IV και VI της οδηγίας αυτής. Οι σχετικές παρεκκλίσεις πρέπει να προβλέπονται αποκλειστικά για δημοσιογραφικούς σκοπούς ή στο πλαίσιο καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής εκφράσεως, που εμπίπτουν στο θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, μόνον καθόσον αυτές είναι αναγκαίες για τον συμβιβασμό του δικαιώματος στο ιδιωτικό απόρρητο προς τους κανόνες που διέπουν την ελευθερία του λόγου.
56      Αφενός, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η σημασία που έχει η ελευθερία του λόγου εντός κάθε δημοκρατικής κοινωνίας, οι σχετικές έννοιες, μεταξύ των οποίων εκείνη του δημοσιογραφικού σκοπού, πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως. Αφετέρου, και προκειμένου να επιτευχθεί μια ισόρροπη στάθμιση μεταξύ των δύο θεμελιωδών δικαιωμάτων, η προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος στο ιδιωτικό απόρρητο επιτάσσει οι παρεκκλίσεις και οι περιορισμοί της προστασίας των δεδομένων που προβλέπονται στα προαναφερθέντα κεφάλαια της οδηγίας να μην υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου. 

3. Η απόφαση έχει επί λέξει ως εξής:

Υπόθεση C-73/07

Tietosuojavaltuutettu
κατά
Satakunnan Markkinapörssi Oy
και
Satamedia Oy
(αίτηση του Korkein hallinto-oikeus
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Οδηγία 95/46/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Επεξεργασία και κυκλοφορία φορολογικών στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα – Προστασία των φυσικών προσώπων – Ελευθερία λόγου»
Περίληψη της αποφάσεως
1.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Οδηγία 95/46
(Οδηγία 95/46 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)
2.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Οδηγία 95/46
(Οδηγία 95/46 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 9)
3.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Οδηγία 95/46
(Οδηγία 95/46 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)
1.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια δραστηριότητα που συνίσταται:
– στη συλλογή από τα δημόσια έγγραφα των φορολογικών αρχών στοιχείων σχετικών με τα εισοδήματα από την εργασία και την εκμετάλλευση κεφαλαίου, καθώς και με την περιουσία φυσικών προσώπων, και η περαιτέρω επεξεργασία τους προκειμένου τα στοιχεία αυτά να δημοσιευθούν,
– στη δημοσίευσή τους με αλφαβητική σειρά και ανά κατηγορία εισοδημάτων, με τη μορφή ονομαστικών καταλόγων ανά δήμο ή κοινότητα κατοικίας,
– στην περαιτέρω παράδοσή τους με τη μορφή ψηφιακών δίσκων CD-ROM προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για εμπορικό σκοπό,
– στην επεξεργασία τους στο πλαίσιο υπηρεσίας σύντομων γραπτών μηνυμάτων (SMS) η οποία παρέχει τη δυνατότητα στους χρήστες κινητών τηλεφώνων να πληροφορούνται τα εισοδήματα από την εργασία και την εκμετάλλευση κεφαλαίου, καθώς και την περιουσιακή κατάσταση κάποιου ατόμου, αποστέλλοντας ένα τέτοιο μήνυμα με το όνομα και τον δήμο κατοικίας του,
πρέπει να θεωρηθεί ως «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» υπό την έννοια της διατάξεως αυτής.
(βλ. σκέψη 37, διατακτ. 1)
2.        Το άρθρο 9 της οδηγίας 95/46, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, το οποίο διέπει τη σχέση μεταξύ προστασίας των δεδομένων αυτών προσωπικού χαρακτήρα και ελευθερίας λόγου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δραστηριότητες που συνίσταται:
– στη συλλογή από τα δημόσια έγγραφα των φορολογικών αρχών στοιχείων σχετικών με τα εισοδήματα από την εργασία και την εκμετάλλευση κεφαλαίου, καθώς και με την περιουσία φυσικών προσώπων, και η περαιτέρω επεξεργασία τους προκειμένου τα στοιχεία αυτά να δημοσιευθούν,
– στη δημοσίευσή τους με αλφαβητική σειρά και ανά κατηγορία εισοδημάτων, με τη μορφή ονομαστικών καταλόγων ανά δήμο ή κοινότητα κατοικίας,
– στην περαιτέρω παράδοσή τους με τη μορφή ψηφιακών δίσκων CD-ROM προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για εμπορικό σκοπό,
– στην επεξεργασία τους στο πλαίσιο υπηρεσίας σύντομων γραπτών μηνυμάτων (SMS) η οποία παρέχει τη δυνατότητα στους χρήστες κινητών τηλεφώνων να πληροφορούνται τα εισοδήματα από την εργασία και την εκμετάλλευση κεφαλαίου, καθώς και την περιουσιακή κατάσταση κάποιου ατόμου, αποστέλλοντας ένα τέτοιο μήνυμα με το όνομα και τον δήμο κατοικίας του,
πρέπει να θεωρούνται ως δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ασκούμενες «αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς», υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, αν με αυτές σκοπείται αποκλειστικά να ανακοινώνονται με οποιονδήποτε τρόπο στο κοινό πληροφορίες, απόψεις ή ιδέες, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει.
Εν πάση περιπτώσει, οι σχετικές δραστηριότητες δεν απαιτείται να συνδέονται αποκλειστικά με επιχειρήσεις μέσων μαζικής ενημερώσεως και μπορούν να ασκούνται με κερδοσκοπικό σκοπό.
