Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

Η υφ'όρον απόλυση κρατουμένων βάσει του άρθρου 110Α Π.Κ.: Οι υπερβάσεις των Δικαστικών Συμβουλίων για την μη εφαρμογή μίας προβληματικής διάταξης, με "άλλοθι" τον ανθρωπιστικό της χαρακτήρα

 

Αίτηση υφ’όρον απολύσεως καταδίκου, κατά το άρθρο 110Α ΠΚ, λόγω του ότι ο κατάδικος νοσεί από το σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας (AIDS). Στάδια της νόσου, βάσει των συμπτωμάτων και των λευκών αιμοσφαιρίων. Καταδίκη σε ποινή 4 φορές ισόβιας κάθειρξης και σε ποινή φυλάκισης 7 ετών για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, ληστεία με ιδιαίτερη σκληρότητα κατά συρροή και επικίνδυνη σωματική βλάβη κατά συρροή. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Μέσα αποδείξεως. Πραγματογνωμοσύνη. Διακρίβωση της νόσου από ειδική ιατρική πραγματογνωμοσύνη. Δεν αρκεί ο κατάδικος να είναι μόνο φορέας του ιού HIV, αλλά πρέπει και να εκδηλώνει συμπτώματα της νόσου. Δεν αρκεί ο κατάδικος να πάσχει από άλλη νόσο (π.χ. ηπατίτιδα C), αν αυτή δεν αποδεικνύεται ότι οφείλεται στο σύνδρομο, ούτε ότι αποτελεί σύμπτωμά του. Ιατρική πραγματογνωμοσύνη που διενήργησε Καθηγητής Παθολογίας Λοιμώξεων, βάσει της οποίας ο αιτών έχει ιστορικό HIV λοίμωξης, ηπατίτιδας C και θεραπευθείσας πνευμονικής φυματίωσης. Εν προκειμένω, ο αιτών είναι φορέας, αλλά δεν νοσεί. Δεν χρήζει νοσηλείας, δεν εμφανίζει κανένα απολύτως παθολογικό εύρημα και η κλινική του εικόνα παρουσιάζεται βελτιωμένη. Λαμβάνει αντιρετροϊκή αγωγή, ενώ η ακτινογραφία θώρακα δεν ανέδειξε πρόσφατη ή παλαιά βλάβη στους πνεύμονες. Τέλος, επί 3 έτη δεν έχει παρουσιάσει επανεργοποίηση της νόσου της φυματίωσης. Ορθό και αιτιολογημένο το βούλευμα. Απορρίπτει αναίρεση.

