Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

Αναιρέθηκε από τον Άρειο Πάγο η αστική απόφαση για την Marfin - "Συναισθηματικώς διογκωμένη η αποζημίωση"



Με ένα συναισθηματικώς και πολιτικώς επηρεασμένο σκεπτικό, ο Άρειος Πάγος, με Προεδρεύοντα και Εισηγητή μαζί τον Αρεοπαγίτη, Χριστόφορο Κοσμίδη, ο οποίος παραλήφθηκε πολλές φορές από την προαγωγή του στον επόμενο βαθμό του Αντιπροέδρου του Α.Π., αναίρεσε, ομόφωνα, την αστική απόφαση για την υπόθεση του εμπρησμού της τράπεζας Marfin. Η δημοσιευόμενη απόφαση, που προσομοιάζει με απόφαση ουσίας, υπεισέρχεται σε κρίσεις και κριτική, που προκαλούν το "κοινό περί δικαίου αίσθημα", και υπενθυμίζουν ότι τα θύματα της Δικαιοσύνης δολοφονούνται, ενίοτε με σκοπιμότητα, στο βωμό της τυφλής δισυπόστατης φύσης της, χάριν ιδεολογιών και πολιτικών πεποιθήσεων, που υποτάσσονται σε διαφόρων ειδών εμπνεύσεις, άλλοτε τρομολαγνείας, και άλλοτε του απόλυτου θαυμασμού θεοκρατικών αντιλήψεων, τύπου "Ιεράς Μονής ή Εξέτασης του Εφραίμ ή του Βατοπαιδίου".