(βλ. σκέψεις 61-62, διατακτ. 2)
3.        Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, δραστηριότητα επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η οποία συνίσταται στην παράδοση με τη μορφή ψηφιακών δίσκων CD-ROM στοιχείων προερχομένων από δημόσια έγγραφα των φορολογικών αρχών, σχετικών με τα εισοδήματα από την εργασία και την εκμετάλλευση κεφαλαίου, καθώς και με την περιουσία φυσικών προσώπων, τα οποία έχουν δημοσιευθεί αυτούσια σε μέσα μαζικής ενημερώσεως, προκειμένου τα στοιχεία αυτά να χρησιμοποιηθούν για εμπορικό σκοπό. Εμπίπτει επίσης στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας δραστηριότητα επεξεργασίας των δεδομένων αυτών στο πλαίσιο υπηρεσίας σύντομων γραπτών μηνυμάτων (SMS) η οποία παρέχει τη δυνατότητα στους χρήστες κινητών τηλεφώνων να αποστέλλουν ένα τέτοιο μήνυμα με το όνομα και τον δήμο κατοικίας κάποιου ατόμου και να λαμβάνουν ως απάντηση τις πληροφορίες αυτές.
(βλ. σκέψη 49, διατακτ. 3)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 16ης Δεκεμβρίου 2008
«Οδηγία 95/46/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Επεξεργασία και κυκλοφορία φορολογικών στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα – Προστασία των φυσικών προσώπων – Ελευθερία λόγου»
Στην υπόθεση C-73/07,
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Korkein hallinto-oikeus (Φινλανδία) με απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2007, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Φεβρουαρίου 2007, στο πλαίσιο της δίκης
Tietosuojavaltuutettu
κατά
Satakunnan Markkinapörssi Oy,
Satamedia Oy,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),
συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, K. Lenaerts και A. Ó Caoimh, προέδρους τμήματος, P. Kūris, E. Juhász, Γ. Αρέστη, A. Borg Barthet, J. Klučka, U. Lõhmus και E. Levits (εισηγητή), δικαστές,
γενική εισαγγελέας: J. Kokott
γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Φεβρουαρίου 2008,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
–        οι Satakunnan Markkinapörssi Oy και Satamedia Oy, εκπροσωπούμενες από τον P. Vainio, lakimies,
–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Heliskoski,
–        η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Uibo,
–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. I. Fernandes και C. Vieira Guerra,
–        η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Falk και K. Petkovska,
–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους C. Docksey και P. Aalto,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 8ης Μαΐου 2008
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281, σ. 31, στο εξής: οδηγία).
2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ tietosuojavaltuutettu (διαμεσολαβητή επιφορτισμένου με την προστασία δεδομένων, στο εξής: Διαμεσολαβητής) και tietosuojalautakunta (επιτροπή προστασίας δεδομένων), σχετικά με δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τις οποίες ασκούν οι εταιρίες Satakunnan Markkinapörssi Oy (στο εξής: Markkinapörssi) και Satamedia Oy (στο εξής: Satamedia).
 Το νομικό πλαίσιο
 Η κοινοτική νομοθεσία
3        Η οδηγία, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτής αποσκοπεί στην προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, ιδίως του ιδιωτικού απορρήτου, έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
4        Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:
«Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να περιορίζουν ή να απαγορεύουν την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των κρατών μελών για λόγους συναφείς με την προστασία που εξασφαλίζεται δυνάμει της παραγράφου 1.»
5        Το άρθρο 2 της οδηγίας με τίτλο «Ορισμοί» προβλέπει τα εξής:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:
α)      “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί (το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα)· ως πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί λογίζεται το πρόσωπο εκείνο που μπορεί να προσδιοριστεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας [ή άλλου επισήμου εγγράφου] ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από φυσική, βιολογική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική άποψη·
β)      “επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (επεξεργασία): κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιούνται με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων διαδικασιών και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώρηση, η οργάνωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η τροποποίηση, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η ανακοίνωση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η εναρμόνιση ή ο συνδυασμός, καθώς και το κλείδωμα, η διαγραφή ή η καταστροφή ·
γ)      “αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (αρχείο), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προσιτών με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, είτε το σύνολο αυτό είναι συγκεντρωμένο είτε αποκεντρωμένο είτε κατανεμημένο σε λειτουργική ή γεωγραφική βάση·
[…]»
6        Το άρθρο 3 της οδηγίας προσδιορίζει το πεδίο εφαρμογής αυτής ως ακολούθως:
«1.      Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται στην αυτοματοποιημένη, εν όλω ή εν μέρει, επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων που περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο.
2.      Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα:
–        η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, όπως οι δραστηριότητες που προβλέπονται στις διατάξεις των τίτλων V και VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και, εν πάση περιπτώσει, στην επεξεργασία δεδομένων που αφορά τη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα, την ασφάλεια του κράτους (συμπεριλαμβανομένης και της οικονομικής ευημερίας του, εφόσον η επεξεργασία αυτή συνδέεται με θέματα ασφάλειας του κράτους) και τις δραστηριότητες του κράτους σε τομείς του ποινικού δικαίου,
–        η οποία πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων.»
7        Η σχέση μεταξύ προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ελευθερίας λόγου διέπεται από το άρθρο 9 της οδηγίας με τίτλο «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ελευθερία έκφρασης»:
«Για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς ή στο πλαίσιο καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης, τα κράτη μέλη προβλέπουν τις εξαιρέσεις ή παρεκκλίσεις από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, του κεφαλαίου IV και του κεφαλαίου VI μόνο στον βαθμό που είναι αναγκαίες ώστε το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής να συμβιβάζεται με τους κανόνες που διέπουν την ελευθερία έκφρασης.»