Αριθμός 148/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Βασιλική Μπαζάκη - Δρακούλη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Οκτωβρίου 2017, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ... του .., κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Αλικαρνασσού Κρήτης, ο οποίος δεν εμφανίστηκε, περί αναιρέσεως του υπ’αριθμ.79/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ανατολικής Κρήτης. Το Συμβούλιο Εφετών Ανατολικής Κρήτης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιουλίου 2016 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...16. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου, με αριθμό ...-8-2017, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας (σε Συμβούλιο), μετά την έκδοση του με αριθμό 408/2017 βουλεύματος του Ε’ Ποινικού Τμήματος του Δικαστηρίου Σας, την με αριθμό ...2016 αίτηση αναίρεσης του ... του ..., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Αλικαρνασσού Κρήτης, κατά του με αριθμό 79/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ανατολικής Κρήτης, με το οποίο απορρίφθηκε η με αριθμ. πρωτ...-3-2016 αίτηση αυτού, για την χορήγηση του ευεργετήματος της απόλυσης υπό όρο, κατ’άρθρο 110Α Π.Κ. και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 110Α Π.Κ., όπως τούτο τροποποιήθηκε με τα άρθρα 20 του Γ’ Κεφαλαίου του Ν.3727/2008 και 4 παρ. 1-2 του Ν.4274/014, αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 6 του Ν. 4322/2015 και όπως η παρ. 4 αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 23 του Ν. 4356/2015: " 1. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106, εφόσον ο κατάδικος νοσεί από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας ή...2. Η απόλυση χορηγείται ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106 και στις πιο κάτω περιπτώσεις, που έχει επιβληθεί πρόσκαιρη στερητική της ελευθερίας ποινή: α)...β)... 3. Σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, ο κρατούμενος που έχει ποσοστό αναπηρίας ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω αν έχει εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο πέντε (5) έτη στην περίπτωση που το έγκλημά του δεν ενέχει ανθρωποκτονία, ή δέκα (10) έτη σε κάθε άλλη περίπτωση, εκτίει το υπόλοιπο της ποινής του στην κατοικία του, με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 56 παρ. 3. Στην περίπτωση αυτή δύναται να επιβληθεί ηλεκτρονική επιτήρηση, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 283Α του ΚΠΔ. Επίσης, είναι δυνατή η επιβολή όρων κατά ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 100 παρ. 2 και 3 του Π.Κ. 4. Η διακρίβωση των προηγούμενων προϋποθέσεων γίνεται μετά από αίτηση του κρατούμενου από το αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ή, στην περίπτωση κρατούμενου που εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης, από το Συμβούλιο Εφετών. Ο Εισαγγελέας, μετά την υποβολή της αίτησης, διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη για τη διακρίβωση των προϋποθέσεων των προηγούμενων παραγράφων και την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας, αν αυτό δεν έχει βεβαιωθεί από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.). Η κατά τα άνω ειδική πραγματογνωμοσύνη ή η βεβαίωση από το ΚΕ.Π.Α. υποβάλλεται από τον Εισαγγελέα στο αρμόδιο Συμβούλιο μαζί με την πρότασή του. Κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών μπορεί να ασκηθεί αναίρεση. Οι λεπτομέρειες σχετικά με την ως άνω ειδική πραγματογνωμοσύνη καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Υγείας. Η ειδική πραγματογνωμοσύνη ή η βεβαίωση του ΚΕ.Π.Α. υποχρεωτικά προσδιορίζουν εάν η αναπηρία είναι μόνιμη ή πρόσκαιρη και αναφέρουν στην περίπτωση της πρόσκαιρης αναπηρίας τον χρόνο διάρκειάς της και το ποσοστό της. Εάν πρόκειται για πρόσκαιρη αναπηρία ο αρμόδιος Εισαγγελέας υποβάλλει ένα (1) μήνα πριν τη λήξη του προσδιοριζόμενου χρόνου αναπηρίας στο αρμόδιο Συμβούλιο την πρότασή του για την επανεξέταση της χορηγηθείσας απόλυσης υπό όρο. Για το λόγο αυτό δύο (2) μήνες πριν τη συμπλήρωση του χρόνου της προσδιορισθείσας αναπηρίας διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη είτε παραπομπή στο αρμόδιο ΚΕ.Π.Α. για την εκ νέου διακρίβωση των προϋποθέσεων για την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας. Εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων διατάσσεται η συνέχιση της εκτέλεσης της ποινής. Ο χρόνος που μεσολάβησε από την απόλυση υπό όρο λογίζεται ως πραγματικός χρόνος έκτισης της ποινής. Η επανεξέταση της αναπηρίας και η διακρίβωση των προϋποθέσεων του άρθρου αυτού περατώνεται στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το άρθρο 109". Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η απόλυση υπό όρο χορηγείται από το Συμβούλιο Εφετών ανεξάρτητα από τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106 Π.Κ., μεταξύ άλλων και εφόσον ο κατάδικος νοσεί από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας, αφού ακολουθηθεί η διαλαμβανόμενη στην παράγραφο 4 του ως άνω άρθρου διαδικασία. Περαιτέρω με την με αριθμό 39067/4.6.2015 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Υγείας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίστηκε η διαδικασία της διενέργειας ειδικής πραγματογνωμοσύνης για τη διακρίβωση των προϋποθέσεων των παραγράφων 1, 2 και 3 του ως άνω άρθρου 110Α του Π.Κ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 6 του ν. 4322/2015, ως εξής: "1. Ο ειδικός πραγματογνώμονας, ο οποίος ορίζεται από τον αρμόδιο εισαγγελέα, προκειμένου να διακριβώσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 110Α του Π.Κ., υποβάλλει στον Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης αίτημα για την άμεση μεταγωγή του κρατούμενου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ. 2 του Σωφρονιστικού Κώδικα σε δημόσιο νοσοκομείο, το οποίο έχει κλινική κατάλληλη για τη διάγνωση της συγκεκριμένης ασθένειας, εφόσον η διάγνωση της ασθένειας δεν είναι δυνατή από το Νοσοκομείο Κρατουμένων Κορυδαλλού. Ο κρατούμενος κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο δημόσιο νοσοκομείο, υποβάλλεται σε κλινικό και εργαστηριακό έλεγχο που ορίζεται από τον Διευθυντή της οικείας κλινικής. Η φύλαξη του κρατούμενου γίνεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Μετά το πέρας του ελέγχου συντάσσεται αιτιολογημένη γνωμάτευση και εκδίδεται σχετικό πιστοποιητικό από τον Διευθυντή της οικείας κλινικής, το οποίο τίθεται στον ιατρικό φάκελο του κρατούμενου. Ο Διευθυντής του Καταστήματος Κράτησης ή ο Διευθυντής του Νοσοκομείου Κρατουμένων Κορυδαλλού, διαβιβάζει αμέσως στον ειδικό πραγματογνώμονα τον ιατρικό φάκελο του κρατούμενου, ο οποίος, αφού τον συνεκτιμήσει, συντάσσει την σχετική πραγματογνωμοσύνη, με την οποία διακριβώνεται η συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 110Α του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 6 του ν.4322/2015". Η έναρξη της σχετικής διαδικασίας, εξαρτάται από την υποβολή αίτησης από τον ίδιο τον κατάδικο, καθώς η απόλυση με τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού αποτελεί δικαίωμα του κατάδικου και δεν συνιστά σωφρονιστικό θεσμό, αφού, ως διάταξη, έχει απεκδυθεί των ειδικοπροληπτικών κριτηρίων στην εφαρμογή της και διαμορφώνεται νομοθετικά, πρωτίστως, από το ενδιαφέρον για την υγεία του κατάδικου. Η, προδήλως, ανθρωπιστικού χαρακτήρα, διάταξη αυτή, είναι προσανατολισμένη στην προστασία της αξιοπρέπειας των κατάδικων που πάσχουν από σοβαρές ασθένειες και αναπηρίες και έχουν ανάγκη υποβολής σε συνεχείς και εξειδικευμένες θεραπείες, που δεν είναι δυνατόν να παρέχονται αποτελεσματικά από τα καταστήματα κράτησης, ακόμη και στα θεραπευτικά, ή είναι υπερήλικες και η ασθένειά τους δεν τους επιτρέπει να κατανοούν τι συμβαίνει γύρω τους. Επιπλέον, η κατ’εξαίρεση επιεικής μεταχείριση αυτών των κατάδικων δικαιολογείται και λόγω της κατάστασής τους, που θεωρείται ότι αντικειμενικά δεν τους επιτρέπει να προσβάλλουν την έννομη τάξη {Μαργαρίτης Λ., Ποινολογία, 2005, 631, επικαλούμενος και τους Μανωλεδάκη, Παρασκευόπουλο}. Η εφαρμογή της ρύθμισης προϋποθέτει ότι ο κατάδικος, που δικαιούται να απολυθεί, νοσεί από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας, από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και υποβάλλεται σε τακτική αιμοκάθαρση, από ανθεκτική φυματίωση ή είναι τετραπληγικός, καθώς και από κύρωση του ύπατος με αναπηρία άνω του 67% ή από γεροντική άνοια έχοντας υπερβεί το ογδοηκοστό έτος της ηλικίας ή από κακοήθη νεοπλάσματα τελικού σταδίου. Εάν συντρέξουν και οι δύο προϋποθέσεις (:απαίτηση του κατάδικου και διαπίστωση από το αρμόδιο δικαστικό Συμβούλιο ότι υπάρχει κάποια από τις συγκεκριμένες νόσους ή αναπηρίες) η απόλυση είναι υποχρεωτική {Αρ. Χαραλαμπάκης, Ποινικός Κώδικας, υπό άρθρο 110A, αριθ. 1-2}. Περαιτέρω, με τις εν λόγω διατάξεις αναγνωρίζεται ειδικότερα η σοβαρότητα, τα χαρακτηριστικά και οι ιδιαίτερες ανάγκες της κατάστασης του πάσχοντος από το σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας (ΣΕΑΑ/AIDS), καθώς και η ανάγκη της διαφορετικής ποινικής μεταχείρισης του πάσχοντος από αυτήν κατάδικου. Επισημαίνεται ότι στην περίπτωση αυτή, ο κατάδικος, για να δικαιούται να απολυθεί υπό όρο, πρέπει να νοσεί από αυτό, δεν αρκεί δηλαδή να είναι μόνο φορέας του ιού ΗIV, αλλά πρέπει να εκδηλώνει συμπτώματα της νόσου {Μ. Μαργαρίτης, Ποιν. Κώδικας, έκδ.2003, άρθ. 110Α , σελ.278, Καϊάφα - Γκμπάντι, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, 2008, 490, Γ. Δημήτραινας, Η ποινική μεταχείριση κατάδικου που πάσχει από Αids),Υπερ. 1995, σελ. 1231}. Δεν αρκεί επίσης ο κατάδικος να πάσχει από άλλη νόσο (π.χ. ηπατίτιδα C), αν αυτή δεν αποδεικνύεται ότι οφείλεται στο σύνδρομο, ούτε αποτελεί σύμπτωμά του (π.χ. διότι χρονικά προηγείται της ανίχνευσης του ιού HIV). Αν η υγεία του κατάδικου επιδεινώνεται για λόγους που δεν ανάγονται στη συγκεκριμένη νόσο, το θέμα μπορεί να αντιμετωπισθεί με τη ρύθμιση του άρθρου 557 ΚΠΔ περί διακοπής εκτέλεσης ποινής. Eξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ’αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων ή η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού προς το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω και κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διάφορων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπ’όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά κατ’ επιλογήν, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 §1 και 187 ΚΠΔ. {Ολ. Α.Π. 1/2005, Α.Π. 786/2015, 430/2015 Α.Π. 274/2015, Α.Π. 273/2015}. Περαιτέρω, η πραγματογνωμοσύνη διαλαμβάνεται μεταξύ των κυριότερων, κατά τις προβλέψεις του άρθρου 178 περ. γ’ ΚΠΔ, αποδεικτικών μέσων και διατάσσεται, σύμφωνα με το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, από τους ανακριτικούς υπαλλήλους ή το δικαστήριο ή με αίτηση κάποιου διαδίκου ή του Εισαγγελέα, αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης, για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης ότι και αυτή έχει ληφθεί υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης του δικαστηρίου, απαίτηση που ικανοποιείται όχι μόνον όταν η πραγματογνωμοσύνη μνημονεύεται ειδικά μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της απόφασης ότι τα πορίσματα του εν λόγω αποδεικτικού μέσου, έστω κι αν αυτό δεν επισημαίνεται στο προοίμιο του σκεπτικού, ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο στη διαμόρφωση της δικανικής του πεποίθησης (ΑΠ 183/2013, ΑΠ 441/2014). Και τούτο, διότι το κρίσιμο ζητούμενο για την πληρότητα της αιτιολογίας είναι η κατάφαση της πραγματικής εκτίμησης και αξιολόγησης του περιεχομένου της πραγματογνωμοσύνης και όχι, απλώς, η ρητή μνεία της τελευταίας μεταξύ των αποδεικτικών μέσων. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο ή δικαστικό Συμβούλιο, κατ’εφαρμογή του άρθρου 177 του ίδιου Κώδικα, με την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων. Οφείλει, όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Σε κάθε άλλη περίπτωση και ειδικότερα επί ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης (απλής γνωμάτευσης ή γνωμοδότησης) ή πραγματογνωμοσύνης που ενεργήθηκε δυνάμει απόφασης πολιτικού δικαστηρίου, το πόρισμά της εκτιμάται ελεύθερα μαζί με τις άλλες αποδείξεις {Α.Π 1637/2010}. Ακόμη, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής διάταξης υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη, που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης {Ολ. Α.Π 2/2011, ΟλΑΠ 3/2008, Α.Π 1089/2015, Α.Π 20/2015, Α.Π 1108/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Ανατολικής Κρήτης με το με αριθμό 79/2016 βούλευμά του, απέρριψε την αίτηση για την χορήγηση του ευεργετήματος της απόλυσης υπό όρο, κατ’άρθρο 110A Π.Κ., του αναιρεσείοντα K.D., του E., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Αλικαρνασσού Κρήτης με την με αριθμό 876-879/22-11- 2013 απόφαση του Β’ Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή τέσσερις (4) φορές ισόβιας κάθειρξης και σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) ετών, για τις αξιόποινες πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, ληστείας με ιδιαίτερη σκληρότητα κατά συρροή και επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συρροή, η οποία κατέστη τελεσίδικη μετά την έκδοση της με αριθμό 19/12-1-2015 απόφασης του Α’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Όπως δε προκύπτει από το σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, το Συμβούλιο Εφετών Ανατολικής Κρήτης δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: "Από την εκτίμηση των εγγράφων που συνυποβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση, την από 25-5-2016 ιατρική πραγματογνωμοσύνη που διενήργησε ο καθηγητής παθολογίας λοιμώξεων, διευθυντής της παθολογικής κλινικής και μονάδας λοιμώξεων του ... Α.Γ. (το περιεχόμενο της οποίας τέθηκε σε γνώση του αιτούντος, αφού ρητά μνημονεύεται στο από 7-6-2016 υπόμνημά του), σε συνδυασμό με όσα εκθέτει ο αιτών στο από 7- 6-2016 υπόμνημά του αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών, υπήκοος Γεωργίας, γεννηθείς στις 7-8-1986, κρατείται στο Κατάστημα Κράτησης Αλικαρνασσού, δυνάμει της υπ’αριθ. 876-879/22-11-2013 απόφασης του Β’ Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε ομόφωνα σε ποινή τέσσερις (4) φορές ισόβιας κάθειρξης και σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) ετών, για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, ληστείας με ιδιαίτερη σκληρότητα κατά συρροή και επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συρροή, που έλαβαν χώρα στη Φιλοθέη στις 9-7-2012 και στην Ηλιούπολη στις 30-5-2012, με έναρξη της ποινής του την 26-7-2012 (ημερομηνία προσωρινής κράτησης). Η ως άνω απόφαση έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη μετά την έκδοση της υπ’αριθμ. 19/12-1-2015 απόφασης του Α’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη ως ανυποστήρικτη η έφεση του αιτούντος - κατάδικου κατ’αυτής. Ο άνω κατάδικος το έτος 2013 παρουσίασε πνευμονική φυματίωση για την οποία έλαβε πλήρη αντιφυματική αγωγή, μετά το πέρας της οποίας τον 2/2014, οι εξετάσεις του ήταν αρνητικές για ενεργό φυματίωση (βλ. τις από 1-3-2016 και 29-3-2016 ιατρικές βεβαιώσεις του Επιμελητή Δ/ντή Παθολογικής Κλινικής). Λόγω της ασθένειάς του αυτής τυγχάνει ευεργετικού υπολογισμού των ημερών της ποινής του (ήτοι η κάθε ημέρα παραμονής του στο κατάστημα κράτησης υπολογίζεται ως δύο ημέρες εκτιόμενης ποινής) από την 18-2-2013 έως και την 2-3-2016 (ημερομηνία σύνταξης του πίνακα υπολογισμού ποινής του ΚΚ Αλικαρνασσού), σύμφωνα με την υπ’αριθμ...2013 απόφαση της Εισαγγελέως Επόπτη του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο αιτών, εκτός της κρινόμενης αίτησης είχε υποβάλλει προηγουμένως άλλες δύο (2), όμοιες κατά περιεχόμενο, αιτήσεις για απόλυσή του υπό όρο κατ’άρθρο 110A Π.Κ., επικαλούμενος ότι νοσεί από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας, οι οποίες απερρίφθησαν με τα υπ’αριθμ. 361/2014 και 53/2015 βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιά και Κέρκυρας, αντίστοιχα, τα οποία δέχθηκαν στο σκεπτικό τους ότι ο αιτών δεν νοσεί από τη νόσο του AIDS, αλλά ότι είναι απλός φορέας της νόσου ΗIV. Από το σύνολο των ιατρικών πιστοποιητικών που συνυποβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση και ιδίως από την από 25-5-2016 ιατρική πραγματογνωμοσύνη που διενήργησε ο καθηγητής παθολογίας λοιμώξεων, διευθυντής της παθολογικής κλινικής και μονάδας λοιμώξεων του, προκύπτει ότι ο αιτών έχει ιστορικό ΗIV λοίμωξης (HIV σημαίνει Human Immunodeficiency Virus δηλαδή Ιός της Ανθρώπινης Ανοσοανεπάρκειας), ηπατίτιδας C και θεραπευθείσας πνευμονικής φυματίωσης. Σύμφωνα με τη διεθνή ιατρική βιβλιογραφία, όταν κάποιος μολύνεται με τον ιό HIV, γίνεται "HIV οροθετικός" και θα είναι για πάντα HIV οροθετικός. Με την πάροδο του χρόνου, η ΗIV νόσος μολύνει και εξοντώνει τα λευκά αιμοσφαίρια που λέγονται CD4+λεμφοκύτταρα (ή "CD4+ Τα κύτταρα") και μπορεί να αφήσουν το σώμα ανίκανο να καταπολεμήσει κάποιες μολύνσεις και καρκινογενέσεις. Με την έγκαιρη και σωστή αντιρετροική θεραπεία (ART) το άτομο αυτό μπορεί να παραμείνει υγιές και να αντιμετωπίζει τις περισσότερες λοιμώξεις. Ένα υγιές άτομο έχει συνήθως από 600 έως 1200 CD4+λεμφοκύτταρα. Όταν τα CD4+λεμφοκύτταρα πέσουν κάτω από 200 ανά χιλιοστό του λίτρου στο αίμα, το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου αποδυναμώνεται σοβαρά και φτάνει στα στάδια του AIDS, ακόμα και αν δεν έχει αρρωστήσει από άλλες μολύνσεις. Ορίζεται ότι κάποιος έχει AIDS είτε όταν τα CD4 κύτταρά του είναι σε αριθμό λιγότερα από 200/μΙ. (μικρολίτρο) αίματος, είτε όταν εκδηλωθεί η παρουσία συγκεκριμένων νόσων που σχετίζονται με την προχωρημένη HIV λοίμωξη. Περίπου οι μισοί από τους ανθρώπους που έχουν μολυνθεί με HIV θα αναπτύξουν AIDS σε 10 χρόνια, αν δεν λάβουν θεραπεία. Οι πιο κοινές αρχικές καταστάσεις που σημαίνουν συναγερμό για την εμφάνιση AIDS είναι η πνευμονία από πνευμονοκύστη (PCP) σε ποσοστό 40%, το σύνδρομο απίσχνασης (αδυνατίσματος) από ΗIV και η οισοφαγική καντιντίαση (μυκητίαση από μύκητα Candida). Άλλες κοινές εκδηλώσεις AIDS περιλαμβάνουν τις υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του αναπνευστικού (όπως η πνευμονία). Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας πρότεινε για πρώτη φορά έναν ορισμό του AIDS το 1986. Από τότε υπήρξε ένας αριθμός αναβαθμίσεων και επεκτάσεων του ορισμού, μέχρι την πιο πρόσφατη εκδοχή - ταξινόμηση του 2007. *Στάδιο I: ασυμπτωματική HIV λοίμωξη με αριθμό CD4 μεγαλύτερο από (>) 500μΙ ανά μικρόλιτρο ή κυβικό χιλιοστό αίματος. Μπορεί να περιλαμβάνει γενικευμένη διόγκωση λεμφαδένων. * Στάδιο II: ήπια συμπτώματα που μπορεί να περιλαμβάνουν χαμηλής βαρύτητας βλεννογονοδερματικές εκδηλώσεις και υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού. Αριθμός CD4 μικρότερος από (<)500μΙ. *Στάδιο III: Προχωρημένα συμπτώματα που μπορεί να περιλαμβάνουν ανεξήγητη χρόνια διάρροια για περισσότερο από 1 μήνα, σοβαρές βακτηριακές λοιμώξεις συμπεριλαμβανομένης της πνευμονικής φυματίωσης και αριθμό CD4 <350μΙ. *Στάδιο IV ή AIDS: Σοβαρά συμπτώματα που περιλαμβάνουν τοξοπλάσμωση εγκεφάλου, καντιντίαση (ευκαιριακή μυκητίαση) οισοφάγου, τραχείας, βρόγχων ή πνευμόνων και σάρκωμα Kaposi. Αριθμός CD4 <200μΙ. Το δε Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των Ηνωμένων Πολιτειών CDC αναβάθμισε το δικό του σύστημα ταξινόμησης για το HIV/AIDS το 2008. Στο σύστημα αυτό η λοίμωξη κατατάσσεται βάσει αριθμού CD4 και κλινικών συμπτωμάτων. *Στάδιο 1: αριθμός CD4>500μl και μη ύπαρξη καταστάσεων που ορίζουν το AIDS. *Στάδιο 2: αριθμός CD4 200-500μΙ και μη ύπαρξη καταστάσεων που ορίζουν το AIDS. *Στάδιο 3: αριθμός CD4 <200μl και παρουσία καταστάσεων που ορίζουν το AIDS. *Άγνωστο: όταν δεν υπάρχει επαρκής πληροφόρηση για την κατάταξη σε κάποιο από τα παραπάνω στάδια. Σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των Ηνωμένων Πολιτειών η διάγνωση του ΑΙDS (στάδιο 3) εξακολουθεί να ισχύει ακόμη και αν μετά τη θεραπεία ο αριθμός των CD4 ανέβει πάνω από 200μΙ ή θεραπευτούν άλλες ασθένειες που ορίζουν το AIDS. Εν προκειμένω, ο αιτών κατάδικος, βάσει του συμπεράσματος της άνω 25-5-2016 ιατρικής πραγματογνωμοσύνης και βάσει της από 8-1-2015 ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του παθολόγου Ι. Ζ., η οποία δεν προσκομίζεται, αλλά το συμπέρασμά της περιλαμβάνεται στο υπ’αριθμ. 53/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κέρκυρας, φέρεται ότι νοσεί από σύνδρομο ανοσοποιητικής ανεπάρκειας (στάδιο C3, που ανήκει στο τελευταίο στάδιο εξέλιξης της νόσου- στάδιο AIDS), σύμφωνα με τα κριτήρια του CDC, λόγω των ελαττωμένων CD4 κυττάρων (258/μΙ) και του μη ανιχνεύσιμου στο αίμα του ιού HIV, με καλή ανταπόκριση στην αντί- HIV αγωγή που λαμβάνει. Ουδόλως βέβαια αναφέρονται στην άνω πραγματογνωμοσύνη, η οποία κρίνεται ελλιπής ως προς τούτο, τα στάδια της HIV λοίμωξης σύμφωνα με τα κριτήρια του CDC, ούτε η διάκριση μεταξύ φορέα της νόσου και νοσούντος από αυτήν, ούτε αναλυτική αναφορά των εξετάσεων στις οποίες υποβλήθηκε ο αιτών και στις οποίες στηρίχθηκε το πόρισμά της και προφανώς ο αιτών κατατάσσεται στο άνω στάδιο, καίτοι ο αριθμός των CD4 είναι πάνω από 200/μΙ λόγω της θεραπευθείσας πνευμονικής φυματίωσης που είχε παρουσιάσει το έτος 2013 (χωρίς αυτό να αναγράφεται ρητά στην πραγματογνωμοσύνη αυτή). Από τη συνολική όμως εκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων αποδεικνύεται ότι ο αιτών, ο οποίος έχει μολυνθεί από τον ιό ΗIV και προς τούτο λαμβάνει αγωγή με Artipia caps (μία φορά την ημέρα) στην οποία ανταποκρίνεται καλά, δεν νοσεί από σύνδρομο ανοσοποιητικής ανεπάρκειας, αλλά είναι φορέας της νόσου ΗIV, ανήκοντος σε κατηγορία πριν το τελευταίο στάδιο εξέλιξης της HIV νόσου σε στάδιο AIDS. Ειδικότερα, η HIV λοίμωξη από την οποία έχει προσβληθεί ο αιτών αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με συνέπεια το ιικό φορτίο του HIV στο αίμα του να διατηρείται μη ανιχνεύσιμο, και τα επίπεδα των CD4 να ανέρχονται σε 258/μΙ (ικανοποιητικά κατά την από 29-3-2016 ιατρική γνωμάτευση του Δ/ντή της Παθολογικής Κλινικής του … Ε.Μ.). Από την κλινική του εξέταση την 11-5-2016 στο εξωτερικό ιατρείο Λοιμώξεων του … δεν ανευρέθηκαν παθολογικά ευρήματα, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο αιτών βρίσκεται σε κλινική λανθάνουσα περίοδο (η οποία κατά τη διεθνή ιατρική βιβλιογραφία χωρίς αντιρετροική αγωγή μπορεί να διαρκέσει κατά μέσο όρο οκτώ έτη) αφού δεν αναφέρεται κανένα σύμπτωμα (π.χ. διάρροια, πυρετός, διογκωμένοι και ευαίσθητοι λεμφαδένες, εξάνθημα στο δέρμα, έλκη στο στόμα κ.λ.π.), ο δε αιτών λαμβάνει αντιρετροική αγωγή, ενώ η ακτινογραφία θώρακα δεν ανέδειξε πρόσφατη ή παλαιά βλάβη στους πνεύμονες. Επιπροσθέτως, ενώ ο αιτών έχει ιστορικό ηπατίτιδας και θεραπευθείσας πνευμονικής φυματίωσης, δεν έχει παρουσιάσει επί χρονικό διάστημα άνω των τριών ετών επανενεργοποίηση της νόσου της φυματίωσης, ούτε καμία υποτροπιάζουσα λοίμωξη του αναπνευστικού (π.χ. πνευμονία) ώστε να θεωρηθεί ότι έχει αναπτύξει σύνδρομο ανοσοποιητικής ανεπάρκειας (AIDS). Μόνη η εμφάνιση το έτος 2013 πνευμονικής φυματίωσης, η οποία ως ευκαιριακή βακτηριακή λοίμωξη απαντάται σε HIV οροθετικά άτομα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως "κατάσταση που ορίζει το (AIDS)", κατά τα κριτήρια του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των Ηνωμένων Πολιτειών CDC, ενώ κατά τα κριτήρια του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, που αναφέρθηκαν ανωτέρω, η εκδήλωση πνευμονικής φυματίωσης κατατάσσει την HIV λοίμωξη σε στάδιο ΜΙ και όχι σε στάδιο (AIDS). Επιπροσθέτως, δεν αποδείχθηκε από προσκομιζόμενα ιατρικά πιστοποιητικά ότι, πέραν της κατά τα άνω αποτελεσματικής για την κατάσταση της υγείας του φαρμακευτικής αγωγής που λαμβάνει ο αιτών εντός του Καταστήματος Κράτησης, απαιτείται και η νοσηλεία του, αφού αυτός δεν εμφανίζει κανένα απολύτως παθολογικό εύρημα, η δε κλινική του εικόνα παρουσιάζει βελτίωση. Σε κάθε περίπτωση αν απαιτηθεί να υποβληθεί σε οποιαδήποτε εξειδικευμένη εξέταση μπορεί να μεταφερθεί προς τούτο, συνοδεία αστυνομικών, σε νοσηλευτικό ίδρυμα του τόπου κράτησής του. Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η προδήλως ανθρωπιστικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 110Α του Π.Κ. είναι προσανατολισμένη στην προστασία της αξιοπρέπειας των καταδίκων, που πάσχουν από σοβαρές ασθένειες και αναπηρίες και έχουν ανάγκη υποβολής σε συνεχείς και εξειδικευμένες θεραπείες, που δεν είναι δυνατό να παρέχονται αποτελεσματικά από τα Καταστήματα Κράτησης, ακόμη και θεραπευτικά, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναφέρθηκαν, ως προς την αποτελεσματική θεραπεία που λαμβάνει ο αιτών, ο οποίος πάσχει μεν από HIV λοίμωξη, αλλά δεν νοσεί από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας, ώστε να μπορεί να τύχει εφαρμογής της εξαιρετικού χαρακτήρα διάταξης του άρθρου 110A Π.Κ. Τέλος, ως εκ περισσού (δεδομένου ότι αποδείχθηκε ότι ο αιτών δεν νοσεί από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας και επομένως δεν εμπίπτει στην εφαρμογή του άρθρου 110A Π.Κ.), πρέπει να σημειωθεί ότι ενισχυτικό στοιχείο της ελεγχόμενης και σταθερής κατάστασης της υγείας του αιτούντος είναι το γεγονός ότι αυτός εξακολουθεί και εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων, στα οποία έχει κρατηθεί, να διαπράττει σειρά πειθαρχικών παραπτωμάτων, συνιστώντων παράλληλα και αξιόποινων πράξεων (βλ. απόσπασμα από το δελτίο πειθαρχικών ποινών του αιτούντος, από το οποίο προκύπτει ότι αυτός έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά στις 20-1-2015, 18-2-2015 και 29-6-2015 για πειθαρχικά αδικήματα της εν γνώσει του κατοχής εν γένει επικίνδυνων αντικειμένων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όπλα, της άσκησης βίας κατά συγκρατούμενού και της απόδρασης κρατουμένου), ενέργειες στις οποίες δεν θα προέβαινε αν η κατάσταση της υγείας του ήταν τέτοιας βαρύτητας που αυτός επικαλείται. Η αναφορά αυτή γίνεται για να καταδειχθεί ότι η κατά τα προαναφερθέντα προδήλως ανθρωπιστικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 110A Π.Κ., που προβλέπει την κατ’εξαίρεση επιεική μεταχείριση των καταδίκων που μπορούν να τύχουν της εφαρμογής της, ανεξαρτήτως μάλιστα της βαρύτητας των εγκλημάτων που έχουν διαπράξει και της επιβληθείσας σ’αυτούς ποινής, δικαιολογείται και λόγω της κατάστασής τους, που θεωρείται ότι αντικειμενικά δεν επιτρέπει να προσβάλλουν την έννομη τάξη, προϋπόθεση που δεν μπορεί να συντρέχει στην κρινόμενη περίπτωση, σύμφωνα με όσα λεπτομερώς αναφέρθηκαν για το επικίνδυνο της συμπεριφοράς του αιτούντος, ακόμη και υπό καθεστώς κράτησής του. Βάσει των ανωτέρω, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την χορήγηση του ευεργετήματος της απόλυσης υπό όρο, κατ’άρθρο 110A Π.Κ., κατά τα προδιαληφθέντα, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί". Με αυτά που δέχθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα, έχει πλήρη, σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν στις διατάξεις του άρθρου 110Α Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και χωρίς να στερήσει αυτό νόμιμης βάσης. Αναφέρονται κατ’είδος τα αποδεικτικά μέσα τα οποία ελήφθησαν υπόψη, μεταξύ των οποίων και η από 25-5-2016 ειδική ιατρική πραγματογνωμοσύνη, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν μετά από συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση όλων των αποδεικτικών μέσων, βάσει των οποίων το Συμβούλιο έκρινε ότι δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την χορήγηση του ευεργετήματος της απόλυσης υπό όρο, κατά το άρθρο 110Α Π.Κ. στον αιτούντα-αναιρεσείοντα, καθόσον αυτός πάσχει μεν από HIV λοίμωξη, αλλά δεν νοσεί από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας. Ακόμη αιτιολογείται με πληρότητα και σαφήνεια η αντίθετη κρίση του Συμβουλίου με όσα αναφέρονται στην από 25-5-2016 ειδική ιατρική πραγματογνωμοσύνη, τόσο με την ανάλυση της σύμφωνης με τα συμπεράσματά του από 29-3-2016 ιατρικής γνωμάτευσης του Δ/ντή της Παθολογικής Κλινικής του, όσο και με την παράθεση τα αποδεδειγμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία αποκλείουν αυτά, που η αντιθέτου περιεχομένου ειδική ιατρική πραγματογνωμοσύνη θέτει ως βάση του συμπεράσματός της. Κατά συνέπεια όσων προεκτέθηκαν, οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, είναι αβάσιμοι και συνακόλουθα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της προκείμενης διαδικασίας (άρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Α. Να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Και Β. Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της προκείμενης διαδικασίας. Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασιλική Θεοδώρου" Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