472/2018 ΑΠ

Εργατικό ατύχημα. Έννοια. Προϋποθέσεις για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης στον παθόντα. Ευθύνη νομικού προσώπου. Ανώνυμες εταιρείες. Έκταση ευθύνης των μελών του Δ.Σ. της. Ευθύνη εργοδότη. Σε περίπτωση εργοδότη ανώνυμης εταιρίας, η ευθύνη προϋποθέτει πράξη ή παράλειψη του Δ.Σ. Για την αποκατάσταση μη περιουσιακής ζημίας, δεν νοείται ευθύνη της εταιρίας αντικειμενική, έτσι δεν νοείται και αντικειμενική ευθύνη των μελών του Δ.Σ. ή των προστηθέντων. Η ευθύνη όλων αυτών προϋποθέτει την απόδειξη πταίσματος, ενώ τα μέλη του Δ.Σ. δεν ευθύνονται, ατομικώς, για το τυχόν πταίσμα των υποκατάστατων οργάνων ή των προστηθέντων, εκτός εάν βαρύνονται με υπαιτιότητα ως προς την επιλογή αυτών ή ως προς την εποπτεία επ'αυτών. Θάνατος και τραυματισμός υπαλλήλων τράπεζας από τρομοκρατική επίθεση. Το κατάστημα της τράπεζας δεν διέθετε τους απαραίτητους μηχανισμούς ασφαλείας από πυρκαγιά και βανδαλισμούς, ούτε είχε καταρτίσει σχέδιο διαφυγής, ούτε είχε φροντίσει, ως όφειλε, να εκπαιδεύσει το προσωπικό της σε θέματα πυροπροστασίας, εκκενώσεως των χώρων εργασίας κ.λπ. Εσφαλμένη η κρίση περί προσωπικής ευθύνης ενός εκάστου των εκτελεστικών μελών του Δ.Σ., διότι καταλογίστηκε σε αυτά, ως υποκατάστατα αυτού όργανα της Τράπεζας, η παράλειψη υποχρεώσεων, οι οποίες είχαν ή μπορούσαν να έχουν ανατεθεί νομίμως σε υφιστάμενους υποκατάστατους ή προστηθέντες υπαλλήλους, χωρίς να διαλαμβάνεται παραδοχή περί του ότι τα μέλη αυτά βαρύνονται με πταίσμα ως προς την επιλογή των προσώπων αυτών, ενώ δεν διευκρινίζεται ποιες από τις παραλείψεις αντιστοιχούν σε υποχρεώσεις. Ελλιπής η αιτιολογία και ως προς την κατάφαση της αιτιώδους συνάφειας σε σχέση με τις διαπιστωθείσες ελλείψεις στα μέτρα ασφαλείας της τράπεζας και το αποτέλεσμα, και δη εάν αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί ενόψει της σφοδρότητας της επίθεσης. Εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης. Σχηματισμός σχετικής κρίσης βάσει της αρχής της αναλογικότητας. Υπέρβαση των ορίων της εν λόγω αρχής, εν προκειμένω, κατά την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης των παθόντων. (Αναιρεί την υπ'αριθμ. 5115/2015 ΜονΕφΑθηνών). Όμοια η υπ'αριθμ. 473/2018 ΑΠ.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1 Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Χριστόφορο Κοσμίδη, προεδρεύοντα αρεοπαγίτη, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά, Αντιγόνη Καραΐσκου - Παλόγου και Σοφία Τζουμερκιώτη, αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 6η Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: Των αναιρεσειόντων - καθ'ων η κλήση: 1)..., 2)..., 3)... . Των αναιρεσίβλητων - καλούντων: 1) ... έως 25) ... . Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 6-7-2012, 4-2-2013, 31-1-2013, 17-4-2013, 17-4-2013, 28-6-2013 και 1-7-2013 αγωγές και τις από 19-11-2012, 15-4-2013 (2), 11-6-2013 (3), 10-6-2013 (2) και 4-7-2013 προσεπικλήσεις των ήδη διαδίκων και προσώπων που δεν μετέχουν στην παρούσα στάση της δίκης, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 432/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 5115/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αρχικώς αναιρεσείων και ήδη αποβιώσας, ..., με την από 23-5-2016 αίτησή του. Την επανάληψη της βιαίως διακοπείσας δίκης ζητούν οι ήδη αναιρεσίβλητοι - καλούντες με την από 10-7-2017 κλήση - δήλωση επανάληψης βιαίως διακοπείσας δίκης. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με την σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε ο αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. 
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 
1. Νόμιμα επαναλαμβάνεται η αναιρετική δίκη επί της από 23-5-2016 αίτησης του αρχικώς αναιρεσείοντος και ήδη αποβιώσαντος, ..., με την από 10-7-2017 κλήση - δήλωση επανάληψης βιαίως διακοπείσας δίκης των αναιρεσιβλήτων προς τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους αυτού. 2. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 551/1915, εργατικό ατύχημα θεωρείται κάθε βίαιο συμβάν που πλήττει το μισθωτό κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής και επιφέρει είτε το θάνατό του είτε ανικανότητα αυτού προς εργασία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων ημερών, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία ο παθών προκάλεσε με δόλο το ατύχημα. Εφ'όσον επέλθουν οι δυσμενείς συνέπειες του ατυχήματος, δημιουργείται προεχόντως αξίωση του παθόντος για αποκατάσταση της υλικής, θετικής ή αποθετικής ζημίας αυτού (ΑΚ 297, 298, 330 ή 914 και 919). Η ευθύνη του εργοδότη για την ικανοποίηση της αξίωσης αυτής είναι αντικειμενική, δηλαδή δεν προϋποθέτει δικό του πταίσμα. Η λειτουργία της ρυθμίζεται με ειδικό τρόπο στην εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία (άρθρα 16 του ν. 551/1915, 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951). Παράλληλα, όμως, προς την αξίωση για αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας δημιουργείται και αξίωση για αποκατάσταση της μη περιουσιακής ζημίας του παθόντος εργαζομένου (ή των μελών της οικογένειάς του, σε περίπτωση θανάτου), με την εκ μέρους του εργοδότη, που ευθύνεται και για τις πράξεις ή παραλείψεις των προσώπων, στα οποία αναθέτει την εκπλήρωση των εργοδοτικών του υποχρεώσεων (ήτοι των "προστηθέντων", ΑΚ 922), καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για την ανακούφιση ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (ΑΚ 299, 932). Η αξίωση αυτή είναι αδικοπρακτική (ΑΚ 914). Ως παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη νοείται και η παραβίαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας υπέρ της ζωής και της υγείας (ΑΚ 662), την οποία αυτός υπέχει έναντι του εργαζομένου και την οποία οφείλει να εκπληρώνει με την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, σύμφωνα με την κοινή αντίληψη για καλόπιστη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων. Η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση προϋποθέτει ότι στο εργατικό ατύχημα συνετέλεσε πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων αυτού, ήτοι οποιαδήποτε αμέλεια αυτών, και όχι απαραίτητα η ειδική αμέλεια που περιγράφεται στο άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 551/1915 (ΟλΑΠ 1117/1986). Και, επί πλέον, η αξίωση αυτή προϋποθέτει ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στο πταίσμα και στην επέλευση της ζημίας, με την έννοια ότι, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το δυσμενές αποτέλεσμα δεν θα ήταν δυνατό να επέλθει χωρίς την παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη (ΑΠ 370/2018). 3. Σε περίπτωση που ο εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο, εφαρμογή έχει το άρθρο 71 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο "Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που είχαν ανατεθεί [σ'αυτά] και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επί πλέον εις ολόκληρον". Η διάταξη δεν ιδρύει την ευθύνη, η οποία απορρέει από άλλες, ειδικότερες διατάξεις (όπως αυτές που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη), αλλά διαγράφει το πλαίσιο λειτουργίας της ευθύνης αυτής. Η ευθύνη δημιουργείται προεχόντως για το νομικό πρόσωπο. Αλλά προκύπτει από τη συμπεριφορά των οργάνων του, διά των οποίων αυτό ενεργεί. Ως υπαίτιο πρόσωπο ευθυνόμενο εις ολόκληρον νοείται το όργανο εκείνο, το οποίο με τη συμπεριφορά του, δηλαδή με πράξη ή παράλειψη που μπορεί να καταλογισθεί στο ίδιο, δημιούργησε για το νομικό πρόσωπο την υποχρέωση αποζημιώσεως. 4. Αν το νομικό πρόσωπο είναι ανώνυμη εταιρία, ως προς τα όρια της ευθύνης των οργάνων αυτής έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του κώδικα νόμων (στο εξής: κ.ν.) 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιριών". Στο άρθρο 18 παρ. 1 του κ.ν. 2190/1920, καθιερώνεται η εκ μέρους του διοικητικού συμβουλίου (στο εξής: ΔΣ) εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της εταιρίας με συλλογικό τρόπο. Στο άρθρο 22 παρ. 1 εδ. α΄ του ίδιου νόμου, το ΔΣ είναι αρμόδιο ν'αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας, στη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά στην επιδίωξη του εταιρικού σκοπού. Εν τούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 3 εδ. α΄ και γ΄ του ίδιου νόμου (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 3604/2007), "Επιτρέπεται το καταστατικό [της εταιρίας] να ορίζει θέματα για τα οποία το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέτει τις [δικές του] εξουσίες διαχείρισης και εκπροσώπησης σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή μη. Τα πρόσωπα αυτά μπορούν, εφόσον δεν το απαγορεύει το καταστατικό και προβλέπεται από αποφάσεις του ΔΣ, να αναθέτουν περαιτέρω την άσκηση των εξουσιών που τους [δόθηκαν] ή μέρους τούτων σε άλλα μέλη ή τρίτους". Οι υποκατάστατοι του ΔΣ ενεργούν, όπως και αυτό, ως όργανα εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου της εταιρίας. Εκφράζουν πρωτογενώς τη βούληση της εταιρίας και αντλούν την εξουσία τους από το νόμο, το καταστατικό και την απόφαση που τους διόρισε. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 22Α παρ. 1 του κ.ν. 2190/1920, κατά τη διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων κάθε μέλος του ΔΣ ευθύνεται έναντι της εταιρίας για κάθε δικό του πταίσμα. Ενδεικτικά, ευθύνεται εάν ο ισολογισμός περιέχει παραλείψεις ή ψευδείς δηλώσεις, που αποκρύπτουν την πραγματική κατάσταση της εταιρίας. Είναι προφανές ότι ενδιαφέρει, πρωτίστως, η αληθινή οικονομική κατάσταση της εταιρίας, χάριν των συμφερόντων των μετόχων και των τρίτων (πρβλ. και τις υπόλοιπες διατάξεις του ίδιου άρθρου). Σύμφωνα με το άρθρο 22Α παρ. 2 του ίδιου νόμου (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 30 του ν. 3604/2007), "Η ευθύνη αυτή δεν υφίσταται, εάν το μέλος του διοικητικού συμβουλίου αποδείξει ότι κατέβαλε την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία. Η επιμέλεια αυτή κρίνεται με βάση την ιδιότητα του κάθε μέλους και τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί. Η ευθύνη αυτή δεν υφίσταται προκειμένου για πράξεις ή παραλείψεις που στηρίζονται σε σύννομη απόφαση της γενικής συνέλευσης ή που αφορούν σε εύλογη επιχειρηματική απόφαση, η οποία ελήφθη με καλή πίστη, με βάση επαρκείς πληροφορίες και αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος". Σύμφωνα με το άρθρο 22Α παρ. 6 του ίδιου νόμου (όπως προστέθηκε με το άρθρο 30 του ν. 3604/2007), οι διατάξεις περί ευθύνης των μελών του ΔΣ και περί απαλλαγής από αυτή[ν] εφαρμόζονται και ως προς την ευθύνη των υποκατάστατων προσώπων που δεν είναι μέλη του ΔΣ, αλλά ασκούν εξουσίες σύμφωνα με την παρ. 3 αυτού του άρθρου. Ειδικά για ανώνυμες εταιρίες που εισάγουν ή έχουν εισαγάγει μετοχές ή άλλες κινητές αξίες τους σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, έχουν εφαρμογή και οι διατάξεις του ν. 3016/2002, οι οποίες υπερισχύουν των διατάξεων του κ.ν. 2190/1920, σε περίπτωση που οι τελευταίες είναι αντίθετες (άρθρο 1 του ν. 3016/2002, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 52 παρ. 10 του ν. 3371/2005). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3016/2002, "Πρώτιστη υποχρέωση και καθήκον των μελών του ΔΣ κάθε εισηγμένης σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά εταιρίας είναι η διαρκής επιδίωξη της ενίσχυσης της μακροχρόνιας οικονομικής αξίας της εταιρίας και η προάσπιση του γενικού εταιρικού συμφέροντος". Και για την καλύτερη εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής, στο άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α΄ και β΄ ορίζεται ότι "Το ΔΣ αποτελείται από εκτελεστικά και μη εκτελεστικά μέλη. Εκτελεστικά μέλη θεωρούνται αυτά που ασχολούνται με τα καθημερινά θέματα διοίκησης της εταιρίας, ενώ μη εκτελεστικά τα επιφορτισμένα με την προαγωγή όλων των εταιρικών ζητημάτων". Προφανής σκοπός των διατάξεων αυτών (όπως και εκείνων που έπονται στον ίδιο νόμο και αναφέρονται στα της αμοιβής των εκτελεστικών μελών του ΔΣ) είναι το να υπάρχουν στελέχη, τα οποία θα ενδιαφέρονται πραγματικά για την οικονομική πορεία της εταιρίας, προς εξυπηρέτηση όχι μόνο του εταιρικού σκοπού, αλλά και των οικονομικών συμφερόντων των μετόχων και των τρίτων. Και περαιτέρω, με τις ίδιες διατάξεις ρυθμίζεται προεχόντως η εσωτερική ευθύνη των οργάνων της ανώνυμης εταιρίας και των υποκατάστατων αυτών, έναντι της εταιρίας και των μετόχων. Η εξωτερική ευθύνη, έναντι των τρίτων, ρυθμίζεται από τις εκάστοτε εφαρμοστέες γενικές ή ειδικές διατάξεις του αστικού δικαίου. 5. Από τις προηγηθείσες σκέψεις (αρ. 2 έως 4) συνάγονται τα ακόλουθα: Α) Η ευθύνη του εργοδότη για την αποκατάσταση της μη περιουσιακής ζημίας, που επήλθε στον εργαζόμενο συνεπεία εργατικού ατυχήματος (ή στα μέλη της οικογένειας αυτού, σε περίπτωση θανάτου) δεν είναι αντικειμενική, αλλά αδικοπρακτική. Ως εκ τούτου, προϋποθέτει πταίσμα και, κατά λογική συνέπεια, αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του πταίσματος και του επελθόντος αποτελέσματος. Β) Σε περίπτωση που ο εργοδότης είναι ανώνυμη εταιρία, η εν λόγω ευθύνη προϋποθέτει πράξη ή παράλειψη του ΔΣ που ενεργεί συλλογικώς ή του οργάνου, το οποίο έχει ορισθεί νομίμως ως υποκατάστατο του ΔΣ και ενεργεί ατομικώς ή κάποιου περαιτέρω υποκατάστατου ή προστηθέντος υπαλλήλου ή τρίτου. Γ) Όπως, για την αποκατάσταση μη περιουσιακής ζημίας, δεν νοείται ευθύνη της εταιρίας αντικειμενική, μη συνδεόμενη δηλαδή με πράξη ή παράλειψη, έτσι δεν νοείται και αντικειμενική ευθύνη των μελών του ΔΣ (ακόμη και των εξ αυτών εκτελεστικών μελών) ή των υποκατάστατων οργάνων ή των προστηθέντων. Η ευθύνη όλων αυτών προϋποθέτει την επίκληση και απόδειξη πταίσματος. Και Δ) Τα μέλη του ΔΣ δεν ευθύνονται, ατομικώς, για το τυχόν πταίσμα των υποκατάστατων οργάνων ή των προστηθέντων, εκτός εάν βαρύνονται με υπαιτιότητα ως προς την επιλογή αυτών ή ως προς την εποπτεία επ'αυτών κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί, ήτοι υπό περιστάσεις οι οποίες πρέπει να προβληθούν νομίμως και να αποδειχθούν (ΑΠ 370/2018). 6. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 5115/2015 απόφαση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε τα εξής ουσιώδη ως προς τις συνθήκες του βιοτικού συμβάντος που συγκροτεί το ένδικο εργατικό ατύχημα: Ότι σε … κτίριο της οδού ..., στην ..., στεγαζόταν από το έτος … τραπεζικό κατάστημα, αρχικά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..." και στη συνέχεια της "...", στη θέση της οποίας έχει υποκατασταθεί η τραπεζική εταιρία "..." (στο εξής: Τράπεζα), της οποίας εκτελεστικό μέλος του ΔΣ ήταν ο εναγόμενος Α.Β., ο οποίος απεβίωσε μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως και στη θέση του οποίου έχουν υπεισέλθει οι ήδη αναιρεσείοντες ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού. Ότι το κτίριο αυτό, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως τραπεζικό κατάστημα, είχε ανακατασκευασθεί και διαρρυθμισθεί σταδιακά, σύμφωνα με τις …/1991 και …/1993 οικοδομικές άδειες της Πολεοδομίας Αθηνών. Ότι το κτίριο αποτελείτο από υπόγειο εμβαδού 85 μ2, ισόγειο εμβαδού 86 μ2 και ημιώροφο (πατάρι) εμβαδού 65 μ2, στους οποίους στεγαζόταν το κατάστημα λιανικής τραπεζικής (ένα, από τα περίπου …, που διέθετε η Τράπεζα), καθώς και από πρώτο όροφο, δεύτερο όροφο και πατάρι, στους οποίους στεγαζόταν η λειτουργικώς ανεξάρτητη (ως προς το κατάστημα λιανικής τραπεζικής) διεύθυνση … (στο εξής: τραπεζικό κέντρο) της Τράπεζας. Ότι το κτίριο είχε αποτελέσει στο παρελθόν στόχο τρομοκρατικών επιθέσεων, ακόμη και σε ώρες λειτουργίας των υπηρεσιών που στεγάζονταν σ'αυτό. Ότι, ειδικότερα, το … 2007, με βόμβες "μολότοφ" είχε προκληθεί φωτιά στον προθάλαμο του ισογείου του κτιρίου, η οποία σβήστηκε με φορητούς πυροσβεστήρες. Ότι την …2010 και την …2010 άγνωστοι διαδηλωτές είχαν σπάσει υαλοπίνακες της πρόσοψης του κτιρίου. Ότι την …2010 (εν όψει υπογραφής του λεγομένου "πρώτου μνημονίου", προς αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσεως) επρόκειτο να γίνει γενική απεργία και να λάβει χώρα μεγάλη πορεία διαμαρτυρίας στο κέντρο της … (που, ως συνήθως, θα διερχόταν από την οδό …). Ότι ήδη από την ...2010, η υποδιευθύντρια του καταστήματος λιανικής, Α.Κ. (διότι απουσίαζε σε άδεια η διευθύντρια, Α.Β.), είχε επικοινωνήσει αρχικά με τον Β.Τ., περιφερειακό διευθυντή καταστημάτων λιανικής της Τράπεζας, στην αρμοδιότητα του οποίου περιλαμβανόταν και το ανωτέρω, και στη συνέχεια, λόγω απουσίας του Α.Κ., προϊσταμένου του τμήματος ασφαλείας της Τράπεζας, με τον Α.Κ., στέλεχος του ίδιου τμήματος, ο οποίος της δήλωσε ότι δεν υπήρχε πρόβλεψη για την λήψη έκτακτων μέτρων κατά την προγραμματισμένη διαδήλωση. Ότι κατά τις πρωινές ώρες της …2010, η Α.Κ. τηλεφώνησε εκ νέου, αρχικά στον Β.Τ., ο οποίος της απάντησε ότι "δεν υπάρχει εντολή" και στη συνέχεια στον Α.Κ., ο οποίος, ενοχλημένος, της απάντησε "ουδέν νεώτερο". Ότι την 13:40 ώρα της …2010, σε νέα τηλεφωνική κλήση της Α.Κ., ο Β.Τ. έδωσε την εντολή να κλείσουν τα ταμεία την 14:30 ώρα και να φύγουν οι υπάλληλοι του καταστήματος την 15:00 ώρα, διότι σύμφωνα με πληροφορίες μετά την 15:00 θα ξεκινούσε μία "άγρια πορεία". Ότι περί την 14:00 ώρα, άγνωστα άτομα, αφού έσπασαν τον εξωτερικό υαλοπίνακα της πρόσοψης του ισογείου καταστήματος, έριξαν στο εσωτερικό αυτού δύο ή τρεις αυτοσχέδιους εκρηκτικούς - εμπρηστικούς μηχανισμούς ("μολότοφ"), με αποτέλεσμα σε μικρό χρονικό διάστημα να προκληθεί μεγάλη πυρκαγιά και να γεμίσει με πυκνό καπνό, όχι μόνο το ισόγειο, αλλά προοδευτικά ολόκληρο το κτίριο. Ότι αμέσως μετά την τρομοκρατική ενέργεια και την πυρκαγιά που αυτή προκάλεσε, κάποιοι υπάλληλοι προσπάθησαν να σβήσουν τη φωτιά με τη χρήση πυροσβεστήρων, αλλά εγκατέλειψαν σύντομα την προσπάθεια. Ότι οι υπάλληλοι, που εργάζονταν τόσο στο κατάστημα λιανικής τραπεζικής, όσο και στο τραπεζικό κέντρο, προσπάθησαν άτακτα να σωθούν και κάποιοι το κατόρθωσαν, ενώ άλλοι όχι. Ότι η υπάλληλος Α.Π., ηλικίας 32 ετών, διένυε τον τέταρτο μήνα εγκυμοσύνης και εργαζόταν στον δεύτερο όροφο του κτιρίου. Ότι αυτή δεν μπόρεσε ούτε από το κτίριο να βγει ούτε στα εξωτερικά μπαλκόνια αυτού να σταθεί, αλλά κατέφυγε στο πατάρι του δευτέρου ορόφου, στο οποίο υπήρχε μεταλλική πόρτα που οδηγούσε στην ταράτσα του κτιρίου. Ότι η πόρτα αυτή ήταν κλειδωμένη, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί εκεί και να πεθάνει λόγω δηλητηρίασης με μονοξείδιο του άνθρακα από την εισπνοή καπνού και τοξικών αερίων. Ότι οι ενάγοντες υπάλληλοι ...., ... και ... (δέκα) κατέφυγαν σε δωμάτιο που υπήρχε στον δεύτερο όροφο του κτιρίου. Ότι, εκεί, ο εξ αυτών Η.Μ., με υπερέκταση των δυνάμεών του, έσπασε το μεταλλικό πλέγμα που ήταν η οροφή του δωματίου και η βάση μεταλλικού εξώστη, μέσω του οποίου ανέβηκαν στη συνέχεια στο σιδερένιο μπαλκόνι του δώματος, απ'όπου με διαδοχικά άλματα βγήκαν αρχικά σε περβάζι και στη συνέχεια στην ταράτσα του διπλανού κτιρίου και από εκεί στο δρόμο. Ότι οι ενάγοντες υπάλληλοι Μ.