Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018

Μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος VS Προστατευόμενος Μάρτυρας



NOVARTIS-GATE...

Στην υπόθεση Novartis-Gate, σε περίπτωση που η Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς, κ. Ελένη Τουλουπάκη, χαρακτήρισε με Πράξη της ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος τους τρεις (3) μάρτυρες, τότε χρειαζόταν οπωσδήποτε έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Εποπτεύοντος του έργου των Εισαγγελέων Διαφθοράς, κ. Δημήτριου Παπαγεωργίου.
Σε περίπτωση, όμως, που για τους εν λόγω τρεις (3) ουσιώδεις μάρτυρες απλώς λήφθηκαν μέτρα για την αποτελεσματική προστασία τους από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό, ως φυσικών προσώπων που κατά το άρθρο 187Β του Ποινικού Κώδικα βοήθησαν στην αποκάλυψη εγκληματικών δραστηριοτήτων (μέτρα επιείκειας), τότε εφαρμογής τυγχάνουν οι διατάξεις των παρ. 1-5 Ν. 2928/2001, και συνεπώς η λήψη των μέτρων διατάσσεται με αιτιολογημένη διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, χωρίς έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης απαιτείται η διενέργεια εισαγγελικής έρευνας για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης, και για συναφείς πράξεις.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την παρ. 7 του Ν. 2928/2001, η οποία προστέθηκε με την υποπαράγραφο ΙΕ.17. άρθρου πρώτου Ν.4254/2014,ΦΕΚ Α 85/7.4.2014 (Νόμος Χαράλαμπου Αθανασίου), σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α και 235 έως 237Α του Ποινικού Κώδικα (δωροδοκία), ακόμα κι αν δεν τελέσθηκαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, είναι δυνατόν να παρέχεται στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος κατ'άρθρο 45Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (που ο χαρακτηρισμός τους ως τέτοιων προϋποθέτει έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου), στους ιδιώτες κατ'άρθρο 253Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας  (συγκαλυμμένη έρευνα μετά από ενημέρωση, και ουχί έγκριση, του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο συμβάλλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη των ως άνω αξιοποίνων πράξεων (!!!), χωρίς δηλαδή έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ούτε καν ενημέρωση, στην τελευταία περίπτωση, η προβλεπόμενη στις παραγράφους 1 έως 5 του Ν. 2928/2001 προστασία από πιθανολογούμενες πράξεις εκφοβισμού ή αντεκδίκησης, δηλαδή μεταξύ άλλων η μεταβολή των στοιχείων ταυτότητας των ουσιωδών μαρτύρων. 
Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω δεδομένων και υπό το φως των όσων μέχρι σήμερα έχουν αποκαλυφθεί, οι ενέργειες της κ. Ελένης Τουλουπάκη, και των Επίκουρων Εισαγγελέων Διαφθοράς, κ. Ντζούρα και κ. Μανώλη, αναφορικά τουλάχιστον με τον χειρισμό των προστατευόμενων μαρτύρων, δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου, και κυρίως δεν προκαλούν καμία ακυρότητα.

Μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος - Προστατευόμενοι μάρτυρες και διάσπαρτες αταξινόμητες διατάξεις, στο φως ή στο έλεος των Ελλήνων Εισαγγελικών Λειτουργών

1) Μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος  

Σύμφωνα με το άρθρο 45Β Κ.Π.Δ., που τιτλοφορείται "Αποχή από ποινική δίωξη μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος", 
1. Σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159,159Α, 235, 236, 237 και 237Α του Ποινικού Κώδικα και τις συναφείς με αυτές πράξεις, είναι δυνατόν, μετά από έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, να χαρακτηρίζεται ως μάρτυς δημοσίου συμφέροντος με πράξη του κατά τόπον αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς όποιος, χωρίς να εμπλέκεται καθ'οιονδήποτε τρόπο στις εν λόγω πράξεις και χωρίς να αποβλέπει σε ίδιον όφελος, συμβάλλει ουσιωδώς, με τις πληροφορίες που παρέχει στις διωκτικές αρχές, στην αποκάλυψη και δίωξή τους. Η κατά το προηγούμενο εδάφιο πράξη του εισαγγελέα μπορεί να ανακαλείται με τον ίδιο τρόπο και σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής δίκης, αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι που τον οδήγησαν στην έκδοσή της. 
2. Αν έχει υποβληθεί έγκληση ή μήνυση για τα εγκλήματα της ψευδορκίας, της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμησης ή της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου του Ποινικού Κώδικα ή για τις πράξεις των παραγράφων 4 ή 8 του άρθρου 22 του ν. 2472/1997 σε υπόθεση σχετική με τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, ο αρμόδιος για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελέας, πριν από κάθε άλλη ενέργεια, ενημερώνει σχετικά τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς. 
3. Αν ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, κρίνει μετά από την κατά την προηγούμενη παράγραφο ενημέρωσή του, ότι η ποινική δίωξη των εγκλημάτων της ψευδορκίας, της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμησης ή της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου ή των εγκλημάτων των παραγράφων 4 ή 8 του άρθρου 22 του ν. 2472/1997, δεν είναι απαραίτητη για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, μπορεί να παραγγείλει στον αρμόδιο για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελέα την οριστική αποχή από την ποινική δίωξη για τις εν λόγω πράξεις.

(*** Το άρθρο 45Β προστέθηκε  με την υποπαράγραφο ΙΕ.15.
      άρθρου πρώτου Ν.4254/2014,ΦΕΚ Α 85/7.4.2014.).
 