Με την από 21.7.2016 αίτηση του υπηκόου Γεωργίας, κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Αλικαρνασσού Κρήτης προς έκτιση ποινής ισόβιας κάθειρξης και συνολικής ποινής φυλάκισης επτά (7) ετών για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας κατά συρροή, ληστείας κ.λπ. ζητείται η αναίρεση του υπ’αριθμόν 79/11.7.2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ανατολικής Κρήτης, με το οποίο απορρίφθηκε ως αβάσιμη η υπ’αριθμό ...3.2016 αίτηση του ανωτέρω για απόλυσή του από τις φυλακές κατ’άρθρο 110Α του ΠΚ υπό τον όρο της ανάκλησης, επειδή νοσεί από το σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας (AIDS). Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και ως εκ τούτου πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 110Α του ΠΚ το οποίο έχει προστεθεί με την παράγρ. 3 του άρθρου 33 Ν. 2172/1993, τροποποιηθεί με το άρθρο 20 Ν. 37...2008 και με το άρθρο 4 του Ν. 4274/2014, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 4 του Ν.4322/2015 η δε παράγρ. 4 αντικαταστάθηκε επίσης με το άρθρο 23 του Ν. 4356/2015 και ισχύει πλέον ως εξής: "1. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106 εφόσον ο κατάδικος νοσεί από το σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας ή από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και υποβάλλεται σε αιμοκάθαρση ή από ανθεκτική φυματίωση ή είναι τετραπληγικός...2. Η απόλυση χορηγείται ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106 και στις πιο κάτω περιπτώσεις που έχει επιβληθεί πρόσκαιρη της ελευθερίας ποινή: α) στους καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας... β)...3. Στην περίπτωση ισόβιας κάθειρξης ο κρατούμενος που έχει ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω αν έχει εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο πέντε (5) έτη και στην περίπτωση που το έγκλημά του δεν είναι ανθρωποκτονία, ή δέκα (10) έτη σε κάθε άλλη περίπτωση εκτίει το υπόλοιπο της ποινής... 4. Η διακρίβωση των προηγουμένων προϋποθέσεων γίνεται μετά από αίτηση του κρατούμενου ή από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ή στην περίπτωση που εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης από το Συμβούλιο Εφετών. Ο Εισαγγελέας μετά την υποβολή της αίτησης διατάσσει ειδική ιατρική πραγματογνωμοσύνη για τη διακρίβωση των προϋποθέσεων των προηγουμένων παραγράφων και την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας αν αυτό δεν έχει βεβαιωθεί από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (Κ.Ε.Π.Α.) και η διαδικασία της καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η κατά τα άνω ειδική πραγματογνωμοσύνη ή η βεβαίωση του Κ.Ε.Π.Α υποβάλλεται από τον Εισαγγελέα στο αρμόδιο Συμβούλιο μαζί με την πρότασή του. Κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών μπορεί να ασκηθεί αναίρεση". Σε εκτέλεση της κατά τα ανωτέρω επιταγής της διάταξης του άρθρου 110Α ΠΚ, η οποία προβλέπει τη διεξαγωγή "ειδικής" πραγματογνωμοσύνης, εκδόθηκε η υπ'αριθμό 39067/4.6.2015 κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία ορίζει τα εξής: "1. Ο ειδικός πραγματογνώμονας ο οποίος ορίζεται από τον αρμόδιο Εισαγγελέα προκειμένου να διακριβώσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 110Α του Ποινικού Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 6 του ν. 4322/2015, υποβάλλει στον Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης αίτημα για την άμεση μεταγωγή του κρατουμένου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ. 2 του Σωφρονιστικού Κώδικα (ν. 2776/99 ΦΕΚ Α 291/24-12-1999) σε δημόσιο νοσοκομείο, το οποίο έχει κλινική κατάλληλη για τη διάγνωση της συγκεκριμένης ασθένειας, εφόσον η διάγνωση της ασθένειας δεν είναι δυνατή από το Νοσοκομείο Κρατουμένων Κορυδαλλού. Ο κρατούμενος κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο δημόσιο νοσοκομείο, υποβάλλεται σε κλινικό και εργαστηριακό έλεγχο που ορίζεται από τον Διευθυντή της οικείας κλινικής. Η φύλαξη του κρατουμένου γίνεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Μετά το πέρας του ελέγχου συντάσσεται αιτιολογημένη γνωμάτευση και εκδίδεται σχετικό πιστοποιητικό από τον Διευθυντή της οικείας κλινικής, τα οποία τίθενται στον ιατρικό φάκελο του κρατουμένου. 4. Ο Διευθυντής του Καταστήματος Κράτησης ή ο Διευθυντής του Νοσοκομείου Κρατουμένων Κορυδαλλού διαβιβάζει αμέσως στον ειδικό πραγματογνώμονα τον ιατρικό φάκελο του κρατουμένου, ο οποίος, αφού τον συνεκτιμήσει, συντάσσει τη σχετική πραγματογνωμοσύνη, με την οποία διακριβώνεται η συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 110Α του Ποινικού Κώδικα όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 6 του ν.4322/2015". Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η απόλυση υπό όρο δεν αποτελεί απαλλαγή από την ποινή, αλλά στάδιο εκτέλεσής της που επιδιώκει την αποτροπή της υποτροπής με τη βελτίωση του κατάδικου και την κοινωνική του αποκατάσταση (Ολ. ΑΠ 106/1991, ΑΠ 352/1999, δημοσ. ΝΟΜΟΣ) χορηγείται από το Συμβούλιο Εφετών, ανεξαρτήτως των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106 του ΠΚ, όταν ο κατάδικος που εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης νοσεί από το σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας (AIDS), κατόπιν διενέργειας ειδικής ιατρικής πραγματογνωμοσύνης που διατάσσεται από τον Εισαγγελέα. Δηλαδή για να δικαιούται να απολυθεί ο κατάδικος υπό όρο πρέπει να νοσεί από αυτό (AIDS), δηλαδή δεν αρκεί να είναι μόνο φορέας του ιού HIV, αλλά πρέπει να εκδηλώνει συμπτώματα της νόσου. Δεν αρκεί επίσης ο κατάδικος να πάσχει από άλλη νόσο (π.χ. ηπατίτιδα C) αν αυτή δεν αποδεικνύεται ότι οφείλεται στο σύνδρομο ούτε αποτελεί σύμπτωμά του (π.χ. διότι χρονικά προηγείται της ανίχνευσης του ιού HIV). Αν η υγεία του κατάδικου επιδεινώνεται για λόγους που δεν ανάγονται στη συγκεκριμένη νόσο, το θέμα μπορεί να αντιμετωπισθεί με τη ρύθμιση του άρθρου 557 ΚΠΔ περί διακοπής εκτέλεσης της ποινής Περαιτέρω, η απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ’αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από τη διαδικασία πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η απορριπτική κρίση του Δικαστηρίου και οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για την απορριπτική του κρίση για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μερικά από αυτά. Ακόμη δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν, ούτε προκύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η παράλειψη αξιολόγησης και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (Ολ. ΑΠ 1/2005, ΑΠ 786/2015, ΑΠ 430/2015, ΑΠ 834/2016, ΑΠ 945/2016). Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ε’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου πράγμα που συμβαίνει όταν το πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 2/2011). Τέλος, η πραγματογνωμοσύνη διαλαμβάνεται μεταξύ των κυριοτέρων κατά τις προβλέψεις του άρθρου 178 περ. γ’ ΚΠΔ αποδεικτικών μέσων και διατάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα από τους ανακριτικούς υπαλλήλους ή το δικαστήριο ή με αίτηση κάποιου διαδίκου ή του Εισαγγελέα αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης ότι και αυτή έχει ληφθεί υπόψη για τον σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης του Δικαστηρίου, απαίτηση που ικανοποιείται όχι μόνον όταν η πραγματογνωμοσύνη μνημονεύεται ειδικά μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της απόφασης, ότι τα πορίσματα του εν λόγω αποδεικτικού μέσου, έστω και αν αυτό δεν επισημαίνεται στο προοίμιο του σκεπτικού, ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο στη διαμόρφωση της δικανικής του πεποίθησης (ΑΠ 183/2013, ΑΠ 441/2014). Και τούτο διότι το κρίσιμο ζητούμενο για την πληρότητα της αιτιολογίας είναι η κατάφαση της πραγματικής εκτίμησης και αξιολόγησης του περιεχομένου της πραγματογνωμοσύνης και όχι απλώς η ρητή μνεία της τελευταίας μεταξύ των αποδεικτικών μέσων. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο κατ’εφαρμογή του άρθρου 177 του ίδιου Κώδικα με την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων. Οφείλει όμως όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα να δικαιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποκλείουν αυτά που ο πραγματογνώμονας θέτει ως βάση της γνώμης του (ΑΠ 1637/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Ανατολικής Κρήτης με το υπ’αριθμό 79/11.7.2016 βούλευμά του απέρριψε την αίτηση για την χορήγηση του ευεργετήματος της απόλυσης υπό όρο κατ’άρθρο 110Α του ΠΚ στον αναιρεσείοντα, κρατούμενο στο Κατάστημα Κράτησης Αλικαρνασσού Κρήτης με την υπ’αριθμό 876- 879/22.11.2013 απόφαση του Β’ Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή τέσσερις (4) φορές ισόβιας κάθειρξης και σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) ετών για τις αξιόποινες πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, ληστείας με ιδιαίτερη σκληρότητα κατά συρροή και επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συρροή η οποία κατέστη τελεσίδικη μετά την έκδοση της υπ’αριθμό 19/12.1.2015 απόφασης του Α’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος το δικάσαν Συμβούλιο Εφετών Ανατολικής Κρήτης, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως κατά λέξη τα εξής: "Από την εκτίμηση των εγγράφων που συνυποβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση, την από 25.5.2016 ιατρική πραγματογνωμοσύνη που διενήργησε ο Καθηγητής Παθολογίας Λοιμώξεων, διευθυντής της Παθολογικής Κλινικής και Μονάδας Λοιμώξεων του ... (το περιεχόμενο της οποίας τέθηκε σε γνώση του αιτούντος αφού ρητά μνημονεύεται στο από 7.6.2016 υπόμνημά του), σε συνδυασμό με όσα εκθέτει ο αιτών στο από 7.6.2016 υπόμνημά του αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών, υπήκοος Γεωργίας, γεννηθείς στις 7.8.1986, κρατείται στο Κατάστημα Κράτησης Αλικαρνασσού, δυνάμει της υπ’αριθ. 876- 879/22.11.2013 απόφασης του Β’ Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε ομόφωνα σε ποινή τέσσερις (4) φορές ισόβιας κάθειρξης και σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) ετών, για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, ληστείας με ιδιαίτερη σκληρότητα κατά συρροή και επικίνδυνης σωματική βλάβη κατά συρροή, που έλαβαν χώρα στη Φιλοθέη στις 9-7-2012 και στην Ηλιούπολη στις 30-5-2012, με έναρξη της ποινής του την 26-7-2012 (ημερομηνία προσωρινής κράτησης). Η άνω απόφαση έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη μετά την έκδοση της υπ’αριθμ. 19/12-1-2015 απόφασης του Α’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη ως ανυποστήρικτη η έφεση του αιτούντος - καταδίκου κατ’αυτής. Ο άνω κατάδικος το έτος 2013 παρουσίασε πνευμονική φυματίωση για την οποία έλαβε πλήρη αντιφυματική αγωγή, μετά το πέρας της οποίας, τον 2/2014, οι εξετάσεις του ήταν αρνητικές για ενεργό φυματίωση (βλ. τις από 1-3-2016 και 29-3-2016 ιατρικές βεβαιώσεις του Επιμελητή Δ/ντη Παθολογίας Παθολογικής Κλινικής ... ...). Λόγω της ασθένειάς του αυτής τυγχάνει ευεργετικού υπολογισμού των ημερών της ποινής του (ήτοι η κάθε ημέρα παραμονής του στο κατάστημα κράτησης υπολογίζεται ως δυο ημέρες εκτιόμενης ποινής) από την 18-2-2013 έως και την 2-3-2016 (ημερομηνία σύνταξης του πίνακα υπολογισμού ποινής του ΚΚ Αλικαρνασσού), σύμφωνα με την υπ’ αριθμ…2013 απόφαση της Εισαγγελέως Επόπτη του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο αιτών, εκτός της κρινόμενης αίτησης, είχε υποβάλλει προηγουμένως άλλες δυο (2), όμοιες κατά περιεχόμενο, αιτήσεις για απόλυσή τού υπό όρο κατ’άρθρο 110Α ΠΚ, επικαλούμενος ότι νοσεί από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας, οι οποίες απερρίφθησαν με τα υπ’αριθμ. 361/2014 και 53/2015 βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημ/κων Πειραιά και Κέρκυρας, αντίστοιχα, τα οποία δέχθηκαν στο σκεπτικό τους ότι ο αιτών δεν νοσεί από την νόσο AIDS αλλά ότι είναι απλός φορέας της νόσου ΗIV. Από το σύνολο των ιατρικών πιστοποιητικών που συνυποβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση και ιδίως από την από 25-5-2016 ιατρική πραγματογνωμοσύνη που διενήργησε ο Καθηγητής Παθολογίας Λοιμώξεων, διευθυντής της Παθολογικής Κλινικής και Μονάδας Λοιμώξεων του ... Α.Γ., προκύπτει ότι ο αιτών έχει ιστορικό HIV λοίμωξης (ΗIV σημαίνει Human Immunodeficiency Virus δηλαδή Ιός της Ανθρώπινης Ανοσοανεπάρκειας), ηπατίτιδας C και θεραπευθείσας πνευμονικής φυματίωσης. ...". Από τις άνω παραδοχές προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Ανατολικής Κρήτης διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΠΚ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ορθά υπήγαγε τα πρακτικά περιστατικά που προέκυψαν στις διατάξεις του άρθρου 110Α του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ευθέως ούτε εκ πλαγίου δηλαδή με ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία. Οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού στην αιτιολογία του βουλεύματος αναφέρονται κατ’είδος τα αποδεικτικά μέσα μεταξύ των οποίων και η από 25.5.2016 ειδική ιατρική πραγματογνωμοσύνη του ιατρού ... από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε τα περιστατικά που προαναφέρθηκαν βάσει των οποίων έκρινε ότι ο αιτών - αναιρεσείων δεν νοσεί από σύνδρομο ανοσοποιητικής ανεπάρκειας (AIDS), αλλά αυτός πάσχει από H.I.V. λοίμωξη, ανήκοντας σε κατηγορία πριν το τελευταίο στάδιο εξέλιξης αυτής σε στάδιο AIDS, συνακόλουθα δε ότι δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την χορήγηση του ευεργετήματος της απόλυσης υπό όρο κατά το άρθρο 110Α του ΠΚ. Ακόμη αιτιολογείται με επάρκεια στο προσβαλλόμενο βούλευμα η αντίθετη κρίση του Συμβουλίου με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω από 25.5.2016 ειδική ιατρική πραγματογνωμοσύνη με την παράθεση των αποδεδειγμένων πραγματικών περιστατικών τα οποία αποκλείουν αυτά τα οποία η αντιθέτου περιεχομένου πραγματογνωμοσύνη θέτει ως βάση του συμπεράσματός της. Επομένως οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα αντιστοίχως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης είναι αβάσιμοι και συνακόλουθα η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ) σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ’αριθμό ...21.7.2016 αίτηση αναίρεσης του ... του ... (υπηκόου Γεωργίας) για αναίρεση του υπ’αριθμό 79/11.7.2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ανατολικής Κρήτης. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2017. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιανουαρίου 2018.