Κ., Α.Χ. και Ε.Μ. (τρεις) κατέφυγαν στο μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου του κτιρίου, απ'όπου κατέβηκαν στο δρόμο με σκάλες της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Ότι οι ενάγοντες υπάλληλοι Π.Β., Κ.Κ. και Ε.Λ. (τρεις) κατέφυγαν σε μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου και από εκεί, πατώντας στο περβάζι του κτιρίου, έφθασαν στο όμορο κτίριο που στέγαζε το κατάστημα "…". Ότι ο ενάγων υπάλληλος Α.Ν. (ένας) κατόρθωσε να βγει στο δρόμο από τον κλωβό ασφαλείας της κεντρικής εισόδου, που βρισκόταν στο ισόγειο του κτιρίου. Ότι ο ενάγων υπάλληλος Σ.Π. (ένας) κατέφυγε σε μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου, απ'όπου με άλμα αρχικά και αναρρίχηση στη συνέχεια βρέθηκε στην ταράτσα του διπλανού κτιρίου, όπου συνάντησε τους προαναφερόμενους συναδέλφους του. Ότι ο ενάγων υπάλληλος Γ.Γ. (ένας) κατέφυγε σε μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου, απ'όπου πήδησε σε όμορο σκέπαστρο, το οποίο κατέρρευσε και στη συνέχεια έπεσε σε τσιμεντένιο σκέπαστρο, σπάζοντας τρία πλευρά. Ότι αμέσως μετά τα πιο πάνω γεγονότα μετέβησαν στον χώρο οι εναγόμενοι Ε.Μ. και Α.Β., εκτελεστικά μέλη του ΔΣ της Τράπεζας, ο δεύτερος από τους οποίους μερίμνησε για την παροχή ιατρικής φροντίδας στους διασωθέντες υπαλλήλους, στο ιδιωτικό νοσοκομείο "...". 7. Περαιτέρω, ως προς τις παραλείψεις της Τράπεζας, ως εργοδότη, οι οποίες συνέβαλαν στην επέλευση του ένδικου εργατικού ατυχήματος και στις συνδεόμενες με αυτό συνέπειες που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι το ισόγειο και ο ημιώροφος (του καταστήματος λιανικής τραπεζικής) χρησιμοποιούνταν για την εξυπηρέτηση των πελατών σε τραπεζικές συναλλαγές και συνιστούσαν "χώρο συνάθροισης κοινού", κατά την έννοια της πυροσβεστικής διάταξης (στο εξής: ΠυρΔ) 3/1981, ενώ οι λοιποί όροφοι χρησιμοποιούνταν ως γραφεία του τραπεζικού κέντρου. Ότι το κατάστημα λιανικής τραπεζικής υπαγόταν στην κατηγορία Α των χώρων συνάθροισης κοινού, στην υποκατηγορία "χωρίς σταθερές θέσεις", με χωρητικότητα μέχρι 200 άτομα, όπως αυτό προκύπτει από τη διαίρεση του εμβαδού του με τον συντελεστή 1,4 [(ισόγειο 86μ2 + πατάρι 65μ2=) 151μ2/1,4 = 107 άτομα]. Ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 της ΠυρΔ 3/1981, το κατάστημα λιανικής τραπεζικής έπρεπε να διαθέτει δύο εξόδους κινδύνου προς κοινόχρηστη οδό ή πόρτες προς διάδρομο ή άλλους χώρους που να οδηγούν, από διαφορετικές κατευθύνσεις, σε δύο ανεξάρτητες διόδους διαφυγής. Ότι αντ'αυτών, διέθετε μόνο μία έξοδο κινδύνου, στο ισόγειο, δίπλα στην κεντρική είσοδο του κτιρίου, η οποία (αν και χαρακτηριζόταν "έξοδος κινδύνου") δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις, διότι δεν άνοιγε με απλή ώθησή της από μέσα προς τα έξω, αλλά αφού προηγουμένως ενεργοποιείτο με ταυτόχρονη χρήση τηλεχειριστηρίου. Ότι, ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 3 της ΠυρΔ, έπρεπε να διαθέτει υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο ή αντ'αυτού εύκαμπτο σωλήνα με ακροφύσιο, το άλλο άκρο του οποίου να προσαρμόζεται μονίμως σε κρουνό εσωτερικής υδραυλικής εγκατάστασης, τοποθετημένο προς τον σκοπό αυτό, μήκους 15 μέτρων, τα οποία δεν διέθετε. Ότι το τραπεζικό κέντρο που στεγαζόταν στους πρώτο και δεύτερο ορόφους, καθώς και στο πατάρι του δευτέρου ορόφου του κτιρίου, με πληθυσμό μικρότερο των 50 ατόμων, έπρεπε να διαθέτει μία έξοδο κινδύνου, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο της ΠυρΔ 3/1981, την οποία δεν διέθετε. Ότι λόγω των προηγηθεισών επιθέσεων, η Τράπεζα όφειλε, σύμφωνα με την υποχρέωση πρόνοιας που είχε προς τους υπαλλήλους της, είτε να εγκαταστήσει στην πρόσοψη του ισόγειου καταστήματος άθραυστους "αντιβανδαλικούς" υαλοπίνακες, οι οποίοι να αντέχουν σε πολλές κρούσεις με βαριά αντικείμενα, σε αντίθεση με αυτούς που υπήρχαν, οι οποίοι ήσαν μεν "αντιβανδαλικοί", αλλά με την ελάχιστη αντοχή για την κατηγορία αυτή, καθότι είχαν το ελάχιστο πλάτος των 5mm+5mm (με ενδιάμεση μεμβράνη συγκράτησης σε περίπτωση θραύσεως), δηλαδή συνολικό πλάτος 1cm (το μέγιστο ανέρχεται σε 6,5cm), είτε να προσθέσει ρολά ασφαλείας. Ότι η τοποθέτηση ρολών ασφαλείας στην πρόσοψη … κτιρίου (όπως αυτό της οδού ...) δεν απαγορευόταν, αλλά προϋπέθετε την έγκριση του συμβουλίου αρχιτεκτονικής της κατά τόπον αρμόδιας Περιφέρειας, στο οποίο δεν είχε υποβληθεί σχετικό αίτημα από την Τράπεζα. Ότι τόσο στο από 23-6-2008 "εγχειρίδιο διαχείρισης κρίσεων - επιχειρησιακής συνέχειας - ανάκαμψης από καταστροφή" όσο και στο άρθρο 10 παρ. 4 του "εγχειριδίου ασφαλείας προσωπικού, πελατείας και περιουσίας" της Τράπεζας αναφέρεται ρητά ως πιθανός κίνδυνος για τα καταστήματά της, μεταξύ άλλων, η πυρκαγιά, η τρομοκρατική ενέργεια και ο εμπρησμός. Ότι λαμβάνοντας υπ'όψη την πιθανότητα αυτή, σε συνδυασμό με τις τρομοκρατικές ενέργειες που είχαν προηγηθεί και την πληροφορία για μια ιδιαίτερα έντονη διαδήλωση την ...2010, η Τράπεζα, ως μέσος συνετός εργοδότης, όφειλε "διά των οργάνων και των προστηθέντων της" να έχει κλείσει το ανωτέρω κατάστημα, είτε από την αρχή του ωραρίου λειτουργίας εκείνης της ημέρας, είτε πριν από την έναρξη της πορείας, δηλαδή νωρίς το μεσημέρι. Ότι, σύμφωνα με το άρθρο 14 της ΠυρΔ 3/1981, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις ΠυρΔ 3α/1981, 3β/1983, 3γ/1995 και 3δ/1995, η Τράπεζα είχε την υποχρέωση να οργανώνει και να εκπαιδεύει το προσωπικό της, συνεχώς (τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 6 του "εγχειριδίου ασφαλείας προσωπικού, πελατείας και περιουσίας"), σε θέματα πυροπροστασίας, κατασβέσεως πυρκαγιών, εκκενώσεως των χώρων εργασίας κλπ. Ότι ούτε η υποχρέωση αυτή είχε τηρηθεί, η δε ανάρτηση στον δεύτερο όροφο του κτιρίου αφίσας με έντυπες οδηγίες για τον τρόπο κατάσβεσης και για τις λοιπές, άμεσες ενέργειες σε περίπτωση πυρκαγιάς δεν συνιστά συμμόρφωση προς αυτήν. Ότι, επί πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 1568/1985 "περί υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων" και το άρθρο 10 παρ. 6 του "εγχειριδίου ασφαλείας προσωπικού, πελατείας και περιουσίας", η Τράπεζα όφειλε να έχει καταρτίσει σχέδιο διαφυγής και διάσωσης από τους χώρους εργασίας, όπως απαιτείτο από τη θέση, την έκταση και το είδος της εκμετάλλευσης (κτίριο αποτελούμενο από πολλούς ορόφους, σε κεντρικό σημείο της Αθήνας, που είχε ήδη γίνει στόχος επιθέσεων), υποχρέωση την οποία παρέλειψε να τηρήσει. Ότι, πέραν τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 13 της ΠυρΔ 3/1981, έπρεπε να υπάρχει μελέτη που να καθορίζει το σύστημα πυροπροστασίας και τις λοιπές εγκαταστάσεις ασφαλείας, συνταγμένη από διπλωματούχο ή τεχνολόγο μηχανικό και θεωρημένη από την αρμόδια πυροσβεστική αρχή. 8. Έτι περαιτέρω, ως προς την ευθύνη του νομικού προσώπου της Τράπεζας, των εκτελεστικών μελών του ΔΣ αυτής, ως οργάνων του νομικού προσώπου και του προϊσταμένου του τμήματος Ασφαλείας ως υποκατάστατου αυτών, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε τα εξής: Ότι την ...2010, ο Κ.Β. ήταν διευθύνων σύμβουλος και εκτελεστικό μέλος του ΔΣ της Τράπεζας, ο Η.Κ. ήταν αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος και εκτελεστικό μέλος του ΔΣ της Τράπεζας και οι Ε.Μ. και Α.Β. ήσαν εκτελεστικά μέλη του ΔΣ της Τράπεζας. Ότι σύμφωνα με το άρθρο 26 του καταστατικού της Τράπεζας, "Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί με απόφασή του να αναθέτει την άσκηση όλων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων (εκτός από αυτές που απαιτούν συλλογική ενέργεια) σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή όχι, καθορίζοντας συγχρόνως και την έκταση της ανάθεσης αυτής". Ότι με την από …-2009 απόφαση του ΔΣ της Τράπεζας, καθένα από τα προαναφερόμενα εκτελεστικά μέλη αυτού, ενεργώντας ξεχωριστά και χωρίς τη σύμπραξη των άλλων, είχε από την εν λόγω ημερομηνία και μέχρι την …2012, άρα και κατά την ...2010, τη διοίκηση, τη διαχείριση της περιουσίας, τη διεύθυνση των υποθέσεων και την εκπροσώπηση της Τράπεζας, καθώς και την άσκηση όλων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του ΔΣ, εκτός εκείνων για τις οποίες απαιτείτο συλλογική ενέργεια των μελών του, κατά το νόμο ή το καταστατικό. Ότι η επίτευξη του σκοπού της Τράπεζας και η σύννομη λειτουργία της πραγματώνονταν όχι μόνο μέσω των ενεργειών των καταστατικών οργάνων της ή των υποκατάστατων αυτών, αλλά και μέσω του προσωπικού της, το οποίο στελέχωνε τους τομείς, τις διευθύνσεις και τις επιτροπές, όπως αυτές εκάστοτε προβλέπονταν από το οργανόγραμμα λειτουργίας της Τράπεζας. Ότι παρά το γεγονός ότι για την εφαρμογή και την τήρηση των μέτρων ασφαλείας στους χώρους εργασίας αρμόδια ήταν η διεύθυνση Ασφαλείας και Προστασίας της Τράπεζας, καθένα από τα ανωτέρω εκτελεστικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας, ενεργώντας ξεχωριστά και χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών μελών, είχε μεταξύ άλλων εξουσιών τη διοίκηση και τη διεύθυνση των υποθέσεων της Τράπεζας. Ότι μία από τις υποθέσεις, και μάλιστα βαρύνουσας σημασίας, ήταν αυτή της ασφάλειας του προσωπικού στους χώρους εργασίας, διότι είχε να κάνει με τη ζωή και την υγεία, που στο συγκεκριμένο κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας στην Αθήνα είχαν στο παρελθόν τεθεί σε κίνδυνο, όπως ήδη αναφέρθηκε. Ότι ο καθένας από τους προαναφερθέντες, από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, την οποία, ως μέσος συνετός άνθρωπος με βάση την προαναφερόμενη θέση που κατείχε στην Τράπεζα, όφειλε να καταβάλλει, δεν μερίμνησε ατομικά για την εφαρμογή και την τήρηση των μέτρων ασφαλείας, που είτε προβλέπονταν από το νόμο είτε επιβάλλονταν από την υποχρέωση πρόνοιας για τους εργαζόμενους του συγκεκριμένου καταστήματος της Τράπεζας. 9. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι τόσο η ίδια η Τράπεζα όσο και όλα τα εναγόμενα εκτελεστικά μέλη του ΔΣ έχουν προσωπική ευθύνη για όλες τις παραλείψεις που αποδίδονται συλλήβδην στην Τράπεζα (βλ. παραπάνω, αρ. 7). Και πέραν αυτού, έκρινε ότι, ιδίως: α) η έλλειψη στην πρόσοψη του ισόγειου καταστήματος είτε ενισχυμένων "αντιβανδαλικών" υαλοπινάκων είτε ρολών ασφαλείας, β) η παράλειψη να δοθεί εντολή, κατά την ...2010, για έγκαιρη αποχώρηση των υπαλλήλων πριν από την έναρξη της πορείας και γ) η έλλειψη σχεδίου εκκένωσης των χώρων σε περίπτωση πυρκαγιάς και εκπαίδευσης του προσωπικού ως προς την εφαρμογή του σχεδίου, συνδέονται αιτιωδώς με τον θάνατο της Α.Π. και τις σωματικές βλάβες των λοιπών εναγόντων υπαλλήλων, διότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, εάν οι παραλείψεις αυτές είχαν αποφευχθεί, τότε, αντιστοίχως, είτε δεν θα ήταν δυνατή η πρόκληση πυρκαγιάς από τους τρομοκράτες, είτε δεν θα βρίσκονταν άνθρωποι μέσα στο κτίριο, είτε οι ευρισκόμενοι θα είχαν κατορθώσει να το εγκαταλείψουν έγκαιρα. Και για να καταλήξει στην κρίση περί προσωπικής ευθύνης ενός εκάστου των εκτελεστικών μελών του ΔΣ διατύπωσε τον συλλογισμό ότι αφού το καθένα από αυτά είχε την εξουσία να ενεργεί ατομικώς κατά πάντα, όφειλε, στο πλαίσιο της εξουσίας αυτής και της εκπλήρωσης των καθηκόντων που απορρέουν από αυτήν, να έχει αποφύγει όλες τις παραλείψεις που αποδόθηκαν στην Τράπεζα, ως εργοδότη. Με τον συλλογισμό αυτό, όμως, και με την κρίση την οποία αυτός παρήγαγε (ήτοι, την κατ'ουσίαν απόρριψη της εφέσεως του αναιρεσείοντος), το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις διατάξεις που αναφέρονται παραπάνω (αρ. 2 έως 4), διότι: α) καταλόγισε στα εκτελεστικά μέλη του ΔΣ, ως υποκατάστατα αυτού όργανα της Τράπεζας, την παράλειψη υποχρεώσεων οι οποίες είχαν ή μπορούσαν να έχουν ανατεθεί νομίμως (σύμφωνα με το καταστατικό ή με επί μέρους αποφάσεις του ΔΣ, όπως εκ των παραδοχών του συνάγεται, βλ. παραπάνω, αρ. 8) σε υφιστάμενους υποκατάστατους ή προστηθέντες υπαλλήλους ή τρίτους, χωρίς να διαλάβει πρόσθετη παραδοχή περί του ότι τα εκτελεστικά μέλη βαρύνονται με πταίσμα ως προς την επιλογή ή την εποπτεία των προσώπων αυτών, κατά περίπτωση, άνευ του οποίου δεν μπορεί να θεμελιωθεί ατομική τους ευθύνη και β) δεν διευκρίνισε ποιες από τις παραλείψεις που κατέγνωσε αντιστοιχούν σε υποχρεώσεις, οι οποίες δεν είχαν ανατεθεί σε κανένα υφιστάμενο πρόσωπο, έτσι ώστε να διατηρηθούν ως υποχρεώσεις των εκτελεστικών μελών του ΔΣ και ποίου συγκεκριμένα κατά περίπτωση. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως του Α.Β., ως προς το δεύτερο μέρος αυτού, με τον οποίο επισημαίνεται η παραβίαση αυτή και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 10. Αναφέρθηκε ήδη (βλ. παραπάνω, αρ. 2) ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της ευθύνης του εργοδότη ή των προστηθέντων αυτού για την αποκατάσταση ζημίας μη περιουσιακής από εργατικό ατύχημα συγκαταλέγεται και ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην πράξη ή παράλειψη που καταλογίζεται σ'αυτούς και στο αποτέλεσμα που επήλθε. Με τον πρώτο από τους λόγους της αιτήσεως, ως προς το πρώτο και τρίτο μέρος αυτού, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση έλλειψη αιτιολογίας (ΚΠολΔ 559 αρ.19) ως προς την κατάφαση της αιτιώδους συναφείας μεταξύ αφ'ενός των παραλείψεων των οργάνων ή προστηθέντων της Τράπεζας και αφ'ετέρου του επελθόντος κινδύνου και των συνεπειών που αυτός είχε επί των εναγόντων. Μετά την επικείμενη αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης για τις ελλείψεις που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, ο εξεταζόμενος λόγος καθίσταται αντιστοίχως άνευ αντικειμένου. Είναι ελλιπής, όμως, η αιτιολογία ως προς την κατάφαση της αιτιώδους συναφείας σε σχέση με το ότι: Α) Η υφιστάμενη πρόσθετη θύρα του ισογείου (πέραν της κυρίας εισόδου - εξόδου), που χαρακτηριζόταν ως "έξοδος κινδύνου", δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις, διότι για το άνοιγμά της δεν αρκούσε απλή ώθηση από μέσα προς τα έξω, αλλά χρειαζόταν ταυτόχρονη, ηλεκτρονική εντολή από τηλεχειριστήριο. Β) Δεν δόθηκε εγκαίρως εντολή αποχώρησης του προσωπικού, εν όψει της πληροφορίας που υπήρχε για "άγρια πορεία", των επιθέσεων που είχαν προηγηθεί στο συγκεκριμένο κατάστημα και της ανησυχίας που είχε εκφράσει προς τους ανωτέρους της η υποδιευθύντρια αυτού, εν όψει της συγκεκριμένης διαδήλωσης. Γ) Δεν είχε διαμορφωθεί συγκεκριμένο πλαίσιο αντίδρασης ("σχέδιο ασφάλειας" και "σχέδιο διαφυγής") του προσωπικού σε περίπτωση επανάληψης των βιαιοτήτων, ενδεχομένως με μεγαλύτερη ένταση, σε χρόνο λειτουργίας του καταστήματος και με κίνδυνο όχι μόνο για πράγματα (όπως στις προηγούμενες φορές), αλλά και για πρόσωπα. Και Δ) Δεν είχε προηγηθεί οργάνωση και εκπαίδευση του προσωπικού, ώστε να μη δημιουργηθεί πανικός, αλλά ο κάθε υπάλληλος να γνωρίζει τι θα κάνει και πού θα πάει, προκειμένου σε πρώτη φάση να ματαιώσει τον κίνδυνο και σε έσχατη να διασώσει τον εαυτό του. Και είναι μεν αληθές ότι από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, αν όχι πάντοτε ευθέως, τουλάχιστον σιωπηρώς, καταφάσκεται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των εν λόγω παραλείψεων και των εκ του εμπρησμού του καταστήματος συνεπειών σε βάρος της ζωής της υπαλλήλου Α.Π. και της υγείας των λοιπών εναγόντων υπαλλήλων. Παρά ταύτα, δεν διευκρινίζεται επαρκώς: α) εάν, ενόψει της σφοδρότητος και του είδους της επιθέσεως, θα ήταν δυνατή η αποφυγή του πανικού και η ευχερής διάσωση του προσωπικού, σε περίπτωση που αυτό θα ήταν καλώς οργανωμένο και εκπαιδευμένο στην εφαρμογή συγκεκριμένου πρωτοκόλλου ενεργειών, β) εάν, ακόμη και στην περίπτωση που η υφιστάμενη έξοδος κινδύνου στο ισόγειο μπορούσε να ανοίξει με απλή ώθηση χωρίς την ανάγκη ταυτόχρονου τηλεχειρισμού, η χρησιμοποίησή της θα ήταν εφικτή και δεν θα παρεμποδιζόταν από τη φωτιά που μαινόταν στον ίδιο χώρο, γ) εάν η καλή οργάνωση και εκπαίδευση του προσωπικού μπορούσε να εξασφαλίσει την έγκαιρη απασφάλιση της πόρτας της ταράτσας του κτιρίου, από την οποία οι εργαζόμενοι, που σε κατάσταση πανικού κατέφυγαν στο πατάρι του δευτέρου ορόφου, θα μπορούσαν να βγουν στον καθαρό αέρα, έστω κι αν η πόρτα αυτή δεν χαρακτηριζόταν επισήμως ως έξοδος κινδύνου (μπροστά στην πόρτα της ταράτσας βρέθηκαν νεκροί η Α.Π. και ο Ε.Τ., ο οποίος λογικά, ως διευθυντής του τραπεζικού κέντρου, θα έπρεπε να είναι σε θέση να την ανοίξει εγκαίρως), δ) ποια πρόσωπα είχαν την ευθύνη του σχεδιασμού των αντιδράσεων σε περίπτωση κινδύνου, όπως αυτός που επισυνέβη (με την προϋπόθεση ότι θα μπορούσε να προβλεφθεί), ε) ποια πρόσωπα είχαν την ευθύνη της οργάνωσης και εκπαίδευσης του προσωπικού για τη σωστή εφαρμογή ενός πρωτοκόλλου ασφαλείας και διάσωσης, στ) ποιο πρόσωπο είχε την αρμοδιότητα να διατάξει, εκτάκτως, την πρόωρη αποχώρηση των υπαλλήλων κατά την ημέρα του συμβάντος και ζ) ποια ήταν η λειτουργική σχέση του εναγομένου Α.Β. ως εκτελεστικού μέλους του ΔΣ, με τις παραπάνω υποχρεώσεις ή τα αντιστοίχως υπεύθυνα πρόσωπα και με την επιλογή ή εποπτεία αυτών. Οι ελλείψεις αυτές στην αιτιολογία καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την από άποψη αιτιώδους συναφείας κατάφαση της ευθύνης είτε της Τράπεζας είτε του εναγομένου φυσικού προσώπου για τις αντιστοίχως αναφερόμενες παραλείψεις. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος, με τον οποίο, σε συνδυασμό με την όλη επιχειρηματολογία του δικογράφου της αιτήσεως, επισημαίνονται τα παραπάνω κενά στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι βάσιμος κατά το αντίστοιχο μέρος. 11. Στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι "Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Σύμφωνα με την αληθινή έννοια των διατάξεων αυτών, όπως αποτυπώθηκε ερμηνευτικά στην πρόσφατη ΟλΑΠ 9/2015, στην "αρχή της αναλογικότητας" προσδόθηκε ρητώς "συνταγματική υφή", έτσι ώστε στο πλαίσιο του κράτους δικαίου η απόλαυση των ατομικών δικαιωμάτων ενός προσώπου να μην περιορίζεται, ούτε από την κρατική εξουσία, ούτε από τη δικαιοδοτική λειτουργία, περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία είτε των δημοσίων συμφερόντων είτε των ατομικών δικαιωμάτων άλλου προσώπου. Ειδικότερα, όταν τα δικαστήρια επιλαμβάνονται ιδιωτικών διαφορών, πρέπει να εφαρμόζουν τις προσήκουσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Με άλλα λόγια, πρέπει να επιλύουν τις ιδιωτικές διαφορές με τρόπο που να εξασφαλίζει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, χάριν αποτελεσματικής προστασίας των εκατέρωθεν θεμελιωδών δικαιωμάτων. Πράγμα που σημαίνει ότι το είδος ή τα μέσα του δικαστικού καταναγκασμού και οι έννομες συνέπειες, που από αυτόν επέρχονται υπέρ του δικαιούχου ή σε βάρος του υπόχρεου, πρέπει να είναι α) πρόσφορα, ήτοι απολύτως κατάλληλα για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαία, ήτοι να τηρούν το μέτρο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέσα δικαστικού καταναγκασμού, το οποίο επιφέρει τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό των δικαιωμάτων του διαδίκου σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται και γ) αναλογικά, ήτοι να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η ωφέλεια που επιφέρουν στο δικαιούχο να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν στον υπόχρεο. Η εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, που εκδηλώνεται και με την εκ μέρους αυτού υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, όπου αυτή προβλέπεται, ελέγχεται ευθέως ως αναιρετική πλημμέλεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 559 αρ. 1 ή/και αρ. 19 ΚΠολΔ. 