8        Συναφώς, η τριακοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας έχει ως ακολούθως:
«37) ως προς την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για δημοσιογραφικούς σκοπούς καθώς και για καλλιτεχνική ή λογοτεχνική έκφραση, ιδίως στον οπτικοακουστικό τομέα, πρέπει να προβλέπονται εξαιρέσεις και περιορισμοί από τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας οι οποίοι είναι αναγκαίοι για τον συμβιβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου με την ελευθερία της έκφρασης, και ιδίως την ελευθερία να λαμβάνει κανείς ή να παρέχει πληροφορίες, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 10 της ευρωπαϊκής σύμβασης περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στα κράτη μέλη να θεσπίσουν, για την ιεράρχηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τις αναγκαίες εξαιρέσεις και περιορισμούς όσον αφορά τους εν γένει κανόνες νομιμότητας της επεξεργασίας των δεδομένων, τα μέτρα διαβίβασης των δεδομένων σε τρίτες χώρες, καθώς και τις αρμοδιότητες των υπηρεσιών ελέγχου. Αυτό δεν θα πρέπει εντούτοις να παράσχει στα κράτη μέλη αφορμή για να προβλέπουν εξαιρέσεις από τα μέτρα που εγγυώνται την ασφάλεια της επεξεργασίας. Θα πρέπει ωσαύτως να μεταβιβαστούν εκ των υστέρων ορισμένες αρμοδιότητες τουλάχιστον στην αρμόδια επί του τομέα αρχή ελέγχου, όπως φερ’ ειπείν η δημοσίευση εκθέσεων σε τακτά διαστήματα ή η προσφυγή στις δικαστικές αρχές.»
9        Το άρθρο 13 της οδηγίας, με τίτλο «Εξαιρέσεις και περιορισμοί», ορίζει τα ακόλουθα:
«Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν με νομοθετικά μέτρα την εμβέλεια των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφος 1, του άρθρου 10, του άρθρου 11 παράγραφος 1 και των άρθρων 12 και 21, όταν ο περιορισμός αυτός απαιτείται για τη διαφύλαξη:
α) της ασφάλειας του κράτους
[…]»
10      Το άρθρο 17 της οδηγίας, με τίτλο «Ασφάλεια της επεξεργασίας», ορίζει τα ακόλουθα:
«1.      Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος της επεξεργασίας πρέπει να λαμβάνει τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την προστασία από τυχαία ή παράνομη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση, ιδίως εάν η επεξεργασία συμπεριλαμβάνει και διαβίβαση των δεδομένων μέσω δικτύου, και από κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Τα μέτρα αυτά πρέπει να εξασφαλίζουν, λαμβανομένης υπόψη της τεχνολογικής εξέλιξης και του κόστους εφαρμογής τους, επίπεδο ασφαλείας ανάλογο προς τους κινδύνους που απορρέουν από την επεξεργασία και τη φύση των δεδομένων που απολαύουν προστασίας.
2.      Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος της επεξεργασίας οφείλει, σε περίπτωση επεξεργασίας για λογαριασμό του, να επιλέγει προς εκτέλεση της επεξεργασίας πρόσωπο το οποίο παρέχει επαρκείς εγγυήσεις όσον αφορά τα μέτρα τεχνικής ασφάλειας και οργάνωσης της επεξεργασίας και να εξασφαλίζει την τήρηση των μέτρων αυτών.
[…]»      
 Η εθνική νομοθεσία
11      Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του φινλανδικού Συντάγματος [perustuslaki (731/1999)], της 11ης Ιουνίου 1999, ορίζει τα ακόλουθα:
«Ο ιδιωτικός βίος, η τιμή και η κατοικία είναι απαραβίαστοι. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων ρυθμίζεται ειδικότερα από τον νόμο.»
12      Κατά το άρθρο 12 του Συντάγματος:
«Καθένας έχει ελευθερία λόγου. Η ελευθερία λόγου περιλαμβάνει το δικαίωμα εκφράσεως απόψεων, δημοσιεύσεως και λήψεως πληροφοριών, απόψεων και άλλων στοιχείων, χωρίς προηγούμενη λογοκρισία. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής που αφορούν την άσκηση της ελευθερίας λόγου ορίζονται από τον νόμο. […]
Τα έγγραφα και οι κάθε είδους καταγραφές που κατέχουν οι αρχές είναι δημόσια, εκτός αν η δημοσιοποίησή τους περιορίζεται ειδικά από τον νόμο για επιτακτικούς λόγους. Κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τα δημόσια έγγραφα και τις δημόσιες καταγραφές.»
13      Ο νόμος περί δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα [henkilötietolaki (523/1999)], της 22ας Απριλίου 1999, που μεταφέρει την οδηγία στο εθνικό δίκαιο, έχει εφαρμογή στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 2, παράγραφος 1), με εξαίρεση τα ονομαστικά αρχεία που περιλαμβάνουν μόνον πληροφορίες δημοσιευόμενες αυτούσιες στα μέσα μαζικής ενημερώσεως (άρθρο 2, παράγραφος 4). Εφαρμόζεται μόνο μερικώς στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με σκοπό τη χρήση τους σε μέσα μαζικής ενημερώσεως, για καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό σκοπό (άρθρο 2, παράγραφος 5).
14      Το άρθρο 32 του νόμου περί δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προβλέπει ότι ο υπεύθυνος για την τήρηση αρχείου πρέπει να λαμβάνει τα αναγκαία τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προς προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά της μη δικαιολογημένης προσβάσεως σε αυτά, κατά της επιζήμιας ή παράνομης καταστροφής, τροποποιήσεως, μεταβιβάσεως ή μεταφοράς τους ή κατά κάθε άλλης παράνομης επεξεργασίας των δεδομένων αυτών.
15      Ο νόμος περί του δημόσιου χαρακτήρα των δραστηριοτήτων των δημοσίων αρχών [laki viranomaisten toiminnan julkisuudesta (621/1999)], της 21ης Μαΐου 1999, διέπει επίσης την πρόσβαση σε κάθε είδους πληροφορίες.
16      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του νόμου περί του δημόσιου χαρακτήρα των δραστηριοτήτων των δημοσίων αρχών, ο γενικός κανόνας είναι ότι τα έγγραφα τα οποία αφορά ο εν λόγω νόμος είναι δημόσια.
17      Το άρθρο 9 του νόμου αυτού ορίζει ότι κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να λαμβάνει γνώση των δημοσίων εγγράφων των αρχών αυτών.