 

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Συμβούλιο Πλημ/κών Χαλκίδας: Αντισυνταγματική η διάταξη της υφ'όρον απόλυσης λόγω αναπηρίας - Φλώροι vs "Φλώρων"

 

 

Η κυρία Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου θα ασκήσει αιτήσεις αναιρέσεως κατά παρόμοιων Βουλευμάτων, έστω και υπέρ του Νόμου, για την ενότητα της Νομολογίας;


216/2018 ΠΛΗΜΜ ΧΑΛΚ

Υπό όρο απόλυση καταδίκων με ποσοστό αναπηρίας. Άρθρο 110Α παρ. 2 στοιχ. β’ ΠΚ. Αντισυνταγματικότητα διάταξης. Επιβολή πρόσκαιρης κάθειρξης. Απαραίτητες προϋποθέσεις για την υπό όρο απόλυση του εκτίοντος πρόσκαιρη κάθειρξη καταδίκου με ποσοστό αναπηρίας. Έκτιση του 1/5 της ποινής και ποσοστό αναπηρίας άνω του 67%. Πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας. Πιστοποίηση αναπηρίας: πραγματογνωμοσύνη ή βεβαίωση από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.ΠΑ.). Ωστόσο, η διάταξη του ά. 110Α παρ. 2 στοιχ. β’ ΠΚ, η οποία αξιώνει μόνο ποσοστό αναπηρίας άνω του 67% και έκτιση ενός ελαχίστου μέρους της ποινής, ήτοι του 1/5, ακόμη και πλασματική έκτιση, είναι αντισυνταγματική, αφού δεν εξετάζεται αν τα αντίστοιχα προβλήματα υγείας υπήρχαν και πριν από την τέλεση της πράξης ή προέκυψαν στη συνέχεια, καθώς και η διαγωγή του υφ’όρον απολυθέντος μετά την απόλυσή του. Εν προκειμένω, το ποσοστό αναπηρίας ανέρχεται στο 82%, το οποίο προκύπτει σωρευτικά από περισσότερες ασθένειες. Απορρίπτει αίτηση ως μη νόμιμη, διότι κατά την κρίση του Συμβουλίου η διάταξη του ά. 110Α παρ. 2 στοιχ. β’ ΠΚ είναι αντισυνταγματική, βάσει των ως άνω. Βλ. αντίθετη εισαγγελική πρόταση, βάσει της οποίας προτείνεται η υφ’όρον απόλυση του κρατουμένου.