 
Ποια είναι η αληθινή έννοια του Μάρτυρα Δημοσίου Συμφέροντος
 
Στην έννοια των συναφών εγκλημάτων του άρθρου 45Β ΚΠΔ υπάγονται, κατά παρέκταση, και κατά ορθή ευρωπαϊκή ερμηνεία, όλα τα εγκλήματα διαφθοράς. Διαδικασία λήψης της ιδιότητας του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος - δυνατότητα λήψης αυτής σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και μετά το πέρας αυτής. Νομικά αποτελέσματα, δυνατότητα εισαγγελικής διωκτικής αποχής από την σε βάρος του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος αμυντικής ποινικής καταγγελίας - δυνατότητα ανάκλησης αποχής - απαιτουμένη συμφωνία και του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς. Χαρακτηρισμός μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, προσώπου, που αμέτοχα, χωρίς δικό του όφελος, καλόπιστα και άδολα, με αποκλειστικό σκοπό και κίνητρο την προστασία των συμφερόντων και την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, κατήγγειλε, πιθανολογούμενες, ως υπάρχουσες, ποινικές πράξεις, κακουργηματικής υφής. Εργοδοτικά αντίποινα (πειθαρχική δίωξη, υπηρεσιακός παραγκωνισμός και υποβάθμιση, στέρηση αποδοχών - απόλυση, άσκηση ψυχολογικής βίας-bullying, εργασιακή απομόνωση-mobbing, υποβιβασμό-demotion κ.ά.).
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ως άνω θεσπισθέντος νομοθετήματος (βλ. ΚΝοΒ τόμος 62, τεύχος 3, Απρίλιος 2014) «Με την υποπαρ. ΙΕ. 15 προστίθεται νέο άρθρο 45Β στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Με την προσθήκη αυτή η χώρα μας ανταποκρίνεται στις διεθνείς της υποχρεώσεις και ιδίως στο άρθρο 33 της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά της Διαφθοράς (2003), που κυρώθηκε με το Ν. 3666/2008 (Α΄ 105) και στο άρθρο 22 της Σύμβασης του Ποινικού Δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης (1999), που κυρώθηκε με το Ν. 3560/2007 (Α΄ 103), καθώς και σε σχετικές συστάσεις που έχουν απευθύνει στη χώρα οι αρμόδιοι διεθνείς οργανισμοί και ιδίως ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στο πλαίσιο της Τρίτης Αξιολόγησης για την εφαρμογή της Σύμβασης του ΟΟΣΑ για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές.
Δεν πρόκειται άλλωστε για την μόνη δέσμευση της Ελληνικής Δημοκρατίας, η οποία μετέχει ενεργώς στην κοινή προσπάθεια της παγκόσμιας κοινότητας για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Η σχετική υποχρέωση συμπληρώνεται από πλήθος μη νομικώς δεσμευτικών διατάξεων, τις οποίες πάντως η Ελλάς έχει δεσμευθεί να τηρεί: μεταξύ αυτών το κεφάλαιο 9 των Κατευθυντηρίων Αρχών της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη συμμόρφωση σε θέματα ακεραιότητας (2010), το κεφάλαιο 6 των Κατευθυντηρίων Αρχών του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις (2008), τον Οδηγό Καλής Πρακτικής του ΟΟΣΑ για τους Εσωτερικούς Ελέγχους, τη Συμμόρφωση και την Ηθική (2010) και την απόφαση 1729 (2010) της Ολομέλειας της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Δεν αγνοούνται επίσης πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών, όπως οι Κανόνες Συμπεριφοράς του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC) για την καταπολέμηση της εκβίασης και της δωροδοκίας (2005), οι Αρχές του Παγκόσμιου Οικονομικού Forum για την αντιμετώπιση της διαφοράς (2005) και οι Επιχειρηματικές Αρχές για την αντιμετώπιση της διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας (2003). Πρόκειται για παροχή προστασίας από αδικαιολόγητη μεταχείριση σε πρόσωπα, τα οποία, χωρίς να εμπλέκονται τα ίδια στην τέλεση εγκλημάτων διαφθοράς, συμβάλλουν ουσιωδώς στην αποκάλυψη των εν λόγω εγκλημάτων με πληροφορίες που παρέχουν στις αρμόδιες διωκτικές Αρχές («μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος» - «whistleblowers»). Βεβαίως, η ελληνική έννομη τάξη διαθέτει ήδη διατάξεις για την προστασία τέτοιων προσώπων, ωστόσο αυτές βρίσκονται εγκατεσπαρμένες σε πολλαπλά νομοθετήματα και συνήθως αγνοούνται, τόσο από τους εφαρμοστές του δικαίου, όσο και από τους ενδιαφερόμενους πολίτες. Με την διάταξη του άρθρου 45Β ΚΠΔ παρέχονται σημαντικά κίνητρα στα πρόσωπα που γνωρίζουν ή συμπεραίνουν επί τη βάσει συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών ότι τελούνται εγκλήματα διαφθοράς, να συμβάλουν στην αποκάλυψή τους και στη δίωξη των υπαιτίων. Τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς να λαμβάνουν την ιδιότητα του «μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος» και να απολαύουν ειδικής προστασίας για όσο χρόνο φέρουν την ως άνω ιδιότητα. Επίσης, θεσπίζεται υπέρ των εν θέματι προσώπων η δυνατότητα οριστικής αποχής από την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος τους, σε περίπτωση που έχει κατατεθεί εναντίον τους (αμυντική) καταγγελία περί τελέσεως εκ μέρους τους ψευδορκίας, ψευδούς καταμήνυσης, συκοφαντικής δυσφημήσεως και παραβίασης προσωπικών δεδομένων. Ωστόσο, για να μην περιορίζεται υπέρμετρα η δικαστική προστασία, την οποία ενδέχεται να επιζητήσει ο υπάλληλος που θεωρεί ότι οι πληροφορίες του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψή του: α) θεσμοθετείται δυνατότητα αποχής από την ποινική δίωξη (και δυνατότητα ανάκλησης της εισαγγελικής πράξης με την οποία προσδόθηκε η ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος), β) ορίζεται ως προϋπόθεση περί οριστικής αποχής από την ποινική δίωξη, ότι η τελευταία δεν πρέπει να κρίνεται απαραίτητη για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και γ) απαιτείται προς τούτο ομοφωνία μεταξύ του αρμοδίου για τη δίωξη των οικείων εγκλημάτων εισαγγελέως πλημμελειοδικών και του Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς. Σε περίπτωση μη επιτεύξεως της εν λόγω συμφωνίας ασκείται ποινική δίωξη και εφαρμόζονται κατά περίπτωση τα άρθρα 59 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και 366 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα.
Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Ν. 3666/2008, σε εφαρμογή του οποίου τέθηκε η ως άνω διάταξη «1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με το εσωτερικό νομικό του σύστημα και με βάση τις δυνατότητές του, για την παροχή αποτελεσματικής προστασίας έναντι πιθανών αντιποίνων ή εκφοβισμού σε μάρτυρες και πραγματογνώμονες που καταθέτουν σε σχέση με αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση και, όπου αρμόζει, στους συγγενείς τους και σε άλλα πρόσωπα, που συνδέονται στενά με αυτούς. 2. Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη και τα ακόλουθα: (α) Τη θέσπιση διαδικασιών για την προστασία της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των προσώπων αυτών, όπως, στο βαθμό που είναι απαραίτητο και εφικτό, με την εγκατάστασή τους σε άλλο μέρος και την έγκριση, όπου αρμόζει, της μη αποκάλυψης ή με την επιβολή περιορισμών στην αποκάλυψη πληροφοριών που αφορούν την ταυτότητα και το μέρος που βρίσκονται τα πρόσωπα αυτά, (β) Την πρόβλεψη αποδεικτικών κανόνων, ώστε να μπορούν οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες να καταθέτουν με τρόπο που να μην θίγεται η ασφάλεια των προσώπων αυτών, όπως η έγκριση να δοθεί η κατάθεση με τη χρήση της τεχνολογίας επικοινωνιών, όπως βίντεο ή άλλο επαρκές μέσο. 3. Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν τη δυνατότητα σύναψης συμφωνιών ή ρυθμίσεων με άλλα Κράτη για την εγκατάσταση σε άλλο μέρος των προσώπων που αναφέρονται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου. 4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου θα ισχύουν και για τα θύματα, εφόσον αυτά είναι μάρτυρες. 5. Κάθε Κράτος Μέρος, υπό τον όρο της εσωτερικής νομοθεσίας του, θα παρέχει τη δυνατότητα παρουσίασης και εξέτασης των απόψεων και των ανησυχιών των θυμάτων σε κατάλληλα στάδια της ποινικής διαδικασίας κατά δραστών, με τρόπο που δεν θα θίγει τα δικαιώματα της υπεράσπισης.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 33 του ως άνω νόμου "Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης στο εσωτερικό νομικό του σύστημα κατάλληλων μέτρων για την παροχή προστασίας έναντι αδικαιολόγητης μεταχείρισης σε οποιοδήποτε πρόσωπο καταγγέλλει καλόπιστα και με βάσιμους λόγους στις αρμόδιες αρχές, γεγονότα που αφορούν αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση".
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο πρώτο του Ν. 3560/2007 κυρώθηκε και έχει την ισχύ της παρ. 1 του άρθρου 28 του Συντ. η Σύμβαση ποινικού δικαίου για τη διαφθορά, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 27 Ιανουαρίου 1999 και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση ποινικού δικαίου για τη διαφθορά, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 15 Μαΐου 2003, σύμφωνα το προοίμιο της οποίας τα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και τα άλλα Κράτη που υπογράφουν την παρούσα: Θεωρώντας ότι σκοπός του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι να επιτευχθεί μεγαλύτερη ενότητα μεταξύ των μελών του. Αναγνωρίζοντας την αξία της προώθησης της συνεργασίας με τα άλλα Κράτη που υπογράφουν την παρούσα Σύμβαση πεπεισμένα για την ανάγκη της επιδίωξης, ως ζήτημα προτεραιότητας, μιας κοινής πολιτικής κατά του εγκλήματος που αποσκοπεί στην προστασία της κοινωνίας κατά της διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένης της υιοθέτησης κατάλληλης νομοθεσίας και προληπτικών μέτρων τονίζοντας ότι η διαφθορά συνιστά απειλή για το κράτος του δικαίου, της δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, υπονομεύει τη χρηστή διοίκηση, τη δίκαιη μεταχείριση και την κοινωνική δικαιοσύνη, στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, παρεμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη και θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των δημοκρατικών θεσμών και των ηθικών θεμελίων της κοινωνίας πιστεύοντας ότι μια αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς απαιτεί αυξημένη, ταχεία και αποτελεσματική διεθνή συνεργασία σε ποινικά θέματα καλωσορίζοντας τις πρόσφατες εξελίξεις που προωθούν τη διεθνή κατανόηση και συνεργασία για την καταπολέμηση της διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειών των Ηνωμένων Εθνών, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών, του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης λαμβάνοντας υπόψη το Πρόγραμμα Δράσης κατά της Διαφθοράς που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης το Νοέμβριο 1996 μετά τις συστάσεις της 19ης Διάσκεψης Ευρωπαίων Υπουργών Δικαιοσύνης (Βαλέτα, 1994) υπενθυμίζοντας στο πλαίσιο αυτό, τη σημασία της συμμετοχής των Κρατών μη μελών στις δραστηριότητες του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά της διαφθοράς και καλωσορίζοντας την πολύτιμη συνεισφορά τους στην υλοποίηση του Προγράμματος Δράσης κατά της Διαφθοράς υπενθυμίζοντας επίσης ότι η Απόφαση No 1 που υιοθετήθηκε από τους Ευρωπαίους Υπουργούς Δικαιοσύνης στην 21η Διάσκεψή τους (Πράγα, 1997) εισηγήθηκε την ταχεία υλοποίηση του Προγράμματος Δράσης κατά της Διαφθοράς και ζήτησε, συγκεκριμένα, τη σύντομη υιοθέτηση Σύμβασης ποινικού δικαίου που να προβλέπει τη συντονισμένη ποινικοποίηση πράξεων διαφθοράς, την αυξημένη συνεργασία για τη δίωξη αυτών των αδικημάτων, καθώς και αποτελεσματικό μηχανισμό Παρακολούθησης, προσιτό εξίσου τόσο σε Κράτη μέλη όσο και σε Κράτη μη μέλη λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης αποφάσισαν, επ'ευκαιρία της Δεύτερης Διάσκεψης Κορυφής τους που έλαβε χώρα στο Στρασβούργο στις 10 και 11 Οκτωβρίου 1997, να αναζητήσουν κοινές απαντήσεις στις προκλήσεις που θέτει η αύξηση της διαφθοράς και υιοθέτησαν Πρόγραμμα Δράσης το οποίο, για να προωθηθεί η συνεργασία στην καταπολέμηση της διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένων των διασυνδέσεών της με το οργανωμένο έγκλημα και το ξέπλυμα χρήματος, έδωσε οδηγίες στην Επιτροπή Υπουργών, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσει την ταχεία ολοκλήρωση των διεθνών νομικών κειμένων σύμφωνα με το Πρόγραμμα Δράσης κατά της Διαφθοράς θεωρώντας επίσης ότι η Απόφαση (97) 24 σχετικά με τις 20 Κατευθυντήριες Αρχές για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, που υιοθετήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1997 από την Επιτροπή Υπουργών στην 101η Συνεδρίασή της, τονίζει την ανάγκη ταχείας ολοκλήρωσης της επεξεργασίας διεθνών νομικών κειμένων σύμφωνα με το Πρόγραμμα Δράσης κατά της Διαφθοράς. Ενόψει της υιοθέτησης από την Επιτροπή Υπουργών, στην 102η Συνεδρίασή της στις 4 Μαΐου 1998, της Απόφασης (98) 7 με την οποία εγκρίνονται η επιμέρους και η διευρυμένη συμφωνία που ιδρύει την «Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς-GRECO», που αποσκοπεί στη βελτίωση της ικανότητας των μελών της να καταπολεμούν τη διαφθορά παρακολουθώντας την εκπλήρωση των δεσμεύσεών τους στον τομέα αυτό, Συμφώνησαν τα ακόλουθα: [...]
Σύμφωνα επίσης με το άρθρο 22 του ως άνω νόμου που επιγράφεται «Προστασία συνεργατών δικαιοσύνης και μαρτύρων», «Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να παράσχει αποτελεσματική και κατάλληλη προστασία για: α) αυτούς που καταγγέλλουν τα ποινικά αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 2 έως 14 ή που συνεργάζονται άλλως με τις ανακριτικές ή διωκτικές αρχές, β) μάρτυρες που καταθέτουν σχετικά με τα αδικήματα αυτά.
Ο ορισμός της διαφθοράς είναι δύσκολος και ατέρμονος και φυσικά δεν μπορεί να περιοριστεί και να νοηματοδοτηθεί μόνο μέσα στα αντικειμενικά πλαίσια ορισμένων αδικημάτων, όπως π.χ. η δωροδοκία, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και το οργανωμένο έγκλημα. «Η διαφθορά είναι μία ατέλειωτη ιστορία του προσδιορισμού της» (the never ending history of definition - βλ. Χαράλαμπου Δημόπουλου, Η διαφθορά, σελ. 185). Θα μπορούσε, όμως, να την ορίσει κανείς ως παρακμή των σταθερών ηθικών αρχών μιας κοινωνίας, ως καρκίνωμα της κοινωνίας, ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη, ως μια συμπεριφορά που παραβιάζει και υπονομεύει τους κανόνες του συστήματος της πολιτικής τάξης, ως προσβολή του δημοσίου συμφέροντος μέσω της διαφθοράς της πολιτικής εξουσίας, ως κατάχρηση της δημόσιας θέσης του διοικητικού στελέχους για ιδιωτικό κέρδος, ως και η «δωροδοκία καθώς και κάθε άλλη συμπεριφορά προσώπων, στα οποία έχει δοθεί εμπιστοσύνη προκειμένου να ασκούν αρμοδιότητες του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα και τα οποία παραβιάζουν τα καθήκοντά τους εκείνα, τα οποία προκύπτουν από το status που διαθέτουν (ως δημόσιοι λειτουργοί, ιδιωτικοί υπάλληλοι, ανεξάρτητοι φορείς) και που σκοπεύουν με αυτό τον τρόπο να αποκτήσουν πλεονεκτήματα κάθε είδους για τον εαυτό τους ή για άλλους» (βλ. ό.π., Δημόπουλου, σελ. 197-198, όπου και αναφέρει την άποψη του Ιταλού Υπουργού Δικαιοσύνης για την έννοια της διαφθοράς, στην 19η συνάντηση των Υπουργών Δικαιοσύνης του Συμβουλίου της Ευρώπης που πραγματοποιήθηκε στη Βαλέτα της Μάλτας την 14-15 Ιουνίου του έτους 1994, επίσης «Large-Scale Corruption: Definition, Causes, and Cures, Raul, Carvajal-Systemic Practice and Action Recearch», Volume 12 (4)-Aug. 1, 1999).
Δυστυχώς, ο Ν. 4254/2014 (γνωστός ως νόμος Αθανασίου, με κακότεχνη νομοτεχνική, άλλως με εξόχως ύποπτες διατάξεις) περιορίζεται να παράσχει την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος σε όποιον συμβάλλει στην αποκάλυψη και δίωξη ΜΟΝΟ "Σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237 και 237Α του Ποινικού Κώδικα και τις συναφείς με αυτές πράξεις", δηλαδή δωροληψία και δωροδοκία πολιτικών αξιωματούχων, δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου, δωροληψία και δωροδοκία δικαστικών λειτουργών, εμπορίας επιρροής και μεσάζοντες, και στις ΣΥΝΑΦΕΙΣ με αυτές πράξεις, και όχι εν γένει σε διάφορα εγκλήματα, ειδικά προσδιοριζόμενα, ή έστω κατόπιν πράξεως του αρμόδιου Εισαγγελέα, δηλαδή ενδεικτικά στα εγκλήματα της απιστίας στην υπηρεσία, ψευδούς βεβαίωσης, υπεξαίρεσης, απάτης, νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, κ.λπ., και δη εν γένει στα εγκλήματα με την επιβαρυντική περίσταση των καταχραστών του ελληνικού δημοσίου.
Σημειώνεται, δε, ότι την ιδιότητα του εν λόγω μάρτυρα (σύμφωνα με την γραμματική ερμηνεία του νόμου) αποκτά προφανώς μόνο όποιος συμβάλλει στην αποκάλυψη και δίωξη των παραπάνω αδικημάτων, που προβλέπονται στο άρθρο 45Β του Ποινικού Κώδικα, και των συναφών με αυτά άλλων αδικημάτων, που μπορεί να είναι μεγαλύτερης ακόμη ποινικής απαξίας, μόνον εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και για τα τελευταία, και όχι αυτοτελώς, τουλάχιστον όπως μέχρι σήμερα έχει ερμηνευθεί, σε ελάχιστες περιπτώσεις, από τους αρμόδιους Εισαγγελείς Διαφθοράς, κατά παράβαση όμως των διεθνών και ευρωπαϊκών δεσμεύσεων της Χώρας μας.
Ερμηνευτικά, όμως, και εναρμονισμένα πάντοτε με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της Χώρας μας, την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος πρέπει να την αποκτά κάθε μάρτυρας που με τις δικές του άδολες ενέργειες έχει συμβάλει στην αποκάλυψη και δίωξη εν γένει εγκλημάτων διαφθοράς, όπως π.χ. της ψευδούς βεβαιώσεως, της απιστίας, της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, κ.λπ., και συνεπώς όλες οι εισαγγελικές και δικαστικές αρχές (εισαγγελέας, ανακριτής) κατά περίπτωση οφείλουν να ενημερώνουν σχετικά τον Εισαγγελέα Διαφθοράς ή τον Εισαγγελέα όπου εκκρεμεί η σχετική δικογραφία, ώστε ο τελευταίος, ως οφείλει, να παράσχει, με την έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την απαιτούμενη προστασία και με τον τρόπο αυτό να εμπεδώσει την πραγματική βούληση πάταξης της Διαφθοράς, επί της ουσίας, και ουχί τυπολατρικά, μεμονωμένα, ή επιλεκτικά.

2) Προστατευόμενος μάρτυρας

Σύμφωνα με το άρθρο 9 Ν. 2928/2001, που τιτλοφορείται "Προστασία μαρτύρων", 
1. Κατά την ποινική διαδικασία για τις πράξεις της συγκρότησης ή συμμετοχής σε οργάνωση της παραγράφου 1 του άρθρου 187 του ποινικού κώδικα [εγκληματική οργάνωση] και για συναφείς πράξεις μπορεί να λαμβάνονται μέτρα για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό των ουσιωδών μαρτύρων, των προσώπων που κατά το άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα βοηθούν στην αποκάλυψη εγκληματικών δραστηριοτήτων ή και των οικείων τους. 
2. Μέτρα προστασίας είναι η φύλαξη με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, η κατάθεση με χρήση ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής ή μόνο ηχητικής μετάδοσής της, η μη αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του ονόματος, του τόπου γέννησης, κατοικίας και εργασίας, του επαγγέλματος και της ηλικίας, που διατάσσονται με αιτιολογημένη διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών, η μεταβολή των στοιχείων ταυτότητας, η μετεγκατάσταση σε άλλες χώρες, καθώς και η μετάθεση ή μετάταξη ή απόσπαση για αόριστο χρονικό διάστημα, με δυνατότητα ανάκλησής της, των δημοσίων υπαλλήλων, που αποφασίζονται κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις από τους αρμόδιους Υπουργούς ύστερα από εισήγηση του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Η υπουργική απόφαση μπορεί να προβλέπει τη μη δημοσίευσή της στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και άλλους τρόπους διασφάλισης της μυστικότητας της πράξης. Τα μέτρα προστασίας λαμβάνονται με τη σύμφωνη γνώμη του μάρτυρα, δεν περιορίζουν την ατομική ελευθερία του πέρα από το αναγκαίο για την ασφάλειά του μέτρο και διακόπτονται αν ο μάρτυρας το ζητήσει εγγράφως ή δεν συνεργάζεται για την επιτυχία τους. 
3. Με απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών, Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλλυλεγγύης, Υγείας, Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, Προστασίας του Πολίτη, Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, καθώς και κάθε άλλου καθ'ύλην αρμόδιου Υπουργού, όπου συντρέχει περίπτωση, καθορίζεται ο φορέας και η διαδικασία υλοποίησης των μέτρων προστασίας που περιλαμβάνονται στην προηγούμενη παράγραφο. 
4. Κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ο μάρτυρας του οποίου δεν αποκαλύφθηκαν τα στοιχεία ταυτότητας καλείται με το όνομα που αναφέρεται στην έκθεση εξέτασής του. Αν ζητηθεί από τον εισαγγελέα ή από έναν διάδικο η αποκάλυψη του πραγματικού ονόματός του, το δικαστήριο αποφαίνεται αιτιολογημένα για την αποκάλυψη ή μη. Την αποκάλυψη μπορεί να διατάξει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να διατάξει όσα ορίζονται στο άρθρο 354 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
5. Αν δεν έχουν αποκαλυφθεί τα στοιχεία ταυτότητας του μάρτυρα, μόνη η κατάθεσή του δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου. 
6. Κατά την ποινική διαδικασία για τις αξιόποινες πράξεις εμπορίας ανθρώπων κατά τα άρθρα 323, 323Α, 323Β και 351 του Π.Κ., καθώς και για τις αξιόποινες πράξεις της παράνομης διακίνησης μεταναστών κατά τα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α΄), μπορεί να λαμβάνονται μέτρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 έως 4, για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό του θύματος αυτών των πράξεων, όπως αυτό χαρακτηρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων ι` και ια` της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3386/2005, των οικείων του θύματος ή των ουσιωδών μαρτύρων, ακόμη και όταν οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις δεν έχει τελεσθεί στο πλαίσιο οργανωμένου εγκλήματος σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 187 παρ. 1 του Π.Κ. 
7. Σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α και 235 έως 237Α του Ποινικού Κώδικα, ακόμα κι αν δεν τελέσθηκαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, είναι δυνατόν να παρέχεται στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος κατ'άρθρο 45Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στους ιδιώτες κατ'άρθρο 253Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο συμβάλλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη των ως άνω αξιοποίνων πράξεων ή, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο, και στους οικείους των προαναφερθέντων προσώπων, η προβλεπόμενη στις παραγράφους 1 έως 5 προστασία από πιθανολογούμενες πράξεις εκφοβισμού ή αντεκδίκησης.