12. Στο άρθρο 932 εδ. α΄ ΑΚ ορίζεται ότι "Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης". Και στο εδ. γ΄ του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι "Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης". Οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν σε μια υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση ενός προσώπου για την ηθική βλάβη (ανεξάρτητα από την αντίστοιχη περιουσιακή), η οποία επήλθε σ'αυτό από την αδικοπρακτική συμπεριφορά ενός άλλου προσώπου, έτσι ώστε ο δικαιούχος να απολαύσει μια επαρκή ανακούφιση του συναισθηματικού βάρους, το οποίο η αδικοπραξία προκάλεσε σ'αυτόν. Παράλληλα, όμως, οι ίδιες διατάξεις οριοθετούν την αποκατάσταση στο κατά την αντικειμενική κρίση του δικαστηρίου "εύλογο" μέτρο, αποβλέποντας στο να μην "εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία" και να μην συρρικνώνεται, αλλά και να μην "επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος" της χρηματικής ικανοποίησης, με αφορμή το γεγονός ότι πρόκειται για "βλάβη ηθική", ήτοι τοιαύτης φύσεως που, ενώ "δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα", είναι ευεπίφορη σε υποκειμενική στάθμιση (οι εντός εισαγωγικών περικοπές είναι από σκέψη της ΟλΑΠ 9/2015). Η εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας αναζήτηση του ποσού, το οποίο σε συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να θεωρηθεί "εύλογο" ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης συγκεκριμένου δικαιούχου, γίνεται με τη συνεκτίμηση μιας σειράς από περιστάσεις, οι οποίες, χωρίς να είναι αναγκαίο να προβληθούν μία προς μία από τους διαδίκους, προκύπτουν από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που αυτοί επικαλούνται και προσκομίζουν. Τέτοιες περιστάσεις είναι, κυρίως και ενδεικτικώς, το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η προσωπική, κοινωνική και περιουσιακή κατάσταση των μερών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου (στο μέτρο που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης του δικαιούχου), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος (που λειτουργεί διαφορετικά στην περίπτωση της χρηματικής ικανοποίησης, απ'ό,τι στην αξίωση αποκατάστασης της περιουσιακής ζημίας, πρβλ. ΟλΑΠ 1115/1986), οι ειδικότερες συνθήκες τέλεσης της συγκεκριμένης αδικοπραξίας κλπ. Οι περιστάσεις αυτές πρέπει να οδηγήσουν το δικαστήριο στο σχηματισμό της κατά το άρθρο 932 ΑΚ κρίσης ως προς το "εύλογο" της χρηματικής ικανοποιήσεως που πρέπει να επιδικάσει, με χρήση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει προς αυτό ο νόμος. Κατά τη χρήση, όμως, της ευχέρειας αυτής, το δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να κινηθεί ανεξέλεγκτα, υπακούοντας μόνο στις υποκειμενικές αντιλήψεις του δικάζοντος δικαστή, αλλά οφείλει να εφαρμόσει το μέτρο που αντικειμενικά θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, η ως προς το "εύλογο" κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, τα οποία, σύμφωνα με τις κατ'ιδίαν περιστάσεις (ως προς τις οποίες και μόνο, οι παραδοχές του παραμένουν αναιρετικώς ανέλεγκτες), διαπιστώνονται σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και την περί δικαίου συνείδηση του μέσου κοινωνικού ανθρώπου σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως τα όρια αυτά αποτυπώνονται στην συνήθη πρακτική των δικαστηρίων (ΟλΑΠ 9/2015). Η υπέρβαση των κατά τα ανωτέρω ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται αναιρετικώς για ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση κανόνος δικαίου (ΚΠολΔ 559 αρ. 1 ή/και αρ. 19). 13. Πέραν των όσων ήδη αναφέρθηκαν ως προς τις συνθήκες επέλευσης του ένδικου εργατικού ατυχήματος και την ευθύνη της Τράπεζας και των υποκατάστατων οργάνων του ΔΣ αυτής ή των προστηθέντων υπαλλήλων, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε τα εξής ουσιώδη ως προς τη σχέση που η θανούσα Α.Π. είχε εν ζωή με τα ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητα μέλη της οικογένειάς της: Ότι ο Ζ.Π., συνταξιούχος δικηγόρος, γεννηθείς το 1930, ήταν πατέρας της Α.Π.. Ότι η Π., σύζυγος Ζ.Π., συνταξιούχος υποθηκοφύλακας, γεννηθείσα το 1940, ήταν μητέρα της. Ότι ο Χ.Κ., γεννηθείς το 1978, είχε γνωριστεί μαζί της όταν ήσαν φοιτητές, είχε τελέσει με αυτήν γάμο την 5-9-2009 και ήταν σύζυγός της. Ότι η Α.Π., δικαστική αντιπρόσωπος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, γεννηθείσα το 1972, ήταν αδελφή της. Ότι, επιπλέον, η θανούσα είχε βαπτίσει τη μεγαλύτερη σε ηλικία από τις κόρες της αδελφής της. Ότι ο Ι.Κ., γεννηθείς το 1947, ήταν πατέρας του συζύγου της θανούσας και πεθερός της. Ότι η Ε., σύζυγος Ι.Κ., γεννηθείσα το 1950, ήταν μητέρα του συζύγου της θανούσας και πεθερά της. Ότι οι σχέσεις όλων των ανωτέρω με την Α.Π. ήσαν σχέσεις αγάπης και στοργής, γι'αυτό και όλοι δοκίμασαν μεγάλη θλίψη από την απώλεια της ιδίας και του τεσσάρων μηνών εμβρύου, το οποίο κυοφορούσε. 14. Αντιστοίχως, ως προς τις συνέπειες που είχε το συμβάν στην υγεία των διασωθέντων υπαλλήλων, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε τα εξής: Ότι από τους ανωτέρω ενάγοντες, οι οποίοι κατάφεραν να βγουν έξω από το φλεγόμενο κτίριο, η Π.Β., γεννηθείσα το 1975, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." με κεφαλαλγία, αίσθημα καύσης στο φάρυγγα και δυσχέρεια στην αναπνοή και έλαβε φαρμακευτική αγωγή για τρεις εβδομάδες. Ότι η ίδια παρουσίασε μετατραυματική κατάθλιψη με συμπτώματα αϋπνίας, επιθετικότητας και εναλλαγής διάθεσης, αλλά δεν αποδείχθηκε ότι πριν από την ...2010 είχε ξεκινήσει διαδικασία εξωσωματικής γονιμοποίησης, που διακόπηκε λόγω της εισπνοής καπνού και τοξικών αερίων κατά το συμβάν. Ότι η Α.Ι., γεννηθείσα το 1977, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." με αναπνευστικό πρόβλημα, έντονη κεφαλαλγία, πόνους στο λαιμό, σύγχυση κίνησης, αντίληψης και όρασης και έφερε στο σώμα της μώλωπες και εκδορές και εξήλθε από το νοσοκομείο με σύσταση για φαρμακευτική αγωγή. Ότι η Μ.Κ., γεννηθείσα το 1975, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." με λοίμωξη του αναπνευστικού, της χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή, εξήλθε από το νοσοκομείο με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή και την 26-5-2010 και 14-6-2010 εξετάστηκε από νευρολόγο - ψυχίατρο. Ότι ο Κ.Κ., γεννηθείς το 1981, παρουσίασε δυσφορία στην αναπνοή για αρκετές ημέρες μετά το συμβάν και το Σεπτέμβριο 2011 διαγνώστηκε με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Ότι η Χ.Λ., γεννηθείσα το 1969, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." με κεφαλαλγία, πόνο στο φάρυγγα και κάκωση του δεξιού ώμου και εξήλθε από το νοσοκομείο με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή για 15 ημέρες. Ότι η ίδια, την …2010 και …2010, διαγνώστηκε με καταθλιπτική συνδρομή. Ότι η Κ.Μ., γεννηθείσα το 1978, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." λόγω εισπνοής καπνού και τοξικών που προκάλεσαν συγκινησιακή φόρτιση. Ότι ο Η.Μ., γεννηθείς το 1975, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." με δύσπνοια, βήχα, κεφαλαλγία, πόνο στο φάρυγγα και εξήλθε με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή. Ότι ο ίδιος, σε σπιρομέτρηση που υποβλήθηκε την …2010 και …2010, διαγνώστηκε με δυσλειτουργία μικρού βαθμού των μικρών αεραγωγών του αναπνευστικού, η οποία επιδεινώθηκε στη δεύτερη κατά χρονική σειρά εξέταση σε σχέση με την πρώτη. Ότι ο Α.Ν., γεννηθείς το 1975, δεν νοσηλεύτηκε, αλλά υποβλήθηκε σε εξετάσεις για το αναπνευστικό και τις αλλεργίες. Ότι ο Γ.Σ., γεννηθείς το 1973, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "...", λόγω εισπνοής καπνού και εξήλθε με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή. Ότι η Α.Χ., γεννηθείσα το 1962, νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο "..." πέντε ημέρες με λοίμωξη του αναπνευστικού και πιθανές ενδείξεις εμφράγματος, τρεις ημέρες στη μονάδα ειδικής φροντίδας και πήρε εξιτήριο με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή για το αναπνευστικό και την καρδιά. Ότι, επιπλέον, η ίδια παρουσίασε αϋπνίες και της χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή. Ότι ο Γ.Γ., γεννηθείς το 1979, νοσηλεύτηκε αρχικά στο νοσοκομείο "..." και στη συνέχεια πέντε ημέρες στο νοσοκομείο "...", από τις οποίες δύο στη μονάδα εντατικής θεραπείας, με κάταγμα τριών πλευρών, διάτρηση πνεύμονα, διαστρέμματα, θλάσεις, έγκαυμα στον πνεύμονα, μετακίνηση του διαφράγματος, μώλωπες στο κεφάλι και πρήξιμο στο αυτί. Ότι η Α.Ζ., γεννηθείσα το 1976, εξετάστηκε στο νοσοκομείο "...", της δόθηκε φαρμακευτική αγωγή και παρουσίασε έντονο μετατραυματικό shock, για το οποίο υποβλήθηκε σε ήπια φαρμακευτική αγωγή και ψυχοθεραπεία. Ότι ο Δ.Κ., γεννηθείς το 1961, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." με έντονη κεφαλαλγία, ζάλη, πόνο στο λαιμό, δυσκολία στην αναπνοή και υψηλούς σφυγμούς και εξήλθε με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή. Ότι ο Ε.Λ., γεννηθείς το 1979, νοσηλεύτηκε δύο ημέρες στο νοσοκομείο "..." με δύσπνοια, ζάλη, πόνο στο λαιμό και στα μάτια και θλάση οπίσθιου χιαστού του δεξιού γόνατος. Ότι η Μ.Μ., γεννηθείσα το 1961, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." με δύσπνοια, ζάλη, πονοκέφαλο, πόνο στο λαιμό και βήχα και εξήλθε με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή. Ότι ο Ε.Μ., γεννηθείς το 1964, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." με δύσπνοια, δυσφορία, ζάλη, βήχα, πόνο στο λαιμό, στα μάτια και στο κεφάλι και εξήλθε με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή. Ότι η Ε.Σ., γεννηθείσα το 1975, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." με ζάλη, βήχα, πόνο στα μάτια, στο κεφάλι και στο σώμα και εξήλθε με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή. Ότι η Ε.Φ., γεννηθείσα το 1964, εξετάστηκε στο νοσοκομείο "...", διαγνώστηκε με λοίμωξη του αναπνευστικού και της προτάθηκε φαρμακευτική αγωγή. Ότι ο Σ.Π., γεννηθείς το 1980, χωρίς παθολογικό μέχρι τότε ιστορικό, μεταφέρθηκε αρχικά στο νοσοκομείο "..." και στη συνέχεια στο νοσοκομείο "...", όπου νοσηλεύτηκε τρεις ημέρες με συμπτώματα δηλητηρίασης από την εισπνοή μονοξειδίου του άνθρακα, λοίμωξη του αναπνευστικού, πονοκεφάλους, ζάλη, εμετούς, πόνους στην καρδιά, εκδορές, σκισίματα και μελανιές στο σώμα και μετατραυματικό στρες και εξήλθε με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή. Ότι ο ίδιος την …2010 διακομίστηκε με πόνους στην καρδιά στο "..." καρδιοχειρουργικό κέντρο, όπου διαγνώστηκε μυοσκελετικό άλγος. Ότι την …2011 εξετάστηκε από γαστρεντερολόγο του "...", όπου διαγνώστηκε με οισοφαγίτιδα και διαφραγματοκήλη. Ότι την …2011 εξετάστηκε από νευρολόγο, ο οποίος διέγνωσε κρίση ημικρανίας, με κεφαλαλγία και εμέτους, φωτοφοβία και φωνοφοβία. Ότι όλες οι νοσηλείες και οι ιατρικές εξετάσεις των παραπάνω εναγόντων στο νοσοκομείο "..." έγιναν με έξοδα της Τράπεζας. Ότι όλοι οι παθόντες, πλην των Α.Ν., Γ.Σ., Δ.Κ. και Ε.Μ., που δεν το ζήτησαν, εξετάστηκαν ψυχιατρικά από γιατρούς του νοσοκομείου "...". Ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες υπέστησαν μόνιμη βλάβη, σωματική ή ψυχική. Ότι ύστερα από το ανωτέρω συμβάν οι κατωτέρω ενάγοντες επέστρεψαν στην εργασία τους μετά την παρέλευση των ακόλουθων χρονικών διαστημάτων: η Π.Β. μετά από 2 μήνες και 14 ημέρες, η Μ.Κ. μετά από 4 μήνες, ο Κ.Κ. μετά από 50 ημέρες, η Κ.Μ. μετά από 5 ημέρες, ο Η.Μ. μετά από 3 μήνες και 14 ημέρες, ο Α.Ν. μετά από 40 ημέρες, ο Σ.Π. μετά από 10 ημέρες, η Μ. Μ. μετά από 2 εβδομάδες, ο Ε.Μ. μετά από 40 ημέρες, η Ε.Σ. μετά από 1 μήνα και η Ε.Φ. μετά από 20 ημέρες, χωρίς κανείς τους να στερηθεί τον μισθό του, για το χρονικό διάστημα που απουσίασε από την εργασία του ή την προοπτική επαγγελματικής εξέλιξης. 15. Σύμφωνα με το σύνολο των παραδοχών που προαναφέρθηκαν και αφού το δικαστήριο της ουσίας, όπως ρητώς διαλαμβάνει στις αιτιολογίες του, έλαβε υπόψη: α) την ένταση της αμέλειας του εναγομένου, για τον οποίο κρίθηκε ότι ευθύνεται για το θάνατο της Α.Π. και τις βλάβες της υγείας των λοιπών εναγόντων, β) την ηλικία της θανούσας, το γεγονός ότι ήταν έγκυος τεσσάρων μηνών και τον τρόπο θανάτου αυτής από εισπνοή καπνού και τοξικών αερίων, γ) τις σχέσεις αγάπης και στοργής που συνέδεαν τη θανούσα με τα μέλη της οικογένειάς της και την ένταση του ψυχικού άλγους, που αυτά αισθάνθηκαν από την απώλεια, τόσο της ίδιας, όσο και του εμβρύου που κυοφορούσε, δ) την ηλικία και την κοινωνική ή επαγγελματική κατάσταση των εναγόντων μελών της οικογένειάς της, ε) τον τρόπο επέλευσης των σωματικών βλαβών στον καθένα από τους λοιπούς ενάγοντες υπαλλήλους, είτε από εισπνοή καπνού και τοξικών αερίων, είτε από τραυματισμό κατά την προσπάθεια διαφυγής του, στ) την ένταση και τη διάρκεια της στεναχώριας ενός εκάστου εξ αυτών από τις βλάβες που υπέστησαν στην σωματική και ψυχική υγεία τους, ζ) την ηλικία και την κοινωνική ή επαγγελματική κατάσταση των εναγόντων υπαλλήλων, η) την οικονομική κατάσταση των εναγομένων κατά τον χρόνο συζήτησης της ένδικης αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (για την οποία ως προς τον Α.Β. δεν υπάρχει ουδεμία παραδοχή), θ) τις λοιπές συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας και ι) την συμπεριφορά της Τράπεζας μετά το ατύχημα, με τη δωρεάν παροχή ιατρικής εξέτασης και νοσηλείας στους παθόντες υπαλλήλους, [το δικαστήριο της ουσίας] έκρινε ότι οι ενάγοντες δικαιούνται κατά περίπτωση να λάβουν τα κατωτέρω ποσά (από τα οποία αφαιρέθηκε ένα μικρό μέρος για να ασκηθεί η αντίστοιχη αξίωση ενώπιον του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου): Α) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης: 1) ο Ζ.Π., πατέρας, 250.000 ευρώ, 2) η Π., σύζυγος Ζ.Π., μητέρα, 250.000 ευρώ, 3) ο Χ.Κ., σύζυγος, 350.000 ευρώ, 4) η Α.Π., αδελφή, 150.000 ευρώ, 5) ο Ι.Κ., πεθερός, 80.000 ευρώ και 6) η Ε., σύζυγος Ι.Κ., πεθερά, 80.000 ευρώ και Β) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης: 7) η Π.Β. 29.960 ευρώ, 8) η Α.Ι. 29.960 ευρώ, 9) η Μ.Κ. 29.960 ευρώ, 10) η Χ.Λ. 29.960 ευρώ, 11) η Κ.Μ. 29.960 ευρώ, 12) ο Α.Ν. 24.960 ευρώ, 13) ο Γ.Σ. 24.960 ευρώ, 14) η Α.Χ. 49.960 ευρώ, 15) ο Σ.Π. 60.000 ευρώ, 16) ο Κ.Κ. 29.960 ευρώ, 17) ο Η.Μ. 54.960 ευρώ, 18) ο Γ.Γ. 55.000 ευρώ, 19) η Α.Ζ. 30.000 ευρώ, 20) ο Δ.Κ. 30.000 ευρώ, 21) ο Ε.Λ. 35.000 ευρώ, 22) η Μ.Μ. 30.000 ευρώ, 23) ο Ε.Μ. 30.000 ευρώ, 24) η Ε.Σ. 30.000 ευρώ και 25) η Ε.Φ. 30.000 ευρώ. 16. Με την κρίση αυτή, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας κατά τον προσδιορισμό του ποσού, το οποίο είναι εύλογο στην συγκεκριμένη περίπτωση ως χρηματική ικανοποίηση, τόσο για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης ενός εκάστου εκ των εναγόντων μελών της οικογένειας της θανούσας σε εργατικό ατύχημα, Α.Π., όσο και για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ενός εκάστου των λοιπών εναγόντων. Διότι, αν και οι συνθήκες του θανάτου της πρώτης και του τραυματισμού ή της ψυχικής αναστάτωσης των λοιπών κατά τον χρόνο παροχής της εργασίας τους ήσαν, πράγματι, τραγικές και απρόβλεπτες για τραπεζικούς υπαλλήλους, όπως αυτοί, εν τούτοις δεν ήσαν περισσότερο έντονες σε σχέση με εκείνες, υπό τις οποίες επέρχεται ο θάνατος ή ο τραυματισμός άλλων προσώπων σε ατυχήματα που συμβαίνουν στην καθημερινή πραγματικότητα, με τρόπο εξίσου αιφνίδιο και αποτρόπαιο. Το δε γεγονός ότι στην ένδικη περίπτωση προκαλεί αγανάκτηση στον μέσο κοινωνικό άνθρωπο μια "τυφλή" και παράλογη τρομοκρατική ενέργεια που πλήττει σε ώρα εργασίας απλούς εργαζόμενους, οι οποίοι δεν έχουν δώσει ουδεμία αφορμή στους δράστες της ενέργειας (πλην, ενδεχομένως, του ότι εργάζονταν σε ημέρα γενικής απεργίας), δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εις ύψος εκτίναξη του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης, την οποία καλείται να πληρώσει ο εργοδότης ή οι προστηθέντες, και όχι οι άγνωστοι τρομοκράτες. Και τούτο, ακόμη περισσότερο στην περίπτωση κατά την οποία η αμέλεια, που αποδίδεται στον εργοδότη ή στους προστηθέντες από αυτόν, μόνο κατά ένα μικρό μέρος συνδέεται με το αποτέλεσμα, διότι την υπερακοντίζει ο δόλος της τρομοκρατικής ενέργειας. Με τις συνέπειες της οποίας, ως κοινωνικού φαινομένου ή πολιτικού συμπτώματος, δεν είναι εύλογο να επιβαρυνθεί υπέρμετρα ο εργοδότης ή οι προστηθέντες, που ούτως ή άλλως πλήττονται από την αυθαιρεσία της τρομοκρατίας μέσα σε ένα κράτος δικαίου. Ως εκ τούτου, τα ποσά που επιδικάσθηκαν στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι τα ευλόγως επιδικαζόμενα από τα δικαστήρια σε περιπτώσεις θανατώσεως προσώπου ή ελαφρού τραυματισμού από αμέλεια, ακόμη και υπό εξαιρετικά οδυνηρές συνθήκες, αλλά κρίνονται συναισθηματικώς διογκωμένα. Γι'αυτό διαπιστώνεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ως προς το ύψος των ποσών που επιδικάσθηκαν και ως προς την ισορροπία που η επιδίκασή τους πρέπει να εξασφαλίζει ανάμεσα στο όφελος των δικαιούχων και στο βάρος των υπόχρεων. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, ως προς το τέταρτο μέρους αυτού, καθώς και ο δεύτερος, με τους οποίους επισημαίνεται η παραβίαση αυτή και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και αρ. 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι. 17. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τους εδώ διαδίκους και στην έκταση που προσδιορίζεται από τις αιτιολογίες της παρούσας. Κατόπιν αυτού, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, συγκροτούμενου από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (ΚΠολΔ 580 παρ. 3). Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι, που ηττώνται, στα ενιαία δικαστικά έξοδα των κληρονόμων του αναιρεσείοντος, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ. 2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Αναιρεί την 5115/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέμπει την υπόθεση ως προς το αναιρεθέν μέρος στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.- Και Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους να πληρώσουν ενιαία στους καθ'ων η κλήση εξ αδιαθέτου κληρονόμους του αναιρεσείοντος Α.Β., που συνεχίζουν στη θέση του τη δίκη, δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 21η Φεβρουαρίου 2018. -Και Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 6η Μαρτίου 2018. 
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Α.Σ.
 