Αριθμός: 216/2018 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΧΑΛΚΙΔΑΣ Αποτελούμενο από τους Δικαστές Μιχαήλ Ντόστα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ιωάννη Τσιφούκη (Εισηγητή) και Παρασκευή Κοντού, Πλημ/κες. Συνήλθε στο Κατάστημα του Πρωτοδικείου Χαλκίδας την 19-12-2018 παρουσία της Γραμματέως Παναγιώτας - Βασιλικής Πανταζή για να αποφανθεί, αφού διασκεφθεί στη με αριθμό 243/2018 έγγραφη πρόταση της Αντεισαγγελέως, Όλγας Ηλιοπούλου, η οποία έχει το ακόλουθο περιεχόμενο: Προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας Εισάγουμε ενώπιον του Συμβουλίου Σας σύμφωνα με τα άρθρα 32 παρ. 1 και 4, 138 παρ. 2β ΚΠΔ και 105 επ. ΠΚ την από 7-11-2018 αίτηση του ... κρατουμένου του Καταστήματος Κράτησης Χαλκίδας, αιτουμένου την υπό όρο απόλυσή του κατά το άρθρο 110Α παρ. 2 ΠΚ και εκθέτουμε τα κάτωθι: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 110Α παρ. 2 του Π.Κ «Η απόλυση χορηγείται, ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106 και στις πιο κάτω περιπτώσεις, που έχει επιβληθεί πρόσκαιρη στερητική της ελευθερίας ποινή: α) στους καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω, εφόσον κρίνεται ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης και β) στους καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω. Σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης, απαιτείται να έχει εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο το ένα πέμπτο της ποινής». Σύμφωνα δε με την παράγραφο 4, ως τούτη αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του νόμου 4356/2015, «Η διακρίβωση των προηγούμενων προϋποθέσεων γίνεται μετά από αίτηση του κρατούμενου από το αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών ή, στην περίπτωση κρατούμενου που εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης, από το συμβούλιο εφετών. Ο εισαγγελέας, μετά την υποβολή της αίτησης, διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη για τη διακρίβωση των προϋποθέσεων των προηγούμενων παραγράφων και την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας, αν αυτό δεν έχει βεβαιωθεί από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.). Η κατά τα άνω ειδική πραγματογνωμοσύνη ή η βεβαίωση από το ΚΕ.Π.Α. υποβάλλεται από τον εισαγγελέα στο αρμόδιο συμβούλιο μαζί με την πρότασή του. Κατά του βουλεύματος του συμβουλίου εφετών μπορεί να ασκηθεί αναίρεση. Οι λεπτομέρειες σχετικά με την ως άνω ειδική πραγματογνωμοσύνη καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Υγείας. Η ειδική πραγματογνωμοσύνη ή η βεβαίωση του ΚΕ.ΠΑ. υποχρεωτικά προσδιορίζουν εάν η αναπηρία είναι μόνιμη ή πρόσκαιρη, και αναφέρουν στην περίπτωση της πρόσκαιρης αναπηρίας τον χρόνο διάρκειας και το ποσοστό της. Εάν πρόκειται για πρόσκαιρη αναπηρία, ο αρμόδιος εισαγγελέας υποβάλλει ένα (1) μήνα πριν τη λήξη του προσδιοριζόμενου χρόνου αναπηρίας στο αρμόδιο συμβούλιο την πρότασή του για την επανεξέτασή της χορηγηθείσας απόλυσης υπό όρο. Για τον λόγο αυτό δύο (2) μήνες πριν την συμπλήρωση του χρόνου της προσδιορισθείσας αναπηρίας, διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη, είτε παραπομπή στο αρμόδιο ΚΕ.Π.Α για την εκ νέου διακρίβωση των προϋποθέσεων για την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας. Εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων διατάσσεται η συνέχιση της εκτέλεσης της ποινής. Ο χρόνος που μεσολάβησε από την απόλυση υπό όρο λογίζεται ως πραγματικός χρόνος έκτισης της ποινής. Η επανεξέταση της αναπηρίας και η διακρίβωση των προϋποθέσεων του άρθρου αυτού περατώνεται στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το άρθρο 109». Τέλος, κατά την παράγραφο 7 του ως άνω άρθρου «Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, εκτός της επιβολής ισόβιας κάθειρξης, δύναται να επιβληθεί μόνο ο όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα. Ανάκληση απόλυσης για παραβίαση όρου δεν χωρεί όταν αυτή προκλήθηκε από λόγους υγείας». Από τα σχετικά έγγραφα προκύπτει ότι ο εν λόγω κατάδικος κρατείται με την υπ’αριθμ. Δ ΜΕΚ 3495/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθήνας, η οποία του επέβαλε συνολική ποινή πρόσκαιρης καθείρξεως δεκαεπτά (17) έτη και είκοσι (20) μήνες και έχει (κατά την ημέρα σύνταξης του πίνακα υπολογισμού ποινής) εκτίσει με ευεργετικό υπολογισμό τρία (3) έτη, έντεκα (11) μήνες και έξι (6) ημέρες. Επομένως (και μέχρι την ημέρα σύνταξης του πίνακα υπολογισμού ποινής, δηλαδή την 12η-11-2018) έχει συμπληρώσει το 1/5 της ποινής του. Κατά συνέπεια, το υπόλοιπο που απομένει να εκτίσει με βάση τον ίδιο πίνακα υπολογισμού ποινής είναι δεκατέσσερα (14) έτη, οκτώ (8) μήνες και έξι (6) ημέρες. Περαιτέρω, εκ της από 9-3-2018 Γνωστοποίησης αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της Διεύθυνσης Ιατρικής Αξιολόγησης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κατόπιν αξιολογήσεως από την Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) συνάγεται ότι το ποσοστό αναπηρίας του ως άνω κρατούμενου ανέρχεται σε ποσοστό 82%, χρονικής διάρκειας από 14-9-2018 έως και 31-8-2019, εκ τούτου πρόσκαιρης αναπηρίας. Εκ της επισκοπήσεως, δε, σωρείας πρόσφατων ιατρικών βεβαιώσεων (ίδ. αντίγραφα αυτών) προκύπτουν, αφενός οι παθήσεις του αιτούντος, αφετέρου η μέχρι προσφάτως συνεχόμενη νοσηλεία του λόγω της βεβαρημένης κατάστασης της υγείας του, ώστε δεν τίθεται σε αμφισβήτηση η βασιμότητα του πορίσματος του ΚΕ.Π.Α. Επομένως, εφόσον συντρέχουν οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, πρέπει να διαταχθεί η απόλυση του κατάδικου αυτού, υπό τον όρο της απαγόρευσης εξόδου από την χώρα μέχρι την λήξη του υπολοίπου της ποινής του. ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ Να διαταχθεί η υπό όρον απόλυση του ... του .., κρατουμένου του Καταστήματος Κράτησης Χαλκίδας. Και να του επιβληθεί, υπό τον όρο της ανάκλησης της υπό όρο απόλυσης, η υποχρέωση απαγόρευσης εξόδου από την χώρα μέχρι την λήξη του υπολοίπου της ποινής του. 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ 

I) Κατά τη διάταξη του άρθρου 96 § 1 του Συντάγματος, η τιμωρία των εγκλημάτων, όπως και η λήψη όλων των μέτρων, που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι, ανήκει στα τακτικά ποινικά δικαστήρια. Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με το άρθρο 26 του Συντάγματος, που καθιερώνει τη θεμελιώδη για την ελληνική έννομη τάξη αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, και το άρθρο 87 § 1 του Συντάγματος, που επιτάσσει την συγκρότηση των δικαστηρίων από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, συνάγεται ότι η εκτέλεση των επιβαλλόμενων ποινών δεν μπορεί να ματαιώνεται ή αναιρείται με πράξεις της εκτελεστικής ή νομοθετικής εξουσίας, και μάλιστα για σκοπούς άσχετους με το αντικείμενο της ποινικής καταστολής (ήτοι της γενικής και ειδικής πρόληψης). Γι'αυτό, άλλωστε, το ίδιο το Σύνταγμα με ειδικές διατάξεις του, που συνιστούν απόκλιση από την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, δίδει σε όργανα της εκτελεστικής ή νομοθετικής εξουσίας τη δυνατότητα ματαίωσης ή μετριασμού των ποινικών κυρώσεων σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, αφενός με τον θεσμό της αμνηστίας, που κατ'άρθρο 47 §§ 3 - 4 δίδεται μόνο με νόμο ψηφιζόμενο με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών, αφορά αόριστο αριθμό προσώπων και επιτρέπεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα, αφετέρου με τον θεσμό της απονομής χάριτος, που κατ'άρθρο 47 § 1 του Συντάγματος δίδεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, κατόπιν γνώμης συμβουλίου κατά πλειοψηφία συγκροτούμενου από δικαστές, και η οποία (χάρη) συνίσταται στη μετατροπή ή μετριασμό των ποινών, που επιβάλλουν τα δικαστήρια, ή και στην άρση των κάθε είδους νόμιμων συνεπειών ποινών, που έχουν επιβληθεί και εκτιθεί. Είναι προφανές ότι η τελευταία αυτή διάταξη (του άρθρου 47 § 1) τέθηκε για εξαιρετικές και μόνο περιπτώσεις, όπου η εμμονή στην εκτέλεση της επιβληθείσας με δικαστική απόφαση ποινής παρίσταται σε συγκεκριμένη περίπτωση ανεπιεικής για λόγους, που κρίνονται από τον ανώτατο άρχοντα της Πολιτείας, ύστερα όμως από γνωμοδότηση συμβουλίου κατά πλειοψηφία συγκροτούμενου από δικαστικούς λειτουργούς. Δεν αναφέρεται στην ανωτέρω συνταγματική διάταξη ποιοι λόγοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την απονομή χάριτος, αλλά είναι προφανές ότι τέτοιοι λόγοι αφορούν, ιδίως, περιπτώσεις, όπου, ενόψει της κατάστασης υγείας του καταδίκου, της οικογενειακής του κατάστασης, της ενδεχόμενης μεταμέλειάς του, της επανόρθωσης των συνεπειών της πράξης του, παρίσταται πλέον ανεπιεικής η εκτέλεση της ποινής ή η συνδρομή δυσμενών συνεπειών της, ενόψει και της αρχής του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου ως υπέρτατης υποχρέωσης της Πολιτείας (άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος) ή άλλων αξιολογήσεων του συνταγματικού νομοθέτη, όπως αυτές που περιέχονται στο άρθρο 21 του Συντάγματος (με το οποίο προστατεύεται, μεταξύ άλλων, η υγεία, η οικογένεια, η μητρότητα, το γήρας, η αναπηρία και η πολύτεκνη οικογένεια). Και πάλι, όμως, σε αυτές τις περιπτώσεις ο μετριασμός ή η απάλειψη των συνεπειών της ποινικής καταδίκης ανατέθηκε στον Ανώτατο Άρχοντα της Πολιτείας και απαιτείται η γνώμη συμβουλίου κατά πλειοψηφία αποτελούμενου από δικαστές, ώστε η ματαίωση των συνεπειών της ποινικής καταδίκης να αποτελεί την εξαίρεση και να μην διασπάται έτσι η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, που θα παραβιαζόταν αν με ευκολία οι καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων καθίσταντο «γράμμα κενό»