(*** Η παράγραφος 7 προστέθηκε  με την υποπαράγραφο ΙΕ.17. άρθρου πρώτου
       Ν.4254/2014,ΦΕΚ Α 85/7.4.2014). 
 
Άλλωστε, κατ'άρθρο 253Β Κ.Π.Δ., που τιτλοφορείται "Ανακριτικές πράξεις επί εγκλημάτων διαφθοράς", Ειδικά για τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α, 235,236,237 και 237Α του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτές δεν τελούνται στο πλαίσιο εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης, η έρευνα μπορεί να συμπεριλάβει και τη διενέργεια:  
α) συγκαλυμμένης έρευνας, την οποία ενεργεί ανακριτικός υπάλληλος με παραγγελία του αρμόδιου εισαγγελέα και αφού ενημερωθεί προηγουμένως ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς. Η εν λόγω παραγγελία δίδεται αν συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τελείται ήδη ή πρόκειται να επαναληφθεί η τέλεση κάποιας από τις αξιόποινες πράξεις της παραγράφου 1 και η αποκάλυψη αυτής είναι με άλλον τρόπο αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής. Κατά τη συγκαλυμμένη έρευνα ο ανακριτικός υπάλληλος ή ο ιδιώτης που ενεργεί υπό τις οδηγίες του εμφανίζεται ως ωφελούμενος ή ως μεσολαβητής ωφελουμένου προσώπου από την αξιόποινη πράξη της παραγράφου 1 και διευκολύνει στην τέλεσή της τον δράστη που την έχει προαποφασίσει. Η συγκαλυμμένη έρευνα ενεργείται για εύλογο κατά τις περιστάσεις χρονικό διάστημα, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει το έτος. Ο ενεργών τη συγκαλυμμένη έρευνα μπορεί να φέρει συγκαλυμμένα στοιχεία ταυτότητας και φορολογικά ή άλλα στοιχεία και να συναλλάσσεται με αυτά για τις ανάγκες της έρευνας που διεξάγει. Οι λεπτομέρειες και η διαδικασία εκδόσεως των εν λόγω στοιχείων συγκάλυψης ορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη. Για τις ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος συντάσσεται αναλυτική έκθεση κατά τα άρθρα 148 έως 153. Αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν με ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος, οι οποίες δεν μνημονεύονται αναλυτικά στην έκθεση, δεν λαμβάνονται υπόψη για την καταδίκη του κατηγορουμένου. 
β) Άρσης του απορρήτου, καταγραφής δραστηριότητας εκτός κατοικίας και συσχέτισης ή συνδυασμού δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτές προβλέπονται στα στοιχεία γ`, δ` και ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 253Α. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως οι παράγραφοι 2 και 3 του ίδιου άρθρου.»


NOVARTIS-GATE


Στην υπόθεση Novartis-Gate, σε περίπτωση που η Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς, κ. Ελένη Τουλουπάκη, χαρακτήρισε με Πράξη της ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος τους τρεις (3) μάρτυρες, τότε χρειαζόταν οπωσδήποτε έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Εποπτεύοντος του έργου των Εισαγγελέων Διαφθοράς, κ. Δημήτριου Παπαγεωργίου.
Σε περίπτωση, όμως, που για τους εν λόγω τρεις (3) ουσιώδεις μάρτυρες απλώς λήφθηκαν μέτρα για την αποτελεσματική προστασία τους από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό, ως φυσικών προσώπων που κατά το άρθρο 187Β του Ποινικού Κώδικα βοήθησαν στην αποκάλυψη εγκληματικών δραστηριοτήτων (μέτρα επιείκειας), τότε εφαρμογής τυγχάνουν οι διατάξεις των παρ. 1-5 Ν. 2928/2001, και συνεπώς η λήψη των μέτρων διατάσσεται με αιτιολογημένη διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, χωρίς έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης απαιτείται η διενέργεια εισαγγελικής έρευνας για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης, και για συναφείς πράξεις.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την παρ. 7 του Ν. 2928/2001, η οποία προστέθηκε με την υποπαράγραφο ΙΕ.17. άρθρου πρώτου Ν.4254/2014,ΦΕΚ Α 85/7.4.2014 (Νόμος Χαράλαμπου Αθανασίου), σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α και 235 έως 237Α του Ποινικού Κώδικα (δωροδοκία), ακόμα κι αν δεν τελέσθηκαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, είναι δυνατόν να παρέχεται στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος κατ'άρθρο 45Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (που ο χαρακτηρισμός τους ως τέτοιων προϋποθέτει έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου), στους ιδιώτες κατ'άρθρο 253Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας  (συγκαλυμμένη έρευνα μετά από ενημέρωση, και ουχί έγκριση, του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο συμβάλλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη των ως άνω αξιοποίνων πράξεων (!!!), χωρίς δηλαδή έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ούτε καν ενημέρωση, στην τελευταία περίπτωση, η προβλεπόμενη στις παραγράφους 1 έως 5 του Ν. 2928/2001 προστασία από πιθανολογούμενες πράξεις εκφοβισμού ή αντεκδίκησης, δηλαδή μεταξύ άλλων η μεταβολή των στοιχείων ταυτότητας των ουσιωδών μαρτύρων. 
Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω δεδομένων και υπό το φως των όσων μέχρι σήμερα έχουν αποκαλυφθεί, οι ενέργειες της κ. Ελένης Τουλουπάκη, και των Επίκουρων Εισαγγελέων Διαφθοράς, κ. Ντζούρα και κ. Μανώλη, αναφορικά τουλάχιστον με τον χειρισμό των προστατευόμενων μαρτύρων, δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου, και κυρίως δεν προκαλούν καμία ακυρότητα. 



 

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Υποθαλάσσια τραύματα



Προσωπικά σου λέω
παραδόθηκα
σχοινοτενής σ'ένα μετέωρο γκρίζο
σύννεφα παντού
τα μάτια μου έβγαζαν ασπίδα
περισυνέλεξα λίγα τραύματα
προσεταιρίστηκα την ελπίδα
πολλά κομμάτια για το τίποτα
σε μία χαώδη μαύρη νύχτα
πολλές προσευχές δίγλωσσες
να σου χαράζουν στο κενό την πυξίδα
σισύφειο ταξίδι η επιστροφή
ποιος είπε ότι η θάλασσα
δεν πνίγει τους ναυαγούς της
απ'αυτήν την αγάπη θησαύρισα
τους πόνους και τις ατραπούς της

σαν πολλά υποθαλάσσια τραύματα
να μας τα λες και να μην επιπλέουν
μήπως οι αναμνήσεις πνίγονται
στα νερά τ'αβαθή παραπαίουν;
θυμήθηκα πάει να πει πως κάτι υπήρξε
μήπως θυμάσαι εκείνα τα καλοκαίρια
αν υπήρξαν
πόσος ήλιος έσταζε πάνω στα μπρατσάκια
που δεν κολυμπούσαν ασυνόδευτα;
και τα ενήλια βλέμματα έσταζαν τον πνιγμό μας
θυμήθηκα πως σε κρατούσα μετέωρη, άρα υπήρξες

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

Πως να σου το πω όταν δεν ξέρω



Πέρασαν τα χρόνια
διέφυγαν οι στιγμές
ενδημούσα η στίξη
και τα στίγματα πτερόεντα
μεταναστευτική χρόνια νόσος
επάρατος ενίοτε
και επηρμένη
"ήμουν για πάντα κολλημένος"
δύο επαναλήψεις, από διαφορετική κατεύθυνση
"μεταξύ του αγάπησα ή θ'αγαπήσω"
ελλειπτική η πρόταση, λείπει το "εσένα"
δεν απευθύνομαι στο πρώτο πρόσωπο
η αντωνυμία ήταν ψυχοφθόρα
εμένα ποιος με σκέφτηκε
συνωνυμία ή τελειώνει η ώρα
αγάπη μου, αν μου επιτρέπεις
να υποκριθώ τη λέξη ή το συναίσθημα
ή και τα δύο, εάν έτσι νιώθεις καλύτερα
σε πληθωρισμό του τίποτα
όταν τα μέσα φαντάζουν ανείπωτα
ίσως σ'ένα απροσδιόριστο μέλλον
συναντηθεί ο βούρκος των κλαμάτων μας
"και ναι μετάνιωσα"
πολλές επαναλήψεις
"ή μετανόησα;"
σ'ένα βράδυ διακοπτόμενο
"και ο τύραννος χρόνος"
αχανής και δυνάστης
"μια ελπίδα μου δίνει"
το ξανασκέφτεται
"αγάπησέ με πριν το τέλος"
και ίσως γίνει

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

Περιύβριση αρχής: Ένα λησμονημένο αδίκημα για τους υβριστές της Δικαιοσύνης

 


65/1989 ΑΠ

(ΠΟΙΝΧΡ 1989/706) Περιύβριση αρχής. Ορθή και αιτιολογημένη η καταδίκη του αναιρεσείοντος δικηγόρου. Σε υπόμνημά του απευθυνόμενο στο Συμβούλιο Εφετών περιέλαβε υβριστικές φράσεις για το Συμβούλιο Πλημ/κών με πρόθεση την προσβολή του ως δημοσίας αρχής.