18      Το άρθρο 16, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου ορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής της προσβάσεως σε κάθε τέτοιο έγγραφο. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι οι δημόσιες αρχές γνωστοποιούν προφορικά το περιεχόμενο του οικείου εγγράφου ή θέτουν το έγγραφο αυτό στη διάθεση του κοινού στις εγκαταστάσεις τους όπου οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να το αναγνώσουν και να το αντιγράψουν ή να το ακούσουν ή ακόμη να λάβουν έντυπο αντίγραφο.
19      Η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να δημοσιοποιούνται τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στα αρχεία των δημοσίων αρχών τα οποία περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα:
«Μπορεί να χορηγείται έντυπο αντίγραφο ή αντίγραφο σε ηλεκτρονική μορφή εγγράφου ή αρχείου περιέχοντος δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εκτός εξαιρέσεων προβλεπομένων από τον νόμο, αν ο παραλήπτης δικαιούται να διατηρεί και να χρησιμοποιεί τα δεδομένα αυτά κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εντούτοις, τα σχετικά δεδομένα δεν μπορούν να παραχωρούνται με σκοπό την άμεση εμπορική προώθηση και τη διενέργεια δημοσκοπήσεων ή μελετών της αγοράς παρά μόνον αν αυτό προβλέπεται από τον νόμο ή αν το άτομο το οποίο αφορούν τα δεδομένα αυτά έχει παράσχει τη συγκατάθεσή του.»
20      Το αιτούν δικαστήριο σημειώνει ότι ο νόμος περί του δημόσιου χαρακτήρα και του απορρήτου των δεδομένων φορολογικής φύσεως [laki verotustietojen julkisuudesta ja salassapidosta (1346/1999)], της 30ής Δεκεμβρίου 1999, υπερέχει του νόμου περί δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του νόμου περί του δημόσιου χαρακτήρα των δραστηριοτήτων των δημοσίων αρχών.
21      Κατά το άρθρο 2 του νόμου περί του δημόσιου χαρακτήρα και του απορρήτου των δεδομένων φορολογικής φύσεως, οι διατάξεις του νόμου περί του δημόσιου χαρακτήρα των δραστηριοτήτων των δημοσίων αρχών και του νόμου περί δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχουν εφαρμογή, μόνον όταν ο πρώτος νόμος ή άλλη ρύθμιση δεν προβλέπουν διαφορετικά, στα έγγραφα και στα στοιχεία φορολογικής φύσεως.
22      Το άρθρο 3 του ίδιου νόμου ορίζει τα εξής:
«Τα δεδομένα φορολογικής φύσεως είναι δημόσια, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες εφαρμογής που προβλέπει ο παρών νόμος.
Καθένας δικαιούται να λαμβάνει γνώση των δημοσίων εγγράφων φορολογικού χαρακτήρα που κατέχουν οι φορολογικές αρχές όπως προβλέπει ο νόμος περί του δημόσιου χαρακτήρα των δραστηριοτήτων των δημοσίων αρχών, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει ο νόμος αυτός.»
23      Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου, οι αφορώσες την ετήσια φορολογία πληροφορίες με δημόσιο χαρακτήρα είναι το όνομα του φορολογουμένου, η ημερομηνία γεννήσεώς του και ο δήμος κατοικίας του. Επιπλέον, είναι δημόσιες οι ακόλουθες πληροφορίες:
«1. Το πραγματοποιούμενο από την εργασία φορολογητέο εισόδημα (εθνικός φόρος)·
2. Το πραγματοποιούμενο από εκμετάλλευση κεφαλαίου εισόδημα και η περιουσία (εθνικός φόρος)·
3. Το φορολογητέο εισόδημα (δημοτικός φόρος)·
4. Οι φόροι εισοδήματος και περιουσίας, ο δημοτικός φόρος και το συνολικό ποσό των εισπρακτέων φόρων και τελών.
[…]»
24      Τέλος, το κεφάλαιο 24, παράγραφος 8, του ποινικού κώδικα τιμωρεί τη δημοσιοποίηση πληροφορίας που προσβάλλει το ιδιωτικό απόρρητο. Έτσι, είναι αξιόποινη η ανακοίνωση σε μεγάλο αριθμό ατόμων, με χρησιμοποίηση μέσων μαζικής ενημερώσεως ή με άλλο τρόπο, πληροφοριών, υπαινιγμών ή εικόνων σχετικά με τον ιδιωτικό βίο τρίτου υπό συνθήκες ικανές να του προξενήσουν ζημία ή ηθική βλάβη ή να επισύρουν την ανυποληψία του.
 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
25      Από πολλών ετών η Markkinapörssi συλλέγει από τις φινλανδικές φορολογικές αρχές δημόσια δεδομένα με σκοπό τη δημοσίευση, κάθε έτος, αποσπασμάτων των δεδομένων αυτών στις τοπικές εκδόσεις της εφημερίδας Veropörssi.
26      Οι πληροφορίες που περιέχονται στα σχετικά δημοσιεύματα περιλαμβάνουν το ονοματεπώνυμο 1,2 εκατομμυρίων φυσικών προσώπων των οποίων το εισόδημα υπερβαίνει ορισμένα όρια, καθώς και, με προσέγγιση εκατό ευρώ, το ύψος του προερχόμενου από εκμετάλλευση κεφαλαίου και από την εργασία εισοδήματος και στοιχεία σχετικά με τη φορολογία της περιουσίας τους. Οι πληροφορίες αυτές δημοσιοποιούνται με τη μορφή αλφαβητικού καταλόγου και κατατάσσονται ανά δήμο κατοικίας και ανά κατηγορία εισοδήματος.
27      Σύμφωνα με τη διάταξη του αιτούντος δικαστηρίου, η Markkinapörssi δήλωσε ότι τα αποκαλυπτόμενα προσωπικά δεδομένα μπορούν να αφαιρούνται από την εφημερίδα Veropörssi, κατόπιν αιτήσεως, χωρίς καμία χρέωση.