 II) Κατά το άρθρο 110Α §§ 2 και 4 ΠΚ, όπως το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε κατόπιν διαδοχικών τροποποιήσεων με τους Ν. 4322/2015, 4356/2015 και 4571/2018, η (υφ'όρον) απόλυση χορηγείται ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106 και στις πιο κάτω περιπτώσεις (πλην δηλ. αυτών, που περιοριστικά αναφέρονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου), που έχει επιβληθεί πρόσκαιρη στερητική της ελευθερίας ποινή: α) στους καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας 50% και άνω, εφόσον κρίνεται ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης και β) στους καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω. Σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης απαιτείται να έχει εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο (άρα και με ευεργετικό υπολογισμό ημερών κράτησης) το ένα πέμπτο της ποινής» (παρ. 2). Για τη διαπίστωση δε του ποσοστού αναπηρίας με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου γίνεται παραπομπή στους κανονισμούς και στη διαδικασία, που προβλέπεται από την κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία, χωρίς να επιτρέπεται επομένως η διαφορετική εκτίμηση του ποσοστού αναπηρίας από το δικαστικό συμβούλιο κατ'απόκλιση των οριζόμενων στις κανονιστικές πράξεις για τον προσδιορισμό του ποσοστού αναπηρίας (ΥΑ 39067 ΦΕΚ Β 1067/2015, σε συνδυασμό και με τον Πίνακα της ΥΑ Φ 11321/688/04.05.2011), σε συνδυασμό και με τα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης (βλ. σχετικά και Π. Λυμπερόπουλο, Δικαιοπολιτικές κατευθύνσεις στον Ποινικό Κώδικα - Η περίπτωση του άρθρου 110Α, ΝοΒ 66/1194 επ., όπου και κριτική για τη δικαιοπολιτική ορθότητα των σχετικών διατάξεων). Ειδικότερα, ορίζεται επί λέξει στην παράγραφο 4 του άρθρου 110Α «η διακρίβωση των προηγούμενων προϋποθέσεων γίνεται μετά από αίτηση του κρατούμενου από το συμβούλιο πλημμελειοδικών... Ο εισαγγελέας, μετά την υποβολή της αίτησης, διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη για τη διακρίβωση των προϋποθέσεων των προηγούμενων παραγράφων και την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας, ιδίως εφόσον αυτό δεν έχει βεβαιωθεί από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.). Η κατά τα άνω ειδική πραγματογνωμοσύνη ή η βεβαίωση από το ΚΕ.Π.Α υποβάλλεται από τον εισαγγελέα στο αρμόδιο συμβούλιο μαζί με την πρότασή του». Κύριο, επομένως, αποδεικτικό μέσο για τη διακρίβωση της αναπηρίας και του ποσοστού αυτής αποτελεί η σχετική βεβαίωση του ΚΕ.Π.Α., εκτός αν ο αρμόδιος εισαγγελέας διατηρεί αμφιβολίες σχετικά με την ακρίβεια της βεβαίωσης αυτής, οπότε μπορεί, πριν διατυπώσει την πρότασή του στο συμβούλιο, να διατάξει ειδική πραγματογνωμοσύνη, που διενεργείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ΚΥΑ 39067/2015 (ΦΕΚ Β 1067/2015), η οποία και πάλι, όμως, θα αποσκοπεί στον βάσει των προβλημάτων υγείας του καταδίκου προσδιορισμό του ποσοστού αναπηρίας του, σύμφωνα με τα ισχύοντα στην κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία, αφού, αν ο νομοθέτης δεν επιθυμούσε τη συσχέτιση αυτή, θα διατηρούσε τη μορφή των διατάξεων του άρθρου 110Α ΠΚ, ως είχε πριν την τροποποίησή του με τους Ν. 4322 και 4356/2015, οπότε και η υφ'όρον απόλυση παρεχόταν μόνον επί ύπαρξης συγκεκριμένων ασθενειών περιοριστικά αναφερόμενων στο νόμο και χωρίς να γίνεται συσχέτιση με τα προσδιοριζόμενα από τα ΚΕ.Π.Α. ποσοστά αναπηρίας. Από την ίδια δε τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 110 § 2 στοιχ. β` ΠΚ προκύπτει ότι επί πιστοποιημένης από το ΚΕΠΑ ή από τον ορισθέντα πραγματογνώμονα αναπηρίας άνω του 67% είναι υποχρεωτική η υφ'όρον απόλυση του καταδίκου, εφόσον έχει εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο το 1/5 της ποινής, χωρίς την εξέταση άλλων προϋποθέσεων, όπως λ.χ. το ποσοστό αναπηρίας να προκύπτει από μία μόνο ασθένεια ή η ασθένεια να είναι τέτοια που να προκαλεί αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης του καταδίκου (αυτό προβλέπεται ως προϋπόθεση βάσει του στοιχ. α` της ίδιας παραγράφου για καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας μεταξύ 50% και 67%) ή να υφίσταται κίνδυνος επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του καταδίκου ή της ίδιας του της ζωής (εξάλλου με δυσκολία θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι για οποιονδήποτε έγκλειστο σε κατάστημα κράτησης δεν υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω επιδείνωσης της υγείας του, εφόσον έχει διαπιστωθεί ότι πάσχει από ασθένειες τέτοιας έκτασης, που να δικαιολογούν ποσοστό αναπηρίας άνω του 67%, και μάλιστα ενώ είναι γενικά γνωστό αλλά και διαπιστωμένο με αποφάσεις του ΕΔΔΑ - βλ. ενδεικτικά την πρόσφατη «... κατά Ελλάδος» της 04.10.2018 με αριθ. προσφυγής .../2016, «Singh κ.α. κατά Ελλάδος» της 19.01.2017 με αριθ. προσφυγής .../2013 - ότι οι συνθήκες κράτησης δεν είναι οι δέουσες για ευρωπαϊκό κράτος από άποψη υγιεινής αλλά και γενικότερα αξιοπρεπούς διαβίωσης). Η υποχρέωση όμως αυτή του δικαστικού συμβουλίου, που απορρέει από τις διατάξεις των παραγράφων 2 στοιχ. β` και 4 να διατάξει την απόλυση καταδίκου με μόνες προϋποθέσεις την έκτιση (ακόμη και πλασματική βάσει ευεργετικού υπολογισμού των ημερών κράτησης) ενός ελάχιστου μέρους της ποινής του (1/5) και τη διαπίστωση αναπηρίας άνω του 67% και μάλιστα χωρίς να εξετάζεται αν τα αντίστοιχα προβλήματα υγείας υπήρχαν και πριν την τέλεση της εγκληματικής πράξης, για την οποία καταδικάστηκε, ή αν προέκυψαν για πρώτη φορά εκ των υστέρων και χωρίς τη δυνατότητα παρακολούθησης της διαγωγής του μετά την απόλυση (αφού ο μόνος επιτρεπτός περιοριστικός όρος κατ'άρθρο 110Α § 7 ΠΚ είναι η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα), προσκρούει στις συνταγματικές διατάξεις, που αναφέρονται υπό το στοιχείο I της παρούσας, αφού στις περιπτώσεις αυτές η επιβληθείσα από τα αρμόδιο δικαστήριο ποινή καθίσταται χωρίς αντικείμενο και μένει κατά το μεγαλύτερο μέρος της ανεκτέλεστη, χωρίς όμως να ακολουθηθεί η μόνη δυνατή κατά το Σύνταγμα (και ειδικότερα κατά το άρθρο 47 § 1 αυτού) διαδικασία μετριασμού ή άρσης των δυσμενών συνεπειών της ποινής, που είναι η απονομή χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (διαδικασία που ασφαλώς προβλέφθηκε εξ αρχής ως εξαιρετική, αφού αποτελεί απόκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών, για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων περιπτώσεων, όπου καθίσταται εξαιρετικά επαχθής η εκτέλεση της καταγνωσθείσας ποινής, όπως μπορεί να είναι και η ύπαρξη σοβαρών προβλημάτων υγείας στο πρόσωπο του καταδίκου). Τα παραπάνω, άλλωστε, δεν αναιρούνται από την ανάγκη συμμόρφωσης της Πολιτείας προς τις διατάξεις των άρθρων 2 § 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας» και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), βάσει του οποίου απαγορεύεται η απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις απορρέει υποχρέωση της Πολιτείας να εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για όλους τους κρατουμένους στα σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας και να λαμβάνει ιδιαίτερη πρόνοια για την παρακολούθηση της υγείας τους και για την αποτελεσματική αντιμετώπιση και θεραπεία των προβλημάτων υγείας και των αναπηριών των εγκλείστων σε αυτά, πλην όμως δεν δικαιολογείται υπό την επίκληση αυτών η ουσιαστική κατάργηση των καταγνωσθεισών από τα ποινικά δικαστήρια της ουσίας ποινών σε βάρος των καταδίκων, που αντιμετωπίζουν εξαρχής ή μετά την καταδίκη τους σοβαρά προβλήματα υγείας. Εν προκειμένω, με την από 07.11.2018 αίτηση του κατάδικου και κρατουμένου, δυνάμει της με αριθμό 3495/2018 συγχωνευτικής απόφασης του Δ΄ Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία επιβλήθηκε συνολική ποινή κάθειρξης 17 ετών και 20 μηνών, ... η οποία (αίτηση) διαβιβάσθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Χαλκίδας με την με αριθμό πρωτοκόλλου .../12.11.2018 αναφορά του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης του Καταστήματος Κράτησης Χαλκίδας, όπου κρατείται ο ανωτέρω κατάδικος, ζητείται η απόλυσή του υπό τον όρο της ανάκλησης λόγω αναπηρίας σε ποσοστό άνω του 67% και συγκεκριμένα σε συνολικό ποσοστό αναπηρίας 82%, το οποίο προκύπτει σωρευτικά από περισσότερες ασθένειες, ήτοι από παλαιό έμφραγμα του μυοκαρδίου και εμφύτευση μόνιμης απινιδωτικής βηματοδοτικής συσκευής, καθώς και σακχαρώδη διαβήτη τύπου II ινσουλινοθεραπευόμενο, το σύνολο δε της εκτιθείσας ποινής του ανέρχεται σε 3 έτη, 11 μήνες και 6 ημέρες, συνυπολογισμένου του ευεργετικού υπολογισμού ημερών λόγω αναπηρίας. Η υπό κρίση αίτηση αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου αυτού με την με αριθμό 243/2018 πρόταση της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Χαλκίδας (άρθρα 32 §§ 1 και 4, 138 § 2 ΚΠΔ και 110Α § 4 εδ. α` ΠΚ), πλην όμως πρέπει, σύμφωνα και με όσα αναλυτικά εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, να απορριφθεί ως μη νόμιμη, διότι κατά την κρίση του παρόντος Συμβουλίου η διάταξη του άρθρου 110Α § 2 στοιχ. β` ΠΚ είναι αντισυνταγματική και, επομένως, δεν μπορεί, ενόψει της διάταξης του άρθρου 93 § 4 του Συντάγματος, να εφαρμοστεί από το Συμβούλιο. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στη Χαλκίδα την 19η Δεκεμβρίου 2018.

Για να σ'εκδικηθώ



Σε κοιτώ στα μάτια
και σου δίνω τον λόγο μου
τα χείλια μου, την ηχώ μου
στον απόηχο της ηδονής
ενός έρωτα πληγωμένου
για να σ'εκδικηθώ
σου λέω πως τα ίδια μάτια
αλληθώρισαν κάποτε
σε ομιχλώδη κοιτάσματα
μιας αγοραίας αγάπης
ντύθηκε με πέπλο
αποχρωματισμένη
με τη βούλα του αίματος
πλημμυρισμένη από λίγη ανάμνηση
πασπάλισαν και το ριζικό
να κάνει θόρυβο
στο σκαλάκι της εισόδου
έφτασε και το θανατικό
σαν άλλαξαν τα στέφανα
δύο ξένοι χωρισμένοι από τη λήθη
κοιτώντας τη φωτογραφία σου
-συνήθεια καταραμένη κάθε μέρα-
στο σκοτάδι έλαμπαν τα μάτια μου
με τα κλάματα φωτογυάλι
έπεσε το καντηλάκι
στάχτη και η φωτογραφία
κάηκε η ιεροτελεστία

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

Διατάραξη Συνεδριάσεως Δικαστηρίου

Πότε τα Δικαστήρια διαταράσσονται και πότε είναι διαταραγμένα

Απόφαση 389/1991 Αρείου Πάγου

Διατάραξη συνεδριάσεων δικαστηρίων. Στοιχεία. Αρθρο 197 ΠΚ. Πρόβλεψη δύο σωρευτικώς τελουμένων εγκλημάτων: αυθαίρετη παρεμπόδιση και διατάραξη συνεδριάσεως. Περίπτωση δικηγόρου, που υπέβαλε αίτηση εξαιρέσεως, διαμαρτυρόμενος ταυτόχρονα για προκατάληψη του δικαστή σε βάρος του. Δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα. Αναίρεση για εσφαλμένη ερμηνεία.