Προεδρεύων ο αντιπρόεδρος Ι. Γρίβας Εισηγητής ο αρεοπαγίτης Γ. Αντωνόπουλος Στο 5ο κεφάλαιο του Ποιν. Κώδικος (προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας) περιλαμβάνεται το άρθρο 181, το οποίο προβλέπει το έγκλημα της περιυβρίσεως της αρχής και συμβόλων. Στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, όπως είχε τούτο μέχρι της αντικαταστάσεώς του υπό του άρθρου 4 παρ. 3 ν. 1738/1987, ορίζεται ότι "Με φυλάκιση μέχρι τριών ετών τιμωρείται όποιος δημοσίως περιυβρίζει δημόσια αρχή ...". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το έγκλημα στρέφεται κατά της δημοσίας αρχής ως πολιτειακού θεσμού, απαιτούντος τον σεβασμό των πολιτών, και συνίσταται σε εκδηλώσεις καταφρονήσεως, ονειδισμού ή διασυρμού αυτού τούτου του θεσμού και όχι του φορέως της αρχής φυσικού προσώπου, οι οποίες υπερβαίνουν τα επιβαλλόμενα διά του άρθρου 14 του Συντάγματος στον καθένα όρια κριτικής κατά την έκφραση και διάδοση προφορικά ή γραπτά των στοχασμών του. Τούτο ρητά πλέον ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρ. 181 (άρθρ. 4 παρ. 3 ν. 1738/87) ως εξής: "Η άσκηση κριτικής ουδέποτε συνιστά μόνη περιυβριση αρχής". Δημοσίως τελούνται οι εκδηλώσεις περιυβρίσεως αρχής όταν με τον τρόπο που γίνονται είναι δυνατό να υποπέσουν στην αντίληψη αόριστου αριθμού προσώπων (Ολ. ΑΠ 691/1985). Δημόσια αρχή αποτελούν και οι δικασταί κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτούς δικαστικής λειτουργίας (άρθρ. 26 παρ. 3 Συντάγματος), με την τροποποίηση δε (ως άνω) του άρθρου 181 Π.Κ. οι δικαστικές αρχές προστατεύονται ρητά. Με την προσβαλλομένη απόφαση (υπ'αριθ. 711 της 21ης Οκτωβρίου 1987 του 5μελούς Εφετείου Αθηνών), διά της οποίας καταδικάστηκε ο αναιρεσείων (με μειοψηφία ενός μέλους) για περιύβριση της αρχής σε φυλάκιση 5 μηνών, δέχεται το δικάσαν Εφετείο τα εξής: Την 29η Νοεμβρίου 1982 ο αναιρεσείων με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και προς υποστήριξη εφέσεώς του κατά του υπ'αριθμ. 202/1982 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Ηρακλείου, κατέθεσε στον Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών έγγραφο υπόμνημα απευθυνόμενο διά του Εισαγγελέως Εφετών Κρήτης στο Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, στο οποίο περιέλαβε τις εξής προσβλητικές για το Συμβούλιο Πλημ/κών φράσεις: "α) το προσβαλλόμενον βούλευμα, εκδοθέν την 2-11-1982 μετά κυοφορίαν 7 μηνών και 7 ημερών από της κατά την 26-3-1982 εις το Συμβούλιον υποβολής της προτάσεως του Εισαγγελικού Παρέδρου Α.Φ., είναι αναμφισβητήτως προϊόν πρωτοφανούς αυθαιρεσίας και ετσιθελισμού και δη αφ'ενός μεν εσκεμμένης διαστροφής των εκ της ανακρίσεως προκυψάντων, σαφεστάτων διά πάντα καλόπιστον κριτήν, πραγματικών περιστατικών. β) το κατάπτυστον και εξοργιστικόν βούλευμα τούτο, αποτελούν δεινήν πρόκλησιν του κοινού περί δικαίου αισθήματος..., διότι τούτο εκδοθέν εν καιρώ γενικού σάλου περί την Δικαιοσύνην και επιχειρουμένης καθάρσεως αυτής, αποτελεί εν εισέτι καίριον πλήγμα κατά του κύρους αυτής, κλονίζον έτι περαιτέρω την προς αυτήν εμπιστοσύνην των πολιτών. γ) εις την τελείως ακατανόητον και ασυνάρτητον αιτιολογίαν ταύτην, αρμόζει απολύτως το κοινώς σιγόμενον "από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα". Διότι προκειμένου το Συμβούλιον να καταλήξει εις την προδήλως, προαποφασισθείσαν ετσιθελικήν απαλλαγήν των κατηγορουμένων με απροσδόκητον αντίστοιχον στιγματισμόν εμού ως μοιχού, δεν διστάζει ποσώς να εμφανίσει αυτό, γενικότερον δε την Δικαιοσύνην, ως στερούμενον και αυτής έτσι της στοιχειώδους λογικής, την οποίαν ακόμη και τα μικρά παιδιά διαθέτουν...δ) όμως παρά πάντα ταύτα, τα μέχρις ουρανού βοώντα, οι εκδόντες το προσβαλλόμενον βούλευμα Δικασταί, δεν εδίστασαν ποσώς, προτείνοντος και του Εισαγγελικού Παρέδρου, να χωρήσουν εις απαλλαγήν των κατηγορουμένων αποτολμώντες να είπουν το μεν ότι ουδόλως προέκυψεν πρόθεσίς των προς δυσφήμισίν μου, το δε ότι τα κατατεθέντα υπ'αυτών περιστατικά δεν αφίσταται της πραγματικότητος... Δια να δικαιολογήσουν δε την τοιαύτην κρίσιν καταφεύγουν και χρησιμοποιούν καταγέλαστα επιχειρήματα, προκαλούντα εναλλάξ αισθήματα ότε μεν αγανακτήσεως, ότε δε θυμηδίας. ε) Θυμηδίαν προκαλεί το γεγονός ότι μεταφέρουν και εφαρμόζουν εις το πεδίον της ποινικής δικονομίας και διαδικασίας τα όσα γνωρίζουν εκ της πολιτικής Δικονομίας (άρθρ. 261)... οι ειρημένοι δικασταί μη δυνάμενοι να απαλλάξουν κατ'άλλον τρόπον τους κατηγορουμένους αποδέχονται τελείως αβασανίστους και ετσιθελικούς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων...". Δέχεται επίσης το Εφετείο ότι οι ως άνω φράσεις απευθύνονται κατά του Συμβουλίου Πλημ/κών Ηρακλείου ως δημοσίας αρχής και προσβάλλουν το κύρος αυτής, δημοσίως δε διότι έλαβον γνώση αυτών, πλην των Γραμματείων του Ειρηνοδικείου και Εισαγγελίας Εφετών και αόριστος αριθμός προσώπων, δηλαδή τα πρόσωπα του Συμβουλίου Εφετών, υπάλληλοι του Εφετείου Κρήτης και άλλα πρόσωπα. Ότι οι παραπάνω φράσεις εκδηλώνουν καταφρόνηση προς το Συμβούλιο Πλημ/κών, μειώνουν το κύρος αυτού, εγένοντο με πρόθεση προσβολής τούτου ως δημοσίας αρχής και δεν αποτελούν άσκηση κριτικής δριμείας, ούτε προσβολή μόνο των προσώπων των δικαστών που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο απαλλακτικό βούλευμα. Στο αιτιολογικό της αποφάσεως αναφέρονται ακόμη οι αποδείξεις από τις οποίες συνάγονται τα παραπάνω περιστατικά καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες αυτά υπήχθησαν στις διατάξεις του άρθρου 181 ΠΚ, οι οποίες ερμηνεύθηκαν και εφαρμόστηκαν ορθά χωρίς να παραβιασθούν ούτε εκ πλαγίου, διότι τα διαλαμβανόμενα ως άνω στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως περιστατικά συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων. Συνεπώς οι λόγοι της αναιρέσεως: α) για έλλειψη της κατ'άρθρον 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν περιέχονται στην απόφαση με πληρότητα και σαφήνεια τα στοιχεία του εγκλήματος, αντικειμενικά και υποκειμενικά (1ος λόγος αναιρέσεως) και β) για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 181 παρ. 1 ΠΚ, διότι δεν συνάγεται με τα γενόμενα δεκτά υπό του δικάσαντος εφετείου περιστατικά ότι έγινε δημοσίως περιύβριση του Συμβουλίου Πλημ/κών ως δημοσίας αρχής (2ος λόγος αναιρέσεως) είναι αβάσιμοι. Κατά τη γνώμη ενός μέλους η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει κατά το κεφάλαιο αυτής περί δικαστικής επιμέτρησης της ποινής να αναιρεθεί αυτεπαγγέλτως, κατ'εφαρμογή των άρθρων 511 εδαφ. γ` ΚΠΔ, 2 παρ. 1 ΠΚ, διότι το έγκλημα περιυβρίσεως της αρχής τιμωρείται ήδη διά φυλακίσεως μέχρι δύο ετών (ενώ πρότερον τιμωρείτο διά φυλακίσεως μέχρι τριών ετών), η δε επιμέτρηση της ποινής έγινε διά της προσβαλλομένης αποφάσεως βάσει των ορίων (άρθρ. 79 παρ. 1 ΠΚ, του προηγουμένου ισχύοντος μέχρι 20.11.1987) αυστηρότερου νόμου, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο για την επιμέτρηση της ποινής βάσει της διατάξεως του άρθρου 181 παρ. 1, όπως αντικαταστάθηκε διά του άρθρου 4 παρ. 3 ν. 1738/20.11.1987. Κατά τη γνώμη των λοιπών μελών δεν είναι αναιρετέα εν μέρει η απόφαση, διότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής αυτεπαγγέλτως του νεωτέρου νόμου, ενόψει του ότι η επιβληθείσα στον αναιρεσείοντα ποινή (10 μηνών) δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο των δύο ετών φυλακίσεως.

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

Σιγαστήρας



Μ'άφησες σ'ένα ερείπιο
να κοιτάω τους τοίχους της ναφθαλίνης
το συναίσθημα ήπιο
και ο πόνος που δεν μπορείς ν'απαλύνεις
τι έφταιξαν τα μάτια μου
να χρωστάνε τάμα στη σκοτοδίνη
ποιος πόλεμος μετράει θύματα
τις τύψεις μιας καρδιάς πολιορκημένης
κάπως ελεύθερο το σχέδιο
χαράχτηκε από χέρι διστακτικό
περίτεχνες γραμμές
χαμένες στο τούνελ των γραμμάτων
νωχελική και η ώθηση
στις σφαίρες των βλημάτων
νευρικά τα δάκτυλα
η παλάμη σαν ατμισμένη
μια φόρα, μια φορά
και η αντίσταση λυγισμένη
στον απόλυτο θόρυβο
μιας αγάπης που σκοτώνει
με σιγαστήρα

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Απόλυτη ακυρότητα λόγω παράλειψης μετάφρασης ουσιωδών εγγράφων στην ποινική διαδικασία (Siemens case)

 

 

Σχετικά με την υπόθεση Siemens 

3242/2016 ΕΦ ΑΘ

Ποινική Δικονομία. Κατηγορούμενος που αγνοεί την ελληνική γλώσσα. Μη μεταφρασμένο κλητήριο θέσπισμα. Ακυρότητα επιδόσεως κλητηρίου θεσπίσματος, λόγω μη μεταφράσεώς του, καίτοι ο κατηγορούμενος αγνοούσε την ελληνική γλώσσα. Προβολή της ακυρότητας της επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος το αργότερο μέχρι την έναρξη της εκδίκασης στο πρωτοβάθμιο, δηλαδή πριν από την απαγγελία της κατηγορίας από τον Εισαγγελέα. Κάλυψη ακυρότητας σε αντίθετη περίπτωση. Υπερασπίσεως δικαιώματα. ΕΣΔΑ. Επίδοση όλων των ουσιωδών εγγράφων, επί ποινή απολύτου ακυρότητας, σε γλώσσα που κατανοεί ο κατηγορούμενος. Μεταξύ των ουσιωδών εγγράφων συμπεριλαμβάνεται και το κλητήριο θέσπισμα. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος απολογήθηκε στην κύρια ανάκριση με διερμηνέα δεν αναιρεί την υποχρέωση των δικαστικών αρχών να του επιδώσουν μεταφρασμένο το κλητήριο θέσπισμα. Επίδοση κλητηρίου σε αντίκλητο, προς τον οποίο έχει παύσει η σχέση εντολής. Ακυρότητα τέτοιας επιδόσεως. Αναβάλλει τη δίκη, ώστε να επαναληφθούν οι προπαρασκευαστικές διαδικαστικές πράξεις με συνεπίδοση επίσημης μετάφρασης των ουσιωδών εγγράφων, δεδομένου ότι η επίδοση ολόκληρου του βουλεύματος σε επίσημη μετάφραση και της σχετικής κλήσης με τον κατάλογο των μαρτύρων έπρεπε να γίνει εντός της νόμιμης προθεσμίας πριν από τη δικάσιμο.