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

"Γνωμοδότηση" της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα "σε βάρος" της Ελληνικής Αστυνομίας



ΘΕΜΑ: Χορήγηση αντιγράφου στοιχείων του φακέλου διενεργηθείσας Π.Δ.Ε. 
Σχετικό: Το με αριθμ. πρωτ. ... από ... .01.2018 (αριθμ. πρωτ. της Αρχής Γ/ΕΙΣ/.../... .01.2018) έγγραφό σας.

Με το ανωτέρω έγγραφό σας, ζητάτε τη γνώμη της Αρχής, σχετικά με τη νομιμότητα χορήγησης σε αιτούντα τρίτο, τον ... , αντιγράφων του φακέλου διενεργηθείσας Προκαταρκτικής Διοικητικής Εξέτασης (εφεξής, Π.Δ.Ε.), η οποία παραγγέλθηκε κατόπιν υποβολής έγκλησης του προαναφερθέντος αιτούντος κατά αστυνομικών της υπηρεσίας σας, και η οποία, εν τέλει, τέθηκε στο αρχείο με την επιφύλαξη του άρθρου 49 του Π.Δ. 120/2008. Ο αιτών ζητά τα στοιχεία αυτά για δικαστική χρήση.  
Ειδικότερα, ενημερώνετε την Αρχή, ότι έχετε ήδη κοινοποιήσει εγγράφως στον αιτούντα το αποτέλεσμα της Π.Δ.Ε., καθώς και ότι τα υπόλοιπα αιτούμενα στοιχεία του φακέλου περιλαμβάνουν, πλέον των απλών, και ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως ποινικές διώξεις, θέματα υγείας και θρησκευτικές πεποιθήσεις. Περαιτέρω, αναφέρετε ότι τα αιτούμενα στοιχεία ο αιτών τρίτος, ..., προτίθεται να τα χρησιμοποιήσει, τόσο σε προκαταρκτικές δικογραφίες, στο πλαίσιο εκκρεμών εκατέρωθεν μηνύσεων μεταξύ του ιδίου και των εμπλεκομένων στην Π.Δ.Ε. αστυνομικών, όσο και ενώπιον του Συνηγόρου του Πολίτη, καθώς και για την υποβολή έγκλησης, εις βάρος του ενεργήσαντος την Π.Δ.Ε. αξιωματικού και των συνυπογραφόντων το επίμαχο πόρισμα, με το οποίο αρχειοθετήθηκε η προαναφερθείσα Π.Δ.Ε..
Κατόπιν των ανωτέρω, η υπηρεσία σας, επικαλούμενη σχετικές προηγούμενες αποφάσεις της Αρχής, ζητά από την Αρχή να γνωμοδοτήσει επί της νομιμότητας χορήγησης των αιτουμένων. 
Σε απάντηση του ανωτέρω αιτήματός σας, σας γνωρίζουμε τα εξής: 
Οι πειθαρχικές διώξεις και κυρώσεις δεν αποτελούν κατ'αρχήν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, όπως προκύπτει από την αποκλειστική απαρίθμηση του άρθρου 2 στοιχ. β' του ν. 2472/1997. Η χορήγηση, συνεπώς, αντιγράφων από φάκελο διενεργηθείσας Προκαταρκτικής Διοικητικής Εξέτασης, βάσει του άρθρου 24 του Π.Δ. 120/2008 (Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού), αποτελεί επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, η οποία επιτρέπεται και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, εφόσον συντρέχει κάποια από τις εξαιρετικές βάσεις νομιμότητας της επεξεργασίας του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 2472/1997. 
Η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 4 του Π.Δ. 120/2008, η οποία ρυθμίζει ειδικά το δικαίωμα ενημέρωσης όσων καταγγέλλουν πειθαρχικά παραπτώματα αστυνομικών, ορίζει τα εξής: «Όποιος υποβάλλει καταγγελία εναντίον αστυνομικού, που δικαιολογεί σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις ενέργεια προκαταρκτικής έρευνας ή προφορικής ή ένορκης διοικητικής εξέτασης, δικαιούται ύστερα από αίτημά του να πληροφορείται για το αποτέλεσμα αυτών». Ως αποτέλεσμα της προκαταρκτικής έρευνας ή προφορικής ή ένορκης διοικητικής εξέτασης, που διενεργήθηκε, νοείται το πόρισμα που συντάσσεται για την ολοκλήρωση των διοικητικών εξετάσεων. Από το συνδυασμό της παραπάνω διάταξης με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 στοιχ. β' του ν. 2472/1997, προκύπτει ότι η χορήγηση αντιγράφου του πορίσματος της διοικητικής εξέτασης στον καταγγέλλοντα πειθαρχικό παράπτωμα αστυνομικού, συνιστά νόμιμη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, ακόμα και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων (βλ. Απόφαση της Αρχής 57/2009).  
Το υποκείμενο των δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρ. 13 του ν. 2472/1997, δικαιούται να προβάλει ενώπιον του υπεύθυνου επεξεργασίας έγγραφες αντιρρήσεις περί μη διαβίβασης των δεδομένων του. Το άρθρο αυτό, σαφώς ορίζει, ότι σε μη ικανοποιητική απάντηση του υπευθύνου επεξεργασίας στις έγγραφες αντιρρήσεις του υποκειμένου των δεδομένων, το υποκείμενο έχει δικαίωμα να προσφύγει στην Αρχή και να ζητήσει την εξέταση των αντιρρήσεών του. Συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της προαναφερθείσας αρμοδιότητας της Αρχής αποτελεί η προσφυγή του υποκειμένου των δεδομένων στην Αρχή με συγκεκριμένο αίτημα της εξέτασης των αντιρρήσεών του ή η τυχόν παρουσία ευαίσθητων δεδομένων στα αιτούμενα στοιχεία, που απαιτεί την έκδοση άδειας από την Αρχή, προκειμένου να χορηγηθούν τα στοιχεία στον αιτούντα τρίτο (βλ. σχετικά Απόφ. της Αρχής με αριθμ. 150/2014, 79/2015 διαθέσιμες στην ιστοσελίδα της Αρχής www.dpa.gr). 
Δεδομένου ότι, από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκαν ενώπιον της Αρχής έγγραφες αντιρρήσεις των εμπλεκομένων στην Π.Δ.Ε. προσώπων, απομένει προς εξέταση το ζήτημα της έκδοσης άδειας στον υπεύθυνο επεξεργασίας, ήτοι στην Αστυνομία, για την χορήγηση ευαίσθητων δεδομένων στον αιτούντα τρίτο. Πέραν του γεγονότος ότι από το έγγραφό σας δεν προκύπτει με σαφήνεια η αίτηση έκδοσης άδειας, σας ενημερώνουμε ότι σύμφωνα με την απόφαση της Αρχής με αριθμ. 46/2018 (διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της Αρχής: www.dpa.gr), οι διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2472/1997, κατά το μέρος που προβλέπουν άδεια της Αρχής, δεν έχουν πλέον εφαρμογή από 25.05.2018 ως αντίθετες προς τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 για την προστασία δεδομένων - ΓΚΠΔ, ο οποίος έχει άμεση εφαρμογή, δεδομένου, μάλιστα, ότι οι κατηγορίες δεδομένων, στις οποίες αφορά το άρθρο αυτό του εθνικού νόμου, δεν ταυτίζονται με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 9 παρ. 4 του Γ.Κ.Π.Δ.. Συνεπώς, η Αρχή δεν έχει πλέον αρμοδιότητα χορηγήσεως αδειών για την επεξεργασία και για την ίδρυση και λειτουργία αρχείου με βάση το άρθρο 7 του ν. 2472/1997. Τούτο ισχύει και για τις αιτήσεις οι οποίες είναι εκκρεμείς στην Αρχή κατά την ανωτέρω ημερομηνία, η αποδοχή των οποίων θα ήταν, άλλωστε, αλυσιτελής, αφού η χορήγηση αδείας της Αρχής δεν αποτελεί προϋπόθεση της επεξεργασίας. Κατά συνέπεια, η Αρχή δεν δύναται να εκδώσει σχετική άδεια.  
Αναφορικά με το αίτημά σας για την παροχή γνωμοδότησης από την Αρχή σχετικά με τη νομιμότητα χορήγησης των λοιπών στοιχείων του φακέλου της Π.Δ.Ε., σας γνωρίζουμε ότι η Αρχή έχει εκδώσει την σχετική με το θέμα αυτό - και νεότερη της επικαλούμενης από εσάς Γνωμοδότησης 3/2009 - Γνωμοδότηση με αριθμ. 6/2013 (διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της Αρχής: www.dpa.gr), η οποία αναλύει συνολικά το ζήτημα της πρόσβασης τρίτου σε δημόσια έγγραφα, που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
Σύμφωνα με την ως άνω αναφερόμενη γνωμοδότηση, η επεξεργασία των απλών προσωπικών δεδομένων, διέπεται από τη διάταξη του άρθρου 5 του ν. 2472/1997, σύμφωνα με την παράγραφο 1 της οποίας, επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται καταρχήν μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων τους, είναι κατ'εξαίρεση επιτρεπτή, μόνο στην περίπτωση που συντρέχει κάποια από τις εξαιρετικές βάσεις νομιμότητας της επεξεργασίας της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, η οποία μεταξύ άλλων ορίζει ότι: «Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: ... β) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόμο ...». Τέτοια υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 5 ΚΔΔιαδ για το δικαίωμα πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα, υπό τις προϋποθέσεις που η εν λόγω διάταξη θέτει. 
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 του ΚΔΔιαδ «κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις». Επίσης, ως διοικητικά έγγραφα γίνεται δεκτό ότι νοούνται και όσα δεν προέρχονται μεν από δημόσιες υπηρεσίες, αλλά χρησιμοποιήθηκαν ή ελήφθησαν υπόψη για τον καθορισμό της διοικητικής δράσης ή τη διαμόρφωση γνώμης ή κρίσης διοικητικού οργάνου (βλ. ενδεικτικά Γνωμοδότηση ΝΣΚ 436/1992, 482/1995, 665/1998, 243/2000). Όσον αφορά δε τα ιδιωτικά έγγραφα, τα οποία φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες, δικαίωμα πρόσβασης σε αυτά έχει σύμφωνα με την §2 του ανωτέρω άρθρου όποιος θεμελιώνει ειδικό έννομο συμφέρον (βλ. για την έννοια του ειδικού εννόμου συμφέροντος Γνωμοδότηση ΝΣΚ 413/2012).  
Σύμφωνα, περαιτέρω, με την υπ'αριθμ. 6/2013 Γνωμοδότηση της Ολομέλειας της Αρχής, η σχετική κρίση περί συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 5 ΚΔΔιαδ, όπως κατά λογική αναγκαιότητα και η ερμηνεία των σχετικών διατάξεών του, ανατίθεται από τον νομοθέτη του ν. 2472/1997 αποκλειστικά στον υπεύθυνο επεξεργασίας, ο οποίος θα ερμηνεύσει τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 5 ΚΔΔιαδ και του άρθρου 5 του ν. 2472/1997 με βάση τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 94/2013, 1590/2012, 3308/2007, καθώς και 1214/2000 και 1397/1993, Διοικ. Εφετείου 368/2011) και τις γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (βλ. ενδεικτικά Γνμδ. ΝΣΚ 413/2012, 150/2012, 396/2011, 266/2011, 256/2011, 138/2010 και εκεί παραπομπές σε αποφάσεις του ΣτΕ), στο οποίο, αν είναι δημόσια αρχή ή ν.π.δ.δ. μπορεί και να προστρέξει.
Ως εκ τούτων, στην κρινόμενη περίπτωση, θα πρέπει ως υπεύθυνος επεξεργασίας να σταθμίσετε, εάν ο αιτών δικαιούται, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 5 του ΚΔΔιαδ και του άρθρου 5 του ν. 2472/1997, να λάβει γνώση των αιτούμενων στοιχείων που τηρούνται στο αρχείο της υπηρεσίας σας, και γενικότερα να εξετάσετε τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων, ενόψει των ειδικών ισχυρισμών που προβάλλει ο αιτών, σε περίπτωση, δε, σοβαρών αμφιβολιών ως προς τη στάθμιση περί του αν συντρέχει στον αιτούντα το στοιχείο του ευλόγου ενδιαφέροντος ή εννόμου συμφέροντος και γενικότερα περί της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων μπορείτε να απευθύνετε σχετικό ερώτημα στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. 
Επίσης, ενημερωτικά αναφέρουμε ότι πλέον με τη θέση σε ισχύ του ΓΚΠΔ από 25.05.2018, με τον οποίο καθιερώνεται η αρχή της λογοδοσίας για τον υπεύθυνο επεξεργασίας και ο υποχρεωτικός ορισμός του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων για τον δημόσιο τομέα, και σύμφωνα με την με αριθμ. 52/2018 απόφαση της Αρχής (διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της Αρχής: www.dpa.gr), η Αρχή δεν έχει πλέον υποχρέωση να απαντά στα ερωτήματα και αιτήματα των υπευθύνων επεξεργασίας, των υποκειμένων των δεδομένων και τρίτων σχετικά με ζητήματα επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, που δεν εμπίπτουν στις προβλεπόμενες με τις διατάξεις του ΓΚΠΔ αρμοδιότητές της, δεδομένου, ιδίως, του γεγονότος ότι η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 περ. ιγ' του ν. 2472/1997 αρμοδιότητά της να εξετάζει αιτήσεις των υπευθύνων επεξεργασίας, με τις οποίες ζητείται ο έλεγχος και η εξακρίβωση της νομιμότητας της επεξεργασίας, δεν συνάδει με την αρχή της λογοδοσίας που καθιερώνεται με τον ΓΚΠΔ.  
Τέλος, επικουρικά επισημαίνεται, ότι σε περίπτωση που αποφανθείτε θετικά (για την χορήγηση απλών προσωπικών δεδομένων), οφείλετε να ενημερώσετε σχετικά τα υποκείμενα των δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 3 του ν. 2472/1997 και με τα ισχύοντα άρθρα 13 παρ. 3 και 14 παρ. 4 του ΓΚΠΔ.
Παραμένουμε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε συμπληρωματική πληροφορία.