28      Μολονότι η ως άνω εφημερίδα περιλαμβάνει επίσης άρθρα, περιλήψεις και αγγελίες, ο ουσιαστικός σκοπός της είναι να δημοσιεύει πληροφορίες φορολογικής φύσεως.
29      Η Markkinapörssi παρέσχε με τη μορφή ψηφιακών δίσκων CD-ROM στη Satamedia, εταιρία ελεγχόμενη από τους ίδιους μετόχους, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που δημοσιεύονται στη Veropörssi, προς περαιτέρω δημοσιοποίηση μέσω συστήματος συντόμων γραπτών μηνυμάτων κινητής τηλεφωνίας (SMS). Συναφώς, οι δύο εταιρίες υπέγραψαν συμφωνία με επιχείρηση κινητής τηλεφωνίας, η οποία δημιούργησε για λογαριασμό της Satamedia μια υπηρεσία SMS παρέχοντας τη δυνατότητα στους χρήστες κινητών τηλεφώνων να λαμβάνουν στην οθόνη του κινητού τους, έναντι αντιτίμου 2 περίπου ευρώ, τις δημοσιευόμενες στη Veropörssi πληροφορίες. Υφίσταται η δυνατότητα διαγραφής προσωπικών δεδομένων από τη σχετική υπηρεσία κατόπιν αιτήματος κάθε ενδιαφερομένου.
30      Ο Διαμεσολαβητής και η επιτροπή προστασίας δεδομένων, φινλανδικές αρχές επιφορτισμένες με την προστασία δεδομένων, ελέγχουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και έχουν εξουσία να λαμβάνουν αποφάσεις υπό τους όρους του νόμου περί δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
31      Κατόπιν καταγγελιών ιδιωτών επικαλούμενων προσβολή του ιδιωτικού τους απορρήτου, ο Διαμεσολαβητής στον οποίο ανατέθηκε να ερευνήσει τις δραστηριότητες της Markkinapörssi και της Satamedia ζήτησε από την επιτροπή προστασίας δεδομένων να απαγορεύσει στις εταιρίες αυτές να συνεχίσουν τις δραστηριότητες που αφορούν την επίμαχη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
32      Όταν η επιτροπή προστασίας δεδομένων απέρριψε το αίτημα αυτό, ο Διαμεσολαβητής άσκησε προσφυγή ενώπιον του Helsingin hallinto-oikeus (διοικητικού πρωτοδικείου του Ελσίνκι), το οποίο επίσης απέρριψε την προσφυγή. Τότε ο Διαμεσολαβητής άσκησε αναίρεση ενώπιον του Korkein hallinto-oikeus (ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου).
33      Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως που υπέβαλε ο Διαμεσολαβητής δεν αφορά την παροχή πληροφοριών εκ μέρους των φινλανδικών αρχών. Ομοίως, διευκρινίζει ότι δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση ο δημόσιος χαρακτήρας των επίμαχων φορολογικών στοιχείων. Αντιθέτως, διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά τη μεταγενέστερη επεξεργασία των στοιχείων αυτών.
34      Υπό τις συνθήκες αυτές, το ως άνω δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1)      Μπορεί να θεωρηθεί ως επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας […], μια δραστηριότητα που συνίσταται
α)      στη συλλογή από διοικητικά έγγραφα στοιχείων σχετικά με τα εισοδήματα από την εργασία και την εκμετάλλευση κεφαλαίου, καθώς και με την περιουσία φυσικών προσώπων, και στην περαιτέρω επεξεργασία τους προκειμένου τα στοιχεία αυτά να δημοσιευθούν,
β)      στη δημοσίευσή τους με αλφαβητική σειρά και ανά κατηγορία εισοδημάτων, με τη μορφή ονομαστικών καταλόγων ανά δήμο ή κοινότητα κατοικίας,
γ)       στην περαιτέρω παράδοσή τους με τη μορφή ψηφιακών δίσκων CD-ROM προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για εμπορικό σκοπό,
δ)      στην επεξεργασία τους στο πλαίσιο υπηρεσίας σύντομων γραπτών μηνυμάτων (SMS) η οποία παρέχει τη δυνατότητα στους χρήστες κινητών τηλεφώνων να πληροφορούνται τα εισοδήματα από την εργασία και την εκμετάλλευση κεφαλαίου, καθώς και την περιουσιακή κατάσταση κάποιου ατόμου, αποστέλλοντας ένα τέτοιο μήνυμα με το όνομα και τον δήμο κατοικίας του και λαμβάνοντας ως απάντηση τις πληροφορίες αυτές;
2)       Έχει η οδηγία […] την έννοια ότι οι διάφορες δραστηριότητες που απαριθμούνται ανωτέρω στο πρώτο ερώτημα, στοιχεία α΄ έως δ΄, μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πραγματοποιούμενη για δημοσιογραφικούς σκοπούς υπό την έννοια του άρθρου 9 της οδηγίας, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα συλλεγόμενα δεδομένα, τα οποία αφορούν άνω του ενός εκατομμυρίου φορολογουμένους, προέρχονται από έγγραφα που δεν έχουν απόρρητο χαρακτήρα δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί της προσβάσεως στις πληροφορίες; Έχει σημασία για τη σχετική εκτίμηση το γεγονός ότι ο κύριος σκοπός της δραστηριότητας αυτής είναι η δημοσίευση των σχετικών δεδομένων;
3)       Έχει την έννοια το άρθρο 17 της οδηγίας […], σε σχέση με τις αρχές και τον σκοπό της οδηγίας, ότι εμποδίζει τη δημοσίευση των δεδομένων που συνελέγησαν για δημοσιογραφικούς σκοπούς και την παραχώρησή τους για εμπορικό σκοπό;
4)       Έχει την έννοια η οδηγία [...] ότι αποκλείονται εντελώς από το πεδίο εφαρμογής της τα ονομαστικά αρχεία που περιλαμβάνουν μόνον πληροφορίες οι οποίες έχουν ήδη δημοσιευθεί αυτούσιες στα μέσα μαζικής ενημερώσεως;»
 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
 Επί του πρώτου ερωτήματος
35      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επίμαχα δεδομένα στο πλαίσιο του ερωτήματος αυτού, που αφορούν το ονοματεπώνυμο ορισμένων φυσικών προσώπων των οποίων το εισόδημα υπερβαίνει ορισμένα όρια και, ιδίως, και με προσέγγιση εκατό ευρώ, το ύψος των εισοδημάτων τους από εκμετάλλευση κεφαλαίου και από την εργασία, συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας, καθόσον πρόκειται για «πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί» (βλ., επίσης, απόφαση της 20ής Μαΐου 2003, C-465/00, C-138/01 και C-139/01, Österreichischer Rundfunk κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I-4989, σκέψη 64).