ΕΦΑΘ (ΠΟΙΝ) 3242/2016 Δικαστές Σ. Τσιμπέρης, Προεδρεύων, Παγώνα Παναγιώτου, Ευτέρπη Καραχάλιου, Εισαγγελεύς Χ. Τζώνης, Αντεισαγγελεύς, Δικηγόροι Ι. Ηρειώτης, Ν. Βιτώρος, Ι. Μαντζουράνης, Μαρία Αθανασοπούλου, Β. Δημακόπουλος, Τ.- Ι. Μπαλιτσάρης, Ι. Κώτσος, Α. Μαυραγάνης, Εράσμια Νάκα, Αλίκη Καλατζή, Ι. Παπαδογιαννάκης, Κ. Κακόβουλης, Β. Αλεξανδρής, Δ. Βούλγαρης, Όλγα Τσόλκα, Π. Νιάδης, Μαρία - Πηνελόπη Λιακόγκονα, Μ. Ζαφειρόπουλος, Χ. Κομπιλίρης, Δ. Γκούσκος, Π. Γκούσκος, Ι. Πορτικάλης, Χ. Κολοβός, Ι. Μαρακάκης, Ν. Κουμουλέτζος, Θ. Μαντάς, Σωτηρία Ζωγράφου, Ι. Σχινάς, Α. Καϋμενάκης, Αικατερίνη Χριστογιάννη, Π.- Κ. Βασιλακόπουλος, Μ. Βασιλα­ κόπουλος, Γ. Δημήτραινας, Μαριάννα Λεωνιδάκη, Σ. Καλαμίτσης, Αθηνά Κατράκη, Ν. Δαμασκόπουλος, Α. Μαραγκός, Α. Βαρλάμης, Η. Μπίσιας, Χ. Καπαρουνάκης, Χ. Γάτος, Σ. Χρη- στακάκης, Ο. Φίλος, Α. Τριαντάφυλλου, Α. Χαραλαμπάκης, Μαρία Σαξώνη, Α. Πάρσαλης, Καλλιρόη Δημοπούλου, Β. Καρκαζής, Π. Κατσαρός, Ι. Γιαννίδης, Ν. Scharf, Αναστασία Καίσαρη, Ι. Μανουσάκης, Β. Αρβανίτης, U. Freiherr von Saalfeld, Η. Αναγνωστόπουλος, Ι. Τολάκης, Α. Παπαστεριόπουλος, Ι. Παπαδάτος, Ιωάννα Αναστασοπούλου, Ειρήνη Τσαγκαράκη, Άννα Παπαδοπούλου, Δ. Τσοβόλας, Λυδία Τσοβόλα, Ι. Ζαβαλιάννης, Σ. Κατσέλης, Σ. Μουζακίτης, Α. Τζαννετής, Φωτεινή Σμυρνιωτάκη, Χ. Φιλιππούσης, Ειρήνη Βένιου, Χ. Αργυρόπου­λος, Γ. Δαρμάρος, Δ. Γαβουνέλης, Π. Αθανασόπουλος, Νίκη Αθανασοπούλου, Μαρία Ιωαννίδου, Σ. Πολύχρονης, Λ. Μίχος, Χ. Μηλιάς, Στυλιανή Ανδρικοπούλου, Ι. Ζαΐμης [...] Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 307 επ., 314, 320-321, 339-340 και 343 ΚΠΔ συνάγεται ότι η κυρία διαδικα­σία αρχίζει, είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδι­κασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο κλητηρίου θεσπίσματος, ή στις περιπτώσεις των άρ. 314, 315 παρ. 3-4 (και αφού το παραπεμπτικό βούλευμα καταστεί αμετάκλητο) με την επίδοση κλήσης, είτε με την εμφάνιση του κατηγορού­μενου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του (ΑΠ 537/2012, ΑΠ 1827/2003, ΑΠ 1668/2002). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρ. 170 παρ. 1, 171 παρ. 1 εδ. δ`, 173 παρ. 1 και 174 παρ. 2 ΚΠΔ, οι οποίες δεν θίγουν τα από το άρ. 6 παρ. 3 εδ. α` της ΕΙΔΑ προστατευόμενα δικαιώματα του κατηγορουμένου, η ακυρό­τητα της κλήσης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος, καθώς και η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησης αυτών στον κατηγορούμενο, είναι σχετική και καλύπτεται, αν αυτός που κλητεύθηκε εμφανιστεί στη δίκη και δεν προβάλλει εναντίωση στην πρόοδό της, προτείνοντας την ακυρότητα το αργότερο μέχρι την έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δηλα­δή πριν από την απαγγελία της κατηγορίας ή την ανάπτυξη της έφεσης από τον εισαγγελέα και πριν από την εξέταση οποιουδή­ποτε αποδεικτικού μέσου ή την όρκιση του πρώτου μάρτυρα (βλ. ΑΠ 137/2015, ΑΠ 820/2014, ΑΠ 440/2013, ΑΠ 537/2012, Μ. Μαργαρίτη, ΚΠΔ, έκδ. 2008, σελ. 647 αριθμ. 21). Σε περίπτωση δε που οι αντιρρήσεις προταθούν έγκαιρα και γίνουν δεκτές, το δικαστήριο κηρύσσει άκυρη την κλήση ή το κλητήριο θέσπισμα και απαράδεκτη τη συζήτηση. Ειδικότερα, κατά τις διατά­ξεις των άρ. 320-321 ΚΠΔ, το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο δικαστήριο για να δικαστεί, πρέπει απαραίτητα να περιέχει πέραν των άλλων στοιχείων και ακριβή καθορισμό των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Κατά δε το άρ. 6 παρ. 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου της 4.11.1950 (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 52/1974 και έχει, κατά το άρ. 28 του Συντ., υπερνομοθετική ι­σχύ, κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορηθεί στην πιο σύντομη προθεσμία λεπτομερώς στη γλώσσα που κατανοεί την φύση και τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας και να τύχει δωρεάν παράστασης διερμηνέα, αν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο δικαστήριο. Συνα­φής είναι και η διάταξη του άρ. 14 παρ. 3 εδ. α` του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), κατά την οποία «κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα τις ακόλουθες εγγυήσεις, να πληροφορηθεί το συντομότερο δυνατόν σε γλώσσα που κατανοεί και λεπτομερώς τη φύση και τους λόγους της κατηγο­ρίας εναντίον του». Από τις διατάξεις αυτές, που αποσκοπούν στην κατοχύρωση βασικών υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου που εισάγεται σε δίκη σε ξένη χώρα και α­γνοεί τη γλώσσα που ομιλείται στη χώρα αυτή, προκύπτει ότι και κατά το νομικό καθεστώς, που ίσχυε πριν την προσθήκη με το Ν. 4236/2014 του άρ. 236Α ΚΠΔ, για το οποίο γίνεται λόγος παρακάτω, επί κλητηρίου θεσπίσματος και παραπεμπτικού βουλεύματος απαιτείται, με ποινή ακυρότητας (άρ. 171 παρ. 1 δ` ΚΠΔ), μαζί με αυτά να επιδίδεται και επίσημη μετάφρασή τους στη γλώσσα που εννοεί ο κατηγορούμενος, δεδομένου ότι τα έγγραφα αυτά περιέχουν την κατηγορία (ΑΠ 2014/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 645/2004, ΑΠ 185/2004 ΠοινΔικ 2004, 541, ΑΠ 572/1985 ΠοινΧρ ΛΣΤ, 41, ΑΠ 691/1983 ΠοινΧρ ΛΓ`, 928, ΑΠ 152/1981 ΠοινΧρ ΛΑ`, 545), όχι όμως και επί άλλων εγγράφων της ποινικής διαδικασίας, για τα οποία δεν απαιτείται η επίδο­ση αυτών να συνοδεύεται από επίσημη μετάφρασή τους στη γλώσσα που κατανοεί ο κατηγορούμενος και συνεπώς σε τέ­τοια περίπτωση δεν καθίσταται άκυρη η επίδοση του εγγρά­φου, όταν δεν επιδίδεται ταυτόχρονα επίσημη μετάφρασή του (ΑΠ 2014/2009, ΑΠ 645/2004, ΑΠ 185/2004 ό.π.).Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος που αγνοεί την ελληνική γλώσσα έχει ήδη απολογηθεί στον ανακριτή με συνήγορο και διερμηνέα στη γλώσσα που κατανοεί δε δύναται να καλύψει την ως άνω ακυρότητα σε περίπτωση επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσμα­τος ή του βουλεύματος (στις αντίστοιχες περιπτώσεις) χωρίς επίσημη μετάφρασή τους στη γλώσσα που κατανοεί ο κατηγορούμενος, αφού μόνο το κλητήριο θέσπισμα ή το παραπεμπτι­κό βούλευμα περιέχουν τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμε­νο κατηγορίες με τις τυχόν επελθούσες διαφοροποιήσεις και τούτο καθίσταται εντονότερο σε περίπτωση που ο κατηγορού­μενος παραπέμπεται να δικαστεί μαζί με άλλους κατηγορούμε­νους, καθόσον από το πλέγμα όλων των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι πρέπει να γνωρίζει, πέραν των κατηγοριών που αποδίδονται στον ίδιο, και τις κατηγορίες που αποδίδονται στους συγκατηγορουμένους του, ώστε να προετοιμάσει κα­τάλληλα και με επάρκεια την υπερασπιστική του γραμμή και κυρίως στην περίπτωση που οι κατηγορίες για συγκεκριμένες πράξεις μετά την απολογία στον ανακριτή έχουν διαφοροποιη­θεί για ορισμένους από αυτούς με το παραπεμπτικό βούλευμα (όπως, για παράδειγμα, όταν το Συμβούλιο έκρινε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για ορισμένες πράξεις ή έπαυσε την ποινική δίωξη κ.λπ.). Ήδη με το άρ. 236Α παρ. 1 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρ. 4 του Ν. 4236/2014 (ΦΕΚ 33 Α` 11.2.2014) και ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο την Οδηγία 2010/64ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ της 20ης Οκτωβρίου 2010 σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, ορίζεται ότι «Στους υπόπτους ή κατηγορούμενους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας παρέχεται εντός ευλόγου διαστήματος γραπτή με­τάφραση όλων των ουσιωδών εγγράφων ή χωρίων εγγράφων της διαδικασίας. Τα ουσιώδη έγγραφα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση σχετική με την κατηγορία. Οι κατηγορούμενοι ή οι συνήγοροί τους δύνανται να υποβάλουν αιτιολογημένο αίτημα για τον χαρακτηρισμό εγγράφων ή χω­ ρίων εγγράφων ως ουσιωδών. Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι δεν έχουν δικαίωμα σε μετάφραση χωρίων ουσιωδών εγγρά­φων, τα οποία δεν συμβάλλουν στην κατανόηση εκ μέρους τους του περιεχομένου της εναντίον τους κατηγορίας». Από τα επιμέρους άρθρα, αλλά και το προοίμιο της ανωτέρω Οδηγίας, προκύπτει ότι η υποχρέωση των εκάστοτε εθνι­κών δικαστικών αρχών για μετάφραση των ουσιωδών εγγρά­φων της ποινικής διαδικασίας αποσκοπεί στη διασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής άσκησης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Τούτο, ειδικότερα, προκύπτει από τη διατύπωση του άρ. 3 παρ. 1 της Οδηγίας, το οποίο ορίζει ότι η μετάφραση των ου­σιωδών εγγράφων απαιτείται, «προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι είναι σε θέση να ασκήσουν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους και προκειμένου να διασφα­λιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης». Περαιτέρω, στο προοίμιο (σημείο 30) της Οδηγίας αυτής αναφέρεται ότι «προκειμένου να διασφαλίζεται η διεξαγωγή δίκαιης δίκης, τα ουσιώδη έγ­γραφα ή τουλάχιστον τα σχετικά χωρία των εγγράφων αυτών απαιτείται να μεταφράζονται προς χάριν των υπόπτων ή κα­τηγορουμένων, σύμφωνα με την παρούσα Οδηγία. Ορισμένα έγγραφα θα πρέπει να θεωρούνται πάντοτε ουσιώδη προς τον σκοπό αυτόν και, συνεπώς, να μεταφράζονται, όπως οποια­δήποτε απόφαση συνεπάγεται την στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγο­ρίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση. Εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να αποφασίζουν, με δική τους πρωτοβουλία ή ύστερα από αίτημα των υπόπτων ή των κατηγορουμένων ή των συνηγόρων τους, ποια άλλα έγγραφα είναι ουσιώδη για τη διασφάλιση δίκαιης δίκης και, συνεπώς, θα πρέπει επίσης να μεταφράζονται». Αναφέρεται, επίσης, στο σημείο 5 του προοιμίου ότι το άρ. 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και το άρ. 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοχυρώ­νουν δικαίωμα στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, ότι το άρ. 48 παρ. 2 του Χάρτη διασφαλίζει τον σεβασμό των δικαιω­μάτων της υπεράσπισης και ότι η παρούσα Οδηγία σέβεται τα ανωτέρω δικαιώματα και θα πρέπει να εφαρμόζεται αναλόγως. Και στο σημείο 14 ότι «Το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφρα­ση για τα πρόσωπα που δεν ομιλούν ή δεν κατανοούν τη γλώσσα της διαδικασίας θεσπίζεται στο άρ. 6 της ΕΣΔΑ, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Αν­θρωπίνων Δικαιωμάτων. Η παρούσα Οδηγία διευκολύνει την ε­φαρμογή του δικαιώματος αυτού στην πράξη. Προς τον σκοπό αυτόν ο στόχος της παρούσας Οδηγίας είναι να διασφαλίσει το δικαίωμα των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, ώστε να διαφυλάσσε­ται το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη». Από τις παραπάνω διατάξεις και την ενσωμάτωση στο ε­θνικό μας δίκαιο της ως άνω Οδηγίας με την προσθήκη του άρ. 236Α παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι η μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων και πρωτίστως των εγγράφων που περιέχουν την απαγγελλόμενη κατηγορία για τα πρόσωπα που δεν ομιλούν ή δεν κατανοούν την γλώσσα της διαδικασίας συνιστά υποχρέωση των αρμόδιων δικαστικών αρχών προς διαφύλαξη των θεμε­λιωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη και αποτελεσματική υπεράσπιση, όπως αυτά προβλέπονται στα άρ. 6 της ΕΣΔΑ και 47-48 παρ. 2 του Χάρτη θεμελιωδών Δικαι­ωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, η εκδοχή ότι δεν είναι απαραίτητη και δεν δημιουργεί ακυρότητα η μη συνεπίδοση μετάφρασης των ουσιωδών εγγράφων της ποινικής διαδικασί­ας που περιλαμβάνουν την απαγγελία της κατηγορίας, οποια­δήποτε απόφαση συνεπάγεται στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου και οποιαδήποτε απόφαση σχετική με την κατηγο­ρία, όταν ο κατηγορούμενος που αγνοεί την ελληνική γλώσσα απολογήθηκε στην κυρία ανάκριση με διερμηνέα και έλαβε γνώση της κατηγορίας, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, δεν στηρίζεται στο νόμο και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το νέο καθεστώς του άρ. 236Α ΚΠΔ. Άλλωστε, η αναλόγου περιε­χομένου παρ. 2 του άρ. 233 ΚΠΔ, που είχε προστεθεί με το άρ. 9 παρ. 2 του Ν. 1941/1991, καταργήθηκε με το άρ. 34 παρ. 18 γ` του Ν. 2172/1993 ως αντίθετη προς το άρ. 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (βλ. την Εισηγητική έκθεση του Ν. 2172/1993 στο άρ. 35 παρ. 17 γ`, Η. Αναγνωστόπουλου, «Στην Βαβέλ της Ευρωπαϊκής Ένωσης» ΠοινΧρ =ΣΤ`, 241 επ., Αθ. Ζαχαριάδη, παρατηρήσεις στην ΤρΕφΘεσ 814/2000 Αρμ. 2001,115 επ.). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι συνήγορσι υπεράσπι­σης των κατηγορουμένων J.V. (7ος), K.F.E.P.V.E. (8ος), R.K. (10ος), T.G. (11ος), H.W.B. (12ος), J.M. (13ος), R.H.S. (15ος), W.P.W.R. (16ος), F.J.R. (17ος), L.A.H.J. (18ος), Β.