Το μέλος της Αρχής
Σπυρίδων Βλαχόπουλος Καθηγητής Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Με εντολή Αν. Προέδρου Η Ελέγκτρια Έλενα Μαραγκού ΕΕΠ - Δικηγόρος, ΔΝ

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Η πειθαρχική ευθύνη των Δικαστών και τα όριά της - Η κρίση του Δικαστή στην κρίση των θυμάτων του

Η πειθαρχική ευθύνη δικαστών και τα όριά της
του Κώστα Ε. Μπέη http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=3&mid=1096&mnu=1&id=22767
Ελευθεροτυπία, 7 Δεκεμβρίου 1976
Πριν ένα χρόνο ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κοινοποίησε στους εισαγ­γελείς εφετών εγκύκλιο (8/29.12.1975), στην οποία, μεταξύ άλλων, έγραφε και τα ακόλουθα:
«Οι τακτικοί δικασταί, εν τη ασκήσει του δικαιοδοτικού των έργου, είναι απολύτως ανεξάρτητοι, εν τη έννοια ότι οφείλουν ν'αποφασίζουν ή να ψηφίζουν κατά την ιδίαν αυτών κρίσιν, μη δεσμευόμενοι είτε εκ της επί του θέματος νομολογίας ανωτέρων δικαστηρίων, είτε εκ της γνώμης ανωτέρων των κατά βαθμόν μελών του δικαστηρίου, του οποίου μετέχουν, είτε εκ γινομένων αυτοίς υπό ιεραρχικώς ανωτέρων των υποδείξεων, είτε εκ γνωμοδοτήσεων, επί του υπό την κρίσιν των θέματος, νομικών ή του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.
Απόρροια της ανεξαρτησίας ταύτης είναι ότι η εκδοθείσα παρ'αυτών απόφασις ή δοθείσα ψήφος δεν συγχωρείται να γίνη αιτία παρατηρήσεων ή συστάσε­ων προς αυτούς ιεραρχικώς προϊσταμένων των ή καταλογισμού των εις βάρος της εν τω κλάδω εξελίξεως αυτών, επιφυλασσομένου μόνον του διά των ενδί­κων μέσων ελέγχου της κατά το Σύνταγμα και τους νόμους, ουσιαστικούς και δικονομικούς, εκδόσεως της αποφάσεώς των ή θέσεως της ψήφου των». Ήδη ο ίδιος ο εισαγγελέας άλλαξε γνώμη. Εγκαταλείποντας τη θέση ότι «οι τακτικοί δικασταί...είναι απολύτως ανεξάρτητοι... επιφυλασσομένου μόνον του διά των ενδίκων μέσων ελέγχου», δέχεται και άλλες επιφυλάξεις: την πειθαρχι­κή δίωξη του δικαστή για «προφανή παραγνώρισιν των επιστημονικών αρχών και των ερμηνευτικών κανόνων», καθώς και για την περίπτωση που "η ψήφος αντίκει­ται καταδήλως εις τους κανόνας λογικής και της κοινής πείρας" (βλ. επιστολή του στην «Ελευθεροτυπία»).
Μετά την εισαγγελική αυτή γνωσιμαχία, και χωρίς να ενημερωθούν προη­γουμένως οι δικαστές για τις κυρώσεις που ήδη απειλούν την εκάστοτε δικαιοδοτική κρίση τους, ασκήθηκε αναδρομική πειθαρχική δίωξη εναντίον τριών (3) εφε­τών, και μάλιστα εκείνων που έχουν καθιερωθεί από χρόνια στην κοινή συνείδη­ση ως το σύμβολο της δικαστικής ανεξαρτησίας στον τόπο μας.
Στην ταραχή του σεισμού που ακολούθησε δεν πρέπει να διαφύγουν απαρα­τήρητα δύο κρίσιμα προβλήματα:
α) Ο ανύποπτος πολίτης αναμένει από τον πολιτικό κόσμο να βρει και να δείξει, ποιο σύστημα λειτουργεί ενδεχομένως πίσω από την προθήκη των συντα­γματικών επιταγών και των ωραιολόγων διακηρύξεων, σε σημείο ώστε να εγκατα­λείπονται, ακόμη και από ανωτάτους δικαστικούς, αρχές που πανηγυρικά είχαν υμνηθεί λίγους μήνες νωρίτερα; Το άρθρο του Γ. Βότση για την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής («Ελευθεροτυπία») πιστεύω ότι μπορεί να είναι αφετηρία προς την κατεύθυνση αυτή.
β) Εξάλλου και ο νομικός κόσμος πρέπει να προσδιορίσει με σαφήνεια και να τεκμηριώσει με αναδρομή στις επιστημονικές πηγές και τη σύγχρονη νομολο­γία ποια είναι τα αληθινά όρια της πειθαρχικής ευθύνης των δικαστών;
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προσπάθησε να στηρίξει τη γνωσιμαχία του σε θέσεις του Δημητρακόπουλου και του Ρακτιβάν, καθώς και σε ορισμένες αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας και του Αρείου Πάγου. Όμως οι θέσεις και οι αποφάσεις αυτές στηρίζονται σε ένα νομικό καθεστώς που δεν ισχύει πια. Η πολιτική δικονομία που είχε καθιερωθεί από τον Μάουρερ το 1834 και ίσχυε μέχρι το 1968 όριζε (άρθρο 835) ότι ο Άρειος Πάγος, κάθε φορά που αναιρεί μια απόφαση, έχει την εξουσία να τιμωρήσει τους δικαστές που έβγαλαν την αναιρεθείσα απόφαση. Όμως, η ισχύουσα δικονομία δεν περιέχει πια αντίστοιχη διάταξη. Και τούτο ακριβώς γιατί στο σύγχρονο κράτος δικαίου ο δικαστής δεν είναι δημόσιος υπάλληλος (που μπορούν να τον ποδηγετήσουν οι ανώτεροί του), αλλά ανεξάρτητος λειτουργός που δικαιοδοτεί μόνος, δίχως τον προληπτικό ή κατασταλτικό έλεγχο του προσώπου του από προϊσταμένους. Εξάλλου, όταν εί­χαν διατυπωθεί οι αντίθετες γνώμες του Δημητρακόπουλου και του Ρακτιβάν, καθώς και οι επικαλούμενες από την εισαγγελική επιστολή αποφάσεις, ίσχυε το άρθρο 301 του οργανισμού των δικαστηρίων (που είχε καθιερώσει επίσης ο Μά­ουρερ το 1834), με το οποίο ο υπουργός δικαιοσύνης είχε εξουσία να επιβάλει μόνος του πειθαρχικές ποινές στους δικαστές (ακόμη και στους αρεοπαγίτες). Όμως, και το άρθρο αυτό δεν ισχύει πια μετά την καθιέρωση του δημοκρατικού Συντάγματος του 1975 (άρθρο 91). Η μεταβολή αυτή του νομικού καθεστώτος δεν ήταν άγνωστη στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος στην 8/1975 εγκύκλιό του (που σημείωσα πιο πάνω) ρητώς αναφέρει ότι «το νέον Σύνταγμα... περιλαμβάνει και διατάξεις το πρώτον εμφανιζόμενας ή ρητώς διατυπουμένας εις ελληνικόν Σύνταγμα, τονιζούσας ιδιαιτέρως την ανεξαρτησίαν των δικαστι­κών λειτουργών η τείνουσας εις την ενίσχυσιν του κύρους της Δικαιοσύνης».
Θα πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε νομολογία που στηρίζεται στο ισχύον νομικό καθεστώς. Και επειδή τέτοια ασφαλής νομολογία δεν έχει ακόμη διαμορ­φωθεί με το νέο Σύνταγμα, θα πρέπει να καταφύγουμε στην πρόσφατη νομολο­γία του γερμανικού Ακυρωτικού που στηρίζεται σε συνταγματικές διατάξεις αντί­στοιχες προς εκείνες που ισχύουν σήμερα.
Λοιπόν το γερμανικό Ακυρωτικό έχει δεχτεί (BGH 47, 286) ότι η δικαιοδοτική δραστηριότητα του δικαστή έχει εξαιρεθεί εντελώς από την υπηρεσιακή επο­πτεία προϊσταμένων αρχών. Ο γερμανικός νόμος των δικαστών ορίζει (DRG 26) ότι η πειθαρχική ευθύνη των δικαστών έχει ως όριο το απαραβίαστο της ανεξαρ­τησίας τους. Με άλλα λόγια: η πειθαρχική ευθύνη του δικαστή σταματάει εκεί όπου αρχίζει η δικαστική ανεξαρτησία του (Rosenberg - Schwab, σελ. 99). Γι'αυτό οι δικαστές δεν υπόκεινται σε οδηγίες, ούτε σε υποδείξεις και δεν επιτρέ­πεται να υποστούν δυσμενή μεταχείριση για το περιεχόμενο των αποφάσεών τους (Baumbach - Lauterbah, XPO § 26 DRG, σελ. 2029).
Το γερμανικό Ακυρωτικό δέχεται μια μόνο επιφύλαξη: Ο δικαστής έχει πει­θαρχική ευθύνη όταν διέπραξε πρόδηλο λάθος. Προς αποφυγή όμως παρανοή­σεων σπεύδει η ίδια απόφαση του γερμανικού Ακυρωτικού (BGH 46, 150) και διευκρινίζει ότι «πρόδηλο λάθος» υπάρχει αποκλειστικά στις ακόλουθες περι­πτώσεις: πρώτον, αν ο δικαστής εφάρμοσε ανύπαρκτο νόμο, όπως ένα νόμο που έχει καταργηθεί τυπικά, και δεύτερον, όταν δεν εφάρμοσε ένα νόμο που εξακο­λουθεί να ισχύει και είναι γενικώς γνωστός. Αντίθετα, η ερμηνεία του νόμου κα­θώς και η υπαγωγή σ'αυτόν της δικαζόμενης εμπειρικής πραγματικότητας, ακό­μη και όταν αποδοκιμάζεται από όλους τους άλλους, δεν μπορεί ποτέ να στηρί­ξει πειθαρχικό παράπτωμα του δικαστή.
Όλοι οι συγγραφείς είναι σύμφωνοι ότι μια απόφαση που «αφίσταται των κανόνων της νομικής διδασκαλίας και της νομολογίας» δεν μπορεί να στηρίξει ποτέ πειθαρχικό παράπτωμα. Σχετικά γράφει ο καθηγητής Γ. Μητσόπουλος (Πο­λιτική δικονομία, σελ. 71 και 75) ότι «η ανεξαρτησία των πολιτικών δικαστηρίων υφίσταται και εντός αυτής της δικαιοδοτικής λειτουργίας... Όθεν είναι ελεύθε­ρον το δικαστήριον να ερμηνεύση τον νόμον και να προσδώση εις αυτόν το κατά την κρίσιν του εκ της ερμηνείας πηγάζον νόημα». Ακόμη πιο αναλυτικά γράφει ο καθηγητής Κ. Κεραμεύς (Αστικόν δικονομικόν δίκαιον, σελ. 72) ότι «αι γνώμαι των ανωτέρων δικαστών ή αι αποφάσεις των ανωτέρων δικαστηρίων δεν δεσμεύ­ουν την κρίσιν των κατωτέρων... Οιονδήποτε δικαστήριον έχει την νομικήν ευχέρειαν να απομακρύνη και παγίας ακόμη νομολογίας του Αρείου Πάγου... Επί πλέ­ον, οιονδήποτε δικαστήριον δύναται ν'αποστή και της ιδικής του παγίας νομολο­γίας». Και εγώ έχω διδάξει (Πολιτική Δικονομία, σελ. 1321 - 1322) ότι «η ερμη­νεία που έδωσε εις τον νόμον ο δικάσας δικαστής, καθώς και η εκτίμησης των αποδείξεων που έκανε (κατά κανόνα ελευθέρως και κατά συνείδησιν) δεν είναι νοητόν να δεσμεύη ούτε άλλους δικαστάς, αλλ'ούτε και τον ίδιον, αν κατά συνείδησιν πείθεται εις νέα δίκην πως άλλη είναι η ουσιαστική αλήθεια, των αυ­τών πραγματικών γεγονότων ή άλλη ερμηνεία προσήκει δογματικώς εις τον αυ­τόν κανόνα δικαίου».
Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δε στηρίζει καν αναιρετικό λόγο, παρά μόνο στην περιορισμένη έκταση που η παράβαση αυτή οδήγησε σε εσφαλμένη ερμηνεία του ουσιαστικού νόμου (ΠΔ 559 αρ. 1 και 560 αρ. 1). Αφού λοιπόν η εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου δε στηρίζει, όπως είδαμε, πειθαρχικό παράπτωμα, πολύ περισσότερο δεν υπάρχει πειθαρχική ευθύνη του δικαστή για την παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας.
Εκείνο που συζητείται είναι μήπως συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα του δικα­στή η παράλειψή του να μνημονεύσει στην απόφασή του την τυχόν αντίθετη νομολογία των ανωτέρων δικαστηρίων και να την αντικρούσει με επιχειρήματα. Όμως, το γερμανικό Ακυρωτικό έχει αποκρούσει και το ενδεχόμενο αυτό (BGH 46, 150), με την παρατήρηση ότι η αντίθετη εκδοχή συναντάει σημαντικές αμφι­βολίες.
Ομοφωνία υπάρχει ότι συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση των δικαστικών καθηκόντων. Ακόμη γίνεται δεκτό ότι συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα εκείνη η εξωδικαστική (κοινωνική) συμπερι­φορά του δικαστή (και μόνον αυτή) που κλονίζει την εμπιστοσύνη του κόσμου στην αμερόληπτη και δίκαιη κρίση του.
Ο τυχόν πειθαρχικός έλεγχος του δικαστή, πέρα από τα όρια αυτά τον φέρ­νει στην ίδια μοίρα με τους δημόσιους υπαλλήλους. Όμως, ο δικαστής δεν είναι δημόσιος υπάλληλος αλλά λειτουργός, δηλαδή ασκεί τη δικαιοδοτική εξουσία ελεύθερα, δίχως τον προληπτικό ή κατασταλτικό έλεγχό του εκ μέρους προϊστα­μένων αρχών (Lent - Jauernlg, σελ. 23). Και τα δικαστήρια όταν συγκροτούνται από δημοσίους υπαλλήλους και όχι από ανεξάρτητους δικαστές (Lent - Jauernig, ο.π. BVerfG 4, 344). Σε άλλες χώρες τονίζουν ιδιαίτερα ότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει ο κίνδυνος να μη λειτουργούν πια δικαστήρια, αλλά εκδικαστικές επιτροπές που συγκροτούνται από τη διοίκηση με ενδικοφανή σκηνοθεσία.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