36      Στη συνέχεια, αρκεί η διαπίστωση ότι από την ανάγνωση του ορισμού που περιλαμβάνει το άρθρο 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας προκύπτει σαφώς ότι η δραστηριότητα περί της οποίας γίνεται λόγος στο ερώτημα αυτό εμπίπτει στον ορισμό της «επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» υπό την έννοια της ως άνω διατάξεως της οδηγίας.
37      Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια δραστηριότητα που συνίσταται:
–        στη συλλογή από τα δημόσια έγγραφα των φορολογικών αρχών στοιχείων σχετικών με τα εισοδήματα από την εργασία και την εκμετάλλευση κεφαλαίου, καθώς και με την περιουσία φυσικών προσώπων, και η περαιτέρω επεξεργασία τους προκειμένου τα στοιχεία αυτά να δημοσιευθούν,
–        στη δημοσίευσή τους με αλφαβητική σειρά και ανά κατηγορία εισοδημάτων, με τη μορφή ονομαστικών καταλόγων ανά δήμο ή κοινότητα κατοικίας,
–        στην περαιτέρω παράδοσή τους με τη μορφή ψηφιακών δίσκων CD-ROM προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για εμπορικό σκοπό,
–        στην επεξεργασία τους στο πλαίσιο υπηρεσίας σύντομων γραπτών μηνυμάτων (SMS) η οποία παρέχει τη δυνατότητα στους χρήστες κινητών τηλεφώνων να πληροφορούνται τα εισοδήματα από την εργασία και την εκμετάλλευση κεφαλαίου, καθώς και την περιουσιακή κατάσταση κάποιου ατόμου, αποστέλλοντας ένα τέτοιο μήνυμα με το όνομα και τον δήμο κατοικίας του,
πρέπει να θεωρηθεί ως «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» υπό την έννοια της διατάξεως αυτής.
 Επί του τετάρτου ερωτήματος
38      Με το τέταρτο ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί στη συνέχεια, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όπως αυτές τις οποίες αφορά το πρώτο ερώτημα, στοιχεία γ) και δ), σχετικές με ονομαστικά αρχεία που περιλαμβάνουν μόνον πληροφορίες οι οποίες έχουν ήδη δημοσιευθεί αυτούσιες στα μέσα μαζικής ενημερώσεως.
39      Συναφώς, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας, η οδηγία αυτή δεν έχει εφαρμογή στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε δύο περιπτώσεις.
40      Η πρώτη περίπτωση αφορά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε σχέση με δραστηριότητες που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, όπως οι προβλεπόμενες στους τίτλους V και VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και, εν πάση περιπτώσει, επεξεργασία η οποία έχει ως αντικείμενο τη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα, την ασφάλεια του κράτους (περιλαμβανομένης και της οικονομικής ευημερίας του, εφόσον η επεξεργασία αυτή συνδέεται με θέματα ασφάλειας του κράτους) και τις δραστηριότητες του κράτους σε τομείς του ποινικού δικαίου.
41      Οι δραστηριότητες αυτές, που μνημονεύονται ως παραδείγματα στην πρώτη περίπτωση της διατάξεως αυτής, είναι, σε όλες τις περιπτώσεις, δραστηριότητες που ασκούνται από τα κράτη ή από τις κρατικές αρχές και δεν αφορούν τους τομείς δραστηριότητας των ιδιωτών. Αποσκοπούν να ορίσουν το εύρος της προβλεπομένης στη διάταξη αυτή εξαιρέσεως, οπότε η εν λόγω εξαίρεση εφαρμόζεται μόνο στις δραστηριότητες εκείνες οι οποίες μνημονεύονται ρητώς στη διάταξη αυτή ή μπορούν να υπαχθούν στην ίδια κατηγορία (ejusdem generis). (βλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2003, C-101/01, Lindqvist, Συλλογή 2003, σ. I-12971, σκέψεις 43 και 44).
42      Όμως, οι δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτές που περιγράφει το πρώτο ερώτημα, στοιχεία γ) και δ), είναι δραστηριότητες ιδιωτικών εταιριών. Οι εν λόγω δραστηριότητες δεν έχουν καμία σχέση με κάποιο πλαίσιο λειτουργίας των δημοσίων αρχών που να αφορά τη δημοσία ασφάλεια. Κατά συνέπεια, οι δραστηριότητες αυτές δεν μπορούν να εξομοιωθούν προς εκείνες περί των οποίων γίνεται λόγος το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 30ής Μαΐου 2006, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-317/04 και C-318/04, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. I-4721, σκέψη 58).
43      Όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση, που προβλέπεται στο ως άνω άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, η δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, σχετική με την εξαίρεση αυτή, αναφέρει, ως παραδείγματα επεξεργασίας δεδομένων που πραγματοποιεί φυσικό πρόσωπο κατά την άσκηση αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων την αλληλογραφία και την τήρηση καταλόγων διευθύνσεων.