Μ. (33ος), G.G. (34ος) και J.C.O. (62ος), με τους αντίστοιχους ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, προβάλλουν αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης και απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας για το λόγο ότι οι συγκεκριμένοι κα­τηγορούμενοι είναι αλλοδαποί, αγνοούν την ελληνική γλώσσα και το παραπεμπτικό βούλευμα επιδόθηκε για τον καθένα α­πό αυτούς μόνο στην ελληνική γλώσσα και όχι μεταφρασμένο στη γλώσσα που κατανοούν, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουν το ακριβές περιεχόμενο των σε βάρος τους κατηγοριών και να παρεμποδίζονται να ασκήσουν αποτελεσματικά τα δικαιώματα υπεράσπισής τους. Στους 7°, 8°, 10°, 11°, 12°, 13°, 15°, 16°, 17°, 18° από τους παραπάνω κατηγορουμένους αποδίδεται η τέλεση των αξιό­ποινων πράξεων: α) της ενεργητικής δωροδοκίας και β) της νο­μιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, στους 33° και 34° αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος της απλής συνέργειας σε παθητική δωροδοκία κατ'εξακολούθηση και στον 62° αποδίδεται η τέλεση των εγκλημάτων της άμεσης συνέργειας σε ενεργητική δωροδοκία και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ'επάγγελμα. Οι 7ος, 8ος, 10ος, 11ος, 12ος, 13ος, 15ος 16ος, 17ος, 18ος και 33ος από τους κατηγορου­μένους αυτούς είναι Γερμανοί υπήκοοι και κατά την απολογία τους στον ανακριτή δήλωσαν ότι αγνοούν την ελληνική γλώσ­σα και απολογήθηκαν με διερμηνέα στη γερμανική γλώσσα. Ο 34ος (G.G.) είναι, επίσης, Γερμανός υπήκοος με ελληνική κατα­γωγή, ωστόσο δεν κατανοεί καλά την ελληνική γλώσσα και κα­τά την απολογία του στον ανακριτή στις 12.7.2013 απολογήθη­κε με διερμηνέα στη γερμανική γλώσσα. Σε όλους τους ως άνω κατηγορουμένους τόσο το 399/2015 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που περιλαμβάνει τις απο­διδόμενες στον καθένα κατηγορίες, όσο και η κλήση για την εμφάνισή τους στο δικαστήριο με κατάλογο των μαρτύρων, επιδόθηκαν για τον καθένα στην ελληνική γλώσσα (βλ. για την επίδοση του βουλεύματος τα αντίστοιχα αποδεικτικά επίδοσης των επιμελητών της εισαγγελίας Εφετών Αθηνών [...]). Αφού, όμως, οι ως άνω κατηγορούμενοι δήλωσαν νομότυπα κατά την απολογία τους στην κυρία ανάκριση ότι αγνοούν την ελληνική γλώσσα και απολογήθηκαν στη γερμανική γλώσσα, την οποία και κατανοούν, για την ολοκλήρωση της σύννομης επίδοσης και κλήτευσής τους στη δίκη, η αρμόδια εισαγγελική αρχή είχε υ­ποχρέωση από τις διατάξεις των άρ. 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ, 236Α, 320-321 ΚΠΔ να επιδώσει τα ως άνω ουσιώδη έγγραφα (βού­λευμα και κλήση), που περιέχουν την κατηγορία, σε επίσημη με­τάφραση στη γερμανική γλώσσα στον καθένα από τους κατη­γορουμένους αυτούς, με αποτέλεσμα από την παράλειψη αυτή να προκαλείται ακυρότητα κατά το άρ. 171 παρ. 1 εδ. δ` ΚΠΔ, καθόσον οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι στερήθηκαν τη δυ­νατότητα άσκησης των νομίμων θεμελιωδών υπερασπιστικών δικαιωμάτων τους, όπως αυτά απορρέουν από τις προαναφε­ρόμενες διατάξεις για ακριβή γνώση του περιεχομένου των σε βάρος τους κατηγοριών και τη διασφάλιση πλήρους και αποτε­λεσματικής άσκησης των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων. Η ακυρότητα αυτή, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν δύναται να καλυφθεί από το γεγονός ότι οι παραπάνω κατηγο­ρούμενοι απολογήθηκαν στην κυρία ανάκριση με διερμηνέα στη γερμανική γλώσσα, δεδομένου ότι εκτός από το δικαίωμά τους να λάβουν πλήρη γνώση των σε βάρος τους κατηγοριών, δικαιούνται για την αποτελεσματική προετοιμασία της υπερά­σπισής τους να λάβουν γνώση και των κατηγοριών που απο­δίδονται στους λοιπούς συγκατηγορουμένους τους και περιέ­χονται στο παραπεμπτικό βούλευμα, που είναι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι επήλθαν σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τις αρχικές κατηγορίες και, ειδικότερα, απαγγέλθηκαν συμπληρωματικές κατηγορί­ες στους συγκατηγορουμένους Μ.Χ., V.J., Π.Μ. και Χ.Κ. και το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 399/2015 βούλευμά του έχει αποφανθεί για ορισμένες πράξεις να μη γίνει κατηγορία κατά συγκεκριμένων κατηγορουμένων και για συγκεκριμένα χρο­νικά διαστήματα, ενώ για άλλες πράξεις έπαυσε την ποινική δίωξη (βλ. στις σελίδες 1706 και 2287 επ. του βουλεύματος). Η ίδια ακυρότητα δημιουργείται και για τον 62° κατηγορούμε­νο, J.G.W., τραπεζικό στέλεχος της [...], ο οποίος είναι Γάλλος υπήκοος, κατοικεί στην Ελβετία, αγνοεί την ελληνική γλώσσα και ομιλεί τη γαλλική. Ο κατηγορούμενος αυτός δεν εμφανί­στηκε κατά τη διενέργεια της κυρίας ανάκρισης να απολογηθεί και ως προς αυτόν η ανάκριση περατώθηκε με την έκδοση του [...] εντάλματος σύλληψης από τον ειδικό εφέτη ανακριτή. Σε εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης, συνελήφθη στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και εκδόθηκε στην Ελλάδα. Κατά την προσα­γωγή του στις ελληνικές αρχές για την εκτέλεση του εντάλμα­τος σύλληψης και προσωρινής κράτησης επιδόθηκε σ'αυτόν το παραπεμπτικό βούλευμα στις 6.4.2015, εντός του καταστή­ματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών (βλ. το από 6.4.2015 αποδεικτικό επίδοσης του επιμελητή της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών [...]), χωρίς τη συνεπίδοση μετάφρασης τούτου στη γαλλική γλώσσα, στις δε 24.6.2015 επιδόθηκε σ'αυτόν εντός του καταστήματος κράτησης Κορυδαλλού και η κλήση για εμ­φάνισή του στο δικαστήριο, επίσης στην ελληνική γλώσσα (βλ. το αποδεικτικό επίδοσης με ημερομηνία 24.6.2015 του γραμματέα του παραπάνω καταστήματος κράτησης [...]), με αποτέλεσμα να στερηθεί τη δυνατότητα άσκησης των θεμελιωδών ως άνω δικαιωμάτων του να λάβει πλήρη γνώση του περιεχομένου των εναντίον του κατηγοριών και να προετοιμάσει κατάλληλα και αποτελεσματικά την υπερασπιστική του γραμμή. Κατά συνέπεια, είναι βάσιμες οι έγκαιρα προβαλλόμενες από τους συνηγόρους των παραπάνω κατηγορουμένων αντιρ­ρήσεις στην πρόοδο της δίκης λόγω της ως άνω επελθούσας ακυρότητας και κατ'αποδοχή του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού τους, πρέπει να κηρυχθεί άκυρη η επίδοση της κλήσης και του 399/2015 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλί­ου Εφετών Αθηνών και απαράδεκτη η συζήτηση ως προς τους κατηγορουμένους αυτούς. Το σημαντικό αυτό αίτιο από την κήρυξη της ως άνω ακυρότητας δεν είναι δυνατόν να αντιμε­τωπιστεί με διακοπή της συνεδρίασης σε άλλη ημέρα, ώστε να επισπευστεί και ολοκληρωθεί η διενεργούμενη μετάφραση του βουλεύματος, που γίνεται με επιμέλεια της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, παρά μόνο με αναβολή της δίκης σε άλλη δικάσιμο, ώστε να επαναληφθούν οι σχετικές προπαρασκευαστικές δια­δικαστικές πράξεις με συνεπίδοση επίσημης μετάφρασης των ως άνω ουσιωδών εγγράφων της κατηγορίας στους συγκεκρι­μένους κατηγορουμένους, δεδομένου ότι η επίδοση του βου­λεύματος σε επίσημη μετάφραση, και μάλιστα ολόκληρου και όχι αποσπάσματος τούτου, καθώς και της σχετικής κλήσης με τον κατάλογο των μαρτύρων και των εγγράφων επιβαλλόταν να γίνει εντός της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας (άρ. 166 ΚΠΔ) πριν τη δικάσιμο. Με τις διατάξεις των εδαφίων ε`- στ` του άρ. 273 παρ. 1 ΚΠΔ, ορίζονται τα ακόλουθα: ε) Αν ο κατηγορούμενος δηλώσει αρ­χικά ή μεταγενέστερα διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής στην αλλοδαπή, οι επιδόσεις που αναφέρονται στο εδ. γ` της παραγράφου αυτής γίνονται μόνο στο συνήγορο που διορίστηκε κατά το άρ. 96 παρ. 2 και αν οι συνήγοροι είναι περισσότεροι σε έναν από αυτούς, στ) Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει διορίσει συνήγορο, οφείλει στις περιπτώσεις του προηγουμένου εδαφί­ου να διορίσει αντίκλητο έναν από τους δικηγόρους της έδρας του οικείου πλημμελειοδικείου, στον οποίο και μόνο γίνονται όλες οι παραπάνω επιδόσεις. Αν ο κατηγορούμενος παραλεί­ψει το διορισμό αντικλήτου ή η επίδοση στον αντίκλητο είναι αδύνατη ή έπαυσε η ιδιότητά του ως αντικλήτου, οι επιδόσεις αυτές γίνονται στο γραμματέα της εισαγγελίας του πλημμελει­οδικείου στην περιφέρεια του οποίου ενεργείται ή έχει ενερ­γηθεί η ανάκριση. Ο γραμματέας της εισαγγελίας φυλάσσει τα επιδιδόμενα έγγραφα σε ιδιαίτερο για κάθε κατηγορούμενο φάκελο, το περιεχόμενο του οποίου μπορούν οποτεδήποτε να πληροφορηθούν ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του. Ο αντίκλητος δικηγόρος διατηρεί την ιδιότητα αυτή, εκτός αν δηλώσει στον αρμόδιο γραμματέα ότι έληξε η σχέση εντολής με τον κατηγορούμενο. Η διάταξη του εδαφίου δ` της παρα­γράφου αυτής εφαρμόζεται αναλόγως και στο ακροατήριο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο 61ος κατηγορούμενος, Φ.Α., που είναι Έλληνας υπήκοος, και κατοικεί στην αλλοδα­πή (Γενεύη Ελβετίας), κατά την απολογία του στις 18.2.2013 στον ειδικό εφέτη ανακριτή, διόρισε ως συνηγόρους του και αντικλήτους του τους δικηγόρους Αθηνών, Ι.Μ. και I.Μ. Με την από 28.5.2014 έγγραφη δήλωσή του (επιστολή) προς τον δικηγόρο, Ι.Μ., ανακάλεσε τη δοθείσα σε αυτόν εντολή. Την έγγραφη αυ­τή δήλωση προσκόμισε ο Ι.Μ. στον ειδικό εφέτη ανακριτή στις 30.5.2014 και δήλωσε και ο ίδιος εγγράφως την ίδια ημέρα ότι έχει παύσει να τον εκπροσωπεί και να είναι αντίκλητός του από τις 20.12.2013. Στις 3 Απριλίου 2015 έλαβε χώρα επίδοση του 399/2015 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφε­τών Αθηνών στο δικηγόρο, Ι.Μ., ως αντίκλητο του παραπάνω κατηγορουμένου (βλ. το από 3.4.2015 αποδεικτικό επίδοσης της επιμελήτριας της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών [...]). Η πα­ραπάνω επίδοση ήταν σύννομη κατά το άρ. 273 παρ. 1 εδ. ε` ΚΠΔ, αφού νόμιμα είχε οριστεί αντίκλητος του κατηγορουμένου και δεν προκύπτει μέχρι τότε ότι ο τελευταίος είχε ανακαλέσει την προς αυτόν εντολή ούτε ο ως άνω δικηγόρος είχε προβεί σε δήλωση στον αρμόδιο γραμματέα της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών περί λήξης της εντολής του με τον παραπάνω κατηγο­ρούμενο. Επειδή, όμως, ο παραπάνω δικηγόρος θεωρούσε ότι είχε ανακληθεί και η προς αυτόν εντολή από τον παραπάνω κατηγορούμενο, ενόψει του ότι επικουρικά ανέλαβε την υπερά­σπιση τούτου ως συνεργαζόμενος στην ίδια δικηγορική εται­ρεία με τον Ι.Μ., με αφορμή την παραπάνω επίδοση, και επειδή πράγματι είχε την προφορική διαβεβαίωση από τον ως άνω κα­τηγορούμενο πως θεωρούσε ότι είχε ανακαλέσει και την προς αυτόν εντολή και δεν επιθυμούσε πλέον να τον εκπροσωπεί, τόσο ο ίδιος όσο και ο Ι.Μ., με τις προσκομιζόμενες ταυτόση­μες έγγραφες δηλώσεις τους από 10.6.2015 που κατέθεσαν την ίδια ημέρα στον αρμόδιο γραμματέα της εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, δήλωσαν ότι έχουν παύσει αμφότεροι να είναι συνή­γοροι υπεράσπισης και αντίκλητοι του παραπάνω κατηγορου­μένου σε οποιαδήποτε ποινική του υπόθεση. Η δήλωση αυτή υποβλήθηκε νόμιμα στον αρμόδιο γραμματέα κατά το άρ. 273 παρ. 1 εδ. στ` ΚΠΔ και από τότε (10.6.2015) έπαυσε η ιδιότητα του αντικλήτου και για τον δικηγόρο Ι.Μ. Ωστόσο στις 17.7.2015 (βλ. το από 17.7.2015 αποδεικτικό ε­πίδοσης της επιμελήτριας της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών [...]) επιδόθηκε στο δικηγόρο Ι.Μ. με θυροκόλληση ως αντίκλητο του ως άνω κατηγορουμένου η [...] κλήση του Εισαγγελέα Εφε­τών με κατάλογο μαρτύρων για την εμφάνιση του στο δικαστή­ριο κατά την παραπάνω δικάσιμο. Η επίδοση της κλήσης αυτής δεν ήταν σύννομη, αφού, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, από τις 10.6.2015 είχε λήξει η σχέση εντολής μεταξύ του παραπάνω κατηγορουμένου και του Ι.Μ. και η ιδιότητα του τελευταίου ως αντικλήτου και αφού ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος δεν εί­χε διορίσει νόμιμα άλλον αντίκλητο, η σχετική επίδοση έπρεπε να γίνει, κατά το άρ. 273 παρ. 1 εδ. στ` ΚΠΔ, στον αρμόδιο γραμ­ματέα της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών. Κατά συνέπεια, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη συζήτηση της υπόθεσης και ως προς τον παραπάνω κατηγορούμενο, όπως βάσιμα ο συνήγορος υπεράσπισής του υποστήριξε, εξαιτίας μη νόμιμης κλήτευσής του. Αναφορικά με την κατάργηση του εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί σε βάρος του παραπάνω κατηγορούμενου, η σχετική αρμοδιότητα ανήκει στον ανακριτή, ο οποίος, αν κρίνει ότι έχουν εκλείψει οι λόγοι έκδοσής του, το ανακαλεί με την ίδια διαδικασία μετά από γνώμη του εισαγγελέα (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμ. ΚΠΔ έκδ. 2008 άρ. 276 αριθμ. 11). Κατόπιν τούτου, πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της υ­πόθεσης σε άλλη δικάσιμο, που θα οριστεί από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών, εξαιτίας μη νόμιμης κλήτευσης ως προς τους παραπάνω κατηγορουμένους και για το ενιαίο της κρί­σης ως προς τους λοιπούς κατηγορουμένους, προκειμένου να λάβει χώρα επανάληψη των ως άνω πράξεων της προπα­ρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή να επιδοθεί το 399/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών νόμιμα και εμπρό­θεσμα σε επίσημη μετάφραση στη γερμανική γλώσσα στον καθένα από τους 7°, 8°, 10°, 1 Γ, 12°, 13°, 15°, 16°, 17°, 18°, 33° και 34° κατηγορουμένους και στη γαλλική γλώσσα για τον 62° κατηγορούμενο, καθώς επίσης να επιδοθεί και νέα κλήση για τη δικάσιμο με κατάλογο των μαρτύρων κατηγορίας και των αναγνωστέων εγγράφων στον καθένα από τους παραπάνω κα­τηγορουμένους σε επίσημη μετάφραση στις ως άνω αντίστοι­χα γλώσσες. 