Το Μονομελές της Καρδιάς του



Σε ένα Μονομελές,
με σάπια τα καθίσματα
καπνούς στο περιρρέον κλίμα
με την επιγραφή ενός σπουδαίου
πάνω από την πόρτα
και κάτω από το Θεό
εκκρεμές περιφερόταν το αίσθημα δικαίου
που καταπνίγηκε από τις φωνές μιας ετυμηγορίας
Δεν ήταν Στρατοδικείο, αναρωτιόταν η αίσθηση
μεταμορφώθηκαν σαν αδηφάγα όργανα
ενός παρακράτους
και το απόσπασμα στήθηκε προς τέρψιν του κράτους
είναι τόσο επικίνδυνο να έχεις δίκαιο,
όταν το κράτος έχει άδικο,
ψέλλισε ένας "υποταγμένος"... κατηγορούμενος
που πολεμούσε με το μέσα του, σαν σκιζόταν η σάρκα
Και τώρα οι στρατοδίκες, υποταγμένοι κατηγορούμενοι,
χωρίς κανένα σημείο στίξης,
διερωτώνται στην απολογία τους
ποια είναι η αντίφαση
μεταξύ δολοφονίας-αυτοκτονίας
αγία η στιγμή της απολογίας,
διέκοψε ο Πρόεδρος,
ιερή διόρθωσε ο Εισαγγελέας,
μα η ποινή καρφιτσώθηκε υπαίτια
προορισμένη να προκαλεί πόνο
Αυτοί όπλισαν τα χέρια του,
με αίμα "αθώων".

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Άρση απορρήτου επικοινωνιών (Ν. 2225/94) - Υπόθεση Noor1

 

 