44      Επομένως, η δεύτερη εξαίρεση πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αφορά αποκλειστικά τις δραστηριότητες που εντάσσονται στο πλαίσιο της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των ιδιωτών (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Lindqvist, σκέψη 47). Τούτο προφανώς δεν συμβαίνει όσον αφορά τις δραστηριότητες των Markkinapörssi και Satamedia, το αντικείμενο των οποίων είναι η ανακοίνωση των συλλεγομένων δεδομένων σε απροσδιόριστο αριθμό ατόμων.
45      Διαπιστώνεται, κατά συνέπεια, ότι δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όπως αυτές περί των οποίων γίνεται λόγος στο πρώτο ερώτημα, στοιχεία γ) και δ), δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των περιπτώσεων περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας.
46      Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι η οδηγία δεν προβλέπει κανένα πρόσθετο περιορισμό στο πεδίο εφαρμογής της.
47      Συναφώς, η γενική εισαγγελέας σημειώνει στο σημείο 125 των προτάσεών της ότι το άρθρο 13 της οδηγίας δεν επιτρέπει παρεκκλίσεις παρά μόνον από ορισμένες διατάξεις αυτής, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται το άρθρο 3.
48      Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι μια γενική παρέκκλιση από την εφαρμογή της οδηγίας όσον αφορά τις ήδη δημοσιευθείσες πληροφορίες θα καθιστούσε σε μεγάλο βαθμό την οδηγία αυτή άνευ ουσίας. Πράγματι, θα αρκούσε στα κράτη μέλη να δημοσιεύουν τα οικεία δεδομένα για να αποφύγουν την έναντι των δεδομένων αυτών προστασία που προβλέπει η οδηγία.
49      Κατά συνέπεια, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όπως εκείνες περί των οποίων γίνεται λόγος στο πρώτο ερώτημα, στοιχεία γ) και δ), σχετικές με αρχεία δημοσίων αρχών περιλαμβάνοντα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχουν μόνον πληροφορίες οι οποίες έχουν ήδη δημοσιευθεί αυτούσιες στα μέσα μαζικής ενημερώσεως, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.
 Επί του δευτέρου ερωτήματος
50      Με το δεύτερο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 9 της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι δραστηριότητες που απαριθμούνται στο πρώτο ερώτημα, στοιχεία α) έως δ), και αφορούν δεδομένα που προέρχονται από δημόσια έγγραφα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία πρέπει να θεωρηθούν ως δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πραγματοποιούμενες μόνο για δημοσιογραφικούς σκοπούς. Το δικαστήριο αυτό εκθέτει περαιτέρω ότι επιθυμεί να διαφωτισθεί επί του αν ασκεί επιρροή συναφώς το γεγονός ότι ο ουσιαστικός σκοπός των εν λόγω δραστηριοτήτων είναι η δημοσίευση των επίμαχων δεδομένων.
51      Επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι, κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία των διατάξεων μιας οδηγίας πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που αυτή επιδιώκει και του συστήματος που θεσπίζει (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, C-265/07, Caffaro, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 14).
52      Συναφώς, δεν χωρεί αμφιβολία, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 της οδηγίας, ότι το αντικείμενο αυτής είναι ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, ιδίως του ιδιωτικού τους απορρήτου, έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, επιτρέποντας παράλληλα την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
53      Εντούτοις, ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να επιδιώκεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι πρέπει να πραγματοποιείται, μέχρις ορισμένου βαθμού, συμβιβασμός των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων σε σχέση με το θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου.
54      Το άρθρο 9 της οδηγίας αφορά έναν τέτοιο συμβιβασμό. Όπως προκύπτει ιδίως από την τριακοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, σκοπός του άρθρου 9 αυτής είναι να συμβιβάσει δύο θεμελιώδη δικαιώματα: αφενός, της προστασίας του ιδιωτικού απορρήτου και, αφετέρου, της ελευθερία του λόγου. Το έργο αυτό πρέπει να φέρουν εις πέρας τα κράτη μέλη.
55      Προκειμένου να επιτευχθεί ο συμβιβασμός μεταξύ των δύο αυτών θεμελιωδών δικαιωμάτων υπό την έννοια της οδηγίας 95/46, τα κράτη μέλη καλούνται να προβλέψουν ορισμένες παρεκκλίσεις ή ορισμένους περιορισμούς όσον αφορά την προστασία δεδομένων και, επομένως, όσον αφορά το θεμελιώδες δικαίωμα στο ιδιωτικό απόρρητο, το οποίο προβλέπουν τα κεφάλαια II, IV και VI της οδηγίας αυτής. Οι σχετικές παρεκκλίσεις πρέπει να προβλέπονται αποκλειστικά για δημοσιογραφικούς σκοπούς ή στο πλαίσιο καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής εκφράσεως, που εμπίπτουν στο θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, μόνον καθόσον αυτές είναι αναγκαίες για τον συμβιβασμό του δικαιώματος στο ιδιωτικό απόρρητο προς τους κανόνες που διέπουν την ελευθερία του λόγου.
56      Αφενός, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η σημασία που έχει η ελευθερία του λόγου εντός κάθε δημοκρατικής κοινωνίας, οι σχετικές έννοιες, μεταξύ των οποίων εκείνη του δημοσιογραφικού σκοπού, πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως. Αφετέρου, και προκειμένου να επιτευχθεί μια ισόρροπη στάθμιση μεταξύ των δύο θεμελιωδών δικαιωμάτων, η προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος στο ιδιωτικό απόρρητο επιτάσσει οι παρεκκλίσεις και οι περιορισμοί της προστασίας των δεδομένων που προβλέπονται στα προαναφερθέντα κεφάλαια της οδηγίας να μην υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου.
57      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει γίνουν δεκτά τα ακόλουθα.