 

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

Η νοσοκόμα αγάπη



Στο'πα οι εκπλήξεις χαρίζονται στον χρόνο

να δένονται με κορδέλες σε ανεπίδοτα δέματα

δεν ανοίγονται τα συναισθήματα

σε ένα τυχαίο ταξίδι

διαμελίστηκαν οι ελπίδες

περιφερόμενες επισκέπτριες

στην εφημερία του πόνου σου

ένα αναλγητικό, μία δόση

καμία δοσολογία στον ανίατο χτύπο σου

έψαχνες για καταπραϋντικές απολαύσεις

μίας ασθένειας χωρίς ανταπόκριση θεραπείας

και η νοσοκόμα αγάπη σε κώμα άφησε τον έρωτα

με φόρα στο απροσδιόριστο

στοπ, και η γραμμή αναβόσβηνε θανατηφόρα

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Περί Μασονίας και άλλων "δαιμονίων" - Η απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών

Το Πρωτοδικείο Αθηνών παρεμβαίνει μεταξύ των Τεκτόνων



Ασχολίαστη...
A buon intenditor poche parole... 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία - Ελένη Βαργιά, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε κατόπιν κληρώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2-8-2016, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέως, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αιτούντων: 1) Της Ενώσεως Προσώπων, χωρίς νομική προσωπικότητα, υπό την επωνυμία «ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 33ου ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΔΕΓΜΕΝΟΥ ΣΚΩΤΙΚΟΥ ΤΎΠΟΥ (Α.Α.Σ.Τ.), που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους της δικηγόρους ..., 2) Νικολάου Κιλάκου, κατοίκου Αθηνών, που παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων του δικηγόρων ..., 
Των καθ'ών η αίτηση: Της φερόμενης ως Ενώσεως Προσώπων, χωρίς νομική προσωπικότητα, με την επωνυμία "Ύπατο Συμβούλιο του 33ου", όπως νόμιμα εκπροσωπείται, και εδρεύει στην Αθήνα, που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου..., 2) Ραφαήλ (Ραούλ) Ντε Σιγούρα, κατοίκου Κηφισιάς, που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου...
Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 14.7.2016 αίτησή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό καταθέσεως ...2016 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 2-8-2016. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως
οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 
...
Εν προκειμένω, με την κρινόμενη αίτηση το πρώτο των αιτούντων, που αποτελεί Ένωση Προσώπων, χωρίς Νομική Προσωπικότητα, και απαρτίζεται από περισσότερα του ενός άτομα, επιδιώκει ορισμένο σκοπό και έχει σωματειακή οργάνωση και η λειτουργία του διέπεται από Γενικό Κανονισμό. Ότι σύμφωνα με το άρθρο 5 του Γενικού Κανονισμού Το Μεγάλο Συμβούλιο του 33ου και τελευταίου βαθμού για την Ελλάδα του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου ιδρύθηκε την 12/24 Ιουλίου 1872 υπό την ονομασία «ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ», και αποτελεί το μόνο στην Ελλάδα κανονικώς συγκροτημένο και λειτουργούν Μέγα Συμβούλιο και συνιστά την Ανώτατη Διοικητική και Εκτελεστική Αρχή του Ελληνικού Φιλοσοφικού Τεκτονισμού, με έδρα την Αθήνα, και αποτελούμενο από κατ'ανώτατο όριο 18 ενεργά μέλη. Ο δεύτερος εκ των αιτούντων, Νικόλαος Κιλάκος, εξελέγη Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης του ΥΠΑΤΟΥ ΣΥΜΟΥΛΙΟΥ του Μεγάλου Συμβουλίου του Α.Α.Σ.Τ., κατά την συνεδρία της 15ης Ιουνίου 2016, μετά την παραίτηση από την θέση αυτή του μέχρι πρότινος Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχη, Σπυρίδωνος Καμαλάκη, και επακολούθησε ανασύνθεση αυτού και συγκρότησή του από τα αναφερόμενα στην αίτηση πρόσωπα. Ότι ο δεύτερος των καθ'ών, Ραούλ ντε Σιγούρα, που εισήλθε στον Τεκτονισμό στις 18-3-1954, παρότι κατά την συνεδρίαση της 5ης Δεκεμβρίου 2007, που συνήλθαν τα μέλη του Υπάτου Συμβουλίου, εξελέγη Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης από το Συμβούλιο του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου για την τριετία Δεκέμβριος 2007-Δεκέμβριος 2010, στη συνέχεια διαπιστώθηκε από τα μέλη του ανωτέρω Συμβουλίου ότι, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του, αλλά και των προβλημάτων υγείας του, δεν θα ηδύνατο να φέρει ευχερώς σε πέρας τόσο την θέση του Υπάτου, όσο και την οργάνωση του 49ου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Υπάτων Μεγάλων Ταξιαρχών, που θα πραγματοποιείτο τον Μάϊο του 2009. Ότι το τότε Ύπατο Συμβούλιο, που τον εξέλεξε, κατά την συνεδρίαση της 10-11-2008 αποφάσισε την αντικατάστασή του από το Χρήστο Μανέα και την τοποθέτηση του δεύτερου καθ'ών, Ραφαήλ Ντε Σιγούρα, στη θέση του Μεγάλου Θησαυροφύλακος, θέση την οποία, ενώ αρχικά εφαίνετο ότι απεδέχθη, στη συνέχεια δεν συναίνεσε και γι'αυτό τον λόγο μειοψήφησε. Ότι την επομένη της συνεδρίας επενέβησαν τέκτονες, που είτε τελούσαν υπό την αιγίδα της Μεγάλης Στοάς και του Υπάτου Συμβουλίου, είτε εκτός αυτών, εκμεταλλευόμενοι την ηλικία του καθ'ού και τον εύκολο επηρεασμό του, σε συνδυασμό με το ευμετάβλητο των θέσεών του, προκαλώντας σύγχυση στα μέλη του Ύπατου Συμβουλίου. Ότι επί της από 14-2-2008 (αριθμ. καταθ. ...2008) αγωγής του δεύτερου των καθ'ών εξεδόθη η υπ' αριθμ. 4875/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία έχει καταστεί πλέον αμετάκλητη, στην οποία συμμορφώθηκε το ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, και επανέφερε τα πράγματα στην προτέρα, προ του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2008, κατάσταση, επαναφέροντας, μεταξύ άλλων, και τον δεύτερο των καθ'ών στο αξίωμα του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη. Ότι κατόπιν της δημιουργηθείσης -από τις τέσσερις συνεχείς συνεδρίες,  μη  δικαιολογηθείσες επίμονες και πεισματικές απουσίες του Ραφαήλ ντε Σιγούρα (Υπάτου Ταξιάρχη)- κατάστασης και της δυσλειτουργίας της διοίκησης, με την από 12-01-2010 πρόσκληση συγκλήθηκε το ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, με την προ Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2008 σύνθεσή του, και στις 13-01-2010 με σχετική απόφασή του επιβεβαίωσε την αυτοδίκαιη μετάθεση του Ραφαήλ Ντε Σιγούρα στην τάξη των παρέδρων μελών. Ότι κατά την συνεδρίαση του Ύπατου Συμβουλίου του 33ου και τελευταίου βαθμού για την Ελλάδα του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου, που συνήλθε ως Πειθαρχικό Συμβούλιο του 33ου βαθμού, επέβαλε στον δεύτερο των καθ'ών την πειθαρχική κύρωση του οριστικού αποκλεισμού από το Τάγμα του ΑΡΧΑΙΟΥ και ΑΠΟΔΕΔΕΓΜΕΝΟΥ ΣΚΩΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ. Οτι ο δεύτερος των καθ'ών, ενεργώντας παράνομα, στελέχωσε το ιδρυθέν από εκείνον νέο Ύπατο Συμβούλιο, το οποίο λειτούργησε σε κτίριο της οδού Βρεσθένους, αρ. 49,  διορίζοντας ως αξιωματικούς τα αναφερόμενα στην αίτηση πρόσωπα. Ότι σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την παράνομη πράξη των καθ'ών οι αιτούντες άσκησαν την από 22-2-2016 αριθ. καταθ. ... 24-6-2016 αγωγή τους. Ότι οι καθ'ών με τις εκτιθέμενες στην αίτηση ενέργειές τους αντιποιούνται τους αιτούντες ως «ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 33ου ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ Α.Α.Σ.Τ.», όσο και ως "ΜΕΓΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 33ου ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ Α.Α.Σ.Τ.", και δημιουργούν έριδες μεταξύ των τεκτόνων και γεννούν αμφιβολίες ως προς την νομιμότητα λειτουργίας του πρώτου των αιτούντων. Ότι οι καθ'ών, διά του Εμμανουήλ Γερακιού, που φέρεται ως ανθύπατος Μέγας Ταξιάρχης, έχει αναρτήσει στο FACEBOOK δύο (2) κρεμάλες, με τις οποίες επιχειρεί να κρεμάσει όλα τα πρόσωπα που συγκροτούν τη Διοίκηση του πρώτου αιτούντος. Ότι οι καθ'ών ισχυρίζονται ότι δυνάμει της υπ'αριθμ. 590/2015 απόφασης του Αρείου Πάγου ανέλαβαν τη διοίκηση του ΥΠΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, με το υπ'αυτών παρανόμως συγκροτηθέν Συμβούλιο, και απειλούν να εισέλθουν παρανόμως και να καταλάβουν τα επί της οδού Αχαρνών, αριθμ. 19, στον 2° όροφο, γραφεία με τους εντεύθεν απρόβλεπτους να προέλθουν κινδύνους διαπληκτισμών και ερίδων. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι αιτούντες, επικαλούμενοι επικείμενο κίνδυνο και επείγουσα περίπτωση, αιτούνται : Α) να απαγορευτεί στους καθ'ών από τούδε και μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 01-12-2015 αγωγής του δεύτερου των καθ'ών ( αριθμ. καταθ. ... 2015), α) να διαδίδουν οι καθ'ών ότι οι αιτούντες λειτουργούν παράνομα, β) ότι η υπό τον Νικόλαο Κιλάκο, ως Ύπατο Μέγα Ταξιάρχη, και κατά την από 15-6-2016 εκλεγείσα Διοίκηση των Ενώσεων των αιτούντων, που τα ονόματά τους αναφέρονται στο ιστορικό της παρούσας, λειτουργεί κατά τρόπο παράνομο, Β) να απαγορευτεί στον δεύτερο των καθ'ών η παρούσα αίτηση Ραφαήλ (Ραούλ) Ντε Σιγούρα να εμφανίζεται ως Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης του Α.Α.Σ.Τ., και να επικαλείται συνάμα κατά τρόπο προδήλως αβάσιμο ότι δικαιώθηκε και αναγνωρίστηκε ως τέτοιος δυνάμει της υπ'αριθμ. 590/2015 απόφασης του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, Γ) να απαγορευτεί στους καθ'ών να χρησιμοποιούν τον τίτλο και την επωνυμία των Ενώσεων των αιτούντων, και ειδικότερα τον τίτλο «ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 33ου ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΔΕΓΜΕΝΟΥ ΣΚΩΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ», έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 22 Φεβρουαρίου 2016 (αριθμ. καταθ. ...) αγωγής, Δ) να απειληθεί κατ'αυτών και ειδικότερα σε έκαστο των μελών της ως άνω εμφανιζόμενης Ένωσης Προσώπων, και τον επίσης εμφανιζόμενο ως εκπρόσωπο αυτής, Ραφαήλ (Ραούλ) Ντε Σιγούρα, χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για κάθε παράβαση των διατάξεων της εκδοθησόμενης απόφασης και τέλος να επιβληθεί σε βάρος των καθ'ών η αίτηση η δικαστική δαπάνη των αιτούντων. Με αυτό το περιεχόμενο, η υπό κρίση αίτηση, αρμοδίως καθ'ύλην και κατά  τόπο εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ.  Κ.Πολ.Δ.  - Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης 5731/2011, Μον.Πρ.Κορ. 8/2009, Μον.Πρ.Λαρ. 3345/2004, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2004.550,    Μον.Πρ.Θηβ. 278/2004, ΕλλΔνη 2005,934, Μον.Πρ.Ροδ. 271/2004), αφού γίνεται δεκτό ότι το δικαστήριο, στο   πλαίσιο της προσωρινής ρυθμίσεως της καταστάσεως, έχει την εξουσία να διατάξει την προσωρινή παράλειψη πράξεων, που προσβάλλουν απόλυτο δικαίωμα, όπως αυτό της προσωπικότητας (Μον.Πρ.Ροδ. 1842/2004, Μον.Πρ.Αθ. 15611/1989, Δ 1990.874, Κ. Φουντεδάκη στη Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα (ΣΕΑΚ), I (2010), άρθρο 57, αρ. 51, σελ. 146, όπου και περαιτέρω παραπομπές), είναι δε ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57 Α.Κ. (στο δικαίωμα της κάθε επί μέρους στοιχείου της σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ατομικότητας-προσωπικότητας, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη - Κ. Σούρλας στην Ερμ.Α.Κ., άρθρο 57, αρ. 40), 731, 732, 947, 106, 176, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.. Σημειωτέον, εν προκειμένω, ότι ναι μεν κατά τη διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίσταται στην ικανοποίηση του δικαιώματος, του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή η διατήρηση, πλην όμως σε περίπτωση προσβολής απολύτων δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα προσωπικότητας του αιτούντος, δεν αποκλείεται η καταδίκη του καθ'ου προς προσωρινή άρση της προσβολής, δίχως να παραβιάζεται η ανωτέρω διάταξη, αφού η προστασία της προσωπικότητας φέρει χαρακτήρα διαρκούς εννόμου σχέσεως, η οποία, όταν υπάρξει ανάγκη, μπορεί να τεθεί προσωρινά σε λειτουργία (Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης 5731/2011, Μον.Πρ.Ροδ. 1842/2004, Μον.Πρ.Κοζ. 363/1998, Μον.ΠρΧαλκ. 585/1991, Μον.Πρ.Χαλκ. 203/1991, Μον.Πρ.Αθ. 16255/1989, ΕλλΔνη 31.1546, Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Ασφαλιστικά Μέτρα, σελ. 147). Πρέπει, επομένως, η αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων ..., που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, και των εγγράφων που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται τα διάδικα μέρη, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το πρώτο των αιτούντων, που αποτελεί Ένωση Προσώπων, χωρίς Νομική Προσωπικότητα, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Γενικού Κανονισμού, Το Μεγάλο Συμβούλιο του 33ου και τελευταίου βαθμού για την Ελλάδα του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου, ιδρύθηκε την 12/24 Ιουλίου 1872, υπό την ονομασία « ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ», και αποτελεί το μόνο στην Ελλάδα κανονικώς συγκροτημένο και λειτουργούν Μέγα Συμβούλιο και συνιστά την Ανώτατη Διοικητική και Εκτελεστική Αρχή του Ελληνικού Φιλοσοφικού Τεκτονισμού με έδρα την Αθήνα και αποτελούμενο από κατ'ανώτατο όριο 18 ενεργά μέλη. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι στις 5-12-2007 συνήλθαν νομίμως τα μέλη του ΥΠΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, και διά φανερής ψηφοφορίας εξέλεξαν για μία τριετία και συγκεκριμένα από το Δεκέμβριο του 2007 έως και το Δεκέμβριο του 2010, αφενός τον δεύτερο των καθ'ών, Ραούλ ντε Σιγούρα, που εισήλθε στον Τεκτονισμό στις 18-3-1954 ως Ύπατο Μέγα Ταξιάρχη, και αφετέρου τους αξιωματικούς αυτού. Όμως, στη συνέχεια διαπιστώθηκε από τα μέλη του ανωτέρω Συμβουλίου, ότι λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του αλλά και των προβλημάτων υγείας του δεν θα ηδύνατο να φέρει ευχερώς σε πέρας τόσο τη θέση του Υπάτου όσο και την οργάνωση του 49ου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Υπάτων Μεγάλων Ταξιαρχών που θα πραγματοποιείτο τον Μάϊο του 2009. Περαιτέρω προέκυψε ότι το Ύπατο Συμβούλιο κατά τη συνεδρίασή της 10-11-2008 αποφάσισε την αντικατάστασή του από το Χρήστο Μανέα και την τοποθέτηση του δεύτερου καθ'ών Ραφαήλ Ντε Σιγούρα στη θέση του Μεγάλου