287/2018 ΑΠ

Ποινική Δικονομία. Άρση τηλεφωνικού απορρήτου. Αίτηση Eισαγγελέως κατά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (για τα εγκλήματα της λαθρεμπορίας από κοινού και κατ’εξακολούθηση, της εγκληματικής οργάνωσης, της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’επάγγελμα και κατά συνήθεια και της διακίνησης ναρκωτικών με τη μορφή της χρηματοδότησης) για άρση τηλεφωνικού απορρήτου κινητού που κατείχε παρανόμως κρατούμενος. Απόρριψη αιτήσεως από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Αναίρεση Εισαγγελέως κατά του απορριπτικού βουλεύματος. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Αναιτιολόγητο το απορριπτικό βούλευμα, καθ’όσον δεν εξηγείται για ποιο λόγο η συγκεκριμένη ανακριτική πράξη θα είναι ατελέσφορη και τα προκύπτοντα στοιχεία δεν θα είναι χρήσιμα για τη διάγνωση της υπόθεσης. Αναιρεί το υπ’αριθμ. 652/2017 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς για τον ως άνω λόγο.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Βασιλική Μπαζάκη - Δρακούλη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η Δεκεμβρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστέας Θεοδόση, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπου Βουρλιώτη, περί αναιρέσεως του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς με αριθμό 652/2017, με κατηγορούμενο τον ... του .., κρατούμενο στο Κατάστημα Κράτησης Χαλκίδας. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό … και ημερομηνία 16 Νοεμβρίου 2017 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δ. Χ., και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2017. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αριστέα Θεοδόση, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπου Βουρλιώτη, με αριθμό πρωτ. ....11.2017, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγοντες στο Δικαστήριο Σας (Σε Συμβούλιο) κατά το άρθρο 485 Κ.Π.Δ., την νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα αναίρεση περί της οποίας συντάχθηκε η σχετική με αριθμό …2017 έκθεση, με την οποία ζητούμε την αναίρεση του υπ’αριθμ. 652/17 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιά, αναφερόμαστε εξ ολοκλήρου στους λόγους τους οποίους εκθέτουμε στην άνω έκθεση και προτείνουμε τα εν αυτή." Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χαράλαμπος Βουρλιώτης. Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 483 παρ. 3 εδάφ. α’ του ΚΠΔ ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στον Γραμματέα του Αρείου Πάγου μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ.2 του ΚΠΔ, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την έκδοσή του (άρθρο 306 ΚΠΔ). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προς το σκοπό διόρθωσης τυχόν εσφαλμένων δικαιοδοτικών κρίσεων, δικαιούται να ασκεί το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά οποιουδήποτε βουλεύματος και για όλους τους λόγους που διαλαμβάνονται στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ μεταξύ των οποίων και αυτός για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ). Συνεπώς η κρινόμενη αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με αριθμό έκθεσης …16 Νοεμβρίου 2017 για αναίρεση του υπ’ αριθμόν 652/27.10.2017 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς με το οποίο απορρίφθηκε η από 26.10.2017 αίτηση της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς για άρση του τηλεφωνικού απορρήτου που αφορά την τηλεφωνική σύνδεση με αριθμό κάρτας SIM ... που αντιστοιχεί σε συσκευή κινητού τηλεφώνου μάρκας SAMSUNG που είχε στην κατοχή του ο κρατούμενος στο ... Χαλκίδας ... του ..., για λόγο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός μηνός από την έκδοσή του, στις 27.10.2017. Επομένως είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ουσίαν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 2225/1994 (για την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις), όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε και τροποποιήθηκε με τους νόμους 3606/2007, 3666/2008, 3658/2008, 4012/2012, 4198/2013, 4254/2014, 4267/2014, 441 1/2016 και 4416/2016, "Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από: α) τα άρθρα 134, 135 παράγραφοι 1, 2, 135Α, 137Α, 137Β, 138, 139, 140, 143, 144, 146, 148 παράγραφος 2, 150, 151, 157 παρ. 1, 159, 159Α, 168 παρ. 1, 187 παράγραφοι 1, 2, 187Α παράγραφοι 1 και 4, 207, 208 παρ. 1, 235 παρ. 2, 236 παρ. 2, 237 παράγραφοι 2 και 3 β’ 264 περιπτώσεις β’ και γ’ , 270, 272, 275 περίπτωση β’ 291 παρ. 1 περιπτώσεις β’ και γ’ , 292Α παρ. 4 εδάφιο β’ και παρ. 5, 299, 322, 323Α παράγραφοι 1, 2, 4, 5 και 6, 324 παράγραφοι 2 και 3, 336 σε βάρος ανηλίκου, 338 παρ. 1 σε βάρος ανηλίκου, 339 παράγραφος 1 περιπτώσεις α’ και β’ , 342 παράγραφοι 1 και 2, 348Α παρ. 4, 348Γ παρ. 1 περιπτώσεις α’ και β’, 349 παρ. 1 και 2, 351 παράγραφοι 1, 2, 4 και 5, 35 ΙΑ παράγραφοι 1 περιπτώσεις α’ και β’ και 3, 370Α, 370Δ, 374, 380, 385 παρ. 1 περιπτώσεις α’ και β’ του Ποινικού Κώδικα, β) τα άρθρα 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 28, 29, 30, 46, 47, 59, 140 και 144 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, γ) το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 2168/1993, δ) τα άρθρα 20, 22 και 23 του Ν. 4139/2013, ε) το άρθρο 157 παρ. 1γ’ του Ν. 2960/2001, στ) το άρθρο 3 περίπτωση ιε’ του Ν. 3691/2008, σε συνδυασμό με το άρθρο δεύτερο του Ν. 2656/2000, ζ) το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 2803/2000, η) το άρθρο 45 παρ. 1 περιπτώσεις α’ , β’ και γ’ του Ν. 3691/2008, θ) το άρθρο 28 του Ν. 1650/1986. Επίσης, επιτρέπεται η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των προπαρασκευαστικών πράξεων για το έγκλημα της παραχάραξης νομίσματος κατά το άρθρο 211 του Ποινικού Κώδικα, καθώς επίσης και για τα εγκλήματα των παραγράφων 1, 2, 3, 4 εδάφιο α’ και 6 του άρθρου 292Α, του άρθρου 292Β, του άρθρου 292Γ, των παραγράφων 1 περίπτωση γ’ και 4 του άρθρου 339, της παρ. 3 του άρθρου 342, του άρθρου 348, των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 348Α, του άρθρου 348Β, της παρ. 1 περιπτώσεις γ’ και δ’ του άρθρου 348Γ και της παρ. 1 περίπτωση γ’ του άρθρου 35 ΙΑ, των άρθρων 370Γ και 370Ε, του άρθρου 381 Α, του άρθρου 381Β και του άρθρου 386Α του Ποινικού Κώδικα. Επιπλέον, η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των εγκλημάτων που προβλέπονται από το άρθρο 11 του Ν. 3917/2011, το άρθρο 15 του Ν. 3471/2006 και το άρθρο 10 του Ν. 3115/2003. Ια. Η άρση του απορρήτου είναι επίσης επιτρεπτή για τη διακρίβωση παραβάσεων των άρθρων 3 έως 7, 29 και 30 του ν. 3340/2005. 1β. Επιτρέπεται, επίσης, η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από το ν. 3028/2002 "Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, όπως ο νόμος αυτός εκάστοτε ισχύει. 1γ. Η άρση του απορρήτου είναι επίσης επιτρεπτή για τη διακρίβωση παραβάσεων του άρθρου 93α του ν. 4099/2012". Κατά τις διατάξεις δε των παραγράφων 2, 4 και 5 του ίδιου άρθρου (άρ. 4 του Ν. 2225/1994), η άρση του απορρήτου στις προβλεπόμενες, ως άνω, περιπτώσεις, επιβάλλεται με διάταξη του αρμόδιου καθ’ύλην και κατά τόπο Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών, μετά από αίτηση, είτε του ανακριτή που ενεργεί τακτική ανάκριση, είτε του αρμόδιου Εισαγγελέα που διενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, εφόσον διαπιστωθεί αιτιολογημένα ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν". Περαιτέρω η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης δεν αφορά μόνο την κύρια απόφαση, δηλαδή την επί της ενοχής δικαιοδοτική κρίση του Δικαστηρίου, αλλά εκτείνεται ανεξαιρέτως σε όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή η έκδοσήτους έχει αφεθεί στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Εκ τούτου έπεται, ότι και η απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, με την οποία απορρίπτεται η αίτηση της Εισαγγελέως για άρση του απορρήτου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1, 2, 3, 4, 5 και 6 του ν. 2225/1994, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, η εν λόγω δε αιτιολογία συνίσταται στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών και στοιχείων που προέκυψαν κατά την προδικασία και δη, εκτός των άλλων, από τη διενεργούμενη προκαταρκτική εξέταση, από την εκτίμηση των οποίων το Συμβούλιο κρίνει αιτιολογημένα ότι δεν συντρέχει περίπτωση άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου, λόγω του ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι δυνατή και χωρίς αυτήν. Η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιώς η οποία διενεργεί αυτοπρόσωπη προκαταρκτική εξέταση για τη διακρίβωση τυχόν τέλεσης των εγκλημάτων: α) της λαθρεμπορίας από κοινού και κατ’εξακολούθηση εκ της οποίας οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ (αρθρ. 45, 98 ΠΚ, 155 παρ.1 β, 2α, 157 παρ. 1γ του Ν.2960/2001 όπως η παρ. Γ’ προστ. με την παρ. 4 αρ. 88 του Ν.3842/2010 και αντικ. με άρθρο 3 παρ.3 του Ν.3943/2011), β) της παράβασης του άρθρου 66 παρ. 5 περ. γ’ του Ν.4174/2013, γ) της εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 187 παρ.1 ΠΚ) και δ) της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρθρα 3 περ. α’ , ιη’ , κ’ , 45 παρ.1 περ.γ’ - α Ν.3691/2008) στην από 26.10.2017 αίτησή της προς το αρμόδιο καθ’ύλη και κατά τόπο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς εξέθεσε μετά την παράθεση νομικής σκέψης τα εξής: "Από την έως τώρα προκαταρκτική εξέταση έχει προκύψει ότι η ανωτέρω υπόθεση συνδέεται άμεσα με την υπόθεση διακίνησης δύο και πλέον τόνων ναρκωτικών ουσιών (ηρωίνης) γνωστή ως "..." και κυρίως με τα άγνωστα μέχρι στιγμής πρόσωπα που χρηματοδότησαν τη μεταφορά για την οποία (υπόθεση) έχει εκδοθεί η υπ’αριθμ. 332/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς. Μεταξύ των καταδικασθέντων για την ως άνω υπόθεση είναι και ο ... του ..., ο οποίος κρατείται δυνάμει της ανωτέρω απόφασης στο Κατάστημα Κράτησης Χαλκίδας. Ο ανωτέρω, αρχικά, με την από 25.1.2017 κατάθεσή του παρέδωσε και αντίγραφο τραπεζικού λογαριασμού που διατηρούσε στο ... για λογαριασμό της εταιρείας ... δικών του συμφερόντων, για τον οποίο (λογαριασμό) έχουν ζητηθεί περαιτέρω στοιχεία με τη διαδικασία της δικαστικής συνδρομής. Ωστόσο, κατά την πορεία της διαδικασίας, μετέστρεψε γνώμη, ισχυριζόμενος ότι τα στοιχεία που κατέθεσε ήταν προϊόν εκβιασμού, πράγμα όμως απολύτως ψευδές, όπως προκύπτει και από την υπ’ αριθμ. …/2017 πράξη αρχειοθέτησης του Εισαγγελέα Εφετών Π. Μ... Κατά τη διάρκεια νομότυπης έρευνας στις φυλακές όπου κρατείται ο ..., βρέθηκε και κατασχέθηκε ένα (1) κινητό τηλέφωνο, μάρκας SAMSUNG, ασημί, με ...: ... και μία (1) κάρτα SIM με αριθμό ..., το οποίο παρανόμως κατείχε ο ως άνω κρατούμενος. Κατόπιν αυτών, επειδή από το μέχρι τώρα συλλεγέν αποδεικτικό υλικό, προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι έχουν τελεσθεί τόσο τα κακουργήματα της 1) Λαθρεμπορίας από κοινού και κατ’εξακολούθηση εκ της οποίας οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ (άρ. 45,98 Π.Κ., 155 παρ. 1β, 2, 157 παρ.1 γ’ Ν. 2960/2001, ως η περ. γ’ προστ. με την παρ. 4 άρ. 77 Ν. 3842/2010 και αντικ. με άρ. 3 παρ. 3 Ν. 3943/2011), 2) παρ. άρθ. 66 παρ. 5 περ. γ’ Ν. 4174/2013, 3) Εγκληματικής Οργάνωσης (άρ. 187 παρ. 1 εδ. τελευτ. Π.Κ., ως προστ. με το άρ. 320 παρ. 9. Α. Ν. 4072/2012), 4) Νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες τελεσθείσες κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρ. 3 περ. α’ , ιη’ , κ, 45 παρ. 1 περ. γ-α Ν. 3691/2008) όσο και της διακίνησης ναρκωτικών με τη μορφή της χρηματοδότησης, συντρέχει νόμιμη περίπτωση να διατάξει το Συμβούλιό σας την άρση του απορρήτου...". Με βάση τα ανωτέρω η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιώς, επικαλούμενη ότι η αιτούμενη άρση για το από 26.8.2017 έως 26.10.2017 χρονικό διάστημα θα συμβάλλει ουσιωδώς στη διερεύνηση της υπόθεσης και ότι η διενεργούμενη προκαταρκτική εξέταση θα καταστεί δυσχερής χωρίς αυτήν (άρθρα 4 και 5 του Ν. 2225/1994) ζήτησε να διαταχθεί από το Συμβούλιο η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου που αφορά την προαναφερόμενη τηλεφωνική σύνδεση για το χρονικό διάστημα από 26.8.2017 έως 26.10.2017 και συγκεκριμένα ζήτησε: "Να διαταχθεί η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου και να υποχρεωθούν να μου γνωστοποιήσουν οι υπεύθυνοι των εταιρειών σταθερής τηλεφωνίας ... σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή τα εξής στοιχεία: Α. 01 ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΙΝΗΤΗΣ ΤΗΛΕΦΩΝΙΑΣ .... Τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας του συνδρομητή της τηλεφωνικής σύνδεσης με αριθμό κάρτας SIM: ... και ...:... και τον χρόνο ενεργοποίησής της. Τις κλήσεις που πραγματοποιήθηκαν από και προς την τηλεφωνική σύνδεση με αριθμό κάρτας SIM: ... κατά το χρονικό διάστημα από 26/8/2017 έως 26/10/2017, τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας των συνδρομητών τους, καθώς και τις κεραίες ενεργοποίησής τους. Τους κωδικούς ... των συσκευών στις οποίες ενεργοποιήθηκε η υπ’αριθμ. κάρτα SIM: ... κατά το χρονικό διάστημα από 26/8/2017 έως 26/10/2017. Τις κάρτες SIM που ενεργοποιήθηκαν στον κωδικό ... της συσκευής και τηλεφωνικές συνδέσεις κατά το χρονικό διάστημα από 26/8/2017 έως 26/10/2017, τις κλήσεις που πραγματοποιήθηκαν από και προς τις νέες αυτές τηλεφωνικές συνδέσεις, τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας των συνδρομητών τους καθώς και τις κεραίες που ενεργοποιήθηκαν. Σε περίπτωση που ο κάτοχος - χρήστης των τηλεφωνικών συνδέσεων που αναφέρονται στην παρούσα έχει κάνει χρήση φορητότητας, οι αρμόδιες εταιρείες κινητής τηλεφωνίας να μας γνωρίσουν απευθείας τα αιτούμενα στοιχεία και να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες. Β. ΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ...: Τις κλήσεις και μηνύματα (SMS) που πραγματοποίησαν συνδρομητές τους από και προς την με αριθμό κάρτας SIM: ... και ...:... τηλεφωνική σύνδεση κατά το χρονικό διάστημα από 26/8/2017 έως 26/10/2017. Τα στοιχεία των συνδρομητών που θα προκύψουν και τις κεραίες που ενεργοποιήθηκαν. Τα στοιχεία ταυτότητας των συνδρομητών, το επάγγελμα και την ακριβή διεύθυνση κατοικίας τους που θα προκύψουν από την εν λόγω άρση του τηλεφωνικού απορρήτου και ειδικότερα από τις απαντήσεις των παραπάνω εταιρειών σταθερής και κινητής τηλεφωνίας...". Ακολούθως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το προσβαλλόμενο υπ’αριθμό 652/27.10.2017 βούλευμά του, απέρριψε το εν λόγω αίτημα, με τις εξής σκέψεις: "Από το εισφερόμενο αποδεικτικό υλικό προκύπτει για την υπό κρίση υπόθεση ότι διενεργείται προκαταρκτική εξέταση για τα προαναφερόμενα αδικήματα με χρόνους τέλεσης τα έτη 2013 - 2014 (βλ. το από 10-03-2017 έγγραφο της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά προς τον κ. Διευθυντή Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας σε συνδυασμό με το από 29.05.2017 έγγραφο της ως άνω Υπηρεσίας προς τον Διευθυντή Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, αφορώντα αμφότερα τα έγγραφα την ΑΒΜ ... δικογραφία). Στις 11 Οκτωβρίου 2017 ευρέθη και κατασχέθηκε ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας SAMSUNG ασημί με ... ... και μια κάρτα SIM με αριθμό ..., το οποίο κατείχε ο κρατούμενος Ε.Γ., ο οποίος στην υπό κρίση υπόθεση, κατά τα εκτεθέντα στο παρόν Συμβούλιο από την Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση, τυγχάνει ένας από τους "υπόπτους" των διερευνώμενων αδικημάτων. Το ως άνω κινητό κατόπιν σχετικής εισαγγελικής εντολής παραδόθηκε στις 12.10.2017 στον υπάλληλο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά κ. .... μαζί με την κάρτα SΙΜ και την μπαταρία του και τοποθετήθηκε σε κλειστό φάκελο (βλ. σχετ. το υπ’αριθμ. πρωτ. .../12-10-2017 αποδεικτικό παραδόσεως - παραλαβής, που συνέταξε ο Προϊστάμενος Διευθύνσεως του Καταστήματος Κρατήσεως Χαλκίδος). Η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιά, επικαλούμενη την συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 4 και 5 του Ν. 2225/1994, αιτείται την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου για το χρονικό διάστημα από 26.08.2017 έως 26.10.2017. Το παρόν Συμβούλιο, ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό διάστημα των τριών περίπου ετών, που έχει μεσολαβήσει από την τέλεση κακουργημάτων, για τα οποία διενεργείται η προκαταρκτική εξέταση (βλ. σχετ. το από 10-3-2017 έγγραφο της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς προς τον Διευθυντή Διευθύνσεως Οικονομικής Αστυνομίας, στο οποίο προσδιορίζονται τα έτη 2013 - 2014 ως χρόνος τελέσεως των κακουργημάτων, για τα οποία διενεργείται η προκαταρκτική εξέταση) έως την κατάσχεση του προαναφερόμενου κινητού τηλεφώνου, κρίνει ότι η αιτούμενη άρση για το χρονικό διάστημα από 26.8.2017 έως 26.10.2017 δεν θα συμβάλει ουσιωδώς στη διερεύνηση της υπόθεσης και ότι η προκαταρκτική εξέταση δεν θα καταστεί δυσχερής χωρίς αυτήν. Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ. 2 Ν. 2225/1994 και συνεπώς πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως αβάσιμη". Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι αόριστα αναφέρει ότι η αιτούμενη άρση του τηλεφωνικού απορρήτου της συγκεκριμένης τηλεφωνικής σύνδεσης για το από 26.8.2017 έως 28.10.2017 χρονικό διάστημα δεν θα συμβάλει ουσιωδώς στη διερεύνηση της υπόθεσης, ενόψει του ότι τα υπό διερεύνηση εγκλήματα φέρονται να έχουν τελεστεί προ τριετίας και συγκεκριμένα κατά τα έτη 2013 - 2014, χωρίς όμως να παρατίθενται σκέψεις που θεμελιώνουν την αρνητική αυτή κρίση του, αφού δεν εξηγείται για ποιό λόγο η συγκεκριμένη ανακριτική πράξη θα είναι ατελέσφορη, δηλαδή για ποιό λόγο τα στοιχεία που ενδεχομένως θα προκύψουν από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου δεν θα είναι χρήσιμα για τη διάγνωση της υπόθεσης, ανεξάρτητα από τον χρόνο τέλεσης των ως άνω αξιοποίνων πράξεων. Επίσης, ενώ επισημαίνεται ότι η διενεργούμενη προκαταρκτική εξέταση δεν θα καταστεί δυσχερής χωρίς την άρση του εν λόγω απορρήτου, παραλείπονται θεμελιωτικοί της κρίσης αυτής συλλογισμοί με τους οποίους αναιρείται η θέση της αιτούσας Εισαγγελέως σύμφωνα με την οποία από την προκαταρκτική εξέταση που η ίδια διενεργεί προέκυψαν μεν σοβαρές ενδείξεις ότι έχουν τελεστεί τα προαναφερόμενα εγκλήματα, πλην όμως η περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης καθίσταται αδύνατη, και σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά δυσχερής αν δεν διαταχθεί η άρση του απορρήτου. Επομένως ο μοναδικός από το άρθρο 484 αρ. 1 στοιχ. δ’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι ουσιαστικά βάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο που το εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 485 και 516 - 519 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ το υπ’αριθμό 652/27.10.2017 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Ιανουαρίου 2018. Και εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Φεβρουαρίου 2018. 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

Ο Δρόμος της Επιβίωσης



Πάλι τα ίχνη από μία λεηλασία
εξατμίστηκαν σ'ένα παραθαλάσσιο παρανάλωμα
βγήκαν δύο σκιές από δύο σώματα
βουτηγμένα σε αρένα χρωμάτων
και το μωβ προπορευόταν σε αναπηρική απόσταση
Πάλι, στα ίδια φανάρια κοιτούσα την μικρή κυρία
με τα μεγάλα μάτια, να σέρνει διστακτικά τα χέρια της
και σαν ακουμπούσα τα δικά μου, από απόσταση,
σπαρακτικά το εγώ μου υπενθύμιζε
πως τόσο πολλή και ασήκωτη αξιοπρέπεια
χαραμίζεται σε χαμένες υπάρξεις
που πριν χαθούν μεσουρανούσαν
σε τυχαίες συνυπάρξεις του απροσδόκητου
Και πάλι, είτε ενάλια, είτε στην άσφαλτο
που καίει το μυαλό και το συναίσθημα
και πάλι, σ'εκείνο το όνειρο που δεν κάηκε ολοσχερώς
και αναγεννήθηκε προσποιούμενο το πεθαμένο
από τις πολεμοχαρείς τύψεις που το φύτρωναν
σκίρτησε λίγη αισιοδοξία να γυρίσει πίσω
στον φιλόξενο δρόμο της αθώας ύπαρξης
όταν το μόνο που προμήνυε το πονηρό
ήταν, και πάλι, ο δρόμος της επιβίωσης
 

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

Σώπασε θάλασσα



Ξανά και ξανά στροβιλίζω από έπαρση
που ήμουν ο μόνος επισκέπτης της λήθης
με ξέχασαν και οι τύψεις, ενάλιες επισκέπτριες
μιας πλημμύρας που φούντουνε με παράπονα
στερούμενη ακόμη και μιας υποτυπώδους σανίδας
σώπασε θάλασσα, επιφυλάσσομαι για το τελευταίο θύμα
συνεταιρίστηκες και τον θάνατο και το πτώμα αθάνατο
σκορπώ στον ορίζοντα λίγη στάχτη
ποτέ δεν ήταν τέλεια μία ζωή σφηνωμένη με λάθη
φύσηξε στο μεταίχμιο μία δόση ελπίδας
πόσο αποτίμησες, χωρίς το απόβαρο, εκείνο το φως της αχτίδας
περισυνέλεξες τόσα ναυάγια στο διάβα της καταστροφής σου
μα τώρα απάνεμα κάποιος ζητά την υποθαλάσσια προσευχή σου
μην ξεβράσεις μόνο τα πτώματα, που ακόμη ημιζώντανα
τις κόγχες των ματιών προτάσσουν
άλλοτε προσποιούμενα πως υπνοβατούν
αδιαφορώντας για το πλήθος που φωνάζει
και άλλοτε κρατώντας την αναπνοή
σαν μάταια γαντζώνονται στην επιβίωση
από μία επιθανάτια ναυμαχία 

Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Ελεύθερος Σκοπευτής



Πως σου'πανε
πως η εξιλέωση
σταυρώθηκε σε κάδρο
πεταμένο με βελάκια
εκείνες τις ώρες
που ο έρωτας έδινε την ώθηση
σε χέρια νωχελικά
που άνοιγαν με ερωτηματικό
μια τρύπα στο βάθος της ανυπαρξίας σου
επιφορτίστηκες και την αγωνία
να βρει στόχο η προσποίηση
να λειάνει τον πόνο της προδοσίας
στα φτερά του άσφαιρου όπλου σου
οπλίστηκε και η απληστία
ποιος στόχος ήρθε κοντύτερα
στο σ'αγαπώ ή σε σκοτώνω με μανία
πιο πολύ, ήμουν ελεύθερος σκοπευτής
μετά θάνατον, αιτία θανάτου, της αγάπης
σε απροσδιόριστο μέλλον ίσως επανέλθω σαν σφαίρα
ενδεχομένως με δόλο, αλλά τουλάχιστον θα σε έχω σκοτώσει

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...