58      Πρώτον, όπως σημείωσε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 65 των προτάσεών της και όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας, οι εξαιρέσεις και οι παρεκκλίσεις που προβλέπει το άρθρο 9 της οδηγίας ισχύουν όχι μόνον για τις επιχειρήσεις μαζικής ενημερώσεως, αλλά και για κάθε άτομο που ασκεί δημοσιογραφική δραστηριότητα.
59      Δεύτερον, το γεγονός ότι μια δημοσίευση δεδομένων δημοσίου χαρακτήρα συνδέεται με κερδοσκοπικό σκοπό δεν αποκλείει a priori το ενδεχόμενο να μπορεί αυτή να θεωρηθεί ως δραστηριότητα «αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς». Πράγματι, όπως σημειώνουν οι Markkinapörssi και Satamedia στις παρατηρήσεις τους και όπως ανέφερε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 82 προτάσεών της, κάθε επιχείρηση επιδιώκει με τη δραστηριότητά της την πραγματοποίηση κέρδους. Μια ορισμένη εμπορική επιτυχία μπορεί μάλιστα να αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση της επαγγελματικής δημοσιογραφίας.
60      Τρίτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη και ο πολλαπλασιασμός των μέσων επικοινωνίας και διαδόσεως πληροφοριών. Όπως σημειώθηκε κατά την παρούσα διαδικασία, μεταξύ άλλων από τη Σουηδική Κυβέρνηση, το υπόθεμα επί του οποίου μεταβιβάζονται τα τυγχάνοντα επεξεργασίας δεδομένα, είτε είναι κλασικό όπως το χαρτί ή τα ερτζιανά κύματα, είτε ηλεκτρονικό όπως το διαδίκτυο, δεν είναι στοιχείο αποφασιστικής σημασίας προς εκτίμηση του αν πρόκειται για δραστηριότητα «αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς».
61      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι δραστηριότητες όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, αφορώσες δεδομένα που προέρχονται από δημόσια έγγραφα κατά την εθνική νομοθεσία, μπορούν να χαρακτηρίζονται ως δημοσιογραφικές αν με αυτές σκοπείται να ανακοινώνονται στο κοινό πληροφορίες, απόψεις ή ιδέες, με οποιονδήποτε τρόπο. Οι σχετικές δραστηριότητες δεν απαιτείται να συνδέονται αποκλειστικά με επιχειρήσεις μέσων μαζικής ενημερώσεως και μπορούν να ασκούνται με κερδοσκοπικό σκοπό.
62      Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9 της οδηγίας έχει την έννοια ότι οι δραστηριότητες που απαριθμεί το πρώτο ερώτημα, στοιχεία α) έως δ), όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, αφορώσες δεδομένα που προέρχονται από δημόσια έγγραφα κατά την εθνική νομοθεσία, πρέπει να θεωρούνται ως δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ασκούμενες «αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς», υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, αν με αυτές σκοπείται αποκλειστικά να ανακοινώνονται στο κοινό πληροφορίες, απόψεις ή ιδέες, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει.
Επί του τρίτου ερωτήματος
63      Με το τρίτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 17 της οδηγίας έχει την έννοια ότι εμποδίζει τη δημοσίευση δεδομένων που έχουν συλλεγεί για δημοσιογραφικούς σκοπούς και την παροχή τους για εμπορικό σκοπό.
64      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, παρέλκει να δοθεί η απάντηση στο ερώτημα αυτό.
Επί των δικαστικών εξόδων
65      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:
1)      Tο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια δραστηριότητα που συνίσταται:
–        στη συλλογή από τα δημόσια έγγραφα των φορολογικών αρχών στοιχείων σχετικών με τα εισοδήματα από την εργασία και την εκμετάλλευση κεφαλαίου, καθώς και με την περιουσία φυσικών προσώπων, και η περαιτέρω επεξεργασία τους προκειμένου τα στοιχεία αυτά να δημοσιευθούν,
–        στη δημοσίευσή τους με αλφαβητική σειρά και ανά κατηγορία εισοδημάτων, με τη μορφή ονομαστικών καταλόγων ανά δήμο ή κοινότητα κατοικίας,
–        στην περαιτέρω παράδοσή τους με τη μορφή ψηφιακών δίσκων CD-ROM προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για εμπορικό σκοπό,
–        στην επεξεργασία τους στο πλαίσιο υπηρεσίας σύντομων γραπτών μηνυμάτων (SMS) η οποία παρέχει τη δυνατότητα στους χρήστες κινητών τηλεφώνων να πληροφορούνται τα εισοδήματα από την εργασία και την εκμετάλλευση κεφαλαίου, καθώς και την περιουσιακή κατάσταση κάποιου ατόμου, αποστέλλοντας ένα τέτοιο μήνυμα με το όνομα και τον δήμο κατοικίας του
πρέπει να θεωρηθεί ως «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» υπό την έννοια της διατάξεως αυτής.
2)      Το άρθρο 9 της οδηγίας έχει την έννοια ότι οι δραστηριότητες που απαριθμεί το πρώτο ερώτημα, στοιχεία α) έως δ), όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, αφορώσες δεδομένα που προέρχονται από δημόσια έγγραφα κατά την εθνική νομοθεσία, πρέπει να θεωρούνται ως δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ασκούμενες «αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς», υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, αν με αυτές σκοπείται αποκλειστικά να ανακοινώνονται στο κοινό πληροφορίες, απόψεις ή ιδέες, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει.
3)      Δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όπως εκείνες περί των οποίων γίνεται λόγος στο πρώτο ερώτημα, στοιχεία γ) και δ), σχετικές με αρχεία δημοσίων αρχών περιλαμβάνοντα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχουν μόνον πληροφορίες οι οποίες έχουν ήδη δημοσιευθεί αυτούσιες στα μέσα μαζικής ενημερώσεως, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46.


Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...