Θησαυροφύλακος, θέση την οποία ενώ αρχικά εφαίνετο ότι απεδέχθη, στη συνέχεια δεν συναίνεσε και γι'αυτό τον λόγο μειοψήφησε. Προέκυψε περαιτέρω ότι κατά την ανωτέρω ημερομηνία της 10-11-2008, που συνήλθε το Ύπατο Συμβούλιο, ελήφθησαν οι κάτωθι αποφάσεις: α) η από 10-11-2008 απόφαση περί μετατάξεως του Ραφαήλ Ντε Σιγούρα από την θέση του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη στην θέση του Μεγάλου Θησαυροφύλακος και του Χρήστου Μανέα από την θέση του Μεγάλου Θησαυροφύλακα στην θέση του Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχη, β) η από 12-11-2008 απόφαση περί εκλογής οκτώ (8) νέων μελών του Υπάτου Συμβουλίου, ήτοι των 1) Κομνηνού Γαμβρούλη, 2) Εμμανουήλ Γρύλλη, 3) Εμμανουήλ Γερακιού, 4) Σπυρίδωνος Θεοδοσόπουλου, 5) Νικολάου Κιλάκου, 6) Νικολάου Κουρή, 7)  Ευάγγελου Μπινιάρη και 8) Δημητρίου Παπαχαρίση και γ) την από 15-12-2008 απόφαση της Ολομέλειας του Υπάτου Συμβουλίου περί διαγραφής του Ραούλ Ντε Σιγούρα. Ο δεύτερος των καθ'ών, με τον οποίο πιθανολογήθηκε ότι μετά την αντικατάστασή του από την θέση του Υπάτου συνεργάσθηκαν μέλη της Εθνικής Μεγάλης Στοάς, άσκησε την από 14-2-2009 (αριθμ.εκθ. ...2009) αγωγή του, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά του ΥΠΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, και του ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, να ακυρωθούν οι από 10-11-2008, 12-11-2008 και 15-12-2008 αποφάσεις, επί της οποίας εξεδόθη η υπ'αριθμ. 4875/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία : α) ακυρώθηκε η από 10-11-2008 εκλογή του Χρήστου Μανέα στο Αξίωμα του Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχη, που σημαίνει ότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης για μία τριετία παρέμεινε ο Ραούλ Ντε Σιγούρα, β) ακύρωσε την από 12-11-2008 απόφαση του Ύπατου Συμβουλίου περί εκλογής των οκτώ νέων μελών του Υπάτου Συμβουλίου, και τέλος ακύρωσε την από 15-12-2008 απόφαση της ολομέλειας του Ύπατου Συμβουλίου περί οριστικής διαγραφής του Ραούλ Ντε Σιγούρα. Η ως άνω απόφαση κοινοποιήθηκε στις 25-11-2009 στο πρώτο εκ των αιτούντων και το τελευταίο, παρότι συμμορφώθηκε αμέσως στο περιεχόμενό της, ο δεύτερος των καθ'ών δεν προσήλθε να αναλάβει το αξίωμά του. Κατά της ως άνω απόφασης οι αιτούντες άσκησαν έφεση, επί της οποίας εξεδόθη η υπ'αριθμ. 5886/2013 απόφαση, η οποία απέρριψε την έφεση, και κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως εκ μέρους των αιτούντων κατά της ως άνω εφετειακής απόφασης, εξεδόθη η υπ'αριθμ. 590/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου (με την οποία απορρίφθηκε η αναίρεση). Ο δεύτερος των καθ'ών πιθανολογήθηκε ότι, ενεργώντας κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1, 6 εδ.α΄, και εδ. β΄, 40 επ., και 62 του Κανονισμού, συνέστησε και λειτούργησε ίδιο Ύπατο Συμβούλιο, το οποίο στεγάστηκε στην οδό Βρεσθένους, έχρησε δε και χρήζει μέλη αυτού, απένειμε και εξακολουθεί να απονέμει βαθμούς και ίδρυσε και ιδρύει Φιλοσοφικά Εργαστήρια στην Αθήνα, την Κέρκυρα, την Πάτρα και τη Ρόδο. Όλες δε οι ανωτέρω ενέργειες του δεύτερου των καθ'ών έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του Γενικού Κανονισμού, που διέπουν το πρώτο ενάγον. Η αναγνώριση του δεύτερου των καθ'ών ως Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη στερείται οποιουδήποτε νομικού ερείσματος. Περαιτέρω προέκυψε ότι ο νομίμως αναπληρών, κατά το άρθρο 16 του Γενικού Κανονισμού, τον απέχοντα Ύπατο Μεγάλο Ταξιάρχη Ντε Σιγούρα, Ανθύπατος Μέγας Ταξιάρχης, Σπυρίδων Καμαλάκης, συμμορφούμενος με το διατακτικό της υπ'αριθμ. 4875/2009 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, που έχει καταστεί πλέον αμετάκλητη, αφού προηγήθηκαν οι σχετικές προσκλήσεις προς τον δεύτερο των καθ'ων, συγκάλεσε, κατ'εφαρμογή του άρθρου 15 του Γενικού Κανονισμού, για τις συνεδρίες της 2.12.2009, 23.12.2009, 5.1.2010 και 12.1.2010, τα μέλη του Υπάτου Συμβουλίου με την προ των ακυρωθεισών αποφάσεων σύνθεσή του (ήτοι τον δεύτερο των καθ'ών ως Ύπατο Μέγα Ταξιάρχη, τον Χρήστο Μανέα, ως Μεγάλο Θησαυροφύλακα, και τα λοιπά πέντε μέλη με  τα   αντίστοιχα   αξιώματά  τους κατά τον προ Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2008 χρόνο. Από τα προσκομισθέντα έγγραφα προέκυψε ότι, αν και κλήθηκε ο δεύτερος εκ των καθ'ων να παραστεί κατά τις ανωτέρω συνεδριάσεις, ως Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης, ούτε παρέστη υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, ούτε δικαιολόγησε ως όφειλε τις απουσίες του βάσει των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού. Κατ'ακολουθία το Ύπατο Συμβούλιο κατά την συνεδρίασή του που έλαβε χώρα κατά την 13η Ιανουαρίου 2010, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 13 του Γενικού Κανονισμού, μετέθεσε τον δεύτερο των καθ'ών στην τάξη των παρέδρων μελών, θεωρώντας την πέραν των τριών συνεχών συνεδριών απουσία του, ως παραίτησή εκ του αξιώματός του. Ο δεύτερος των καθ'ών δεν προσέφυγε κατά των πέντε (5) αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης της 13ης Ιανουαρίου 2010, ασκώντας ακυρωτική αγωγή εντός της εξάμηνης αποκλειστικής προθεσμίας. Οι ανωτέρω αποφάσεις (πέντε) θεωρούνται ισχυρές έναντι πάντων και παράγουν όλα τα αποτελέσματά τους και κατά την συνεδρίαση της 21ης Ιανουαρίου 2010 το Υπατο Συμβούλιο έλαβε την απόφαση πληρώσεως των κενών θέσεων αξιωματικών, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη, στην οποία αναδείχθηκε ο Χρήστος Μανέας για το υπόλοιπο της τριετίας χρονικό διάστημα από το Δεκέμβριο του 2007 έως και το Δεκέμβριο του 2010, και επακολούθησε η απόφαση του Υπάτου Συμβουλίου της 20ης Δεκεμβρίου 2010, με την οποία εξελέγησαν οι αξιωματικοί αυτού για την τριετία από το Δεκέμβριο του 2010 έως και το Δεκέμβριο του 2013, συμπεριλαμβανομένου του Χρήστου Μανέα για το αξίωμα του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη. Κατά την συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου 2013, κατά την οποία παραιτηθέντος του Χρήστου Μανέα από το αξίωμα του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη εξελέγη στην κενωθείσα θέση ο μέχρι τότε Ανθύπατος Σπυρίδων Καμαλάκης για το υπόλοιπο τριετίας (Δεκέμβριος 2010 έως Δεκέμβριο 2013). Ούτε τις άνω αποφάσεις προσέβαλε δικαστικά ο δεύτερος εκ των καθ'ών και ως εκ τούτου επήλθαν όλα τα έννομα αποτελέσματά τους. Ληξάσης της τριετίας συγκλήθηκε το Ύπατο Συμβούλιο στις 10 Δεκεμβρίου 2013, και σύμφωνα με σχετική απόφαση που έλαβε εξελέγη στο αξίωμα του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη ο Σπυρίδων Καμαλάκης, και μετά την κατά την 15-6-2016 παραίτηση του Σπυρίδωνος Καμαλάκη από την θέση του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη, εξελέγη σε αυτή ως Ύπατος ο Νικόλαος Κιλάκος. Συνεπώς, η σύνθεση του παρόντος Υπάτου Συμβουλίου πιθανολογήθηκε ότι είναι καθ'όλα νόμιμη, γεγονός που ενισχύεται και από την κατάθεση του μάρτυρος των αιτούντων, ενώ δεν αναιρείται από εκείνη του μάρτυρος των καθ'ών η αίτηση. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι πιθανολογήθηκε, όπως άλλωστε προελέχθη, ότι ο δεύτερος των καθ'ών, ενεργώντας παράνομα, στελέχωσε το ιδρυθέν από εκείνον νέο Ύπατο Συμβούλιο, το οποίο λειτούργησε σε κτίριο της οδού Βρεσθένους αρ. 49, ενσπείροντας ταυτόχρονα αντιπαλότητα μεταξύ των τεκτόνων μελών του πρώτου αιτούντος δημιουργώντας έριδες και προστριβές. Ειδικότερα πιθανολογήθηκε ότι οι καθ'ών με το από 12-6-2016 e-mail της πρώτης εκ των καθ'ών που απευθύνεται προς τα μέλη της πρώτης αιτούσας, που μυήθηκαν από την  -1-2008, ζητάει να υποβάλουν προς αυτήν αίτηση τακτοποιήσεως, καθώς και με την υπ'αριθμ.πρωτ. ...2016 από 26-5-2016 ενημερωτική Δέλτο, που υπογράφηκε από τον φερόμενο ως ανθύπατο, Εμμανουήλ Γερακιό, θεωρεί ως ανυπόστατους τους τεκτονικούς βαθμούς 32° και 33° που εδόθησαν σε μέλη του από 11-11-2008, γεγονότα που δημιουργούν αντιπαλότητες και προστριβές που εγκυμονούν κινδύνους μέχρι συρράξεως μεταξύ των μελών. Ότι σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την παράνομη πράξη των καθ'ών οι αιτούντες άσκησαν την από 22-2-2016 (αριθμ. καταθ. ...24-06-2016) αγωγή τους. Αναφορικά με τις προβαλλόμενες εκ μέρους των καθ'ών ενστάσεις περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης και παθητικής νομιμοποίησης πρέπει να απορριφθούν, ιδίως ως προς το θέμα της ταυτοπροσωπίας των αιτούντων και των καθ'ών, η οποία προήλθε από την σύγχυση που επήλθε εκ μέρους των καθ'ών, αντιποιούμενοι την επωνυμία και τα σύμβολά τους.
Κατ' ακολουθίαν, πιθανολογηθείσης επειγούσης περιπτώσεως, πρέπει η αίτηση να γίνει δεκτή ως και κατ'ουσίαν βάσιμη και να ρυθμιστεί προσωρινώς η κατάσταση με την λήψη των κατάλληλων ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία κατά την κρίση του Δικαστηρίου, συνίστανται Α) στην επιβολή προς τους καθ'ών της υποχρεώσεως από τούδε και μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 1-12-2015 αγωγής του δεύτερου των καθ'ών (αριθμ. καταθ. ... 2015) να παύσουν να διαδίδουν οι καθ'ών : α) ότι οι αιτούντες λειτουργούν παράνομα, β) ότι η υπό τον Νικόλαο Κιλάκο, ως Ύπατο Μέγα Ταξιάρχη, και κατά την από 15-6-2016 εκλεγείσα Διοίκηση των Ενώσεων των αιτούντων, λειτουργεί κατά τρόπο παράνομο, Β) Απαγορεύει στον δεύτερο των καθ'ών η παρούσα αίτηση, Ραφαήλ (Ραούλ) Ντε Σιγούρα, να εμφανίζεται ως Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης του Α.Α.Σ.Τ., και να επικαλείται κατά τρόπο προδήλως αβάσιμο ότι δικαιώθηκε και αναγνωρίστηκε ως τέτοιος δυνάμει της υπ'αριθμ. 590/2015 απόφασης του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, Γ) Απαγορεύει στους καθ'ών να χρησιμοποιούν τον τίτλο και την επωνυμία των Ενώσεων των αιτούντων, και ειδικότερα τον τίτλο «ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 33ου ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΔΕΓΜΕΝΟΥ ΣΚΩΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ», έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 22 Φεβρουαρίου 2016 (αριθμ. καταθ. ...2016) αγωγής, Δ) Απειλεί κατά εκάστου των μελών της ως άνω εμφανιζόμενης Ένωσης Προσώπων και τον επίσης εμφανιζόμενο ως εκπρόσωπο αυτής, Ραφαήλ (Ραούλ) Ντε Σιγούρα, χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε παράβαση του διατακτικού της παρούσας αποφάσεως. Πρέπει, επίσης, να απειληθεί κατά ενός εκάστου των μελών της Ένωσης Προσώπων, αλλά και κατά του δεύτερου καθ'ού η αίτηση χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε παράβαση της παρούσας αποφάσεως. Τέλος, ως προς τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα από τους τελευταίους, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των καθ'ών η αίτηση, λόγω της ήττας τους (άρθρα 106, 176, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
 
...

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...