Προεδρεύων ο Αντιπρόεδρος Χ. Χριστοφορίδης - Εισηγητής ο Αρεοπαγίτης Γ. Παπαγεωργίου 

Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 197 του ΠΚ "όποιος χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη εμποδίζει αυθαίρετα την συνεδρίαση δικαστηρίου ή τη διαταράσσει σοβαρά με διέγερση θορύβου ή αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών". Η διάταξη αυτή προβλέπει δύο σωρευτικώς τελούμενα εγκλήματα, αφενός την αυθαίρετη παρεμπόδιση της συνεδρίασης του δικαστηρίου και αφετέρου την διατάραξη αυτής, κάθε ένα δε από αυτά μπορεί να τελεστεί με την διέγερση θορύβου, αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Η παρεμπόδιση τελείται όταν δεν κατέστη από την ενέργεια του υπαιτίου εφικτή η έναρξη ή η εξακολούθηση της συνεδριάσεως, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί, η διατάραξη, δε, όταν δυσχεραίνεται η κανονική διεξαγωγή της αρξαμένης ήδη συνεδρίασης ή διακόπτεται αυτή. Για την συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της διατάραξης των συνεδριάσεων πρέπει η παρεμπόδιση ή διατάραξη να γίνεται αυθαίρετα, δηλαδή χωρίς δικαίωμα του ενεργούντος. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που συνίσταται στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την έννοια της πιο πάνω πράξης, και ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 εδ. ε΄ του ΚΠΔ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά τους τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν, αλλά σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στην συγκεκριμένη υπόθεση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων Δικηγόρος Θεσσαλονίκης καταδικάστηκε για διατάραξη της συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκαζε, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, της πράξης του αυτής συνιστάμενης ειδικότερα στο ότι:"Στη Θεσσαλονίκη την 30.4.1984 κατά τη συνεδρίαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου που δίκαζε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά την οποία δικαζόταν η υπόθεση μεταξύ της αιτούσης Ε. συζύγου P.M. (θυγατρός και πελάτιδός του) κατά της ομορρύθμου εταιρείας "Δ.Μ.Κ.Β. και Δ.Μ.Ο.Ε.", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, όταν εκφωνήθηκε από το Δικαστή η υπόθεση, εμφανίστηκε και απευθυνόμενος στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου (Δικαστή) αναφέρθηκε σε άσχετα με την υπόθεση θέματα και σε παρατήρηση να περιοριστεί στην υπόθεση, συνέχισε διαμαρτυρόμενος λέγοντας: "δεν μπορείτε εσείς να μου στερήσετε το δικαίωμα του αναφέρεσθαι εις τας αρχάς, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 3 του Συντάγματος σε προσωπική μου υπόθεση", και σε ερώτηση του Προέδρου, γιατί τα αναφέρει αυτά, απάντησε ότι προβάλλει την αίτηση εξαιρέσεως του Δικαστή, διότι: "διαπίστωσα προκατάληψή σας ενώπιον εμού προσωπικά ως δικηγόρου, των υποθέσεων της οικογενείας μου και όλων των πελατών μου, όσων υποθέσεων χειριστήκατε εσείς. Αναφέρομαι σε 10 υποθέσεις που δικάσατε εσείς και στις οποίες με κατατροπώσατε. Έχω υποβάλει καταγγελία ενώπιον του Αρείου Πάγου και του κ. Εισαγγελέα, εναντίον ορισμένων δικαστών και εναντίον σας". Με αυτά τα πραγματικά περιστατικά που περιλαμβάνονται στο διατακτικό της απόφασης και αναφέρονται στις παραδοχές του αιτιολογικού της, έκρινε το Εφετείο ότι στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά η υπόσταση του εγκλήματος της διατάραξης της συνεδρίασης του Δικαστηρίου. Έτσι, όμως, όπως έκρινε το Εφετείο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 197 του ΠΚ, καθόσον τα πραγματικά περιστατικά, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, δεν συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, αφού: α) Η διαμαρτυρία του αναιρεσείοντος για την μη στέρηση του δικαιώματος του αναφέρεσθαι και η υποβολή της αίτησης εξαιρέσεως δεν αποτελούν διέγερση θορύβου ή αταξίας, ώστε να εμποδισθεί ή διαταραχθεί η Συνεδρίαση του Δικαστηρίου, β) δεν επήλθε εμπόδιση ή διατάραξη της συνεδριάσεως με την έννοια που αναφέρθηκε στην μείζονα σκέψη, γ) η διαμαρτυρία του αναιρεσείοντος, συνοδευόμενη από την υποβολή αιτήσεως εξαιρέσεως του Δικαστή, δεν έγινε χωρίς δικαίωμα, δηλαδή δεν ήταν αυθαίρετη, ενόψει του ότι η υποβολή αιτήσεως εξαιρέσεως αποτελεί δικαίωμα του διαδίκου και προβλέπεται από τα άρθρα 52 επόμ. του ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων παρίστατο ως δικηγόρος σε υπόθεση στην οποία διάδικος ήταν η θυγατέρα του Ε.Μ., και δ) από τα ως άνω πραγματικά περιστατικά δεν προκύπτει η δολία προαίρεση του αναιρεσείοντος με την μορφή, είτε του αμέσου, είτε του ενδεχόμενου δόλου, ώστε να στοιχειοθετείται και το υποκειμενικό στοιχείο του εγκλήματος. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Ε΄ του ΚΠΔ τέταρτος λόγος αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και, εν όψει του ότι δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη και ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης προς νέα συζήτηση, σύμφωνα με τα άρθρο 519 του ΚΠΔ, να κηρυχθεί από το Δικαστήριο τούτο αθώος ο αναιρεσείων κατά το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠΔ.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Τα συγκρουόμενα



Περιφέρονταν σε σύγχυση
αυτοκινητάκια συγκρουόμενα
με θύματα εξιλαστήρια
και ελαστικά όσο η μίζα τους
παραπονούμενα που στην επίσημη κούρσα
οι θεατές χειροκροτούσαν την ταχύτητα
τυφλωμένοι από τα κατά συνθήκην ατυχήματα
ήταν προδιαγεγραμμένη η κίνηση
προσυνεννοημένη η απόσταση
προσανατολισμένη και η σύγκρουση
ερωτοσκιρτούσαν τα φρένα
πατώντας το γκάζι στις τύψεις
σαν κόρνα η κατάληξη
υπενθύμιζε το μοιραίο αντίο
μυοκτονία ή αυτοκτονία
διαφορετικό το θύμα
επώνυμος ο θύτης
συγκρουόμενα τα συναισθήματα
συντετλιμμένα τα κομμάτια
ενός σώματος που ανασύρθηκε
από ένα τροχαίο που τόσο το είχε ανάγκη


Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

Απόφαση-Κόλαφος του Αρείου Πάγου υπέρ Καθαρίστριας



Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, που καταδίκασε την γνωστή βασανισμένη καθαρίστρια, την οποία και έστειλε στη Φυλακή, για τα μέλη του οποίου εκδόθηκε Ανακοίνωση Συμπαράστασης από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, δεν αξιολόγησε καθόλου την Νομολογία του Αρείου Πάγου (ίδετε και απόφαση 1074/2018 Α.Π., με την οποία έγινε δεκτή Αναίρεση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, για το ίδιο νομικό θέμα).
Ο Άρειος Πάγος, με μία απόφαση - κόσμημα, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη, κ. Βασιλική Ηλιοπούλου, σύζυγο του Αρεοπαγίτη, κ. Γεώργιου Παπανδρέου, απέδειξε ότι η Ελληνική Δικαιοσύνη αποδίδει δίκαιο, όχι μόνον για τους ισχυρούς, αλλά και για κάθε κατηγορία πολιτών, και δη των αδύναμων, που το έχουν τόσο ανάγκη.



Καταδίκη για απάτη κατ’εξακολούθηση. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Απάτη που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές (π.χ. μισθοί). Επί απάτης που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές δεν νοείται κατ’εξακολούθηση έγκλημα, αφού, για να υπάρξει αυτό, θα πρέπει κάθε φορά να διαπράττεται μία νέα αυτοτελής απάτη. Η παράλειψη άρσης της περιουσιακής διάθεσης είναι ποινικά αδιάφορη. Σε διαφορετική περίπτωση θα οδηγούμασταν στην μετατροπή του στιγμιαίου εγκλήματος σε διαρκές. Χρόνος τέλεσης της απάτης. Ο χρόνος κατά τον οποίο ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του. Αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της περιουσιακής βλάβης. Πραγματικά περιστατικά. Προσκόμιση πλαστού απολυτηρίου Γυμνασίου (εξατάξιου) από την κατηγορουμένη - εργαζόμενη σε Δημοτική επιχείρηση Δήμου, προκειμένου να προσληφθεί ως διοικητική υπάλληλος ΔΕ (δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) και όχι ΥΕ (υποχρεωτικής εκπαίδευσης). Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Ασάφεια ως προς την κατ’εξακολούθηση απάτη. Πιο συγκεκριμένα, δεν αναφέρεται στην απόφαση αν κάθε περιουσιακή διάθεση είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του παθόντος, που έχει προκληθεί από χωριστή απατηλή συμπεριφορά της κατηγορουμένης, ή αποτέλεσμα της άπαξ επελθούσας πλάνης, οπότε δεν τίθεται θέμα κατ’εξακολούθηση απάτης. Ασάφεια ως προς τον χρόνο τέλεσης της απάτης. Ενώ ως χρόνος τέλεσης της κατ’εξακολούθηση απάτης φέρεται το διάστημα από 1/4/2010 έως 23/12/2014, η ζημία του Δήμου υπολογίζεται από τις 28/12/2002, ήτοι την ημερομηνία πρόσληψης της κατηγορουμένης βάσει του πλαστού απολυτηρίου, σαν να πρόκειται για άπαξ τελεσθείσα απάτη. Αναιρεί την υπ’αριθμ. ΑΤ 1143/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς για τους ως άνω λόγους.
Αριθμός 983/2018 
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Ναυσικά Φράγκου, Βασιλική Ηλιοπούλου - Εισηγήτρια και Βασιλική Μπαζάκη - Δρακούλη, Αρεοπαγίτες. 
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ..., η οποία παραστάθηκε με την πληρεξουσία δικηγόρο της ..., για αναίρεση της υπ'αριθ. ΑΤ-1143/2017 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Mε πολιτικώς ενάγοντα τον "ΔΗΜΟ ......", ο οποίος εκπροσωπείται νόμιμα, και ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ'αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ'αριθ. πρωτ. .../12.7.2017 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό.../2017. Αφού άκουσε την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 
Η υπό κρίση, υπ'αρ. πρωτ. .../12-7-2017, αίτηση - δήλωση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ'αρ. ΑΤ - 1143/2017 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ'εξακολούθηση και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν  
Ι. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή και σε άλλον (τρίτον) παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος β) εν γνώσει, υπό την έννοια του άμεσου δόλου, παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η παράσταση ψευδών γεγονότων μπορεί να συνίσταται σε οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση ή ισχυρισμό, στον οποίο υπάρχει ανακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας, μπορεί δε να είναι ρητή ή να συνάγεται και συμπερασματικά από τη συμπεριφορά του δράστη, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και την συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος (ΑΠ 782/2017). Η κατά τα άνω παραπλάνηση του άλλου πραγματώνεται, με τρεις υπαλλακτικά μικτούς τρόπους (παράσταση - απόκρυψη - παρασιώπηση) που κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα, οι οποίοι διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους και από τους οποίους οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος, της παρασιώπησης αληθινών γεγονότων, περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς διά παραλείψεως, με την παράλειψη δηλαδή ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοίνωσης από τον νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου (ΑΠ 648/2014, ΑΠ 210/2012, ΑΠ 833/2016). Η πράξη εξαπάτησης πρέπει να κατευθύνεται στην πρόκληση ή διατήρηση πλάνης σε άλλον. Με την έκφραση ...διατήρηση πλάνης ... δεν εννοείται κατ'ακριβολογία η διατήρηση μιας αρχικά υφιστάμενης αμετάβλητης παράστασης, αλλά παράλειψη του δράστη να αποτρέψει ή να άρει επιγενόμενη πλάνη, οφειλόμενη στο ότι ο διαθέτων θεωρεί υφιστάμενη μία κατάσταση, η οποία, όμως, στην πραγματικότητα έχει εν τω μεταξύ μεταβληθεί. Χρόνος τέλεσης του εγκλήματος της απάτης θεωρείται, ενόψει του άρθρου 17 ΠΚ, ο χρόνος, κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, προβαίνοντας στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή στην αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, που συνιστούν τους υπαλλακτικώς μικτούς τρόπους τέλεσης της απάτης, είναι δε αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της περιουσιακής βλάβης στον παθόντα, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος, που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια, παράλειψη η ανοχή του παραπλανηθέντα (ΑΠ 75/2016, ΑΠ 833/2016). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 98 Π.Κ. προκύπτει, ότι κατ'εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της απόφασης για την τέλεσή τους (ΑΠ 613/2015, ΑΠ 1309/2015). Έτσι, προκειμένου περί απάτης, τότε μόνο υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της απόφασης προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ'εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα, τελείται μία πράξη απάτης και όχι περισσότερες εξακολουθητικώς τελούμενες, όταν συνεπεία της άπαξ προκληθείσας πλάνης, ο εξαπατηθείς προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις (ΑΠ 1037/2013, ΑΠ 613/2015). Έτσι, επί απάτης που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές εκ μέρους του εξαπατηθέντος, συνιστάμενες στη χωρίς υποχρέωση καταβολή ενός επιδόματος ή μισθού δεν συντρέχει περίπτωση κατ'εξακολούθηση τέλεσης της απάτης, αφού, για να υπάρξει εξακολουθούν έγκλημα, θα πρέπει να διαπράττεται κάθε φορά μία νέα αυτοτελής απάτη. Εξάλλου, όταν η εξαπάτηση είναι το αποτέλεσμα της θετικής ενέργειας της ψευδούς παράστασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεχίζεται με τη μορφή της παράλειψης άρσης της πλάνης του θύματος, ως ένα δήθεν έγκλημα μη γνήσιας παράλειψης. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στη μετατροπή κάθε στιγμιαίου εγκλήματος σε διαρκές και κάθε εγκληματική ενέργεια σε σύνθετη συμπεριφορά (ενέργειας και παράλειψης), που έχει ως συνέπεια η διάπραξή της να διαρκεί για όσο χρονικό διάστημα δεν επέρχονται ακόμη τα τελικά αποτελέσματά τους. Έτσι, σε περίπτωση που η πλάνη του θύματος και η περιουσιακή διάθεση, την οποία επιχειρεί, προκαλείται με θετική ενέργεια, η παράλειψη άρσης αυτής της διάθεσης είναι ποινικά αδιάφορη. Δεν δημιουργείται δε υποχρέωση άρσης της ήδη επελθούσας πλάνης, που οδηγεί σε διαδοχικές διαθέσεις και διαδοχικές επιζήμιες συνέπειες, που αντιστοιχούν στο συνολικό όφελος, στο οποίο απέβλεπε ο δράστης με την άπαξ επιδειχθείσα απατηλή συμπεριφορά του, και που εντάσσονται σε ένα και το αυτό έγκλημα απάτης, με το οποίο δεν δημιουργείται κάποιος άλλος κίνδυνος για κάποιο άλλο αγαθό, αλλά είναι το ίδιο περιουσιακό αγαθό του τρίτου με το ίδιο υλικό αντικείμενο που πλήττεται στην ίδια έκταση, δηλ. στο ίδιο ποσό, στο οποίο εξ αρχής απέβλεψε ο δράστης ως περιουσιακό όφελος. Διαφορετική εκδοχή θα οδηγούσε στο αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση που η περιουσιακή διάθεση και η εξ αυτής βλάβη δεν επέρχεται ταυτόχρονα με την ολοκλήρωση της παραπλανητικής συμπεριφοράς και την εξ αυτής προκληθείσα πλάνη, αλλά μεταγενέστερα, να δημιουργείται, από το χρονικό σημείο της επελθούσας πλάνης, αμέσως υποχρέωση του δράστη, λόγω προηγούμενης επικίνδυνης κατάστασης που ο ίδιος δημιούργησε, να αποτρέψει την περιουσιακή διάθεση, στην οποία, όμως, απέβλεπε με την αμέσως προηγηθείσα συμπεριφορά του.
ΙΙ. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της (ΑΠ 8/2017, ΑΠ 226/16). Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω και κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ'αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικές συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή που προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ'αυτή, εκτός εάν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), όπως π.χ. στην ψευδορκία, ή η επιδίωξη ορισμένου σκοπού περαιτέρω (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση) (ΑΠ 66/2017, ΑΠ 122/2016), οπότε η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως (ΑΠ 290/2016). 
III. Λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε` του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (ΟλΑΠ 2/2011, ΑΠ 75/2016).
IV. Στην προκείμενη περίπτωση, το δικάσαν κατ'έφεση, Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη υπ'αρ. ΑΤ-1143/2017 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ'είδος, αποδείχθηκαν τα εξής: ...ότι η εκκαλούσα, στον ..., κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2010 έως και 23.12.2014, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, έχοντας σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Ειδικότερα, η εκκαλούσα στις 2-10-2000 προσλήφθηκε ως εργάτρια εσωτερικής εργασίας (καθαρίστρια) στην Δημοτική Επιχείρηση του Δήμου ... και στη συνέχεια, την 1-4-2010, μεταφέρθηκε στον Δήμο ..., δυνάμει της υπ'αριθ. 425/23-11-2009 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ με αριθμό …/24-3-2010. Με την προσκόμιση, δε, στις 28-12-2002 [οπότε και προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την Δημοτική Επιχείρηση Έργων Πολιτισμού Ανάπτυξης Προβολής επικοινωνίας ... (ΔΕΕΠΑΠΕΚ), η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε ΔΗΚΕΚΟ, ως υπάλληλος γραφείου-γραμματέας, δηλαδή διοικητική υπάλληλος], του πλαστού από 24-6-1975 απολυτηρίου από το ... Ναυτικόν Γυμνάσιον ... Χίου, στο οποίο βεβαιώνεται ότι αυτή απολύθηκε από την ΣΤ` τάξη του ανωτέρω σχολείου, το οποίο είναι πλαστό γιατί ουδέποτε εκδόθηκε από τον γυμνασιάρχη και τους καθηγητές του ανωτέρω γυμνασίου, παρέστησε ψευδώς στο Δήμο ..., προκειμένου να καλύψει προσωποπαγή θέση εργασίας ΙΔΑΧ ως διοικητική υπάλληλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΔΕ), ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ότι έχει αποφοιτήσει από το εξατάξιο γυμνάσιο, ενώ η αλήθεια είναι ότι ουδέποτε ολοκλήρωσε το εξατάξιο γυμνάσιο, αφού εγκατέλειψε τις σπουδές της στην ΣΤ΄ τάξη, προκειμένου να παντρευτεί, και επομένως τα τυπικά της προσόντα είναι αυτά υπαλλήλου υποχρεωτικής και όχι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Με την ανωτέρω ψευδή παράσταση έπεισε το Δήμο ... να την τοποθετήσει σε προσωρινή προσωποπαγή θέση εργασίας ΙΔΑΧ ως διοικητική υπάλληλο κατηγορίας ΔΕ, ενώ τα τυπικά της προσόντα ήταν υπαλλήλου ΥΕ, με αποτέλεσμα να της καταβάλει το μεγαλύτερο μισθό που προβλέπεται για τον υπάλληλο ΔΕ σε σχέση με τον υπάλληλο ΥΕ, η διαφορά του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 7.333 ευρώ και αφορά όλο το χρονικό διάστημα από 28-12-2002 έως και 23-12-2014, οπότε η κατηγορουμένη τέθηκε σε αυτοδίκαιη αργία, ποσό κατά το οποίο ζημιώθηκε ο Δήμος ... και ωφελήθηκε παράνομα η κατηγορουμένη. Εξάλλου, ο ισχυρισμός περί παραγραφής, της αποδιδόμενης στην εκκαλούσα αξιόποινης πράξης της απάτης κατ'εξακολούθηση, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, καθόσον, εν προκειμένω, από τον χρόνο τέλεσης της πράξης, ήτοι από τις απατηλές διαβεβαιώσεις στο Δήμο ... - στον οποίο, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η εκκαλούσα μεταφέρθηκε την 1-4-2010 - ότι τυγχάνει κάτοχος τίτλου σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και δη του ανωτέρω αναφερομένου απολυτηρίου εξατάξιου Γυμνασίου, έως και την αμετάκλητη παραπομπή της εκκαλούσας στο ακροατήριο (31-3-2015) δεν παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, και επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1, 3, 112 και 113 ΠΚ, δεν επήλθε εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής. Περαιτέρω, πρέπει να αναγνωρισθεί ως συντρέχουσα στο πρόσωπο της εκκαλούσας, η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. β ΠΚ... Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη του ότι :... Στον ..., κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2010 έως και 23.12.2014, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, έχοντας σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Ειδικότερα, κατά τον άνω τόπο και χρόνο, με την προσκόμιση του πλαστού από 24-6-1975 απολυτηρίου από το ...Ναυτικόν Γυμνάσιον ..., στο οποίο βεβαιώνεται ότι αυτή απολύθηκε από την ΣΤ` τάξη του ανωτέρω σχολείου (τμήμα κλασσικό), το οποίο είναι πλαστό, γιατί ουδέποτε εκδόθηκε από τον γυμνασιάρχη και τους καθηγητές του ανωτέρω γυμνασίου (καθώς αφενός μεν τα αναγραφόμενα σε αυτό στοιχεία του αριθμού μαθητολογίου (...), του αριθμού βιβλίου πιστοποιητικών σπουδών (...), του αύξοντα αριθμού εγγραφής στο Δημοτολόγιο Δήμου ... (.../3), του αριθμού πιστοποιητικού του Δήμου ... (.../17-6-1969) και του αριθμού απολυτήριου (...) ανήκουν σε άλλη μαθήτρια και αφορούν ενδεικτικό άλλου, αφετέρου δε η κατηγορουμένη δεν συμπεριλαμβάνεται στους απολυμένους της ΣΤ` τάξης Κλασσικής Κατεύθυνσης του έτους σχολικού έτους 1974-1975), παρέστησε ψευδώς στο Δήμο ..., στον οποίο μεταφέρθηκε ως πλεονάζον προσωπικό από τη Δημοτική Επιχείρηση ΔΗΚΕΚΟ, δυνάμει της υπ` αριθμ. …/23-11-2009 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ με αριθμό 237/24-4-2010, προκειμένου να καλύψει προσωποπαγή θέση εργασίας ΙΔΑΧ ως διοικητική υπάλληλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΔΕ), ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ότι έχει αποφοιτήσει από το εξατάξιο γυμνάσιο, ενώ η αλήθεια είναι ότι ουδέποτε ολοκλήρωσε το εξατάξιο γυμνάσιο, αφού εγκατέλειψε τις σπουδές της στην ΣΤ` τάξη, προκειμένου να παντρευτεί, και επομένως τα τυπικά της προσόντα είναι αυτά υπαλλήλου υποχρεωτικής και όχι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Με την ανωτέρω ψευδή παράσταση έπεισε το Δήμο ... να την τοποθετήσει σε προσωρινή προσωποπαγή θέση εργασίας ΙΔΑΧ ως διοικητική υπάλληλο κατηγορίας ΔΕ, ενώ τα τυπικά της προσόντα ήταν υπαλλήλου ΥΕ, με αποτέλεσμα να της καταβάλει το μεγαλύτερο μισθό που προβλέπεται για τον υπάλληλο ΔΕ σε σχέση με τον υπάλληλο ΥΕ, η διαφορά του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 7.333 ευρώ, και αφορά όλο το χρονικό διάστημα από 28-12-2002 έως και 23-12-2014, οπότε η κατηγορουμένη τέθηκε σε αυτοδίκαιη αργία, ποσό κατά το οποίο ζημιώθηκε ο Δήμος ... και ωφελήθηκε παράνομα η κατηγορουμένη... .
V. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, στέρησε την απόφασή του από την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και παραβίασε εκ πλαγίου τις εφαρμοσθείσες ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 και 386 του ΠΚ, διότι, ενώ δέχεται ότι η πράξη της απάτης τελέσθηκε κατ'εξακολούθηση, δηλαδή με περισσότερες πράξεις, δεν εκθέτει εάν η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της απάτης πληρώθηκε αντίστοιχες φορές, και αφήνει αδιευκρίνιστο αν κάθε επιζήμια περιουσιακή διάθεση κατά το επίδικο χρονικό διάστημα είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του παθόντος, που έχει προκληθεί από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ή μήπως, συνεπεία της άπαξ επελθούσας πλάνης, ο παθών προέβη σε διαδοχικές απλώς επιζήμιες ενέργειες, οπότε δεν τίθεται θέμα κατ'εξακολούθηση τέλεσης της απάτης (ΑΠ 840/2007, ΑΠ 930/2009). Η ασάφεια περί του εάν πρόκειται για κατ'εξακολούθηση απάτη επιτείνεται και από το γεγονός ότι, ενώ ως χρόνος τέλεσης της απάτης κατ'εξακολούθηση φέρεται το χρονικό διάστημα από 1.4.2010 έως και 23.12.2014, στην προσβαλλόμενη απόφαση η ζημιά του Δήμου υπολογίζεται από τις 28-12-2002, δηλ. από την πρόσληψη της κατ/νης με βάση το προσκομισθέν πλαστό απολυτήριο, σαν να πρόκειται για άπαξ τελεσθείσα απάτη (το έτος 2002) με διαδοχικές επιζήμιες συνέπειες, το συνολικό ποσό των οποίων ανέρχεται στο αναφερόμενο στην απόφαση. Επίσης, σχετικά με τον χρόνο τέλεσης της επιμέρους πράξης της 1ης-4-2010, και ενόψει και της προταθείσας ένστασης παραγραφής ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, δεν διευκρινίζεται εάν κατ'αυτόν τον χρόνο έλαβε χώρα κάποια χωριστή παραπλανητική συμπεριφορά της κατηγορουμένης ή εάν αυτός είναι ο χρόνος, κατά τον οποίο τα όργανα του Δήμου προέβησαν στην πράξη και μόνο της τοποθέτησής της σε συγκεκριμένη θέση, ως αποτέλεσμα πλάνης προκληθείσας από απατηλή συμπεριφορά αυτής που ολοκληρώθηκε σε προγενέστερο χρονικό διάστημα, όπως π.χ. της λήψης της απόφασης από το ΔΣ για μεταφορά του πλεονάζοντος προσωπικού ή της δημοσίευσης στο ΦΕΚ ή σε ακόμα προγενέστερο χρόνο. Τούτο δε διότι, όπως προαναφέρθηκε, χρόνος τέλεσης της απάτης είναι ο χρόνος που ολοκληρώθηκε η απατηλή συμπεριφορά και είναι αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της περιουσιακής βλάβης στον παθόντα, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος, που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια του παθόντος Δήμου. Έτσι, όμως, καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής εφαρμογής του νόμου και δη των προπαρατεθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Κατόπιν τούτων, κατά παραδοχή ως βάσιμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Δ` και Ε` του ΚΠΔ λόγου της υπό κρίση αίτησης και αφού παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Αναιρεί την υπ'αρ. ΑΤ-1143/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. 
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαΐου 2018. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιουνίου 2018
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...